From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Γιογκάιλα (πολωνικά: Jogaila), αργότερα Βλαντίσλαφ Β΄ Γιαγκιέουο (Władysław II Jagiełło, προφορά: [vwadɨˈswaf jaˈgʲɛwwɔ]), εξελληνισμένα Βλαδίσλαος Β΄ Γιαγκέλο[14] (1348 - 1 Ιουνίου 1434), από τον Οίκο των Γιαγκελλόνων, ήταν μέγας δούκας της Λιθουανίας (1377-1434). Έγινε βασιλιάς της Πολωνίας (1386-1399), στην αρχή με τη σύζυγό του Γιαντβίγκα της Πολωνίας και στη συνέχεια μόνος του.
Γεννήθηκε παγανιστής και το 1386 προσηλυτίστηκε στον Καθολικισμό και βαπτίστηκε ΒΒλαδίσλαος στην Κρακοβία. Νυμφεύτηκε τη νεαρή βασίλισσα Γιαντβίγκα (Εδβίγη) και στέφθηκε Βασιλιάς της Πολωνίας ως Βλαδίσλαος Β΄.[15] Το 1387 εκχριστιάνισε τη Λιθουανία. Μετά τον θάνατο της βασίλισσας Γιαντβίγκα έμεινε μόνος βασιλιάς για άλλα 35 χρόνια και έθεσε τα θεμέλια για την Πολωνο-Λιθουανική ένωση. Ήταν μέλος του Οίκου των Γιαγκιέλο στην Πολωνία, η οποία φέρει το όνομά του και προηγουμένως ήταν γνωστή ως δυναστειών των Γκεντιμινιδών στο Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας. Η δυναστεία βασίλευε ταυτόχρονα και στα δύο κράτη μέχρι το 1572 και ήταν μια από τις δυναστείες με τις εντονότερες επιδράσεις στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και την πρώιμη σύγχρονη εποχή.[16] Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, το Πολωνο-Λιθουανικό κράτος ήταν το μεγαλύτερο στον χριστιανικό κόσμο.[17]
Ο Γιογκάιλα ήταν ο τελευταίος παγανιστής ηγεμόνας της μεσαιωνικής Λιθουανίας. Αφότου ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Πολωνίας, αποτέλεσμα της Ένωσης του Κρέβο, η νεοσύστατη Πολωνο-Λιθουανική Ένωση αντιμετώπισε την ανερχόμενη δύναμη των Τευτόνων Ιπποτών. Η νίκη στη μάχη του Γκρούνβαλντ το 1410, ακολουθούμενη από την Ειρήνη του Τορν, εξασφάλισαν τα πολωνικά και λιθουανικά σύνορα και σηματοδότησαν την άνοδο της Πολωνο-Λιθουανικής συμμαχίας ως σημαντικής δύναμης στην Ευρώπη. Η βασιλεία του ΒΒλαδισλάου Β΄ επεξέτεινε τα πολωνικά σύνορα και συχνά θεωρείται η αφετηρία της χρυσής εποχής της Πολωνίας.
Λίγα είναι γνωστά για τα πρώτα χρόνια του Γιογκάιλα και ούτε το έτος γέννησής του είναι γνωστό με ακρίβεια. Παλαιότεροι ιστορικοί υπέθεταν ότι είχε γεννηθεί το 1352, όμως νεότερες έρευνες υποδεικνύουν μια μεταγενέστερη ημερομηνία, περίπου το 1362.[18] Ήταν απόγονος της δυναστείας των Γκεντιμινιδών και πιθανότατα γεννήθηκε στο Βίλνιους. Οι γονείς του ήταν ο Αλγκίρντας, μέγας δούκας της Λιθουανίας και η δεύτερη σύζυγός του Ουλιάνα των Ρουρικιδών, κόρη του Αλεξάντρ Μιχαήλοβιτς πρίγκιπα του Τβερ.
Το Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας το οποίο ανέλαβε να κυβερνήσει ο Γιογκάιλα το 1377 ήταν μια πολιτική ενότητα αποτελούμενη από δύο κύριες, αλλά πολύ διαφορετικές εθνότητες και δύο πολιτικά συστήματα: την εθνικά συμπαγή Λιθουανία στα βορειοδυτικά και τις απέραντες ρουθηνικές περιοχές των πρώην Ρως του Κιέβου, που περιλάμβαναν τις σημερινές Ουκρανία και Λευκορωσία, καθώς και τμήμα της δυτικής Ρωσίας.[19] Αρχικά, ο Γιογκάιλα, όπως και ο πατέρας του, κυβερνούσε τις νότιες και τις ανατολικές περιοχές της Λιθουανίας, ενώ ο θείος του Κεστούτις, δούκας του Τρακάι, συνέχισε να εξουσιάζει στα βορειοδυτικά.[nb 1] Η διαδοχή του Γιογκάιλα σύντομα έθεσε αυτό το σύστημα υπό αμφισβήτηση.[16]
Στην αρχή της βασιλείας του, ο Γιογκάιλα απασχολήθηκε με αναταραχές στα εδάφη των Ρως της Λιθουανίας. Το 1377-78, ο Αντρέι του Πόλοτσκ, ο μεγαλύτερος γιος του Αλγκίρντας, αμφισβήτησε την εξουσία του Γιογκάιλα και επεδίωξε να γίνει μέγας δούκας. (Σημειωτέον ότι ο ίδιος ο Αλγκίρντας είχε επιλέξει τον μικρότερο και από δεύτερο γάμο Γιογκάιλα ως διάδοχό του). Το 1380, ο Αντρέι και ένας άλλος αδελφός, ο Ντμίτρι, συμμάχησαν με τον πρίγκιπα Ντμίτρι της Μόσχας ενάντια στη συμμαχία Γιογκάιλα με τον εμίρη Μαμάι, ηγετική μορφή της Χρυσής Ορδής.[20] Ο Γιογκάιλα δεν βοήθησε τον Μαμάι, χρονοτριβώντας κοντά στο πεδίο της μάχης, με αποτέλεσμα ο στρατός του Μαμάι να ηττηθεί στη μάχη του Κουλίκοβο. Αυτή η ακριβοπληρωμένη λόγω μεγάλων απωλειών νίκη των Μοσχοβιτών ενάντια στη Χρυσή Ορδή, μακροπρόθεσμα σήμανε την αρχή μιας αργής ανοδικής πορείας του Μεγάλου Δουκάτου της Μόσχας, το οποίο έγινε μέσα σε έναν αιώνα η σημαντικότερη απειλή για την ακεραιότητα, την ευημερία και την επιβίωση της Λιθουανίας. Όμως, το 1380, η Μοσχοβία ήταν πολύ αποδυναμωμένη λόγω της μάχης, και έτσι ο Γιογκάιλα ήταν σε θέση να αρχίσει τον αγώνα για κυριαρχία ενάντια στον Κεστούτις.
