From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ινδικός Ρινόκερος ή Ρινόκερος ο μονόκερος (Rhinoceros unicornis) είναι ένα μεγάλο θηλαστικό που ζει στο Νεπάλ, το Μπουτάν, και το Άσαμ της Ινδίας. Η περιοχή κατοικίας του περιορίζεται στα λιβάδια και τα δάση στους πρόποδες των Ιμαλαΐων. Τρέχει με ταχύτητα που φτάνει τα 40 χλμ/ώρα για σύντομα χρονικά διαστήματα και είναι άριστος κολυμβητής. Έχει ανεπτυγμένες τις αισθήσεις της ακοής και της όσφρησης, αλλά σχετικά κακή όραση. Σε αυτό το ζωο βασίστηκε ο μύθος του μονόκερου.
Ινδικός ρινόκερος | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ινδικός ρινόκερος (Rhinoceros unicornis - Ρινόκερος ο μονόκερος) στο εθνικό πάρκο Kaziranga | ||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Rhinoceros unicornis (Ρινόκερος ο μονόκερος) Linnaeus | ||||||||||||||
Indian rhinoceros range | ||||||||||||||
Ο Ινδικός Ρινόκερος ήταν ο πρώτος ρινόκερος που έγινε γνωστός στους Ευρωπαίους. Η λέξη "Ρινόκερος" προέρχεται από το ελληνικό "ρίνο" για τη μύτη και "κέρος" για το κέρατο. Το Unicornis από τα λατινικά, "Uni" σημαίνει ένα, και "cornis" σημαίνει επίσης κέρατο. Ο Ινδικός Ρινόκερος είναι μονοτυπικός, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ξεχωριστά υποείδη. Η ταξινόμηση του Rhinoceros unicornis έγινε για πρώτη φορά από τον Κάρολο Λινναίο το 1758.[2]
Οι πρόγονοι των ρινόκερων παρεξέκλιναν από τα άλλα Περισσοδάκτυλα κατά το πρώιμο Ηώκαινο. Η σύγκριση μιτοχονδριακού DNA έχει δείξει πως οι πρόγονοι των σύγχρονων ρινόκερων χωρίστηκαν από τους προγόνους τους Ιππίδες περίπου 50 εκατ. χρόνια πριν.[3] Η σημερινή οικογένεια των Ρινοκερατίδων εμφανίστηκε για πρώτη φορά κατά το ύστερο Ηώκαινο στην περιοχή της Ευρασίας. Οι πρόγονοι του ρινόκερου άρχισαν να διασκορπίζονται στην Ασία κατά το Μειόκαινο.[4]
Απολιθώματα του Ινδικού Ρινόκερου εμφανίζονται στο Μέσο Πλειστόκαινο. Στο Πλειστόκαινο, το γένος Ρινόκερος εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη νοτιοανατολική και νότια Ασία μέχρι και τη Σρι Λάνκα. Την εποχή του Ολόκαινο μερικοί ρινόκεροι μετακινήθηκαν δυτικά ως το Γκουτζαράτ του Πακιστάν, όπου ζούσαν μέχρι και πριν 3.200 χρόνια.[2]
Τα πρώτα απολιθώματα από Ινδικούς Ρινόκερους και Ρινόκερους της Ιάβας, τα μόνα μέλη του γένους Ρινόκερος, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην Ασία περίπου 1,6-3,3 εκατομμύρια χρόνια πριν. Ωστόσο, μοριακές αναλύσεις, αναφέρουν πως το είδος ίσως να εμφανίστηκε πολύ νωρίτερα, πριν από περίπου 11,7 εκατομμύρια χρόνια.[5][3]
Σε μέγεθος, ο Ινδικός Ρινόκερος μοιάζει με τον Λευκό Ρινόκερο της Αφρικής. Έχει ύψος από 1,7 μέχρι 2 μ. και μήκος μέχρι 4 μ. Τα αρσενικά μεγαλύτερα από τα θηλυκά, και το βάρος τους είναι ποικίλει από 2.200 μέχρι 3.000 κιλά. Το μεγαλύτερο βάρος που έχει καταγραφεί ήταν 3.500 κιλά.
