Γερμανίδα ποιήτρια From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ροσβίτα (Hroswitha ή Hrotsvit von Gandersheim, και πολλές ακόμη παραλλαγές του ονόματός της, 935 - μετά το 973) ήταν Γερμανίδα κοσμική μοναχή, δραματουργός και ποιήτρια του 10ου αιώνα. Το όνομά της στα αρχαία σαξονικά σημαίνει “ισχυρή τιμή”, αλλά η ίδια επέλεξε την παραφθορά του έτσι ώστε να σημαίνει “δυνατή φωνή”. Έζησε στο αββαείο του Γκάντερσχαϊμ στην Κάτω Σαξονία, το οποίο ιδρύθηκε από τη δυναστεία των Οθωνιδών. Θεωρείται ως ο πρώτος δραματικός συγγραφέας που συνέθεσε δράμα στην Δύση μετά την αρχαιότητα καθώς και η πρώτη γυναίκα θεατρική συγγραφέας, η πρώτη Γερμανίδα ποιήτρια και η πρώτη Γερμανίδα ιστορικός. Είναι επίσης η πρώτη Ευρωπαία ποιήτρια που γίνεται ευρέως γνωστή μετά την Σαπφώ. Αποτελεί παράδειγμα της λεγόμενης Οθωνικής Αναγέννησης. Την έχουν αποκαλέσει ως την “πιο αξιόλογη γυναίκα της εποχής της”[3].
Η Ροσβίτα γεννήθηκε περίπου το 930 μ.Χ. και προερχόταν από ευγενική οικογένεια της Σαξονίας. Ήταν ξαδέρφη της Ματθίλδης του Κέντλιμπεργκ.[4] Κάποια στιγμή αποφάσισε να γίνει κανονική μοναχή στην μονή του Γκάντερσχάιμ που φημιζόταν ως πνευματικό, καλλιτεχνικό και εκπαιδευτικό κέντρο ήδη από τον 9ο αιώνα που είχε ιδρυθεί ως “ελεύθερο αβαείο”, δηλαδή ανεξάρτητο από την κεντρική Εκκλησία και από τον τοπικό μονάρχη. Το 947 μάλιστα το αβαείο τέθηκε υπό την προστασία της Αδελαΐδας της Βουργουνδίας και αποδεσμεύθηκε από οποιονδήποτε κοσμικό έλεγχο. Η Ροσβίτα, παρά το γεγονός ότι ήταν κοσμική καλόγρια και δεν ήταν υποχρεωμένη να ακολουθεί όλες τις αυστηρές επιταγές της μοναστικής ζωής, ακολουθούσε όμως τους κανόνες της υπακοής και της αγνότητας. Αντίθετα, διατηρούσε το δικαίωμα της προσωπικής περιουσίας, μπορούσε να έχει υπηρέτες, να δέχεται επισκέπτες και να μπαινοβγαίνει προς και από το μοναστήρι ελεύθερα.
Η επιλογή της μοναστικής ζωής ήταν πολύ δημοφιλής για τις γυναίκες κατά τον Μεσαίωνα γιατί συνοδευόταν από μια σειρά προνομίων που ήταν αδύνατα σε κάθε άλλη περίπτωση. Μία γυναίκα κατά τον 10ο αιώνα παντρεύονταν κατά μέσο όρο 12 ετών, έκανε πολλά παιδιά και αναμενόταν να αφιερώσει την ζωή της αποκλειστικά στην φροντίδα του συζύγου της και στην ανατροφή και την μόρφωση των παιδιών της. Η εγκατάλειψη της συζύγου, τα διαζύγια, η απιστία και η πολυγαμία ήταν συνηθισμένες πρακτικές για τους άντρες τότε και μία γυναίκα συνήθως αντιμετώπιζε μεγάλο βαθμό ανασφάλειας στη ζωή της. Η μοναδική επιλογή για μία γυναίκα που επιθυμούσε να μορφωθεί, να αυτοπραγματωθεί και να ζήσει σε ένα καθεστώς ασφάλειας και ηρεμίας, ειδικά αν προερχόταν από οικογένεια ευγενών όπως η Ροσβίτα, ήταν μόνο το μοναστήρι. Υπό αυτή την έννοια η ζωή της Ροσβίτα ήταν δραστικά διαφορετική από εκείνη της μέσης γυναίκας της εποχής της.
