Τζαμαϊκανός τραγουδιστής ρέγκε μουσικής (1945-1981) From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ρόμπερτ "Μπομπ" Νέστα Μάρλεϊ (αγγλικά: Robert Nesta "Bob" Marley, Νάιν Μάιλς, Σεντ Ανν Πάρις, Τζαμάικα, 6 Φεβρουαρίου 1945 - Μαϊάμι, Φλόριντα, ΗΠΑ, 11 Μαΐου 1981) ήταν Τζαμαϊκανός τραγουδιστής, συνθέτης, κιθαρίστας και ακτιβιστής. Θεωρείται από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της ρέγκε μουσικής.
Μπομπ Μάρλεϊ | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Bob Marley (Αγγλικά) |
Γέννηση | Ρόμπερτ Νέστα Μάρλεϊ 6 Φεβρουαρίου 1945[1][2][3] Νάιν Μάιλ, Σαιντ Ανν, Τζαμάικα |
Θάνατος | 11 Μαΐου 1981 (36 ετών) Μαϊάμι, Φλόριντα, ΗΠΑ |
Αιτία θανάτου | μελάνωμα[4] |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Τόπος ταφής | Bob Marley birthplace in Nine Mile[5] |
Χώρα πολιτογράφησης | Τζαμάικα |
Σπουδές | Stepney Primary and Junior High School |
Ιδιότητα | τραγουδιστής-τραγουδοποιός, τραγουδιστής[6], κιθαρίστας[6] και συνθέτης[6] |
Εν ενεργεία | 1962 – 1981 |
Σύζυγος | Σίντι Μπρέικσπιρ και Ρίτα Μάρλεϊ (1966–1981) |
Τέκνα | Ζίγκι Μάρλεϋ, Σεντέλα Μάρλεϊ, Στίβεν Μάρλεϊ, Ρόαν Μάρλεϊ, Τζούλιαν Μάρλεϊ, Ky-Mani Marley, Ντέμιαν Μάρλεϊ και Σάρον Μάρλεϊ |
Γονείς | Νόρβαλ Μάρλεϊ και Σεντέλα Μπούκερ |
Όργανα | κιθάρα και φωνή |
Είδος τέχνης | ρέγκε, σκα και rocksteady |
Βραβεύσεις | Βραβείο Grammy Συνολικής Προσφοράς (2001), Rock and Roll Hall of Fame (1994)[7], Τάγμα της Αξίας (Τζαμάικα) (1981) και Αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας του Χόλιγουντ[8] |
Ιστοσελίδα | Επίσημος ιστότοπος |
Σχετικά πολυμέσα | |
Με τραγούδια όπως τα "I Shot the Sheriff", "No Woman, No Cry", "Three Little Birds", "Exodus", "Could You Be Loved", "Jamming", "Redemption Song" και "One Love", η μεταθανάτια συλλογή του Legend (1984) πούλησε τα περισσότερα αντίτυπα στην ιστορία της ρέγκε μουσικής —περισσότερα από 12 εκατομμύρια.
Ο Μάρλεϊ γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό, το Νάιν Μάιλς, του Σεντ Ανν Πάρις, στη Τζαμάικα. Το πλήρες όνομά του ήταν Νέστα Ρόμπερτ Μάρλεϊ. Ένας Τζαμαϊκανός υπάλληλος της υπηρεσίας διαβατηρίων θα του αλλάξει στη συνέχεια το πρώτο με το μεσαίο του όνομα. Ο πατέρας του, Νόρβαλ Σένκλερ Μάρλεϊ, (γεννημένος το 1895) ήταν λευκός Τζαμαϊκανός με αγγλική καταγωγή, που ζούσε στο Λίβερπουλ. Ο Νόρβαλ ήταν αξιωματικός του ναυτικού, καπετάνιος και επιθεωρητής φυτειών, όταν γνώρισε και παντρεύτηκε την Σεντέλα Μπούκερ (1926-2008), μια μαύρη Τζαμαϊκανή, μόλις δεκαεννιά χρονών τότε. Ο Νόρβαλ παρείχε οικονομική υποστήριξη στη γυναίκα και το παιδί του, αλλά σπάνια τους έβλεπε λόγω των συχνών μακρινών ταξιδιών του. Το 1955, όταν ο Μάρλεϊ ήταν 10 χρονών, ο πατέρας του πέθανε από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 60 ετών. Ο Μάρλεϊ ήταν θύμα ρατσισμού στην παιδική του ηλικία λόγω της ανάμεικτης καταγωγής του και ήρθε αντιμέτωπος με ερωτήσεις για τη φυλετική του ταυτότητα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Κάποτε δήλωσε:
Δεν είμαι προκατειλημμένος απέναντί του. Ο πατέρας μου ήταν λευκός και η μητέρα μου μαύρη. Με φωνάζουν μιγά ή κάπως έτσι. Δεν είμαι σε καμία πλευρά. Ούτε στη μαύρη, ούτε στη λευκή. Είμαι στου Θεού την πλευρά, Αυτού που με έπλασε και με έκανε να προέρχομαι από τη μαύρη και τη λευκή.