Οι Ινδικοί Ρινόκεροι έχουν ένα κέρατο το οποία εμφανίζεται στην ηλικία των 6 ετών. Αποτελείται από κερατινίνη, την ουσία από την οποία κατασκευάζονται τα ανθρώπινα νύχια, και το σύνηθες μήκος είναι 25 περίπου εκατοστά.[6] Το χρώμα του είναι μαύρο και καμπυλώνει προς την πλευρά της μύτης.
Οι ρινόκεροι αυτοί ζουν σε λιβάδια και παραποτάμια δάση, αλλά εξαιτίας της απώλειας αυτών των εδαφών αναγκάστηκαν να μετακινηθούν σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Είναι κυρίως μοναχικά ζώα, με εξαίρεση την περίοδο αναπαραγωγής και ανατροφής των απογόνων, αν και μερικές φορές συναθροίζονται σε περιοχές με νερό. Το εύρος της περιοχής κατοικίας κάθε ζώου κυμαίνεται συνήθως σε 2-8 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Τα αρσενικά επιτρέπουν σε άλλα αρσενικά να διασχίζουν την περιοχή τους με εξαίρεση την περίοδο αναπαραγωγής, οπότε είναι συνηθισμένοι οι επικίνδυνοι καυγάδες. Είναι ενεργοί κατά τη διάρκεια της νύχτας και νωρίς το πρωί. Περνάνε την μέρα τους κοντά σε λίμνες και ποτάμια, όπου μπορούν να δροσίζονται. Είναι εξαιρετικοί κολυμβητές. Πάνω από 10 διακριτοί ήχοι έχουν καταγραφεί.
Οι Ινδικοί ρινόκεροι έχουν λίγους φυσικούς εχθρούς, με εξαίρεση τις τίγρεις. Οι τίγρεις ενίοτε σκοτώνουν τα απροστάτευτα μικρά, αλλά οι ενήλικοι ρινόκεροι είναι λιγότερο ευάλωτοι λόγω του μεγέθους τους. Ένας άλλος εχθρός του ζώου είναι ο άνθρωπος, ο οποίος κυνηγάει το ζώο για διασκέδαση και για το κέρατό του. Οι μύγες tabanus, ένα είδος αλογόμυγας συνήθως τσιμπάει τους ρινόκερους. Οι ρινόκεροι είναι επίσης ευάλωτοι στην εξάπλωση ασθενειών από παράσιτα όπως οι βδέλλες και τα ακάρεα. Γνωστές είναι επίσης η ασθένεια του Άνθρακα και η νόσος της σηψαιμίας.[2]
Ο Ινδικός Ρινόκερος είναι χορτοφάγος. Η διατροφή του αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από χορτάρι, φύλλα, κλαδιά θάμνων και δέντρων, φρούτα και υδρόφυτα.[2]
Ο ρινόκερος χρησιμοποιεί τo εξογκωμένο χείλος του για να αρπάξει το χορτάρι, λυγίζει το μίσχο, δαγκώνει την κορυφή και στη συνέχεια τρώει το χορτάρι. Όταν πρόκειται για δενδρύλια ή ψηλά χόρτα, πατάει πάνω σε αυτά με τα πόδια του, ώστε να τα φέρει στο επίπεδο του στόματος. Οι μητέρες, επίσης, χρησιμοποιούν αυτή την τεχνική για να κάνουν ευκολότερο το τάισμα των μικρών.
Τα ενήλικα αρσενικά ζουν μοναχικά εκτός από την περίοδο αναπαραγωγής και κάποια περιστατικά μαχών. Τα θηλυκά είναι κυρίως μοναχικά εκτός από την περίοδο ανατροφής των μικρών. Τα μικρά μένουν μαζί με την μητέρα τους για μία περίοδο τεσσάρων ετών, ενώ συχνά την συνοδεύουν και μετά την περίοδο αυτή. Ομάδες δύο ή τριών νεαρών αρσενικών σχηματίζονται στα άκρα των περιοχών κατοικίας των κυρίαρχων αρσενικών, κυρίως για λόγους προστασίας. Τα νεαρά θηλυκά είναι λιγότερο κοινωνικά από τα αρσενικά. Ομάδες σχηματίζονται επίσης κοντά σε λακκούβες με νερό κατά την περίοδο των μουσώνων και στα λιβάδια κατά τον Μάρτιο και τον Απρίλιο.
