Αμερικανός καλαθοσφαιριστής From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ (αγγλικά: Kareem Abdul-Jabbar, γενν. 16 Απριλίου 1947), γεννημένος ως Φέρντιναντ Λιούις Άλσιντορ Τζούνιορ (Ferdinand Lewis Alcindor, Jr.) είναι Αμερικανός πρώην καλαθοσφαιριστής. Θεωρούμενος από πολλούς ως ο κορυφαίος σέντερ όλων των εποχών[1] και από τους καλύτερους στην ιστορία του αθλήματος, το Σεπτέμβριο του 2021 αναγνωρίστηκε από το NBA ως ένας από τους τέσσερις σπουδαιότερους στην ιστορία του.[2][3][4][5] Είναι ο παίκτης με τους περισσότερους τίτλους πολυτιμότερου παίκτη του πρωταθλήματος και πρώτος σκόρερ στην ιστορία του NBA το διάστημα 1984–2023.[6][7]
Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ | |
---|---|
Το 1975 με τους Λέικερς | |
Προσωπικά στοιχεία | |
Πλ. Όνομα | Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ Φέρντιναντ Λιούις Άλσιντορ Τζούνιορ |
Εθνικότητα | Αμερικανική |
Γέννηση | 16 Απριλίου 1947 Νέα Υόρκη, ΗΠΑ |
Ύψος | 2,18 μ. |
Νεανικοί σύλλογοι | |
Κολέγιο | UCLA Bruins men's basketball |
Στοιχεία καριέρας | |
Ντραφτ | 1969 / Γύρος: 1ος / Επιλογή: 1η |
Ομάδα ντραφτ | Μιλγουόκι Μπακς |
Αθλ. καριέρα | 1969 - 1989 |
Θέση | Σέντερ |
Καριέρα σε συλλόγους | |
1969 - 1975 | Μιλγουόκι Μπακς |
1975 - 1989 | Λος Άντζελες Λέικερς |
Η καριέρα του ξεκίνησε εντυπωσιακά με το Κολέγιο του UCLA με την κατάκτηση τριών ατομικών και ομαδικών τίτλων σε ισάριθμα χρόνια παρουσίας. Ακολούθησε εικοσαετής επαγγελματική σταδιοδρομία (1969–1989) με τους Μιλγουόκι Μπακς και τους Λος Άντζελες Λέικερς αποτελώντας βασικό στέλεχος της πιο επιτυχημένης ομάδας της δεκαετίας του 1980, όπου ο Τζαμπάρ έκλεισε τη σταδιοδρομία του με 38.387 πόντους επιτυγχάνοντας να φτάσει στην κορυφή του πίνακα των σκόρερ του πρωταθλήματος, ενώ είναι τρίτος ριμπάουντερ στην ιστορία με 17.440, κατέκτησε 6 πρωταθλήματα, 6 βραβεία MVP και συμμετείχε 19 φορές στο All-Star Game του ΝΒΑ, περισσότερες από οποιοδήποτε άλλο παίκτη.
Καθιερώνοντας το δικό του ιδιαίτερο επιθετικό τρόπο παιχνιδιού, με την ομάδα του Λος Άντζελες κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα συμβάλλοντας στην ανάδειξή της σε μεγάλη δύναμη του επαγγελματικού πρωταθλήματος.[8] Ο Τζαμπάρ βαφτίστηκε με το όνομα Φέρντιναντ Λιούις Άλσιντορ Τζούνιορ, αλλά αργότερα ασπάστηκε το Ισλάμ και επέλεξε το όνομα με το οποίο είναι σήμερα γνωστός. Πολύπλευρη προσωπικότητα, υπήρξε επίσης περιστασιακά ηθοποιός, προπονητής μπάσκετ, συγγραφέας βιβλίων υψηλών πωλήσεων αναπτύσσοντας παράλληλα και αξιοσημείωτη κοινωνική δραστηριότητα.[9]
Γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1947 στο Μανχάταν στη Νέα Υόρκη από οικογένεια μεταναστών από το Τρινιντάντ της Καραϊβικής. Τα σωματικά του στοιχεία της γέννησης εντυπωσιακά: ζύγιζε 5,73 κιλά και είχε ύψος 57,2 εκατοστά. Τα πρώτα του χρόνια ήταν στο Χάρλεμ («το μόνο μέρος στην Αμερική όπου μπορούν να πάνε οι μαύροι και να δείξουν τι αξίζουν»). Η μητέρα του Κόρα δούλευε ως ελεγκτής τιμών σε μεγάλο κατάστημα και ο πατέρας του Φέρντιναντ αρχικά σε εργοστάσιο επίπλων και στη συνέχεια ως τροχονόμος. Μετακόμισαν όταν το μοναχοπαίδι τους ήταν τριών ετών από το Χάρλεμ σε δημόσια στέγαση στο Ίνγουντ του Μανχάταν.[10][11][12] Σε ηλικία εννέα ετών, ο Λιου Τζούνιορ είχε την πρώτη επαφή με το άθλημα, ήδη με ύψος 1,73 μέτρα, πάντα ψηλότερος από το μέσο όρο της ηλικίας του. Στην όγδοη τάξη ήταν 2,03 μέτρα και μπορούσε να καρφώνει.[13] Πρωτόπαιξε μπάσκετ σε ομάδα στο γυμνάσιο, όπου φοιτούσε με υποτροφία για τέσσερα χρόνια (1962–66, Power Memorial Academy) και ήταν ο μεγάλος αστέρας της ομάδας του και με το οποίο έκανε μια εντυπωσιακή σεζόν με 79 νίκες και δύο ήττες έχοντας και μία ακολουθία 71 νικών. Με την ομάδα της Ακαδημίας κατέκτησε τρία πρωταθλήματα Καθολικών Νέας Υόρκης, ενώ σημείωσε ρεκόρ πόντων και ριμπάουντ για τα γυμνάσια της πόλης. Την τρίτη χρονιά στον τελικό απέναντι στο Rice High School (αποτέλεσμα 73–41) πέτυχε 33 πόντους. Στο γυμνάσιο σημείωσε συνολικά 2.067 πόντους.[14][15][16] Το 2000 οι Εθνικοί Αθλητικοί Συντάκτες ονόμασαν την ομάδα του «Η Νο 1 Ομάδα Γυμνασίου του Αιώνα».[17]
Η επιτυχημένη πορεία του τον έκανε ευρύτερα γνωστό και σε μια τυχαία στιγμή συναντήθηκε με τον Ουίλτ Τσάμπερλεϊν που τότε μεσουρανούσε στο NBA. Ο Τσάμπερλεϊν του έδειξε τον τρόπο ζωής που θα μπορούσε να έχει ένας άνθρωπος της δικής του φήμης,[18] και έγινε το είδωλό του.[19][20] Το 1967 ο Τσάμπερλεϊν μετά και την αρχή της επιτυχημένης καριέρας του ελπιδοφόρου παίκτη σε συνέντευξή του προέβλεψε ότι ο Τζαμπάρ θα μπορούσε να γίνει ο καλύτερος όλων των εποχών.[21] Επίσης, κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων παρακολούθησε αγώνες των Μπόστον Σέλτικς εστιάζοντας την προσοχή του στον τρόπο παιχνιδιού του Μπιλ Ράσελ.[22] Ο Ράσελ υπήρξε πρότυπο για το Τζαμπάρ, τόσο εντός των αγωνιστικών χωρών, όσο και για την εξωαθλητική του δραστηριότητα σε ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και δικαιωμάτων των μειονοτήτων, που εκείνη την εποχή βρίσκονταν σε έξαρση.[23] Ο Τζαμπάρ ήρθε ακόμα σε επαφή με τα διεκδικητικά κινήματα των μαύρων που άκμαζαν εκείνη την περίοδο.[24] Έγραψε για την εφημερίδα Harlem Youth Action Project. Η εξέγερση του Χάρλεμ του 1964, η οποία προκλήθηκε από τον θανατηφόρο πυροβολισμό του 15χρονου μαύρου αγοριού από έναν αστυνομικό της Νέας Υόρκης, πυροδότησε το ενδιαφέρον του για τη φυλετική πολιτική.[25] Ως 17χρονος πέρασε το καλοκαίρι του 1964 με το Harlem Youth Action Project (HARYOU-ACT), ένα πρόγραμμα που χρηματοδοτείται από την πόλη και στόχος του ήταν να εντοπίσει πολλά υποσχόμενους νέους Αφροαμερικανούς και να τους αναπτύξει ως ηγέτες. Εκείνη την εποχή συνάντησε για πρώτη φορά το Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δρώντας ως ρεπόρτερ.[26][27] Η μητέρα του ήταν επίμονη στην απόκτηση μόρφωσης και ο ίδιος δεν παραμέλησε τις μελλοντικές του σπουδές.[28]
