From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ριχάρδος Β΄ (αγγλικά: Richard II, Μπορντώ, 6 Ιανουαρίου 1367 - Λονδίνο, 14 Φεβρουαρίου 1400) από τον Οίκο του Ανζού-Πλανταγενετών ήταν βασιλιάς της Αγγλίας από το 1377 έως την καθαίρεσή του, το 1399.
Ριχάρδος Β΄ | |
---|---|
Περίοδος | 21 Ιουνίου 1377 – 30 Σεπτεμβρίου 1399 |
Προκάτοχος | Εδουάρδος Γ΄ της Αγγλίας |
Διάδοχος | Ερρίκος Δ΄ της Αγγλίας |
Γέννηση | 6 Ιανουαρίου 1367 Μπορντώ, Γαλλία |
Θάνατος | 14 Φεβρουαρίου 1400 (33 ετών) Δυτικό Γιόρκσαϊρ, Αγγλία |
Τόπος ταφής | Αββαείο του Ουέστμινστερ, Λονδίνο |
Σύζυγος | Άννα της Βοημίας Ισαβέλλα των Βαλουά |
Οίκος | Οίκος του Ανζού-Πλανταγενετών |
Πατέρας | Εδουάρδος του Γούντστοκ |
Μητέρα | Ιωάννα του Κεντ |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Ριχάρδος Β΄ ήταν γιος του Εδουάρδου του «Μαύρου Πρίγκηπα» και της Ιωάννας του Κεντ και έγινε διάδοχος του παππού του, Εδουάρδου Γ΄, σε ηλικία 10 ετών. Κατά τη διάρκεια που ήταν ανήλικος την αντιβασιλεία ασκούσε ο θείος του, Ιωάννης της Γάνδης, ενώ συνεκλήθησαν τρία συνεχή συμβούλια (1377 - 1380) την περίοδο της ακυβερνησίας. Ο Ιωάννης της Γάνδης εξασκούσε εξ' ολοκλήρου και την εξωτερική πολιτική. Όταν ενηλικιώθηκε ο Ριχάρδος αντιμετώπισε την Εξέγερση των Χωρικών, κάτι που τον έκανε να συνθηκολογήσει με τον Ουώτ Τάυλερ και να συγκεντρώσει στρατό για να τους αντιμετωπίσει. Τελικώς εκτέλεσε τους αρχηγούς, καταστέλλοντας την επανάσταση. Σταδιακά, άρχισε να γίνεται αντιπαθητικός στον αγγλικό λαό και την αριστοκρατία. Δεν είχε διπλωματικές ικανότητες συνδιαλλαγής, κάτι που τον οδήγησε στην πτώση του (1399). Παντρεύτηκε δύο φορές: την πρώτη την Άννα της Βοημίας (1383), κόρη του Καρόλου Δ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία πέθανε το 1394, και στη συνέχεια προχώρησε σε δεύτερο γάμο (1396) με την επτάχρονη Ισαβέλλα των Βαλουά, χωρίς να αποκτήσει κληρονόμους.
Ο Ριχάρδος του Μπορντώ ήταν μικρότερος γιος του Εδουάρδου, του «Μαύρου Πρίγκηπα», και της Ιωάννας, Κόμισσας του Κεντ, της Ωραίας Κόρης του Κεντ. Ο πατέρας του ήταν σπουδαίος στρατιωτικός ηγέτης τα πρώτα χρόνια του Εκατονταετούς Πολέμου, με αποκορύφωμα τον θρίαμβο στο Πουατιέ (1356), όπου συνέλαβε τον Ιωάννη Β΄ της Γαλλίας. Ωστόσο, έχοντας αρρωστήσει από δυσεντερία το 1370, χωρίς ν' αποκατασταθεί η υγεία του έως τον θάνατό του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τις μάχες και να επιστρέψει στην πατρίδα του την Αγγλία.[1] Η μητέρα του Ιωάννα του Κεντ, πριν τον γάμο της με τον «Μαύρο Πρίγκηπα», είχε γίνει το μήλο της έριδος ανάμεσα στον Τόμας Χόλλαντ, 1ο Κόμη του Κεντ, και τον Ουίλλιαμ Μόνταγκιου, 2ο Κόμη του Σώλσμπερυ, όπου επικράτησε ο πρώτος. Μετά τον θάνατο του Χόλλαντ (1360) η μητέρα του παντρεύτηκε τον Εδουάρδο, τον «Μαύρο Πρίγκηπα». Η Ιωάννα του Κεντ ήταν στενή συγγενής με τον Εδουάρδο, καθώς ήταν πρώτη εξαδέλφη του πατέρα του, Εδουάρδου Γ΄, και εγγονή του Εδουάρδου Α΄, και επομένως χρειάστηκε παπική έγκριση προκειμένου να προχωρήσει ο γάμος.[2]
