From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος αναφέρεται στις κινηματογραφικές βιομηχανίες και τις ταινίες με παραγωγή στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Οι Ευρωπαίοι ήταν οι πρωτοπόροι της κινηματογραφικής βιομηχανίας, με αρκετούς καινοτόμους μηχανικούς και καλλιτέχνες ειδικά στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Λουί Λε Πρενς έγινε διάσημος για το Roundhay Garden Scene του 1888, την πρώτη γνωστή ταινία που καταγράφηκε σε σελιλόιντ.
Οι αδερφοί Σκλαντανίφσκι από το Βερολίνο χρησιμοποίησαν το "Bioscop" καταπλήσσοντας το κοινό του θεάτρου Βιντεργκάρτεν με την πρώτη κινηματογραφική προβολή που έγινε ποτέ, από 1 έως 31 Νοεμβρίου 1895. Οι αδελφοί Λιμιέρ εφηύραν τον κινηματογράφο (γαλλικά: cinematographe), μια μηχανή λήψης, εκτύπωσης και προβολής φιλμ,[2] που ξεκίνησε την εποχή του βωβού κινηματογράφου. Σε αυτήν την περίοδο, ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία, μέχρι το εχθρικό για την τέχνη περιβάλλον του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[3] Αυτές οι αξιοσημείωτες ανακαλύψεις παρέχουν μια γεύση της δύναμης του πρώιμου ευρωπαϊκού κινηματογράφου και της μακροχρόνιας επιρροής του στον κινηματογράφο σήμερα.
Αξιοσημείωτα κινήματα της πρώιμης ευρωπαϊκής κινηματογραφικής παραγωγής είναι ο γερμανικός εξπρεσιονισμός (δεκαετία 1920), το σοβιετικό μοντάζ (δεκαετία 1920),[4] το γαλλικό αβανγκάρντ (δεκαετία 1920) και ο ιταλικός νεορεαλισμός (δεκαετία του 1940). Ήταν μια περίοδος που ονομάστηκε εκ των υστέρων "Το άλλο Χόλιγουντ". Ο πόλεμος πυροδότησε τη γέννηση της Τέχνης και στην προκειμένη περίπτωση τη γέννηση του κινηματογράφου.
Ο γερμανικός εξπρεσιονισμός προκάλεσε συναισθήματα μέσα από παράξενα, εφιαλτικά οράματα και σκηνικά, έντονα στιλιζαρισμένα και εξαιρετικά ορατά στο μάτι. Το σοβιετικό μοντάζ μοιράστηκε επίσης ομοιότητες και δημιούργησε διάσημα μοντάζ ταινιών.
Το γαλλικό αβανγκάρντ έχει δημιουργήσει την ουσία της κινηματογραφίας, καθώς η Γαλλία ήταν πρωτοποριακή χώρα που παρουσίασε τη γέννηση του κινηματογράφου χρησιμοποιώντας το μέσο που επινόησαν οι αδερφοί Λιμιέρ. Ο ιταλικός νεορεαλισμός σχεδίασε τη ζωντανή πραγματικότητα μέσα από έναν ανθρώπινο φακό δημιουργώντας ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού στους δρόμους της Ιταλίας. Όλα τα κινηματογραφικά κινήματα επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τον πόλεμο, αλλά και αυτός έδρασε ως καταλύτης για να οδηγήσει τη βιομηχανία του κινηματογράφου στο μέγιστο δυναμικό της στην Ευρώπη.
Τα αξιοσημείωτα κινήματα του πρώιμου ευρωπαϊκού κινηματογράφου περιείχαν στιλιστικές συμβάσεις, εξέχοντες σκηνοθέτες και ιστορικές ταινίες που έχουν επηρεάσει τον σύγχρονο κινηματογράφο μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με μια μελέτη, «στη δεκαετία του 1900 η ευρωπαϊκή κινηματογραφική βιομηχανία τα πήγαινε πολύ καλά. Οι ευρωπαϊκές κινηματογραφικές εταιρείες πρωτοστατούσαν τόσο σε τεχνολογικές καινοτομίες, όπως προβολή, έγχρωμη επεξεργασία και ομιλούσες ταινίες, όσο και σε καινοτομίες περιεχομένου, όπως εβδομαδιαία επίκαιρα, κινούμενα σχέδια και ταινίες μεγάλου μήκους. Κατείχαν, επίσης, μεγάλο μερίδιο της αμερικανικής αγοράς, το οποίο κατά καιρούς έφτανε το 60%.
Οι γαλλικές κινηματογραφικές εταιρείες έσπευσαν να δημιουργήσουν ξένες θυγατρικές παραγωγής και διανομής σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ και κυριαρχούσαν στη διεθνή διανομή ταινιών πριν από τα μέσα της δεκαετίας του 1910. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όλα αυτά είχαν αλλάξει. Η ευρωπαϊκή κινηματογραφική βιομηχανία κατείχε ένα ελάχιστο μερίδιο της αγοράς των ΗΠΑ και μικρό μερίδιο των εγχώριων αγορών. Οι περισσότερες μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες πούλησαν τις θυγατρικές τους, ενώ τα αναδυόμενα στούντιο του Χόλιγουντ έχτισαν τα ξένα δίκτυα διανομής τους".[5]
Η Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου ιδρύθηκε το 1988 για να τιμά τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο μέσω των Βραβείων Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου κάθε χρόνο.
Το δίκτυο Europa Cinemas ιδρύθηκε το 1992 με χρηματοδότηση από το πρόγραμμα MEDIA Creative Europe και από το CNC της Γαλλίας. Είναι το πρώτο κινηματογραφικό δίκτυο που εστιάζει στις ευρωπαϊκές ταινίες. Στόχος του είναι να παρέχει λειτουργική και οικονομική υποστήριξη σε κινηματογράφους που δεσμεύονται να προβάλουν σημαντικό αριθμό ευρωπαϊκών, μη εγχώριων ταινιών, να προσφέρουν εκδηλώσεις και πρωτοβουλίες καθώς και δραστηριότητες προώθησης που απευθύνονται σε νεανικό κοινό.[7] Με την υποστήριξη της Eurimages και του Γαλλικού Υπουργείου Εξωτερικών, η επιρροή του Europa Cinemas επεκτείνεται σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, στα Βαλκάνια, τη Ρωσία και την Τουρκία.
Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2020, το Europa Cinemas είχε 3.131 κινηματογραφικές αίθουσες σε 738 πόλεις και σε 43 χώρες.[7]
Στις 2 Φεβρουαρίου 2000, ο Φιλίπ Μπινάν πραγματοποίησε την πρώτη προβολή ψηφιακού κινηματογράφου στην Ευρώπη, με την τεχνολογία DLP Cinema που αναπτύχθηκε από την Texas Instruments, στο Παρίσι.[8][9]
Σήμερα, οι αμερικανικές παραγωγές κυριαρχούν στην ευρωπαϊκή αγορά. Κατά μέσο όρο, οι ευρωπαϊκές ταινίες διανέμονται μόνο σε δύο ή τρεις χώρες, ενώ οι παραγωγές των ΗΠΑ περίπου σε δέκα.[10][11] Και οι δέκα πρώτες ταινίες με τις περισσότερες προβολές στην Ευρώπη μεταξύ 1996 και 2016 ήταν αμερικανικές παραγωγές ή συμπαραγωγές. Με την εξαίρεση των αμερικανικών παραγωγών, η ταινία με τις περισσότερες προβολές εκείνη την περίοδο ήταν οι Άθικτοι, μια γαλλική παραγωγή, όπως και οι περισσότερες από τις άλλες ταινίες της πρώτης δεκάδας.[6] Την περίοδο 2016–2017 η μόνη (εν μέρει) ευρωπαϊκή ταινία στην πρώτη δεκάδα των ταινιών με τις περισσότερες προβολές στην Ευρώπη ήταν η Δουνκέρκη. Εκτός από αυτήν την ταινία (η οποία ήταν συμπαραγωγή Ολλανδίας, Ηνωμένου Βασιλείου, Γαλλίας και ΗΠΑ[12]) η ευρωπαϊκή ταινία με τη μεγαλύτερη απήχηση ήταν το Πάντινγκτον 2, που έκοψε 9,1 εκατομμύρια εισιτήρια.[13]
Ο γερμανικός εξπρεσιονισμός εμφανίστηκε ως γερμανικό κίνημα τέχνης στις αρχές του 20ού αιώνα. Το επίκεντρο αυτού του κινήματος ήταν οι εσωτερικές ιδέες και τα συναισθήματα των καλλιτεχνών κατά την αναπαραγωγή γεγονότων. Μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του γερμανικού εξπρεσιονισμού ήταν τα έντονα χρώματα και τα απλουστευμένα σχήματα. Οι δύο διαφορετικές εμπνεύσεις του κινηματογραφικού στιλ από τις οποίες πηγάζει ο γερμανικός εξπρεσιονισμός είναι οι ταινίες τρόμου και το φιλμ νουάρ.
Γνωστές γερμανικές ταινίες εξπρεσιονισμού:
Η γερμανική κινηματογραφική βιομηχανία δεν ήταν έτοιμη όταν ξεκίνησε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Τις πρώτες μέρες του πολέμου, σχεδόν κανένα άτομο στη βιομηχανία δεν ήταν ασφαλές. Οι πρώτες νίκες που σημειώθηκαν στη δύση άλλαξαν τη διάθεση των Γερμανών και έγιναν πιο πατριωτικές.
Ως αποτέλεσμα, οι ιδιοκτήτες κινηματογραφικών αιθουσών στη Γερμανία αποφάσισαν να αφαιρέσουν όλες τις αγγλικές και γαλλικές ταινίες από το ρεπερτόριο των γερμανικών ταινιών. Την ίδια περίπου εποχή, καθώς τα σύνορα άλλαζαν λόγω του πολέμου και το διεθνές εμπόριο σταμάτησε, οι Γερμανοί δεν συνδέονταν με τον παγκόσμιο κινηματογράφο σχεδόν για μια δεκαετία. Στο τέλος του Ιουλίου 1914, υπήρχαν πολλές ταινίες στη γερμανική αγορά.[14]
Ωστόσο, καθώς ξεκίνησε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, πολλά εχθρικά κράτη απαγόρευσαν προσωρινά τις ταινίες και εισήχθησαν διατάγματα λογοκρισίας. Όλοι αυτοί οι παράγοντες προκάλεσαν έντονη έλλειψη ταινιών μεγάλου μήκους.Οι Γερμανοί παραγωγοί ταινιών άρχισαν να υποστηρίζουν πολεμικά προγράμματα πατριωτικής φύσης γύρω στα τέλη Αυγούστου 1914.
Οι ταινίες άρχισαν να περιέχουν σκηνές που σχετίζονταν με τον πόλεμο όπως διαμορφώθηκε από την ιστορία, και οι σκηνές θεωρήθηκαν ιστορικά αληθινή αναπαράσταση της πραγματικότητας. Έτσι, οι ταινίες γνώρισαν οικονομική επιτυχία. Οι παραγωγοί άρχισαν να φτιάχνουν ταινίες για πολλά άλλα θέματα γύρω στις αρχές του 1915. Κοινό θέμα όλων αυτών των ταινιών ήταν η επιτυχημένη μετάβαση του πρωταγωνιστή στον πόλεμο ως δοκιμασία στον δρόμο του τελικού προορισμού.[14]
Ενώ υπήρχαν αυστηροί κανονισμοί στον Τύπο, δεν υπήρχαν ενιαίοι κανόνες για τη λογοκρισία των ταινιών. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι λογοκριτές απαγόρευσαν ταινίες που είχαν ήδη εγκριθεί για παραγωγή καθώς θεωρούνταν ακατάλληλες για τον πόλεμο. Η λογοκρισία εκείνη την εποχή ήταν πολύ αποκεντρωμένη και απέτρεψε την εμφάνιση μιας συντονισμένης κινηματογραφικής αγοράς στη Γερμανία.[15]
Η πρώτη κινηματογραφική εταιρεία της Γερμανίας που πήρε άδεια να γυρίσει επίσημα σκηνές του πολέμου ήταν η EIKO-film. Η άδεια δόθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1914.[15] Ωστόσο, οι πρώτες πολεμικές ταινίες της EIKO-film κατασχέθηκαν από την αστυνομία του Βερολίνου στις 12 Σεπτεμβρίου 1914. Τέτοιες κατασχέσεις είχαν παρατηρηθεί και σε ορισμένες άλλες περιοχές της χώρας. Τον Οκτώβριο του 1914, οι κινηματογράφοι έβγαλαν τα πρώτα τους πολεμικά επίκαιρα.[15] Αλλά η επιστράτευση των αιθουσαρχών περιόρισε την προβολή ταινιών. Η συλλογική επίδραση αυτών των περιορισμών και της λογοκρισίας προκάλεσε μείωση της πολεμικής κινηματογραφίας.