Στο κολέγιο αγωνίστηκε στην ομάδα μπάσκετ του UCLA του Λος Άντζελες από το 1966 έως το 1969 και συνέβαλε σε ένα ακραία εντυπωσιακό ρεκόρ της ομάδας, που σε αυτά τα τρία χρόνια μέτρησε 88 νίκες σε 90 αγώνες κατακτώντας και τους τρεις τίτλους. Την πρώτη χρονιά η ομάδα τελείωσε αήττητη σε 30 αγώνες, ενώ τις επόμενες δύο έκανε από μία ήττα. Έχοντας ύψος τότε 2,16 μέτρα, έκανε το ντεμπούτο του ως φοιτητής το 1966 και στο πρώτο του παιχνίδι, απέναντι στους USC Trojans, σημείωσε 56 πόντους στη νίκη 105–90, θέτοντας το νέο ρεκόρ του κολεγίου. Αυτή δεν είναι η καλύτερη επίδοσή του για τη χρονιά καθώς σημείωσε 61 πόντους εναντίον των Ουάσιγκτον Κούγκαρς και γρήγορα έγινε γνωστός σε εθνικό επίπεδο: Το περιοδικό Sports Illustrated τον περιέγραψε ως «το νέο σούπερ σταρ» καθώς το ρεκόρ των 56 πόντων παραμένει ακατάρριπτο. Με τα πιο υψηλά ποσοστά ευστοχίας (75 %) πέτυχε 78 νταμπλ-νταμπλ, από τα οποία τα 28 συνεχόμενα.[21][29][30] Την πρώτη χρονιά είχε μέσο όρο πόντων 33 ανά αγώνα.[31] Ως δευτεροετής φοιτητής του προσφέρθηκε συμβόλαιο από τους Χάρλεμ Γκλόουμπτροτερς που ήταν επαγγελματική ομάδα αλλά το απέρριψε.[16] Στην καριέρα του στο Κολεγιακό Πρωτάθλημα (NCAA) ο Τζαμπάρ βραβεύτηκε τρεις φορές ως παίκτης της χρονιάς από το 1967 ως το 1969, ο μόνος στην ιστορία, και τιμήθηκε με τη συμμετοχή στην καλύτερη ομάδα του πρωταθλήματος και τις τρεις χρονιές. Το 1967 ήταν πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με μέσο όρο 26,5 πόντους, ενώ το 1969 ήταν ο κορυφαίος ριμπάουντερ. Το 1969 ήταν ο πρώτος που τιμήθηκε με το Naismith College Player of the Year Award.[32][33][34] Σε μια προσπάθεια να περιορίσουν τον ασταμάτητο Τζαμπάρ αποφασίστηκε η απαγόρευση του καρφώματος στο κολεγιακό πρωτάθλημα μετά το 1968 με την αιτιολόγηση του μη επιδέξιου τρόπου επίτευξης πόντων, το οποίο επετράπη ξανά το 1976. Το 1967 και 1968 κέρδισε επίσης το USBWA College Player of the Year (καλύτερου παίκτη του κολεγιακού πρωταθλήματος), το οποίο στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Oscar Robertson Trophy.[29][35][36]
Έκλεισε την καριέρα του στο UCLA με 2.325 πόντους (26,4 μέσο όρο ανά αγώνα) και 367 ριμπάουντ (15,5 μέσο όρο), δεύτερος ριμπάουντερ στην ιστορία του NCAA.[13] Τα επιτεύγματα αυτά τον καθιστούν τον κορυφαίο ίσως παίκτη στην ιστορία του κολεγιακού μπάσκετ.[29][37][38] Ως παράφραση του ονόματος το Πανεπιστήμιο το αποκαλούσαν Lew CLA.[39] Την πρώτη του χρονιά υπέστη τραυματισμό στον κερατοειδή για πρώτη φορά σε μία μονομαχία του. Υπήρξε φίλος και μαθητής του δασκάλου πολεμικών τεχνών Μπρους Λι και συμπρωταγωνίστησαν στην ταινία Game of death το 1978 όπου ενσάρκωσε τον ρόλο του Χακίμ.[40] Σε συνέντευξη του τόνισε ότι η προπόνηση που έκανε μαζί με τον Μπρους Λι, ήταν και η αιτία που τον βοήθησε να έχει μια καριέρα 20 ετών χωρίς σοβαρό τραυματισμό.[41][42]
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1968, ο Φέρντιναντ Λιούις Άλσιντορ ασπάστηκε το σουνιτικό Ισλάμ από τον Καθολικισμό μέσω του ισλαμικού δόγματος (αίρεση) Το Έθνος του Ισλάμ και άλλαξε όνομα σε Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ που σημαίνει «ευγενικός, γενναιόδωρος, ισχυρός υπηρέτης του Αλλάχ». Το νέο όνομα άρχισε να το χρησιμοποιεί δημόσια από το 1971.[29][43][44] Μποϊκόταρε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968 αποφασίζοντας να μην αγωνιστεί στην ομάδα των Ολυμπιακών Αγώνων των Ηνωμένων Πολιτειών. Η απόφασή του ήταν σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την άνιση μεταχείριση Αφροαμερικανών στη χώρα.[45][46][47] Δήλωσε τότε ότι «προσπαθούσε να επισημάνει στον κόσμο τη ματαιότητα της κατάκτησης του χρυσού μετάλλιο για αυτή τη χώρα και μετά να επιστρέψω για να ζήσω κάτω από την καταπίεση».[9] Όπως ο ίδιος έγραψε σε άρθρο του μεταγενέστερα οι Αμερικανοί πολίτες άρχισαν να τον αποκαλούν «μη-Αμερικανό».[48]
Έχοντας ολοκληρώσει την κολεγιακή του σταδιοδρομία είχε υιοθετήσει την κίνηση με την οποία έγινε διάσημος: skyhook. Το σκάιχουκ (ραβέρσα) του Τζαμπάρ ήταν ασταμάτητο, ακόμη και όταν ήξερε ο αντίπαλος ότι θα ερχόταν. Το αριστερό πόδι σάρωνε σε μήκος έτοιμο να σταθεροποιηθεί στο έδαφος. Το δεξί πόδι έκαμπτε 90 μοίρες στο γόνατο και αιωρούνταν στον αέρα. Ο δεξιός βραχίονας κινούνταν πίσω από το κεφάλι προτού να απλωθεί αργά ευθεία στον αέρα. Ο αριστερός βραχίονας προστατεύει την εσωτερική πλευρά της μπάλας και στη συνέχεια γινόταν το σουτ. Η αλληλουχία αφορά τη δεξιά προσπάθεια (ως δεξιόχειρας) αλλά θα επιχειρηθεί πάμπολλες φορές και με το αριστερό με μεγάλη επιτυχία. Παρέμεινε το σημαντικότερο επιθετικό του όπλο σε όλη την μελλοντική πορεία του.[49][50][51] Η κίνηση αυτή δημιουργήθηκε καθώς η απαγόρευση των καρφωμάτων επέβαλε αναζήτηση τρόπων επιτυχίας καλάθιών, και έτσι στο κολέγιο εξακολούθησε να είναι όσο κυρίαρχος ήταν και πριν την αλλαγή του κανονισμού, ενώ στα γήπεδα του NBA σήμερα θεωρείται ως η πιο «ασταμάτητη» στην ιστορία του πρωταθλήματος. Και έκτοτε δεν έχει ξεπεραστεί από οποιοδήποτε στοιχείο του παιχνιδιού του μπάσκετ που ακολούθως παρουσιάστηκε, εξασφαλιζοντας στον ίδιο κορυφαίες επιτυχίες στο σύνολο της καριέρας του.[52][53][54][55] Μη διαθέτοντας τη δυνατή σωματοδομή άλλων σέντερ του NBA όπως οι Ουίλτ Τσάμπερλεϊν και Ουίλις Ριντ, κατάφερε άμεσα να ανταπεξέλθει στις συναντήσεις απέναντί τους επιλέγοντας σταθερά τη σωστή κίνηση την κατάλληλη στιγμή.[14][56] Η κίνηση αυτή δεν αντιγράφηκε στη συνέχεια (τουλάχιστον σε βαθμό επιτυχίας που να απαντάται ως μέρος του παιχνιδιού σε μεταγενέστερους σέντερ του πρωταθλήματος) που σταδιακά προτίμησαν άλλες επιθετικές επιλογές.[53] Ολοκλήρωσε το κολέγιο και απέκτησε πτυχίο τέχνης με σπουδές στην ιστορία το 1969.[42]