Ο Μάρλεϊ και η μητέρα του μετακόμισαν σε μια φτωχογειτονιά του Κίνγκστον, στη Τρένσταουν, μετά το θάνατο του Νόρβαλ. Αναγκάστηκε να μάθει αυτοάμυνα για να υπερασπίζει τον εαυτό του από παλικαρισμούς που τον είχαν σαν στόχο λόγω της καταγωγής και του αναστήματος του (1,63 μ. ύψος). Κέρδισε τελικά φήμη για τη σωματική του δύναμη και το ψευδώνυμο «Tuff Gong».
Ο Μάρλεϊ έγινε φίλος με τον Νέβιλ "Μπάνι" Λίβινγκστον (αργότερα γνωστός ως Μπάνι Γουέιλερ), με τον οποίο ξεκίνησε να παίζει μουσική. Παράτησε το σχολείο σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και ξεκίνησε να εργάζεται ως μαθητευόμενος σε ένα σιδεράδικο. Στον ελεύθερο χρόνο του, αυτός και ο Λίβινστον έπαιζαν μουσική με τον Τζο Χιγκς, ένα τοπικό τραγουδιστή που είχε ασπαστεί τον Ρασταφαριανισμό και θεωρείται από πολλούς μέντορας του Μάρλεϊ. Σε μια τέτοια συνεύρεση με τον Χιγκς και τον Λίβινγκστον, ο Μάρλεϊ γνώρισε τον Πίτερ Μάκιντος (αργότερα γνωστό ως Πίτερ Τος), με τον οποίο είχαν κοινές μουσικές φιλοδοξίες.
Το 1962, ο Μάρλεϊ ηχογράφησε τα πρώτα του δύο σινγκλ "Judge Not" και "One Cup of Coffee", με έναν τοπικό παραγωγό, Λέσλι Κονγκ. Τα τραγούδια κυκλοφόρησαν από την εταιρία Beverley με το ψευδώνυμο Μπόμπι Μάρτελ, ελκύοντας ελάχιστο ενδιαφέρον. Τα ίδια τραγούδια επανακυκλοφόρησαν σε μια μεταθανάτια συλλογή με τη δουλειά του Μάρλεϊ με τίτλο Songs of Freedom.
Το 1963, ο Μπόμπ Μάρλεϊ, ο Μπάνι Λίβινγκστον, ο Πίτερ Μάκιντος, ο Τζούνιορ Μπρέιθγουεϊτ, η Μπέβερλι Κέλσο και η Σέρι Σμιθ δημιούργησαν ένα σκα/rocksteady συγκρότημα, αποκαλώντας τους εαυτούς τους The Teenagers. Αργότερα άλλαξαν το όνομα τους σε The Wailing Rudeboys, μετά σε The Wailing Wailers και τελικά σε The Wailers. Μέχρι το 1966 ο Μπρέιθγουεϊτ, η Κέλσο και η Σμιθ είχαν αποχωρήσει από τους Wailers, αφήνοντας την τριάδα Μάρλεϊ, Λίβινγκστον και Μάκιντος.
Το 1966, ο Μάρλεϊ παντρεύτηκε τη Ρίτα Άντερσον και μετακόμισαν για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο πατρικό της μητέρας του στο Γουίλμινγκτον του Ντέλαγουερ. Εκεί δούλεψε σαν καθαριστής στο ξενοδοχείο DuPont και στη νυχτερινή βάρδια της γραμμής παραγωγής της Chrysler, με το ψευδώνυμο Ντόναλντ Μάρλεϊ (Donald Marley). Με την επιστροφή του στη Τζαμάικα, ο Μάρλεϊ έγινε μέλος του ρασταφαριανού κινήματος αφήνοντας dreadlocks (είδος κόμμωσης), ένα από τα σύμβολα των ρασταφαριανών.
