From Wikipedia, the free encyclopedia
Η κόκκινη αλεπού (Vulpes vulpes) είναι ανώτερο θηλαστικό, που ανήκει στην οικογένεια Κυνίδες. Είναι το πιο γνωστό και αναγνωρίσιμο είδος αλεπούς, όπως επίσης και το είδος αλεπούς με την μεγαλύτερη γεωγραφική εξάπλωση παγκοσμίως και σε πολλές περιοχές της υφηλίου αναφέρεται απλώς ως «η αλεπού». Επί του παρόντος, έχουν αναγνωριστεί 45 υποείδη[1] κόκκινων αλεπούδων, τα οποία διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τις μεγάλων διαστάσεων κόκκινες αλεπούδες των βορειότερων χωρών και τις κάπως μικρότερες και πιο πρωτόγονες της Ασίας, της βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Το 2010, ανακαλύφθηκε ακόμα ένα πιθανό υποείδος στην Κοιλάδα του Σακραμέντο, στην Καλιφόρνια.[2]
Κόκκινη αλεπού Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων: 0.7–0Ma ↓ | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Vulpes vulpes (Αλώπηξ η γνήσια) L. | ||||||||||||||
Κατανομή της κόκκινης αλεπούς (πράσινο - ιθαγενής, μπλε - επιγενής, πορτοκαλί - αβέβαιη παρουσία). | ||||||||||||||
Όπως και με όλα τα είδη των αλεπούδων, εξωτερικά μοιάζει λίγο με τον σκύλο, αλλά η ουρά της είναι πολύ πιο φουντωτή και το τρίχωμά της πιο πυκνό, ενώ και το ρύγχος της πιο μακρόστενο.
Η κόκκινη αλεπού είναι το μεγαλύτερο σε διαστάσεις είδος ανάμεσα σε όλα τα είδη αλεπούδων, με βάρος που κυμαίνεται μεταξύ 2 και 10 κιλών, ανάλογα με την περιοχή, ενώ οι μεγαλύτερες που έχουν βρεθεί έχουν φτάσει ακόμα και τα 12 κιλά. Το μήκος του σώματός της (εκτός της ουράς) κυμαίνεται ανάμεσα στα 45 και τα 90 εκατοστά, ενώ το μήκος της ουράς της κυμαίνεται ανάμεσα στα 30 και τα 55,5 εκατοστά.
Η ουρά της είναι έντονα φουντωτή και, λόγω του μεγάλου μήκους της, φτάνει το 70% του συνολικού μήκους σώματος και κεφαλής,[3] με αποτέλεσμα να αγγίζει το έδαφος ακόμα και όταν η αλεπού δεν είναι καθιστή. Χρησιμοποιείται για μόνωση και ως ένα μαλακό μαξιλάρι όταν ξαπλώνει, καθώς και ως εργαλείο για την επικοινωνία. Προσφέρει, επίσης, ισορροπία για μεγάλα άλματα και σύνθετες κινήσεις, καθώς τα πόδια της είναι κοντά και λεπτά και έτσι η ουρά της χρησιμεύει και σαν μέσο ισορροπίας (σαν ένα πέμπτο πόδι). Η ιδιαίτερα ξεχωριστή λευκή άκρη της ουράς της, γνωστή και ως «ετικέτα», χρησιμοποιείται ως σήμα κατατεθέν για τη διάκριση της κόκκινης αλεπούς από άλλα σαρκοφάγα.
Αν και τα πόδια της κόκκινης αλεπούς, όπως προαναφέρθηκε, είναι κοντά και λεπτά, ωστόσο είναι εξαιρετικά δυνατά και ευκίνητα, επιτρέποντάς της να αναπτύξει ταχύτητα 50 km/h (31 mph), αν και ορισμένα υποείδη έχουν καταφέρει έως και 72 km/h (45 mph), ικανότητα πολύτιμη όταν κυνηγάει τη λεία της. Επίσης, είναι ικανή να υπερπηδάει εμπόδια ύψους άνω των 2 μέτρων, καθώς και να επιπλέει, έχοντας μεγάλη ικανότητα στην κολύμβηση.
Όπως υποδηλώνει και η ονομασία του είδους, το τρίχωμά της είναι κοκκινωπό, με αποχρώσεις που κυμαίνονται ανάμεσα στο καφεκόκκινο και στο «κεραμιδί». Το άκρο της ουράς της, όπως προαναφέρθηκε, είναι πάντα λευκό[4] και, επιπλέον, το πίσω μέρος των αυτιών της και το μπροστινό κάτω μέρος των ποδιών της είναι μαυριδερά.