Σε αντίθεση με τις πολεμικές ταινίες που γυρίζονταν στις αρχικές φάσεις του πολέμου, η εστίαση των σκηνοθετών και των παραγωγών στον απόηχο του πολέμου μετατοπιζόταν όλο και περισσότερο σε ταινίες μεγάλου μήκους. Αυτό έθεσε τη βάση για πιο επαγγελματική κινηματογραφική παραγωγή. Παράλληλα, μετά τον πόλεμο άρχισε να εκφράζεται μια εθνική κινηματογραφική κουλτούρα. Με την αυξημένη ζήτηση για γερμανικές ταινίες, εμφανίστηκαν πολλές νέες εταιρείες παραγωγής ταινιών.[15] Ήταν μια εποχή συνεχούς επέκτασης της κινηματογραφικής βιομηχανίας του Βερολίνου.
Από τα μέσα του 1915, οι Γερμανοί παραγωγοί άρχισαν να γυρίζουν αστυνομικές ταινίες, αλλά δεν κατάφερναν να ανταποκριθούν στη ζήτηση, παρόλο που έκαναν παραγωγές και σε άλλα είδη. Λόγω της λογοκρισίας και των νομικών περιορισμών, οι γαλλικές και βρετανικές ταινίες που αποκτήθηκαν πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο συνέχισαν να προβάλλονται στους περισσότερους κινηματογράφους της Γερμανίας το 1915 έως ότου απαγορεύτηκαν. Ως εκ τούτου, οι αιθουσάρχες αναζήτησαν ταινίες από παραγωγούς ουδέτερων χωρών.[15]
Υπήρχε μία μόνο επίσημη προπαγάνδα από τη γερμανική κυβέρνηση κατά τα πρώτα στάδια του πολέμου. Το νόημα και η σημασία του πολέμου είχαν αμφισβητηθεί αρκετά από το 1916 με την έναρξη της επαναξιολόγησης των ταινιών.
Λόγω της αυξανόμενης δυσαρέσκειας του κόσμου με τον πόλεμο και την αυξανόμενη έλλειψη τροφίμων, ο στρατός και το κράτος αποφάσισαν να ιδρύσουν την Universum-Film AG (Ufa) στις 18 Δεκεμβρίου 1917.[15] Αυτή ήταν μια εμπορικά προσανατολισμένη εταιρεία δημιουργίας νέων ταινιών με σκοπό να γυρίσει ταινίες μεγάλου μήκους με καλυμμένη προπαγάνδα.[15] Ο σκοπός που θα εξυπηρετούσαν αυτές οι μεγάλου μήκους ταινίες ήταν να τονώσουν το ηθικό στην εποχή του πολέμου.
Οι ιδρυτές ήθελαν να προβάλουν πολιτικό, μη πολεμικό υλικό στις ταινίες για να τραβήξουν την προσοχή του κοινού μακριά από τον πόλεμο. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη καθώς και στις τεχνικές αλλαγές στους νόμους και τη λειτουργία του κινηματογράφου στη Γερμανία. Οι Γερμανοί παραγωγοί έχουν συνεισφέρει πολύ καλλιτεχνικά και τεχνολογικά στο γύρισμα ταινιών εκείνης της εποχής.
Ο κινηματογράφος της Σοβιετικής Ένωσης αποτελούνταν από ταινίες που δημιουργήθηκαν από τις δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης. Οι ταινίες γυρίζονταν κυρίως στη ρωσική γλώσσα και αντικατοπτρίζουν προσοβιετικά στοιχεία, όπως η ιστορία, η γλώσσα και ο πολιτισμός των δημοκρατιών αυτών. Διαφέρει από τον ρωσικό κινηματογράφο, παρόλο που η κεντρική κυβέρνηση της Μόσχας έλεγχε τις ταινίες.
Οι πιο παραγωγικές κινηματογραφικά δημοκρατίες ήταν η Γεωργία, η Αρμενία, η Ουκρανία και το Αζερμπαϊτζάν. Ξεχώρισαν επίσης η Μολδαβία, η Λευκορωσία και η Λιθουανία, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Η κινηματογραφική βιομηχανία κρατικοποιήθηκε πλήρως για ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της χώρας. Ελεγχόταν από τους νόμους και τις φιλοσοφίες που υποστήριζε το Σοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα φέροντας μια επαναστατική προοπτική στον κινηματογράφο με τη μορφή «κοινωνικού ρεαλισμού» που ερχόταν σε αντίθεση με την άποψη που ίσχυε πριν από τη Σοβιετική Ένωση ή ακόμα και μετά από αυτήν.[16]
Οι Ρώσοι είχαν το ένστικτο της κινηματογραφίας από την πρώτη στιγμή. Η πρώτη ταινία από Ρώσους γυρίστηκε το 1908, δίνοντας στον ρωσικό κινηματογράφο τη θέση μιας από τις παλαιότερες βιομηχανίες στον κόσμο. Υπήρχαν περισσότεροι από 1.300 κινηματογράφοι στη Ρωσία μέχρι το 1913 και η χώρα είχε γυρίσει πάνω από 100 ταινίες που είχαν βαθιά επιρροή στην αμερικανική και ευρωπαϊκή κινηματογραφία.[17]
Οι ταινίες στη Σοβιετική Ένωση άρχισαν να λογοκρίνονται ιδιαίτερα από τον Νοέμβριο του 1917,[18] σχεδόν έναν μήνα από την ίδρυση του ίδιου του σοβιετικού κράτους. Με την άνοδο των Μπολσεβίκων στην εξουσία της Σοβιετικής Ένωσης το 1917, εκολούθησε μεγάλο έλλειμμα πολιτικής νομιμότητας. Τα πολιτικά θεμέλια απειλούνταν και ο κινηματογράφος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προστασία της ύπαρξης της ΕΣΣΔ.
