είδος ταινίας που εστιάζει κυρίως στο χιούμορ From Wikipedia, the free encyclopedia
Κωμωδία ή κωμική ταινία είναι ένα είδος ταινίας που δίνει έμφαση στο χιούμορ. Οι κωμικές ταινίες έχουν σχεδιαστεί για να διασκεδάζουν το κοινό και να το κάνουν να γελάει.[1] Οι ταινίες αυτού του είδους έχουν συνήθως αίσιο τέλος,[2] αν και η μαύρη κωμωδία αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Σύμφωνα με τον ιστορικό του κινηματογράφου Τζέραλντ Μαστ, μια κωμική ταινία είτε έχει κωμική πλοκή και κωμικό κλίμα, είτε δεν έχει απαραιτήτως κωμική πλοκή αλλά ένα έχει καλά ενσωματωμένο κωμικό κλίμα, που το συνολικό αποτέλεσμα είναι κωμικό.[3] Η κωμωδία είναι ένα από τα παλαιότερα είδη του κινηματογράφου και προέρχεται από την κλασική κωμωδία στο θέατρο. Μερικές από τις πρώτες βωβές ταινίες ήταν κωμωδίες, όπως οι κωμωδίες σλάπστικ, οι οποίες συχνά βασίζονται σε οπτικές απεικονίσεις, όπως φάρσες και πλάκες, ώστε να μπορεί κανείς να τις απολαύσεις χωρίς ήχο. Για να προσφέρει ένταση και ενθουσιασμό στις βωβές ταινίες, παιζόταν ζωντανή μουσική σε συγχρονισμό με τη δράση στην οθόνη, με πιάνο, εκκλησιαστικό όργανο και άλλα όργανα.[4] Όταν οι ομιλούσες ταινίες έγιναν πιο διαδεδομένες κατά τη δεκαετία του 1920, οι κωμωδίες αυξήθηκαν σε δημοτικότητα, καθώς το γέλιο μπορούσε να προκύψει τόσο από φαρσικές καταστάσεις όσο και από χιουμοριστικούς διαλόγους.
Η κωμωδία, σε σύγκριση με άλλα κινηματογραφικά είδη, εστιάζει περισσότερο σε μεμονωμένους πρωταγωνιστές, εξού και πολλοί πρώην stand-up κωμικοί έχουν μεταβεί στον κινηματογράφο λόγω της δημοτικότητάς τους.[5]
Στο The Screenwriters Taxonomy (2017), ο Έρικ Γουίλιαμς υποστηρίζει ότι τα κινηματογραφικά είδη βασίζονται ουσιαστικά στην ατμόσφαιρα, τον χαρακτήρα και την πλοκή μιας ταινίας, και ως εκ τούτου, οι ταμπέλες "δράμα" και "κωμωδία" είναι πολύ ευρείες για να θεωρηθούν είδη.[6] Αντίθετα, υποστηρίζει ότι η κωμωδία είναι ένα είδος ταινίας που περιέχει τουλάχιστον δώδεκα διαφορετικά υποείδη.[7] Ορισμένα υβριδικά είδη είναι η κωμωδία δράσης και η ρομαντική κομεντί. Η κωμωδία είναι ένα είδος ψυχαγωγίας που έχει σχεδιαστεί για να κάνει το κοινό να γελάει. Μπορεί να πάρει πολλές μορφές, όπως stand-up κωμωδία, κωμικά σκετς, κωμωδία καταστάσεων και κωμική ταινία. Η κωμωδία χρησιμοποιεί συχνά χιούμορ και σάτιρα για να σχολιάσει κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, καθώς και την καθημερινότητα. Η σωματική κωμωδία, η οποία χρησιμοποιεί χειρονομίες, εκφράσεις προσώπου και τη γλώσσα του σώματος για να δημιουργήσει χιούμορ, είναι μια ακόμη δημοφιλής μορφή κωμωδίας. Το είδος της κωμωδίας είναι γνωστό για την ικανότητά του να κάνει τον κόσμο να γελά, αλλά και να σκέφτεται. Μπορεί να αποτελεί αντανάκλαση της κοινωνίας και των προβλημάτων της.