Η Ροσβίτα μορφώθηκε στο trivium (γραμματικη, λογική, ρητορεία και διαλεκτική) αλλά και στο quadrivium (μαθηματικά, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική) που ήταν τομείς στους οποίους παραδοσιακά εξειδικεύονταν τα αγόρια των ευγενικών οικογενειών. Παράλληλα πρέπει να διέθετε κάποιες γνώσεις ιατρικής και φαρμακοποιίας, όπως κάθε γυναίκα εκείνης της εποχής, αφού μάζευε βότανα και τα χρησιμοποιούσε για να γιατρεύει τους φτωχούς ενώ δίδασκε και ιατρική.[4] Δυστυχώς όμως δεν έχει διασωθεί κανένα ιατρικό κείμενό της. Στο ιατρικό της έργο είχε τη βοήθεια και τη στήριξη της ξαδέρφης της Ματθίλδης, που ήταν ηγουμένισσα στο αβαείο του Κέτλινμπεργκ και είχε και εκείνη ιατρικές γνώσεις.[4]
Από νωρίς επέδειξε μεγάλη έφεση στην συγγραφή και άρχισε να γράφει θεατρικά έργα, ποιήματα και άλλα κείμενα υπό την καθοδήγηση και ενθάρρυνση της αβάισσας του Γκάντερσχάιμ, της Γκερμπέργκας, που ήταν και ανιψιά του βασιλιά Όθωνα Α', αλλά και ακόμα μίας μοναχής για την οποία σήμερα δεν γνωρίζουμε τίποτα παρά μόνο το όνομά της που ήταν Ρικάρντα. Η ίδια η Ροσβίτα γράφει στον πρόλογο ενός έργου της: “Αρχικά με δίδαξε η Ρικάρντα, η πιο σοφή και η πιο καλή δασκάλα, μετά με δίδαξαν και άλλες πολλές που διεύρυναν την εκπαίδευσή μου και τέλος, η εξέχουσα κυρία μου, η Γκέρμπεργκα με το βασιλικό αίμα, η φιλεύσπλαχνη αβάισσά μου, κάτω από την ηγεσία της οποίας ζω”[5].
Λόγω των αναφορών της σε κλασσικούς συγγραφείς όπως ο Οβίδιος, ο Βιργίλιος, ο Τερέντιος και ο Οράτιος συνάγουμε το συμπέρασμα ότι είχε εκτενή γνώση των κλασσικών, κάτι που ήταν εφικτό λόγω της πλούσιας βιβλιοθήκης που δατηρούσε η μονή του Γκάντερσχάιμ, όπως άλλωστε ήταν η συνήθεια κάθε μεγάλου αβαείου. Είχε την τύχη να ζήσει την εποχή της λεγόμενης Οθωνικής Αναγέννησης, της οποίας μάλιστα αποτελεί και εξαίρετο παράδειγμα, καθώς η Δυναστεία των Οθωνιδών επιχείρησε και κατάφερε να μετατρέψει την Σαξονία σε πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο. Η Ροσβίτα ήταν μία από τους καλλιτέχνες που υποστήριζαν και με τους οποίους συγχροτίζονταν η βασιλική οικογένεια και δέχτηκε μεγάλη υποστήριξη τόσο από την Αδελαΐδα της Βουργουνδίας όσο και από την νύφη της, την Θεοφανώ του Βυζαντίου.
Η Ροσβίτα πέθανε γύρω στο 1.000 μ.Χ.
