πολιτική ιδεολογία From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο φασισμός είναι η ριζοσπαστική ακροδεξιά που έχει ως στόχο να θέσει το έθνος, το οποίο ορίζει βάσει αποκλειστικών βιολογικών, πολιτισμικών και ιστορικών όρων, υπεράνω κάθε άλλης αξίας και να δημιουργήσει μια κινητοποιημένη εθνική κοινότητα.[1] Πρωτοεμφανίστηκε στην Ιταλία του Μουσολίνι και αναπτύχθηκε από τους Γερμανούς ναζιστές και άλλους. Προτείνει έναν ολοκληρωτικό τρόπο διακυβέρνησης, από έναν συγκεκριμένο αρχηγό ο οποίος θα συνενώσει όλες τις τάξεις σε ένα Έθνος, το οποίο ορίζεται ως το «ανώτερο» με προορισμό να κυριαρχήσει στα άλλα, «κατώτερα» έθνη και φυλές.
Σήμερα οι όροι «φασισμός» και «φασίστας» χρησιμοποιούνται, μεταφορικά, στην καθημερινή γλώσσα για να δηλώσουν την αυταρχικότητα και τον δεσποτισμό[2], την αυθαιρεσία, την εξουσιαστική, βίαιη και αντιδημοκρατική συμπεριφορά[3].
Ο ιταλικός φασισμός είχε τις ρίζες του στον Ιταλικό εθνικισμό και τον επαναστατικό συνδικαλισμό του Ζωρζ Σορέλ που τελικά εξελίχθηκε σε Εθνικό συνδικαλισμό στην Ιταλία. Οι περισσότεροι Ιταλοί επαναστάτες συνδικαλιστές ηγέτες δεν ήταν μόνο "ιδρυτές του φασιστικού κινήματος", αλλά αργότερα κατέλαβαν βασικές θέσεις στη ηγεσία του Μουσολίνι. Επιδίωκαν να αποκαταστήσουν και να επεκτείνουν τα Ιταλικά εδάφη, τα οποία οι Ιταλοί Φασιστές έκριναν αναγκαία για το έθνος διεκδικώντας την ανωτερότητα και τη δύναμή του για να αποφύγει να υποχωρήσει σε φθορά. Οι Ιταλοί Φασιστές ισχυρίστηκαν ότι η σύγχρονη Ιταλία είναι ο κληρονόμος της αρχαίας Ρώμης και της κληρονομιάς της και υποστήριξε ιστορικά τη δημιουργία μιας Ιταλικής αυτοκρατορίας για την παροχή ζωτικού χώρου για τον αποικισμό Ιταλών εποίκων και για τον έλεγχο της Μεσογείου.[4][5] [6]
Ο ιταλικός φασισμός αντιτίθεται στον φιλελευθερισμό, αλλά όχι στην αναζήτηση μιας αντιδραστικής αποκατάστασης του προ- γαλλικού επαναστατικού κόσμου, την οποία θεωρούσε ελάττωμα, καθώς είχε μια προοδευτική κατεύθυνση. Ήταν αντίθετος στον μαρξιστικό σοσιαλισμό λόγω της τυπικής αντίθεσής του στον εθνικισμό, αλλά αντιτάχθηκε επίσης στον αντιδραστικό συντηρητισμό που ανέπτυξε ο Ζοζέφ ντε Μαιστρ. Πιστεύει ότι η επιτυχία του Ιταλικού εθνικισμού απαιτούσε σεβασμό στην Παράδοση και σαφή αίσθηση του κοινού παρελθόντος μεταξύ του Ιταλικού λαού, παράλληλα με τη δέσμευση για μια εκσυγχρονισμένη Ιταλία.