Η πρώτη κινηματογραφική κωμωδία ήταν το L'Arroseur Arrosé (1895), σε σκηνοθεσία και παραγωγή του πρωτοπόρου του κινηματογράφου Λουί Λιμιέρ. Διαρκεί λιγότερο από 60 δευτερόλεπτα και δείχνει ένα αγόρι να κάνει μια φάρσα σε έναν κηπουρό. Οι πιο αξιόλογοι κωμικοί ηθοποιοί της εποχής του βωβού κινηματογράφου (1895-1927) ήταν οι Τσάρλι Τσάπλιν, Χάρολντ Λόιντ και Μπάστερ Κίτον.
Σε ένα άρθρο του 2023 στο Collider, η Λάιζα Λάμαν δηλώνει ότι «οι σύγχρονες [κινηματογραφικές] κωμωδίες συνήθως έχουν πάρα πολλά οπτικά προβλήματα» και χρησιμοποιούν «απογοητευτικά αδρανείς εικόνες» και «υπερφωτισμένα» σκηνικά, που τις κάνει να «μοιάζουν με κωμικές σειρές, όχι ταινίες».[8] Λέει επίσης ότι «οι σύγχρονες κωμωδίες γυρίζονται με «ελάχιστη φαντασία», «αμήχανο μοντάζ» και λίγες «οπτικές φάρσες».[8]
Η αναρχική κωμωδία, όπως υποδηλώνει το όνομά της, χαρακτηρίζετια από τυχαίο χιούμορ που συχνά παρωδεί μια μορφή εξουσίας.[9] Το είδος χρονολογείται από την εποχή του βωβού κινηματογράφου. Αξιοσημείωτα παραδείγματα αυτού του τύπου ταινιών είναι οι ταινίες των Μόντι Πάιθον.[10][11] Άλλα παραδείγματα είναι το Σούπα πάπιας των αδελφών Μαρξ (Duck Soup, 1933) Το κλαμπ με τις λωλές με τον Τσέβι Τσέις (Caddyshack, 1980) και η Σαπουνόπετρα του Νίκου Ζερβού.[12] Κατά δήλωση του Μιχάλη Κακογιάννη, η ταινία του Αλέξης Ζορμπάς (1964) με τον Άντονι Κουίν στον ομώνυμο ρόλο είναι επίσης «αναρχική κωμωδία», αν και ευρέως θεωρείται δραματική κωμωδία.[12]
Οι χοντροκομμένες κωμωδίες απευθύνονται στην αγορά νέων ενηλίκων (ηλικίας 18–24 ετών) και βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε χυδαίο χιούμορ, σεξουαλικά υπονοούμενα ή σκατολογικά αστεία. Συχνά περιέχουν πολλές βωμολοχίες και γυμνό.[13] Κάποια παραδείγματα είναι οι ταινίες American Pie (1999)[14] και Austin Powers: Ο κατάσκοπος που με κουτούπωσε (Austin Powers: The Spy Who Shagged Me, 2001).[15]
Αυτό το υποείδος χρησιμοποιεί την κωμωδία για να εξερευνήσει σοβαρές ιδέες όπως η θρησκεία, το σεξ ή η πολιτική. Συχνά, οι χαρακτήρες αντιπροσωπεύουν αποκλίνουσες κοσμοθεωρίες και αναγκάζονται να αλληλεπιδράσουν για να επιτευχθεί το κωμικό αποτέλεσμα και ο κοινωνικός σχολιασμός.[16] Κάποια παραδείγματα είναι τα Η πιο κουφή μέρα του Φέρις Μπιούλερ με τον Μάθιου Μπρόντερικ (Ferris Bueller's Day Off, 1986) Ο κύριος Κανένας με τον Κέβιν Κόστνερ (Swing Vote, 2008), αλλά και τα Φτηνά τσιγάρα (2000) του Ρένου Χαραλαμπίδη.[17]