Οι Χάρλεμ Γκλομπτρότερς επανήλθαν με το τέλος των σπουδών του και του προσέφεραν ένα εκατομμύριο δολάρια για να παίξει σε αυτούς (ποσό υπέρογκο για την εποχή), όμως εκείνος αρνήθηκε και πήγε στους Μιλγουόκι Μπακς, οι οποίοι ήταν στη δεύτερη χρονιά της ύπαρξή τους και τον επέλεξαν και πρώτο στα ντραφτ. Οι Μιλγουόκι Μπακς και οι Φοίνιξ Σανς (οι δύο τελευταίες ομάδες των περιφερειών) έστριψαν ένα κέρμα, αναφορικά με το ποια από αυτές θα έκανε την πρώτη επιλογή στα ντραφτ. Τα «ελάφια» του Μιλγουόκι βγήκαν νικητές στο στρίψιμο και επέλεξαν τον Τζαμπάρ. Η πολύ υψηλότερη προσφορά που έκαναν οι Νιου Τζέρσεϊ Νετς (3,25 εκατομμύρια δολάρια σε σύγκριση με τη χαμηλότερη προσφορά των Μπακς των 1,4 εκατομμυρίων δολαρίων) απορρίφθηκε από τον ίδιο.[57][58][59]
Έκανε το ντεμπούτο του στις 18 Οκτωβρίου 1969 με αντίπαλο τους Ντιτρόιτ Πίστονς με νίκη 119–110 πετυχαίνοντας 29 πόντους και έχοντας 12 ριμπάουντ, 6 ασίστ και 3 κοψίματα.[60][61] Συνέχισε εξίσου καλά σημειώνοντας νταμπλ-νταμπλ στους δύο επόμενους αγώνες και στον τέταρτο του πρωταθλήματος βρίσκεται αντίπαλος για πρώτη φορά με τον Τσάμπερλεϊν και τους Λέικερς. Η νίκη πηγαίνει στην ομάδα του Λος Άντζελες με τον σέντερ τους να σημειώνει 25 πόντους και να έχει ισάριθμα ριμπάουντ, ενώ ο Τζαμπάρ είχε 23 πόντους και 20 ριμπάουντ.[62] Στις 21 Φεβρουαρίου 1970, σημείωσε 51 πόντους στη νίκη 140–127 επί των Σιάτλ Σούπερσονικς, ενώ ήταν δεύτερος σκόρερ στο πρωτάθλημα με 28,2 πόντους κατά μέσο όρο ανά αγώνα, τρίτος ριμπάουντερ με 14,5 μ.ό. και πήρε το βραβείο του ρούκι (καλύτερου νέου παίκτη) της χρονιάς. Επίσης ψηφίστηκε στη δεύτερη καλύτερη ομάδα και στη δεύτερη αμυντική πεντάδα του πρωταθλήματος, ενώ ήταν τρίτος στην ψηφοφορία για τον τίτλο του πολυτιμότερου παίκτη της κανονικής περιόδου.[56][63][64] Στο παιχνίδι των πλέι οφ με τους Φιλαδέλφεια 76ερς, σημείωσε 46 πόντους και μάζεψε 25 ριμπάουντ, σε μια σειρά όπου οι Μπακς επιβλήθηκαν με 4–1 νίκες. Με αυτά, μαζί με τον Ουίλτ Τσάμπερλεϊν είναι οι μοναδικοί που σημείωσαν τουλάχιστον 40 πόντους και 25 ριμπάουντ σε ένα παιχνίδι των πλέι οφ. Με ρεκόρ νικών 56–26 έναντι μόλις 27–55 το προηγούμενο έτος, η ομάδα σημείωσε τη μεγαλύτερη βελτίωση στην ιστορία του πρωταθλήματος. Εκείνη τη χρονιά το Μιλγουόκι αποκλείστηκε στον τελικό της Ανατολικής Περιφέρειας από τους Νιου Γιορκ Νικς παρά την εξαιρετική παρουσία του Τζαμπάρ που είχε 35,2 πόντους και 16,8 ριμπάουντ μέσους όρους ανά παιχνίδι.[65]
Με την προσθήκη του Όσκαρ Ρόμπερτσον το 1970, οι Μπακς έκαναν την τρίτη καλύτερη επίδοση στην ιστορία εκείνη την εποχή με 66 νίκες, με συνεχόμενους 20 νικηφόρους αγώνες, επίδοση ρεκόρ τότε στο ΝΒΑ.[66][67] Το Μιλγουόκι είχε την καλύτερη ομάδα στην ιστορία του και μια από τις καλύτερες όλων των εποχών και κατέκτησε το πρωτάθλημα (το μοναδικό στο NBA μέχρι το 2021).[66][68] Ο Τζαμπάρ με 31,7 πόντους ανά παιχνίδι (2.596 πόντους) ήταν πρώτος σκόρερ[69][70] και πήρε το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη της κανονικής περιόδου (MVP) αλλά και των τελικών. Ήταν επίσης τέταρτος στα ριμπάουντ, δίνοντας το εντυπωσιακό αποτέλεσμα 12–2 στα πλέι οφ για τους Μπακς: στον πρώτο γύρο νίκησαν τους Σαν Φρανσίσκο Ουόριορς με 4–1, με το ίδιο σκορ τους Λος Άντζελες Λέικερς στον τελικό της Δυτικής Περιφέρειας και εύκολα στους τελικούς με 4–0 τους Μπάλτιμορ Μπούλετς. Ο Τζαμπάρ ξεχώρισε για την ταχύτητά του, ασυνήθιστη για παίκτη του ύψους του, ειδικά τα χρόνια εκείνα που οι ψηλοί παίκτες είχαν διαφορετικά χαρακτηριστικά προκειμένου να πετύχουν.[43][59][71] Την 1η Μαΐου 1971, μία ημέρα μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος του NBA, υιοθέτησε επίσημα το μουσουλμανικό του όνομα. Για αυτή την αλλαγή δήλωσε αργότερα: «Ήταν μέρος της κληρονομιάς μου. Πολλοί από τους σκλάβους που ήλθαν στις ΗΠΑ ήταν μουσουλμάνοι. Την οικογένεια μου την έφερε ένας Γάλλος κηπουρός, που λεγόταν Άλσιντορ, ο οποίος είχε έλθει από το Τρινιδάδ. Η φυλή μου ήταν η Γιορούμπα και είχαν επιβιώσει της σκλαβιάς. Όλα αυτά μου τα είπε ο πατέρας μου, όταν ήμουν παιδί. Κατάλαβα πως ήμουν κάποιος, ακόμα και αν δεν το ήξερε κάποιος άλλος. Όταν ήμουν παιδί κανείς δεν θα πίστευε ό,τι θετικό μπορούσες να πεις για τους μαύρους ανθρώπους. Και αυτό ήταν βαρύ φορτίο για όλους τους μαύρους, γιατί δεν έχουν ακριβή ιδέα της ιστορίας τους που αφορά καταπίεση ή διαστρέβλωση».[10] Έγινε το πιο εξέχον πρόσωπο του κλασικού Ισλάμ στις Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Κάποιοι στο Μιλγουόκι θεώρησαν ότι δεν συμπαθούσε τους λευκούς. Ήταν ένα υπεραπλουστευμένο συμπέρασμα, αλλά παρέμεινε προσκολλημένο στο Τζαμπάρ για χρόνια.[57]
Συνέχισε να είναι ο βασικός πρωταγωνιστής στους Μπακς και την επόμενη χρονιά (1971–72) με μέσο όρο 34,8 πόντους (σύνολο 2.822, το καλύτερο της καριέρας του με ποσοστό ευστοχίας εντός πεδιάς 57,4 % [72]) ήταν και πάλι πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος παίρνοντας ξανά το βραβείο του MVP της κανονικής περιόδου. Επίσης ήταν δεύτερος ριμπάουντερ με μέσο όρο 16,6 πίσω από τον Τσάμπερλεϊν.[12][73] Παραμένει ο μόνος που κατάφερε να κατακτήσει δεύτερο τίτλο πολυτιμότερου παίκτη στα τρία μόλις πρώτα χρόνια.[74][75] Στις 12 Δεκεμβρίου 1971 πέτυχε ρεκόρ καριέρας σημειώνοντας 55 πόντους με 23 στις 36 προσπάθειες στη νίκη του Μιλγουόκι απέναντι στους Μπόστον Σέλτικς με 120–104.[76] Οι Μπακς ήταν αυτοί που σταμάτησαν το ρεκόρ των 33 συνεχόμενων νικών των Λέικερς του Λος Άντζελες στις 9 Ιανουαρίου 1972, σε αγώνα όπου ο Τζαμπάρ κυριάρχησε στη ρακέτα σημειώνοντας 39 πόντους, μαζεύοντας 20 ριμπάουντ και έχοντας και πέντε ασίστ. Ο Τσάμπερλεϊν σημείωσε μόνο 15 πόντους, μάζεψε 12 ριμπάουντ και έκοψε έξι προσπάθειες των αντιπάλων, και μαζί με την αστοχία της ομάδας οδήγησαν στην ήττα με 120–104, σε ένα από τα πιο ιστορικά παιχνίδια του NBA.