From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ιστορικότητα του Ιησού αφορά στην αναζήτηση, μελέτη και ανάλυση ιστορικών στοιχείων ώστε να εξακριβωθεί ότι ο Ιησούς Χριστός υπήρξε ως ιστορικό πρόσωπο και να επιβεβαιωθούν ως ιστορικά γεγονότα τα περιστατικά που αναφέρονται στα Ευαγγέλια (ευαγγελικές αφηγήσεις). Κάπου στις αρχές του 20ου αιώνα, οι ιστορικοί γενικά συμπέραναν ότι ο Ιησούς υπήρξε με βάση τα στοιχεία.[1][2][3]
Η σχετική έρευνα επιχειρεί να συγκροτήσει τα ιστορικά στοιχεία της ζωής και της διδασκαλίας του Ιησού. Η θεωρία του «Μύθου του Ιησού» που προτείνει ότι ο Ιησούς Χριστός δεν υπήρξε ποτέ δεν έχει υποστηριχθεί, και σχεδόν όλοι οι μελετητές δέχονται ότι υπήρξε ο Ιησούς.[4][5][6] Αν και η ιστορική αξιοπιστία των ευαγγελικών αφηγήσεων είναι αντικείμενο αντιπαράθεσης,[7] οι μελετητές συμφωνούν «σχεδόν καθολικά» σε δύο γεγονότα: ότι ο Ιησούς Χριστός βαπτίστηκε από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και σταυρώθηκε με διαταγή του Ρωμαίου επάρχου Πόντιου Πιλάτου.[8][9][10] Στα γεγονότα που αμφισβητούνται περιλαμβάνονται η χρονολόγηση και τα περιστατικά της γέννησης, ορισμένες λεπτομέρειες σχετικές με τη Σταύρωση, τα θαύματα, η Ανάσταση.
Οι περισσότεροι βιβλικοί μελετητές εκτιμούν ότι οι θεωρίες περί μη-ύπαρξης του Ιησού είναι ουσιαστικά αντικρουόμενες και έχουν γενικά διαψευσθεί.[11][12][13] Συγχρόνως, κάποιοι έχουν υιοθετήσει μια πιο μετριοπαθή, «αγνωστικιστική στάση», υποστηρίζοντας ότι χρειάζεται περισσότερη επιστημονική έρευνα και συζήτηση σχετικά με αυτό το ζήτημα.[εκκρεμεί παραπομπή]
Ερωτήματα ανακύπτουν καθώς είναι δύσκολο να επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες για τη ζωή του Ιησού από αυθεντικά και αξιόπιστα ιστορικά έγγραφα. Επίσης, οι ιστορικές διηγήσεις μεταβιβάζουν, εκτός από τις θεολογικές απόψεις, τις λογοτεχνικές και τις λαϊκές ιστορίες. Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι οι κύριες πηγές ιστορικών πληροφοριών είναι τα Συνοπτικά Ευαγγέλια μαζί με το Ευαγγέλιο του Ιωάννη.[14][15][16]
Στο πλαίσιο των πιθανολογήσεων, ο Ιησούς της Ναζαρέτ γεννήθηκε μεταξύ των ετών 7 και 2 π.Χ., στο τέλος της βασιλείας του Ηρώδη του Μεγάλου, και πέθανε το 30 με 36 μ.Χ.,[17][18][19] κατά τη διακυβέρνηση του Ηρώδη Αντίπα. Έζησε στη Γαλιλαία και την Ιουδαία, δεν σπούδασε ή κήρυξε αλλού[20][21][22] και μιλούσε Αραμαϊκά, ίσως Εβραϊκά και Ελληνικά.[23][24][25]
Στοιχεία για την έρευνα της Ιστορικότητας του Ιησού αντλούνται τόσο από χριστιανικές πηγές, όπως η Καινή Διαθήκη, όσο και από εξωχριστιανικές αναφορές, όπως στα έργα του Ιουδαίου ιστορικού Ιώσηπου Φλάβιου και του Ρωμαίου ιστορικού Τακίτου.[26][27] Οι Ιουδαϊκές πηγές συνήθως δεν αντλούν στοιχεία από τις Ρωμαΐκές, οπότε οι μεταξύ τους ομοιότητες και διαφορές, εφόσον δεν αμφισβητείται η αυθεντικότητά τους, χρησιμοποιούνται στη διαδικασία της πιστοποίησης και διασταύρωσης ώστε να εξαχθούν έγκυρα ιστορικά στοιχεία.[28][29] Σύμφωνα με τον βιβλικό μελετητή Frederick Fyvie Bruce, η παλαιότερη αναφορά του Ιησού εκτός της Καινής Διαθήκης γίνεται από έναν ιστορικό ονόματι Θαλλό κάπου το 55 μ.Χ.[30] Πέραν τούτων, αφηγήσεις για τον Ιησού υπάρχουν σε Απόκρυφα κείμενα που έχουν αποκλειστεί από την Αγία Γραφή.
Αναμφισβήτητα, η ανακάλυψη των Χειρογράφων της Νεκράς Θάλασσας[31][32] ανατρέπει αρκετά συμπεράσματα για την ιστορία της εβραϊκής και της χριστιανικής θρησκείας. Τα ανευρεθέντα Χειρόγραφα περιλαμβάνουν κείμενα από τον 3ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 1ο μ.Χ. και δίνουν σημαντικές πληροφορίες για την ιστορική εποχή που γεννήθηκε ο Χριστιανισμός.