Η κωμωδία ηθών σατιρίζει τα ήθη και τα συναισθήματα μιας κοινωνικής τάξης. Η πλοκή της κωμωδίας ηθών συχνά ασχολείται με μια παράνομη ερωτική σχέση ή με άλλα σκάνδαλα. Γενικά, στην πλοκή, μικρότερη σημασία έχει το κωμικό αποτέλεσμα και περισσότερη οι πνευματώδει διάλογοι. Αυτή η μορφή κωμωδίας έχει μακρά καταγωγή που χρονολογείται τουλάχιστον όσο το Πολύ κακό για το τίποτα του Ουίλιαμ Σέξπιρ, που εκδόθηκε το 1623.[18] Παραδείγματα τέτοιων ταινιών είναι τα Πρόγευμα στο Τίφανις με την Όντρεϊ Χέπμπορν (Breakfast at Tiffany's, 1961), Ηλιόλουστος έρωτας με την Νταϊάν Λέιν (Under the Tuscan Sun, 2003) και η ασπρόμαυρη βρετανική ταινία Το πάρτι με την Κριστίν Σκοτ Τόμας (The party, 1917).[19]
Η ταινίες μαύρης κωμωδίας πραγματεύονται θέματα ταμπού — όπως ο θάνατος, ο φόνος, το έγκλημα, η αυτοκτονία και ο πόλεμος — με σατιρικό τρόπο.[20] Τέτοια παραδείγματα είναι τα S.O.S Πεντάγωνο καλεί Μόσχα του Στάνλεϊ Κιούμπρικ (Dr. Strangelove or: How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb, 1964), αλλά και τα Πέντε λεπτά ακόμα (2006) με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο.[12]
Οι φαρσικές ταινίες υπερβάλλουν τις καταστάσεις πέρα από τη σφαίρα των δυνατοτήτων — με αποτέλεσμα να τις κάνουν διασκεδαστικές.[21] Παραδείγματα τέτοιων ταινιών περιλαμβάνουν είναι Ο υπναράς του Γούντι Άλεν (Sleeper, 1973), αλλά και οι ελληνικές ταινίες Ο παπατρέχας (1966), Βοήθεια! Ο Βέγγος φανερός πράκτωρ 000 (1967) και Θου-Βου Φαλακρός πράκτωρ - Επιχείρησις: Γης Μαδιάμ (1969) με τον Θανάση Βέγγο.[12]
Οι κωμωδίες τύπου μοκιουμένταρι είναι φανταστικές, αλλά χρησιμοποιούν στιλ ντοκιμαντέρ που περιλαμβάνει συνεντεύξεις και ντοκιμαντερίστικα πλάνα, ανάμεικτα με κανονικές σκηνές. Τέτοια παραδείγματα είναι οι ταινίες This Is Spinal Tap (1984) και Θάνατος στο 2020 με τους Σάμιουελ Λ. Τζάκσον και Χιου Γκραντ (Death to 2020, 2020).[22]
Η μουσική κωμωδία ή κωμωδία μιούζικαλ[12] ως κινηματογραφικό είδος έχει τις ρίζες της στη δεκαετία του 1920. Η ταινία κινουμένων σχεδίων Steamboat Willie (1928) του Γουόλτ Ντίσνεϊ είναι από τις πιο γνωστές πρώτες τέτοιες ταινίες. Η δημοτικότητα του υποείδους εκτινάχθηκε κατά τη δεκαετία του 1970, με ταινίες όπως Το κορίτσι του αιώνα και οι ανήλικοι ριφιφίδες με την Τζόντι Φόστερ (Bugsy Malone, 1976) και Grease (1978) με τους Τζον Τραβόλτα και Ολίβια Νιούτον Τζον να γίνονται κλασικές καλτ ταινίες. Στον ελληνικό κινηματογράφο, παραδείγματα τέτοιων κωμωδιών είναι τα Χαρούμενο ξεκίνημα (1954) του Ντίνου Δημόπουλου, Διπλοπενιές (1966) του Γιώργου Σκαλενάκη και όλες οι ταινίες του είδους που γύρισε ο Γιάννης Δαλιανίδης: Μερικοί το προτιμούν κρύο (1962), Ραντεβού στον αέρα (1966), Μια κυρία στα μπουζούκια (1968) κ.λπ.[12] Οι ταινίες αυτές μπορούν να ονομαστούν και "λαϊκά μιούζικαλ".[12]
Οι ταινίες παρατηρητικού χιούμορ βρίσκουν το χιούμορ στις κοινές πρακτικές της καθημερινότητας.[23] Μερικά παραδείγματα ταινιών παρατηρητικού χιούμορ είναι τα Με την πρώτη με τον Σεθ Ρόγκεν (Knocked Up, 2007) και Ο αρχάριος με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο (The Intern, 2015).