[77][78][79] Οι Μπακς συνάντησαν τους Λέικερς και στους τελικούς της Ανατολικής Περιφέρειας, χάνοντας σε σειρά έξι παιχνιδιών. Ο Τζαμπάρ είχε μέσο όρο 33,7 πόντους στη σειρά, ήταν όμως πολύ μόνος έχοντας επιφορτιστεί μεγάλο κομμάτι της επιθετικής δραστηριότητας της ομάδας και δέχθηκε 17 κοψίματα από τον Τσάμπερλεϊν.[80] Τη σεζόν 1972–73 ο Τζαμπάρ ήταν δεύτερος στην ψηφοφορία για τον πολυτιμότερο παίκτη του πρωταθλήματος, τέταρτος ριμπάουντερ και συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη πεντάδα. Η ατομική του απόδοση ήταν τέτοια θα μπορούσε να κατακτήσει και πάλι τον τίτλο του MVP αλλά τερμάτισε δεύτερος πίσω από τον Ντέιβ Κάουενς. Πολύ καλή ήταν και η κανονική περίοδος για την ομάδα με 60–22 νίκες έχοντας την πρώτη θέση στη κανονική περίοδο, αποκλείστηκε όμως μάλλον απρόσμενα στον πρώτο γύρο των πλέι οφ από τους Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς που ήταν τέταρτοι με μέτριες εμφανίσεις του Τζαμπάρ, που υστέρησε κυρίως επιθετικά.[56][81][82] Το 1974 κέρδισε το τρίτο βραβείο MVP σε πέντε χρόνια[6] και ήταν μεταξύ των πέντε κορυφαίων παικτών του NBA στο σκοράρισμα (27,0 μ.ο., τρίτος), ριμπάουντ (14,5 μ.ο., τέταρτος), κοψίματα (2,83 μ.ο. δεύτερος) και ποσοστό ευστοχίας σε προσπάθειες δύο πόντων (53,9 % δεύτερος).[83][84] Η ομάδα έφτασε στους τελικούς του πρωταθλήματος αλλά έχασε από τους Μπόστον Σέλτικς με το Τζαμπάρ πρώτο σκόρερ και ριμπάουντερ των πλέι οφ και με τους υψηλότερους μέσους όρους της καριέρας του σε τέτοια σειρά (33,2 πόντοι, 15,8 ριμπάουντ, 4,9 ασίστ).[85][86] Αν και οι Σέλτικς θριάμβευσαν και σήκωσαν το τρόπαιο του πρωταθλητή, επικρατώντας στη σειρά των τελικών με αποτέλεσμα 4–3, το νικητήριο σουτ του Τζαμπάρ στο έκτο παιχνίδι (μια ραβέρσα από ασυνήθιστα μακρινή θέση και υπό ασφυκτική πίεση), τρία δέκατα του δευτερολέπτου πριν από τη λήξη της δεύτερης παράτασης μέσα στο Μπόστον Γκάρντεν, παραμένει αλησμόνητο. Το έβδομο παιχνίδι βρήκε τον σέντερ των Μπακς επιτηρούμενο συχνά από δύο (ή και τρεις) αντιπάλους.[57][58][87]
Τα χρόνια στους Μπακς ήταν από τους ψηλότερους παίκτες του NBA και το μίγμα μεγέθους και κινητικότητας, η ταχύτητα, ο χειρισμός της μπάλας και η ικανότητα των προσπαθειών τον έκαναν ένα πολύπλευρο όπλο, που παρέμεινε απαράμιλλο σε όλη την ιστορία του πρωταθλήματος με την κυριαρχία του μέσα στα καλάθια να είναι εντυπωσιακή.[15][56][88] Είχε κατά μέσο όρο 30 ραβέρσες ανά παιχνίδι ή περισσότερο σε τέσσερις από τις πρώτες έξι σεζόν του, κάνοντάς το κατά τη διάρκεια της χρυσής εποχής των ψηλών παικτών με τον ίδιο να παραμένει στους ψηλότερους του πρωταθλήματος.[53] Κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού προετοιμασίας πριν από τη σεζόν 1974–75, γρατζούνισε το πάνω μέρος του ματιού του, γεγονός που τον εκνεύρισε δίνοντας μια μπουνιά στο στύλο της μπασκέτας σπάζοντας το χέρι του. Αυτό του στοίχισε την απουσία από 16 αγώνες του πρωταθλήματος. Στα μάτια του ανέπτυξε σύνδρομο διάβρωσης του κερατοειδούς, όπου τα μάτια αρχίζουν να στεγνώνουν εύκολα και παύουν να παράγουν υγρασία. Έκτοτε φορούσε προστατευτικά γυαλιά.[61][89]
Μετά από έξι σεζόν στο Μιλγουόκι, ο Τζαμπάρ ήταν (και εξακολουθεί να είναι) ο κορυφαίος ριμπάουντερ (7.161) στην ιστορία της ομάδας και σκόρερ (14.211 πόντοι, επίδοση που κατέρριψε ο Γιάννης Αντετοκούνμπο στις 1 Απριλίου 2022[90]) και επίσης βρίσκεται στην κορυφή της λίστας όλων των εποχών με μέσο όρο πόντων (30,4 πόντοι μέσο όρο), επιτυχημένα σουτ που έγιναν (5.902), συνολικές προσπάθειες (10.787) και ποσοστό ευστοχίας (54,7 %). Τα 495 κοψίματά του κατατάσσονται τέταρτα στη λίστα όλων των εποχών, παρόλο που το στατιστικό στοιχείο διατηρήθηκε μόνο στις δύο τελευταίες του αγωνιστικές περιόδους με την ομάδα. Το 1975 πήρε μεταγραφή στους Λος Άντζελες Λέικερς (ανακοινώθηκε στις 16 Ιουνίου μετά από συνολικά οκτώ μήνες διαπραγματεύσεων), με την ομάδα του Μιλγουόκι να παίρνει ως αντάλλαγμα τέσσερις παίκτες που δεν πρόσφεραν τα αναμενόμενα στα πλαίσια μιας μεταγραφής από τις πιο επιτυχημένες στην ιστορία του NBA.[91][92] Η αποχώρηση του Ρόμπερτσον το 1974 του στέρησε τον ικανότερο τροφοδότη του παιχνιδιού του. Το συμβόλαιό του έληγε ένα χρόνο μετά αλλά το Μιλγουόκι δεν ήταν η πόλη στην οποία μπορούσε να επιδιώξει την ενασχόληση με τα ενδιαφέροντά του στη μαύρη κουλτούρα, την ορθόδοξη μουσουλμανική πίστη, την τζαζ και τη σοβαρή ανάγνωση. Οι Νικς της Νέας Υόρκης έδειξαν έντονο ενδιαφέρον λαμβάνοντας υπόψη και την επιθυμία του ίδιου να μετακομίσει εκεί αλλά τελικά η ομάδα της δυτικής μεγαλούπολης επικράτησε.[93][94][95]
Οι Λέικερς μετά την αποχώρηση του Τσάμπερλεϊν είχαν κατρακυλήσει στην τελευταία θέση στο πρωτάθλημα 1974–75. Ο Τζαμπάρ βοήθησε να πραγματοποιηθεί ανατροπή 10 παιχνιδιών στην πρώτη του χρονιά στο Λος Άντζελες. Κέρδισε δίκαια τον τέταρτο τίτλο MVP της καριέρας του με την πρώτη χρονιά (1975–76)[91][96] σημειώνοντας 27,7 πόντους ανά παιχνίδι (δεύτερος σκόρερ του πρωταθλήματος), ενώ ταυτόχρονα ήταν πρώτος σε ριμπάουντ με μέσο όρο 16,9 και κοψίματα (4,12) και στην καλύτερη ομάδα και την καλύτερη αμυντική πεντάδα της χρονιάς. Το σύνολο των 1.111 αμυντικών ριμπάουντ που μάζεψε εκείνη την περίοδο αποτελεί ακόμα και σήμερα ρεκόρ για τα περισσότερα αμυντικά ριμπάουντ που πήρε ποτέ ένας παίκτης σε μία μόνο σεζόν κανονικής περιόδου.[9][44][97] Στις 12 Δεκεμβρίου 1975, έκανε ατομικό ρεκόρ στα ριμπάουντ με 34 στη νίκη 111–100 των Λέικερς στο Ντιτρόιτ επί των Πίστονς. Στον ίδιο αγώνα είχε ακόμα 27 πόντους και 8 κοψίματα.[76] Η ομάδα σημείωσε μόνο 40 νίκες στην κανονική περίοδο και δεν συμμετείχε στα πλέι οφ.[98]
