κρουστό μουσικό όργανο From Wikipedia, the free encyclopedia
To σείστρο (αρχαία ελληνικά: σεῖστρον[1]) είναι πανάρχαιο μουσικό όργανο, που ανήκει στην κατηγορία των ιδιόφωνων κρουστών, έμμεσης κρούσης. Το σείστρο στην αρχαιότητα ήταν και παιδικό παιχνίδι, κουδουνίστρα, πλαταγή, με το οποίο αποκοίμιζαν τα παιδιά.[2]
Η ετυμολογία είναι από την αρχαία ελληνική λέξη σείω που σημαίνει κουνώ απότομα, τραντάζω, ταρακουνώ,[3] από την οποία προέρχεται και η λέξη σεισμός. Από το σείστρο πήρε την ονομασία του το γένος των σείστρουρων ερπετών,[4] όπου ανήκει ο κροταλίας, λόγω του κροτάλου που φέρουν στην ουρά τους το οποίο όταν το κουνούν παράγει ένα χαρακτηριστικό κουδούνισμα.
Η σύνδεσή του με τα έθιμα της αρχαίας Αιγύπτου είναι στενή, όπου και θεωρείται ότι γεννήθηκε στις λατρευτικές τελετές προς τιμήν της Ίσιδας[2] και της Άθωρ. Είναι ένα όργανο που συνήθιζαν να κρατούν οι ιέρειες, σε όρθια στάση, βαδίζοντας ή ακίνητες.
Το σείστρο αποτελείται από μία λαβή που ενώνεται με το κυρίως σώμα του οργάνου, το οποίο είναι ένα μεταλλικό πλαίσιο ωοειδούς ή πεταλωτού σχήματος, που κατασκευάζεται από κράμα χαλκού. Το πλαίσιο αυτό διαπερνούν εγκαρσίως μεταλλικές παράλληλες ράβδοι, μετακινούμενες (κρουόμενες επάνω στα τοιχώματά του) είτε σταθερές, επάνω στις οποίες αναρτώνται μικρά μεταλλικά στοιχεία, δισκάρια ή μικρά κύμβαλα ή χάντρες που παράγουν ήχο όταν το όργανο τραντάζεται από τη λαβή. Η ένταση του ήχου ποικίλει από απαλό έως οξύ διαπεραστικό κουδούνισμα. Τα σείστρα κατασκευάζονται επίσης από πηλό, φαγεντιανή ή και άλλα υλικά (ή συνδυασμό υλικών).[5]
Το μουσικό όργανο σείστρο έχει μέγεθος και βάρος τέτοιο ώστε να είναι δυνατό να κρατηθεί και να παιχθεί άνετα με το ένα χέρι. Το μήκος (ύψος) του είναι συνήθως μεταξύ 0,30 - 0,75μ.[6] Στην εικόνα του πλαισίου, εικονίζεται το σείστρο της αρχαίας Αιγύπτιας Τapenu,[7] που φυλάσσεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης Νέας Υόρκης. Η Tapenu ήταν ιερή ακόλουθος (αοιδός, μουσικός) του θεού Σομπέκ ο οποίος είχε τη μορφή κροκόδειλου και ήταν προστάτης της γονιμότητας των ανθρώπων, όλων των ζώων και φυτών, καθώς και της ευφορίας της γης, στην οποία βασίζονταν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι για να ζήσουν. Οι καλλιέργειες των σιτηρών εξαρτιόταν από το Νείλο και τις περιοδικές πλημμύρες του, επειδή το νερό των λιγοστών βροχοπτώσεων δεν επαρκούσε στην ερημική αυτή χώρα. Ο Ηρόδοτος χαρακτήρισε την Αίγυπτο ως το "Δώρο του Νείλου" για το πολύτιμο νερό με το οποίο την τροφοδοτούσε. Εκτός όμως από το νερό, ο Νείλος ήταν ζωτικής σημασίας επειδή σε αυτόν και γύρω από αυτόν οι Αιγύπτιοι μπορούσαν να ψαρέψουν, να κυνηγήσουν, αλλά και να τον χρησιμοποιήσουν ως πλωτή οδό για το εμπόριο. Χωρίς αυτόν η επιβίωση στην περιοχή θα ήταν αδύνατη. Ο Νείλος ήταν ένα ποτάμι γεμάτο κροκόδειλους και αυτός ήταν ο λόγος που οι αρχαίοι Αιγύπτιοι απέδωσαν στο ζώο αυτό θεϊκές δυνάμεις, ενώ πίστευαν επίσης ότι μπορούσε να τους προστατέψει από όλους τους κινδύνους που παραμόνευαν στον ποταμό, πλάσματα όπως τα φίδια, οι ιπποπόταμοι, αλλά και οι ίδιοι οι κροκόδειλοι.