Η παρωδία σατιρίζει άλλα είδη ταινιών ή κάποια κλασική ταινία. Οι κινηματογραφικές παρωδίες χρησιμοποιούν σαρκασμό, στερεότυπα και απομίμηση σκηνών από άλλες ταινίες.[24] Παραδείγματα τέτοιων ταινιών είναι τα Μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες (Blazing Saddles, 1974) και Μπαλάκια τρίτου τύπου (Spaceballs, 1987) του Μελ Μπρουκς. Στον ελληνικό κινηματογράφο, παρωδίες αποτελούν τα Αλαλούμ (1982) του Χάρρυ Κλυνν και Ο δράκουλας των Εξαρχείων (1983) του Νίκου Ζερβού.[12]
Το χιούμορ στις σεξοκωμωδίες προέρχεται κυρίως από σεξουαλικές καταστάσεις, επιθυμίες και σκηνές,[2][25] όπως στα Πάρτι για εργένηδες με τον Τομ Χανκς (Bachelor Party, 1984), το Δεν κρατιέμαι (Los amantes pasajeros, 2013) του Πέδρο Αλμοδόβαρ,[26] αλλά και το ελληνικό Safe Sex (1999) των Μιχάλη Ρέππα - Θανάση Παπαθανασίου.[27]
Το χιούμορ των κωμωδιών καταστάσεων προέρχεται από τη γνώση μιας ομάδας χαρακτήρων (ή τύπων) και στη συνέχεια από την έκθεσή τους σε διαφορετικές καταστάσεις που δημιουργούν χιουμοριστικές και ειρωνικές αντιπαραθέσεις.[28] Αντίθετα με τη ρομαντική κομεντί, στην κωμωδία καταστάσεων, ο βασικός χαρακτήρας είναι συνήθως άντρας.[12] Τέτοια παραδείγματα είναι οι ταινίες Αεροπλάνα, λιμουζίνες και τρένα με τον Στιβ Μάρτιν (Planes, Trains and Automobiles, 1987) και The Hangover (2009) με τους Ζακ Γαλιφιανάκη και Μπράντλεϊ Κούπερ. Παραδείγματα από τον ελληνικό κινηματογράφο είναι Το σοφεράκι (1953) με τον Μίμη Φωτόπουλο και Ο έρωτας του Οδυσσέα (1984) με τον Κώστα Βουτσά.[12]
Αυτό το ευρύ υποείδος ισχύει για ταινίες που δεν επιχειρούν μια συγκεκριμένη προσέγγιση της κωμωδίας, αλλά, μάλλον, χρησιμοποιούν την κωμωδία για την κωμωδία.[29] Οι ταινίες Ακολουθώντας την Έιμι με τον Μπεν Άφλεκ (Chasing Amy, 1997) και Το σκυλολόι με τον Τιμ Άλεν (Shaggy Dog, 2006) είναι παραδείγματα απλής κωμωδίας.
Οι ταινίες σλάπστικ περιέχουν υπερβολικά έντονη σωματική δράση για τη δημιουργία αδύνατων και χιουμοριστικών καταστάσεων. Επειδή βασίζονται κυρίως σε οπτικές απεικονίσεις γεγονότων, δεν απαιτούν ήχο. Κατά συνέπεια, το υποείδος ήταν ιδανικό για τον βωβό κινηματογράφο και ήταν διαδεδομένο εκείνη την εποχή.[1] Δημοφιλείς σταρ του σλάπστικ είναι οι Χάρολντ Λόιντ, Ρόσκο Άρμπακλ, Τσάρλι Τσάπλιν, Πίτερ Σέλερς και Νόρμαν Γουίσντομ. Μερικά από αυτά τα αστέρια, καθώς σύνολα όπως Χοντρός και Λιγνός και Τρίο Στούτζες, γνώρισαν επίσης επιτυχία ενσωματώνοντας το σλάπστικ σε ομιλούσες ήχου. Σύγχρονα παραδείγματα κωμωδίας σλάπστικ είναι Το πάρτι με τον Πίτερ Σέλερς (The Party, 1968) και Ο Mr. Bean πάει διακοπές με τον Ρόουαν Άτκινσον (Mr. Bean's Holiday, 2007).Ο Θανάσης Βέγγος θεωρείται κορυφαίος του είδους στον ελληνικό κινηματογράφο, με ταινίες όπως Ζήτω η τρέλα (1962) και Ο βασιλιάς της γκάφας (1962) του Πάνου Γλυκοφρύδη.[12]