Την επόμενη χρονιά ο Τζαμπάρ και πάλι ήταν εξαιρετικός και έφτασε στον πέμπτο τίτλο MVP της κανονικής περιόδου σε μόλις οκτώ χρόνια.[74] Αναδείχθηκε τρίτος σε πόντους ανά παιχνίδι (μ.ο. 26,2), δεύτερος σε ριμπάουντ και κοψίματα (μ.ο. 13,3 και 3,2 αντίστοιχα), ενώ ήταν επίσης δεύτερος σε ποσοστό ευστοχίας στις προσπάθειες δύο πόντων (57,9 %).[56][99] Εκείνη τη σεζόν οδήγησε την ομάδα στην καλύτερη επίδοση της κανονικής περιόδου με 53 νίκες. Η ομάδα έφτασε μέχρι τους τελικούς, όπου έχασε τον τίτλο από τους Πόρτλαντ Τρέιλ Μπλέιζερς παρά τη στατιστική επικράτηση του Τζαμπάρ.[31][100] Ακολούθησαν άλλες δύο καλές για τον ίδιο χρονιές, το 1978 και το 1979, όπου οι Λέικερς έφτασαν ξανά στα πλέι οφ, αποκλείστηκαν όμως και τις δύο φορές από τους Σιάτλ Σούπερσονικς. Ήταν και τις δύο χρονιές στη δεύτερη καλύτερη ομάδα.[101][102] Ο τραυματισμός του στο χέρι μετά από αψιμαχία με αντίπαλο στο εναρκτήριο παιχνίδι της σεζόν 1977–78 απέναντι στους του στέρησε τη συμμετοχή στο All-Star Game του 1978 καθώς απουσίασε από 20 αγώνες. Ήταν η μόνη χρονιά που έχασε το All Star Game.[103] Από το 1978 ήταν και αρχηγός της ομάδας.[31] Στις 11 Νοεμβρίου 1979, σημείωσε ατομικό ρεκόρ κοψιμάτων με 11 απέναντι στους Σακραμέντο Κινγκς (111–110). Είχε επίσης 25 πόντους και 15 ριμπάουντ σε εκείνο το παιχνίδι. Ένα μήνα αργότερα πέτυχε το ρεκόρ αποτελεσματικότητας με 58 απέναντι στους Σικάγο Μπουλς.[76] Ο ίδιος ήταν μία φορά στην καλύτερη αμυντική ομάδα και μία στη δεύτερη, ενώ ήταν και στη δεύτερη καλύτερη ομάδα της χρονιάς και τις δύο περιόδους.[104] Σε αυτά τα χρόνια η έλλειψη ικανών συμπαικτών του Τζαμπάρ έκαναν το παιχνίδι της ομάδας μονοδιάστατο και οι δυνατότητες κατάκτησης τίτλων περιορίστηκαν σημαντικά.[105]
Το 1978 οι Λέικερς μετά από μεταγραφικές διαπραγματεύσεις με τους Γιούτα Τζαζ απέκτησαν τα δικαιώματα της πρώτης επιλογής των Τζαζ στα ντραφτ του 1979. Οι Τζαζ στην κλήρωση για την πρώτη επιλογή του ντραφτ με τους Σικάγο Μπουλς, ευτύχησαν να κληρωθούν πρώτοι και έτσι οι Λέικερς που είχαν τα δικαιώματα επέλεξαν τον Μάτζικ Τζόνσον. Ο ύψους 2,05 μέτρων πόιντ γκαρντ θα εξελισσόταν σε έναν από τους καλύτερους παίκτες στην ιστορία του αθλήματος και μαζί με τους Τζαμπάρ, Τζέιμς Ουόρθι και Κερτ Ράμπις, θα έκαναν τους Λέικερς την ομάδα που θα κυριαρχούσε στο NBA τη δεκαετία του 1980 εμφανιζόμενη σε τελικούς οκτώ φορές. Ο Τζαμπάρ ήταν αρκετά γρήγορος για να συμμετάσχει στο παιχνίδι των Λέικερς που ονομάστηκε Show-time Lakers [43][105][106] με επικεφαλής τον Τζόνσον και με καλή φυσική κατάσταση, ο Τζαμπάρ αγωνίστηκε κατά μέσο όρο 36,8 λεπτά ανά αγώνα. Η περαιτέρω ενίσχυση της ομάδας διευκόλυνε το έργο του με τον πλουραρισμό που σταδιακά αναπτύχθηκε και συνέχισε να υπογράφει βραχυπρόθεσμα συμβόλαια (συνήθως διετή) για να παρατείνει τη σταδιοδρομία του στο μπάσκετ.[107] Η συνεργασία των δύο κορυφαίων παικτών βασίστηκε στην προσαρμοστικότητα του μέχρι τότε αυστηρού επαγγελματία Τζαμπάρ.[108] Ο Τζόνσον αποτέλεσε το βασικό σχεδιαστή του νέου τρόπου παιχνιδιού, με το Τζαμπάρ να έχει τη σημαντικότερη παρουσία κάθε φορά που κάποιος αντίπαλος καθυστερούσε την ανάπτυξη της επιθετικής δραστηριότητας της ομάδας από τον πρώτο. Ο ρόλος αυτός ταίριαζε και με την ιδιοσυγκρασία του σέντερ των Λέικερς. Η τύχη της ομάδας άλλαξε: με ένα μόνο τίτλο στις δύο πρώτες δεκαετίες του NBA, κατέκτησαν πέντε σε μια δεκαετία.[109] Ατομικά, ενώ ο ίδιος δεν ήταν πια ο κυρίαρχος παίκτης στο σύνολο όπως ήταν στη δεκαετία του 1970, βίωσε μεγάλες στιγμές και σε ατομικό επίπεδο που σχετίζονταν και με τη θεαματικότητα και δημοφιλία της ομάδας, ενώ είχε την τύχη να είναι ο αποδέκτης πολυάριθμων τελικών πασών (ασίστ) χωρίς αυτό να μειώνει την ατομική αξιολόγησή του.[110][111][112]
Ανάμεσα στις ατομικές διακρίσεις του ήταν το έκτο βραβείο του MVP το 1980 (επίδοση ρεκόρ που παραμένει ακατάρριπτη).[10][74] Εκείνη τη χρονιά βοήθησε την ομάδα του Λος Άντζελες σε επίδοση 60–22 νίκες, τη δεύτερη καλύτερη του πρωταθλήματος, ήταν πρώτος στα κοψίματα του πρωταθλήματος (3,41 ανά παιχνίδι), δεύτερος στο ποσοστό ευστοχίας (60,4 %), έκτος σκόρερ (24,8 πόντοι μ.ο.) και όγδοος στα ριμπάουντ (10,8 μ.ο.).[56][113] Σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες συναντήσεις τους, η σειρά με το Σιάτλ βρήκε νικητές την ομάδα του Λος Άντζελες με 4–1. Ο Τζαμπάρ σημείωσε το αποφασιστικό καλάθι στο τελευταίο δευτερόλεπτο του πρώτου γύρου των τελικών με μία ραβέρσα. Απέναντι στους Φιλαδέλφεια 76ερς στον τελικό του NBA είχε τρία παιχνίδια με περισσότερους από τριάντα πόντους ανά αγώνα, 33, 38 και 33, και 14 ριμπάουντ σε κάθε ένα από αυτά. Τα στατιστικά στη σειρά ήταν τότε 33,4 πόντοι, 13,6 ριμπάουντ και 4,6 κοψίματα. Οι Λέικερς τελικά κέρδισαν 108–103 στο έκτο παιχνίδι με πρωταγωνιστή τον Μάτζικ Τζόνσον, γεγονός που έδωσε τον πρώτο τίτλο της νέας εποχής στην ομάδα του Λος Άντζελες.[114][115]