[7] Ο ιταλικός φασισμός βασίζεται στον Ιταλικό εθνικισμό και συγκεκριμένα επιδιώκει να ολοκληρώσει αυτό που θεωρεί ως το ατελές έργο του "Risorgimento" με την ενσωμάτωση της "Italia Irredenta" ("αλύτρωτη Ιταλία") στην πολιτεία της Ιταλίας. Το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα που ίδρυσε το 1921 δήλωσε ότι το κόμμα έπρεπε να υπηρετεί ως «επαναστατική πολιτοφυλακή στην υπηρεσία του έθνους», ακολουθώντας μια πολιτική βασισμένη σε τρεις αρχές: τάξη, πειθαρχία, ιεραρχία».[6]
Το διακριτικό χαρακτηριστικό του φασισμού είναι η ιδέα του κορπορατισμού, την οποία ο Μουσολίνι διακήρυξε πως είναι ο Τρίτος Δρόμος μεταξύ του καπιταλισμού και σοσιαλισμού. Αυτού του είδους η σκέψη υιοθετήθηκε από τον Όσβαλντ Μόσλι στη Μεγάλη Βρετανία και τον Περόν στην Αργεντινή. Ο κορπορατισμός αντιτίθεται στην ελεύθερη αγορά και στην απεριόριστη επιδίωξη κέρδους από τα άτομα, ενώ βασίζεται σε συγκεκριμένη γραμμή που θέτει τους επιχειρηματίες και το εργατικό δυναμικό συνδεδεμένους στενά μαζί σε ένα οργανικό και πνευματικά ενοποιημένο σύνολο. Ως μορφή οικονομίας χαρακτηρίζεται από την επέκταση του άμεσου πολιτικού και παρεμβατικού σχεδιασμού και ελέγχου πάνω στη βιομηχανία και την οργανωμένη εργατική τάξη για το κοινό συμφέρον.[8] Ο φασισμός αρνείται την πάλη των τάξεων.
Είναι βάσιμη η αντίληψη που θεωρεί ότι τόσο ο φασισμός των Ιταλών φασιστών όσο και ο ναζισμός των Γερμανών εθνικοσοσιαλιστών λειτούργησαν σταθεροποιώντας την κυριαρχία του καπιταλισμού και της αστικής τάξης των χωρών αυτών. Συνέτριψαν τις εργατικές συλλογικότητες των χωρών του (σωματεία, συνδικάτα, κόμματα), κατέστειλαν με ωμή βία τις απεργίες των εργαζομένων των χωρών αυτών και τελικά αποκατέστησαν την τάξη υπέρ της καπιταλιστικής κυριαρχίας.[9][10]
Ο ελληνικός όρος 'φασισμός προέρχεται από την ιταλική λέξη fascismo που ετυμολογείται από την λατινική «fasces» (φάσκες, ενικός: fascis, ιταλικά fascio: φάσο) που ονομαζόταν συγκεκριμένο αρχαίο ρωμαϊκό έμβλημα εξουσίας, που απεικόνιζε «ράβδους δεμένες γύρω από έναν πέλεκυ». Η λέξη παραπέμπει στους «littores» (λιτόρες) που ήταν είδος ομάδων σωματοφυλάκων των γερουσιαστών της αρχαίας Ρώμης οι οποίοι διακρίνονταν από μια ράβδο που κρατούσαν και η οποία ήταν το σύμβολο της εξουσίας τους. Οι fasces ήταν σύμβολο της εξουσίας των δικαστών στην αρχαία Ρώμη και συμβόλιζαν την «ισχύν εν τη ενώσει»: μια μόνο ράβδος σπάζει εύκολα, ενώ μια δέσμη πολύ δύσκολα. Οι ράβδοι ήταν δεμένες γύρω από έναν διπλό πέλεκυ που έγινε το σύμβολο του φασισμού.