Στα ιερογλυφικά το σείστρο ονομάζεται σεκχέμ (sekhem, sḫm) που σημαίνει δύναμη.[8] Τα σείστρα ονομάζονταν και σεσεσέτ (sesheshet, sššt). Το σεκχέμ είναι ο απλός τύπος σείστρου σε σχήμα ανκχ, που συμβολίζει τη ζωή. Το σεσεσέτ, είναι μία λέξη που προήλθε από τον ίδιο τον ήχο του οργάνου.[6]
Θεωρείται ότι το σείστρο κατάγεται από ένα είδος σκήπτρου φτιαγμένου από δέσμη παπύρων που συνδέεται με τις θεές Άθωρ και Ίσις. Οι ιέρειές τους συνήθιζαν να κουνούν τις δέσμες αυτές στα τελετουργικά δρώμενα, δημιουργώντας ένα απαλό θρόισμα. Παρόμοιος ήταν ο ήχος της φύσης που δημιουργούταν όταν ο άνεμος περνούσε μέσα από τις καλαμιές των παπύρων του Νείλου. Αυτός ο ήχος πίστευαν ότι δεν μπορεί παρά να γοητεύει μόνο, προσκαλώντας τις θεότητες.[9] Σύμφωνα με τον μύθο, η Ίσις κρύφτηκε μαζί με τον νεογέννητο γιό της, τον Ώρο, στους βάλτους και τις καλαμιές του Νείλου για να τον προφυλάξει από τον αδελφό της, τον Σετ, που είχε ήδη σκοτώσει τον Όσιρι, τον πατέρα του Ώρου, από ζηλοφθονία για την εξουσία.[10]
Ένας τύπος αγαλμάτων που ονομάζονται "σειστροφόροι" απεικονίζουν ανδρική γονατιστή μορφή που κρατά αναθηματικό ναόμορφο σείστρο με την κεφαλή της Άθωρ. Παραδείγματα σειστροφόρων είναι μία σειρά αγαλμάτων του Σενενμούτ (Senenmut), του έμπιστου αξιωματούχου της φαραώ Χατσεψούτ. Τα αγάλματα αυτά φέρουν επιγραφές στις οποίες ο Σενενμούτ εκφράζει την αφοσίωσή του προς τη βασίλισσα. Αποτελούν τα πρωιμότερα γνωστά παραδείγματα αυτού του τύπου που εξελίχθηκαν σε ένα δημοφιλές είδος αναθήματος μέσω του οποίου οι αξιωματούχοι επικαλούνταν τις γυναικείες θεότητες και κυρίως την Άθωρ.[11]
Το σείστρο στην αρχαία Αίγυπτο ήταν ένα ιερό μουσικό όργανο και σχετίζεται επίσης με τη θεά Μπαστέτ που είχε τη μορφή αιλουροειδούς και λατρευόταν στην Πρώιμη Δυναστική περίοδο. Η Μπαστέτ απεικονίζεται συχνά με ένα σείστρο στο χέρι, στοιχείο που παραπέμπει στον ρόλο της ως θεά του χορού, της χαράς και του γλεντιού.[6]
Το σείστρο χρησιμοποιήθηκε σε χορούς και τελετουργίες, ιδιαίτερα στη λατρεία της θεάς Άθωρ. Οι κίονες του ναού της στα Δένδερα έχουν τη μορφή ναόσχημων κολοσσικών σείστρων με την κεφαλή της. Το σείστρο έχει το σχήμα του λατινικού γράμματος U και μοιάζει με το κεφάλι και τα κέρατα της ιερής αγελάδας της. Η κεφαλή της Άθωρ απεικονίζεται συχνά στη λαβή του οργάνου. Η Άθωρ, προστάτιδα θεά της μουσικής, του χορού, του έρωτα, της γονιμότητας και της μητρότητας, σχετίζεται στενά με το σείστρο το οποίο χρησιμοποιούταν στις τελετουργίες της. Ο Ίχυ ένας θεός που ταυτίζεται με τον γιό της Άθωρ και το όνομά του σημαίνει πιθανώς "αυτός που παίζει το σείστρο", απεικονίζεται ως παιδί που παίζει το σείστρο και αντιπροσωπεύει τις μαγικές ιδιότητες που συνδέονται με τον ήχο του οργάνου.[6]
