From Wikipedia, the free encyclopedia
Ένα 'μετάλλιο' (αγγλ.: medallion) είναι ένα μικρό φορητό καλλιτεχνικό αντικείμενο, ένας λεπτός δίσκος, συνήθως από μέταλλο, που φέρει ένα σχέδιο, συχνά και στις δύο πλευρές. Τις περισσότερες φορές τα μετάλλια έχουν κάποιο είδος αναμνηστικού σκοπού, και πολλά από αυτά παρουσιάζονται ως βραβεία. Μπορεί να προορίζονται για να φοριούνται, να κρεμάζονται από ρούχα ή κοσμήματα με κάποιο τρόπο, αν και αυτό δεν ήταν πάντα η περίπτωση. Μπορεί να χτυπηθούν σαν ένα νόμισμα σε μήτρες, ή να χυτευτούν σε καλούπι.
Ένα μετάλλιο μπορεί να απονεμηθεί σε ένα πρόσωπο ή οργανισμό ως μορφή αναγνώρισης για αθλητικά, στρατιωτικά, επιστημονικά, πολιτιστικά, ακαδημαϊκά ή άλλα επιτεύγματα. Τα Στρατιωτικά βραβεία και οι διακρίσεις είναι πιο ακριβείς όροι για ορισμένους τύπους κρατικών παρασήμων. Τα μετάλλια μπορούν επίσης να δημιουργηθούν για πώληση για να τιμήσουν συγκεκριμένα άτομα ή γεγονότα, ή ως έργα καλλιτεχνικής έκφρασης με το δικό τους δικαίωμα. Στο παρελθόν, τα μετάλλια που παραγγέλθηκαν από ένα άτομο, συνήθως με την εικόνα του, χρησιμοποιήθηκαν συχνά ως μορφή διπλωματικού ή προσωπικού δώρου, χωρίς να έχει καμία έννοια ότι ήταν βραβείο για τη συμπεριφορά του αποδέκτη.
Ένας καλλιτέχνης που δημιουργεί το μετάλλιο ονομάζεται "χαράκτης μεταλλίων". Τα μετάλλια ήταν από καιρό δημοφιλή συλλεκτικά αντικείμενα, και στη Νομισματική σχηματίζουν μία ιδιαίτερη κλάση, που ονομάζεται μη νομισματικά (exonumia) ή στρατιωτικά (militaria) αντικείμενα.
Στην ορθή χρήση του όρου, τα μετάλλια είναι μεγαλύτερα, αρχίζοντας από περίπου 10 εκατ. σε μήκος, και ως τέτοια, είναι συνήθως πολύ μεγάλα για να φοριούνται άνετα, αν και στη συλλογική χρήση, το "μετάλλιο" χρησιμοποιείται συχνά για να αναφέρεται σε ένα μετάλλιο που κρέμεται σε ένα περιδέραιο (όπως τα μενταγιόν που ήταν μόδα τις δεκαετίες του 1960 και του 1970), ή για άλλους τύπους μετάλλων. Τα μετάλλια μπορεί επίσης να ονομάζονται "επιτραπέζια μετάλλια", επειδή είναι πολύ μεγάλα για να φοριούνται, έτσι τοποθετούνται σε έναν τοίχο, επάνω σε τραπέζι, σε γραφείο ή σε ερμάριο.
Οι νομισματολόγοι διαιρούν τα μετάλλια σε τουλάχιστον επτά κατηγορίες:
Η λέξη μετάλλιο απορρέει από τη μεσαιωνική γαλλική λέξη meddaille, αυτή από την Ιταλική medaglia, και τελικά από τη μετακλασική λατινική medalia, που σημαίνει ένα νόμισμα αξίας μισού δηναρίου. Η λέξη μετάλλιον (πρώτη φορά πιστοποιείται στα Αγγλικά το 1658) έχει την ίδια τελική προέλευση, αλλά αυτή τη φορά μέσω του ιταλικού medaglione, που σημαίνει "μεγάλο μετάλλιο". Όσον αφορά την ετυμολογία της λέξης medalia, υπάρχουν δύο θεωρίες: η πρώτη λέει ότι το κλασσικό λατινικό medalia προέρχεται από το επίθετο medialis, που σημαίνει "μεσαίος", "μέσον". Η δεύτερη θεωρία είναι ότι η λέξη medalia προήλθε από το λαϊκό λατινικό metallea (moneta), που σημαίνει "μεταλλικό (νόμισμα)" και αυτή από το λατινικό metallum, η οποία είναι η λατινοποίηση του Ελληνικού μέταλλον.[1][2]
Παραδοσιακά τα μετάλλια είναι χαραγμένα σε μήτρες από ανθεκτικό μεταλλικό δίσκο ή πλάκα, ή χυτευμένα σε μήτρες. Οι παραστάσεις, οι οποίες συνήθως περιλαμβάνουν γράμματα, είναι συνήθως σε χαμηλό ανάγλυφο, αν και συχνά υψηλότερα από τα νομίσματα: Τα μετάλλια περιορισμένης έκδοσης μπορεί να χτυπηθούν σε επαναλαμβανόμενες κρούσεις, που επιτρέπουν περισσότερη υποχώρηση του μετάλλου, από τα νομίσματα που παράγονται για μαζική κυκλοφορία σε μια μόνο κρούση. Τα κυκλικά μετάλλια είναι τα πιο συνηθισμένα, ενώ τα ορθογώνια μετάλλια συχνά είναι γνωστά ως πλακέτες και τα τετράγωνα μετάλλια ως klippe. Οι "διακοσμητικοί" τύποι μεταλλίων χρησιμοποιούν συχνά άλλα σχήματα, ειδικά σταυρό και αστέρια. Ειδικότερα, αυτά συνήθως συνοδεύονται από κρίκο ανάρτησης και φαρδιά έγχρωμη ταινία με καρφίτσα στην κορυφή, για να τοποθετηθούν στο ρούχο, στο ύψος του στήθους.