Είναι μακρόχρονη η αντιπαράθεση ιστορικών, πολιτικών επιστημόνων και άλλων μελετητών για την ακριβή φύση του φασισμού.[11][12] Κάθε αντίληψη περί του φασισμού είναι διαφορετική, αφήνοντας τους ορισμούς είτε πολύ διευρυμένους είτε πολύ περιορισμένους.[13][14]
Ο συνήθης ορισμός του φασισμού εστιάζει σε τρεις έννοιες: (α) τις "φασιστικές αρνήσεις" του "αντι-φιλελευθερισμού, του αντι-κομμουνισμού και του αντι-συντηρητισμού, (β) τους εθνικιστικούς και αυταρχικούς στόχους της δημιουργίας μιας ελεγχόμενης οικονομίας και του μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων μέσα σε μια μοντέρνα, αυτο-προσδιοριζόμενη κουλτούρα, και (γ) την πολιτική αισθητική του ρομαντικού συμβολισμού, της μαζικής κινητοποίησης, της θετικής οπτικής της βίας και της προώθησης της αρρενωπότητας, της νεότητας και της χαρισματικής ηγεσίας.[15][16][17] Σύμφωνα με πολλούς μελετητές, ο φασισμός - ειδικά όταν είναι στην εξουσία - ιστορικά επιτέθηκε κατά του κομμουνισμού, του συντηρητισμού και του κοινοβουλευτικού φιλελευθερισμού, βρίσκοντας υποστήριξη κυρίως από την άκρα δεξιά.[18]
Ο Ρότζερ Γκρίφιν (Roger Griffin) περιγράφει τον φασισμό ως ένα "είδος πολιτικής ιδεολογίας της οποίας ο μυθικός πυρήνας στις διάφορες παραλλαγές του είναι ο παλιγγενετικής μορφής λαϊκιστικός υπερ-εθνικισμός".[19] Ο Γκρίφιν περιγράφει την ιδεολογία ως αποτελούμενη από τρία βασικά συστατικά: (α) τον μύθο της αναγέννησης, (β) τον λαϊκιστικός υπερ-εθνικισμό και (γ) τον μύθο της παρακμής.[20] Ο φασισμός, κατ' αυτόν είναι ένας "μια γνήσια επαναστατική, δια-ταξική μορφή αντι-φιλελεύθερου, και σε τελευταία ανάλυση, αντι-συντηρητικού εθνικισμού", δομημένου πάνω σε ένα σύνθετο πλέγμα θεωρητικών και πολιτισμικών επιρροών. Υπάρχει μια διακριτή μεσο-πολεμική περίοδος στην οποία ο φασισμός εκδηλώνεται ως πολιτική ενός κόμματος οδηγούμενου μεν από μία ελίτ αλλά λαϊκιστικού και ενόπλου, αντιτιθέμενου στο σοσιαλισμό και τον φιλελευθερισμό και υποσχόμενου ριζοσπαστικές πολιτικές για να σώσει το έθνος από την παρακμή.[21]
Ο Ρόμπερτ Πάξτον (Robert Paxton) θεωρεί ότι ο φασισμός είναι "μορφή πολιτικής συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται από την έμμονη προκατάληψη με την παρακμή της κοινωνίας, τον εξευτελισμό και τη θυματοποίηση, καθώς και από τις αντισταθμιστικές λατρείες της ενότητας, της ενέργειας, της καθαρότητας, όπου ένα μαζικό κόμμα αποφασισμένων εθνικιστών ακτιβιστών, εργαζόμενων σε ανήσυχη αλλά αποτελεσματική συνεργασία με παραδοσιακές ελίτ, εγκαταλείπει τις δημοκρατικές ελευθερίες και επιδιώκει με λυτρωτική βία και χωρίς ηθικές και νομικές αναστολές τους στόχους της εσωτερικής κάθαρσης και της εξωτερικής επέκτασης".[22]
Οι Ουμπέρτο Έκο[23], Kevin Passmore,[24], John Weiss,[25] Ian Adams,[26] και Moyra Grant,[27] αναφέρουν ως χαρακτηριστικό του φασισμού τον ρατσισμό (περιλαμβανομένου του αντισημιτισμού), φέρνοντας ως παράδειγμα τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό. Άλλοι μελετητές δεν θεωρούν τον εθνικοσοσιαλισμό ως είδος φασισμού.