Οι χριστιανικές πηγές για την Ιστορικότητα του Ιησού είναι κυρίως τα συγγράμματα της Καινής Διαθήκης, όπως τα Ευαγγέλια, οι Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, τα Συνοπτικά Ευαγγέλια, η Πηγή των Λογίων (Q), οι Πράξεις των Αποστόλων.
Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος Ευαγγέλιο χαρακτηρίζει τα 4 πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, που σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν στην ελληνική γλώσσα ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Αποτελούν τις πιο λεπτομερείς αναφορές στα γεγονότα της ζωής του Ιησού, εκθέτουν το περιεχόμενο του κηρύγματός του και τα κυριότερα δογματικά και ηθικά σημεία του χριστιανισμού. Τα Ευαγγέλια έγιναν αποδεκτά από τις πρωτοχριστιανικές εκκλησίες και αποτελούν μέρος του Βιβλικού κανόνα της Καινής Διαθήκης.
Οι επιστολές του Παύλου ή γράμματα του Παύλου είναι 13 βιβλία της Καινής Διαθήκης που αποδίδονται στον Απόστολο Παύλο. Η Επιστολή προς Εβραίους, παρόλο που δεν φέρει το όνομά του, θεωρήθηκε παύλεια και συνήθως ακολουθεί μετά από την ομάδα των 13 επιστολών. Οι περισσότεροι μελετητές πιστεύουν ότι ο Παύλος έγραψε σίγουρα επτά από τις δεκατρείς επιστολές (Γαλάτες, Ρωμαίους, Α΄ Κορινθίους, Β' Κορινθίους, Φιλήμων, Φιλιππησίους, Α΄ Θεσσαλονικείς).[33] Αν και η συγγραφή ορισμένων είναι υπό αμφισβήτηση, αυτές οι επιστολές είναι από τα πρώτα χριστιανικά χειρόγραφα.
Συνοπτικά Ευαγγέλια ονομάζονται τα 3 πρώτα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης, το κατά Ματθαίον, το κατά Μάρκον και το κατά Λουκάν, τα οποία, καταγραφόμενα σε παράλληλες στήλες και συγκρινόμενα μεταξύ τους, μπορούν να εξεταστούν συνοπτικά (συν-όψις) για να διαπιστωθούν οι ομοιότητες και οι διαφορές τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το περιεχόμενο. Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι αποτελούν κύριες πηγές ιστορικών πληροφοριών.[14][15][16]
Η Πηγή των Λογίων ή Τα Λόγια του Ιησού είναι μια υποθετική γραπτή ή προφορική πηγή από όπου οι συγγραφείς των Συνοπτικών Ευαγγελίων, Ματθαίος και Λουκάς, άντλησαν πληροφορίες για τη διδασκαλία του Ιησού. Κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι ήταν περισσότερα από ένα κείμενα, κάποιοι ότι ήταν προφορική πηγή και άλλοι αμφισβητούν την ύπαρξή της.
Έχει καθιερωθεί διεθνώς να συμβολίζεται με το γράμμα «Q», το αρχικό γράμμα δηλαδή της γερμανικής λέξης Quelle που στα ελληνικά μεταφράζεται ως Πηγή.
Τα ίχνη της «Q», πηγή του αρχέγονου χριστιανισμού, χάθηκαν στον χρόνο. Η υπόθεση για την ύπαρξή της ανάγεται στο 1900. Η μεταγενέστερη βιβλική έρευνα κατέληξε σε κοινώς αποδεκτά πορίσματα, ενώ συνεχίζεται η συστηματική έρευνα για την πραγματική έκταση, το ακριβές λεξιλόγιο και τα διάφορα στάδια εξέλιξής της.
Οι Πράξεις των Αποστόλων είναι το πέμπτο κατά σειρά από τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης. Η συγγραφή του χρονολογείται στο 61 με 63 μ.Χ. και αποδίδεται στον Λουκά, συνεργάτη του απόστολου Παύλου. Περιγράφει τη ζωή και τη δράση της αρχαίας εκκλησίας αμέσως μετά την Ανάσταση του Ιησού Χριστού, κατ' ακρίβειαν με την Ανάληψη. Σύμφωνα με τους προλόγους του Ευαγγελίου και των Πράξεων, ο Λουκάς αφιέρωσε και τα δύο βιβλία του σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, τον «κράτιστον Θεόφιλον».
Οι εξωχριστιανικές αναφορές για την Ιστορικότητα του Ιησού είναι περιορισμένες, αλλά γενικά αποδεκτές από την πλειοψηφία των μελετητών, και αφορούν κυρίως στους πρώτους χριστιανούς και όχι στον Ιησού. Ενδεικτικώς:
Ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος Φλάβιος (37; – 100 μ.Χ.) στο διασωζόμενο έργο του Ιουδαϊκή Αρχαιολογία (Testimonium Flavianum), στα βιβλία XX και XVIII, αναφέρεται δύο φορές στον Ιησού. Οι εν λόγω αναφορές θεωρούνται ίσως οι παλαιότερες που προέρχονται από το Ιουδαϊκό περιβάλλον και πλησιέστερες χρονικά προς τον θάνατο του Ιησού (περί το 93–94 μ.Χ).