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι αν ταρακουνήσουν το σείστρο θα αποτρέψουν τις ανεπιθύμητες πλημμύρες του Νείλου και ότι ο ήχος του θα διώξει μακριά το κακό πνεύμα του Σετ. Η Ίσις, στις απεικονίσεις της ως μητέρα και δημιουργός, κρατά στο ένα της χέρι έναν κάδο που συμβολίζει ότι μαζεύει με αυτόν τα νερά από τις πλημμύρες του Νείλου, ενώ στο άλλο κρατά ένα σείστρο.[6]
Τα σείστρα, εκτός από τις απεικονίσεις τους στις αρχαίες αιγυπτιακές τοιχογραφίες και ανάγλυφα, αναφέρονται επίσης και στην αρχαία αιγυπτιακή λογοτεχνία.[6] Το ιερογλυφικό σύμβολο για το σείστρο έχει το σχήμα κεφαλής της Άθωρ ως αγελάδα:
Οι Χετταίοι είχαν σημαντική μουσική παράδοση όπως συνάγεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα και κυρίως τις γραπτές πηγές του χεττιτικού βασιλείου που σώζονται στη χεττιτική γλώσσα σε πήλινες πινακίδες που βρέθηκαν στην πρωτεύουσα Χάττουσα. Τα κείμενα είναι γραμμένα σε σφηνοειδή γραφή. Σε αυτές υπάρχουν πληροφορίες για τη χρήση της μουσικής σε άμεση σύνδεση με θρησκευτικές τελετουργίες.[13]
Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές ενδείξεις, έχουν βρεθεί χεττιτικά σείστρα που χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.).[13]
Σε καλή κατάσταση σώζονται δύο σείστρα από κράμα χαλκού που προέρχονται πιθανώς από τάφο της θέσης Horoztepe στη βορειοανατολική Ανατολία (στη σημερινή Τουρκία). Φανερώνουν τη δεξιοτεχνία των Χετταίων μεταλλουργών σε μία τόσο πρώιμη εποχή.[12] Αποτελούνται από ένα μεταλλικό πλαίσιο σε σχήμα U το ένα και V το άλλο, επάνω στο οποίο στερεώνονται οριζοντίως τρεις λεπτές ράβδοι. Στην κάθε ράβδο αναρτώνται από δύο μεταλλικά δισκάρια από την οπή που φέρουν στο κέντρο τους έτσι ώστε να είναι δυνατό να περιστρέφονται γύρω απο τις ράβδους και να παράγουν ήχο καθώς χτυπά το ένα το άλλο κάθε φορά που το όργανο σείεται από τον άνθρωπο.[13]
Τα σείστρα αυτά είναι διακοσμημένα με κέρατα ταύρων, πουλιά με ανοιχτά φτερά (ίσως γεράκια), μία γαζέλα και έναν ταύρο, καθώς και σχηματοποιημένα άνθη. Ζώα όπως ο ταύρος είχαν συμβολικό περιεχόμενο στις θρησκευτικές δοξασίες των κατοίκων της Ανατολίας. Είναι πιθανό τα όργανα αυτά να συνόδευαν το τραγούδι και τους χορούς στις τελετουργίες προς τιμήν των θεών. Το ύψος τους είναι 35 εκ. περίπου.[14][15]