Η κύρια επιφάνεια ενός μετάλλου ονομάζεται εμπρόσθια όψη, και μπορεί να περιέχει ένα πορτρέτο, μια εικονογραφική σκηνή, ή άλλη εικόνα μαζί με μια επιγραφή. Η πίσω επιφάνεια (οπίσθια όψη) του μετάλλου δεν χρησιμοποιείται πάντα, και μπορεί να παραμείνει κενή, ή να περιέχει δευτερεύον σχεδιασμό. Δεν είναι ασυνήθιστο να βρείτε μόνο μια καλλιτεχνική εκδοχή στο μπροστινό μέρος, ενώ όλες οι λεπτομέρειες και άλλες πληροφορίες για το μετάλλιο είναι γραμμένες στο πίσω μέρος. Το πάχος χρησιμοποιείται μόνο περιστασιακά, για να εμφανίζεται μια επιγραφή όπως ένα ρητό, ένα προσωπικό σύμβολο, το σήμα του χαράκτη, ένα σημάδι δοκιμής, ή έναν αριθμό σειράς.
Τα μετάλλια που προορίζονται να κρεμαστούν από μια ταινία, περιλαμβάνουν επίσης μία μικρή οπή στην κορυφή, μέσα από την οποία περνά ένας δακτύλιος εξάρτησης. Μέσα από τον δακτύλιο, περνά ή διπλώνεται μία ταινία, έτσι ώστε το μετάλλιο να μπορεί να κρεμιέται. Τα μετάλλια που είναι για να καρφιτσώνονται στο στήθος, χρησιμοποιούν ένα μικρό κομμάτι ταινίας, που έχει στην κορυφή μία καρφίτσα. Οι καρφίτσες μπορεί να είναι κρυμμένες κάτω από την ταινία ώστε να μην είναι ορατές, δηλ. να είναι μια απλή συσκευή από την οποία η ταινία κρεμιέται, ή ακόμη και να είναι διακοσμητικές για να συμπληρώσουν το σχέδιο του μεταλλίου. Μερικές καρφίτσες είναι πολύπλοκες, και περιέχουν ένα ολόκληρο σχέδιο για τον εαυτό τους.
Ο ορείχαλκος είναι από παλιά το πιο κοινό υλικό, που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία μετάλλων, λόγω της φθηνής τιμής, της ανθεκτικότητας, της ευκολίας με την οποία δουλεύεται κατά τη χύτευση, και της ευρύτερης διαθεσιμότητας. Ωστόσο, χρησιμοποιήθηκε και ένα ευρύ φάσμα άλλων μέσων: χρησιμοποιήθηκαν ευγενή μέταλλα, όπως άργυρος, πλατίνα και χρυσός, όταν επιθυμούσαν να προσθέσουν αξία πέρα από την απλή καλλιτεχνική απεικόνιση, καθώς και συνηθισμένα μέταλλα και κράματα όπως χαλκό, μπρούντζο, σίδηρο, αλουμίνιο, μόλυβδο, ψευδάργυρο, νικέλιο και κράμα κασσιτέρου (pewter). Τα μετάλλια που κατασκευάζονται από φθηνό υλικό μπορεί να επιχρυσωθούν, να επαργυρωθούν, να σκαλιστούν (φουσκωθούν), ή να δουλευτεί η τελική επιφάνειά τους με διάφορους τρόπους, για να βελτιώσουν την εμφάνισή τους. Τα μετάλλια έχουν επίσης κατασκευαστεί από πέτρα, πετρώματα, Ελεφαντόδοντο, γυαλί, πορσελάνη, πηλό, άνθρακα, ξύλο, χαρτί, σμάλτο, λάκκα και πλαστικό.