Στα βορειοδυτικά, η Λιθουανία αντιμετώπιζε διαρκείς στρατιωτικές επιθέσεις από τους Τεύτονες Ιππότες, οι οποίοι είχαν ως στόχο να πολεμήσουν και να εκχριστιανίσουν τις παγανιστικές φυλές της Βαλτικής των Αρχαίων Πρώσων, Γιατβινγκιανών και Λιθουανών. Το 1380, ο Γιογκάιλα συνήψε με τους Τεύτονες Ιππότες τη μυστική Συνθήκη του Ντοβιντίσκες ενάντια στον Κεστούτις.[16] Όταν ο Κεστούτις ανακάλυψε το σχέδιο ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Ο Κεστούτις κατέλαβε το Βίλνιους, εκθρόνισε τον Γιογκάιλα και αυτοανακηρύχθηκε μέγας δούκας στη θέση του.[21] Το 1382, ο Γιογκάιλα συγκέντρωσε στρατό από υποτελείς του πατέρα του και αντιμετώπισε τον Κεστούτις κοντά στο Τρακάι. Ο Κεστούτις και ο γιος του Βυτάουτας πήγαν στο στρατόπεδο του Γιογκάιλα για διαπραγματεύσεις, αλλά εξαπατήθηκαν και φυλακίστηκαν στο κάστρο της Κρέβα, όπου ο Κεστούτις βρέθηκε νεκρός, πιθανότατα δολοφονημένος, μια εβδομάδα αργότερα.[22] Ο Βυτάουτας απέδρασε στο τευτονικό οχυρό του Μαρίενμπουργκ και βαπτίστηκε Χριστιανός με το όνομα Βίγκαντ.[21]
Με τη Συνθήκη του Ντούμπισα, με την οποία επιβράβευε τους Ιππότες για τη βοήθειά τους ενάντια στον Κεστούτις και τον Βιτάουτας, ο Γιογκάιλα υποσχόταν εκχριστιανισμό και παραχωρούσε τη Σαμογετία δυτικά του ποταμού Ντούμπισα. Όμως, όταν ο Γιογκάιλα δεν επικύρωσε τη συνθήκη, οι Τεύτονες εισέβαλαν στη Λιθουανία το καλοκαίρι του 1383. Το 1384, ο Γιογκάιλα συμφιλιώθηκε με τον Βιτάουτας, υποσχόμενος να του επιστρέψει το Τρακάι. Ο Βιτάουτας στη συνέχεια στράφηκε εναντίον των Τευτόνων, λεηλατώντας πολλά Πρωσικά κάστρα.[23]
Η Ρωσίδα μητέρα του Γιογκάιλα, Ουλιάνα του Τβερ, τον πίεζε να παντρευτεί τη Σοφία, κόρη του πρίγκιπα Ντμίτρι της Μόσχας, ο οποίος όμως απαιτούσε από τον Γιογκάιλα να προσχωρήσει στην Ορθοδοξία.[nb 2] Όμως, αυτή η επιλογή ήταν απίθανο να σταματήσει τις σταυροφορίες ενάντια στη Λιθουανία των Τευτόνων Ιπποτών, οι θεωρούσαν τους ορθόδοξους σχισματικούς και λίγο καλύτερους από τους ειδωλολάτρες[16][21]. Οπότε, ο Γιογκάιλα επέλεξε να αποδεχθεί την πολωνική πρόσκληση να γίνει καθολικός και να παντρευτεί την εντεκάχρονη βασίλισσα Γιαντβίγκα της Πολωνίας.[nb 3] Οι ευγενείς της Μικρής Πολωνίας προχώρησαν σε αυτήν την προσφορά για πολλούς λόγους. Ήθελαν να εξουδετερώσουν την απειλή της ίδιας της Λιθουανίας και να εξασφαλίσουν τις γόνιμες εκτάσεις της Γαλικίας-Βολινίας.[24] Επίσης, οι Πολωνοί ευγενείς είδαν την προσφορά ως ευκαιρία για να αυξήσουν τα προνόμιά τους[25] και να αποφύγουν την αυστριακή επιρροή που επαναπειλούνταν από την προηγούμενη μνηστεία της Γιαντβίγκα με τον Γουλιέλμο, Δούκα της Αυστρίας.[26]
Στις 14 Αυγούστου 1385, στο κάστρο της Κρέβα, ο Γιογκάιλα εκπλήρωσε τις προγαμιαίες υποσχέσεις του υπογράφοντας την Ένωση του Κρέβο. Ανάμεσα στις υποσχέσεις αυτές ήταν η υιοθέτηση του Χριστιανισμού, ο επαναπατρισμός «κλεμμένων» εδαφών της Πολωνίας από τους γείτονές της, και το terras suas Lithuaniae et Russiae Coronae Regni Poloniae perpetuo applicare («τις χώρες του του λιθουανικού και του ρωσικού στέμματος στο βασίλειο της Πολωνίας για πάντα να προσαρτήσει»), όρος στον οποίο δόθηκαν πάμπολλες ερμηνείες, από την αποδοχή μιας απλής προσωπικής ένωσης Λιθουανίας και Πολωνίας μέχρι την επιβολή της πλήρους ενσωμάτωσης της Λιθουανίας στην Πολωνία.[27] Η Ένωση του Κρέβο έχει χαρακτηριστεί τόσο ως μακρόπνοο σχέδιο[28] όσο και ως απελπισμένο παιχνίδι[29].