Οι Χετταίοι χρησιμοποιούσαν επίσης ένα μουσικό όργανο που ονομάζεται mukar, το οποίο μπορεί να ήταν σείστρο, κουδουνίστρα ή κάποιο άλλο κρουστό όργανο. Σε μια γραπτή πηγή υποδηλώνεται ότι αποτελείται από αρκετές ράβδους. Το mukar είχε αποτροπαϊκό ρόλο και χρησίμευε στην απώθηση του "κακού". Στη χεττιτική πόλη Νerik οι κάτοικοι επικαλέσθηκαν τον "Θεό του καιρού της Nerik" χρησιμοποιώντας ένα "μαγικό" mukar. Το όργανο χρησιμοποιήθηκε επίσης από τον "Θεό του καιρού της πόλης Ζιππαλάντα". Οι θεοί του καιρού (των καιρικών φαινομένων) ήταν υπεύθυνοι για τον ερχομό της βροχής και έτσι από αυτούς εξαρτιόταν η γονιμότητα της γης και η καλή σοδειά, πράγμα ζωτικής σημασίας για τους κατοίκους της περιοχής.[13]
Οι Μινωίτες χρησιμοποιούσαν το σείστρο. Στην Κρήτη έχουν βρεθεί σείστρα κατασκευασμένα από πηλό της περιοχής. Στο σπήλαιο του Αγίου Χαράλαμπου στο Λασίθι βρέθηκαν έξι πήλινα σείστρα ως κτερίσματα ταφών που σήμερα βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αγίου Νικολάου. Μοιάζουν με το πήλινο σείστρο των Αρχανών το οποίο χρονολογείται στη Μεσομινωική ΙΑ περίοδο (2100-1900 π.Χ.). Αποτελούνται από ωοειδή στεφάνη που απολήγει σε κάθετη λαβή. Στη στεφάνη προσαρτώνται οριζόντια λεπτές ράβδοι (ξύλινες ή μεταλλικές) όπου αναρτώνται τα πήλινα δισκάρια που παράγουν τον ήχο. Γενικά, τα περισσότερα σωζόμενα παραδείγματα σείστρων είναι μετάλλινα. Τα πήλινα σείστρα της Κρήτης δεν ήταν ομοιώματα μουσικού οργάνου με συμβολική μόνο ιδιότητα, αλλά, όπως έχει αποδειχθεί από ακριβή αντίγραφά τους που κατασκευάστηκαν πειραματικά, παράγουν ένα ευχάριστο απαλό κροτάλισμα και θεωρείται ότι χρησιμοποιούνταν ως μουσικά όργανα που συνόδευαν τις μινωικές ταφικές τελετουργίες. Το σύμβολο του σείστρου έχει αναγνωριστεί και στη Γραμμική Α΄.[16]
Στο "Ρυτό των θεριστών" που βρέθηκε στην έπαυλη της Αγίας Τριάδας και βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, απεικονίζονται άνδρες σε πομπή, που μεταφέρουν τα γεωργικά εργαλεία τους, τραγουδώντας, επιστρέφοντας από τα χωράφια τους ή πηγαίνοντας προς αυτά. Τον ρυθμό στην πομπή δίνει το σείστρο που κρατά ένας από αυτούς. Ο σειστροφόρος μαζί με τρεις ακόμη μορφές έχουν ανοιχτά τα στόματά τους και η χαρούμενη έκφρασή τους δείχνει ότι τραγουδούν. Το φόντο καλύπτεται από τα θρινάκια (ξύλινα εργαλεία σαν πηρούνες, με τρία δόντια) για το λίχνισμα που κουβαλούν στους ώμους τους.[17] Το αγγείο είναι κατασκευασμένο από μαύρο στεατίτη και είχε τελετουργική χρήση.[18]
Το σείστρο χρησιμοποιήθηκε ευρέως κατά την Ελληνιστική Εποχή όταν εισήχθη η λατρεία της Ίσιδας-Αφροδίτης, καθώς και στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Στην εικονογραφία της, όπως για παράδειγμα σε λυδικά νομίσματα του 3ου αιώνα μ.Χ., η θεά παριστάνεται κρατώντας υψωμένο ένα σείστρο που αποτελούσε το διακριτικό σύμβολό της. Στην αττική επιτύμβια στήλη της Σωσίβιας του 2ου αιώνα μ.Χ., η νεκρή απεικονίζεται ως Ίσιδα με το σείστρο στο χέρι. Τα ευρήματα αυτά φυλάσσονται στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης.[19]