Ο Ριχάρδος Β΄ γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1367 στα ανάκτορα του Μπορντώ, την εποχή που ο πατέρας του ήταν δούκας της Ακουιτανίας. Σύμφωνα με κάποιες πηγές της εποχής, τρεις βασιλείς, της Καστίλλης, της Ναβάρρας και της Πορτογαλίας, ήταν παρόντες την ώρα της γέννησής του.[3] Αυτή η ανέκδοτη ιστορία, καθώς και το γεγονός ότι η γέννηση του Ριχάρδου Β΄ συνέπεσε ανήμερα με τη γιορτή των Θεοφανίων, έδωσαν τροφή να δημιουργηθούν πολλά ανέκδοτα για το πρόσωπο του, όπως η λατρευτική εικόνα του "Δίπτυχου του Ουίλτον", όπου απεικονίζεται ως ένας από τους τρεις βασιλείς που προσκυνούν την Παναγία και το «Θείο Βρέφος».[4][5] Ο μεγαλύτερος αδελφός του, Εδουάρδος του Ανγκουλέμ, πέθανε το 1371 σε ηλικία 5 ετών, και ο ίδιος έγινε ο επόμενος διάδοχος του αγγλικού θρόνου μετά τον πατέρα του.[6] Όταν ο πατέρας του υπέκυψε στην ασθένειά του το 1376, δημιουργήθηκε σύντομα ο φόβος ότι ο θείος του, Ιωάννης της Γάνδης, προετοιμαζόταν να σφετεριστεί τον θρόνο, λόγος για τον οποίο οι ευγενείς έχρισαν άμεσα τον μικρό Ριχάρδο, Πρίγκηπα της Ουαλίας (παραδοσιακά ο τίτλος του διαδόχου του αγγλικού θρόνου), με όλα τα αξιώματα του πατέρα του. Στις 21 Ιουνίου της επόμενης χρονιάς (1377) πέθανε και ο ηλικιωμένος παππούς του Ριχάρδου, Εδουάρδος Γ΄, και ο δεκάχρονος Ριχάρδος στέφθηκε βασιλιάς της Αγγλίας, στις 16 Ιουλίου 1377[7]. Καθώς υπήρχε η απειλή του φιλόδοξου Ιωάννη της Γάνδης να σφετεριστεί τον θρόνο, φρόντισαν να τον αποκλείσουν από το «Συμβούλιο της Αντιβασιλείας». Εντούτοις, ο Ιωάννης της Γάνδης μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, Θωμά του Γούντστοκ, Kόμη του Μπάκιγχαμ, σταδιακά απέκτησαν μεγάλη επιρροή στο Συμβούλιο.[8] Παράλληλα, οι βασιλικοί σύμβουλοι και ιδιαιτέρως ο Σάιμον ντε Μπέρλυ και ο Ρόμπερτ ντε Βηρ, 9ος Κόμης της Οξφόρδης, Δούκας της Ιρλανδίας, προκάλεσαν σταδιακά εις βάρος τους μεγάλη δυσαρέσκεια από τη Βουλή των Κοινοτήτων, λόγω της υψηλής φορολογίας κατά την περίοδο 1377-1381, προκειμένου να πραγματοποιηθούν στρατιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες όμως απέτυχαν στο σύνολό τους.[9] Από το 1381 η δυσαρέσκεια στις κατώτερες λαϊκές τάξεις αυξήθηκε σημαντικά.[10]
Ο μεγάλος κεφαλικός φόρος (1381) ήταν η σπίθα για την έκρηξη της Εξέγερσης των Χωρικών την ίδια χρονιά, που οφειλόταν στις διαφορές ανάμεσα στους μεγαλογαιοκτήμονες που βρίσκονταν υπό την προστασία του Βασιλιά, και στους χωρικούς, οι οποίοι είχαν ιδιαιτέρως καταστραφεί από την επιδημία της μαύρης πανώλης. Οι επαναστάτες ξεκίνησαν από το Κεντ και το Έσσεξ, και στις 12 Ιουνίου κατευθύνθηκαν στο Μπλάκχηθ κοντά στο Λονδίνο υπό την ηγεσία του Ουόλτερ "Ουώτ" Τάυλερ, του Τζον Μπολλ και του Τζακ Στρω. Πρώτη τους δουλειά ήταν να κάψουν τα Ανάκτορα της Σαβοΐας στο Λονδίνο, τα οποία ήταν ιδιοκτησία του Ιωάννη της Γάνδης, ενώ σκότωσαν τον Αρχιεπίσκοπο του Κάντερμπρυ Σάιμον Σάντμπερυ, που ήταν βασιλικός σύμβουλος, και τον κρατικό θησαυροφύλακα Ρόμπερτ Χέηλς.[11] Ο Βασιλιάς, που είχε κλειστεί στον Πύργο του Λονδίνου υπό την προστασία των συμβούλων του, κατάλαβε τότε ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τους επαναστάτες με τα όπλα παρά μονάχα με διαπραγματεύσεις.[12]