Η μελέτη των κλασσικών συγγραφέων οδήγησε την Ροσβίτα στο ίδιο συμπέρασμα στο οποίο θα οδηγούνταν και η Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν έναν αιώνα αργότερα και η Κριστίν ντε Πιζάν αργότερα, δηλαδή ότι ο τρόπος απεικόνισης του γυναικείου φύλου στα κλασικά έργα ήταν προβληματικός. Οι γυναίκες εμφανίζονταν είτε ως αδύναμες και ανίκανες είτε ως επικίνδυνες, αναξιόπιστες και ανήθικες και στα πλαίσια της πλοκής βρίσκονταν πάντα στον ρόλο του στατικού αντικειμένου ενώ ήταν πάντα πόρνες, παλλακίδες ή σεξουαλικά ακόρεστες. Έτσι αποφάσισε να βάλει σε κεντρικό ρόλο τις ηρωίδες της που έδειχναν θάρρος και αποφασιστικότητα μπροστά στις αντιξοότητες και υπερασπίζονταν με πάθος την ηθική τους και την χριστιανική τους πίστη ακόμα και όταν βρίσκονταν αντιμέτωπες με βασανιστήρια και εξευτελισμούς που τους επέβαλλαν οι Ρωμαίοι αξιωματούχοι. Οι γυναίκες στα έργα της Ροσβίτα, αντίθετα με τις αληθινές γυναίκες της εποχής της, διεκδικούν την ανεξαρτησία τους και τον έλεγχο της ζωής τους φτάνοντας συχνά μέχρι τον θάνατο. Δεν είναι τυχαίο που αυτή η γυναίκα, που έδωσε για πρώτη φορά φωνή στις γυναίκες στην λογοτεχνία, επέλεξε να εξηγήσει το όνομά της ως “δυνατή φωνή” την στιγμή που οι γυναίκες γύρω της δεν είχαν καθόλου φωνή.
Η Ροσβίτα επέδειξε εξαιρετικό θάρρος επιλέγοντας να αμφισβητήσει και να αντιμετωπίσει στο πεδίο του έναν από τους μεγαλύτερους Ρωμαίους συγγραφείς, τον Τερέντιο. Χρησιμοποίησε εκτενώς το ύφος και την τεχνοτροπία του με σκοπό αφενός να διατηρήσει το κωμικό στοιχείο που ήταν γνώριμο στους αναγνώστες της εποχής της, αλλά και να το διαστρέψει έτσι ώστε να προέρχεται από τα αναπάντεχα γεγονότα και τις συγκρούσεις χαρακτήρων και όχι από την υποτίμηση και αντικειμενικοποίηση της γυναίκας. Οι ηρωίδες της περιλαμβάνουν από δυναμικές παρθένες μέχρι πιστές πόρνες χρησιμοποιώντας στο έπακρο την έννοια της “ιερής πόρνης” όπως εκφράζεται από το πρότυπο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Εκτός από τις πιστές και αδέκαστες γυναίκες, κεντρικοί στο έργο της είναι και οι άντρες που, αντίθετα με ότι συνέβαινε στα κλασσικά έργα, δεν είναι ακόρεστοι, ανήθικοι, αδίστακτοι και φαύλοι, αλλά πιστοί, ταπεινοί και ευσεβείς που σώζουν τις ηρωίδες από τα βάσανά τους. Η Ροσβίτα συνέγραψε έργα στο πνεύμα των κλασσικών κωμωδιών στα οποία όμως απέφυγε την χυδαιότητα και την αθυροστομία που χαρακτήριζε τα έργα συγγραφέων όπως ο Τερέντιος και ο Οβίδιος έτσι ώστε να δημιουργήσει πιο “σεμνά” αναγνώσματα κατάλληλα για την ψυχαγωγία των ευσεβών γυναικών.