Σε ένα χάλκινο νόμισμα εποχής του αυτοκράτορα Αδριανού, του 2ου αιώνα μ.Χ., απεικονίζεται η προτομή του Αδριανού στον εμπροσθότυπο με την επιγραφή HADRIANUS AUGUSTUS, και στον οπισθότυπο μία γυναικεία μορφή, προσωποίηση της Αιγύπτου, σε ανάκλιντρο που συνοδεύεται από την επιγραφή AEGYPTOS. Η γυναίκα κρατά σείστρο με το δεξί της χέρι και ακουμπά το αριστερό σε καλάθι με σιτηρά, που βρίσκεται πίσω της. Εμπρός της απεικονίζεται η ιερή ίβιδα, ένα πτηνό που αποτελούσε το σύμβολο του θεού Θωθ. Στην αρχαία Αίγυπτο συνήθιζαν να μουμιοποιούν τις ίβιδες και να τις προσφέρουν στον Θωθ. Ένας από τους λόγους που οι Αιγύπτιοι τιμούσαν και λάτρευαν τις ίβιδες ήταν ότι αυτές τρέφονταν με επικίνδυνα πλάσματα όπως τα φίδια.
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές ορθογραφικής και συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. Αίτιο: Σχεδόν όλες οι πηγές τής ενότητας είναι ουσιαστικά αυτοαναφορικές, αφού παραπέμπουν σε λήμματα ξενόγλωσσων εκδόσεων της ΒΠ, η οποία δεν μπορεί να αποτελέσει πηγή τού εαυτού της Για περαιτέρω βοήθεια, δείτε τα λήμματα πώς να επεξεργαστείτε μια σελίδα και τον οδηγό μορφοποίησης λημμάτων. |
Στη σημερινή εποχή, το σείστρο έχει εξελιχθεί και συναντάται σε διάφορες μορφές και ποικίλα είδη μουσικής, στην Ελλάδα, αλλά και σε όλον τον κόσμο. Ένας "απόγονος" του σείστρου που το αντικαθιστά σήμερα είναι το ντέφι.[20] Η λέξη αυτή θυμίζει την περσική λέξη دف "daf", και έτσι ονομάζεται ένα είδος τυμπάνου σε σχήμα μεγάλου ταψιού που αποτελεί πρόγονο του σημερινού ντεφιού. Η λέξη daf γεννήθηκε από τον ήχο "νταφ" που δημιουργείται από το χτύπημα της μεμβράνης του οργάνου απευθείας με το χέρι. Η μεμβράνη του γνήσιου ιρανικού daf είναι από δέρμα ψαριού, αγελάδας, αίγας ή αλόγου που προσαρμόζεται σε ξύλινη στεφάνη και στην περιφέρειά της αναρτώνται πολλοί μικροί μεταλλικοί κρίκοι που ηχούν με τη δόνηση του οργάνου.[21]
Το ντέφι υπό τη μορφή που είναι γνωστό σήμερα ονομάζεται και ταμπουρίνο. Στην περιφέρεια της στεφάνης του μπορεί να αναρτώνται ανά ζεύγη μεταλλικά πιατίνια - μικρά κύμβαλα ή τζίλια που ηχούν μεταξύ τους όταν αυτό σείεται. Το ντέφι-τύμπανο (όπως και τα κύμβαλα) ήταν γνωστό στην ελληνική αρχαιότητα και επιβίωσε μέχρι τη σημερινή εποχή παρουσιάζοντας πολλές παραλλαγές, π.χ. μπορεί να έχει πλαστικό σκελετό σε σχήμα ημισέληνου και μεταλλικά τζίλια, αλλά να μην έχει μεμβράνη. Η ομοιότητά του με το γνήσιο σείστρο είναι στον ήχο που παράγουν τα μεταλλικά τζίλια, ενώ ο τρόπος με τον οποίο αυτά προσαρμόζονται στη λαβή ποικίλει και δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει λαβή όταν τα τζίλια παίζονται προσαρμοσμένα στα δάκτυλα των μουσικών, σαν καστανιέτες. Σε άλλες περιπτώσεις τα κύμβαλα αιωρούνται σε ειδικές βάσεις από όπου κρούονται με μπαγκέτα.[22]