Ο Βασιλιάς συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις ενεργά παρά τη μικρή του ηλικία αφού ήταν μόλις 14 ετών, και στις 13 Ιουνίου προσπάθησε να στρατοπεδεύσει στις όχθες του Γκρίνουιτς, αλλά οι επαναστάτες τον ανάγκασαν να επιστρέψει στον Πύργο του Λονδίνου.[13] Την επόμενη μέρα στις 14 Ιουνίου συμφώνησε να συναντηθεί με τους επαναστάτες αλλά αυτή η κίνηση τούς ενθάρρυνε ακόμα περισσότερο να συνεχίσουν τις λεηλασίες και τους φόνους.[14] Ο Ριχάρδος Β΄ συναντήθηκε την επόμενη μέρα με τον αρχηγό των επαναστατών Ουώτ Τάιλερ στο Σμίθφιλντ και δέχθηκε όλα τα αιτήματα του, αλλά οι επαναστάτες δεν θεωρούσαν τον Βασιλιά αξιόπιστο. Η ένταση στη συνέχεια αυξήθηκε σημαντικά όταν ο δήμαρχος του Λονδίνου έριξε τον Τάιλερ κάτω από το άλογό του και τον σκότωσε.[15] Ο Βασιλιάς πήρε την κατάσταση στα χέρια του για να ηρεμήσει τα πνεύματα, συγχώρησε τους εξεγερθέντες και τους επέτρεψε να επιστρέψουν στα κτήματά τους.[16] Σύντομα όμως άλλαξε στάση καταπατώντας τις "χάρτες της ελευθερίας" που παραχώρησε στους χωρικούς, και αυτό οδήγησε σε νέες εξεγέρσεις στο Έσσεξ, τις οποίες ο Ριχάρδος κατέστειλε εύκολα, και στις 28 Ιουνίου στο Μπιλλερίκεϋ νίκησε και τους τελευταίους αντάρτες υποτάσσοντάς τους ολοκληρωτικά. Ο Ριχάρδος Β΄ παρά την πολύ μικρή ηλικία του έδειξε τεράστιο θάρρος και τόλμη απέναντι στους εξεγερμένους, γεγονός που αύξησε σημαντικά την αλαζονεία του και μαζί με αυτή τα κινήματα και τις ανταρσίες εναντίον του, κάτι που θα του στοίχιζε σύντομα τον ίδιο τον θρόνο και τη ζωή του.
Η Επανάσταση των Χωρικών στάθηκε αιτία να γραφτεί για πρώτη φορά το όνομα του Ριχάρδου Β΄ στα ιστορικά χρονικά.[17] Η πρώτη του ενέργεια μετά την επανάσταση ήταν να παντρευτεί στις 20 Ιανουαρίου 1382 την Άννα της Βοημίας, κόρη του Καρόλου Δ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της συζύγου του Ελισάβετ της Πομερανίας.[18] Ο γάμος ήταν καθαρά διπλωματικής φύσεως για να εξασφαλίσει ισχυρές συμμαχίες στον πόλεμο εναντίον της Γαλλίας, αφού βρισκόταν ακόμα σε έξαρση ο Εκατονταετής Πόλεμος, και να διασπάσει στα δύο τις δυνάμεις της Ευρώπης κερδίζοντας την υποστήριξη των Γερμανών, αλλά ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεων στην Αγγλία και δεν έφερε ούτε τις νίκες τις οποίες ο ίδιος ο Ριχάρδος είχε υποσχεθεί.[19] Η Άννα πέθανε από την πανώλη (1394), μην έχοντας κάνει παιδιά με τον Ριχάρδο, ο οποίος θρήνησε έντονα τον θάνατό της.[20]
Ο Ριχάρδος Β΄ απέκτησε σύντομα έναν προσωπικό κύκλο ευνοουμένων του στη βασιλική αυλή, ο ένας από αυτός ήταν ο Μιχαήλ ντε λα Πολ, ο οποίος καταγόταν από τυχάρπαστη οικογένεια εμπόρων.[21] Ο Ριχάρδος τον έκανε καγκελάριο (1383) και δημιούργησε για λογαριασμό του την κομητεία του Σάφολκ (1385), κάτι που τον έφερε σε μεγάλη σύγκρουση με τους υπόλοιπους βαρόνους.[22] Ένας άλλος από τους ευνοουμένους του ήταν ο Ρόμπερτ ντε Βηρ, Κόμης της Οξφόρδης, τον οποίο στη συνέχεια ευνόησε τόσο πολύ που του παραχώρησε τον νέο τίτλο του δούκα της Ιρλανδίας (1386).