Το πρώτο γνωστό παράδειγμα μεταλλίου που απονεμήθηκε, προέρχεται από τον ιστορικό Ιώσηπο, ο οποίος -γράφοντας πολύ μετά το γεγονός- αναφέρει ότι τον 2ο αι. π.Χ., ο αρχιερέας Ιωνάθαν ηγήθηκε Εβραίων για να βοηθήσει τον Αλέξανδρο Α΄ Βάλα, και ότι σε αντάλλαγμα αυτού, ο Αλέξανδος "...έστειλε στον Ιωνάθαν... τιμητικά βραβεία, όπως ένα χρυσό κουμπί, το οποίο είναι συνήθεια να δίνεται στους συγγενείς του βασιλιά". Οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες χρησιμοποιούσαν τα μετάλλια τόσο ως στρατιωτικά βραβεία, όσο και ως πολιτικά δώρα: αυτά ήταν σαν πολύ μεγάλα νομίσματα, συνήθως σε χρυσό ή άργυρο, και τα έφτιαχναν πεστά σε μήτρες, όπως τα νομίσματα.[3] Και αυτά και τα πραγματικά χρυσά νομίσματα συχνά φοριούνταν ως κοσμήματα και από τα δύο φύλα.
Ο βρακτεάτης είναι ένα είδος λεπτού χρυσού μετάλλου, συνήθως απλό στο πίσω μέρος του, που βρίσκεται στη Βόρεια Ευρώπη από την εποχή της "Σκοτεινής Εποχής" ή της Περιόδου της Μετανάστευσης. Συχνά έχουν θηλιές ανάρτησης και ήταν σαφώς σχεδιασμένα να φοριούνται σε αλυσίδα ως κοσμήματα. Αντιγράφουν, με απόσταση πάντως, Ρωμαϊκά αυτοκρατορικά νομίσματα και μετάλλια, και έχουν επάνω τους σχεδιασμένα κεφάλια θεών, ζώων ή άλλα σχέδια. Το μετάλλιο Λιούνταρντ, που παρήχθη γύρω στο 600 μ.Χ. στην Αγγλοσαξονική Αγγλία, είναι ένα μεμονωμένο παράδειγμα, γνωστό από ένα μόνο κομμάτι, ενός χριστιανικού μεταλλίου, με την επιγραφή "Liudhard" (Άγιος Λέταρντ), που είναι το όνομα του πρώτου ιερέα μεταξύ των Αγγλοσαξόνων. Αυτό πιθανότατα δόθηκε κατά τη βάπτιση. Το επιζόν δείγμα έχει δακτύλιο ανάρτησης, για να φορεθεί ως κόσμημα.
Στην Ευρώπη από τα τέλη του Μεσαίωνα, το μετάλλιο έγινε κοινό για τους βασιλείς, τους ευγενείς, και αργότερα για τους διανοούμενους, να αναθέτουν μετάλλια που δίδονταν απλά ως δώρα στους πολιτικούς συμμάχους τους, για να διατηρήσουν, ή για να κερδίσουν την υποστήριξη ενός ισχυρού ατόμου. Τα μετάλλια κατασκευάζονταν σε μια σειρά από μέταλλα, όπως χρυσό, άργυρο, χαλκό επαργυρωμένο, χαλκό, ή μόλυβδο, ανάλογα με την κατάσταση αυτού που το παράγγειλε. Συνήθως είχαν διάμετρο περίπου 7,5 εκατ. και συνήθως είχαν το κεφάλι του δωρητή στην εμπρός όψη, περιτριγυρισμένο από μια επιγραφή με το όνομα και τον τίτλο του, και στην πίσω όψη το έμβλημά του, με μία επιγραφή που είχε γραφτεί στην ακμή (το πάχος) του. Τέτοια μετάλλια συνήθως δεν προορίζονταν να φοριούνται, αν και μπορεί να είχαν αναρτηθεί ως μενταγιόν από μια αλυσίδα. Από τον 16ο αι. και μετά, μετάλλια κατασκευάζονταν τόσο από κυβερνήτες για προβολή, όσο και από ιδιωτικές επιχειρήσεις για πώληση, για να τιμήσουν συγκεκριμένα γεγονότα, συμπεριλαμβανομένων στρατιωτικών μαχών και νικών, και από αυτό προήλθε η πρακτική της απονομής στρατιωτικών παρασήμων ειδικά στους πολεμιστές, αν και αρχικά το έπαιρναν μόνο μερικοί από τους υψηλότερους αξιωματικούς.