Το πρώτο απόσπασμα, η μαρτυρία του Φλαβίου, είναι το μεγαλύτερο σε έκταση και είναι διεθνώς γνωστό ως «Φλαβιανή Μαρτυρία» («Testimonium Flavianum»).[34]
«Γίνεται δὲ κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον Ἰησοῦς σοφὸς ἀνήρ, εἴγε ἄνδρα αὐτὸν λέγειν χρή. ἦν γὰρ παραδόξων ἔργων ποιητής, διδάσκαλος ἀνθρώπων τῶν ἡδονῇ τἀληθῆ δεχομένων, καὶ πολλοὺς μὲν Ἰουδαίους, πολλοὺς δὲ καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐπηγάγετο: ὁ χριστὸς οὗτος ἦν. καὶ αὐτὸν ἐνδείξει τῶν πρώτων ἀνδρῶν παρ' ἡμῖν σταυρῷ ἐπιτετιμηκότος Πιλάτου οὐκ ἐπαύσαντο οἱ τὸ πρῶτον ἀγαπήσαντες: ἐφάνη γὰρ αὐτοῖς τρίτην ἔχων ἡμέραν πάλιν ζῶν τῶν θείων προφητῶν ταῦτά τε καὶ ἄλλα μυρία περὶ αὐτοῦ θαυμάσια εἰρηκότων. εἰς ἔτι τε νῦν τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοῦδε ὠνομασμένον οὐκ ἐπέλιπε τὸ φῦλον.»
«Έτσι, εκείνη περίπου την εποχή υπήρχε ο Ιησούς, ένας σοφός άντρας, –αν είναι θεμιτό να τον αποκαλείς άνθρωπο, διότι επιτελούσε θαυμαστά έργα–, ένας δάσκαλος των ανθρώπων που λαμβάνουν την αλήθεια με ευχαρίστηση. Έλκυσε κοντά του και πολλούς από τους Ιουδαίους και πολλούς από τους Έλληνες. Αυτός ήταν ο Χριστός· και όταν ο Πιλάτος, μετά από πρόταση που του έκαναν οι εξέχοντες άντρες μεταξύ μας, τον καταδίκασε στον σταυρό, εκείνοι που τον αγαπούσαν δεν τον εγκατέλειψαν αρχικά, διότι εμφανίστηκε σε εκείνους και πάλι την τρίτη μέρα, όπως τα είχαν προείπει οι θεϊκοί προφήτες και πολυάριθμα άλλα θαυμάσια πράγματα σχετικά με αυτόν· και η φυλή των Χριστιανών, όπως ονομάστηκε από αυτόν, δεν έχει εκλείψει μέχρι σήμερα.»
Οι γνώμες των μελετητών σχετικά με την αυθεντικότητα αυτού του αποσπάσματος ποικίλλουν.[35] Διαμορφώθηκαν οι απόψεις ότι είναι γενικά γνήσιο αλλά ότι πιθανόν υπέστη μεταγενέστερη επεξεργασία μάλλον από κάποιον χριστιανό αντιγραφέα.[35][36][37][38] Πολλοί μελετητές εντοπίζουν τις επεμβάσεις από το διαφορετικό ύφος γραφής, συγκριτικά με το συντηρητικό ύφος των κειμένων του Ιώσηπου, τη συντακτική δομή, αλλά και την ασυμφωνία που προέκυπτε στη μεταγενέστερη αντιγραφή του ίδιου έργου από άλλους αρχαίους συγγραφείς.[39]
Ο θεολόγος και ιστορικός Ωριγένης, σημαντική μορφή των πρωτοχριστιανικών χρόνων, αναφέρει στο διασωζόμενο έργο Κατά Κέλσου (περ. 248 μ.Χ.) ότι ο Ιώσηπος «δεν πιστεύει στον Ιησού ως Χριστό».[40] Συνεπώς, θεωρείται απίθανο να εγκωμίαζε τον Ιησού στο κείμενό του.[41]
Ο σύγχρονος ερευνητής Κένεθ Όλσον (Kenneth Olson) αναγνώρισε κάποιες ομοιότητες σε κείμενα της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας και του έργου Demonstratio Evangelica (Απόδειξη του Ευαγγελίου)[42] του χριστιανού επισκόπου και ιστορικού Ευσέβιου της Καισάρειας (265–340 μ.Χ.).[43] Στηριζόμενος στις ομοιότητες αυτές, υποστήριξε ότι ολόκληρο το έργο αλλοιώθηκε από τον Ευσέβιο. Σε αντιδιαστολή, τόσο ο ακαδημαϊκός Τζέιμς Κάρλετον Πάτζετ (J. Carleton Paget) όσο και η ιστορικός Άλις Γουίλι (Alice Whealey) απέρριψαν τα συμπεράσματά του.[44][45] Επίσης, ο Άλμπερτ Μπελ (Albert Bell) θεωρεί ότι στο εν λόγω απόσπασμα περιέχονται μερικά λογοτεχνικά χαρακτηριστικά του Ιώσηπου.[46]
Ο Ούγγρος μελετητής Γκέζα Βέρμες (Géza Vermes) αφαίρεσε από τη «Φλαβιανή Μαρτυρία» τα στοιχεία που θεώρησε ότι έτυχαν επεξεργασία και τα αντικατέστησε με αποσιωπητικά (…).[47] Η δική του εκδοχή είναι η εξής:
«Έτσι, εκείνη περίπου την εποχή υπήρχε ο Ιησούς, ένας σοφός άντρας… Διότι επιτελούσε θαυμαστά έργα – ένας δάσκαλος των ανθρώπων που λαμβάνουν την αλήθεια με ευχαρίστηση. Έλκυσε κοντά πολλούς από τους Ιουδαίους [και πολλούς από τους Εθνικούς;]. Αυτός [αποκαλούνταν] Χριστός. Και όταν ο Πιλάτος, μετά από πρόταση που του έκαναν οι εξέχοντες άντρες μεταξύ μας, τον καταδίκασε στον σταυρό, εκείνοι που τον αγαπούσαν δεν τον εγκατέλειψαν… και η φυλή των Χριστιανών, όπως ονομάστηκε από αυτόν, δεν έχει εκλείψει μέχρι σήμερα.»