Μετά από μια σύγκρουση με τον Ντοντ, ο Μάρλεϊ και το συγκρότημα του «συμμάχησαν» με τον Λι "Σκρατς" Πέρι και το δικό του συγκρότημα, The Upsetters. Ενώ η συνεργασία τους κράτησε λιγότερο από ένα χρόνο, από πολλούς θεωρείται πως ηχογραφήθηκαν οι καλύτερες δουλειές των The Wailers. Ο Μάρλεϊ και ο Πέρι χώρισαν μετά από μια φιλονικία που αφορούσε τα δικαιώματα των ηχογραφήσεων, αλλά παρέμειναν φίλοι και ξαναδούλεψαν μαζί τα επόμενα χρόνια.
Μέσα στο 1968 και το 1972, ο Μπομπ και η Ρίτα Μάρλεϊ, ο Πίτερ Μάκιντος και ο Μπάνι Λίβινγκστον αναδημιούργησαν μερικά παλιά τραγούδια με την JAD Records στο Κίνγκστον και στο Λονδίνο σε μια προσπάθεια τους να διαφημίσουν τον «ήχο» των Wailers. Ο Λίβινγκστοναργότερα ισχυρίστηκε πως αυτά τα τραγούδια «δεν έπρεπε ποτέ να κυκλοφορήσουν σαν άλμπουμ... ήταν απλά demo για τις εταιρίες».
Το πρώτο άλμπουμ των The Wailers, ονόματι Catch A Fire, κυκλοφόρησε παγκοσμίως το 1973 και είχε θετική απήχηση. Ακολούθησε ένα χρόνο αργότερα το Burnin', που συμπεριελάμβανε τα τραγούδια "Get Up, Stand Up" και "I Shot The Sheriff". Ο Έρικ Κλάπτον επιμελήθηκε το "I Shot The Sheriff" σε μια έκδοση πιο φιλική προς τα ακούσματα της εποχής, ενισχύοντας έτσι το διεθνές προφίλ του Μάρλεϊ.
Οι The Wailers διαλύθηκαν το 1974 και το κάθε μέλος ακολούθησε σόλο καριέρα. Για την αιτία της διάλυσης γίνονται μόνο εικασίες. Μερικοί πιστεύουν ότι υπήρχαν διαφωνίες ανάμεσα στους Λίβινγκστον, Μάκιντος και Μάρλεϊ για τις συναυλιακές τους εμφανίσεις, ενώ άλλοι ισχυρίζονται πως απλά οι Λίβινγκστον και Μάκιντος προτιμούσαν τη σόλο καριέρα. Ο Μάκιντος ξεκίνησε ηχογραφήσεις με το όνομα Πίτερ Τος και ο Λίβινγκστον συνέχισε ως Μπάνι Γουέιλερ.
Παρά τη διάλυση, ο Μάρλεϊ συνέχισε να ηχογραφεί σαν Bob Marley & The Wailers. Τη νέα του μπάντα απάρτιζαν τα αδέλφια Κάρλτον και Άστον "Family Man" Μπάρετ στα ντραμς και στο μπάσο αντίστοιχα, οι Τζούνιορ Μάρβιν και Αλ Άντερσον στην κιθάρα, οι Ταϊρόν Ντάουνι και Ερτ "Γουάια" Λίντο στα πλήκτρα και ο Άλβιν "Σίκο" Πάτερσον στα κρουστά. Το συγκρότημα I Threes, αποτελούμενο από τις Τζούντι Μόουατ, Μάρσια Γκρίφιθς και τη γυναίκα του Μάρλεϊ, Ρίτα, ανέλαβε τα δευτερεύοντα (background) φωνητικά.
Το 1975 συντελέστηκε η διεθνής αναγνώριση του Μάρλεϊ, έξω από τα όρια της Τζαμάικας, με την επιτυχία του τραγουδιού "No Woman, No Cry" από το άλμπουμ Natty Dread. Ακολούθησε το ακόμα πιο επιτυχημένο άλμπουμ, Rastaman Vibration (1976), το οποίο παρέμεινε τέσσερις εβδομάδες στα Top10 στις ΗΠΑ.