Η μεσαιωνική αναβίωση φαίνεται να ξεκίνησε γύρω στο 1400 με τον Γάλλο Ιωάννη δούκα του Μπερί που αγαπούσε την πολυτέλεια, ο οποίος ανέθεσε μια σειρά από μεγάλου μεγέθους κλασικά μετάλλια, που πιθανότατα παράχθηκαν σε πολύ μικρούς αριθμούς, ή μια μοναδική ομάδα. Μόνο χάλκινα αντίγραφα από τα πρωτότυπα σε πολύτιμο μέταλλο επιβίωσαν, αν και είναι γνωστό ότι τουλάχιστον μερικά μετάλλια τοποθετούνταν μαζί με κοσμήματα, και αυτά μπορεί να έχουν φορεθεί σε μια αλυσίδα. Την ίδια περίοδο, το πρώτο γνωστό μετακλασικό μετάλλιο που τιμά μια νίκη, χτυπήθηκε για τον Φραντσέσκο Καρράρα (Νοβέλλο) με την ευκαιρία της κατάκτησης της Πάδουας το 1390. Ο Ιταλός καλλιτέχνης Πιζανέλλο, ο οποίος γενικά συμφωνείται ότι ήταν ο καλύτερος κατασκευαστής μεταλλίων της Αναγέννησης, ξεκίνησε το 1438 με ένα μετάλλιο, εορτάζοντας τη διάσημη επίσκεψη του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου στην Ιταλία. Αυτό είχε πιθανότατα εμπορικό σκοπό, αλλά τα μεταγενέστερα μετάλλια δόθηκαν κυρίως για διανομή ως δώρα από κυβερνήτες ή ευγενείς. Όπως σχεδόν όλα τα πρώτα μετάλλια της Αναγέννησης, ήταν χυτά αντί να είναι πεστά (με χτύπημα). Με κάθε διαδοχικό χτύπημα το μετάλλιο ελαττωνόταν ελαφρώς, και έτσι ο αριθμός, που μπορούσε να παραχθεί αυτό, πιθανότατα δεν ήταν μεγάλος. Μάλλον χρησιμοποιούνταν συχνά ένα "γυάλισμα" από μόλυβδο. Η σχέση μεταξύ μετάλλων και της κλασικής αναβίωσης άρχισε να παίρνει μια μάλλον διαφορετική μορφή, και η ανταλλαγή μεταλλίων συνδέθηκε με τον Ανθρωπισμό της Αναγέννησης. Οι πρίγκιπες έστελναν σε ανθρωπιστές συγγραφείς και μελετητές μετάλλια, σε αναγνώριση του έργου τους, και οι ανθρωπιστές άρχισαν να φτιάχνουν τα δικά τους μετάλλια, συνήθως από χαλκό, για να τα στείλουν στους πελάτες και τους ομοτίμους τους. [4] Η μόδα παρέμεινε περιορισμένη στην Ιταλία μέχρι το τέλος του 15ου αι., και μετά εξαπλώθηκε σε άλλες χώρες. Μέχρι τον 16ο αι. τα μετάλλια παράγονταν όλο και περισσότερο από κυβερνήτες ή πόλεις για σκοπούς προπαγάνδας. [5] Το 1550 εισήχθη στην Άουγκσμπουργκ της Γερμανίας ένας μηχανισμός σφράγισης με μήτρα, που χρησιμοποιούσε μήτρες από χάλυβα, και σύντομα αυτή η διαδικασία έγινε πρότυπη. Ο καλλιτέχνης τώρα χάρασσε ένα κοίλο σκάλισμα (intaglio), αντί ενός αναγλύφου (relief).[6]
Μέχρι τον 16ο αι. το να φέρεις ένα μικρό μετάλλιο (μενταγιόν) σε μια αλυσίδα ήταν μια επίμονη μόδα για τα δύο φύλα, και μια ποικιλία μεταλλίων παράγονταν εμπορικά για τον σκοπό αυτόν: να τιμηθούν πρόσωπα ή γεγονότα, ή έτσι απλά, χωρίς αναμνηστικό σκοπό. Οι Γερμανοί καλλιτέχνες είχαν παράγει μετάλλια υψηλής ποιότητας από την αρχή του αιώνα, ενώ οι Γάλλοι και οι Βρετανοί αργότερα, παρήγαγαν εξαιρετικά έργα. Τελικά στα τέλη του 17ου αι. τα περισσότερα μέρη της Δυτικής Ευρώπης μπορούσαν να παράγουν ποιοτικά κομμάτια. Συλλέγονταν επίσης μετάλλια, πράγμα που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τα επίσημα μετάλλια, από τα οποία προέρχονταν τα εξειδικευμένα στρατιωτικά παράσημα, παράγονταν όλο και περισσότερο, αλλά η πραγματική ανάπτυξη των στρατιωτικών διακρίσεων ήρθε τον 19ο αι.