Το ντέφι είναι γερά συνυφασμένο με το ελληνικό παραδοσιακό και λαϊκό τραγούδι, όπως και το ρεμπέτικο. Επίσης, ταυτίζεται με τη μουσική παράδοση των Ρομά, ενώ συμπληρώνει και διανθίζει ακόμη και τα μοντέρνα είδη μουσικής, όπως είναι για παράδειγμα η ροκ. Ο ήχος του, καθώς παίζεται με σύντομες, κοφτές, ρυθμικές κινήσεις ή με βιμπράτο, χαρίζει ένα σπάνιο ηχόχρωμα που ζωντανεύει τη μουσική και προκαλεί τη διάθεση για κίνηση και χορό.[6]
Μακρυνός απόηχος του σείστρου σήμερα βρίσκεται και στα ιδιόφωνα αφρικανικά/ δυτικοαφρικανικά όργανα cabasa[23] και shekere. Tο shekere κατασκευάζεται από αποξηραμένη κολοκύθα που τυλίγεται με δίχτυ από χάντρες που ηχούν καθώς το όργανο τραντάζεται.[24]
Ένα ακόμη παραδοσιακό όργανο που παίζεται στη δυτική Αφρική αποτελεί είδος σείστρου.[6] Συγκεκριμένα, σε περιοχές όπως η Γκαμπόν, χρησιμοποιείται το Calabash sistrum (ή Disc rattle ή Wassakoumba rattle), κατασκευασμένο από νεροκολοκύθα, όπως δηλώνει και το όνομά του. Αποτελείται συνήθως από ένα ξύλινο στέλεχος με δύο κλάδους που είναι ενωμένοι σε σχήμα V. Στον έναν από αυτούς, είναι περασμένοι κοίλοι δίσκοι μέσω μίας οπής που έχουν στο κέντρο, οι οποίοι κατασκευάζονται από νεροκολοκύθα.[25] Ο άλλος κλάδος χρησιμεύει ως λαβή. Οι δίσκοι αυτοί μπορεί να διακοσμούνται. Έχει επιβιώσει στην παράδοση των ιθαγενών κατοίκων οι οποίοι ονομάζονται Bambara (βλ. Wikipedia: Bambara people[26]).[27]
Στα λεγόμενα bells,[28] μία κατηγορία οργάνων που περιλαμβάνει διαφόρων ειδών ιδιόφωνα κρουστά κατασκευασμένα συνήθως από μέταλλο, μπορεί επίσης να βρει κανείς τους ήχους του αρχαίου σείστρου.
Το σείστρο χρησιμοποιείται επίσης σήμερα σε εκκλησιαστικές εορτές στην Αιθιοπική Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ στην Ευαγγελική χρησιμοποιούν το ταμπουρίνο. Περιστασιακά, το σείστρο χρησιμοποιείται και στις Νεοπαγανιστικές λατρείες.[6] Αποτελεί επίσης ένα από τα πολλά κρουστά όργανα των Ορχηστρών.
Στη δυτική συμφωνική μουσική υπήρξαν κατά καιρούς αναβιώσεις των ήχων του αρχαίου σείστρου στη διάρκεια του 19ου αιώνα, η σημαντικότερη από τις οποίες θεωρείται αυτή στην πράξη 1 της Όπερας "Οι Τρώες" (Les Troyens[29]), έργο του Γάλλου συνθέτη Εκτόρ Μπερλιόζ.[6]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.