From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ουιλσονιανή Αρμενία (αρμ. Վիլսոնյան Հայաստան) αναφέρεται στα προτεινόμενα σύνορα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αρμενίας όπως αναφέρονταν στη Συνθήκη των Σεβρών ύστερα από πρόταση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ κατά την προεδρία του Γούντροου Ουίλσον.[1] Η Συνθήκη των Σεβρών ήταν μια συνθήκη ειρήνης η οποία υπεγράφη μεταξύ των Δυτικών Συμμαχικών Δυνάμεων και την ηττημένη κυβέρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον Αύγουστο του 1920. Τα προτεινόμενα σύνορα ενσωμάτωναν τα βιλαέτια του Ερζουρούμ, του Μπιτλίς και του Βαν, τα οποία είχαν αρμένικους πληθυσμούς διαφόρων μεγεθών. Η περιοχή εκτεινόταν μέχρι το βορρά, προς το δυτικό τμήμα της Τραπεζούντας ώστε να παρέχει στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αρμενίας έξοδο προς τη Μαύρη Θάλασσα μέσω του λιμανιού της Τραπεζούντας. Συζητήθηκε, επίσης, στη Σύνοδο Ειρήνης του Παρισιού το 1919 η δημιουργία της Αυτόνομης Δημοκρατίας του Πόντου, ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου εξέφρασε επιφυλάξεις για την ευαίσθητη θέση ενός τέτοιου προτεινόμενου κράτους και, αντίθετα, ενσωματώθηκε στο μεγαλύτερο προτεινόμενο κράτος της Ουιλσονιανής Αρμενίας.
Η Γερουσία των ΗΠΑ απέρριψε την πρόταση για την Αρμενία το 1920. Το ξέσπασμα του Τουρκικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας οδήγησε στη μη υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αργότερα το ίδιο έτος, ξέσπασε ο Τουρκοαρμενικός Πόλεμος. Η Αρμενία ηττήθηκε και υπέγραψε τη Συνθήκη της Αλεξαντροπόλ στις 2 Νοεμβρίου 1920, αποτάσσοντας την εδαφική της ακεραιότητα όπως συμφωνήθηκε στη Συνθήκη των Σεβρών. Η Συνθήκη του Καρς διαπραγματεύτηκε από τη Σοβιετική Ένωση και την Τουρκία ύστερα από την προσάρτηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αρμενίας στη Σοβιετική Ένωση στις 2 Δεκεμβρίου 1920, ενώ υπεγράφη στις 23 Οκτωβρίου 1921. Η ανατραπείσα αρμενική κυβέρνηση και η μετέπειτα Δημοκρατία της Αρμενίας δεν αποδέχτηκαν ποτέ αυτή τη συνθήκη. Η Σοβιετική Ρωσία διαπραγματεύτηκε ξεχωριστά με την Τουρκία παρόμοια σύνορα ανάμεσα σε αυτό που θεωρούσε ως την περιοχή της Αρμενίας που της ανήκε στη Συνθήκη της Μόσχας (1921).
Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου του Λονδίνου του 1920, ο Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ ενθάρρυνε τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Γούντροου Ουίλσον να αποδεχτεί μία εντολή για την Ανατολία και, ειδικότερα, για τις περιοχές που διεκδικούνταν από την κατεχόμενη Τουρκική Αρμενία. Ο Ουίλσον έστειλε, τότε, την Επιτροπή Κινγκ-Κρέιν και τον Στρατηγό Τζέιμς Χάρμπορντ στην περιοχή ώστε να μελετήσουν τις διεκδικήσεις του αρμενικού εθνικού κινήματος και για να αποφασίσουν αν αυτές οι διεκδικήσεις συνάδουν με τα Δεκατέσσερα σημεία του Ουίλσον. Το 12ο σημείο ανέφερε ότι:
Το τουρκικό τμήμα της παρούσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα πρέπει να εξασφαλίζεται ως ασφαλές και κυρίαρχο, ενώ στις εθνικότητες οι οποίες βρίσκονται σήμερα υπό τουρκική κυριαρχία θα πρέπει να εξασφαλιστεί μια αδιαμφισβήτητη ασφάλεια της ζωής και μια απολύτως ανενόχλητη ευκαιρία για αυτόνομη ανάπτυξη. Τα δε Δαρδανέλια θα πρέπει να ανοίξουν οριστικά, και η ελεύθερη διέλευση των πλοίων και του δι' αυτών εμπορίου, με όφελος όλων των εθνών θα πρέπει να καλύπτεται με διεθνείς εγγυήσεις.