Ο Γιογκάιλα βαπτίστηκε στον Καθεδρικό Βάβελ στην Κρακοβία στις 15 Φεβρουαρίου 1386 και από τότε χρησιμοποιούσε το όνομα Βλαντίσλαφ ή κάποια από τις εκδοχές του στα λατινικά.[30] Ο γάμος έλαβε χώρα τρεις μέρες αργότερα και τις 4 Μαρτίου 1386, ο Γιογκάιλα στέφθηκε βασιλιάς Βλαδίσλαος Β΄ από τον αρχιεπίσκοπο Μποντζάντα. Επίσης, υιοθετήθηκε νόμιμα από τη μητέρα της Γιαντβίγκα, Ελισάβετ της Βοσνίας, ώστε να διατηρήσει τον θρόνο σε περίπτωση θανάτου της Γιαντβίγκα.[21] Η βασιλική βάπτιση είχε ως αποτέλεσμα να εκχριστιανιστεί το μεγαλύτερο τμήμα της αυλής και της αριστοκρατίας του Γιογκάιλα, καθώς και να λάβουν χώρα μαζικές βαπτίσεις στα ποτάμια της Λιθουανίας,[31] απαρχή του τελικού εκχριστιανισμού της Λιθουανίας.
Ο Βλαντίσλαφ (ΒΒλαδίσλαος) Β΄ Γιαγκέλο και η βασίλισσα Γιαντβίγκα συμβασίλευσαν, και αν και η Γιαντβίγκα πιθανότατα είχε λίγες πραγματικές εξουσίες, έλαβε ενεργό μέρος στην πολιτική και πολιτιστική ζωή της Πολωνίας. Το 1387, οδήγησε δύο επιτυχείς εκστρατείες στην ερυθρή Ρουθηνία, ανέκτησε εδάφη που ο πατέρας της Λουδοβίκος Α΄ της Ουγγαρίας είχε μεταφέρει από την Πολωνία στην Ουγγαρία, και εξασφάλισε την υποταγή του Πέτρου Α΄, βοεβόδα της Μολδαβίας.[32] Το 1390, η ίδια προσωπικά άρχισε τις διαπραγματεύσεις με το Τευτονικό Τάγμα. Όμως οι περισσότερες πολιτικές αρμοδιότητες ήταν στον Λαδίσλαο Β΄[32], ενώ η Γιαντβίγκα επιδόθηκε σε πολιτιστικές και φιλανθρωπικές δραστηριότητες, για τις οποίες ακόμα η μνήμη της τιμάται.
Λίγο μετά την ανάρρησή του στον πολωνικό θρόνο, ο Γιαγκέλο παραχώρησε στο Βίλνιους χάρτη ελευθεριών παρόμοιο με αυτό της Κρακοβίας, σύμφωνα με τον νόμο του Μαγδεβούργου και ο Βιτάουτας έδωσε δικαιώματα σε μια εβραϊκή κοινότητα του Τρακάι σχεδόν ίδια με αυτά των Εβραίων της Πολωνίας κατά τις βασιλείες του Βολέσλαου του Ευσεβούς και του Καζίμηρου του Μεγάλου.[33] Η προσπάθεια ενοποίησης των νομικών συστημάτων ήταν μερική και άνιση αρχικά,[32] αλλά μέχρι την εποχή της Ένωσης του Λούμπλιν το 1569, οι διαφορές στο δικαστικό και διοικητικό σύστημα της Πολωνίας και Λιθουανίας ήταν λίγες.[34]
Αποτέλεσμα τον μέτρων του Βλαδίσλαου Β΄ ήταν η επέκταση του καθολικισμού στη Λιθουανία σε βάρος των Ορθοδόξων. Για παράδειγμα το 1387 και το 1413, οι καθολικοί βογιάροι είχαν ειδικά δικαστικά και πολιτικά προνόμια τα οποία τα είχαν αρνηθεί στους ορθοδόξους βογιάρους.[35]
Η βάπτιση του Βλαδίσλαου Β΄ απέτυχε να σταματήσει τη σταυροφορία των Τευτόνων Ιπποτών, οι οποίοι υποστήριζαν ότι ο εκχριστιανισμός του ήταν φαινομενικός, ή ακόμη και αίρεση, και ξανάρχισαν τις επιδρομές τους με την πρόφαση ότι υπήρχαν ακόμη παγανιστές στη Λιθουανία.[21][36] Όμως, από αυτό το χρονικό σημείο και μετά, το τάγμα δυσκολευόταν να προβάλλει αιτίες για μια σταυροφορία και αντιμετώπιζε την αυξανόμενη απειλή που αποτελούσε για την ύπαρξή του το βασίλειο της Πολωνία και η συμμαχία με τη χριστιανική Λιθουανία.[37][38] Ο Βλαδίσλαος Β΄ υποστήριξε τη δημιουργία της επισκοπής του Βίλνιους με επίσκοπο τον Αντρέι Βασίλκο, πρώην εξομολογητή της Ελισάβετ της Ουγγαρίας. Η επισκοπή, η οποία περιλάμβανε επίσης τη Σαμογετία, τότε σε μεγάλο βαθμό υπό τον έλεγχο των Τευτόνων, υπαγόταν στην έδρα του Γκνιέζνο και όχι στο τευτονικό Κένιγκσμπεργκ (σήμ. Καλίνινγκραντ).[21] Η απόφαση μπορεί να μη βελτίωσε τις σχέσεις με τους Τεύτονες, αλλά δημιούργησε ισχυρότερους δεσμούς ανάμεσα σε Λιθουανία και Πολωνία, επιτρέποντας στην πολωνική εκκλησία να βοηθά ελεύθερη την αντίστοιχη στη Λιθουανία.[31]