Υπάρχουν πάντως αρκετές χρωματικές ποικιλίες της κόκκινης αλεπούς, με ενδιαφέρουσες παραλλαγές στο χρώμα του τριχώματος. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή μπορεί να θεωρηθεί μία ποικιλία με μεγάλη ποσότητα μελανίνης και μαύρο χρώμα κατά βάση, μαζί και με ποικιλόχρωμες ασημί αποχρώσεις, οι οποίες καλύπτουν το 25 - 100% της επιφάνειάς της. Είναι γνωστή ως η «Ασημένια αλεπού» (Silver fox) ή Ασημότριχη αλεπού και έχει υποβληθεί σε επίσημο πρόγραμμα εξημέρωσης, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες έχει γνωρίσει απήχηση ως κατοικίδιο σε κάποια κράτη.
Κατά το φθινόπωρο και τον χειμώνα, το τρίχωμα της κόκκινης αλεπούς γίνεται πιο πυκνό και πιο ανοιχτόχρωμο, πλησιάζοντας το πρότυπο της Αρκτικής αλεπούς. Αναπτύσσει έτσι την λεγόμενη «χειμερινή γούνα», η οποία λειτουργεί σαν μονωτικό ενάντια στο ψύχος. Στις αρχές της άνοιξης, το επιπλέον αυτό τρίχωμα αρχίζει να πέφτει και έως το καλοκαίρι επανέρχεται στο κανονικό, που διαρκεί για όλη την θερμή περίοδο.
Η κόκκινη αλεπού είναι μακράν το είδος με την μεγαλύτερη γεωγραφική εξάπλωση από όλα τα άλλα είδη αλεπούδων. Ζει στην Ευρώπη, την Ασία, μία στενή λωρίδα της βόρειας Αφρικής, την Βόρεια Αμερική (εισήχθη από το Ηνωμένο Βασίλειο στις ανατολικές ΗΠΑ στα μέσα του 18ου αιώνα και εξαπλώθηκε δυτικότερα), ενώ το 1855 εισήχθη και στην Αυστραλία. Μάλιστα συναντάται ακόμα και στην αλπική τούντρα που βρίσκεται στο οροπέδιο του Θιβέτ.
Είναι επιπλέον ικανή να συμβιώνει και με πιο τοπικά είδη αλεπούδων, όπως η Αρκτική αλεπού, στο ίδιο οικοσύστημα. Επίσης, σε αντίθεση με τα περισσότερα από τα άλλα είδη αλεπούδων, έχει ταξινομηθεί επίσημα στην κατώτατη βαθμίδα κινδύνου, Είδος Ελαχίστης Ανησυχίας, καθώς δεν είναι σε κανένα μέρος απειλούμενο με αφανισμό είδος - αντιστρόφως μάλιστα, η εκπληκτική της προσαρμοστικότητα έχει οδηγήσει πολλά άλλα λιγότερο ικανά είδη σε κίνδυνο εξαφάνισης ή και εξαφάνιση.
Μερικές φορές μπορεί να θεαθεί και την ημέρα, ακόμα και σε κέντρα χωριών ή κωμοπόλεων ή ακόμα και πόλεων, αλλά κυκλοφορεί περισσότερο την νύχτα για να βρει την τροφή της. Σκάβει λαγούμια ή χρησιμοποιεί άλλων ζώων και έχει την χαρακτηριστική συνήθεια να θάβει υπολείμματα τροφής όταν έχει περίσσευμα, για να τα φάει αργότερα.
Είναι παμφάγο ζώο και τρέφεται με πολλά είδη τροφής, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Κυρίως προτιμά καρπούς ή άλλες φυτικές τροφές, ενώ τρέφεται και με ποντίκια και γενικώς τρωκτικά που μοιάζουν με ποντίκια και γι' αυτό θεωρείται ευεργετική σε περιοχές με αρουραίους. Επίσης, είναι και πολύτιμος σύμμαχος για τους καλλιεργητές, καθώς συμβάλλει στον περιορισμό των ζημιών από τα ποντίκια. Μάλιστα έχει υπολογιστεί ότι η κάθε κόκκινη αλεπού καταναλώνει κάθε χρόνο από 6.000 έως 10.000 αρουραίους, ποντίκια και τυφλοπόντικες.
Συχνά τρώει και κουνέλια, λαγούς και πτηνά, καθώς επίσης και ασπόνδυλα ζώα (έντομα κλπ.), ενώ πολλές φορές καταστρέφει τα κονικλοτροφεία (κουνελοτροφεία) και τα κοτέτσια των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται εχθρικά από τους κτηνοτρόφους και τους πτηνοτρόφους.