[23] Ο χρονικογράφος Τόμας Ουόλσινγχαμ που αντιπαθούσε τον Ριχάρδο Β΄, αναφέρει ομοφυλοφιλικές σχέσεις ανάμεσα σε αυτόν και τον Ρόμπερτ ντε Βηρ.[24] Εντάσεις δημιουργήθηκαν με το "Γαλλικό Ζήτημα", καθώς ενώ η βασιλική αυλή ήθελε διαπραγματεύσεις με τους Γάλλους, οι κόμητες της Γάνδης και του Μπάκινγχαμ ήθελαν μια μεγάλη εκστρατεία για να προστατεύσουν τις αγγλικές κτήσεις στη Γαλλία. Επίσης προετοιμασίες για διεξαγωγή σταυροφορίας απέτυχαν, το οποίο προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια. Ο Ριχάρδος στη συνέχεια στράφηκε εναντίον των Σκωτσέζων οι οποίοι ήταν σύμμαχοι των Γάλλων. Το 1385 ξεκίνησε την εκστρατεία του στον βορρά για να τους τιμωρήσει, αλλά δεν κατάφερε τίποτα και αναγκάστηκε να επιστρέψει πίσω αυξάνοντας τη λαϊκή δυσαρέσκεια.[25] Επίσης μια εξέγερση στη Γάνδη απέτρεψε μια γαλλική επίθεση στη νότια Αγγλία.[26] Οι σχέσεις του Ριχάρδου Β΄ με τον θείο του Ιωάννη της Γάνδης σταδιακά έγιναν όλο και χειρότερες, μέχρι που ο θείος του έφτασε στο σημείο να εγκαταλείψει την Αγγλία προκειμένου να διεκδικήσει τον θρόνο της Καστίλλης (1386), εν μέσω φημών ότι προετοίμαζε πραξικόπημα. Με τη φυγή του Ιωάννη της Γάνδης τον ρόλο της αντιπολίτευσης εναντίον του Βασιλιά ανέλαβαν ο έτερος θείος του, Θωμάς του Γούντστοκ, Δούκας του Μπάκιγχαμ, ο οποίος είχε γίνει τότε δούκας του Γκλώστερ, και ο Ρίτσαρντ Φιτζάλαν, Κόμης του Αράντελ.[3]
Η απειλή για την επίθεση των Γάλλων άρχισε να γίνεται πολύ περισσότερο έντονη μετά το 1386. Την ίδια χρονιά στο κοινοβούλιο ο Μάικλ ντε λα Πολ, ευνοούμενος του Βασιλιά, πρότεινε τρομερά υψηλούς φόρους.[27] Το κοινοβούλιο με την πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης του Δούκα του Γκλώστερ και του Κόμη του Αράντελ, αρνήθηκε κατηγορηματικά τις προτάσεις καθαιρώντας τον καγκελάριο.[28] Ο Βασιλιάς παρά τις αντιδράσεις αρνήθηκε ν΄ αποσύρει τη στήριξή του στον Μάικλ ντε λα Πολ.[29] Το έκανε μονάχα όταν είδε τον κίνδυνο εκθρόνισής του, και μια ομάδα δημιουργήθηκε για να ελέγξει την κρατική οικονομία για ένα χρόνο.[30] Ο Ριχάρδος Β΄ ανέλαβε την πρωτοβουλία να κάνει ο ίδιος περιοδεία στη χώρα για να υποστηρίξει το έργο του, από τον Φεβρουάριο έως τον Νοέμβριο του 1387.[31] Δημιούργησε και μια μεγάλη στρατιωτική βάση στο Τσέσαϊρ και προσπάθησε μέσω του ανώτατου δικαστή Ρόμπερτ Τρεσίλιαν να κηρύξει τις αποφάσεις του κοινοβουλίου προδοτικές και παράνομες.[32] Με την επιστροφή του στο Λονδίνο ο Ριχάρδος βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Θωμά Γούντστοκ, ο οποίος είχε γίνει δούκας του Γκλώστερ, τον Αράντελ και τον Τόμας ντε Μπήτσαμ, Κόμη του Ουώρικ, οι οποίοι κατηγόρησαν τον Μάικλ ντε λα Πολ ως εθνικό προδότη.[33] Ο Ριχάρδος Β΄ παρίστανε ότι ξεκινά τις διαπραγματεύσεις με τους επαναστάτες αλλά στην πραγματικότητα περίμενε τις ενισχύσεις από τη στρατιωτική του βάση στο Τσέσαϊρ.[34] Οι επαναστάτες ενώθηκαν με τον Ερρίκο του Μπόλινμπροουκ (μελλοντικό Ερρίκο Δ΄), γιο του Ιωάννη της Γάνδης, και τον Τόμας ντε Μόουμπρεϋ, Κόμη του Νόττιγχαμ και Δούκα του Νόρφοκ. Η στάση έμεινε στην ιστορία ως Επανάσταση των Λόρδων. Στις 20 Δεκεμβρίου 1387 οι επαναστάτες συνέλαβαν τον ντε Πολ και τον υποχρέωσαν να δραπετεύσει από τη χώρα.[35]