Αν και δεν συνδέονται άμεσα με την ιστορία του σουρεαλισμού, οι σουρεαλιστικές κωμωδίες περιέχουν μορφές συμπεριφοράς και αφήγησης που είναι παράλογες — όπως παράδοξες αντιπαραθέσεις, παράλογες καταστάσεις και απρόβλεπτες αντιδράσεις σε κανονικές καταστάσεις.[29] Μερικά παραδείγματα είναι τα Είναι ένας τρελός... τρελός... τρελός κόσμος με τον Σπένσερ Τρέισι (It's a Mad, Mad, Mad, Mad World, 1963), Τα πάντα όλα με τη Μισέλ Γιο (Everything Everywhere All at Once, 2022) και το Dodo (2022) του Πάνου Κούτρα με τη Σμαράγδα Καρύδη.[30]
Σύμφωνα με την ταξινόμηση του Γουίλιαμς, όλες οι περιγραφές ταινιών πρέπει να περιέχουν το είδος τους (κωμωδία ή δράμα) σε συνδυασμό με ένα (ή περισσότερα) υποείδη.[7] Αυτός ο συνδυασμός δεν δημιουργεί ένα ξεχωριστό είδος, αλλά μάλλον παρέχει καλύτερη κατανόηση της ταινίας.
Ταινίες αυτού του είδους συνδυάζουν κωμικές καταστάσεις και δράση, όπου οι σταρ συνδυάζουν έξυπνες ατάκες με συναρπαστική πλοκή και τολμηρά ακροβατικά. Το είδος έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές στη Βόρεια Αμερική τη δεκαετία του 1980, όταν κωμικοί όπως ο Έντι Μέρφι άρχισαν να δέχονται ρόλους πιο προσανατολισμένους στη δράση, όπως 48 ώρες (48 Hours, 1982) και Ο μπάτσος του Μπέβερλι Χιλς (Beverly Hills Cop, 1984).
Κάποια υποείδη της κωμωδίας δράσης είναι:[7]
Οι ταινίες πολεμικών τεχνών σλάπστικ έγιναν βασικός πυλώνας του κινηματογράφου δράσης του Χονγκ Κονγκ μέσω ταινιών του Τζάκι Τσαν, Αν θυμηθείς... πέθανες (Ngo si seoi, 1998). Το Κουνγκ Φου Πάντα είναι μια κωμωδία δράσης που επικεντρώνεται στην πολεμική τέχνη του κουνγκ φου.
Ορισμένες ταινίες δράσης επικεντρώνονται σε υπερήρωες. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν Οι απίθανοι (The Incredibles, 2004) και το Kick-Ass (2010).
Ταινίες με πρωταγωνιστές αταίριαστους συντρόφους με κωμικά αποτελέσματα, όπως Ένα παράξενο ζευγάρι με τους Τζακ Λέμον και Γουόλτερ Ματάου (The Odd Couple, 1968), Πολυθρόνα για δύο με τους Νταν Άκροϊντ και Έντι Μέρφι (Trading Places, 1983),[31] Ο Ηλίθιος και ο Πανηλίθιος (Dumb and Dumber, 1994)[32] και Στάρσκι & Χατς με τους Μπεν Στίλερ και Όουεν Γουίλσον (Starsky and Hutch, 2004).
Το υποείδος αυτό βασίστηκε στην μακρά παράδοση κωμικών κινηματογραφικών ντουέτων όπως Χοντρός και Λιγνός και Άμποτ και Κοστέλο.[33]
Το κωμικό θρίλερ είναι ένα είδος που συνδυάζει στοιχεία χιούμορ και σασπένς. Ταινίες όπως Η κυρία εξαφανίζεται του Άλφρεντ Χίτσκοκ (The Lady Vanishes, 1938), Ραντεβού στο Παρίσι με τους Όντρεϊ Χέπμπορν και Κάρι Γκραντ (Charade, 1963)[34] και Ο κύριος και η κυρία Σμιθ με τους Μπραντ Πιτ και Αντζελίνα Τζολί (Mr. & Mrs. Smith, 2005) είναι δείγματα κωμικών θρίλερ.