Ωστόσο, αυτή η λαϊκή εντύπωση είναι μάλλον υπερβολική, καθώς σύμφωνα με σχετικές μελέτες, η διατροφής της κόκκινης αλεπούς αποτελείται:
Κατά καιρούς τα ποσοστά αυτά παρουσιάζουν διακυμάνσεις. Για παράδειγμα, σε κάποιες εποχές του έτους με έλλειψη θηραμάτων, τα σκουλήκια μπορεί να φτάσουν να καλύπτουν ακόμα και άνω του 60% των θερμιδικών απαιτήσεων της κόκκινης αλεπούς.
Είναι ιδιαίτερα επιδέξια κυνηγός: συλλαμβάνει τη λεία της στήνοντας καρτέρι σε επιλεγμένο σημείο ή με προσέγγιση, δηλαδή τρέχοντας σχεδόν παράλληλα μαζί με μία ομόφυλό της, οπότε η μία αλεπού κυνηγάει το θήραμα, ενώ η άλλη παραμονεύει το ζώο για να το αρπάξει σε κάποιο επιλεγμένο κατάλληλο πέρασμα.
Η περίοδος αναπαραγωγής της κόκκινης αλεπούς ποικίλλει ευρέως, λόγω της τεράστιας γεωγραφικής εξάπλωσης του είδους:
Οι θηλυκές αλεπούδες έχουν μία φορά ανά έτος ορμονική περίοδο, διάρκειας μεταξύ 1 και 6 ημερών, ενώ η ωορρηξία είναι αυθόρμητη. Παρά το γεγονός ότι μία θηλυκή μπορεί να ζευγαρώσει με πολλά αρσενικά (που πολεμούν μεταξύ τους για να κατακτήσουν αυτό το δικαίωμα), τελικώς καταλήγει στη δημιουργία αναπαραγωγικής σχέσης με ένα μόνο. Η κύηση διαρκεί 49 έως 56 ημέρες, αλλά είναι συνήθως 51 με 53 ημέρες.
Τα αρσενικά εφοδιάζουν με τρόφιμα τα θηλυκά μέχρι και λίγο μετά την γέννα και τελικώς αφήνουν μόνο του το θηλυκό με τα νεογέννητα μέσα σε ένα «μητρικό κρησφύγετο». Κατά μέσο όρο γεννιούνται 5 μικρά και τις πλέον ευνοϊκές χρονιές έως και 10, αλλά σπανιότατα έχει συμβεί να γεννηθούν ακόμα και 13. Τα μικρά γεννιούνται τυφλά και γκρίζα, και ζυγίζουν το πολύ 150 γραμμάρια. Τα μάτια τους γίνονται πλέον ανοιχτά μετά από δύο εβδομάδες και τα μικρά δοκιμάζουν τα πρώτα αναγνωριστικά τους βήματα έξω από το κρησφύγετο στις πέντε εβδομάδες. Στις δέκα εβδομάδες έχουν πλήρως απογαλακτιστεί.
Σε ηλικία 6 - 12 μηνών, οι νέες αλεπούδες διασκορπίζονται και διεκδικούν τις δικές τους επικράτειες, αν και συνήθως δεν απομακρύνονται πολύ από την περιοχή όπου γεννήθηκαν. Στην Ευρώπη η απομάκρυνση αυτή δεν υπερβαίνει τα 100 χιλιόμετρα και συχνά είναι πολύ μικρότερη, ενώ στις ΗΠΑ έχει συμβεί απομάκρυνση έως και 300 χιλιόμετρα. Η κόκκινη αλεπού φτάνει στη σεξουαλική ωριμότητα σε ηλικία δέκα μηνών και μπορεί να ζήσει έως και 15 χρόνια σε αιχμαλωσία. Αντιθέτως, οι αλεπούδες στην άγρια φύση φτάνουν το μέγιστο τα 10 χρόνια, αλλά συνήθως ζουν πολύ σύντομη ζωή, κατά μέσο όρο 3 χρόνια, λόγω δυσμενών εξωτερικών παραγόντων.
Η κόκκινη αλεπού, κατά κανόνα, έχει μία ενστικτώδη δυσπιστία απέναντι στον άνθρωπο, που είναι εντονότερη σε όσες προέρχονται από την άγρια φύση, οι οποίες ενίοτε παρουσιάζουν και ενδείξεις φόβου, με αποτέλεσμα να μην θεωρούνται κατάλληλες για κατοικίδια. Ωστόσο, δεν παρουσιάζει εχθρική συμπεριφορά και είναι εξαιρετικά σπάνιο να συμβεί απρόκλητη επίθεση σε άνθρωπο (εκτός βέβαια αν έχει προσβληθεί από λύσσα). Απεναντίας, μπορεί να προσαρμοστεί επιτυχώς στην ανθρώπινη παρουσία και μερικές φορές να ευδοκιμήσει σε περιοχές με έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, ορισμένες αλεπούδες έχουν εμφανιστεί ακόμα και στα προάστια πολλών μεγαλουπόλεων, σε πολλά κράτη.