Ο Βασιλιάς δεν είχε πλέον καμιά άλλη επιλογή από το να συμβιβαστεί με τους επαναστάτες. Ο μεγαλογαιοκτήμονας σύμμαχος του Ριχάρδου Β΄, Σερ Νίκολας Μπρεμπρ, και ο ανώτατος δικαστής Ρόμπερτ Τρεσίλιαν εκτελέστηκαν, και ο Μάικλ ντε λα Πολ καταδικάστηκε ερήμην του σε θάνατο αφότου είχε δραπετεύσει,[36] ενώ ακολούθησαν πολλές άλλες εκτελέσεις και οι κύκλοι του Βασιλιά επήλθαν υπό διάλυση. Ο Ριχάρδος σταδιακά προσπάθησε ν΄ αποκαταστήσει τις βασιλικές εξουσίες του, εκμεταλλευόμενος τις μεγάλες αστοχίες των πολεμοχαρών επαναστατών, οι οποίοι είχαν κηρύξει πόλεμο στη Γαλλία, αλλά απέτυχαν όλες οι προσπάθειές τους, όπως απέτυχε και η επιχείρηση που πραγματοποίησαν εναντίον της Σκωτίας.[37] Ο Ριχάρδος είχε φτάσει ήδη στα 21 του χρόνια και ήταν αρκετά ώριμος για την εποχή του για ν΄ αναλάβει προσωπικά τη διοίκηση του βασιλείου. Ζήτησε συγχώρεση από τους Άγγλους για τα προηγούμενα λάθη του ισχυριζόμενος ότι παρασύρθηκε από τους κακούς του συμβούλους. Ο θείος του από την άλλη, Ιωάννης της Γάνδης, επέστρεψε στην Αγγλία (1389) και έδειξε αρκετά συγκαταβατικός μαζί του.[38] Η πολιτική του ήταν αντίθετη με αυτή των επαναστατών επιθυμώντας ειρήνη με τη Γαλλία, καθώς με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε ν΄ απαλλάξει τους υπηκόους του από την υπερβολικά υψηλή φορολογία την οποία θα έφερνε αναγκαστικά ο πόλεμος.[37] Τα γεγονότα στη συνέχεια απέδειξαν ότι, αν και φαινόταν ειρηνικός, δεν είχε ξεχάσει με κανέναν τρόπο τη συμπεριφορά που είχαν δείξει τα προηγούμενα χρόνια οι επαναστάτες σε βάρος του, περισσότερο δε τον είχε ενοχλήσει η εκτέλεση του αγαπημένου του δασκάλου, Σάιμον του Μπέρλι.[39]
Με εξασφαλισμένη τη σταθερότητα και την ειρήνη με τη Γαλλία αποφάσισε ν΄ ασχοληθεί με την Ακουιτανία, με πρόθεση και πρόταση να την επεκτείνει (1393), αλλά ο Γάλλος Βασιλιάς τού ζήτησε να του δίνει όρκο υποτέλειας για να το κάνει, κάτι που ο Ριχάρδος αρνήθηκε επειδή οι Άγγλοι όταν το άκουσαν ήταν έτοιμοι να εξεγερθούν.[40] Το 1396 έκλεισε ειρήνη με τους Γάλλους για 28 χρόνια, σύμφωνα με την οποία συμφώνησε να παντρευτεί την κόρη του Καρόλου ΣΤ΄ της Γαλλίας, Ισαβέλλα, όταν ερχόταν σε ηλικία γάμου. Η πρόταση έφερε νέα αντίδραση από τους Άγγλους επειδή η Ισαβέλλα ήταν μονάχα 6 ετών και θ΄ αργούσε πολύ να γεννηθεί ο διάδοχος.[41] Ο Ριχάρδος Β΄ ενώ προσπάθησε με κάθε τρόπο να διατηρήσει την ειρήνη με τη Γαλλία και τη Σκωτία, ακολούθησε διαφορετική τακτική με την Ιρλανδία. Οι Άγγλοι άρχοντες απειλήθηκαν στο νησί από τους Ιρλανδούς οπλαρχηγούς, ζητώντας την επέμβαση του Βασιλιά τους.[42] Το φθινόπωρο του 1394 ο Ριχάρδος αναχώρησε για την Ιρλανδία, στην οποία έμεινε μέχρι τον Μάιο του 1395, με 8.000 άνδρες, τη μεγαλύτερη πολεμική δύναμη που είχε φτάσει ποτέ στο νησί στο Μεσαίωνα.[43] Η επιχείρηση είχε μεγάλη επιτυχία και όλοι οι Ιρλανδοί οπλαρχηγοί υποτάχθηκαν.[44] Ήταν το μοναδικό μεγάλο κατόρθωμα του Ριχάρδου Β΄ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, αλλά η αγγλική κυριαρχία στην Ιρλανδία δεν θα κρατούσε πολύ.