Οι ταινίες έπαιξαν κεντρικό ρόλο εκείνη την εποχή, καθώς χρησίμευαν για να πείσουν τις μάζες για τη νομιμότητα του καθεστώτος και για την ιδιότητά τους ως φορείς ιστορικών γεγονότων. Μερικές από τις εξέχουσες ταινίες της εποχής είναι οι Velikiy grazhdanin και Στο τσίρκο της Μόσχας (Tsirk). Τον Μάρτιο του 1919, συστάθηκε μια κινηματογραφική επιτροπή για την εκπαίδευση τεχνικών και ηθοποιών έτσι ώστε να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα παραγωγής ταινιών. Επικεφαλής της επιτροπής το παλαίμαχο μέλος του κόμματος των Μπολσεβίκων Ντ. Λεστσένκκο. Εκτός από τη φροντίδα και τη διασφάλιση της ορθότητας των ειδών και των θεμάτων των κινηματογραφικών εταιρειών, ο Λεστσένκκο προσπάθησε επίσης να αποτρέψει την έξαρση της αντισοβιετικής κινηματογραφικής προπαγάνδας.
Τα ντοκιμαντέρ και οι ταινίες μεγάλου μήκους του σοβιετικού κινηματογράφου άκμασαν τη δεκαετία του 1920. Οι κινηματογραφιστές ασχολήθηκαν με ενθουσιασμό με την ανάπτυξη του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους του κόσμου. Αντί να χρειαστεί να δημιουργούν χρήματα για την κινηματογραφική βιομηχανία, οι κινηματογραφιστές είχαν την μια ευκαιρία να επικεντρωθούν στην εκπαίδευση των ανθρώπων του νέου κράτους. Ο πρώτος ηγέτης της ΕΣΣΔ και πρωτεργάτης της επανάστασης των Μπολσεβίκων το 1917, ο Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν, οραματίστηκε τον κινηματογράφο ως μια τεχνολογική τέχνη που ταίριαζε καλύτερα σε ένα κράτος που ιδρύθηκε στη βάση της μεταστροφής της ανθρωπότητας μέσω της τεχνολογίας και της βιομηχανίας.[19] Ο κινηματογράφος πήρε τη θέση του πιο πολύτιμου μέσου παραγωγής τέχνης και διάδοσής της στις μάζες. Η δεκαετία είναι γνωστή για τους πειραματισμούς με διαφορετικά στιλ κινηματογραφίας.
Κατά τη δεκαετία του 1920, η ΕΣΣΔ αποκτούσε Νέα Οικονομική Πολιτική. Ήταν μια δεκαετία κατά την οποία ορισμένες βιομηχανίες είχαν χαλαρό κρατικό έλεγχο και μια περίοδος ευημερίας των ιδιωτικών κινηματογραφικών αιθουσών και της σοβιετικής κινηματογραφικής βιομηχανίας γενικότερα. Οι αμερικανικές ταινίες είχαν μεγάλη επιρροή στους Ρώσους, σε αντίθεση με τις σοβιετικές παραγωγές. Πολλοί σταρ του Χόλιγουντ, όπως η Μαίρη Πίκφορντ και ο Ντάγκλας Φέρμπανκς, έγιναν είδωλα. Ο Φέρμπανκς έγινε σύμβολο του σεξ και το σύγχρονο σταρ σίστεμ αναδείχθηκε με την Πίκφορντ.
Η σοβιετική αντίδραση στην επιρροή του Χόλιγουντ ήταν ένα μείγμα απώθησης και θαυμασμού. Κοντά στα τέλη του 1924 ιδρύθηκαν οι Sovkino και ARK, δύο φορείς που επηρέασαν περισσότερο τον κινηματογράφο της Σοβιετικής Ένωσης εκείνη τη δεκαετία.[16] Ήταν μια εποχή που τα φιλόδοξα, νεαρά μέλη της κινηματογραφικής κοινότητας είχαν λαμπρά σχέδια για την κινηματογραφική βιομηχανία. Οι προσπάθειές τους στόχευαν στο να καταστήσουν τις διαδικασίες παραγωγής και διανομής πιο αποτελεσματικές και οργανωμένες και να βελτιώσουν την κατάσταση των εργαζομένων στον κλάδο.
