From Wikipedia, the free encyclopedia
Από την εμφάνιση του φασισμού στην Ευρώπη το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, ο όρος φασίστας έχει πολλές φορές χρησιμοποιηθεί ως υποτιμητικός και προσβλητικός χαρακτηρισμός για ένα ευρύ φάσμα ατόμων, πολιτικών κινημάτων, κυβερνήσεων, και δημοσίων και ιδιωτικών ιδρυμάτων, μεταξύ των οποίων και κάποια που κανονικά δεν θα κατατάσσονταν στην ιδεολογία του φασισμού σύμφωνα με τις πολιτικές επιστήμες. Τις περισσότερες φορές ο όρος χρησιμοποιείται συναισθηματικά φορτισμένο υποκατάστατο του «αυταρχικός». [1][2]Από το 1944 ο βρετανός συγγραφέας Τζωρτζ Όργουελ σχολίασε ότι αφού ο όρος φασίστας άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως από τα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης, «η λέξη φασισμός δεν έχει πλέον κανένα νόημα» λόγω της ασαφούς χρήσης της, η οποία πολλές φορές έχει αποκοπεί από τις αρχικές πολιτικές συνδηλώσεις.[3]
Το κίνημα των Μπολσεβίκων και αργότερα η Σοβιετική Ένωση έκανε συχνά χρήση του επιθέτου «φασίστας» λόγω της διαμάχης της με τα αρχικώς μικρά γερμανικά και ιταλικά φασιστικά κινήματα. Η χρήση του όρου ήταν πολύ συχνή στον Τύπο και στον πολιτικό λόγο για να χαρακτηρίσει είτε τους ιδεολογικούς της αντιπάλους (όπως τον Λευκό Στρατό) ή ακόμη και εσωτερικά παραρτήματα του σοσιαλιστικού κινήματος (για παράδειγμα η Σοσιαλδημοκρατία αποκαλούνταν "Σοσιαλφασισμός"). Επίσης το Ναζιστικό κίνημα στη Γερμανία χαρακτηριζόταν με τον όρο «φασιστικό» μέχρι το 1939, όταν υπογράφτηκε το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης, μετά το οποίο οι σχέσεις της Ναζιστικής Γερμανίας και της ΕΣΣΔ παρουσιάζονταν πιο θετικά από τη σοβιετική προπαγάνδα.[εκκρεμεί παραπομπή]
Μετά τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση το 1941, ο όρος «φασισμός» χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει πρακτικά οποιαδήποτε αντισοβιετική δραστηριότητα ή άποψη. Σύμφωνα με τον Μαρξισμό-Λενινισμό, ο φασισμός ήταν το «τελευταίο στάδιο άμυνας μιας καταρρέουσας μπουρζουαζίας», στην οποία ο «φασισμός έψαχνε καταφύγιο» από τις «εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλισμού». Ως αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης, σχεδόν κάθε δυτική καπιταλιστική κοινωνία θεωρούταν «φασιστική», με το Τρίτο Ράιχ να είναι απλώς η πιο ριζοσπαστική εκδοχή. [4][5] Μετά το 1941, το επίθετο «φασιστικός» χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει σχεδόν οποιαδήποτε αντισοβιετική δραστηριότητα: Για παράδειγμα, οι διεθνείς έρευνες για τη Σφαγή του Κατύν χαρακτηρίστηκαν «φασιστικός λίβελος» και η εξέγερση της Βαρσοβίας «παράνομη και υποκινούμενη από φασίστες». [6] Ο κομμουνιστής Σλούζμπα Μπεζπιετσέντβα περιέγραψε τον Τροτσκισμό, Τιτοϊσμό και τον Ιμπεριαλισμό ως «παραλλαγές του φασισμού». [7]
Τη δεκαετία 1980, ο όρος χρησιμοποιήθηκε από αριστερούς κριτικούς για να περιγράψει τη προεδρία του Ρόναλντ Ρήγκαν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αργότερα τη δεκαετία 2000 για να περιγράψει τη προεδρία του Τζορτζ Μπους από επικριτές του και από το 2016 και έπειτα για τον Ντόναλντ Τραμπ. Στο βιβλίο της το 1970 η ριζοσπαστική ακτιβίστρια και Θεολόγος της Απελευθέρωσης Dorothee Sölle εισήγαγε τον όρο «Χριστιανοφασισμός» για να περιγράψει τους φονταμενταλιστές χριστιανούς. [8][9][10]