Η Μέι Ράιτ Σίγουολ έγραψε: “Θεωρώ ότι σε σχέση με την γυναίκα και το θέατρο ή μάλλον με την γυναίκα και την δραματική τέχνη και την λογοτεχνία, κανένα όνομα δεν αξίζει μεγαλύτερη μνεία από εκείνο της Ροσβίτα. Πιστεύω ότι αποτελεί μία ακόμα δάφνη στο στεφάνι των γυναικείων επιτευγμάτων καθώς ήταν η γυναίκα από την οποία προήλθε το σύγχρονο θέατρο και μπορούμε να περηφανευόμαστε ότι το έργο της πρώτης γυναίκας θεατρικής συγγραφέα στην ιστορία εμπνεύσθηκε από τα υψηλότερα και αγνότερα ιδανικά ενώ προσπάθησε να εξυψώσει το ηθικό επίπεδο του θεάτρου”.[6]
Η Ροσβίτα συχνά στα έργα της μιλάει για την αδυναμία και τους περιορισμούς της γυναικείας φύσης ακολουθώντας το πνεύμα των κειμένων της εποχής της, αλλά στην δική της περίπτωση πρόκειται για ένα τέχνασμα που στο τέλος οδηγεί στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα. Έγραψε στην εισαγωγή ενός έργου της: “Σκοπεύω να αντικαταστήσω την εικόνα της ακόλαστης παγανίστριας με τις εκπαιδευτικές ιστορίες αγνών παρθένων. Προσπάθησα, όσο μου επέτρεψε το φτωχό μου ταλέντο, να υμνήσω την αγνότητα ειδικά εκείνων των γυναικών η αδυναμία των οποίων θριάμβευσε πάνω στην αντρική σκληρότητα.”[6]
Η Ροσβίτα έγραψε τα έργα της στα λατινικά που τότε ήταν η επιβεβλημένη γλώσσα για τα επιστημονικά και λογοτεχνικά κείμενα και την οποία γνώριζαν ελάχιστοι μορφωμένοι ή ευγενείς. Αυτό ήταν κάτι που περιόρισε το αναγνωστικό κοινό των έργων της τα οποία προωθούνταν στο παλάτι μέσω των γνωριμιών της ηγουμένης Γκέρμπεργκα ή διαβάζονταν ή παίζονταν από τις μοναχές στο αβαείο μπροστά σε υψηλά ιστάμενους καλεσμένους. Ειδικά αυτό το τελευταίο ήταν κάτι ιδιαίτερα αξιόλογο καθώς ήταν ανήκουστο να συμμετέχουν οι γυναίκες σε θεατρικές παραστάσεις μέχρι τον 17ο αιώνα οπότε και εμφανίστηκε επίσημα η πρώτη γυναίκα ηθοποιός. Η αποκλειστικά γυναικεία αυτοσχέδια θεατρική ομάδα του Γκάντερσχάιμ ίσως να αποτελούσε μία αξεπέραστη καινοτομία αλλά και έναν διαφορετικό τρόπο έκφρασης των έργων που παίζονταν αποκλειστικά από άντρες.
Όσο δημοφιλή και αν ήταν όμως τα έργα της Ροσβίτα, σταδιακά έπεσαν στην αφάνεια και ξεχάστηκαν και η “δυνατή φωνή” της έπαψε να ακούγεται. Η Σίγκριτ Νόβακ έγραψε ότι η “εξαφάνιση” της Ροσβίτα αλλά και άλλων γυναικών θεατρικών συγγραφέων από την γερμανική θεατρική ιστορία οφειλόταν “στην προκατάληψη ότι οι γυναίκες αδυνατούν να παραγάγουν σημαντικό θεατρικό έργο” καθώς και στην “υποτίμηση των έργων τους από τους -συνήθως άντρες- κριτικούς τέχνης που χρησιμοποιούσαν αντρική ψυχολογία για να κρίνουν τους γυναικείους χαρακτήρες στα έργα γυναικών συγγραφέων”[7]. Η Μαίρη Μάργκεριτ Μπάτλερ σημείωσε πως το έργο της Ροσβίτα αντιμετώπισε ακριβώς την ίδια λογοκρισία που αντιμετωπίζουν όλα τα έργα που ασκούν κριτική στην κυρίαρχη αντρική κουλτούρα στα πλαίσια της οποίας η κωμωδία συχνά βασίζεται στην υποτίμηση και την αντικειμενικοποίηση της γυναίκας[8]. Το έργο της Ροσβίτα άλλωστε στηρίχθηκε ακριβώς σε αυτή την ανατροπή της μισογυνικής ματιάς του κλασικού θεάτρου.
Τον 16ο αιώνα όμως ο ανθρωπιστής Κόνραντ Κέλτις τα ανακάλυψε ξανά σε μια βιβλιοθήκη σε ένα μοναστήρι βενεδικτίνων στο Ράτισμπον και τα εξέδωσε το 1502 στα γαλλικά. Το 1920 δημοσιεύθηκαν στα αγγλικά. Αν και σήμερα δεν γνωρίζουμε το ακριβές μέγεθος του έργου της καθώς έχουν χαθεί πολλά κείμενά της, γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι συνέγραψε τουλάχιστον έξι θεατρικά, οκτώ ποιήματα, την ιστορία της Οθωνικής Δυναστείας (που σήμερα θεωρείται αυθεντία στο θέμα) και την ιστορία του αβαείου του Γκάντερσχάιμ.