Το δεύτερο και βραχύτερο απόσπασμα για τον Ιησού από την Ιουδαϊκή Αρχαιολογία δεν αμφισβητείται από την πλειοψηφία των ιστορικών, καθώς παραδίδεται ακριβώς ίδιο και από άλλους αρχαίους ιστορικούς.[48][49]
«Ό Άνανος […] καθίζει συνέδριον κριτών και παραγαγών είς αυτό τον αδελφόν Ίησού του λεγομένου Χριστού, Ιάκωβος όνομα αύτω και τινας ετέρους…»
«Ο Άννας […] κάλεσε το δικαστήριο και έφερε ενώπιόν του τον αδελφό τού Ιησού του λεγομένου Χριστού, του οποίου το όνομα ήταν Ιάκωβος, και μερικούς άλλους…»
Ο Ιώσηπος στο δεύτερο έργο του με τίτλο Ιστορία των Ιουδαϊκών Πολέμων, κατά την περιγραφή αντίστοιχων γεγονότων, δεν αναφέρει πουθενά τον Ιησού.[39]
Ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος (56; – 117; μ.Χ), στο διασωζόμενο έργο του Χρονικά (Annales), αναφέρει τον Χριστό, την εκτέλεσή του από τον Πόντιο Πιλάτο και τους πρώτους χριστιανούς στη Ρώμη.[50] Ο αρχικός τίτλος του έργου, στα χειρόγραφα, ήταν Ab excessu divi Augusti (Από τον θάνατο του αποθεωμένου Αυγούστου). Δεν γνωρίζουμε πόσους τόμους αριθμούσε αρχικά το έργο, μας είναι γνωστή η ύπαρξη μόνο 16 τόμων από τους οποίους άλλοι είναι ελλιπείς και άλλοι έχουν χαθεί.
Στο διασωζόμενο απόσπασμα (Χρονικά 15,44) γράφει τα εξής:[51]
«[…] ergo abolendo rumori Nero subdidit reos et quaesitissimis poenis adfecit, quos per flagitia invisos vulgus Chrestianos appellabat. auctor nominis eius Christus Tibero imperitante per procuratorem Pontium Pilatum supplicio adfectus erat; repressaque in praesens exitiablilis superstitio rursum erumpebat, non modo per Iudaeam, originem eius mali, sed per urbem etiam, quo cuncta undique atrocia aut pudenda confluunt celebranturque […]»
«[…] Ο Νέρων υπέδειξε άλλους ως ενόχους και υπέβαλε σε ιδιαίτερες τιμωρίες εκείνους τους οποίους ο λαός μισώντας τους για τις ανομίες τους ονόμαζε χριστιανούς. Εκείνος από τον οποίον προήλθε το όνομα είναι ο Χριστός, ο οποίος θανατώθηκε επί της βασιλείας του Τιβέριου, όταν Επίτροπος ήταν ο Πόντιος Πιλάτος. Η προς καιρόν κατασταλείσα ολέθρια δεισιδαιμονία εμφανίστηκε πάλι όχι μόνον στην Ιουδαία, την εστία αυτού του κακού, αλλά και στην πόλη [Ρώμη], όπου από παντού μαζεύονται και ακούγονται όλα τα κακά και τα αισχρά […]»
Η επιστημονική συναίνεση είναι ότι η αναφορά του Τάκιτου στην εκτέλεση του Ιησού από τον Πιλάτο είναι και αυθεντική και μεγάλης ιστορικής αξίας ως ανεξάρτητη ρωμαϊκή πηγή.[52][53][54]
Επιβεβαιώνεται η σταύρωση του Χριστού,[55] η ύπαρξη χριστιανών στη Ρώμη, η διάκριση μεταξύ χριστιανών και εβραίων και ότι εκείνη την εποχή διάφοροι παγανιστές συνέδεσαν τον χριστιανισμό στη Ρώμη με τα δεινά στην Ιουδαία.
