Γιόχαν Γκούναρ Άντερσον
Σουηδός αρχαιολόγος, παλαιοντολόγος και γεωλόγος, συνδεδεμένος στενά με τις απαρχές της νεότερης αρχαιολογίας στην Κίνα From Wikipedia, the free encyclopedia
Σουηδός αρχαιολόγος, παλαιοντολόγος και γεωλόγος, συνδεδεμένος στενά με τις απαρχές της νεότερης αρχαιολογίας στην Κίνα From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Γιόχαν Γκούναρ Άντερσον (σουηδ. Johan Gunnar Andersson, 3 Ιουλίου 1874 – 29 Οκτωβρίου 1960)[10] ήταν Σουηδός αρχαιολόγος, παλαιοντολόγος και γεωλόγος, συνδεδεμένος στενά με τις απαρχές της νεότερης αρχαιολογίας στην Κίνα κατά τη δεκαετία του 1920.
Γιόχαν Γκούναρ Άντερσον | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 3 Ιουλίου 1874[1][2][3] Knista parish[1][4][5] |
Θάνατος | 29 Οκτωβρίου 1960[3][4][6] Hägerstens församling[4] |
Τόπος ταφής | Knista Church[7] |
Χώρα πολιτογράφησης | Σουηδία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Σουηδικά[8] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο της Ουψάλα |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ανθρωπολόγος παλαιοντολόγος αρχαιολόγος[9] γεωλόγος[9] |
Εργοδότης | Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Elsa Rosenius-Andersson |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | μετάλλιο Βέγκα (1904) Prix Stanislas Julien (1927) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Αφού πρώτα σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα και διεξήγαγε έρευνες στις πολικές περιοχές, ο Άντερσον έγινε Διευθυντής της Εθνικής Γεωλογικής Υπηρεσίας της Σουηδίας. Υπό αυτή την ιδιότητα, συμμετέσχε στη Σουηδική Αποστολή στην Ανταρκτική του 1901-1903 με το πλοίο «Ανταρκτική».
Οι έρευνές του στις Νήσους Φώκλαντ και τη Μπγιέρνεγια τον οδήγησαν στην εισαγωγή του όρου «εδαφορροή», και επηρέασε τον Walery Łoziński στην εισαγωγή το 1909 της εννοίας των περιπαγετωνικών διεργασιών.[11]
Το 1914 ο Άντερσον προσκλήθηκε στην Κίνα ως σύμβουλος της κινεζικής κυβερνήσεως σε θέματα εξορύξεων, εντασσόμενος στην Εθνική Γεωλογική Υπηρεσία της Κίνας (Dizhi diaochasuo). Εκεί ο Σουηδός επιστήμονας βοήθησε στην εκπαίδευση της πρώτης γενεάς γεωλόγων της Κίνας, και ανεκάλυψε σε αρκετά μέρη σιδηρομετάλλευμα και άλλους φυσικούς πόρους. Πραγματοποίησε επίσης γεωλογικές και παλαιοντολογικές ανακαλύψεις.