Το 1389, η εξουσία του Βλαδίσλαου Β΄ στη Λιθουανία αντιμετώπισε την αναζωπυρωμένη πρόκληση από τον Βυτάουτας, ο οποίος έφερε βαρέως την εξουσία που είχε ο Σκιργκάιλα στη Λιθουανία σε βάρος του ίδιου.[23] Ο Βιτάουτας ξεκίνησε εμφύλιο πόλεμο στη Λιθουανία, με στόχο να γίνει μέγας δούκας. Τις 4 Σεπτεμβρίου 1390, οι ενωμένες δυνάμεις του Βιτάουτας και τους μεγάλου μαγίστρου των Τευτόνων, Κόνραντ φον Βάλλενροντε, πολιόρκησαν το Βίλνιους, το οποίο υπερασπιζόταν ο αντιβασιλέας του Βλαδίσλαου, ο Σκιργκάιλα με το ενωμένο πολωνικό, λιθουανικό και ρουθηνιακό στρατό.[16] Αν και οι Ιππότες ήραν την πολιορκία μετά από ένα μήνα, κατέστρεψαν την εξωτερική πόλη. Η αιματηρή διαμάχη τελικά σταμάτησε προσωρινά το 1392 με την Ειρήνη του Οστρόβ, με την οποία ο Βλαδίσλαος Β΄ παρέδωσε τη διακυβέρνηση της Λιθουανίας στον ξάδελφό του με αντάλλαγμα ειρήνη: ο Βιτάουτας θα κυβερνούσε τη Λιθουανία μέχρι το θάνατό του ως μέγας δούκας (magnus dux), υπό την επικυριαρχία του υπέρτατου δούκα (dux supremus) στο πρόσωπο του Πολωνού μονάρχη.[39] Ο Σκιργκάιλα από δούκας του Τρακάι έγινε πρίγκιπας του Κιέβου.[40] Ο Βιτάουτας αρχικά δέχθηκε την κατάσταση αυτή αλλά σύντομα άρχισε να επιδιώκει την ανεξαρτησία της Λιθουανίας από την Πολωνία.[32][41]
Η παρατεταμένη περίοδος πολέμου ανάμεσα σε Λιθουανούς και Τεύτονες Ιππότες έληξε στις 12 Οκτωβρίου 1398 με τη Συνθήκη του Σαλίνας, η οποία πήρε το όνομά της από τη νησίδα στον ποταμό Νέμαν όπου υπογράφηκε. Η Λιθουανία συμφώνησε να δώσει τη Σαμογετία και να βοηθήσει το Τάγμα στην εκστρατεία του ενάντια στο Πσκοφ, ενώ το Τάγμα θα βοηθούσε τη Λιθουανία να κατακτήσει το Νόβγκοροντ.[32] Σύντομα, ο Βιτάουτας στέφθηκε βασιλιάς από τους τοπικούς ευγενείς αλλά τον επόμενο χρόνο οι δυνάμεις του και αυτές του συμμάχου του, του χαν Τοκτάμις της Λευκής Ορδής, συνετρίβησαν στη Μάχη του ποταμού Βόρσκλα στις 12 Αυγούστου 1399 από τους Τατάρους, με συνέπεια να τερματιστούν οι βλέψεις του στα ανατολικά και να αναγκαστεί να ζητήσει προστασία από τον Βλαδίσλαο Β΄.[16][41]
Τις 22 Ιουνίου 1399, η Γιατβίγκα γέννησε ένα κορίτσι, το οποίο βαπτίστηκε Ελισαβέτα Μπονιφάτσια, αλλά τόσο η μητέρα όσο και η κόρη πέθαναν εντός μηνός, με αποτέλεσμα ο Βλαδίσλαος Β΄ να μείνει μόνος βασιλιάς της Πολωνίας και χωρίς διάδοχο ή επαρκή νομιμότητα βασιλείας. Ο θάνατος της Γιατβίγκα υπονόμευσε τη βασιλεία του Βλαδίσλαου Β΄ και αναζωπύρωσε την αντιπαλότητα ανάμεσα στους ευγενείς της Ελάσσονος Πολωνίας, οι οποίοι ήταν φιλικά προσκείμενοι στον Βλαδίσλαο Β΄, και την επαρχιακή αριστοκρατία της Μεγάλης Πολωνίας. Το 1402, ο Βλαδίσλαος Β΄ νυμφεύθηκε την Άννα του Τσέλιε, εγγονή του Καζίμιρ Γ' της Πολωνίας. Ήταν ένας γάμος ο οποίος τον νομιμοποίησε και πάλι επαρκώς στον θρόνο.