Συνέχισε να έχει κατά μέσο όρο τουλάχιστον 20 πόντους για τις επόμενες έξι σεζόν. Το 1981 ήταν τρίτος στην ψηφοφορία για τον τίτλο του MVP της χρονιάς.[56][116] Στις 25 Νοεμβρίου 1981 ξεπέρασε τον πρώην συμπαίκτη του Όσκαρ Ρόμπερτσον στη δεύτερη θέση των σκόρερ όλων των εποχών φτάνοντας τους 26.711 πόντους σε συνάντηση με τους Σαν Αντόνιο Σπερς.[117][118] Οι Λέικερς κέρδισαν άλλο ένα πρωτάθλημα το 1981–82, αλλά υπέστη ημικρανία στους τελικούς, έχοντας κατά μέσο όρο μόλις 18 πόντους ανά παιχνίδι απέναντι στους Σίξερς. Σε 14 αγώνες πλέι οφ, είχε μέσο όρο 20,4 πόντων, τον χαμηλότερο της καριέρας του εκείνη την εποχή.[119] Ήταν ακόμα στη συνέχεια τέσσερις φορές στην καλύτερη πεντάδα της χρονιάς, δύο ακόμη στην καλύτερη αμυντική πεντάδα και τον τίτλο του MVP των τελικών για δεύτερη φορά στην καριέρα του το 1985 σε ηλικία 38 ετών. Στις τέσσερις νίκες του Λος Άντζελες απέναντι στους Σέλτικς εκείνη τη χρονιά είχε κατά μέσο όρο 30,2 πόντους, 11,3 ριμπάουντ, 6,5 ασίστ και 2,0 κοψίματα. Ίσως την καλύτερη εμφάνισή του την έκανε στο έκτο παιχνίδι σημειώνοντας 32 πόντους με 13 στα 18 δίποντα σε μόνο 29 λεπτά συμμετοχής.[17][43][120] Εκτός αυτών, στις 5 Απριλίου του 1984 σε ηλικία 37 ετών πλέον, ο Τζαμπάρ θα αναδειχθεί πρώτος σκόρερ όλων των εποχών στο NBA καταρρίπτοντας το ρεκόρ των 31.419 πόντων του Ουίλτ Τσάμπερλεϊν με μία από τις συνηθισμένες ραβέρσες του σε εκτός έδρας αγώνα με τους Γιούτα Τζαζ.[121][122][123] Είχε σημειώσει 16 πόντους στο πρώτο ημίχρονο, αλλά μόλις δύο στην τρίτη περίοδο. Αυτό σήμαινε πως ήθελε τρεις ακόμη πόντους για να ισοφαρίσει το ρεκόρ του αλλά το κατάφερε στην τέταρτη περίοδο τελειώνοντας τον αγώνα με 22 πόντους.[124][125] Σε εκείνο το παιχνίδι είχε 10 στις 14 προσπάθειες, δύο στις δύο βολές, μάζεψε πέντε ριμπάουντ και είχε τρεις ασίστ. Οι Λέικερς νίκησαν 129–115 μπροστά σε 18.389 θεατές. Το πλήθος ήταν το μεγαλύτερο για την Τζαζ αφότου η ομάδα μετακόμισε δυτικά από τη Νέα Ορλεάνη για τη σεζόν 1979–80. Ο Τζαμπάρ πέτυχε το ρεκόρ σε 15 σεζόν αντί για τις 14 στις οποίες χρειάστηκε ο Τσάμπερλεϊν και σε 1.166 παιχνίδια, 121 περισσότερα από όσα αγωνίστηκε ο προκάτοχός του.[107][126][127] «Ο καρπός της ιδιοφυΐας και της εμπειρίας» του που ουδείς μετά από αυτόν μπόρεσε έστω να προσεγγίσει λειτουργικά του έδωσε την μακροχρόνια πρωτιά.[128] Μεγάλη ήταν η συμβολή του και στην κατάκτηση του τίτλου το 1985 με αντίπαλο τους Σέλτικς που είχαν πλεονέκτημα έδρας: οι εξαιρετικές εμφανίσεις ξεκίνησαν στο δεύτερο παιχνίδι με 30 πόντους και 17 ριμπάουντ στη νίκη 109–102 και στην επόμενη νίκη (136–111) 26 πόντους και 14 ριμπάουντ.[129] Στον έκτο αγώνα (αποτέλεσμα 111–100) σημείωσε 29 πόντους,[130] και με τελικό σκορ 4–3 νίκες οι Λέικερς έγιναν η μόνη ομάδα που κατέκτησε το πρωτάθλημα μέσα στη Βοστώνη.[131] Εκείνη τη χρονιά ψηφίστηκε τέταρτος καλύτερος παίκτης της κανονικής περιόδου, ενώ έχοντας μέσο όρο 26,6 πόντους κέρδισε το δεύτερο τίτλο του πολυτιμότερου παίκτη των τελικών.[114][131] Το περιοδικό Sports Illustrated τον ονόμασε αθλητή της χρονιάς, ο δεύτερος παίκτης του NBA που κέρδισε το βραβείο αυτό από την καθιέρωσή του το 1954.[132] Στις 23 Φεβρουαρίου του 1986 έγινε ο πρώτος παίκτης σε συμμετοχές στην ιστορία του πρωταθλήματος, όταν εμφανίζεται στον αγώνα νούμερο 1.304 της συνάντησης Λος Άντζελες – Φιλαδέλφεια (117–111) ξεπερνώντας τον Έλβιν Χέις.[133] Παρέμεινε και πάλι πρώτος σκόρερ της ομάδας με μέσο όρο 23,4 πόντους αλλά η πορεία προς την κατάκτηση του τίτλου ανακοπηκε στους τελικούς της Δύσης.[134] Την ίδια χρονιά σε ηλικία 39 ετών ψηφίστηκε στην καλύτερη ομάδα της χρονιάς για 10η και τελευταία φορά στην σταδιοδρομία του.[135]
Με την πάροδο του χρόνου το βάρος του αυξήθηκε μέχρι περίπου τα 120 κιλά (από 102–107 που ήταν ως τις αρχές της δεκαετίας του 1980), για να αντέξει την πίεση και το παιχνίδι της εποχής, που γίνονταν όλο και πιο δυναμικό.[136] Τη σεζόν 1986–87 έπεσε σε μέσο όρο ανά αγώνα για πρώτη φορά κάτω από τους 20 πόντους (μετά από 17 συνεχείς χρονιές) αλλά παρά τα 40 του χρόνια η πολύ καλή φυσική του κατάσταση του επέτρεψε να συνεχίσει στη βασική πεντάδα της ομάδας, η οποία εκείνη τη χρονιά έκανε 65 νίκες στην κανονική περίοδο, τη δεύτερη καλύτερη επίδοση στην ιστορία της.[137][138] Στους τελικούς του 1987 με αντιπάλους τους Σέλτικς τρίτη φορά σε τέσσερα χρόνια, μετά από δύο νίκες στην «Πόλη των Αγγέλων», οι Σέλτικς νικούν με 109–103 παρά τους 27 πόντους του Τζαμπάρ, που σημείωσε 16 και 18 πόντους στα δύο επόμενα παιχνίδια.[139][140] Στις 4 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς σταμάτησε και η συνεχής σειρά αγώνων με διψήφιο αριθμό πόντων (συνολικά 787 παιχνίδια) στην έδρα της πρώτης του ομάδας.[141][142] Κατέκτησε το τελευταίο του τελευταίο πρωτάθλημα το 1988 με αντιπάλους τους Ντιτρόιτ Πίστονς.[56] Η σειρά των τελικών ήταν έντονα ανταγωνιστική με τους Πίστονς να φαντάζουν ως φαβορί έχοντας πάρει το προβάδισμα με 3–2 νίκες και στο έκτο (και δυνητικά τελευταίο παιχνίδι) να προηγούνται με ένα πόντο διαφορά. Τα 14 εναπομείνοντα δευτερόλεπτα ήταν αρκετά για να δώσουν την καλή ευκαιρία στο Τζαμπάρ για μια ακόμη ραβέρσα και ένα έντονα αμφισβητούμενο φάουλ. Οι εύστοχες βολές του 41χρονου σέντερ των Λέικερς έδωσαν τη νίκη και μία ακόμα επικράτηση στον έβδομο αγώνα τον τίτλο στον αρχηγό με την καρδιά του πρωταθλητή.[143][144] Οι Λέικερς έγιναν η πρώτη ομάδα του ΝΒΑ που κατέκτησε δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα από τον επαναλαμβανόμενο τίτλο των Σέλτικς στη δεκαετία του 1960, ενώ το 1989 η ομάδα του Λος Άντζελες θα φτάσει ξανά στον τελικό του NBA, όπου θα αντιμετωπίσει και πάλι τους Πίστονς από τους οποίους όμως αυτή τη φορά θα χάσουν τη σειρά με 4–0.[145] Το 1988 All-Star Game του Σικάγου ο Τζαμπάρ σημείωσε 10 πόντους σε 14 λεπτά συμμετοχής και ανέβηκε στην πρώτη θέση των σκόρερ των συναντήσεων All-Star.[146] Κατά τη διάρκεια της τελευταίας του χρονιάς δέχθηκε τιμές σε αναγνώριση της προσφοράς του σε όλα τα γήπεδα που επισκέφτηκε για τελευταία φορά. Ο τελευταίος αγώνας της καριέρας του ήταν στις 23 Απριλίου 1989 στη νίκη των Λέικερς επί των Σιάτλ Σούπερσονικς.[147][148][149]