Ο Τζών Λούκατς (John Lukacs), Ούγγρο-αμερικανός ιστορικός που επέζησε του Ολοκαυτώματος, ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει μια γενική κατηγορία που λέγεται "φασισμός". Θεωρεί ότι ο εθνικοσοσιαλισμός και ο κομμουνισμός ουσιαστικά είναι εκδηλώσεις του λαϊκισμού και ότι κράτη όπως η Ναζιστική Γερμανία και η Φασιστική Ιταλία περισσότερο διαφέρουν παρά ομοιάζουν.[28]
Στους "αναθεωρητές" ιστορικούς του ολοκληρωτισμού, ανήκει ο Έρνστ Νόλτε, ο οποίος εγκαινίασε μια νέα σχολή, αυτή της συγκριτικής μελέτης φασισμού, εθνικοσοσιαλισμού και σταλινισμού. Διατύπωσε την άποψη ότι ο χαρακτήρας και η ιδεολογία του ευρωπαϊκού φασισμού ήταν αντίδραση στον μοντερνισμό και όχι απλώς η διαστρεβλωτική έκφανση του εθνικισμού ή παράγωγο οικονομικών συνθηκών.[29] Ο ίδιος θεωρεί ότι μεταξύ φασισμού (όπου περιλαμβάνει τον ναζισμό) και κομμουνισμού υπάρχει "αιτιώδης συνάφεια".[30]
Ο όρος φασιστικό κίνημα εμφανίστηκε το 1915 στην εφημερίδα Il Popolo, για να ορίσει μια πολιτική τάση, η οποία πρότεινε ριζοσπαστικές κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, την έμπρακτη βία και την υιοθέτηση της λεγόμενης «πολιτικής της πλατείας» (ιτ. politica della piazza), χάριν της προστασίας των ιταλικών εδαφικών αξιώσεων, ενώ παράλληλα εναντιωνόταν στον κλήρο, στον κοινοβουλευτισμό και τον μπολσεβικισμό.[31] Οι πρώτες σημαντικές ομάδες φασιστών (με την κλασσική έννοια) σχηματίστηκαν το 1919 και ονομάστηκαν fasci di combattimento, δηλαδή ομάδες ή δέσμες μάχης). Νωρίτερα (Δεκ. 1914) οι Μουσολίνι, Anceste de Ambris, Angelo Olivetti κ.α. είχαν ιδρύσει την οργάνωση Fascio d'azione rivoluzionaria (Φάσιο Επαναστατικής Δράσης) στο Μιλάνο[32] το οποίο προήλθε από το ελάχιστα προγενέστερο Fascio Rivoluzionario d' Azione Internazionalista (Επαναστατικό Φάσιο Διεθνιστικής Δράσης). Και οι δύο αυτές οργανώσεις είχαν στόχο να προωθήσουν την εμπλοκή της Ιταλίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.[33] Εκείνη την εποχή, το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας (από το οποίο προήλθε και ο Μουσολίνι) είχε διχαστεί γύρω από το αν πρέπει η Ιταλία να συμμετάσχει στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Μουσολίνι, όπως και άλλα μέλη του Κόμματος μεταξύ των οποίων και ο Αντόνιο Γκράμσι, ήταν υπέρ της "ενεργής και λειτουργικής ουδετερότητας", με τη λογική ότι η απόλυτη ουδετερότητα απειλούσε να μετατρέψει το προλεταριάτο σε αμέτοχους παρατηρητές της προελαύνουσας ιστορίας.[34]