Η Ένωση του Βίλνιους και Ραντόμ το 1401 επιβεβαίωσε τη θέση του Βιτάουτας ως μεγάλου δούκα υπό την επικυριαρχία του ΒΒλαδισλάου Β΄ και επιβεβαίωσε ότι οι απόγονοι του Βλαντισλάβ θα λάβουν τον τίτλο του μεγάλου δούκα, ενώ αν ο Βλαδίσλαος Β΄ δεν είχε κληρονόμους, οι βογιάροι της Λιθουανίας θα εξέλεγαν νέο ηγεμόνα.[42][43] Καθώς κανένας από τους δυο δεν είχε απογόνους εκείνη τη χρονική στιγμη, οι επιπτώσεις της συνθήκης ήταν απρόβλεπτες, αλλά ενίσχυσαν τις σχέσεις Πολωνίας και Λιθουανίας και δημιούργησαν μόνιμη αμυντική συμμαχία ανάμεσα στα δύο κράτη, ενδυναμώνοντας τη θέση της Λιθουανίας σε ένα νέο πόλεμο με τους Τεύτονες, στον οποίο οι Πολωνοί δεν έλαβαν επισήμως μέρος.[37][41] Η συνθήκη άφησε άθικτες τις εξουσίες των ευγενών της Πολωνίας και αύξησε την ισχύ των βογιάρων της Λιθουανίας, με αποτέλεσμα να αυξηθεί τη δημοφιλία του ΒΒλαδισλάου στη Λιθουανία.[32]
Στο τέλος του 1401, ξέσπασε νέος πόλεμος με το τευτονικό τάγμα και οι Λιθουανοί υπερφαλαγγίστηκαν από τον πόλεμο σε δύο μέτωπα καθώς παράλληλα αντιμετώπιζαν εξεγέρσεις στις ανατολικές επαρχίες. Ένας άλλος αδελφός του Βλαδισλάου Β΄, ο Σβιτριγκάιλα, εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση, οργάνωσε εξεγέρσεις πίσω από τις γραμμές και αυτοανακηρύχθηκε μέγας δούκας της Λιθουανίας.[36] Τις 31 Ιανουαρίου 1402 μετέβη στο Μαρίενμπουργκ, όπου δέχθηκε διαβεβαιώσεις υποστήριξης των Ιπποτών.[42]
Ο πόλεμος τέλειωσε με τη Συνθήκη του Ρατσιάζ στις 22 Μαΐου 1404. Ο Βλαδίσλαος Β΄ αποδέχθηκε την επίσημη προσάρτηση της Σαμογετίας στο Τευτονικό Κράτος και συμφώνησε να υποστηρίξει τα σχέδια του Τάγματος για εκστρατεία στο Πσκοφ. Σε αντάλλαγμα, ο Κόνραντ φον Γιούνγκινγκεν, μέγας μάγιστρος των Τευτόνων, ανέλαβε να πουλήσει στην Πολωνία τα διεκδικούμενα εδάφη του Ντόμπριν και την πόλη Ζλοτόριγια και να υποστηρίξει τον Βιτάουτας σε μια νέα επίθεση ενάντια στο Νόβγκοροντ.[42] Και οι δύο πλευρές είχαν λόγους να συνάψουν τη συνθήκη εκείνη τη χρονική στιγμή. Το Τάγμα χρειαζόταν χρόνο για να οχυρώσει τις νέες του κτήσεις, οι Πολωνοί και οι Λιθουανοί είχαν να αντιμετωπίσουν προκλήσεις στα ανατολικά και στη Σιλεσία.
Επίσης, το 1404, ο ΒΒλαδίσλαος Β΄ συναντήθηκε με τον Βεντσεσλάβο Δ΄ της Βοημίας στο Βράντισλαφ (σημ. Βρότσουαφ της Πολωνίας). Ο Βεντσεσλάβος προσφέρθηκε να επιστρέψει τη Σιλεσία στην Πολωνία, αν ο Βλαδίσλαος Β΄ τον βοηθούσε στον αγώνα του για την εξουσία εντός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[44] Ο Βλαδίσλαος Β΄ απέρριψε την πρόταση, με τη σύμφωνη γνώμη των ευγενών της Πολωνίας και της Σιλεσίας, καθώς δεν επιθυμούσε ένα νέο στρατιωτικό μέτωπο στα δυτικά.[45]
Το Δεκέμβριο του 1408, ο Βλαδίσλαος Β΄ και ο Βιτάουτας συναντήθηκαν στο κάστρο του Ναβαχρουντάκ, όπου αποφάσισαν να υποκινήσουν εξέγερση στη Σαμογετία ενάντια στο Τευτονικό Τάγμα ώστε να απομακρυνθούν ιπποτικές (γερμανικές) δυνάμεις από την ανατολική Πομερανία. Ο Βλαδίσλαος υποσχέθηκε να αποζημιώσει τον Βιτάουτας για την υποστήριξή του, επιστρέφοντας τη Σαμογετία στη Λιθουανία σε μελλοντική συνθήκη ειρήνης.[46] Η εξέγερση, η οποία άρχισε τον Μάιο του 1409 προκάλεσε μικρή μόνο αντίδραση των Τευτόνων, οι οποίοι ακόμη δεν είχαν ισχυροποιήσει την εξουσία τους στη Σαμογετία κατασκευάζοντας κάστρα. Τον Ιούνιο όμως, έστειλαν διπλωμάτες στην αυλή του ΒΒλαδισλάου Β΄, προειδοποιώντας τους Πολωνούς ευγενείς να μην εμπλακούν σε πόλεμο ανάμεσα στη Λιθουανία και τους Τεύτονες. Ο Βλαδίσλαος Β΄ όμως παρέκαμψε τους ευγενείς και πληροφόρησε τον νέο μέγα μάγιστρο Ούρλιχ φον Γιούγκιγκεν ότι αν οι Ιππότες κατέπνιγαν την επανάσταση στη Σαμογετία, οι Πολωνοί θα παρενέβαιναν. Αυτό οδήγησε το Τευτονικό Τάγμα να κηρύξει τον πόλεμο στην Πολωνία στις 6 Αυγούστου, την οποία κήρυξη ο Βλαντισλάβ την έμαθε στις 14 Αυγούστου.[47]
Τα κάστρα στα βόρεια σύνορα ήταν σε τόσο κακή κατάσταση, ώστε οι Τεύτονες κατέλαβαν εύκολα αυτά στη Ζλοτόριγια, το Ντόμπρζιν και το Μπομποβνίκι, ενώ οι Γερμανοί αστοί τους προσκάλεσαν στο Μπίντγκοστς. Ο Βλαδίσλαος Β΄ κατέφτασε στα τέλη Σεπτεμβρίου, και ανέκτησε το Μπίντγκοτσς εντός μιας εβδομάδας και ήρθε σε συμφωνία με το Τάγμα στις 8 Οκτωβρίου. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι δύο στρατοί προετοιμάστηκαν για τη μεγάλη σύγκρουση. Ο Βλαδίσλαος Β΄ δημιούργησε σταθμό ανεφοδιασμού στο Πουότσκ, στη Μασοβία και κατασκεύασε και μετέφερε βόρεια στον Βιστούλα μια πλωτή γέφυρα.[48]