Μετά τους τελικούς του 1989 στις 28 Ιουνίου ο Τζαμπάρ, σε ηλικία 42 ετών, ανακοινώνει πως αποχωρεί από την ενεργό δράση ύστερα από 20 χρόνια επαγγελματικής σταδιοδρομίας στο NBA.[61][150] Τη στιγμή της αποχώρησής του, κατείχε το ρεκόρ για τα περισσότερα παιχνίδια από έναν παίκτη στο NBA με 1.560 (θα καταρριφθεί αργότερα από τον Ρόμπερτ Πάρις).[151] Ήταν κάτοχος 15 ρεκόρ στο NBA,[96] μεταξύ των οποίων του ρεκόρ όλων των εποχών για τους περισσότερους πόντους (38.387), τα περισσότερα εύστοχα σουτ που έγιναν (15.837), τα περισσότερα λεπτά συμμετοχής (57.446), τις συνολικές προσπάθειες (28.307), τα κοψίματα (3.189), τα αμυντικά ριμπάουντ (9.394), τις νίκες σταδιοδρομίας (1.074) και τα προσωπικά φάουλ (4.657).[34][58][152] Έχοντας συλλέξει 15 ομαδικούς και ατομικούς τίτλους είναι τρίτος στην κατάταξη όλων των εποχών πίσω από το Μάικλ Τζόρνταν και το Μπιλ Ράσελ.[153] Παραμένει ο πρώτος όλων των εποχών στις επιτυχημένες προσπάθειες και νίκες σταδιοδρομίας με 1.228.[154] Το ρεκόρ του με 19 συμμετοχές σε All Star Game καταρριφθηκε 35 χρόνια αργότερα, ενώ παραμένει ο μεγαλύτερος σε ηλικία παίκτης που αγωνίστηκε σε αυτό το 1989.[8][155][156] Κατατάσσεται τρίτος όλων των εποχών στην κανονική περίοδο, τόσο στα ριμπάουντ, όσο και στα κοψίματα.[154] Ο συνολικός αριθμός των ασίστ της καριέρας του (5.660) είναι το υψηλότερο σύνολο για παίκτη της θέσης του και στους 50 πρώτους στην ιστορία του ΝΒΑ.[157][158] Οι μέσοι όροι καριέρας είναι 24,6 πόντοι ανά παιχνίδι, 11,6 ριμπάουντ και 55,9 % ποσοστό ευστοχίας.[96] Κατά τη διάρκεια της καριέρας του οι ομάδες του κατάφεραν να φτάσουν στα πλέι οφ 18 φορές και πέρασαν τον πρώτο γύρο 14 φορές, ενώ έφτασαν στους τελικούς του ΝΒΑ σε 10 περιπτώσεις.[52][159] Οι πόντοι της σταδιοδρομίας του στο NBA (κανονική περίοδος και πλέι οφ, 44.149) παρέμειναν ως ρεκόρ (ανεπίσημο) μέχρι τις 12 Φεβρουαρίου 2022, όταν ξεπεράστηκαν από τον ΛεΜπρόν Τζέιμς.[160][161] Παρέμεινε ο πρώτος όλων των εποχών σε πόντους που έχουν σημειωθεί στην κανονική περίοδο μέχρι τις 7 Φεβρουαρίου του 2023.[7][162][163] Το διάστημα αυτό είναι το μεγαλύτερο για κάτοχο του αντίστοιχου ρεκόρ, με τη μακροχρόνια καριέρα του, το ασταμάτητο επιθετικό του προφίλ και την συνεπή παρουσία του σε κορυφαίο αγωνιστικό επίπεδο να αντιρροπούν το μέσο όρο πόντων του ανά αγώνα, που δεν είναι στους δέκα υψηλότερους στη ιστορία του πρωταθλήματος.[54][164][165] Το σύνολο των πόντων της καριέρας του (46.725) συμπεριλαμβανομένων αυτών του κολεγίου, της κανονικής περιόδου του NBA και των πλέι οφ καθώς και των All-Star Games ήταν ρεκόρ κόσμου έως 2001, όταν ξεπεράστηκε από το Βραζιλιάνο Οσκάρ Σμιτ.[166]
Παρά την εντυπωσιακή επιτυχία του στο γήπεδο, μόλις τα τελευταία χρόνια της καριέρας του ο Τζαμπάρ κέρδισε τελικά την αγάπη των οπαδών του μπάσκετ παγκόσμια. Απέφευγε τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης συχνά και μερικές φορές φαινόταν απομακρυσμένος. «Είμαι ο κακός ανάμεσα στους κακούς», είπε κάποτε στο The Sporting News.[96] Το χαμηλό προφίλ του, η έλλειψη ανταπόκρισης σε κοινωνικές καταστάσεις με ευχάριστο τρόπο (και ίσως όχι μόνο) τον διατηρεί συχνά υποτιμημένο στις αξιολόγησεις που γίνονται για τους κορυφαίους στην ιστορία του αθλήματος, παρά τους πολλαπλούς τίτλους και τις ατομικές διακρίσεις στην σταδιοδρομία του.[4][167][168] Είναι χαρακτηριστικό ότι το εξειδικευμένο περιοδικό Slam τον κατέταξε μόλις στην έβδομη θέση των καλύτερων όλων των εποχών το 2011,[169] ενώ οι απόψεις που τον χαρακτηρίζουν ως τον κορυφαίο όλων δεν είναι λίγες.[6][51][170][171]
Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση υπήρξε επιφυλακτικός απέναντι στην προπονητική. Εργάστηκε ως βοηθός για τους Λος Άντζελες Κλίπερς και τους Σιάτλ Σούπερσονικς. Ήταν ο επικεφαλής προπονητής της Οκλαχόμα Στορμ του US Basketball League το 2002, οδηγώντας την ομάδα στο πρωτάθλημα εκείνη τη σεζόν, αλλά απέτυχε να κατακτήσει τη θέση προπονητή στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια ένα χρόνο αργότερα.[172] Στη συνέχεια εργάστηκε ως ανιχνευτής για τους Νιου Γιορκ Νικς. Επέστρεψε στους Λέικερς ως ειδικός βοηθός προπονητή για έξι χρονιές (2005–2011).[173]
Το Δεκέμβριο του 1991 μετά την αποχώρηση του Μάτζικ Τζόνσον σε ηλικία 32 ετών, καθώς είχε προσβληθεί από AIDS, ο Τζαμπάρ προσφέρθηκε να επιστρέψει στην ενεργό δράση για να αγωνιστεί στους Λος Άντζελες Λέικερς για να τους βοηθήσει τώρα που έχαναν τον μεγάλο ηγέτη τους, όμως η απάντηση ήταν αρνητική.[174] Άλλωστε την τελευταία του σεζόν με την ομάδα, στην ηλικία των 42, φάνηκε επηρεασμένος από τα χρόνια του μη μπορώντας να ανταγωνιστεί τους νεότερους παίκτες και κάνοντας τη χειρότερη σεζόν στην καριέρα του με μόλις 10,4 πόντους και 4,6 ριμπάουντ.[175] Εκλέχθηκε στο Naismith Memorial Basketball Hall of Fame το 1995 και αναδείχθηκε ένας από τους 50 καλύτερους παίκτες στην ιστορία του NBA το 1996[14][150][176] όπως και στην επετειακή ομάδα των 75 χρόνων το 2021.[177][178] Είχε επίσης επιλεγεί και στην ομάδα των 35 χρόνων του NBA ενώ ήταν ακόμα στην ενεργό δράση.[179] Από το 2015 καθιερώθηκε επίσης βραβείο στο όνομά του για τον καλύτερο σέντερ της χρονιάς.[180] Έχει ασχοληθεί επίσης με τον κινηματογράφο συμμετέχοντας σε ταινία τους Μπρους Λι, καθώς επίσης και σε άλλες δουλειές σε τηλεόραση και κινηματογράφο παίζοντας σε ταινίες συχνά υποδυόμενος τον εαυτό του.[11][144][181] Έχει έντονη κοινωνική και πολιτική δράση, παίρνοντας κατά καιρούς θέση σε καίρια ζητήματα της επικαιρότητας με έμφαση στα ζητήματα κοινωνικών ανισοτήτων υποστηρίζοντας τις αδύναμες ομάδες μειονοτήτων και ιδιαίτερα τους μαύρους Αμερικανούς. Επίσης, έχει αρθρογραφήσει για θρησκευτικά ζητήματα, κυρίως όσον αφορά το Ισλάμ και την ουσία του τοποθετούμενος ενάντια στη θρησκευτική μισαλοδοξία.[23][182][183] Η συνήθης αδράνεια των αθλητών σε κοινωνικά ζητήματα τον έβρισκε πάντα αντίθετο.[184] Αρθρογραφεί επίσης σε σημαντικά έντυπα όπως τα Time, Sports Illustrated, Washington Post κ.α.[11][185][186]