Το 2004 η Σαμάνθα Πάουερ, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, αναστοχαζόμενη πάνω τα λόγια του Όργουελ πριν από 60 χρόνια, είπε ότι: «Ο φασισμός σε αντίθεση με τον κομμουνισμό, σοσιαλισμό, καπιταλισμό ή συντηρητισμό είναι μια λέξη που στιγματίζει και χρησιμοποιείται πιο συχνά για να σημαδέψει κάποιον αντίπαλο παρά για να ρίξει φως σε αυτόν». [11]
Το 2006 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων βρήκε αντίθετη στο άρθρο 10 (ελευθερία της έκφρασης) την απόφαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου να επιβάλλει πρόστιμο σε έναν δημοσιογράφο που αποκάλεσε ένα δεξιό δημοσιογράφο «νεοναζί της γειτονιάς», καθώς έκρινε ότι ήταν ζήτημα κρίσης, αποδεκτό υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες. [12]
Ως αντίδραση σε πολλούς αρθρογράφους και συγγραφείς [13][14][15][16][17] που υποστήριζαν ότι ο τότε υποψήφιος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ ήταν "φασίστας", ένα άρθρο του ιστοτόπου Vox το 2016 παρέθεσε 5 ιστορικούς, μεταξύ των οποίων και τον Ρότζερ Γκρίφιν, συγγραφέα του Η φύση του φασισμού, οι οποίοι έγραψαν ότι η ρητορική του Τραμπ δεν περιλαμβάνει μια σειρά από "σημεία κλειδιά" που είναι απαραίτητα για να ανήκει στον χώρο του φασισμού, μεταξύ των οποίων την αντίληψη ότι η βία είναι εγγενώς καλή και την εγγενή απόρριψη ή αντίθεση στους θεσμούς της δημοκρατίας. [18]
Ο αριστερός φασισμός είναι ένας όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί από ορισμένους, με σκοπό την παρομοίωση τάσεων εντός της αριστερής πολιτικής με πρακτικές του φασισμού, μιας ιδεολογίας που ανήκει στην ακροδεξιά.[19]
Το 1960 ο Αμερικανός νεοσυντηρητικός κοινωνιολόγος Σίμορ Μάρτιν Λίπσετ (Seymour Martin Lipset) χαρακτήρισε αριστερό φασισμό ορισμένες κυβερνήσεις σε χώρες της Λατινικής Αμερικής (όπως του Χουάν Περόν στην Αργεντινή και του Βάργκας στη Βραζιλία), που ο ίδιος θεωρούσε αυταρχικές.[20] Ο ίδιος ο Λίπσετ, έχει χαρακτηριστεί ως εκπρόσωπος του Αμερικανικού εξαιρετισμού, μιας ρατσιστικής ιδεολογίας που θεωρεί ότι οι Αμερικανοί είναι ανώτεροι από τα άλλα έθνη.[21]
Η πιο γνωστή χρήση του όρου προέρχεται από τον κοινωνιολόγο Γιούργκεν Χάμπερμας, για να αποστασιοποιηθεί από αριστερές ριζοσπαστικές φοιτητικές ομάδες που εμφανίστηκαν την δεκαετία του 1960 στη Γερμανία. Σε διάλεξη που έδωσε με θέμα «Η Φανταστική Επανάσταση και τα Παιδιά της», κατηγόρησε τον τότε ηγέτη του φοιτητικού κινήματος, Ρούντι Ντούτσκε, ως αριστερό φασίστα.[22] Ο Γιούργκεν Χάμπερμας είχε προβεί σε αυτό το χαρακτηρισμό, σε μια προσπάθεια να διαχωρίσει τη νεομαρξιστική Σχολή της Φρανκφούρτης από τη σύνδεσή της με τις βίαιες διαμαρτυρίες και την ακροαριστερή τρομοκρατία που δρούσε εκείνη την εποχή στη Γερμανία. Ο Ρούντι Ντούτσκε βρισκόταν στον χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά δεν είχε καμιά σχέση με την τρομοκρατία, αντίθετα δέχτηκε απόπειρα δολοφονίας από έναν ακροδεξιό με πολιτικά κίνητρα.[23]
Ο επίσης κοινωνιολόγος Ίρβινγκ Λιούις Χόροβιτς αναφέρει αυτόν τον όρο, το 1984, στο βιβλίο του Winners and Losers, όπου αναλύει την κριτική του Λένιν προς τους αριστεριστές του καιρού του.[24]
Στην Ελλάδα ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί στη δημοσιογραφία και την πολιτική για περιπτώσεις όπως πράξεις βίας από ακροαριστερές οργανώσεις μέσα σε πανεπιστήμια[25] ή άλλες περιπτώσεις[26].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.