Η Γαλλία μπορεί να θεωρηθεί ένας από τους κύριους πρωτοπόρους ολόκληρης της παγκόσμιας κινηματογραφικής βιομηχανίας. Απόδειξη αυτού του ισχυρισμού είναι ότι μεταξύ 1895–1905 η Γαλλία επινόησε την έννοια του κινηματογράφου όταν προβλήθηκε η πρώτη ταινία των αδελφών Λιμιέρ στο Παρίσι, στις 28 Δεκεμβρίου 1895, με τίτλο L'arrivée d'un train à La Ciotat.[20]
Η ταινία είχε διάρκεια μόλις 50 δευτερόλεπτα, αλλά εκτόξευσε και γέννησε την κινηματογραφική βιομηχανία ως νέο μέσο έκφρασης. Οι Λιμιέρ πιστώνονται από το 1895 την εφεύρεση της κάμερας.[20]
Ο κινηματογράφος των Λιμιέρ είχε τη μορφή φορητής βαλίτσας και χρησίμευε ως κάμερα και προβολέας μαζί. Κατά τη δεκαετία του 1890, οι ταινίες διαρκούσαν λίγα λεπτά και άρχισαν να αποτελούνται από διαφορετικά πλάνα.[21] Άλλοι, επίσης Γάλλοι, πρωτοπόροι ήταν οι Νισεφόρ Νιεπς, Λουί Νταγκέρ και Ζιλ Μαρί, οι οποίοι τη δεκαετία του 1880 κατάφεραν να συνδυάσουν την επιστήμη και την τέχνη θέτοντας τα θεμέλια της κινηματογραφικής βιομηχανίας.[20]
Οι πρωτοπόροι της γαλλικής κινηματογραφίας επηρεάστηκαν από την ιστορική τους κληρονομιά του έθνους. Ο 19ος αιώνας στη Γαλλία ήταν μια περίοδος εθνικισμού που ξεκίνησε από τη Γαλλική Επανάσταση (1789–1792).[22] Ο Μαρί (1830-1904) εφηύρε μια συσκευή (1882) που αναπτύχθηκε για να μπορεί να θέσει σε κίνηση ένα φωτογραφικό χαρτί 150 εικόνων.[22]
Ο Εμίλ Ρενό 1844-1918 ήταν ο εφευρέτης του animation. Η ταινία μικρού μήκους κινουμένων σχεδίων Pantomimes Lumineuses που προβλήθηκε το 1892 στο Μουσείο Γκρεβέν αποτέλεσε αποτέλεσμα της εφεύρεσής του, του πραξινοσκοπίου. Αυτή η εφεύρεση συνδύαζε έγχρωμα χειροποίητα σκίτσα.[22] Η Gaumont Film Company ήταν το πρώτο κινηματογραφικό στούντιο της Γαλλίας πριν από το στούντιο Pathe Film και ιδρύθηκε από τον Λεόν Γκομόν (1864-1946).[20] Το 1907, η Gaumont ήταν το μεγαλύτερο κινηματογραφικό στούντιο στον κόσμο και προώθησε επίσης το έργο της πρώτης σκηνοθέτριας, της Αλίς Γκι, που γύρισε την ταινία L'enfant de la barricade (1907).[23]
Πριν και μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο
Η περίοδος προ του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου σημάδεψε τις επιρροές του ιστορικού παρελθόντος της Γαλλίας με τον κινηματογράφο να εξερευνά την αφήγηση του πολιτισμού της και να δημιουργεί ένα ναρκισσιστικό μέσο.[22] Πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο γαλλικός και ο ιταλικός κινηματογράφος κυριαρχούσαν στην Ευρώπη. Ο Ζέκα, γενικός διευθυντής των Pathé Frères τελειοποίησε την κωμική ταινία καταδίωξης που ήταν εμπνευσμένη από την Keystone Kops.[24] Επίσης, ο Μαξ Λίντερ δημιούργησε μια κωμική περσόνα που επηρέασε βαθιά το έργο του Τσάρλι Τσάπλιν.[24]
Μια άλλη ταινία που γυρίστηκε προπολεμικά στη Γαλλία ήταν The Assassination of the Duke of Guise. Παράλληλα, το 1908, αναπτύχθηκε το κίνημα film d'art.[25] Αυτές οι ταινίες απεικόνιζαν την πραγματικότητα της ανθρώπινης ζωής ιδιαίτερα εντός της ευρωπαϊκής κοινωνίας.[25] Επιπλέον, η γαλλική κινηματογραφία έδωσε πολλές ταινίες εποχής, που τράβηξαν την παγκόσμια προσοχή πριν από την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.[25]
Περίπου το 70% των ταινιών σε όλον τον κόσμο γυρίζονταν στα στούντιο του Παρισιού πριν από τον πόλεμο.[26] Ωστόσο, με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η γαλλική κινηματογραφική βιομηχανία παρήκμασε, επειδή έχασε πολλούς από τους πόρους της που εξαντλήθηκαν για να στηρίξουν τον πόλεμο. Εξάλλου, ο πόλεμος εμπόδισε την εξαγωγή γαλλικών ταινιών μειώνοντας τις μεγάλες παραγωγές για να δοθεί προσοχή στη δημιουργία ταινιών χαμηλού προϋπολογισμού.[21]
Πάντως, στα χρόνια μετά τον πόλεμο, οι αμερικανικές ταινίες εισχωρούσαν όλο και περισσότερο στη γαλλική αγορά, επειδή η αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία δεν επηρεάστηκε τόσο από τον πόλεμο. Αυτό σήμαινε ότι το 70% των ταινιών του Χόλιγουντ προβαλλόταν στη Γαλλία.[21] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η γαλλική κινηματογραφική βιομηχανία αντιμετώπισε κρίση, καθώς ο αριθμός των παραγωγών μειώθηκε και ξεπεράστηκε από τους ανταγωνιστές της, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και η Γερμανία.[20]
Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η γαλλική κινηματογραφία άρχισε να διαμορφώνει την εικόνα που διατηρεί μέχρι σήμερα. Με την ανάπτυξη της αμερικανικής και γερμανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας κατά τη μεταπολεμική εποχή καθώς και κατά την παγκόσμια οικονομική ύφεση,[21] πολλές γερμανικές και αμερικανικές ταινίες είχαν κυκλοφορήσει στη γαλλική και την παγκόσμια αγορά.[21] Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η γαλλική κινηματογραφική βιομηχανία επικεντρώθηκε κυρίως στην παραγωγή αντιναζιστικών ταινιών, ειδικά στα τέλη της δεκαετίας του 1940.[20]
Έκτοτε, οι Γάλλοι σκηνοθέτες της κινηματογραφικής βιομηχανίας άρχισαν να ασχολούνται με ζητήματα που επηρεάζουν τον άνθρωπο και να επικεντρώνονται στην παραγωγή ψυχαγωγικών ταινιών υψηλού επιπέδου.[25] Επιπλέον, η προβολή γαλλικών κλασικών λογοτεχνικών έργων όπως Το μοναστήρι της Πάρμας και Το κόκκινο και το μαύρο τα έκανε γνωστά σε όλον τον κόσμο. Ο Νάουελ-Σμιθ (2017) υποστηρίζει ότι ένα από τα βασικά κινηματογραφικά έργα που κέρδισαν δημοτικότητα εκείνη την περίοδο ήταν η ταινία του Αλέν Ρενέ Χιροσίμα, αγάπη μου.[21] Στη Γαλλία διοργανώθηκε και το πρώτο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών που λαμβάνει χώρο κάθε χρόνο.