Παράλληλα, και οι δύο πλευρές προχώρησαν σε διπλωματικές ενέργειες. Οι Τεύτονες έστειλαν γράμματα στους μονάρχες της Ευρώπης, αναγγέλλοντας ότι διεξήγαν Σταυροφορία ενάντια στους ειδωλολάτρες.[49] Ο Βλαδίσλαος Β΄ έστειλε και αυτός με τη σειρά του γράμματα, κατηγορώντας τους Ιππότες ότι σχεδίαζαν να κατακτήσουν ολόκληρο το κόσμο.[50] Αυτά τα γράμματα είχαν ως αποτέλεσμα πολλοί μονάρχες να συνταχθούν και με τις δύο πλευρές. Ο Βεντσεσλάβος Δ΄ της Βοημίας υπέγραψε επιθετική συμφωνία με τους Πολωνούς ενάντια στο Τευτονικό Τάγμα, ενώ ο αδελφός του, Σιγισμούνδος του Λουξεμβούργου συμμάχησε με το Τευτονικό Τάγμα και κήρυξε το πόλεμο στην Πολωνία τις 12 Ιουλίου, αν και οι Ούγγροι υποτελείς του αρνήθηκαν να πολεμήσουν.[51]
Όταν ο πόλεμος ξανάρχισε τον Ιούνιο του 1410, ο Βλαδίσλαος Β΄ προήλασε στα εδάφη του Τευτονικού τάγματος, επικεφαλής ενός στρατού αποτελούμενου από περίπου 20.000 ευγενείς, 15.000 πεζούς και 2.000 έφιππους μισθοφόρους, μισθωμένους κυρίως από τη Βοημία. Πέρασε τον Βιστούλα από την πλωτή γέφυρα στο Τσέρβινσκ και συναντήθηκε με τον στρατό του Βιτάουτας, ο οποίος αριθμούσε 11.000 ελαφρούς ιππείς, και περιλάμβανε Λιθουανούς, Ρουθήνιους και Τάταρους.[52] Ο στρατός των Τευτόνων αποτελούνταν από 18.000 ιππείς, κυρίως Γερμανούς, και 5.000 πεζούς. Τα ακριβή μεγέθη των δύο στρατών όμως παραμένουν άγνωστα. Στις 15 Ιουλίου, στη Μάχη του Γκρούνβαλντ (γνωστή και ως μάχη του Τάννενμπεργκ ή του Ζαλγκίρις), μία από τις μεγαλύτερες και αγριότερες μάχες του Μεσαίωνα,[53] η νίκη των Πολωνών-Λιθουανών ήταν τόσο συντριπτική ώστε ο στρατός των Τευτόνων σχεδόν εξοντώθηκε και οι περισσότεροι διοικητές του τάγματος σκοτώθηκαν στο πεδίο της μάχης, ανάμεσα στους οποίους ο μέγας μάγιστρος. Οι απώλειες των δύο πλευρών αναφέρεται ότι ανήλθαν σε χιλιάδες στρατιώτες.[52]
Ο δρόμος για την πρωτεύουσα των Τευτόνων, το Μαρίενμπουργκ, ήταν ανοικτός, όμως για λόγους που οι πηγές δεν εξηγούν, ο Βλαδίσλαος Β΄ δίστασε να αξιοποιήσει το πλεονέκτημά του.[54] Στις 17 Ιουλίου ο στρατός του άρχισε την αργή πορεία του προς το Μαρίενμπουργκ, όπου έφτασε στις 25 Ιουλίου. Ο νέος μάγιστρος, Χάινριχ φον Πλάουεν, μέχρι τότε είχε οργανώσει την άμυνα του κάστρου.[55][56] Ακολούθησε μια πολιορκία του κάστρου χωρίς μεγάλο ζήλο, που τερματίστηκε στις 19 Σεπτεμβρίου. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στο απόρθητο των οχυρώσεων του κάστρου, στις μεγάλες απώλειες στις τάξεις των Λιθουανών, στον φόβο νέων μεγάλων απωλειών, ακόμη και στη θέληση του ΒΒλαδισλάου Β΄ να παραμείνει το Τάγμα εξασθενημένο αλλά όχι κατεστραμμένο, ώστε να μη διαταραχθεί η ισορροπία ανάμεσα στη Λιθουανία και στην Πολωνία (η οποία θα προσαρτούσε πιθανότατα τα περισσότερα από τα εδάφη του Τάγματος αν αυτό εκμηδενιζόταν). Όμως η έλλειψη πηγών έχει ως αποτέλεσμα να μη μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.[57][57]
Ο πόλεμος τέλειωσε το 1411 με την Ειρήνη του Τόρουν, στην οποία ούτε η Πολωνία ούτε η Λιθουανία εκμεταλλεύτηκαν το διαπραγματευτικό τους πλεονέκτημα στο έπακρο, προς μεγάλη δυσαρέσκεια των Πολωνών ευγενών. Η Πολωνία ανέκτησε τα εδάφη του Ντόμπρζιν, η Λιθουανία τη Σαμογετία και η Μασοβία μια μικρή έκταση πέρα από τον ποταμό Βκρα. Το μεγαλύτερο τμήμα όμως της επικράτειας των Τευτόνων, συμπεριλαμβανόμενων πόλεων οι οποίες είχαν παραδοθεί, παρέμεινε ακέραιο. Ο Βλαδίσλαος Β΄ στη συνέχεια απελευθέρωσε υψηλόβαθμους Τεύτονες ιππότες και αξιωματούχους για σχετικά μικρά λύτρα. Όμως το σύνολο των λύτρων αποδείχθηκε σημαντική απώλεια χρημάτων για τους Τεύτονες.[58] Η αποτυχία του Βλαδισλάου Β΄ να εκμεταλλευτεί τη νίκη ώστε να ικανοποιηθούν οι ευγενείς του, προκάλεσε αυξανόμενες αντιδράσεις εναντίον του μετά το 1411, η οποία τροφοδοτήθηκε και από την παραχώρηση της Ποδολίας, διαφιλονικούμενης από Πολωνία και Λιθουανία, στον Βιτάουτας, καθώς και από τη διετή απουσία του βασιλιά στη Λιθουανία.[59]