Ακόμα πιο ήμερη συμπεριφορά παρουσιάζουν όσες κόκκινες αλεπούδες είναι υπό αιχμαλωσία από μικρή ηλικία ή έχουν γεννηθεί υπό το καθεστώς αυτό. Στην πράξη, τέτοιες αλεπούδες μπορούν να αποκτηθούν ως κατοικίδιες και υπάρχει σε αρκετές χώρες μία σχετική και διαρκώς αυξανόμενη απήχηση. Αν και εξακολουθούν να διατηρούν ορισμένα από τα άγρια ένστικτα του είδους, μπορούν να αναπτύξουν έντονους συναισθηματικούς δεσμούς με τον άνθρωπο, καθώς επίσης και με γάτες και τις περισσότερες ράτσες σκύλων.
Ειδικότερα επίσης, η κόκκινη αλεπού (καθώς και η ποικιλία ασημένια ή ασημότριχη αλεπού) έχει υποβληθεί σε επίσημο πρόγραμμα εξημέρωσης, που ξεκίνησε το 1959 στην πρώην Σοβιετική Ένωση, και μετέπειτα Ρωσία, και συνεχίζεται μέχρι σήμερα (δείτε σχετικά Εξημερωμένη κόκκινη αλεπού). Όσες έχουν υποβληθεί σε αυτό, έχουν εμφανίσει αλλαγές στην συμπεριφορά, η οποία έγινε σχεδόν πανομοιότυπη με αυτή των σκύλων. Παρατηρήθηκαν επίσης αλλαγές και στο χρώμα της γούνας, καθώς σε μερικές αλεπούδες ξαναέγινε κόκκινο (κατά το συνηθέστερο πρότυπο του είδους) ή έγινε έντονα ασημί ή πλατινένιο ή εντελώς μαύρο ή και ανάμικτο, ενώ σε λίγες ακόμα και λευκό. Μάλιστα σε κάποιες αλεπούδες εμφανίστηκαν κρανιολογικές μεταβολές - σε μερικές το σχήμα και το μέγεθος του κρανίου απέκλινε έντονα από το κανονικό και έγινε αφύσικα κοντό και φαρδύ και σε άλλες δημιουργήθηκε προγναθισμός (κοντή άνω γνάθος).[5] Τις τελευταίες δεκαετίες έχει γνωρίσει απήχηση ως κατοικίδιο και σε άλλα κράτη διεθνώς, αν και η τιμή απόκτησης τους είναι πάντα αρκετά υψηλότερη από αυτή των κουταβιών, γύρω στα 7.000 ευρώ.
Εξαιτίας της συνήθειας της κόκκινης αλεπούς να ζει κοντά στα χωριά, της παροιμοιώδους προσαρμοστικότητάς της και του προφίλ της, που της δίνει ένα πονηρό ύφος, έχει συνδεθεί με πολλές ιστορίες και παραμύθια πολλών πολιτισμών. Στους λαϊκούς αυτούς μύθους, παρουσιάζεται συνήθως ως ζώο με πονηριά, υψηλή νοημοσύνη και ικανότητα προσαρμογής σε όλα τα ενδεχόμενα, που με τα προσόντα αυτά αντεπεξέρχεται επιτυχώς στις δύσκολες καταστάσεις, συχνά προκαλώντας προβλήματα στα άλλα ζώα και στον άνθρωπο. Κυρίως είναι γνωστή και δημοφιλής για την μεγάλη της πονηριά, σε τέτοιο βαθμό ώστε να υπάρχει σε παγκόσμια κλίμακα η χαρακτηριστική φράση «Είναι πονηρός σαν αλεπού», καθώς και η «Όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια». Εκτός από τις φράσεις αυτές, επιπλέον σχετικά προσωνύμια στην Ελλάδα για την κόκκινη αλεπού, είναι «η πονηρή», «η πονήρω» και «η Μαριώ». Επίσης, όταν κάποιος νεώτερος προσπαθεί να φανεί ότι γνωρίζει κάτι καλύτερα από έναν μεγαλύτερο, λένε: «Εκατό χρονών η αλεπού, εκατόν δέκα τα αλεπόπουλα».
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.