Τον Δεκέμβριο του 1976 δύο μέρες πριν το Smile Jamaica, μια ελεύθερη συναυλία που οργάνωσε ο πρωθυπουργός της Τζαμάικας Μάικλ Μάνλεϊ για να κατευνάσει τα πνεύματα μεταξύ δύο πολιτικών παρατάξεων, ο Μάρλεϊ, η γυναίκα του και ο μάνατζέρ του Ντον Τέιλορ δέχτηκαν ένοπλη επίθεση από άγνωστο στο σπίτι των Μάρλεϊ. Ο Τέιλορ τραυματίστηκε στα πόδια και η γυναίκα του Μάρλεϊ, Ρίτα, στο κεφάλι σοβαρά, αργότερα ανάρρωσαν. Ο Μπομπ Μάρλεϊ τραυματίστηκε ελαφρώς στο στήθος και στο βραχίονα. Η επίθεση έγινε λόγω πολιτικής του ανάμιξης, επειδή πολλοί θεώρησαν ότι η συναυλία ήταν στην πραγματικότητα μια στρατηγική ανάκαμψης του Μάνλεϊ. Παρ' όλα αυτά, η συναυλία πραγματοποιήθηκε και τραυματισμένοι ο Μάρλεϊ, χωρίς την κιθάρα του, και η Ρίτα, με επιδέσμους στο κεφάλι, εμφανίστηκαν όπως είχε προγραμματιστεί.
Ο Μάρλεϊ, το 1976, άφησε την Τζαμάικα και εγκαταστάθηκε στην Αγγλία, όπου ηχογράφησε τα άλμπουμ Exodus και Kaya. Το Exodus έμεινε στα βρετανικά charts για 56 συνεχείς εβδομάδες. Συμπεριελάμβανε τέσσερα σινγκλ: "Exodus", "Waiting In Vain", "Jamming" και το "One Love", μια διασκευή του "People Get Ready" του Κέρτις Μέιφιλντ. Τότε ήταν που συνελήφθη με κατηγορίες για κατοχή μικρής ποσότητας κάνναβης ενώ ταξίδευε στο Λονδίνο.
Το 1978, ο Μάρλεϊ εμφανίστηκε σε άλλη μια πολιτική συναυλία στη Τζαμάικα, το One Love Peace Concert, σε μια ακόμη προσπάθεια να εξευμενίσει τις σχέσεις των μαχόμενων κομμάτων. Προς το τέλος την συναυλίας, μετά από παράκληση του Μάρλεϊ, ο Μάνλεϊ και ο πολιτικός του αντίπαλος, Έντουαρντ Σίγκα, ανέβηκαν και αντάλλαξαν χειραψία επάνω στη σκηνή.
Το Babylon by Bus, ένα διπλό live άλμπουμ με 13 τραγούδια, κυκλοφόρησε το 1978 με τις καλύτερες κριτικές. Ολόκληρο το άλμπουμ και συγκεκριμένα το τελευταίο τραγούδι "Jamming" με τις επευφημίες του κοινού, αποτύπωσε την ένταση των ζωντανών εμφανίσεων του Μάρλεϊ. Το Survival, ένα «ανυπάκουο» και πολιτικά φορτισμένο άλμπουμ, κυκλοφόρησε το 1979. Τραγούδια σαν τα "Zimbabwe", "Africa Unite", "Wake Up and Live" και "Survival" αντικατόπτριζαν την υποστήριξη του Μάρλεϊ στους αγώνες των Αφρικανών. Τις αρχές του 1980, κλήθηκε να εμφανιστεί στον εορτασμό τις 17ης Απριλίου, Μέρα Ανεξαρτησίας για τη Ζιμπάμπουε. Το Uprising (1980) ήταν το τελευταίο στούντιο άλμπουμ του Μπομπ Μάρλεϊ και ήταν μια από τις πιο θρησκευόμενες δημιουργίες του, συμπεριλαμβανομένων των "Redemption Song" και "Forever Loving Jah". Ήταν στο "Redemption Song" που ο Μάρλεϊ τραγούδησε τους φημισμένους στίχους:
Emancipate yourselves from mental slavery (Απελευθερώστε τον εαυτό σας από τη σκλαβιά του νου)
None but ourselves can free our minds… (Μόνο εμείς μπορούμε να αποδεσμεύσουμε το μυαλό μας...)