Το 1867 ο Τζόσεφ Άσμπακ ισχυρίσθηκε ότι τα κείμενα που δημοσίευσε ο Κόνραντ Κέλτις δεν άνηκαν στην Ροσβίτα, αλλά στον ίδιο. Ένα κύμα διαμαρτυριών και αποδείξεων από πολυάριθμους λόγιους του 19ου αιώνα αμφισβήτησαν την εγκυρότητα αυτών των ισχυρισμών, αλλά το 1945 ο Ζολτάν Χαρασντί επανέφερε το θέμα ισχυριζόμενος ότι τα κείμενα που ανακάλυψε ο Κέλτις ήταν πλαστά. Τα έγγραφα μελετήθηκαν και αποδείχθηκαν γνήσια, αλλά και μόνο οι κατηγορίες ήταν αρκετές για να ξεκινήσει μία έρευνα στα μέσα του 20ου αιώνα σχετικά με την γνησιότητα των έργων της Ροσβίτα καθώς τα κείμενά της αποτελούν πραγματικά μία “ανωμαλία” καθώς τα φεμινιστικά τους χαρακτηριστικά τα καθιστούν εξαιρετικά απίθανα εντός της αντροκρατούμενης λογοτεχνίας της εποχής της. Τελικά όλες οι έρευνες κατέληξαν στην γνησιότητα και την αυθεντικότητα των έργων της Ροσβίτα και οι αμφισβητήσεις της γνησιότητάς τους σήμερα αποτελούν “άλλη μία υποσημείωση στην ιστορία της αποσιώπησης της γυναικείας λογοτεχνίας”[9].
Η Ροσβίτα θεωρείται ο “συνδετικός κρίκος” ανάμεσα στο κλασικό θέατρο και το μεσαιωνικό θρησκευτικό δράμα που χωρίζονται από μία μακραίωνη απαγόρευση. Γύρω στον 3ο αιώνα μ.Χ. όπου η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έφθινε, η Καθολική Εκκλησία άρχισε να επιβάλλει περιορισμούς και απαγορεύσεις σε οτιδήποτε θεωρούσε παγανιστικό και ένα από αυτά ήταν και το θέατρο. Οι θεατρικές παραστάσεις απαγορεύθηκαν και έπαψε η συγγραφή θεατρικών έργων. Τον 10ο αιώνα μ.Χ. η Ροσβίτα ήταν η πρώτη που ξεκίνησε να γράφει θεατρικά έργα, γεγονός που είναι από μόνο του σημαντικό αλλά γίνεται ακόμα πιο αξιόλογο αν αναλογισθούμε ότι η Ροσβίτα, πέρα από γυναίκα που ζούσε σε μία εποχή με εξαιρετικούς περιορισμούς για τις γυναίκες, ήταν μία μοναχή που αποφάσισε να ασχοληθεί με κάτι που επί αιώνες θεωρούνταν απαγορευμένο από την επίσημη εκκλησία για να προωθήσει τις χριστιανικές αρετές της αγνότητας, της πενίας και της υπακοής αμφισβητώντας ταυτόχρονα την κλασική χριστιανική αγιογραφία.
“Η Ροσβίτα ήταν η πρώτη μεσαιωνική ποιήτρια που επιχείρησε συνειδητά να αλλάξει την εικόνα της γυναίκας στην λογοτεχνία. Εξακολουθεί να εκπλήσσει κριτικούς και σχολιαστές ότι μία γυναίκα με το δικό της υπόβαθρο και στην δική της θρησκευτική και εκπαιδευτική κατάσταση θα είχε την ιδιοφυία, την δημιουργικότητα και την τόλμη να επιβάλλει την ανθρώπινη παρουσίαση της γυναίκας εντός ενός χριστιανικού θεολογικού πλαισίου”.[10]
Τόλμησε επίσης να αμφισβητήσει έναν από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς της ρωμαϊκής περιόδου, τον Τερέντιο, και να ανατρέψει τα έργα του δίνοντας φωνή στις ηρωίδες της καταφέρνοντας να αμφισβητήσει τα στερεότυπα της εποχής της και να δώσει μία εναλλακτική ταυτότητα στις αναγνώστριές της που μέχρι τότε έβλεπαν τον εαυτό τους μέσα από την τέχνη μόνο με αρνητικό τρόπο.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.