Στην Ανατολή, μια μεγάλη ποικιλία μεταλλίων και διακρίσεων έχουν δοθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία από τον 18ο αι.[7]
Τα μετάλλια αφοσίωσης έγιναν πολύ δημοφιλή στις καθολικές χώρες. Πολύ διάσημο είναι το θαυματουργό μετάλλιο, ο σχεδιασμός του οποίου δημιουργήθηκε με βάση τις εμφανίσεις της Παναγίας Μαρίας στην αγία Κατρίν Λαμπουρέ στο Παρίσι. Το 1832, κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας, διανεμήθηκαν τα πρώτα μετάλλια, στα οποία αποδόθηκαν πολλές θεραπείες και μεταστροφές, έτσι έλαβαν το όνομα θαυματουργά μετάλλια και διανεμήθηκαν σε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλον τον κόσμο. [8]
Κατά τη διάρκεια της Μεταρρύθμισης υπήρχε επίσης μια ισχυρή παράδοση των Προτεσταντικών μεταλλίων, πιο πολεμικών από τα θρησκευτικά, τα οποία συνεχίστηκαν με τα μετάλλια geuzen (χέουζεν, "αυτών που ζητούν" την ανεξαρτησία, των ευγενών), που παράχθηκαν κατά την Εξέγερση των Κάτω Χωρών.
Οι στρατιωτικές διακρίσεις, τα βραβεία και τα μετάλλια συχνά συγχέονται μεταξύ τους. Ο όρος διάκριση είναι ένας όρος για βραβεία, που απαιτούν συγκεκριμένες πράξεις ηρωισμού ή επιτυχίας (όπως ο "Βρετανικός Σταυρός της Βικτωρίας" ή ο "Αμερικανικός Αργυρός Αστέρας"), ενώ ένα βραβείο υπηρεσίας ή μετάλλιο εκστρατείας απονέμεται για την υπηρεσία σε μια συγκεκριμένη ιδιότητα σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο και χρονικό πλαίσιο (όπως το "μετάλλιο εκστρατείας στο Ιράκ"). Σε κάθε περίπτωση, ένα βραβείο ή μια διάκριση μπορεί να παρασχεθεί ως μετάλλιο.
Η Ρωμαϊκή Δημοκρατία είχε υιοθετήσει ένα περίτεχνο σύστημα στρατιωτικών βραβείων, που περιελάμβανε μετάλλια που ονομάζονταν φαλεραί (phalerae) για να απονέμονται σε στρατιωτικούς και μονάδες για διάφορα επιτεύγματα. Η πρακτική αναβίωσε στην Πρώιμη Σύγχρονη Περίοδο και τα μετάλλια άρχισαν να φοριούνται στο στήθος, ως μέρος της τυποποιημένης στρατιωτικής στολής. Το Ηπειρωτικό Συνέδριο των Ηνωμένων Πολιτειών απονέμει το "Μετάλλιο της Ακεραιότητας" ήδη από το 1780, σε τρεις συγκεκριμένους άνδρες για ένα συγκεκριμένο περιστατικό, ως εφάπαξ βραβείο, το οποίο ήταν χαρακτηριστικό των πρώιμων στρατιωτικών διακρίσεων. Το 1782 ιδρύθηκε το "Στρατιωτικό Σήμα Αξίας", και χορηγείται κυρίως σε μη αξιωματικούς. Η Λεγεώνα της Τιμής που θεσπίστηκε από τον Ναπολέοντα Α΄ το 1802, είχε μερικά από τα χαρακτηριστικά των παλαιών στρατιωτικών ταγμάτων, αλλά προοριζόταν να είναι πολύ πιο περιεκτική, και απένειμε διακρίσεις σε στρατιώτες για γενναιότητα ή εξαιρετική υπηρεσία. Άλλες χώρες ακολούθησαν με διακρίσεις, όπως το "Χρυσό Μετάλλιο του Βρετανικού Στρατού" από το 1810, αν και αυτό διδόταν μόνο σε ανώτερους αξιωματικούς, και ο "Πρωσικός Σιδηρούς Σταυρός" από το 1813. Τα μετάλλια δεν απονέμονταν σε όλους τους μαχητές σε έναν πόλεμο ή σε μία μάχη μέχρι τον 19ο αι., ώσπου το "Μετάλλιο του Βατερλώ" ήταν το πρώτο βρετανικό μετάλλιο, που δόθηκε σε όλους τους παρόντες στη μάχη του Βατερλώ και σε όλες τις συναφείς ενέργειες το 1815. Μέχρι τα μέσα του 19ου αι., ο αριθμός των βραβείων που χρησιμοποιούνταν είχε επεκταθεί σημαντικά στις περισσότερες χώρες κοντά στα σύγχρονα επίπεδα.