Το κίνημα της Νουβέλ Βαγκ οδήγησε σε μια φρέσκια ματιά στον γαλλικό κινηματογράφο. Ο κινηματογράφος αυτός είχε αυτοσχέδιους διαλόγους, γρήγορες αλλαγές σκηνών και πλάνα που ξεπερνούσαν τον συμβατικό άξονα των 180 μοιρών. Η κάμερα δεν χρησιμοποιούνταν για να αιχμαλωτίσει το κοινό με λεπτομερή αφήγηση και ακραία οπτικά στοιχεία, αλλά για να παίξει με τις προσδοκίες του κινηματογράφου.[24] Οι ταινίες συνήθως γυρίζονταν σε δημόσιους χώρους με αυτοσχέδιους διαλόγους και πλοκή.[25]
Από πολλές απόψεις, οι ταινίες αυτές έμοιαζαν πρόχειρες, αλλά αποτύπωναν πρωτόγνωρο ενθουσιασμό και παρορμητικότητα.[25] Επιπλέον, οι κινηματογραφιστές του γαλλικού κινήματος της Νουβέλ Βαγκ συνήθως δεν έκαναν χρήση remixing στον ήχο τους.[19] Αντίθετα, είχαν νατουραλιστικά σάουντρακ που ηχογραφούνταν κατά τη διάρκεια του γυρίσματος και έμεναν αναλλοίωτα, παρόλο που περιελάμβαναν λάθη. Αυτό έδινε στις ταινίες μια αίσθηση φρεσκάδας και ενέργειας που δεν υπήρχαν σε προηγούμενες ταινίες.[19] Οι κινηματογραφιστές χρησιμοποιούσαν κάμερες χειρός που μπορούσαν να τραβήξουν καλά σε στενά μέρη, δημιουργώντας μια εξοικείωση που δεν θα μπορούσαν να συναγωνιστούν οι πιο δαπανηρές μεγάλες κάμερες.[19] Η πλειονότητα των ταινιών της Νουβέλ Βαγκ αποτελούνταν από μακριές, εκτεταμένες λήψεις που διευκολύνονταν από αυτού του είδους τις κάμερες.[21]
Αυτός ήταν ο κινηματογράφος αβανγκάρντ που αποτελούνταν από μια ομάδα γαλλικών ταινιών και κινηματογραφιστών της δεκαετίας του 1920. Αυτοί οι κινηματογραφιστές πιστεύεται ότι είναι υπεύθυνοι για την παραγωγή ταινιών που καθόρισαν τον κινηματογράφο.[27] Το κίνημα άκμασε μεταξύ 1918 και 1930, μια περίοδο στην οποία σημειώθηκε ραγδαία ανάπτυξη και αλλαγή του γαλλικού και του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ένα από τα κύρια ερεθίσματα πίσω από το γαλλικό αβανγκάρντ ήταν η ανακάλυψη του «καθαρού κινηματογράφου» και η αναβάθμισή του σε μορφή τέχνης μέσα από τον συμβολισμό, αντί να αφηγείται απλώς μια ιστορία.[28]
Το αβανγκάρντ ανέδειξε τη σχέση μεταξύ του ρεαλισμού και της κάμερας. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της αντίληψης Ζαν Επστάιν για την ανακάλυψη της πραγματικότητας μέσω της κάμερας, τονίζοντας το γεγονός ότι απεικονίζει την προσωπικότητα πάνω στο φιλμ.[28]
Η γέννηση του ιταλικού νεορεαλισμού, γνωστή και ως Χρυσή Εποχή, προήλθε από τη ζωή σε μια ολοκληρωτική κοινωνία υπό την εξουσία του Μπενίτο Μουσολίνι, του εθνικιστή, φασίστα ηγέτη και πρωθυπουργού της Ιταλίας κατά την περίοδο 1922-1943.[30]
Ένα από τα αξιοσημείωτα σημεία καμπής στον ιταλικό κινηματογράφο ήταν η στροφή της Ιταλίας από τον φασισμό στον νεορεαλισμό.[30] Ο Μουσολίνι επέβαλε τον ολοκληρωτισμό στην Ιταλία το 1925 με την άνοδό του στην εξουσία, αλλά δεν επηρέασε την κινηματογραφική βιομηχανία μέχρι το 1926, όταν ανέλαβε τη L'Unione Cinematografica Educativa, το Εθνικό Ινστιτούτο της Ένωσης Κινηματογραφίας και Εκπαίδευσης.[31]
Ο νεορεαλισμός απεικόνιζε μια τροποποιημένη άποψη της πραγματικότητας, δίνοντας στους Ιταλούς την ευκαιρία να βγουν στους δρόμους και να αποτυπώσουν τις καταστροφικές συνέπειες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στη χώρα. Οι ιταλικές ταινίες νεορεαλισμού παρουσίαζαν σκόπιμα μη επαγγελματίες ηθοποιούς, καθώς θεωρούνταν ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού και γυρίζονταν ζωντανά σε εξωτερικούς χώρους.[32] Επιπλέον, έδιναν έμφαση στη χρήση μη επαγγελματιών ηθοποιών για να επιδείξουν την καλλιτεχνική ομορφιά και την αίσθηση του ρεαλισμού.[32]
Αυτό το κινηματογραφικό κίνημα επικεντρώθηκε σε μεγάλο βαθμό στον πληθυσμό της εργατικής τάξης της Ιταλίας καθώς προέβαλλε τα προβλήματα και την καθημερινή του ζωή απεικονίζοντας στη φασιστική Ιταλία πριν και μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.[32] Το κίνημα επηρέασε σταδιακά τις ιταλικές ταινίες όλης εκείνης της εποχής, ενώ μόνο το 5% των φασιστικών ταινιών γυρίστηκαν μεταξύ 1930 και 1943.[31]
Ο ιταλικός νεορεαλισμός έγινε γνωστός στον κόσμο με το πρώτο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας το 1932, που τότε ήταν γνωστό ως Πρώτη Διεθνής Έκθεση Κινηματογραφικής Τέχνης.[31] Δεδομένου ότι η επίδραση του φασισμού στην κινηματογραφική βιομηχανία ήταν αρκετά αργή. Έτσι, το 1933 επιβλήθηκε κανόνας σύμφωνα με τον οποίο μια ιταλική ταινία έπρεπε να προβάλλεται για κάθε τρεις ξένες ταινίες αντίστοιχα.[31]
Πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο κινηματογράφος της Ιταλίας κυριαρχούσε κυρίως σε εθνικό επίπεδο.[33] Ο ιταλικός κινηματογράφος ξεκίνησε ουσιαστικά με την εισαγωγή ταινιών στα τέλη της δεκαετίας του 1890. Η πρώτη ιταλική ταινία γυρίστηκε το 1896 και παρουσίαζε την επίσκεψη της βασίλισσας και του βασιλιά στη Φλωρεντία.[34]