Όσον αφορά την πηγή του, ο Paul R. Eddy έχει δηλώσει ότι, δεδομένης της θέσης του ως γερουσιαστής, ο Τάκιτος μάλλον είχε πρόσβαση σε επίσημα ρωμαϊκά έγγραφα της εποχής.[56]
Ο Ρωμαίος νομικός και ρήτορας Πλίνιος ο Νεότερος (61; – 113; μ.Χ) σε διασωζόμενη Επιστολή (Epistularum Libri Decem, Liber X 96 C.7)[57] προς τον αυτοκράτορα Τραϊανό, στο πλαίσιο της υπηρεσιακής αλληλογραφίας τους, αναφέρει μια ομάδα χριστιανών που υμνούσαν κάποιον Χριστό (Christo):
«[…] quod essent soliti stato die ante lucem convenire, carmenque Christo quasi deo dicere secum invicem seque sacramento non in scelus aliquod obstringere, sed ne furta ne latrocinia ne adulteria committerent, ne fidem fallerent, ne depositum appellati abnegarent. Quibus peractis morem sibi discedendi fuisse rursusque coeundi ad capiendum cibum, promiscuum tamen et innoxium; […]»
«[…] συνήθιζαν να συγκεντρώνονται μια ορισμένη ημέρα πριν την ανατολή του ηλίου, και ανέπεμπαν ύμνους προς τον Χριστό ως Θεό, και δεσμεύονταν με όρκο, όχι για πράξεις κακές, αλλά να μην διαπράττουν απάτη, κλοπή ή μοιχεία, να μην εξαπατούν, ούτε να αρνηθούν την πίστη τους εάν καλούνταν. Στη συνέχεια, το έθιμό τους ήταν να διαλύονται και μετά να συγκεντρώνονται ξανά για να φάνε από κοινού ένα απλό φαγητό […]»
Ο ιστορικός Σαρλ Γκουίγκνµπερτ (Charles Guignebert, 1867-1939) απορρίπτει την Επιστολή ως ιστορικό στοιχείο, υποστηρίζοντας ότι:
«Μόνο οι πιο αφελείς αποδέχονται αυτό το κείμενο ως επιχείρημα υπέρ της ιστορικότητας του Ιησού».[58]
Ωστόσο, πολλοί ιστορικοί θεωρούν το γραπτό αυθεντικό.[59]
Ο Ρωμαίος νομικός και ιστορικός Γάιος Σουητώνιος Τράγκυλλος (69/77; - 130; μ.Χ) στο διασωζόμενο έργο του Οι βίοι των Καισάρων (De Vita Caesarum)[60] αναφέρεται, στον «βίο του Κλαύδιου», στην εκδίωξη των Ιουδαίων από τη Ρώμη (49 ή 53 μ.Χ).
Ο Κλαύδιος, προκειμένου να εκτονωθούν οι ταραχές ανάμεσα στους Εβραίους και Χριστιανούς της Ρώμης, εξόρισε τους Ιουδαίους της Ρώμης δίχως ωστόσο να γίνεται διάκριση σε χριστιανούς και μη χριστιανούς Ιουδαίους.[61]
«Judaeos impulsore Chresto assidue tumultuants Roma expulit, Suetonii νita Claudii» (XXV, 4)
«Επειδή οι Ιουδαίοι διαρκώς δημιουργούσαν ταραχές υποκινούμενοι από τον Χριστό ο Κλαύδιος τους εξόρισε από τη Ρώμη»
Η απομάκρυνση των Ιουδαίων από τη Ρώμη αναφέρεται και στις Πράξεις των Αποστόλων (18:2).
Η γραφή του ονόματος ως Chrestus αντί για Christus παρατηρείται και σε μεταγενέστερες αναφορές στον Χριστό. Αν εξαιρεθεί το γεγονός ότι ήταν αρκετά κοινό όνομα, ειδικά για τους σκλάβους, αρκετοί διατυπώνουν την άποψη –ανάμεσα τους ο ποιητής και ιστορικός πεζογράφος Ρόμπερτ Γκρέιβς–, ότι πρόκειται είτε για παραλλαγή του ονόματος Christus είτε για ορθογραφικό λάθος των ιστορικών της εποχής.
Επίσης, οι μελετητές επισημαίνουν ότι ενώ στον «βίο του Κλαύδιου» ο Σουητώνιος αναφέρει ως Εβραίους τους οπαδούς τού Chrestus, στον «βίο του Νέρωνα» αναφέρεται στους Χριστιανούς με τη λέξη Christiani.[62]
Ο Μάρα μπαρ Σεραπίων (1ος αιώνας, Mara bar Serapion) ήταν Ασσύριος στωικός φιλόσοφος. Η πατρίδα του μάλλον ήταν τα Σαμόσατα (στην τοποθεσία της σύγχρονης πόλης Σαμσάτ της Τουρκίας) και μετά την προσάρτησή της στους Ρωμαίους (περί το 72 μ.Χ.) αιχμαλωτίστηκε στη Σελεύκεια (στο σημερινό Ιράκ).
Όταν ήταν στη φυλακή φέρεται να έγραψε επιστολή προς τον γιο του και περιέχει αναφορά στον Ιησού. Η χειρόγραφη επιστολή, την οποία οι περισσότεροι μελετητές χρονολογούν λίγο μετά το 73 μ.Χ., περιήλθε στην Εθνική Βρετανική Βιβλιοθήκη το 1843.[63]
«Mara, son of Serapion, to Serapion, my son: peace.