Το Confrontation (1983) κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του και περιείχε υλικό από ηχογραφήσεις κατά τη διάρκεια της ζωής του Μάρλεϊ, συμπεριλαμβάνοντας το "Buffalo Soldier" και νέες μίξεις παλιών σινγκλ που κυκλοφορούσαν μόνο στη Τζαμάικα.
Τον Ιούλιο του 1977 διαγνώστηκε κακόηθες μελάνωμα στα πόδια του Μάρλεϊ, για το οποίο πίστευε ο ίδιος ότι ήταν τραύμα από το ποδόσφαιρο. Αρνήθηκε τον ακρωτηριασμό, λέγοντας ότι η επέμβαση θα επηρέαζε τον χορό του και σύμφωνα με την πίστη των ρασταφαριανών πως το σώμα πρέπει να είναι «ολόκληρο»:
Rasta no abide amputation. I don't allow a man to be dismantled.
(Οι ρασταφαριανοί δεν κάνουν ακρωτηριασμούς. Δεν επιτρέπω σε κανένα να είναι διαμελισμένος)
—Από τη βιογραφία Catch a Fire
Ο Μάρλεϊ μάλλον έβλεπε τους γιατρούς σαν samfai (απατεώνες). Πιστός στις θρησκευτικές του απόψεις, απέρριψε κάθε χειρουργική πιθανότητα και έψαξε για εναλλακτικές λύσεις που δεν θα τις πρόδιδαν. Επίσης αρνήθηκε τη σύνταξη διαθήκης, βασιζόμενος στην άποψη των ρασταφαριανών ότι η συγγραφή διαθήκης είναι η αποδοχή του αναπόφευκτου θανάτου, αμελώντας την αιώνια ζωή ("everliving", κατά τους ρασταφαριανούς). Ωστόσο, μια γιατρός στο Μαϊάμι του είπε πως δεν ήταν αναγκαίος ο ακρωτηριασμός. Έτσι προχώρησαν στην αφαίρεση ενός μικρού κομματιού απ' το πόδι του.
Ο καρκίνος εξαπλώθηκε με μεταστάσεις στον εγκέφαλο, τους πνεύμονες, το ήπαρ (συκώτι) και στο στομάχι του Μάρλεϊ. Μετά την εμφάνισή του σε δύο σόου στο Madison Square Garden στα πλαίσια της φθινοπωρινής του περιοδείας (Uprising Tour), λιποθύμησε ενώ έκανε τζόγκινγκ στο Σέντραλ Παρκ της Νέα Υόρκης. Το υπόλοιπο της περιοδείας του ακυρώθηκε.
Ο Μπομπ Μάρλεϊ έκανε την τελευταία του συναυλία στο Stanley Theater στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνιας στις 23 Σεπτεμβρίου 1980. Η ζωντανή εκτέλεση του "Redemption Song" στο Songs of Freedom ηχογραφήθηκε σε εκείνο το σόου. Μετέπειτα ο Μάρλεϊ αναζήτησε βοήθεια από τον ειδικευμένο Γερμανό (από το Μόναχο) Γιόζεφ Ίσελς, αλλά ο καρκίνος είχε ήδη προχωρήσει στο τελικό του στάδιο.
Καθώς επέστρεφε από τη Γερμανία στο σπίτι του στη Τζαμάικα για τις τελευταίες του μέρες, ο Μάρλεϊ χρειάστηκε να προσγειωθεί στο Μαϊάμι για άμεση ιατρική περίθαλψη. Πέθανε στο νοσοκομείο Cedars of Lebanon στο Μαϊάμι της Φλόριντας το πρωί της 11ης Μαΐου 1981 σε ηλικία 36 χρονών. Η εξάπλωση του μελανώματος στους πνεύμονες και τον εγκέφαλό του προκάλεσε τον θάνατο. Τα τελευταία του λόγια στον γιο του Ζίγκι ήταν «Money can't buy life» («Τα λεφτά δεν αγοράζουν τη ζωή»). Έγινε δημόσια κηδεία στη Τζαμάικα, που συνδύαζε στοιχεία από την Αιθιοπική Ορθόδοξη Εκκλησία και την παράδοση του Ρασταφαριανισμού. Αποτεφρώθηκε κοντά στο πατρικό του μαζί με την κιθάρα του (Gibson Les Paul), μια ποδοσφαιρική μπάλα, ένα μεγάλο κλαδί κάνναβης, ένα δαχτυλίδι που φορούσε καθημερινά (δώρο του πρίγκιπα της Αιθιοπίας Άσφα Γουόσεν, μεγαλύτερου γιου του Χαϊλέ Σελασιέ Α΄) και μια Βίβλο. Ένα μήνα πριν από τον θάνατο του, έγινε μέλος του Τζαμαϊκανού Τιμητικού Τάγματος.