Ένα παράσημο (order) τείνει να είναι πιο περίπλοκο από τις στρατιωτικές διακρίσεις, συνήθως απονέμεται για διακεκριμένες υπηρεσίες στο έθνος ή για τη γενική προσφορά στην ανθρωπότητα. Τα παράσημα διακρίνονται από άλλες μορφές διακρίσεων, διότι συχνά συνεπάγονται την ένταξη σε μια οργάνωση ή ένωση, με άλλους που έχουν λάβει το ίδιο βραβείο. Δύο από τα πιο γνωστά και κοινώς απονεμημένα παράσημα είναι η "Λεγεώνα της Τιμής" της Γαλλίας (στρατιωτική και πολιτική), και το πολιτικό "Παράσημο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας". Η πρακτική της απονομής παρασήμων προέρχεται από τις μεσαιωνικές αδελφότητες ιπποτισμού, μερικές από τις οποίες εξακολουθούν να υπάρχουν και ακόμη απονέμουν. Ενώ τα περισσότερα σύγχρονα παράσημα δεν έχουν ρίζες στον ιπποσύνη, εξακολουθούν να φέρουν τους όρους των ιστορικών τους προτύπων, και όροι όπως ιππότης, διοικητής, αξιωματικός, μέλη, κλπ. βρίσκονται ακόμη ως βαθμοί. Ένα στρατιωτικό παράσημο μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα μετάλλιο ως σήμα του, ωστόσο, τα περισσότερα τείνουν να έχουν ένα μοναδικό σήμα ή ένα είδος πλάκας, που έχει σχεδιαστεί ειδικά για ένα έμβλημα.
Το "Μετάλλιο της Τιμής" είναι η υψηλότερη στρατιωτική διάκριση που απονέμεται από την Κυβέρνηση των ΗΠΑ, και είναι ένα παράδειγμα μιας διάκρισης που έχει ως πρότυπο το στρατιωτικό παράσημο, παρόλο που δεν ορίζεται ρητά αυτό (Η Λεγεώνα της Αξίας υπηρετεί ξεκάθαρα αυτόν τον σκοπό, και σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη στρατιωτική διάκριση των ΗΠΑ, έχει τάξεις). Το "Μετάλλιο της Τιμής" απονέμεται σε ένα μέλος των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ που διακρίθηκε "εμφανώς από γενναιότητα και τόλμη, με κίνδυνο της ζωής του πάνω και πέρα από την κλήση του καθήκοντος, ενώ ενεπλάκη σε μια δράση εναντίον ενός εχθρού των Ηνωμένων Εθνών".[9] Κάθε ένα από τα τρία τμήματα των αμερικανικών ένοπλών δυνάμεων έχει μια μοναδική εικόνα, που εμφανίζεται σε ένα μετάλλιο, το οποίο με τη σειρά του εμφανίζεται με ένα αστεροειδές εραλδικό σήμα: το μετάλλιο του Στρατού Ξηράς των ΗΠΑ απεικονίζει το κεφάλι της Αθηνάς, το μετάλλιο της Ναυτικού των ΗΠΑ δείχνει μια σκηνή όπου η Αθηνά μάχεται με τη Διαφωνία, και η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ παρουσιάζει το Άγαλμα της Ελευθερίας επάνω στο μετάλλιο.
Οι στρατιωτικές διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων μεταλλίων και παρασήμων, συνήθως απονέμονται στον αποδέκτη σε επίσημη τελετή. Τα μετάλλια συνήθως φοριούνται σε πιο επίσημες περιπτώσεις και εξαρτώνται από μια ταινία με τα χρώματα του μεταλλίου στο αριστερό στήθος, ενώ η αντίστοιχη εμβολή πρέπει να φοριέται σε κοινά γεγονότα, όπου τα μετάλλια θα ήταν ακατάλληλα ή μη πρακτικά στο να φορεθούν.
Το μετάλλιο είναι μια ασαφής λέξη, που χρησιμοποιείται συχνά για μεγαλύτερα, συνήθως κυκλικά, μετάλλια, τα οποία μπορεί να φορεθούν γύρω από το λαιμό. Είναι ο σωστός όρος για τέτοια μετάλλια από την ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που συνήθως διανέμονταν από τον Αυτοκράτορα και έφεραν την εικόνα του, αλλά σε μεταγενέστερες περιόδους τα μεγαλύτερα μετάλλια ονομάζονται καλύτερα απλώς ως μετάλλια.