Η κωμωδία μυστηρίου είναι ένα είδος ταινιών που συνδυάζει στοιχεία κωμωδίας και μυστηρίου. Αν και το είδος αναμφισβήτητα κορυφώθηκε τις δεκαετίες του 1930 και του 1940, έκτοτε έχουν γυριστεί κι άλλες κωμωδίες μυστηρίου.[35] Κάποια παραδείγματα είναι η σειρά ταινιών Ο ροζ πάνθηρας (The Pink Panther) με τον Πίτερ Σέλερς,[36] το Clue με τη Μάντλιν Καν (1985)[37] και το Στα μαχαίρια με τον Ντάνιελ Κρεγκ (Knives Out, 2019).[38]
Ένας υβριδικός συνδυασμός αστυνομικών ταινιών και κωμωδίας. Παραδείγματα τέτοιων ταινιών είναι τα Ζητείται εγκέφαλος για ληστεία (Take the Money and Run, 1969) και Μυστηριώδεις φόνοι στο Μανχάταν (Manhattan Murder Mystery, 1993)[39] του Γούντι Άλεν και το Ποιος παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ με τον Μπομπ Χόσκινς (Who Framed Roger Rabbit, 1988).
Οι ταινίες κωμωδίες φαντασίας χρησιμοποιούν μαγικές, υπερφυσικές ή μυθολογικές φιγούρες για κωμικούς σκοπούς. Κάποιες κωμωδίες φαντασίας περιέχουν στοιχεία παρωδίας ή σάτιρας, κάνοντας για παράδειγμα έναν ήρωα δειλό ή ανόητο ή μια πριγκίπισσα άγαρμπη. Παραδείγματα τέτοιων ταινιών είναι τα Μπιγκ με τον Τομ Χανκς (Big, 1988),[40] Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς με τον Τζον Κιούζακ (Being John Malkovich, 1999),[41] Η μέρα της μαρμότας με τον Μπιλ Μάρεϊ (Groundhog Day, 1993)[42] και Σρεκ (Shrek, 2001).
Η κωμωδία τρόμου είναι ένα υποείδος στο οποίο αντιμετωπίζονται με χιουμοριστική προσέγγιση συνηθισμένα "σκοτεινά" θέματα ταινιών τρόμου. Αυτές οι ταινίες είτε συχνά είναι παρωδίες κλισέ τρόμου, όπως στη σειρά ταινιών Scream, στο Φρανκενστάιν Τζούνιορ (Young Frankenstein, 1974), The Rocky Horror Picture Show (1975), Scary Movie (2000) και Ο στοιχειωμένος πύργος (The Haunted Mansion, 2003). Άλλες ταινίες είναι πολύ πιο διακριτικές και δεν διακωμωδούν τον τρόμο, όπως το Ένας Αμερικανός λυκάνθρωπος στο Λονδίνο (An American Werewolf in London, 1981). Ένα άλλο στιλ κωμωδίας τρόμου μπορεί να βασίζεται στην υπερβολική βία όπως στα Καταραμένο άσμα (The Evil Dead, 1981) και Τα ζόμπι δεν είναι χορτοφάγα (The Return of the Living Dead, 1985). Θα ήταν λογικό σε αυτήν την κατηγορία να τοποθετηθεί και η ταινία Ghostbusters (1984).
Οι καθημερινές κωμωδίες παίρνουν ένα μικρό γεγονός στη ζωή ενός ατόμου και αυξανουν το επίπεδο σπουδαιότητάς του. Τα «μικρά πράγματα στη ζωή» φαίνονται πολύ σημαντικά στον πρωταγωνιστή (και στο κοινό).[7] Συχνά, οι πρωταγωνιστές αντιμετωπίζουν πολλαπλά προβλήματα στην πορεία της ταινίας.[7] Η καθημερινή κωμωδία συχνά βρίσκει το χιούμορ σχολιάζοντας τον παραλογισμό ή την ειρωνεία της καθημερινής ζωής. Παραδείγματα τέτοιων ταινιών είναι τα The Terminal (2004) με τον Τομ Χανκς και American Splendor (2003) με τον Πολ Τζιαμάτι.