Το κίνημα αβάν-γκαρντ ξεκίνησε το 1911 με πειραματικά έργα και καινοτομίες στον κινηματογράφο, ενώ ελάχιστες ταινίες σώζονται από εκείνη την εποχή, όπως η Gli ultimi giorni di Pompei (1913) σε σκηνοθεσία Μάριο Καζερίνι.[34]
Το 1914, ο ιταλικός κινηματογράφος έδωσε 1.027 ταινίες, ενώ έναν χρόνο αργότερα, γυρίστηκαν μόνο 563 ταινίες, σχεδόν οι μισές από την προηγούμενη χρονιά.[31] Την ίδια χρονιά, εισήχθη στη βιομηχανία η Ιταλίδα φαμ φατάλ και καθιέρωσε αξιόλογες ηθοποιούς και σταρ του κινηματογράφου.[34] Η Ελεονώρα Ντούζε ήταν μια διάσημη Ιταλίδα ηθοποιός που έγινε η πρώτη γυναίκα αλλά και η πρώτη Ιταλίδα στο εξώφυλλο του περιοδικού Time.[35] Κατά τη δεκαετία του 1930, χτίστηκε στη Ρώμη η Τσινετσιτά, ένα συγκρότημα κινηματογραφικών στούντιο, που φιλοξένησε σταρ σκηνοθέτες της Ιταλίας.[34]
Ο απόηχος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου έγινε γνωστός ως νεορεαλιστική περίοδος, παρουσιάζοντας εξέχοντες και διακεκριμένους κινηματογραφιστές, σκηνοθέτες και σεναριογράφους.[30] Ο ιταλικός νεορεαλισμός έγινε το κυρίαρχο κίνημα στον παγκόσμιο κινηματογράφο μετά τον πόλεμο, όχι μόνο για την προσπάθειά του να επιλύσει και να αντιμετωπίσει κοινωνικά προβλήματα, αλλά και για την αισιοδοξία του για το μέλλον.[31]
Οι ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού περιστρέφονταν κυρίως γύρω από θέματα που απεικόνιζαν τη φτώχεια και την κατώτερη τάξη, καθώς και τις επιπτώσεις του πολέμου στην ιταλική κοινωνία.[36] Ο ιταλικός νεορεαλισμός οδήγησε σε ένα κύμα ταινιών που περιστρέφονταν γύρω από πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις.[37] Οι ταινίες επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τη λογοτεχνία, την ιστορία, την τέχνη και τη φωτογραφία διευρύνοντας την οπτική του κινηματογραφόφιλου κοινού.[37]
Τα είδη των προπαγανδιστικών ταινιών επηρεάζονται από διάφορους παράγοντες με πολιτικά κίνητρα που συμβάλλουν στις ταινίες που γυρίζονται.[31] Μερικά από τα εξέχοντα είδη ήταν πατριωτικές/στρατιωτικές ταινίες και οι αντισοβιετικές ταινίες.[31] Παράλληλα, γυρίζονταν μελοδράματα, κωμωδίες και ταινίες εποχής.[31] Ο όρος νεορεαλισμός ορίζεται ως "νέος ρεαλισμός", μια έννοια αρκετά εκλεπτυσμένη.[38] Ο ιταλικός νεορεαλισμός έχει τα δικά του ξεχωριστά χαρακτηριστικά που βασίζονται στον κοινωνικό ρεαλισμό, το ιστορικό περιεχόμενο και την πολιτική στράτευση.[33] Οι ταινίες έφεραν ένα κύμα ωμών συναισθημάτων μεταξύ ηθοποιού και κοινού ως αποτέλεσμα της σχέσης με τον μαρξιστικό ουμανισμό, μια έννοια που ενσάρκωσε τον ρεαλισμό στον κινηματογράφο.[33]
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τον ιταλικό νεορεαλισμό, θα πρέπει να τον δούμε μέσα από ένα πρίσμα κατανόησης της πάλης των τάξεων.[32] Είναι σημαντικό να δούμε την κατώτερη εργατική τάξη σε αντιπαράθεση με τον πλούσιο πληθυσμό της ανώτερης τάξης για να κατανοήσουμε τον κοινωνικό ρεαλισμό στην Ιταλία.[32] Μετά από διεξαγωγή γενικής ανάλυσης για τα έτη μεταξύ 1945-1953, παρατηρήθηκε ότι μόνο το 11% από τις 822 ταινίες που γυρίστηκαν στη διάρκεια αυτής της περιόδου θεωρούνται νεορεαλιστικές ταινίες.[33]
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ιταλικές ταινίες νεορεαλισμού απέρριψαν τα παραδοσιακά κινηματογραφικά είδη και προχώρησαν σε διασκευές λογοτεχνικών έργων όπως το Χρονικό των φτωχών εραστών (1954) μεταφρασμένο ως Η ιστορία των φτωχών εραστών σε σκηνοθεσία Κάρλο Λιτσάνι και το Έτσι τελείωσε μια μεγάλη αγάπη (1954) σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι ως ρομαντικά μελοδράματα και ταινίες εποχής.[33] Οι ταινίες που γυρίστηκαν κατά την περίοδο του ιταλικού νεορεαλισμού απεικόνιζαν την καθημερινότητα, τονίζοντας τα ρεαλιστικά στοιχεία σε ταινίες όπως ο Κλέφτης ποδηλάτων (1948) του Βιτόριο ντε Σίκα. Η ταινία ήταν μια ακριβής σύγχρονη αναπαράσταση του κοινωνικού οικονομικού συστήματος.[33] Τα αποτελέσματα του πολέμου και διαμόρφωσαν ακόμη και τον σύγχρονο κινηματογράφο, καθώς του παρείχαν ιστορίες που άξιζαν να γίνουν ταινίες.[33]
Ο κινηματογράφος πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα το 1896, αλλά το πρώτο σινεμά άνοιξε το 1907. Το 1914 ιδρύθηκε από τους Δήμο Βρατσάνο, Γιόζεφ Χεπ και Γεώργιο Προκοπίου η εταιρεία Asty Films, η οποία ξεκίνησε την παραγωγή ταινιών μεγάλου μήκους στην Ελλάδα.[40] Η Γκόλφω, μια πολύ γνωστή παραδοσιακή ιστορία αγάπης,[41] είναι η πρώτη ελληνική ταινία μεγάλου μήκους, αν και πριν από αυτήν υπήρχαν αρκετές μικρές παραγωγές, κυρίως επίκαιρα. Το 1931 ο Ορέστης Λάσκος σκηνοθέτησε την ταινία Δάφνις και Χλόη, που περιείχε την πρώτη γυμνή σκηνή στην ιστορία του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, εμπνευσμένη από το έργο Δάφνις και Χλόη του Λόγγου, συγγραφέα του 3ου μ.Χ. αι.[42] Αυτή ήταν και η πρώτη ελληνική ταινία που παίχτηκε στο εξωτερικό.