Γενικά, τα κυκλικά μετάλλια τραπεζών εκδίδονται για καλλιτεχνικούς, επετειακούς ή αναμνηστικούς σκοπούς, όχι για εμπορικό σκοπό, και είναι πολύ μεγάλα για να φοριούνται με αποδεκτό τρόπο. Τα σήματα (tokens) και τα επιτραπέζια μετάλλια με εμφάνιση σαν νόμισμα, αποτελούν μέρος της υποκατηγορίας μη νομισματικά (exonumia) της Νομισματολογίας, ενώ τα παράσημα ταγμάτων, οι διακρίσεις και τα παράσημα θεωρούνται στρατιωτικά εμβλήματα (militaria, για στρατιωτικά θέματα). Το Ίδρυμα Νόμπελ, ο οργανισμός που απονέμει το διάσημο Βραβείο Νόμπελ, δίνει σε κάθε νικητή "ένα ποσό για το βραβείο, ένα δίπλωμα, και ένα χρυσό μετάλλιο"... Αυτό το μετάλλιο τοποθετείται σε κάδρο, επάνω σε ένα τραπέζι, σε έναν τοίχο ή σε ένα έπιπλο, αντί να το φορά ο νικητής.
Το Ίδρυμα Carnegie Hero Foundation είναι ο εκδότης ενός μεταλλίου γενναιότητας, που συνήθως δίδεται στις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό το μεγάλο επιτραπέζιο μετάλλιο από χαλκό έχει την εικόνα του Άντριου Κάρνεγκι στο εμπρός μέρος, και το όνομα τού βραβευμένου με την επίτευξή του χαραγμένα στο πίσω μέρος. Συνήθως εκδίδεται για περιστατικά όπου έχουν σωθεί ζωές. Στον Στρατό των ΗΠΑ, τα αριστεία και οι διαμνημονεύσεις είναι ένα είδος σχετικά μη επίσημου μεταλλίων, που δίνονται για να ενισχύσουν το ηθικό, και μερικές φορές για να επιβεβαιώσουν την προαγωγή στον επόμενο βαθμό για τα μέλη της μονάδας.
Επίσης με τα μετάλλια σχετίζονται οι πλάκες και οι πλακέτες, οι οποίες μπορεί να είναι επετειακές, αλλά ειδικά στις περιόδους της Αναγέννησης και του Μανιερισμού συχνά γίνονταν για καθαρά διακοσμητικούς σκοπούς, και ήταν συχνά γεμάτες σκηνές με θρησκευτικά, ιστορικά ή μυθολογικά θέματα. Ενώ συνήθως είναι μεταλλικά, τα επιτραπέζια μετάλλια έχουν εκδοθεί και σε ξύλο, πλαστικό, ίνες και άλλες συνθέσεις. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ απονέμει χρυσά μετάλλια σε σημαντικές περιπτώσεις, με τα χάλκινα αντίτυπα να είναι διαθέσιμα για δημόσια πώληση.
Μεταξύ των πολλών αδελφοτήτων που φορούν τελετουργικά ενδύματα, η χρήση μεταλλίων είναι συνηθισμένη. Σε πολλές εξέχουσες οργανώσεις αδελφοτήτων, τα μετάλλια των μελών είναι γνωστά ως κοσμήματα (jewels). Ο σκοπός τους ποικίλλει και μπορεί να περιλαμβάνει τη χρήση του ως σήμα ένταξης, ένδειξη βαθμού, σύμβολο αξιώματος εντός της αδελφότητας ή ένδειξη της υποστήριξης που έχει δοθεί για έναν καθορισμένο φιλανθρωπικό σκοπό (τα λεγόμενα φιλανθρωπικά κοσμήματα). Οι κοινές κοσμικές αδελφότητες που χρησιμοποιούν κοσμήματα (μετάλλια) στον αγγλόφωνο κόσμο περιλαμβάνουν τους Ελευθεροτέκτονες, το Τάγμα της Οράγγης, το "Βασιλικό Προκατακλυσμιαίο Τάγμα των Μπούφαλο" και τους "Αταίριαστους Συναδέλφους" (Oddfellows). Υπάρχουν επίσης θρησκευτικές οργανώσεις αδελφοτήτων, που συνδέονται με ορισμένα χριστιανικά δόγματα (για παράδειγμα, η "Αλυσιδωτή Ένωση" [Catenian Association]), που επίσης χρησιμοποιούν μετάλλια ως κοσμήματα των ταγμάτων τους. Πολλές από αυτές τις οργανώσεις διαφημίζουν κοσμήματα (μετάλλια) για πώληση στους εταιρικούς τους ιστοτόπους.