Ο φασισμός γεννήθηκε το 1919 μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ιταλία, από τον Μπενίτο Μουσολίνι, χωρίς ακόμα να αποτελεί δόγμα ή να προσδιορίζει κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα[35]. Ο Μουσολίνι ίδρυσε την οργάνωση Fasci di Combattimento στο Μιλάνο στις 13 Μαρτίου 1919 και αρχικά, τα πρώτα λίγα μέλη ήταν πρώην στρατιώτες που ήταν δυσαρεστημένοι από την έκβαση του πολέμου. Το 1921 ιδρύθηκε το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα και εκλέχθηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Αμέσως το επόμενο έτος επήλθε το χάος όταν φασιστικές ομάδες κρούσης (squadre d’azione) άρχισαν να καταλαμβάνουν με τη βία διάφορα δημόσια κτήρια καταφεύγοντας στη μέθοδο του σκουαδρισμού [36]. Όταν οι αρχηγοί του σοσιαλιστικού κόμματος κήρυξαν απεργία, ο Μουσολίνι απαίτησε από την κυβέρνηση να την διακόψει απειλώντας ότι οι φασίστες θα έκαναν Πορεία προς την Ρώμη. Ο Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄, φοβούμενος την αναταραχή και τον εμφύλιο, παρέδωσε την εξουσία στον Μουσολίνι, ενέργεια η οποία επισκιάστηκε τελικά από την Πορεία προς τη Ρώμη. Το 1926 το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα έγινε το μοναδικό νόμιμο πολιτικό κόμμα και το κοινοβούλιο αντικαταστάθηκε από τη Βουλή των Συντεχνιών, σύμφωνα με το κορπορατιστικό σύστημα.[37]
Παρόλο που το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα έχει τεθεί εκτός νόμου από το μεταπολεμικό Σύνταγμα της Ιταλίας, εμφανίστηκαν διάφορα νεοφασιστικά κόμματα για να συνεχίσουν την κληρονομιά του. Ιστορικά, το μεγαλύτερο νεοφασιστικό κόμμα ήταν το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα (Movimento Sociale Italiano/MSI), του οποίου το μεγαλύτερο ποσοστό που συγκέντρωσε ήταν το 8,7% των ψήφων στις γενικές εκλογές του 1972. Το MSI διαλύθηκε το 1995 και αντικαταστάθηκε από την Εθνική Συμμαχία, ένα συντηρητικό κόμμα που αποστασιοποιήθηκε αργότερα από το φασισμό (ο ιδρυτής του πρώην υπουργός Εξωτερικών Gianfranco Fini δήλωσε κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης στο Ισραήλ ότι ο φασισμός ήταν «απόλυτο κακό»)[38]. Η Εθνική Συμμαχία και ορισμένα νεοφασιστικά κόμματα συγχωνεύθηκαν το 2009 για να δημιουργήσουν το Λαό της Ελευθερίας υπό την ηγεσία του τότε πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι, το οποίο τελικά διαλύθηκε μετά την ήττα στις γενικές εκλογές του 2013. Μέχρι τώρα, πρώην μέλη της MSI και της AN εντάχθηκαν στο κόμμα των Αδελφών της Ιταλίας με επικεφαλής τη Τζόρτζια Μελόνι.
Το κίνημα του φασισμού μελετήθηκε από πολλούς ξένους ερευνητές μεταξύ των οποίων οι πιο γνωστοί είναι οι Ρόμπερτ Πάξτον και Εμίλιο Τζεντίλε. Από τους πιο έγκυρους Έλληνες μελετητές του φαινομένου θεωρείται ακόμη ο Νίκος Πουλαντζάς.
Ταυτισμένος με τη νεωτερικότητα του μεσοπολέμου[39], από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο φασισμός είναι στιγματισμένος και πολύ λίγες πολιτικές ομάδες τα τελευταία 60 χρόνια τόλμησαν να ταυτιστούν ανοιχτά μαζί του.