Το 1944, η Κατίνα Παξινού τιμήθηκε με Όσκαρ Β´ Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της στην αμερικανική ταινία Για ποιον χτυπά η καμπάνα (1943) του Σαμ Γουντ.[43]
Η δεκαετία του 1950 και οι αρχές της δεκαετίας του 1960 θεωρούνται από πολλούς η χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου. Σκηνοθέτες και ηθοποιοί αυτής της εποχής αναγνωρίστηκαν ως σημαντικές ιστορικές προσωπικότητες στην Ελλάδα και κάποιοι κέρδισαν διεθνή αναγνώριση, όπως οι: Μιχάλης Κακογιάννης, Αλέκος Σακελλάριος, Μελίνα Μερκούρη, Νίκος Τσιφόρος, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Κατίνα Παξινού, Νίκος Κούνδουρος, Έλλη Λαμπέτη, Ειρήνη Παπά κ.ά. Την εποχή εκείνη γυρίζονταν πάνω από εξήντα ταινίες ετησίως, πολλές από τις οποίες είχαν στοιχεία φιλμ νουάρ. Αξιοσημείωτες ταινίες ήταν η Η κάλπικη λίρα (1955)[44] του Γιώργου Τζαβέλλα, Πικρό ψωμί (1951) του Γρηγόρη Γρηγορίου,[45] Ο δράκος (1956) του Νίκου Κούνδουρου,[46] Στέλλα (1955) του Μιχάλη Κακογιάννη σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη.[47] Ο Κακογιάννης σκηνοθέτησε επίσης την ταινία Αλέξης Ζορμπάς (1964) με τον Άντονι Κουίν που έλαβε υποψηφιότητες για Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Καλύτερου Προσαρμοσμένου Σεναρίου και Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας, για τέσσερις Χρυσές Σφαίρες και για τρία Βραβεία Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.[48] Η εταιρεία Φίνος Φιλμ συμβάλλει επίσης σημαντικά αυτήν την περίοδο με ταινίες όπως Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο (1955),[49] Η θεία απ' το Σικάγο (1957),[50] Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο (1959)[51] και πολλές άλλες. Υπήρχαν επίσης διεθνούς φήμης κινηματογραφιστές στην ελληνική διασπορά όπως ο Ελληνοαμερικανός Ελία Καζάν, με ταινίες όπως Βίβα Ζαπάτα!, Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν, Συμφωνία κυρίων, Λεωφορείον ο πόθος, Το λιμάνι της αγωνίας και Ανατολικά της Εδέμ.[52]
Τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος σκηνοθετεί μια σειρά από αξιόλογες ταινίες, όπως Αναπαράσταση, Μέρες του '36, Ο θίασος, Ο μελισσοκόμος και Το μετέωρο βήμα του πελαργού.[53] Η ταινία του Μία αιωνιότητα και μία μέρα κέρδισε Χρυσό Φοίνικα και Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών το 1998.
Από τη δεκαετία του 2000, μια νεότερη γενιά Ελλήνων σκηνοθετών έχει ξεχωρίσει διεθνώς, με πιο γνωστό τον Γιώργο Λάνθιμο. Η ταινία του Κυνόδοντας κέρδισε το βραβείο Ένα Κάποιο Βλέμμα (Prix Un Certain Regard) στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών του 2009[54][55] και ήταν υποψήφια για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας 2010.[56] Το 2011, η ταινία του Άλπεις τιμήθηκε με Βραβείο Osella Καλύτερου Σεναρίου στο Φεστιβάλ της Βενετίας.[57] Το 2015, η ταινία του Ο αστακός έλαβε Βραβείο Κριτών του Φεστιβάλ Καννών, ενώ το 2018 η ταινία του Η ευνοούμενη επέσπασε Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Το 2023, ο Λάνθιμος κέρδισε Χρυσό Λέοντα στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βενετίας, για το Poor Things με πρωταγωνίστρια την Έμα Στόουν. Η ταινία τιμήθηκε και με Χρυσή Σφαίρα για τη καλύτερη κωμωδία ή μιούζικαλ της χρονιάς.[58]
Τα τρία μεγαλύτερα φεστιβάλ ευρωπαϊκού κινηματογράφου είναι:[59][60]
Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας είναι το παλαιότερο κινηματογραφικό φεστιβάλ στον κόσμο.[61]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.