[…]
»What are we to say, when the wise are dragged by force by the hands of tyrants, and their wisdom is deprived of its freedom3480 by slander, and they are plundered for their superior intelligence, without the opportunity of making a defence? They are not wholly to be pitied. For what benefit did the Athenians obtain by putting Socrates to death, seeing that they received as retribution for it famine and pestilence? Or the people of Samos by the burning of Pythagoras, seeing that in one hour the whole3481 of their country was covered with sand? Or the Jews by the murder of their Wise King, seeing that from that very time their kingdom was driven away from them? For with justice did God grant a recompense to the wisdom of all three of them. For the Athenians died by famine; and the people of Samos were covered by the sea without remedy; and the Jews, brought to desolation and expelled from their kingdom, are driven away into every land. Nay, Socrates did “not” die, because of Plato; nor yet Pythagoras, because of the statue of Hera; nor yet the Wise King, because of the new laws which he enacted.»[64]
«Μάρα, γιος του Σεραπίωνος, στον Σεραπίων, τον γιο μου: ειρήνη.
[…]
»Τι απομένει να πούμε όταν οι σοφοί σύρονται βιαίως από τα χἐρια των τυράννων, και η σοφία τους αποστερείται την ελευθερία της με συκοφαντία, και λεηλατούνται για την ανώτερη νοημοσύνη τους δίχως δυνατότητα υπεράσπισης; Δεν είναι αξιολύπητοι. Γιατί πώς επωφελήθηκαν οι Αθηναίοι θανατώνοντας τον Σωκράτη, όταν τιμωρήθηκαν για το έγκλημα με λιμό [πείνα] και λοιμό [επιδημία]; Ή οι Σάμιοι καίγοντας τον Πυθαγόρα, όταν ολόκληρη η πόλη τους καλύφθηκε με άμμο μέσα σε μία ώρα; Ή οι Εβραίοι δολοφονώντας τον Σοφό Βασιλιά τους, όταν από εκείνη τη στιγμή το βασίλειό τους απομακρύνθηκε; Διότι δίκαια αντέμειψε ο Θεός τη σοφία και των τριών. Οι Αθηναίοι πέθαναν από λιμό· και οι κάτοικοι της Σάμου καλύφθηκαν ολοκληρωτικά από τη θάλασσα· και οι Εβραίοι απομονώθηκαν και εκδιώχθηκαν από το βασίλειό τους και διασκορπίστηκαν. Όχι, ο Σωκράτης “δεν” πέθανε, χάρη στον Πλάτωνα· ούτε ο Πυθαγόρας, χάρη στο άγαλμα της Ήρας· ούτε ο Σοφός Βασιλιάς, χάρη στους νέους νόμους που θέσπισε.»
Στην επιστολή δεν αναφέρεται ο Ιησούς αλλά κάποιος Σοφός Βασιλιάς, τον οποίο δεν κατονομάζει. Εντούτοις, ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι πληροφορίες του για τον Σοφό Βασιλιά ταιριάζουν με τις περιγραφές του Ιησού στις Γραφές.[65]
Ο Σύρος σοφιστής Λουκιανός ο Σαμοσατεύς (125-195 μ.Χ) στο διασωζόμενο έργο του Περί της Περεγρίνου τελευτής προσπαθεί να αποκαλύψει την αγυρτεία και τη δοξομανία του κυνικού φιλοσόφου Περεγρίνου, ο οποίος αυτονομάζεται «Πρωτέας». Ο Περεγρίνος από την πόλη Πάριον της Μυσίας (αρχαία χώρα της Μικράς Ασίας), έπνιξε τον πατέρα του, κατέφυγε στην Παλαιστίνη, ασπάσθηκε τον χριστιανισμό, φυλακίσθηκε, επέστρεψε στην πατρίδα του, ήρθε σε αντίθεση με τους συγχωριανούς του, ξαναέφυγε και στο τέλος έφτασε στην Ηλεία της Ελλάδας όπου, το 165 μ.Χ. στην 236η Ολυμπιάδα, αυτοπυρπολήθηκε. Στο έργο, υπάρχουν πολλά αποσπάσματα για τον Χριστό και τους χριστιανούς.[66]
Μετάφραση: Ιωάννης Κονδυλάκης[67]
«11. [ενν. ο Περεγρίνος] […] Τότε δε εμυήθη και εις την θαυμαστήν σοφίαν των Χριστιανών, των οποίων τους ιερείς και διδασκάλους εγνώρισεν εις την Παλαιστίνην. Εντός ολίγου μάλιστα τους υπερέβη γενόμενος προφήτης και αρχηγός και πρόεδρος των συναθροίσεων αυτών […]
»13. […] Έπειτα ο πρώτος αυτών νομοθέτης τους έπεισεν ότι είνε αδελφοί πάντες μεταξύ των, άμα προσέλθουν εις την θρησκείαν του και απαρνηθούν τους Ελληνικούς θεούς, τον δε σταυρωμένον εκείνον διδάσκαλόν 9 των προσκυνούν και ακολουθούν κατά τας εντολάς του. Και επειδή επίστευσαν τα τοιαύτα χωρίς να τα πολυεξετάσουν, καταφρονούν τα πάντα και παν ό,τι έχουν το θεωρούν κοινόν. Εάν λοιπόν παρουσιασθή κανείς μεταξύ αυτών απατεών και επιτήδειος άνθρωπος ικανός να τους εκμεταλλευθή, δύναται εντός ολίγου να γίνη πλούσιος εξαπατών τους απλοϊκούς εκείνους ανθρώπους. […]»
9Σημείωση Π-Δ: Το αρχαίο κείμενο δεν αναφέρει τη λέξη «διδάσκαλος», αλλά «σοφιστής»: «τὸν δὲ ἀνεσκολοπισμένον ἐκεῖνον σοφιστὴν αὐτὸν προσκυνῶσιν». Δεδομένου ότι ο Λουκιανός θεωρούσε τους σοφιστές απατεώνες, ο όρος μάλλον δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται με θετική σημασία.