Στην προσπάθειά του να επιβάλλει την εξουσία του, ο Ριχάρδος ασχολήθηκε και με την καλλιέργεια της εικόνας του ως βασιλιά. Σε αντίθεση με τους προκατόχους του προσέταξε την απεικόνισή του σε μεγάλους ζωγραφικούς πίνακες σχεδιασμένους πάνω σε ξύλινη επιφάνεια [45] εκ των οποίων μονάχα δύο έχουν διασωθεί: ένα πορτραίτο σε μεγάλη κλίμακα στο Αββαείο του Ουέστμινστερ (περ. 1390) και το Δίπτυχο του Ουίλτον (1394-1399), ένα αναδιπλούμενο έργο που πιθανώς προοριζόταν για να συντροφεύει τον Ριχάρδο στην ιρλανδική εκστρατεία[46]. Πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα έργα του διεθνούς γοτθικού ρυθμού που δημιουργήθηκε σε βασιλικές και αυτοκρατορικές Αυλές της Ευρώπης, όπως της Πράγας και των Παρισίων[47]. Οι δαπάνες του Ριχάρδου σε κοσμήματα, πολυτελή υφάσματα και έργα μεταλλουργίας υπερείχαν των πινάκων ζωγραφικής αλλά, όπως και με τα εικονογραφημένα χειρόγραφά του, σώζονται ελάχιστα έργα που μπορούν να συνδεθούν με αυτόν εκτός από ένα στέμμα, "ένα από τα καλύτερα δημιουργήματα της χρυσοχοΐας γοτθικού ρυθμού" το οποίο πιθανότατα ανήκε στη σύζυγό του, Άννα[48].
Ένα από τα μεγαλύτερα εγχειρήματα του Ριχάρδου στον τομέα της αρχιτεκτονικής ήταν η ανοικοδόμηση του Αββαείου του Ουέστμινστερ[49] η οποία πιθανώς επήλθε μετά την ολοκλήρωση της μεγάλης αίθουσας συγκεντρώσεων στο Κάστρο Κένιλγουορθ από τον θείο του, Ιωάννη της Γάνδης. Δεκαπέντε αγάλματα βασιλέων σε φυσικές διαστάσεις τοποθετήθηκαν σε κόγχες στους τοίχους του Αββαείου και η σφυρόσχημη οροφή, έργο του βασιλικού ξυλουργού Χιου Χέρλαντ, "το σπουδαιότερο δημιούργημα της ξυλογλυπτικής αρχιτεκτονικής της μεσαιωνικής περιόδου", επέτρεπε την αντικατάσταση των τριών παλαιών διαδρόμων Ρωμανικού ρυθμού από έναν μεγάλο ανοιχτό χώρο με μια εξέδρα στο τέλος του κατασκευασμένη έτσι ώστε ο Ριχάρδος να κάθεται μακριά από τους αυλικούς και το πλήθος[48]. Η ανοικοδόμηση του κτιρίου είχε αρχίσει από τον Ερρίκο Γ΄ το 1245 αλλά την εποχή του Ριχάρδου παρέμενε ανολοκλήρωτη πάνω από έναν αιώνα[50].
Η στήριξη των γραμμάτων από την Αυλή είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς πρόκειται για την περίοδο που η αγγλική γλώσσα διαμορφώθηκε ως λογοτεχνική γλώσσα[51]. Υπάρχουν λίγα στοιχεία για την άμεση στήριξη του Ριχάρδου ποίηση, παρ' όλα αυτά η ποιητική παράδοση ευδοκίμησε στη βασιλική Αυλή του. Ο μεγαλύτερος ποιητής της εποχής, Τζόφρυ Τσώσερ, υπηρέτησε ως διπλωμάτης, προϊστάμενος τελωνείου και γραμματέας της Υπηρεσίας Βασιλικών Έργων ενώ δημιουργούσε τα σημαντικότερα έργα του[52][53]. Ο Τσώσερ ήταν και στην υπηρεσία του Ιωάννη της Γάνδης και έγραψε το "Βιβλίο της Δούκισσας" ("The Book of the Duchess") ως επικήδειο για τη σύζυγο του Δούκα, Λευκή. Ο συνάδελφος και φίλος του Τσώσερ, Τζον Γκάουερ, έγραψε την "Εξομολόγηση του Ερωτευμένου" (Confessio Amantis) μετά από παραγγελία του Ριχάρδου, όμως εν καιρώ απογοητεύτηκε από τον Βασιλιά[54].