Οι ρομαντικές κομεντί είναι χιουμοριστικές ταινίες με κεντρικά θέματα που ενισχύουν τις κοινωνικές πεποιθήσεις περί έρωτα (π.χ. θέματα όπως «κεραυνοβόλος έρωτας», «όλοι βρίσκουν το ταίρι τους» ή «η αγάπη είναι ακατανίκητη»). Η ιστορία συνήθως περιστρέφεται γύρω από χαρακτήρες που ερωτεύονται ή παύουν να είναι ερωτευμένοι.[43] Αντίθετα με την κωμωδία καταστάσεων, στη ρομαντική κομεντί, ο βασικός χαρακτήρας είναι συνήθως γυναίκα.[12]
Παραδείγματα ρομαντικών κομεντί αποτελούν οι ταινίες Αμελί με την Οντρέ Τοτού (Le Fabuleux Destin d'Amélie Poulain, 2001), Ο νευρικός εραστής με την Ντάιαν Κίτον (Annie Hall, 1977), Ραντεβού στο Παρίσι με την Όντρεϊ Χέπμπορν (Charade, 1963), Pretty Woman (1990) με την Τζούλια Ρόμπερτς, Μερικοί το προτιμούν καυτό με τη Μέριλιν Μονρόε (Some Like It Hot, 1959), και Όταν ο Χάρι γνώρισε την Σάλι με τη Μεγκ Ράιαν (When Harry Met Sally, 1989). Το είδος έχει ανθήσει και στον ελληνικό κινηματογράφο, με ταινίες όπως Κυριακάτικο ξύπνημα (1954) με την Έλλη Λαμπέτη, Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο (1959), Μανταλένα (1960) και Μοντέρνα σταχτοπούτα (1965) με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, αλλά και Κορίτσια στον Ήλιο (1968) με τον Γιάννη Βόγλη.[12]
Ένα υποείδος της ρομαντικής κομεντί οι κωμωδία screwball ή τρελή κωμωδία[12] φαίνεται να επικεντρώνεται στην ιστορία ενός κεντρικού ανδρικού χαρακτήρα έως ότου εισβάλει στη ζωή του ένας ισχυρός γυναικείος χαρακτήρας. Σε αυτό το σημείο, η ιστορία του άνδρα γίνεται δευτερεύουσα σε σχέση με ένα νέο θέμα που συνήθως εισάγει η γυναίκα. Αυτή η ιστορία αποκτά σημασία και, όπως συμβαίνει, η αρρενωπότητα του άνδρα αμφισβητείται από την οξυδερκή γυναίκα, που συχνά είναι το αντικείμενο του πόθου του.[7] Αυτές οι ταινίες μπορεί να περιλαμβάνουν ένα ρομαντικό στοιχείο, αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών οικονομικών στρωμάτων, γρήγορους και πνευματώδεις διαλόγους, κάποια μορφή αντιστροφής ρόλων και αίσιο τέλος.
Μερικά παραδείγματα κωμωδίας screwball την εποχή της ακμής της είναι οι ταινίες Συνέβη μια νύχτα με τους Κλαρκ Γκέιμπλ και Κλοντέτ Κολμπέρ (It Happened One Night, 1934), Η γυναίκα με τη λεοπάρδαλη με τους Κάθριν Χέπμπορν και Κάρι Γκραντ (Bringing Up Baby, 1938), Κοινωνικά σκάνδαλα με τους Κάθριν Χέπμπορν και Κάρι Γκραντ (The Philadelphia Story, 1940), Ξαναπαντρεύομαι τη γυναίκα μου με τους Κάρι Γκραντ και Ρόζαλιντ Ράσελ (His Girl Friday, 1940), Δε σε θέλω πια με τους Κάρολ Λόμπαρντ κι ο Ρόμπερτ Μοντγκόμερι (Mr. & Mrs. Smith, 1941). Πιο πρόσφατα παραδείγματα είναι οι ταινίες Μια τρελή τρελή καταδίωξη με τους Ράιαν Ο'Νιλ και Μπάρμπρα Στρέιζαντ (What's Up, Doc?, 1972) και Το τρελό κυνήγι του θησαυρού με τους Μπρέκιν Μέγιερ και Έιμι Σμαρτ (Rat Race, 2001). Αντίστοιχα παραδείγματα από τον ελληνικό κινηματογράφο είναι τα Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος (1959) με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και την Τζένη Καρέζη και τα Δεσποινίς διευθυντής (1964) και Μια τρελή τρελή οικογένεια (1965) με τον Αλέκο Αλεξανδράκη και την Τζένη Καρέζη.[12]