Είναι ταλαντούχος και καλλιεργημένος σε πολλές πτυχές των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Με βαθιές γνώσεις στην τέχνη, την ιστορία, τον πόλεμο, την πολιτική, τη φιλοσοφία και τη μουσική που τα έχει αποδώσει στην καλλιέργεια από τον πατέρα του. Ήταν καλός μαθητής στο σχολείο και φιλομαθής, γεγονός που μαζί με το ύψος του δεν λειτουργούσαν θετικά επάνω του με την πάροδο του χρόνου. Από την εφηβική του ηλικία είχε καλές επιδόσεις στην ιστορία και στα μαθήματα γλώσσας.[15][183][187] Του άρεσε να γράφει και έτσι από την ημέρα που αποσύρθηκε από τα γήπεδα ως παίκτης, εργάζεται ως συγγραφέας και έχει εκδώσει αξιοσημείωτο αριθμό βιβλίων, τα περισσότερα με θέμα το μπάσκετ και τον αθλητισμό, αλλά και για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα.[32][156] Η αυτοβιογραφία του, Giant Steps δημοσιεύθηκε το 1983.[188] Τα γραπτά του σχετικά με την αφροαμερικανική εμπειρία περιελάμβαναν επίσης: Black Profiles in Courage: A Legacy of African-American Achievement (1996 - έγινε μπεστ-σέλερ των The New York Times), Brothers in Arms: The Epic Story of the 761st Tank Battalion, Forgotten Heroes of the WWII’s World War (2004), On the Shoulders of Giants: My Personal Journey Through the Harlem Renaissance (2007, το οποίο γυρίστηκε και ταινία), What Color Is My World?: The Lost History of African-American Inventors (2012). Επιπλέον, έγραψε το Coach Wooden and Me: Our 50-Year Friendship on and off the Court (2017) καθώς και μία σειρά μυστηρίου για τον μεγαλύτερο αδερφό του Sherlock Holmes , Mycroft: Mycroft Holmes (2015), Mycroft and Sherlock (2018) και Mycroft and Sherlock: The Empty Birdcage (2019).[14]
Το Νοέμβριο του 2012 παρουσιάστηκε μπρούτζινο άγαλμά του ύψους συνολικά περίπου 5 μέτρων στο γήπεδο των Λέικερς.[189][190] Το 2012 διορίστηκε ως ο μοναδικός Πολιτιστικός Πρέσβης των ΗΠΑ από την τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ και στις 22 Νοεμβρίου 2016 του απονεμήθηκε το Προεδρικό Μετάλλιο Ελευθερίας, την υψηλότερη πολιτική διάκριση που έχει δοθεί συνολικά σε 21 Αμερικανούς πολίτες πρωτοπόρους στον τομέα δραστηριότητάς τους.[187][191][192] Ίδρυσε και λειτουργεί ως πρόεδρος του Ιδρύματος Skyhook, του οποίου η αποστολή είναι να «δώσει στα παιδιά ένα πλάνο που να μην μπορεί να τα αποκλείσει» φέρνοντας εκπαιδευτικές ευκαιρίες σε υποεξυπηρετούμενες κοινότητες μέσω καινοτόμων εξωτερικών περιβαλλοντικών μαθημάτων.[187]
Ζει στη Νέα Υόρκη με τη δεύτερη σύζυγό του, με την οποία έχει και ένα παιδί, ενώ από τον προηγούμενο γάμο του έχει αποκτήσει άλλα τέσσερα. Το 2009, ο Τζαμπάρ διαγνώστηκε με λευχαιμία, η οποία όμως είχε καλή πρόγνωση.[17][189] Το 2019 δημοπράτησε πολλά από τα έπαθλα και βραβεία του τονίζοντας: «Όταν πρέπει να αποφασίσετε αν ένα δαχτυλίδι ή ένα τρόπαιο θα πρέπει να στοιβάζεται σε ένα δωμάτιο ή να δίνετε στα παιδιά την ευκαιρία να αλλάξουν τη ζωή τους, είναι πολύ απλό: πωλήστε τα πάντα». Το τελικό ποσό από την πώλησή τους σε συλλέκτες έφτασε στα 2.947.872 δολάρια.[193][194] Στα τέλη του 2020 αποκάλυψε ότι έχει διαγνωσθεί με καρκίνο του προστάτη και σε δηλώσεις του ανέφερε τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι Αφροαμερικανοί, όπου τα ποσοστά είναι υψηλά όσον αφορά τα καρδιακά προβλήματα και τον καρκίνο.[195]
Περίοδος | Αγώνες | Πόντοι μ.ο. | Ρημπάουντ μ.ο. | Κοψίματα μ.ο. | % ευστοχία |
---|---|---|---|---|---|
1966–1967 | 30 | 29,0 | 15,5 | – | 66,7 |
1967–1968 | 28 | 26,2 | 16,5 | – | 61,3 |
1968–1969 | 30 | 24,0 | 14,7 | – | 63,5 |
Σύνολα | 88 | 26,4 | 15,5 | 63,9 |
Πηγή: Basketball-Reference
Περίοδος | Αγώνες | Πόντοι μ.ο. | Ρημπάουντ μ.ο. | Κοψίματα μ.ο. | % ευστοχία |
---|---|---|---|---|---|
1969–1970 | 82 | 28,8 | 14,5 | – | 51,8 |
1970–1971 | 82 | 31,7 | 16,0 | – | 57,7 |
1971–1972 | 81 | 34,8 | 16,6 | – | 57,4 |
1972–1973 | 76 | 30,2 | 16,1 | – | 55,4 |
1973–1974 | 81 | 27,0 | 14,5 | 3,5 | 53,9 |
1974–1975 | 65 | 30,0 | 14,0 | 3,3 | 51,3 |
1975–1976 | 82 | 27,7 | 16,9 | 4,1 | 52,9 |
1976–1977 | 82 | 26,2 | 13,3 | 3,2 | 57,9 |
1977–1978 | 62 | 25,8 | 12,9 | 3,0 | 55,0 |
1978–1979 | 80 | 23,8 | 12,8 | 4,2 | 57,9 |
1979–1980 | 82 | 24,8 | 10,8 | 3,4 | 60,4 |
1980–1981 | 80 | 26,2 | 10,3 | 2,9 | 57,4 |
1981–1982 | 76 | 23,9 | 8,7 | 2,7 | 57,9 |
1982–1983 | 79 | 21,8 | 7,5 | 2,2 | 58,8 |
1983–1984 | 80 | 21,5 | 7,3 | 1,8 | 57,8 |
1984–1985 | 79 | 22,0 | 7,9 | 2,1 | 59,9 |
1985–1986 | 79 | 23,4 | 6,1 | 1,6 | 56,4 |
1986–1987 | 78 | 17,5 | 6,7 | 1,2 | 56,4 |
1987–1988 | 80 | 14,6 | 6,0 | 1,1 | 53,2 |
1988–1989 | 74 | 10,1 | 4,5 | 1,1 | 47,5 |
Σύνολα | 1.560 | 24,6 | 11,2 | 2,6 | 55,9 |
Πηγή: Basketball-Reference
Περίοδος | Αγώνες | Πόντοι μ.ο. | Ρημπάουντ μ.ο. | Κοψίματα μ.ο. | % ευστοχία |
---|---|---|---|---|---|
1969–1970 | 10 | 35,2 | 16,8 | – | 56,7 |
1970–1971 | 14 | 26,6 | 17,0 | – | 53,5 |
1971–1972 | 11 | 28,7 | 18,2 | – | 43,7 |
1972–1973 | 6 | 22,8 | 16,2 | – | 42,8 |
1973–1974 | 16 | 32,2 | 15,8 | 2,5 | 55,7 |
1976–1977 | 11 | 34,6 | 17,7 | 3,4 | 60,7 |
1977–1978 | 3 | 27,0 | 13,7 | 4,0 | 52,1 |
1978–1979 | 8 | 28,5 | 12,6 | 4,1 | 57,9 |
1979–1980 | 15 | 31,9 | 12,1 | 3,9 | 57,2 |
1980–1981 | 3 | 26,7 | 16,7 | 2,7 | 46,2 |
1981–1982 | 14 | 20,4 | 8,5 | 3,2 | 52,0 |
1982–1983 | 15 | 27,1 | 7,7 | 3,7 | 56,8 |
1983–1984 | 21 | 23,9 | 8,2 | 2,1 | 55,5 |
1984–1985 | 19 | 21,9 | 8,1 | 1,9 | 56,0 |
1985–1986 | 14 | 25,9 | 5,9 | 1,7 | 55,7 |
1986–1987 | 8 | 19,2 | 6,8 | 1,9 | 53,0 |
1987–1988 | 24 | 14,1 | 5,5 | 1,5 | 46,4 |
1988–1989 | 15 | 11,1 | 3,9 | 0,7 | 46,3 |
Σύνολα | 237 | 24,3 | 10,5 | 2,4 | 53,3 |
Πηγή: Basketball-Reference
Αγώνες | Πόντοι | Ρημπάουντ | Κοψίματα | |
---|---|---|---|---|
NCAA | 88 | 2.325 | 1.367 | – |
NBA κανονική περίοδος | 1.560 | 38.387 | 17.440 | 3.189 |
NBA πλέι-οφ | 237 | 5.762 | 2.481 | 476 |
NBA All-Star Game | 18 | 251 | 149 | 31 |
Πηγή: Basketball-Reference
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.