Η πρώτη του επίσκεψη στο Τζουκουντιάν του Πεκίνου έγινε το 1918 όταν προσελκύσθηκε σε μια περιοχή που οι ντόπιοι αποκαλούσαν «λόφο με τα κόκκαλα κότας», καθώς είχαν νομίσει για οστά από κοτόπουλα τα απολιθώματα τρωκτικών που αφθονούσαν εκεί.[12] Επέστρεψε το 1921 και τότε τοπικοί λατόμοι τον οδήγησαν στον γειτονικό «λόφο με τα κόκκαλα του δράκου», όπου βρήκε ένα δείγμα από χαλαζία που δεν υπήρχε στην περιοχή. Συνειδητοποιώντας ότι η παρουσία λίθινου υλικού έξω από τον τόπο προελεύσεώς του ίσως να οφειλόταν στην παρουσία προϊστορικών ανθρώπων, ο Άντερσον ανέθεσε στον βοηθό του, τον Αυστριακό παλαιοντολόγο Ότο Ζντάνσκυ, να ανασκάψει τον λόφο. Πράγματι ο Ζαντάνσκυ ανέσκαψε τότε αλλά και σε μια επιστροφή του στην Κίνα το 1923, με μεγάλη ποσότητα υλικού να αποστέλλεται στην Ουψάλα για αναλύσεις. Τελικώς το 1926, στην περίσταση μιας επισκέψεως του Σουηδού πρίγκιπα στο Πεκίνο, ο Άντερσον ανεκοίνωσε την ανακάλυψη δύο ανθρώπινων δοντιών, που αργότερα ταυτοποιήθηκαν ως τα πρώτα ευρήματα από τον προϊστορικό άνθρωπο του Πεκίνου (Homo erectus pekinensis).[13]
Σε συνεργασία με Κινέζους συναδέλφους του, όπως με τον Γουάν Φου-λι, ο Άντερσον ανεκάλυψε αργότερα προϊστορικά νεολιθικά υπολείμματα στην επαρχία Χενάν, κατά μήκος του Κίτρινου Ποταμού. Ονόμασαν τον αντίστοιχο πολιτισμό Γιανγκσάο από το όνομα του χωριού στο οποίο ανέσκαψαν πρώτα, το 1921. Τούτη η ανακάλυψη απετέλεσε ένα ακόμα πολύ σημαντικό γεγονός, καθώς η προϊστορία του απέραντου χώρου όπου απλώνεται η σημερινή Κίνα δεν είχε ακόμα διερευνηθεί με επιστημονικές αρχαιολογικές ανασκαφές, και ο Γιανγκσάο και άλλοι προϊστορικοί πολιτισμοί ήταν τελείως άγνωστοι, ως μη αναφερόμενοι σε οποιοδήποτε γραπτό τεκμήριο.
Η διακόσμηση των πήλινων αγγείων των Γιανγκσάο που ανακαλύφθηκαν ήταν παρόμοια με εκείνη των αγγείων του αγροτικού πολιτισμού Ανάου και των Τροπόλγιε, από την Κεντρική Ασία και την Ευρώπη αντιστοίχως: όλα αυτά έφεραν συγκρίσιμα σπειροειδή σχέδια.[14] Ο Άντερσον υπέθεσε ότι η κινεζική διακοσμημένη κεραμική μπορεί να είχε εισαχθεί και εξαπλωθεί από τα δυτικά. Προκειμένου να αποδείξει την υπόθεση αυτή της «Δυτικής προελεύσεως», ως μέλος ακόμα της Εθνικής Γεωλογικής Υπηρεσίας της Κίνας, διεξήγαγε ανασκαφές και στις επαρχίες Κανσού και Τσινγκχάι κατά τα επόμενα έτη (1923 και 1924), και πάλι σε συνεργασία με τους Κινέζους συναδέλφους του. Δημοσίευσε πολυάριθμα βιβλία και ερευνητικές εργασίες για την κινεζική αρχαιολογία, πολλές από τις δεύτερες, τις σημαντικότερες, στο Bulletin of the Museum of Far Eastern Antiquities, το οποίο ίδρυσε ο ίδιος το 1929, ενώ το βιβλίο του Προκαταρκτική αναφορά επί των αρχαιολογικών ερευνών στην Κανσού εκδόθηκε το 1925.[15]
Αργότερα, ανασκαφές από Κινέζους αρχαιολόγους όπως από τους Λι Τζι, Φου Σσου-νιεν και Λιανγκ Σι-γιονγκ, στο Γιν-χσου και το Τσενγκ-τζίγια, υπέδειξαν ότι οι ρίζες του κινεζικού πολιτισμού αναδύθηκαν ανεξάρτητα, χωρίς επαφή με άλλους πολιτισμούς. Παρά το γεγονός αυτό, μπορεί να ειπωθεί ότι ο Άντερσον «έστρωσε τον δρόμο» για τη θεμελίωση και την ανάπτυξη της σύγχρονης κινεζικής αρχαιολογίας.[16]
Το γνωστότερο βιβλίο του Άντερσον για τα χρόνια του στην Κίνα είναι το Den gula jordens barn (1932), που έχει μεταφρασθεί σε αρκετές γλώσσες (ο τίτλος σημαίνει «Παιδιά της κίτρινης γης»), μεταξύ των οποίων στην ιαπωνική και την κορεατική. Το 1926 ο Άντερσον ίδρυσε στη Στοκχόλμη το Μουσείο Απωανατολικών Αρχαιοτήτων (σουηδ. Östasiatiska museet), ώστε να στεγάσει το σουηδικό μέρος των συλλογών από αυτές τις πρώτες στην ιστορία επιστημονικές αρχαιολογικές ανασκαφές στην Κίνα. Ο Άντερσον διετέλεσε διευθυντής του νέου Μουσείου μέχρι το 1939, οπότε τον διαδέχθηκε ο διάσημος Σουηδός σινολόγος Μπέρναρντ Κάρλγκρεν.