Η Επιτροπή Κινγκ-Κρέιν παρατήρησε ότι οι Αρμένιοι έχουν υποστεί τραυματικές εμπειρίες και ότι δεν θα μπορούσαν να εμπιστευτούν, πλέον, την Οθωμανική Αυτοκρατορία για να σεβαστεί τα δικαιώματά τους και ότι οι Αρμένιοι συνιστούσαν «έναν λαό». Έτσι, η Επιτροπή πρότεινε η δύσκολα κερδισμένη αρμενική ανεξαρτησία που κερδήθηκε ύστερα από την Εκστρατεία του Καυκάσου θα πρέπει να σεβαστεί από τη διεθνή κοινότητα και να εξασφαλιστεί από τους Συμμάχους.
Η Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία, αξιοποιώντας τις θέσεις των ηγετών της στο αρμενικό εθνικό κίνημα, ισχυρίστηκε ότι η περιοχή δεν θα μπορούσε να αποτελέσει τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βάσει της πεποίθησής τους ότι οι Αρμένιοι είχαν τη δυνατότητα να ιδρύσουν το δικό τους κράτος. Οι Αρμένιοι είχαν τον ντε φάκτο έλεγχο της περιοχής γύρω από την Επαρχία Βαν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για σχεδόν τρία χρόνια (1915-1918). Η Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία δήλωσε ότι η περιοχή θα μπορούσε να προσαρτηθεί στη νεοσύστατη Λαϊκή Δημοκρατία της Αρμενίας, την πρώτη αρμενική δημοκρατία που συστάθηκε ύστερα από την κατάρρευση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
Ένα άλλο επιχείρημα που διατυπώθηκε εκείνη την περίοδο ήταν το γεγονός ότι ο αρμενικός πληθυσμός αυξανόταν εκείνη την περίοδο και, επομένως, οι Αρμένιοι συνιστούσαν πλεόν την πλειοψηφία σε αυτή την περιοχή και, άρα, θα μπορούσαν να μεταφερθούν εκεί οι εκτοπισμένοι Αρμένιοι. Το 1917, περίπου 150.000 Αρμένιοι μετακινήθηκαν στις επαρχίες Ερζουρούμ, Μπιτλίς, Μους και Βαν.[2] Οι Αρμένιοι είχαν ήδη ξεκινήσει να χτίζουν τα σπίτια τους και να δημιουργούν τους αγρούς τους. Το 1917, ο κυβερνήτης της περιοχής Αράμ Μανουκιάν δήλωσε ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα νέο αυτόνομο κράτος είτε ως μέρος της Οθωμανικής Αυτοκατορίας, είτε ως μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ο Αρμέν Γκαρό (Καρεκίν Παστερματζιάν) και άλλοι εκπρόσωποι πρότειναν να μετακινηθούν Αρμένιοι στρατιώτες από την Ευρώπη προς τον Καύκασο για την προστασία και τη σταθεροποίηση του νέου κράτους. Ήδη οι Αρμένιοι στρατιώτες ξεκίνησαν να δημιουργούν μια προστατευτική γραμμή μεταξύ του Οθωμανικού Στρατού και του αρμενικού μετώπου.
Στον απόηχο των Επιτροπών Κινγκ-Κρέιν, τα γεγονότα πήραν τη δική τους τροπή. Ο πρόεδρος Ουίλσον ζήτησε από το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών την εξουσιοδότησή του για τη δημιουργία μίας εντολής για την Αρμενία στις 24 Μαΐου 1920. Η Γερουσία απέρριψε την πρόταση αυτή με 52 ψήφους έναντι 23 την 1 Ιουνίου 1920. Τον Σεπτέμβριο του 1920 ξέσπασε ο Τουρκοαρμενικός Πόλεμος. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Αρμενίας ηττήθηκε το Νοέμβριο του 1920 και υπέγραψε τη Συνθήκη της Αλεξαντροπόλ, σύμφωνα με την οποία αποκήρυττε τη Συνθήκη των Σεβρών και τις εδαφικές αξιώσεις για τη «Δυτική Αρμενία». Η κυβέρνηση της Αρμενίας ανατράπηκε, ενώ η νέα κυβέρνηση υπέγραψε τη Συνθήκη του Καρς που επιβεβαίωνε τις προηγούμενες αρμενικές παραχωρήσεις προς την Τουρκία και όριζε τα σύγχρονα σύνορα ανάμεσα στις δύο χώρες.