Σε μια προσπάθεια να υπερκεράσει τους επικριτές του, ο Βλαδίσλαος Β΄ προήγαγε τον ηγέτη της αντιπολίτευσης, επίσκοπο Μικολάι Τράμπα, σε αρχιεπίσκοπο του Γκνιέζνο το φθινόπωρο του 1411 και τον αντικατέστησε στην Κρακοβία με τον Βόιτσιεχ Γιάστρεμπιτς, υποστηρικτή του Βιτάουτας.[59] Επεδίωξε επίσης να δημιουργήσει περισσότερους συμμάχους στη Λιθουανία. Με την Ένωση του Χόροντλο, η οποία υπογράφηκε τις 2 Οκτωβρίου 1413, διακήρυξε ότι το Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας ήταν μόνιμα και ανέκκλητα συνδεδεμένο με το βασίλειο της Πολωνίας και έδωσε στους καθολικούς ευγενείς της Λιθουανίας προνόμια ισοδύναμα με αυτά της Πολωνικής αριστοκρατίας. Όρος της παραπάνω ρύθμισης απαγόρευε στους Πολωνούς ευγενείς να εκλέξουν μονάρχη χωρίς τη συγκατάθεση των Λιθουανών ευγενών, και στους Λιθουανούς ευγενείς να εκλέξουν μεγάλο δούκα χωρίς τη συγκατάθεση του Πολωνού μονάρχη.[43][60]
Το 1414 άρχισε μια νέα μορφή πολέμου, γνωστού ως Πόλεμος της Πείνας, λόγω της τακτικής της καμένης γης που χρησιμοποιούσαν οι Ιππότες, καταστρέφοντας χωράφια και μύλους. Όμως, επειδή τόσο οι Τεύτονες όσο και οι Λιθουανοί είχαν εξαντληθεί από προηγούμενο πόλεμο και δεν θέλησαν να εμπλακούν σε μεγάλη μάχη, οι συγκρούσεις σταμάτησαν το φθινόπωρο.[59] Οι εχθροπραξίες αναζωπυρώθηκαν ξανά το 1419, μετά τη λήξη της Συνόδου της Κωνσταντίας, κατά τη διάρκεια της οποίας είχαν ανασταλεί κατόπιν των επιμόνων αξιώσεων των παπικών απεσταλμένων.[59]
Η Σύνοδος της Κωνσταντίας ήταν σημείο καμπής για τις σταυροφορίες των Τευτόνων, όπως και για πολλές άλλες διαμάχες στην Ευρώπη. Ο Βιτάουτας έστειλε αντιπροσωπεία το 1415, στην οποία συμμετείχε ο μητροπολίτης Κιέβου και Σαμογετιανοί αυτόπτες. Έφτασαν στην Κωνσταντία στο τέλος του χρόνου για να εκφράσουν την επιθυμία τους να «βαπτιστούν σε νερό και όχι σε αίμα».[61] Οι Πολωνοί απεσταλμένοι, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Μικολάι Τράμπα, Ζάνισα Τσάρνι και Πάβελ Βλόντκοβιτς, συμμάχησαν για να σταματήσει ο εκχριστιανισμός των ειδωλολατρών με τη βία και η επιθετικότητα των Τευτόνων ενάντια στην Πολωνία και Λιθουανία.[62] Ως αποτέλεσμα της πολωνολιθουανικής διπλωματίας, η σύνοδος, παρά το ότι σκανδαλίστηκε με το ερώτημα του Βλόντκοβιτς σχετικά με τη νομιμότητα του μοναστικού κράτους, αρνήθηκε να εγκρίνει το αίτημα του Τευτονικού Τάγματος για νέα σταυροφορία και αντίθετα εμπιστεύτηκε τον εκχριστιανισμό των Σαμογετιανών στην Πολωνία και τη Λιθουανία.[63]
Στα θέματα που συζητήθηκαν στο συνέδριο ήταν και η Πόλεμοι των Χουσιτών της Βοημίας, οι οποίοι ήθελαν η Πολωνία να γίνει σύμμαχός τους στον πόλεμο ενάντια στον εκλεγμένο αυτοκράτορα και νέο βασιλιά της Βοημίας Σιγισμόνδο. Το 1421, η δίαιτα της Βοημίας κήρυξε έκπτωτο τον Σιγισμόνδο και προσέφερε το στέμμα στον Λαδίσλαο με την προϋπόθεση ότι θα αποδεχόταν τις θρησκευτικές αρχές των Τεσσάρων Άρθρων της Πράγας, κάτι για το οποίο ο τελευταίος δεν ήταν προετοιμασμένος. Μετά την άρνηση του Βλαδισλάου Β΄, εξελέγη βασιλιάς της Βοημίας ο Βιτάουτας, ο οποίος όμως διαβεβαίωσε τον Πάπα ότι δεν συμφωνούσε με τους αιρετικούς. Ανάμεσα στο 1422 και το 1428, ο ανιψιός του Λαδίσλαου Β΄, ο Σιγισμόνδος Κόριμπουτ, προσπάθησε να κυβερνήσει τη Βοημία, η οποία είχε βυθιστεί στον πόλεμο, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.[64] Ο Βιτάουτας αποδέχθηκε την πρόταση του Σιγισμόνδου για το βασιλικό στέμμα το 1429, φαινομενικά με τη συναίνεση του Βλαδισλάου Β΄, αλλά οι πολωνικές δυνάμεις παρενέβησαν στη μεταβίβαση του στέμματος και η στέψη ακυρώθηκε.[43][65]
Το 1422 άρχισε νέος πόλεμος -ο πόλεμος Γκόλουμπ- ενάντια στους Τεύτονες Ιππότες, τους οποίους ο Βλαδίσλαος Β΄ νίκησε προτού φτάσουν οι αυτοκρατορικές ενισχύσει. Η Συνθήκη του Μέλνο τερμάτισε τις βλέψεις των Τευτόνων στη Σαμογετία και καθόρισε μόνιμα σύνορα ανάμεσα στους Τεύτονες της Πρωσσίας και τη Λιθουανία. Οι Λιθουανοί απέκτησαν τη Σαμογετία και το λιμένα Παλάνγκα, αλλά η πόλη Κλαϊπέντα παρέμεινε στους Ιππότες.[43] Τα σύνορα αυτά παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτα για σχεδόν 500 χρόνια, μέχρι το 1920. Οι όροι όμως της συνθήκης θεωρήθηκε ότι μετέτρεψαν την πολωνική νίκη σε ήττα, καθώς ο Βλαδίσλαος Β΄ αποκήρυξε τις διεκδικήσεις της Πολωνίας στην Πομερανία, Πομεραλία (Ανατολική Πομερανία) και τα εδάφη του Χέλμο, για τις οποίες έλαβε σε αντάλλαγμα μόνο την πόλη Νιέζαβα.[66] Αν και η Συνθήκη του Μέλνο έκλεισε ένα κεφάλαιο πολέμων ανάμεσα στους Τεύτονες και τη Λιθουανία, τα μακροχρόνια προβλήματα με την Πολωνία δεν λύθηκαν. Σποραδικές συγκρούσεις ανάμεσα σε Πολωνία και Τεύτονες έλαβαν χώρα ανάμεσα στο 1431 και 1435.