Ο Ινδικός ρινόκερος παράγει ένα μεγάλο εύρος ήχων. Τουλάχιστον δέκα διακριτοί ήχοι έχουν καταγραφεί. Επιπρόσθετα, οι ρινόκεροι χρησιμοποιούν και την όσφρηση ως μέσο επικοινωνίας. Τα αρσενικά έχουν παρατηρηθεί να ουρούν προς τα πίσω σε απόσταση 3-4 μέτρων ως αντίδραση προς τους παρατηρητές τους. Έχουν επίσης παρατηρηθεί να περπατούν με το κεφάλι κοντά στο έδαφος, πιθανότατα προσπαθώντας να ακολουθήσουν τα ίχνη των θηλυκών.[7]
Στις συγκεντρώσεις τους, οι Ινδικοί ρινόκεροι είναι τις περισσότερες φορές φιλικοί. Χαιρετούν ο ένας τον άλλο κουνώντας το κεφάλι, τρίβοντας τις μύτες τους και γλείφοντας. Συνήθως μαλώνουν παίζοντας, τρέχουν, και παίζουν με κλαδιά στο στόμα τους. Τα ενήλικα αρσενικά είναι αυτά που κυρίως υποκινούν τις μάχες. Οι μάχες αυτές, μεταξύ των κυρίαρχων αρσενικών, είναι και ο κύριος λόγος θνησιμότητας των ρινόκερων, ενώ τα αρσενικά είναι ιδιαίτερα επιθετικά προς τα θηλυκά την περίοδο αναπαραγωγής. Συχνά, θα κυνηγήσουν τα θηλυκά σε μεγάλες αποστάσεις και ενδεχομένως να τους επιτεθούν κατά μέτωπο.[7] Σε αντίθεση με τους αφρικανικούς ρινόκερους, ο Ινδικός ρινόκερος χρησιμοποιεί στη μάχη τους κοπτήρες του, και όχι το κέρατο.[8]
Σε συνθήκες αιχμαλωσίας τα θηλυκά μπορούν να γεννήσουν στην ηλικία των τεσσάρων ετών, ενώ όταν είναι ελεύθερα στην φύση, στα έξι χρόνια.[9] Η διαφορά αυτή μπορεί να σημαίνει ότι τα θηλυκά στην φύση περιμένουν να μεγαλώσουν ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν τα επιθετικά αρσενικά. Η διάρκεια της κυοφορίας για τον Ινδικό ρινόκερο είναι 15,7 μήνες, ενώ η διακοπή μεταξύ των γεννήσεων διαρκεί 34-51 μήνες.[9] Στην αιχμαλωσία τα αρσενικά μπορούν να γονιμοποιήσουν από την ηλικία των 5. Στη φύση όμως, τα κυρίαρχα αρσενικά είναι αυτά που αναπαράγουν, ενώ οι ρινόκεροι μικρότερης ηλικίας πρέπει να μεγαλώσουν σωματικά και ηλικιακά για να αποκτήσουν κυριαρχία. Σε μία πενταετή έρευνα πεδίου μόνο ένας αρσενικός ρινόκερος κατάφερε να ζευγαρώσει σε ηλικία μικρότερη των 15 ετών.[10]
Ο ρινόκερος κάποτε ζούσε στις περιοχές από το Πακιστάν μέχρι τη Μιανμάρ και το Μπανγκλαντές και ίσως να έφτασε και στην Κίνα. Εξαιτίας όμως της ανθρώπινης παρουσίας η διασπορά του συρρικνώθηκε και σήμερα η παρουσία τους περιορίζεται σε μικρούς πληθυσμούς στη βορειοανατολική Ινδία, το Μπουτάν, και το Νεπάλ.