Στα τέλη του 1922 υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάνης ως αντικατάσταση της Συνθήκης των Σεβρών. Δεδομένων των προηγούμενων τουρκοαμερικανικών συμφωνιών και τις θέσεις της τότε κυβέρνησης της Σοβιετικής Αρμενίας, το ζήτημα των αξιώσεων για τη «Δυτική Αρμενία» εγκαταλείφθηκε.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοβιετική Ένωση επιχείρησε να καταργήσει τη Συνθήκη του Καρς και να ανακτήσει τα εδάφη που παραχωρήθηκαν στην Τουρκία. Οι σοβιετικές αξιώσεις στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την αρμενική διασπορά, καθώς και από την Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία.[3] Οι Αρμένιοι ηγέτες επιχείρησαν να κερδίσουν τη στήριξη της Βρετανίας και των ΗΠΑ για την ανάκτηση των εδαφών της ανατολικής Ανατολίας, ωστόσο ο Ουίνστον Τσώρτσιλ αρνήθηκε να στηρίξει της αρμενικές και σοβιετικές αξιώσεις. Αντίστοιχα, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ στήριξε, επίσης, την Τουρκία, λέγοντας ότι δεν στήριζε πλέον το εγχείρημα της Ουιλσονιανής Αρμενίας.[4] Η Σοβιετική Ένωση εγκατέλειψε τις αξιώσεις της ύστερα από το θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν το 1953.[5]
Σήμερα, σε συνέχεια του αρχικού στόχου, η δημιουργία μιας ανεξάρτητης και ενωμένης Αρμενίας που θα αποτελείται από όλες τις περιοχές που αποτελούσαν τμήμα της Ουιλσονιανής Αρμενίας βάσει της Συνθήκης των Σεβρών είναι δηλωμένος στόχος της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας, παρά την εγκατάλειψη αυτής της θέσης από τις ΗΠΑ το 1934[4] και το γεγονός ότι αυτή η περιοχή κατοικείται σήμερα κυρίως από Κούρδους και Τούρκους. Η Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Χουντσακιάν και το Αρμενικό Δημοκρατικό Φιλελεύθερο Κόμμα, σε κοινή τους δήλωση για την 100ή επέτειο από την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, δήλωσαν ότι ένα τέτοιο σχέδιο θα πρέπει να εφαρμοστεί και ότι είναι η μόνη συνθήκη που υπεγράφη ανάμεσα στην Τουρκία και στην Αρμενία με την ελεύθερη βούληση της αρμενικής πλευράς.[6] Στις 10 Ιουλίου 2020, ο Πρόεδρος της Αρμενίας Αρμέν Σαρκισιάν δήλωσε ότι «η Συνθήκη των Σεβρών παραμένει ακόμα και σήμερα ένα σημαντικό κείμενο για το δικαίωμα του αρμενικού λαού να επιτύχει μια δίκαιη επίλυση του αρμενικού ζητήματος» και ότι είναι «μία νόμιμη διακρατική συμφωνία η οποία είναι, εκ των πραγμάτων, ακόμα σε ισχύ».[7]
Ο ιστορικός της Γενοκτονίας των Αρμενίων Βαχάκν Νταντριάν υποστήριξε ότι, παρόλο που η Συνθήκη των Σεβρών αποσκοπούσε στη βελτίωση της κατάστασης των Αρμενίων, τελικά αξιοποιήθηκε για να συνθέσει τις ατυχίες των Αρμενίων. Ο ίδιος έγραψε ότι: «Όσο και αν οι όροι της φαίνονταν καθυστερημένοι και δίκαιοι για τους Αρμένιους, η υπόσχεσή της για την επαναφορά ενός μεγάλου κομματιού της ιστορικής Αρμενίας ενίσχυσε τις υπέρμετρες ελπίδες των Αρμενίων και τις αλυτρωτικές τους επιδιώξεις».[8] Η δημιουργία της Συνθήκης των Σεβρών συνέπεσε με την οριστική πτώση της κυβέρνησης του Νταμάτ Φερίντ Πασά η οποία είχε ξεκινήσει τη δίωξη των βασικών συντελεστών της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Εκείνη την περίοδο, οι διαδικασίες των στρατοδικείων περιορίστηκαν και σταδιακά εξαφανίστηκαν.[8]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.