Ο φιλόσοφος Κέλσος ο Αλεξανδρεύς (β’ μισό 2ου μ.Χ. αιώνα), στο σύγγραμμά του Αληθής Λόγος (The True Word), το οποίο σώζεται αποσπασματικά από παραθέματα στο διασωζόμενο έργο Κατά Κέλσου[68] του Ωριγένη, αντιμετώπισε με κριτική διάθεση τον Ιησού και τον χριστιανισμό.
Ο Κέλσος φέρεται να ανατρέπει τη θεϊκή καταγωγή του Ιησού και υποστηρίζει ότι λόγω της φτώχειας του πήγε να δουλέψει στην Αίγυπτο. Όσο ήταν εκεί απέκτησε ορισμένες (φακιρικές)[69] δυνάμεις και όταν επέστρεψε τις χρησιμοποίησε για να αυτοανακηρυχθεί θεός. Για τους χριστιανούς αναφέρει μεταξύ άλλων ότι:
[…] ὅτι ἀρχόμενοι μέν, φησίν, ὀλίγοι τε ἦσαν καὶ ἓν ἐφρόνουν· εἰς πλῆθος δὲ σπαρέντες αὖθις αὖ τέμνονται καὶ σχίζονται καὶ στάσεις ἰδίας ἔχειν ἕκαστοι θέλουσι· τούτου γὰρ ἀρχῆθεν ἔχρῃζον» (τόμος τρίτος, παρ.10)
«[…] στην αρχή, λίγοι ήταν και το ίδιο σκέπτονταν· όταν πληθαίνουν διασκορπίζονται και εκ νέου διασπώνται και αποσχίζονται και ο καθένας θέλει να είναι αρχηγός [της ομάδας]· διότι αυτό εξαρχής ζητούσαν»
Η ανασύνθεση, σε ποσοστό άνω του 80%, του «αντιχριστιανικού» συγγράμματος Αληθής Λόγος κατέστη δυνατή διότι ο χριστιανός θεολόγος Ωριγένης, προκειμένου να τον αντικρούσει, στο απολογητικό του έργο Κατά Κέλσου (Contra Celsum) παρέθεσε αυτούσια αποσπάσματα από τον Αληθή Λόγο.
Ο ιστορικός Θαλλός συνέγραψε περί το 50 μ.Χ.,[70] σε Ελληνιστική Κοινή, μια τρίτομη Ιστορία. Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του και το μεγαλύτερο μέρος του έργου του έχει χαθεί. Εξιστορήσεις του Θαλλού περιλαμβάνονται σε έργα του Ιουλίου Αφρικανού, του επισκόπου Θεοφίλου Αντιοχείας (Προς Αυτόλυκον, Βιβλίο 3.29), του Ευσέβιου Καισαρείας (Παντοδαπή ιστορία, Ρωμαίοι [100]),[71] του Κάστωρα του Ρόδιου, του Τερτυλλιανού (Απολογητικός, κεφ. 19)[72] και άλλων.
Ο Θαλλός φέρεται να ανέφερε το κοσμικό σκοτάδι που ακολούθησε της Σταύρωσης του Ιησού, στις αφηγήσεις της Καινής Διαθήκης, ως μια έκλειψη ηλίου. Όμως, ο ιστορικός Ιούλιος Αφρικανός φέρεται να τον αντικρούει. Στη Χρονογραφία (Chronographiae),[73] η οποία έχει χαθεί αλλά παραθέματά της περιλαμβάνονται στο Χρονικό του Ευσέβιου Καισαρείας, γράφει σχετικά:
“Concerning each of his deeds and his cures, both of bodies and souls, and the secrets of knowledge, and his resurrection from the dead, this has been explained with complete adequacy to his disciples and apostles before us. A most terrible darkness fell over all the world, the rocks were torn apart by an earthquake, and many places both in Judaea and the rest of the world were thrown down.
”In the third book of his Histories, Thallus calls this darkness a solar eclipse. In my opinion, this is nonsense. For the Hebrews celebrate the Passover on Luna 14, and what happened to the Savior occurred one day before the Passover. But an eclipse of the sun takes place when the moon passes under the sun. The only time when this can happen is in the interval between the first day [of the new moon] and the preceding day, when they are in conjunction. How then could one believe an eclipse took place when the moon was almost in opposition to the sun? So be it. Let what happened beguile the masses, and let this wonderful sign all over the world be considered a solar eclipse through an <error> due to the optical illusion.”[74]
“Αναφορικά με καθεμία από τις πράξεις και τις θεραπείες του, των σωμάτων και των ψυχών, και τις κρυφές γνώσεις, και την ανάστασή του από τους νεκρούς, εξηγήθηκαν με πλήρη επάρκεια στους μαθητές και αποστόλους του πριν από εμάς. Ένα φοβερό σκοτάδι έπεσε παντού, από τον σεισμό σκίστηκαν οι βράχοι και γκρεμίστηκαν πολλά μέρη τόσο στην Ιουδαία όσο και αλλού.