Κατά τη διάρκεια του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα το κυνήγι του Ινδικού ρινόκερου είχε λάβει μεγάλες διαστάσεις. Πηγές από τα μέσα του 19ου αιώνα αναφέρουν ένα περιστατικό όπου κάποιοι στρατιωτικοί σκότωσαν περισσότερους από 200 ρινόκερους ο καθένας. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι αποικιακές αρχές ανησύχησαν από την κατακόρυφη πτώση του αριθμού των ρινόκερων. Ως το 1908, στο Kaziranga, μία από τις κύριες περιοχές κατοικίας του ρινόκερου, ο πληθυσμός είχε φτάσει τα 12 άτομα. Το 1910, το κυνήγι του ρινόκερου στην Ινδία απαγορεύτηκε.[2]
Οι προσπάθειες διατήρησης αυτού του είδους είχαν θετικό αποτέλεσμα. Στις αρχές του 20ου αιώνα, μόνο 100 ζώα είχαν απομείνει. Σήμερα ο πληθυσμός έχει μεν αυξηθεί, αλλά εξακολουθεί να παραμένει σε κίνδυνο.
Το κυνήγι του ρινόκερου συνεχίζεται παράνομα ακόμα και σήμερα καθώς το κέρατό του χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή ιατρική των περιοχών της ανατολικής Ασίας. Μία άλλη απειλή είναι το χάσιμο της κατοικίας του. Λιγότερα από 2.500 ζώα ζουν στη φύση, και το είδος εξακολουθεί να κινδυνεύει.
Οι κυβερνήσεις της Ινδίας και του Νεπάλ έχουν λάβει σημαντικά μέτρα για τη διατήρηση του Ινδικού ρινόκερου με τη βοήθεια και του Παγκόσμιου Ταμείου για τη Φύση (WWF). Τα εθνικά πάρκα Kaziranga και Manas στο Assam, ο εθνικός δρυμός Pobitora στο Άσαμ (με την μεγαλύτερη πυκνότητα Ινδικού ρινόκερου στον κόσμο), το εθνικό πάρκο Orang στο Άσαμ, ο εθνικός δρυμός Laokhowa στο Άσαμ (με πολύ μικρό πληθυσμό), και το Βασιλικό εθνικό πάρκο Chitwan στο Νεπάλ αποτελούν καταφύγια για τον Ινδικό ρινόκερο.
Δημογραφικά στοιχεία για τον Rhinoceros unicornis:
|
Παρόλο που ο Ινδικός ρινόκερος έχει δαμαστεί και εκπαιδευτεί σε πολλά τσίρκο παραμένει ένα επικίνδυνο και απρόβλεπτο ζώο. Η αναπαραγωγή του σε συνθήκες αιχμαλωσίας υπήρξε δύσκολη. Η πρώτη καταγεγραμμένη γέννα ήταν το 1826 στο Κατμαντού και η επόμενη 100 χρόνια αργότερα, το 1925 στην Καλκούτα. Στην Ευρώπη, η πρώτη γέννα έλαβε χώρα το 1956. Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα όμως, οι γεννήσεις στους ζωολογικούς κήπους άρχισαν να αυξάνονται και μέχρι το 1983, σχεδόν 40 Ινδικοί ρινόκεροι είχαν γεννηθεί σε συνθήκες αιχμαλωσίας.[2]
Ο Ινδικός ρινόκερος ήταν το πρώτο είδος ρινόκερου που έγινε ευρύτερα γνωστό. Ο πρώτος ρινόκερος που έφτασε στην Ευρώπη αφίχθη στη Λισαβόνα στις 20 Μαΐου, 1515. Ο βασιλιάς Εμμανουήλ Α΄ της Πορτογαλίας σχεδίαζε να τον στείλει στον Πάπα Λέοντα Ι΄, αλλά ο ρινόκερος χάθηκε σε ναυάγιο. Πριν τον θάνατό του ένας άγνωστος καλλιτέχνης πρόλαβε να σχεδιάσει ένα πρόχειρο σκίτσο. Στο σκίτσο αυτό, καθώς και σε γραπτές περιγραφές, βασίστηκε ο Γερμανός καλλιτέχνης Άλμπρεχτ Ντύρερ και σχεδίασε μία ξυλογραφία του ρινόκερου, που έμεινε γνωστή ως Ρινόκερος του Ντύρερ. Παρά τις ανατομικές ανακρίβειες του σχεδίου, η ξυλογραφία του Ντύρερ έγινε δημοφιλής στην Ευρώπη και αναπαράχθηκε πολλές φορές στη διάρκεια των επόμενων τριών αιώνων. Έχει χαρακτηριστεί ως η «εικόνα ζώου με τη μεγαλύτερη επίδραση στις τέχνες».
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.