Η μουσική του Μπομπ Μάρλεϊ απέκτησε ολοένα και μεγαλύτερη δημοτικότητα μετά το θάνατό του. Παραμένει δημοφιλής και γνωστός ανά τον κόσμο, ιδιαιτέρως στην Αφρική. Ο Μάρλεϊ εντάχθηκε στο Rock and Roll Hall of Fame το 1994. Το περιοδικό Time επέλεξε το άλμπουμ Exodus ως το καλύτερο άλμπουμ του 20ού αιώνα.
Το 2001, το χρόνο που κέρδισε το Βραβείο Γκράμι για Συνολική Προσφορά, ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του, το Rebel Music, προτάθηκε για το καλύτερο Μουσικό Ντοκιμαντέρ στα Βραβεία Γκράμι. Με τη συμμετοχή της Ρίτας, των Wailers, των παιδιών, των ερωμένων του, αλλά και πολλές φορές με τα ίδια του τα λόγια γίνεται η εξιστόρηση της ζωής του.
Το 2004 μια επανεκτέλεση του "Three Little Birds" από τους Ζίγκι Μάρλεϊ και Σον Πολ χρησιμοποιήθηκε στην ταινία κινουμένων σχεδίων Ο καρχαριομάχος.
Το καλοκαίρι του 2006 στη Νέα Υόρκη μετονομάστηκε ένα τμήμα της οδού Church Avenue, από την Remsen Avenue μέχρι την East 98th Street στο Ιστ Φλάτμπους του Μπρούκλιν σε "Λεωφόρος Μπομπ Μάρλεϊ".
Το 2007 στη ταινία I Am Legend (Ζωντανός θρύλος) με πρωταγωνιστή τον Γουίλ Σμιθ που υποδύεται έναν επιζώντα από θανατηφόρο ιό που σχεδόν αφάνισε την ανθρωπότητα, ο χαρακτήρας του Γουίλ, δρ Ρόμπερτ Νέβιλ, κατονομάζει τον Μπομπ Μάρλεϊ ως την κύρια επιρροή στη φιλοσοφία της ζωής του. Ο σεβασμός του Νέβιλ προς τον Μάρλεϊ προέρχεται από την άποψη του πως τη βία και τον ρατσισμό μπορείς να τα πολεμήσεις με μουσική και αγάπη. Ο δρ Ρόμπερτ Νέβιλ τραγουδά τους στίχους του "Three Little Birds" και "I Shot The Sheriff" στην ταινία, ενδιάμεσα ακούγεται το "Stir It Up" ενώ το "Redemption Song" χρησιμοποιήθηκε στους τίτλους τέλους.
Η μητέρα του ανήκε στην Αιθιοπική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Μάρλεϊ έγινε μέλος του ρασταφαριανού κινήματος, η κουλτούρα του οποίου έχει αποτελέσει στοιχείο κλειδί για τη ρέγκε. Ανήκε στη ρασταφαριανή ομάδα Δώδεκα φυλές του Ισραήλ και ειδικότερα στη Φυλή του Ιωσήφ, όπου ανήκαν όσα μέλη είχαν γεννηθεί το μήνα Φεβρουάριο,[9] ενώ ο ίδιος έφερε το όνομα «Ιωσήφ» στα πλαίσια της ομάδας.[10][11] Ήταν ο πρώτος που κατάφερε να διαδώσει τη μουσική των ρασταφαριανών από τις κοινωνικά αποξενωμένες περιοχές της Τζαμάικας στη διεθνή μουσική σκηνή. Σήμερα χαρακτηρίζεται ως ένας "Ράστα" θρύλος. Υιοθέτησε χαρακτηριστικά των ρασταφαριανών όπως τα dreadlocks (είδος κόμμωσης), η χρήση κάνναβης σαν ιερό στοιχείο Θείας Ευχαριστίας και η διατροφή ital (από την αγγλική λέξη vital, φυσικές τροφές που δεν έχουν υποστεί χημική επεξεργασία), τα οποία έγιναν από τα τέλη της δεκαετίας του '60 αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητας του.