Το κινεζικό μέρος των συλλογών του Άντερσον, με βάση μια διμερή σινοσουηδική συμφωνία, επιστράφηκε από τον ίδιο στο κινεζικό κράτος σε επτά φορτία, από το 1927 μέχρι το 1936. Τα πρώτα φορτία στάλθηκαν στο Πεκίνο και τα τελευταία στη Ναντσίνγκ, που είχε μόλις γίνει νέα πρωτεύουσα της Κίνας. Εκεί έγινε μια έκθεσή τους, την οποία επισκέφθηκε ο Άντερσον το 1937, στο Μουσείο της Γεωλογικής Υπηρεσίας, το τελευταίο έτος που τα είδε κάποιος προτού η Κίνα βυθιστεί στο χάος του εμφύλιου πολέμου, του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και της μεταπολεμικής αλλαγής καθεστώτος. Τα αντικείμενα θεωρούνταν για δεκαετίες χαμένα, αλλά το 2002, μετά από μείζονες ανακαινίσεις στο Γεωλογικό Μουσείο της Κίνας (το διάδοχο ίδρυμα του μουσείου της Γεωλογικής Υπηρεσίας), υπάλληλοι βρήκαν τρία μεγάλα κιβώτια με πήλινα αγγεία και θραύσματα, καθώς οργάνωναν για επανέκθεση αποθηκευμένα αντικείμενα. Μετά από επαφές με το Μουσείο Απωανατολικών Αρχαιοτήτων της Στοκχόλμης, επιβεβαιώθηκε ότι είχαν προέλθει από τις ανασκαφές του Άντερσον. Το 2006 εκτέθηκαν για πρώτη φορά με την ευκαιρία της 90ής επετείου από την ίδρυση του αρχικού μουσείου, ενώ το 2007 το Γεωλογικό Μουσείο της Κίνας κυκλοφόρησε μια ταινία ντοκιμαντέρ σχετικώς με τα εκθέματα αυτά.
Ωστόσο, η μεγάλη πλειονότητα των αντικειμένων που είχαν επιστραφεί στην Κίνα από τον Άντερσον παραμένουν χαμένα. Μεταξύ αυτών είναι μια εντυπωσιακή και μοναδική κεφαλή σαμάνου, καθώς και πολλά ζωγραφισμένα αγγεία. Αν και παρόμοια αγγεία έχουν ανακαλυφθεί από ανασκαφές που έγιναν μεταπολεμικώς από Κινέζους αρχαιολόγους, η χαμένη συλλογή διατηρεί ένα ειδικό ενδιαφέρον και αξία, καθώς προέρχονται από τις πρώτες επιστημονικές αρχαιολογικές ανασκαφές στην Κίνα. Πιθανώς παραμένουν στη Ναντσίνγκ, αλλά παρά τις διερευνήσεις δεν έχουν εντοπισθεί.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.