Σε αντίθεση με άλλες ιδεολογίες, ο φασισμός δεν ανέπτυξε ποτέ πλήρες δόγμα ή πολιτική θεωρία και, κυρίως, δεν γράφτηκαν οποιαδήποτε σημαντικά πολιτικά κείμενα από φασιστική σκοπιά μετά το 1945. Έτσι, σχεδόν όλα τα κείμενα πάνω στο θέμα της φασιστικής ιδεολογίας έχουν γραφτεί από μη φασίστες και αντιφασίστες συγγραφείς, και είναι συχνά δύσκολο να καθορίσει κανείς τη θέση του φασισμού πάνω σε διάφορα σημαντικά θέματα.
Από τη δεκαετία του 1920 ο όρος είχε υιοθετηθεί από κομμουνιστικά κόμματα προσκείμενα στον Στάλιν, στο πλαίσιο της αντιπαλότητας κατά των σοσιαλδημοκρατών, ειδικά στη Γερμανία. Το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (KPD) κατηγορούσε το Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα (SPD) για "σοσιαλ-φασισμό", ενώ χρησιμοποιούσε (χρήση που έχει χαρακτηριστεί «άκριτη») τον όρο «φασισμός» για να περιγράψει όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους που βρίσκονταν δεξιότερά του. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, ο εθνικοσοσιαλισμός (ναζισμός) και η σοσιαλδημοκρατία ήταν δύο όψεις του ιδίου νομίσματος. Ειδικά η αριστερή πτέρυγα των σοσιαλδημοκρατών θεωρείτο ότι παραπλανούσε τους εργάτες με ψευτο-επαναστατική ρητορεία. Η συντριβή του "σοσιαλφασισμού" ήταν το προαπαιτούμενο για την συντριβή του ναζισμού. Σήμερα θεωρείται ότι αυτή η αντιπαλότητα άνοιξε το δρόμο για την επικράτηση του ναζισμού.[40]
Στη μεταπολεμική εποχή, πέρα από την ιστορική σημασία που αναφέρεται στον ιταλικό φασισμό, ο όρος χρησιμοποιείται στον πολιτικό λόγο με μια έννοια η οποία εξαρτάται από τον ομιλούντα. Ο όρος αποδίδεται όχι μόνο σε κινήματα που έχουν κάποια ισχυρή ομοιότητα με τον φασισμό του μεσοπολέμου, αλλά και σε αυταρχικά καθεστώτα της δεξιάς ή της αριστεράς, ανάλογα με την ιδεολογική τοποθέτηση αυτού που τον χρησιμοποιεί. Στη λαϊκή φαντασία ο όρος σχετίζεται χαλαρά με τις μνήμες του Β’ ΠΠ και τις ναζιστικές φρικαλεότητες, καθώς και με την δίψα για εξουσία και κατάκτηση, φυλετικό μίσος, γενοκτονία, αγριότητα, σαδισμό και γενικά το κακό.[41]
Ο Κέβιν Πάσμορ (Kevin Passmore), ιστορικός ειδικευόμενος στον φασισμό, παρατηρεί ότι δεν υπάρχει κοινά αποδεκτός ορισμός του φασισμού και ότι στη σύγχρονη εποχή «είναι χρήσιμο πολιτικό όπλο το να αποκαλείς κάποιο σύγχρονο πολιτικό κίνημα ως παρόμοιο με το φασισμό». Ο ίδιος θεωρεί περισσότερο σημαντική την έρευνα γύρω από τη χρήση του όρου, παρά την αναζήτηση ακριβούς ορισμού. Επίσης σημειώνει τη δεύτερη ερμηνεία που υπάρχει σε σύγχρονα αγγλικά λεξικά ως "ατόμου με μεγάλη έλλειψη ανοχής ή εξουσιαστικό σε κάποιον τομέα"[42]
Η Manuela Cadelli, πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών του Βελγίου[43], υποστηρίζει ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι είδος φασισμού και εξτρεμισμού, διότι επιδιώκει να θέσει υπό τον έλεγχο της οικονομίας όχι μόνο τις κυβερνήσεις αλλά και κάθε τομέα της σκέψης και της κοινωνίας. [44]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.