”Ο Θαλλός, στο τρίτο βιβλίο των Ιστοριών του, ερμηνεύει αυτό το σκοτάδι ως ηλιακή έκλειψη. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι ανυπόστατο. Γιατί οι Εβραίοι γιορτάζουν το Πάσχα την 14η ημέρα σύμφωνα με τη σελήνη και αυτό που συνέβη στον Σωτήρα [σσ. Σταύρωση] έγινε μία ημέρα πριν από το Πάσχα. Αλλά έκλειψη ηλίου πραγματοποιείται όταν η σελήνη περνάει πίσω από τον ήλιο. Η μόνη χρονική στιγμή που μπορεί αυτό να συμβεί είναι στο διάστημα μεταξύ της πρώτης ημέρας [της νέας Σελήνης] και της προηγούμενης ημέρας, όταν βρίσκονται σε σύνοδο. Πώς θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να πιστέψει ότι συνέβη έκλειψη όταν το φεγγάρι ήταν σχεδόν σε αντίθεση με τον ήλιο; Έστω κι έτσι. Αφήστε αυτό που συνέβη να γοητεύσει τον κόσμο και αφήστε αυτό το υπέροχο σημάδι να θεωρείται ηλιακή έκλειψη λόγω <σφάλματος> που οφείλεται στην οπτική ψευδαίσθηση.”
Ο όρος Απόκρυφα, αναφέρεται σε κείμενα θρησκευτικού περιεχομένου, τα οποία δεν περιλήφθηκαν στον (βιβλικό) Κανόνα επειδή αμφισβητείται τόσο η αυθεντικότητα όσο και η θεοπνευστία τους. Συντάχθηκαν από τον 2ο π.Χ. έως τον 4ο μ.Χ. αιώνα, αν και συνέχισαν να γράφονται ανάλογα κείμενα και μεταγενέστερα, από Ιουδαίους και Χριστιανούς συγγραφείς. Φέρονται να γράφτηκαν στην εβραϊκή, αραμαϊκή και ελληνική γλώσσα.
Θεωρείται ότι, οι συγγραφείς των Αποκρύφων με απομιμήσεις στοιχείων, όπως τίτλου, ονόματος συγγραφέα, μορφής και περιεχομένου, επεδίωκαν να εξασφαλίσουν στα κείμενά τους βιβλικό κύρος. Εκτός αυτού, συνήθως περιέχουν αφηγήσεις που λείπουν από τα κανονικά (βιβλικά) Ευαγγέλια.
Εντούτοις, μερικά Απόκρυφα κείμενα ενέπνευσαν έργα τέχνης –όπως της βυζαντινής–, χρησιμοποιούνται από την Εκκλησία για τις λατρευτικές της ανάγκες –όπως οι Ωδές του Σολομώντα–, και προκαλούν το επιστημονικό ενδιαφέρον. Διακρίνονται σε Απόκρυφα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Ορισμένα διασωζόμενα απόκρυφα κείμενα από τον χώρο της Παλαιάς Διαθήκης, είναι:
Τα απόκρυφα κείμενα της Καινής Διαθήκης ταξινομούνται σε Ευαγγέλια, Πράξεις, κηρύγματα, Επιστολές, Αποκαλύψεις. Πιθανολογείται ότι υπάρχουν πάνω από 100 απόκρυφα κείμενα.[78] Ορισμένα από αυτά που διασώθηκαν είναι:
«Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας» ή «Χειρόγραφα του Κουμράν» αποκαλούνται τα Χειρόγραφα που ανακαλύφθηκαν από το 1947 και εξής στην ευρύτερη περιοχή της Νεκράς Θάλασσας. Αν και ο όρος, υπό τη στενή έννοια, αναφέρεται στα ευρήματα εντός έντεκα σπηλαίων στην περιοχή του Κουμράν, συχνά περιλαμβάνονται και χειρόγραφα που ανευρέθησαν και σε άλλες κοντινές περιοχές της Νεκράς Θάλασσας.
Ουσιαστικά πρόκειται για μια συλλογή Χειρογράφων,[31][32] σε παπύρους και περγαμηνές, γραμμένα στην εβραϊκή, αραμαϊκή και ελληνική γλώσσα. Σύμφωνα με την επικρατούσα θεωρία έχουν συντεθεί από τους Εσσαίους, λίγο πριν ή γύρω στην εποχή του Ιησού, και αποτελούν τμήμα μιας πανάρχαιης βιβλιοθήκης της κοινότητας αυτής. Κάποιοι μελετητές συνδέουν την κοινότητα των Εσσαίων με την κοινότητα των Θεραπευτών της Αιγύπτου.
Στα Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας αναφέρεται ένας δίκαιος δάσκαλος και διακεκριμένος μεσσίας, ο καθαρμός μέσω του νερού και μια μάχη του φωτός ενάντια στο σκοτάδι. Αλλά οι περισσότεροι επιστήμονες συμφωνούν πως οι πάπυροι προηγούνται χρονικώς της εποχής του Ιησού και ότι πολλά από τα θέματα ή τις δοξασίες των Εσσαίων επηρέασαν αργότερα και τη διδασκαλία του Χριστιανισμού.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.