Πολλά τραγούδια του Μάρλεϊ κάνουν αναφορές στη Βίβλο, μερικές φορές μέσα από λογοπαίγνια που συγχώνευαν τον ακτιβισμό και τη θρησκεία, όπως το "Revolution" και "Reveletion":
It takes a revolution to make a solution... (Χρειάζεται επανάσταση για να βρεθεί λύση...)
Στις 4 Νοεμβρίου 1980, οκτώ περίπου μήνες πριν από τον θάνατό του και ενώ βρισκόταν στις ΗΠΑ, ο Μάρλεϊ βαπτίστηκε στην Αιθιοπική Ορθόδοξη Εκκλησία με το όνομα Μπερχανέ Σελασιέ (Berhane Selassie = "Φως της Τριάδας") από τον Αρχιεπίσκοπο της Αιθιοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Υποστηρίζεται ότι η μητέρα του, Σεντέλα Μπούκερ, τον πίεζε να βαπτιστεί, ενώ ο ίδιος αντιδρούσε, όντας μέλος των Δώδεκα Φυλών,[12] αλλά τελικά συμφώνησε υπό το φόβο του θανάτου και ως χάρη προς τη μητέρα του.[13] Σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο της Αιθιοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Αμπούνα Γιέσεχακ, ο Μάρλεϊ εκκλησιαζόταν και επιθυμούσε να βαπτιστεί για μεγάλο διάστημα πριν το κάνει τελικά.[14] Αρκετοί ρασταφαριανοί δυσαρεστήθηκαν με τη δημοσιοποίηση της βάπτισης, που επήλθε με την κηδεία του, ενώ μέλη των «Δώδεκα Φυλών» θεώρησαν τη βάπτισή του προδοσία κατά του κινήματος Ρασταφάρι.[15] Αντίθετα άλλοι συγγραφείς τη θεωρούν ως προσχώρηση σε ήδη υπάρχον κίνημα το οποίο διατηρούσε τις πολιτικές και κοινωνικές θέσεις και τα ιδιαίτερα πολιτιστικά χαρακηριστικά των Ράστα, ενώ παράλληλα τιμούσε τον αυτοκράτορα χωρίς να τον λατρεύει. Στο κίνημα αυτό ανήκαν και άλλα συγκροτήματα όπως οι Abyssinians, αλλά και τα περισσότερα μέλη της οικογένειας του Μάρλεϊ.[16]
Ο Μπομπ Μάρλεϊ απέκτησε 13 παιδιά: τρία με τη σύζυγό του Ρίτα, δύο υιοθετημένα από προηγούμενες σχέσεις της Ρίτα, και τα υπόλοιπα οχτώ με διαφορετικές γυναίκες. Τα παιδιά του με χρονολογική σειρά γέννησης είναι:
Άλμπουμ | Συγκρότημα | Κυκλοφορία | Δισκογραφική |
---|---|---|---|
The Wailing Wailers | The Wailers | 1965 | Studio One |
Soul Shakedown | Bob Marley & The Wailers | 1969 | |
The Best of the Wailers | The Wailers | 1970 | Beverley's |
Soul Rebels | Upsetter/Trojan Records | ||
Soul Revolution | 1971 | Upsetter/Trojan | |
Soul Revolution Part II | |||
Catch a Fire | 1973 | Island Records/Tuff Gong | |
African Herbsman | Upsetter/Trojan | ||
Burnin' | Island/Tuff Gong | ||
Rasta Revolution | Bob Marley & The Wailers | 1974 | Upsetter/Trojan |
Natty Dread | Island/Tuff Gong | ||
Rastaman Vibration | 1976 | ||
Exodus | 1977 | ||
Kaya | 1978 | ||
Survival | 1979 | ||
Uprising | 1980 | ||
Confrontation | 1983 |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.