Τα κοσμήματα αδελφοτήτων μπορούν να φοριούνται όπως τα στρατιωτικά παράσημα, με ταινία, στο αριστερό στήθος ή πιο εμφανώς σε σειρά ως μέρος των διακρίσεων του οργανισμού. Ιστορικά παραδείγματα τέτοιων μετάλλων και κοσμημάτων μπορούν να βρεθούν σε πολλά μουσεία, ιδιαίτερα μουσεία αφιερωμένα σε οργανώσεις αδελφοτήτων.
Υπάρχει εκτεταμένο εμπόριο κοσμημάτων αδελφοτήτων και μετάλλων, με συλλόγους και ενώσεις να υπάρχουν για την προώθηση τέτοιου εμπορίου, και να ενθαρρύνουν την ανταλλαγή τέτοιων αντικειμένων, και διαδικτυακών τόπων που είναι διαθέσιμοι για την υποστήριξη αυτής της ασχολίας (hobby).
Παραδοσιακά τα μετάλλια κατασκευάζονται από τα παρακάτω μέταλλα, (η σειρά είναι από το πιο πολύτιμο προς το λιγότερο πολύτιμο):
Τα μετάλλια κατασκευάζονται με διαφορετικά μέταλλα, ώστε να αντιπροσωπεύουν βραβεία για διαφορετικές θέσεις σε έναν αγώνα, ή κατηγορίες, όπως με τα Ολυμπιακά μετάλλια, ή απλά διαφορετικά επίπεδα τιμής για μετάλλια που γίνονται για πώληση ή δωρεά από αυτόν που τα παρήγγειλε. Τα μετάλλια έχουν ιστορικά δοθεί ως βραβεία σε διάφορους τύπους συναγωνιστικών δραστηριοτήτων, ειδικά αθλητισμού. Τα χρυσά, αργυρά και χάλκινα Ολυμπιακά μετάλλια για την πρώτη, δεύτερη και τρίτη θέση αντίστοιχα χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στους Γ΄ Ολυμπιακούς του 1904 στο Σαιντ-Λόυις των ΗΠΑ. Στους Α΄ Αγώνες του 1896 στην Αθήνα, το αργυρό απονέμετο στους νικητές και το χάλκινο σε αυτούς στη δεύτερη θέση, ενώ στους Β΄ Ολυμπιακούς το 1900 στο Παρίσι δόθηκαν άλλα βραβεία, όχι μετάλλια. Τα μετάλλια για τους Λ΄ Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012 στο Λονδίνο ήταν τα μεγαλύτερα που υπήρξαν, αντανακλώντας την τάση για αύξηση του μεγέθους των Ολυμπιακών μεταλλίων.
Ο πρώτος γνωστός μεγάλος καλλιτέχνης που δημιούργησε μετάλλια, ήταν ο Ιταλός ζωγράφος Αντόνιο Πιζάνο, γνωστός και ως Πιζανέλλο, ο οποίος σχεδίασε και χύτευσε μια σειρά από μετάλλια πορτρέτων πριγκίπων και μελετητών στη δεκαετία του 1440. Πολλοί άλλοι καλλιτέχνες ακολούθησαν το παράδειγμά του, σε μέρη όπως η Ιταλία, οι Κάτω Χώρες, η Γερμανία και η Γαλλία. Τον 17ο αι. τα μετάλλια χρησιμοποιήθηκαν ευρέως για να τιμούν γεγονότα και να δοξάζουν τους ηγεμόνες. Τον 18ο αι. τα βραβεία με μετάλλια έγιναν κάτι σύνηθες. Τον 19ο αι. ο αριθμός των μεταλλίων τέχνης εξερράγη: ήταν πολύ δημοφιλή. Στις αρχές του προαναφερθέντος αιώνα ο Νταβίντ ντ'Ανζέρ δημιούργησε μια μεγάλη σειρά μεταλλίων με πορτρέτα διάσημων της εποχής του, και στο δεύτερο μισό του αιώνα οι Ζυλ-Κλαιμάν Σαπλαίν και Λουί-Οσκάρ Ροτί ήταν -μεταξύ πολλών- πολύ αναγνωρισμένοι χαράκτες μεταλλίων. Στις αρχές του 20ού αι. η χρήση των μεταλλίων τέχνης άκμασε, ιδιαίτερα στη Γαλλία, την Ιταλία και το Βέλγιο, ενώ αργότερα στον αιώνα η Τσεχοσλοβακία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Αγγλία παρήγαγαν πολύ υψηλής ποιότητας έργα.
Μετάλλιο για την Αποικιακή Έκθεση του 1896, από τον Λουί-Οσκάρ Ροτί. |
Μετάλλιο για την Παγκόσμια Έκθεση του 1900, από τον Ζυλ-Κλεμάν Σαπλαίν. |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.