Ρωγμές στη συνεργασία Πολωνίας και Λιθουανίας μετά το θάνατο του Βιτάουτας το 1430 προσέφεραν στους Τεύτονες μια νέα ευκαιρία να παρέμβουν στην Πολωνία. Ο Βλαδίσλαος Β΄ είχε υποστηρίξει τον αδελφό του Σβιτριγκάιλα ως μέγα δούκα της Λιθουανίας,[67] όμως όταν ο Σβιτριγκάιλα, με την υποστήριξη των Τευτόνων και δυσαρεστημένων Ρως ευγενών,[68] επαναστάτησε ενάντια στην πολωνική επικυριαρχία στη Λιθουανία, και οι Πολωνοί, υπό τη ηγεσία του επισκόπου Ζμπίγκνιεγβ Ολεσνίκι της Κρακοβίας, κατέλαβαν την Ποδολία, την οποία ο Βλαδίσλαος Β΄ είχε δώσει στη Λιθουανία το 1411, και τη Βολινία.[43] Το 1432, μια φιλοπολωνική παράταξη εξέλεξε τον αδελφό του Βιτάουτας, το Ζυγκίμαντας, ως μέγα δούκα,[67] με αποτέλεσμα ένοπλες διαμάχες για τη λιθουανική διαδοχή, οι οποίες συνεχίστηκαν για χρόνια με το θάνατο του Βλαδισλάου Β΄.[68][43]
Η δεύτερη σύζυγος του Βλαδισλάου Β΄, Άννα του Τσέλιε, είχε πεθάνει το 1416, έχοντας γεννήσει μια κόρη, τη Γιατβίγκα. Το 1417, ο Βλαδίσλαος Β΄ νυμφεύτηκε την Ελισάβετ της Πίλιτσα, η οποία πέθανε το 1420 χωρίς να γεννήσει παιδιά, και δύο χρόνια αργότερα, τη Σοφία του Χάλσανι, η οποία γέννησε δύο γιους. Ο θάνατος της πρώτης συζύγου του Γιατβίγκα βασίλισσας της Πολωνίας, της τελευταίας κληρονόμου του κλάδου των Πιαστ, έδωσε στον Λαδίσλαο Β΄ το δικαίωμα να χρήσει τους γιους του με τη Σοφία διαδόχους, αν και έπρεπε να προβεί σε παραχωρήσεις προς τους ευγενείς της Πολωνίας, καθώς η μοναρχία ήταν αιρετή. Ο Βλαδίσλαος Β΄ Γιαγκέλο πέθανε το 1434, αφήνοντας την Πολωνία στον μεγαλύτερο γιο του Βλάντισλαβ Γ΄ και τη Λιθουανία στο νεότερο, Καζίμιρ Δ΄, ανήλικους εκείνη τη στιγμή.[69][70]
Νυμφεύτηκε πρώτα τη Γιαντβίγκα/Χέντβιχ των Καπετιδών-Ανζού, κόρη τού Λουδοβίκου Α΄ της Ουγγαρίας και είχε τέκνο:
Το 1399 απεβίωσε η Γιαντβίγκα και ο Βλαδίσλαος Β΄ έκανε δεύτερο γάμο με την Άννα του Τσέλιε, κόρη τού Γουλιέλμου κόμη τού Τσέλε και της Άννας των Πιαστ (κόρης τού Καζίμιρ Γ΄ της Πολωνίας). Είχε τέκνο:
Το 1416 απεβίωσε η Άννα τού Τσέλλε και ο Βλαδίσλαος Β΄ έκανε τρίτο γάμο με την Ελισάβετ Πιλέτσκι χήρα Γκρανόβσκα, κόρη τού Όθωνα βοεβόδα του Σαντόμιες. Η Ελισάβετ απεβίωσε το 1420, χωρίς να αποκτήσουν απογόνους.
Ο τέταρτος γάμος τού Βλαδισλάου Β΄ ήταν με τη Σοφία, κόρη τού Ανδρέα πρίγκιπα Χαλσχάνυ/Ολσχάνσκυ και είχε τέκνα:
Η 2η σύζυγός του Άννα του Τσέλιε ήταν 2η εξαδέλφη της 1ης συζύγου του Γιαντβίγκας των Καπετιδών-Ανζού.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.