Η περίοδος η οποία είναι γνωστή στους ιστορικούς ως τυραννία του Ριχάρδου Β΄, ξεκινά από τα τέλη της δεκαετίας του 1390, οπότε ο Βασιλιάς άλλαξε ανεξήγητα πολιτική και μετατράπηκε απότομα σε βίαιο και αυταρχικό.[55] Τον Ιούλιο του 1397 διέταξε τη σύλληψη του Αράντελ, του Γκλώστερ και του Ουώρικ, των φερόμενων ως εχθρών του.[56] Υπάρχουν πολλές απόψεις σχετικά με την αιφνίδια αλλαγή της πολιτικής του. Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι είχε πλέον ωριμάσει, είχε φτάσει σε ηλικία 30 ετών και θεωρούσε τον εαυτό του ικανό να πάρει εκδίκηση για τις εκτελέσεις των οπαδών του πριν από μια δεκαετία κατά την πρώτη τότε εξέγερση.[57] Ο Αράντελ ήταν ο πρώτος από τους τρεις που μετά από μια έντονη λογομαχία με τον Βασιλιά τον Σεπτέμβριο του 1397 καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε.[58] Ο θείος του, Θωμάς του Γούντστοκ, Κόμης του Γκλώστερ, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος από τον Κόμη του Νόττιγχαμ στο Καλαί περιμένοντας τη δική του δίκη. Ο Κόμης του Νόττιγχαμ στη συνέχεια ανακοίνωσε τον θάνατο του Κόμη του Γκλώστερ στη φυλακή, και ακούγεται ότι τον σκότωσε ο ίδιος ο Βασιλιάς για να μην αναγκαστεί να τον εκτελέσει, δείχνοντας εμπρός του αγγλικού κοινού ότι εκτελεί τον θείο του και έναν από τους γιους του παππού του, Εδουάρδου Γ΄.[59] Ο Ουώρικ καταδικάστηκε σε θάνατο αλλά ο Βασιλιάς τού έδωσε χάρη και η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη, ενώ ο αδελφός του Αράντελ, Τόμας Αράντελ, Αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπρυ, εξορίστηκε.[60] Ο Ριχάρδος Β΄ την ίδια ώρα έδωσε εντολή στους βαρόνους σε όλη τη χώρα να βάζουν υψηλούς φόρους και να κάνουν κατάσχεση της περιουσίας των αντιπάλων του, καταφέρνοντας με αυτόν τον τρόπο να συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό χρημάτων για τα βασιλικά ταμεία.
Ο Ιωάννης της Γάνδης, ο οποίος ήταν ένα εξαιρετικά σεβαστό πρόσωπο σε ολόκληρο το αγγλικό βασίλειο για περισσότερα από 30 χρόνια, απεβίωσε (1399) αφήνοντας τη χώρα σε μεγάλη ανασφάλεια. Οι συγκεκριμένες ενέργειες του Ριχάρδου Β΄ ακούγεται ότι είχαν τη μυστική υποστήριξη σημαντικών Άγγλων βαρόνων, οι οποίοι περίμεναν να κερδίσουν οι ίδιοι από την κατάσχεση των εδαφών και των τίτλων από τους βαρόνους οι οποίοι εξεγέρθηκαν εναντίον του Βασιλιά.[61] Η μεγαλύτερη απειλή για τον Ριχάρδο Β΄ προερχόταν από τον Οίκο του Λάνκαστερ, εκπρόσωπος του οποίου ήταν ο Ιωάννης της Γάνδης και ο γιος του Ερρίκος του Μπόλινμπροουκ. Ο Οίκος Λάνκαστερ είχε συγκεντρώσει μεγάλο πλούτο και πολλούς τίτλους, ενώ τα μέλη του ήταν υποψήφια για τη διαδοχή του αγγλικού θρόνου όσο ο ίδιος ο Ριχάρδος παρέμενε άτεκνος.[62] Οι διαμάχες ξεκίνησαν στους βασιλικούς κύκλους λόγω της έχθρας ανάμεσα στον Ερρίκο του Μπόλινμπροουκ και στον Τόμας ντε Μόουμπρεϋ, 1ο Δούκα του Νόρφοκ, οι οποίοι ανήκαν και οι δυο στους επαναστατημένους βαρόνους, αλλά λόγω προσωπικής τους διαμάχης προκλήθηκαν να λύσουν τις μεταξύ τους διαφορές με μονομαχία (Δεκέμβριος 1397).[61] Ο Ριχάρδος Β΄, για να μη γίνει η αιματοχυσία, αποφάσισε να στείλει σε ισόβια εξορία τον Τόμας ντε Μόουμπρεϋ και δεκαετή τον Ερρίκο του Μπόλινμπροκ, με τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα του τελευταίου, Ιωάννη της Γάνδης.[63] Ο Ιωάννης της Γάνδης πέθανε στις 3 Φεβρουαρίου 1399 και ο Βασιλιάς αμέσως τον θάνατο του θείου του αποφάσισε να κάνει κατάσχεση της περιουσίας του γιου του, Ερρίκου του Μπόλινμπροουκ.[64] Στη συνέχεια τον Μάιο του ίδιου χρόνου ο Ριχάρδος Β΄ συμμετείχε προσωπικά σε μια νέα στρατιωτική αποστολή στην Ιρλανδία.[65] Ο Ερρίκος του Μπόλινμπροουκ οργάνωσε στη συνέχεια την αντίστασή του με τη βοήθεια του εξόριστου Τόμας Αράντελ, Αρχιεπισκόπου του Κάντερμπρυ, αδελφού του Κόμη που είχε εκτελεστεί από τον Ριχάρδο.