Οι κωμωδίες επιστημονικής φαντασίας συχνά υπερβάλλουν τα στοιχεία των παραδοσιακών ταινιών επιστημονικής φαντασίας για με πετύχουν κωμικό αποτέλεσμα. Παραδείγματα τέτοιων ταινιών είναι τα Ghostbusters (1984), Μπαλάκια τρίτου τύπου (Spaceballs, 1987) Οι Αρειανοί επιτίθενται! (Mars Attacks!, 1996) και Οι άνδρες με τα μαύρα (Men in Black, 1997).[44]
Η αθλητική κωμωδία συνδυάζει το είδος της κωμωδίας με αυτό της αθλητικής ταινίας. Θεματικά, η ιστορία είναι συχνά μία ομάδα ενάντια σε μία άλλη. Η αντίπαλη ομάδα προσπαθεί πάντα να κερδίζει, ενώ η ομάδα των πρωταγωνιστών δείχνει στον κόσμο ότι αξίζει την αναγνώριση. Η πλοκή δεν περιλαμβάνει απαραίτητα μια ομάδα.[6] Μπορεί επίσης να αφορά έναν αθλητή ή μια αθλήτρια. Η κωμική πτυχή αυτού του είδους προέρχεται συχνά από το σωματικό χιούμορ, όπως στο Ο εξωφρενικός κύριος Γκίλμορ με τον Άνταμ Σάντλερ (Happy Gilmore, 1996), το χιούμορ χαρακτήρων, όπως στο Κλαμπ με τις λωλές με τον Τσέβι Τσέις (Caddyshack, 1980)[45] ή μέτριους αθλητές που όμως τα καταφέρνουν στο τέλος, όπως στην ταινία 9 μικροί σατανάδες με τον Γουόλτερ Ματάου (The Bad News Bears, 1976).
Οι πολεμικές ταινίες συνήθως αφηγούνται την ιστορία μιας μικρής ομάδας απομονωμένων ατόμων που –το ένα μετά το άλλο– σκοτώνονται (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) από μια εξωτερική δύναμη μέχρι την τελική μάχη μέχρι θανάτου. Η ιδέα των πρωταγωνιστών που αντιμετωπίζουν τον θάνατο είναι αναμενόμενη σε μια πολεμική ταινία.[46] Οι πολεμικές κωμωδίες εμποτίζουν αυτή την ιδέα της αντιμετώπισης του θανάτου με μια αρρωστημένη αίσθηση του χιούμορ. Σε μια πολεμική ταινία, παρόλο που ο εχθρός μπορεί να υπερτερεί του ήρωα, υποθέτουμε ότι ο εχθρός μπορεί να νικηθεί αρκεί ο ήρωας να βρει τον τρόπο.[47] Παραδείγματα τέτοιων ταινιών είναι τα Καλημέρα, Βιετνάμ με τον Ρόμπιν Ουίλιαμς (Good Morning, Vietnam, 1987), M*A*S*H (1970) με τους Ντόναλντ Σάδερλαντ, Έλιοτ Γκουλντ.
Οι ταινίες του είδους γουέστερν διαδραματίζονται συχνά στην Άγρια Δύση ή στο Μεξικό, με μεγάλο αριθμό εξωτερικών σκηνών, ώστε να τονίζεται η τραχιά ομορφιά της φύσης.[6] Συχνές σκηνές περιλαμβάνουν καβγάδες με γροθιές, όπλα και σκηνές καταδίωξης. Υπάρχουν επίσης εντυπωσιακές πανοραμικές εικόνες της υπαίθρου, όπως ηλιοβασιλέματα και ατελείωτες έρημοι.[7] Οι κωμωδίες γουέστερν βρίσκουν συχνά το χιούμορ τους σε συγκεκριμένους χαρακτήρες, όπως στο Οι 3 αμίγκος με τους Στιβ Μάρτιν, Τσέβι Τσέις και Μάρτιν Σορτ (Three Amigos, 1986), στις διαπροσωπικές σχέσεις, όπως στον Μοναχικό καβαλάρη με τον Τζόνι Ντεπ (Lone Ranger, 2013) ή στη δημιουργία μια παρωδίας γουέστερν, όπως στο Rango (2011).[48]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.