Τον Ιούνιο του 1399 ο Λουδοβίκος Α΄ της Ορλεάνης απέκτησε τον έλεγχο στην αυλή του αδελφού του Καρόλου ΣΤ΄ της Γαλλίας. Η πολιτική της προσέγγισης με το αγγλικό στέμμα όμως δεν ταίριαζε στις φιλοδοξίες του και γι' αυτό έστειλε τον Ερρίκο του Μπόλινμπροουκ πίσω στη Γαλλία, όπου στρατοπέδευσε στην ακτή της Υόρκης με τους οπαδούς του στα τέλη του Ιουνίου του 1399.[66] Ο Ερρίκος συναντήθηκε με τον Χένρυ Πέρσυ, 5ο Κόμη του Νορθάμπερλαντ, και αποφάσισε να διεκδικήσει δυναμικά την κληρονομιά του.[67] Ο Ριχάρδος Β΄ με τους οπαδούς του δραπέτευσε στην Ιρλανδία και ο Ερρίκος δεν συνάντησε καμιά αντίσταση.[68] Ο Εδμόνδος του Λάνγκλεϋ δεν είχε άλλη επιλογή από το να πάει στο πλευρό του Ερρίκου, ο δε Ριχάρδος καθυστέρησε την επιστροφή του από την Ιρλανδία και έφτασε στην Ουαλία στις 24 Ιουλίου.[69] Στις 12 Αυγούστου συναντήθηκε με τον Κόμη του Νορθάμπερλαντ για διαπραγματεύσεις.[70] Ο Ριχάρδος συμφώνησε να παραδώσει τον θρόνο στον Ερρίκο αφού πρώτα του εγγυηθεί ότι θα του χαρίσει τη ζωή, αλλά την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους φυλακίστηκε στον Πύργο του Λονδίνου.[71] Ο Ερρίκος ήταν αποφασισμένος να πάρει τον θρόνο, αφού ο Ριχάρδος με το τυραννικό και ανίκανο καθεστώς του είχε αποδείξει ότι δεν ήταν ικανός να κυβερνήσει, και ήταν επίσης ανίκανος να αποκτήσει διάδοχο.[72] Άλλος διεκδικητής του αγγλικού θρόνου που δημιούργησε προβλήματα στον Ερρίκο του Μπόλινμπροκ ήταν ο Έντμουντ Μόρτιμερ, 3ος Κόμης του Μαρς, που είχε παντρευτεί τη Φιλίππα του Κλάρενς, 5η Κόμησσα του Όλστερ, κόρη του Λάιονελ της Αμβέρσας, δευτερότοκου γιου του Εδουάρδου Γ΄, ενώ ο Έντμουντ Μόρτιμερ ήταν γιος του Ιωάννη της Γάνδης, τριτότοκου γιου του Εδουάρδου Γ΄.[73] Τα γεγονότα καταγράφουν ότι ο Ριχάρδος Β΄ παραιτήθηκε για χάρη του Ερρίκου του Μπόλινμπροκ στο Κάστρο Φλιντ στο Φλίντσιρ, το κοινοβούλιο έκανε δεκτή την παραίτηση στις 30 Σεπτεμβρίου, και ο Ερρίκος στέφθηκε βασιλιάς ως Ερρίκος Δ΄ στις 13 Οκτωβρίου.
Η τύχη του Ριχάρδου είναι ασαφής μετά την εκθρόνιση του.[74] Ο ξάδελφός του Ερρίκος, όπως ισχυρίζονται οι ιστορικοί δεν είχε στόχο να τον θανατώσει, και άλλαξε γνώμη όταν αποκαλύφθηκε η Επανάσταση των Επιφανών (1399 - 1400) με σκοπό να τον ανατρέψει και να επαναφέρει τον Ριχάρδο Β΄.[75] Στην επανάσταση συμμετείχαν οι κόμητες του Κεντ, του Χάντινγκτον, του Σώλσμπερυ, και ο βαρόνος Χένρυ λε Ντισπένσερ, οι οποίοι εκτελέστηκαν. Τους συνωμότες πρόδωσε ο πρώτος ξάδελφος του Βασιλιά, Εδουάρδος του Νόριτς, γιος του Εδμόνδου του Λάνγκλεϋ, τέταρτου στη σειρά γιου του Εδουάρδου Γ΄, ο οποίος είχε στην αρχή σχεδιάσει την επανάσταση μαζί τους. Ο Ερρίκος Δ΄ αποφάσισε μπροστά στον κίνδυνο, να θανατώσει και τον Ριχάρδο Β΄. Ο χρόνος και ο τρόπος που θανατώθηκε είναι ασαφής, επίσημα πέθανε στη φυλακή από ασιτία σε ηλικία τριάντα τριών ετών.[3] Ο Ερρίκος Δ΄ έκανε δημόσια επίδειξη του νεκρού σώματος του Ριχάρδου στον Παλαιό Καθεδρικό Ναό του Αγίου Παύλου ώστε να δείξει στον λαό ότι είναι νεκρός.
Νυμφεύτηκε πρώτα το 1382 την Άννα του Οίκου του Λουξεμβούργου, κόρη του Καρόλου Δ΄ της Βοημίας & Γερμανίας. Η Άννα απεβίωσε το 1394.
Ο Ριχάρδος Β΄ έκανε το 1396 δεύτερο γάμο με την Ισαβέλλα των Βαλουά, κόρη του Καρόλου ΣΤ΄ της Γαλλίας.
Δεν απέκτησε απογόνους από τους γάμους του.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.