Remove ads
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το ανάκτορο τού Λατερανού, (λατινικά: Palatium Lateranese) είναι ένα ανάκτορο της αρχαίας Ρώμης, που μετέπειτα έγινε η παπική κατοικία· είναι στα νοτιοανατολικά της πόλης.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ανάκτορο του Λατερανού | |
---|---|
Palazzo del Laterano | |
Είδος | παλάτσο και αστικό ανάκτορο[1] |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | |
Διοικητική υπαγωγή | Μόντι[2] |
Χώρα | Ιταλία[3] |
Ιδιοκτήτης | Ιδιοκτησίες της Αγίας Έδρας |
Αρχιτέκτονας | Ντομένικο Φοντάνα |
Προστασία | ιταλικό πολιτισμικό αγαθό[4] |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Βρίσκεται στην πλατεία τού Αγ. Ιωάννη στο Λατερανό επί τού Καίλιου λόφου και εφάπτεται στην αρχιβασιλική τού Αγ. Ιωάννη του Λατερανού, καθεδρικού ναού της Ρώμης. Από τον 4ο αιώνα, το ανάκτορο ήταν η κύρια κατοικία των παπών και συνέχισε έτσι ως το 1309· όταν ο πάπας επέστρεψε από την Αβινιόν, η έδρα μετακινήθηκε στο Βατικανό. Το κτήριο χρησιμοποιείται από το Ιστορικό Μουσείο Βατικανού και δείχνει την ιστορία τού παπικού κράτους. Επίσης στεγάζει το γραφείο και την κατοικία τού αντιπροσώπου τού πάπα (βικάριου), υπεύθυνου για την καθημερινή διοίκηση της επισκοπής της Ρώμης. Ως το 1970 στέγαζε και τις σημαντικές συλλογές τού Λατερανού Μουσείου, που τώρα έχουν διασπαρεί στα διάφορα Μουσεία τού Βατικανού.
Μετά τη Συνθήκη του Λατερανού το 1929, το ανάκτορο και η γειτονική βασιλική είναι ιδιοκτησίες έξω από έδαφος της Αγίας Έδρας.
Η περιοχή της βασιλικής τού Αγ. Ιωάννη τού Λατερανού ήταν η οικία (domus) της οικογένειας των Πλαούτιι Λατεράνι. Τα μέλη της οικογένειας υπηρέτησαν ως διοικητές σε αρκετούς αυτοκράτορες. Ο πρόγονός τους Λούκιος Σέξτος Λατεράνος λέγεται ότι ήταν ο πρώτος πληβείος που απέκτησε το αξίωμα τού υπάτου το 366 π.Χ. Ο εκλεγμένος ύπατος Πλαούτιος Λατεράνος κατηγορήθηκε από τον Νέρωνα για συνωμοσία εναντίον τού αυτοκράτορα, με αποτέλσμα τη δήμευση και αναδιανομή της περιουσίας του.
Η οικία των Λατεράνι περιήλθε στον Μεγάλο Κωνσταντίνo, όταν νυμφεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του Φαύστα, αδελφή τού Μαξεντίου. Εκεί βρισκόταν η "οικία της Φαύστας" και δίπλα το στρατόπεδο των ιππέων της πραιτωριανής φρουράς. Όταν ο Κωνσταντίνος γκρέμισε το στρατόπεδο, οι ιππείς φαίνεται πως υποστήριξαν τον Μαξέντιο ενάντια στον αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος διέταξε την κατασκευή της βασιλικής τού Αγ. Ιωάννη και έδωσε την οικία στον επίσκοπο της Ρώμης. Οι λόγιοι πιστεύουν ότι αυτό είχε γίνει, όταν ο πάπας Μιλτιάδης συγκάλεσε εκεί το 313 Σύνοδο για το θέμα των δονατιστών.
Καθώς η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δυσκολευόταν να αποτρέψει τις εισβολές των Λομβαρδών, ο πάπας έγινε πιο ανεξάρτητος από την Κωνσταντινούπολη. Ο συγγραφέας Έρικ Τούνε αναφέρει πως το κίνητρο για την ανακαίνιση ήταν η δημιουργία ενός ανακτόρου, από όπου ο πάπας θα μπορούσε να έχει όχι μόνο πνευματική, αλλά και προσωρινή εξουσία. Το κτήριο επεκτάθηκε από τον Αδριανό Α΄, και τον διάδοχό του το 795 πάπα Λέοντα Γ΄. Ο τελευταίος έκτισε ένα τεράστιο τρίκλινο, με ψηφιδωτό διάκοσμο. Ήταν η πιο διάσημη αίθουσα τού ανακτόρου, όπου γίνονταν δεξιώσεις της πολιτείας. Από αυτή την παλαιά παπική κατοικία τίποτα δεν παρέμεινε. Το 1743 από σχέδια, έγιναν αντίγραφα των ψηφιδωτών και ένα οικοδόμημα έγινε απέναντι τού ανακτόρου, όπου τοποθετήθηκαν. Στο ημιθόλιο παρίσταται ο Χριστός να στέλνει ως αποστόλους τους μαθητές του. Στα αριστερά τού ημιθολίου ο Χριστός δίνει τα κλειδιά στον πάπα Σίλβεστρο Α΄ και στον Μέγα Κωνσταντίνo το λάβαρο. Στα δεξιά ο Παύλος δίνει τη στολή στον Λέοντα Γ΄ και τη σημαία στον Καρλομάγνο, που δηλώνει την υποχρέωση τού βασιλιά των Φράγκων να προστατεύει την Εκκλησία.
Η αίθουσα των συσκέψεων, ορθογώνια με αψίδες με ψηφιδωτά και πέντε κόγχες σε κάθε πλευρά, και το τρίκλινο κτίστηκαν περί το 800 για να χρησιμεύσουν ως το κέντρο τελετών. Αρχιτεκτονικά αντιγράφουν αυτοκρατορικά κτήρια της Κωνσταντινούπολης. Μία πυρκαγιά κατέστρεψε όλα αυτά και ο Πάπας Σέργιος Γ΄ αποκατέστησε τις ζημιές. Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ εξωράισε το κτήριο και ήταν η περίοδος της μεγαλύτερης μεγαλοπρέπειάς του: ο Δάντης αναφέρει ότι ήταν ανώτερο από κάθε οικοδόμημα. Την εποχή αυτή στο κέντρο της πλατείας ήταν το ανάκτορο και ο πύργος τού Οίκου Αννιμπάλντι.
Μεταξύ τού ανακτόρου και της βασιλικής υπήρχε ο έφιππος ανδριάντας τού Μάρκου Αυρηλίου, που όμως πιστευόταν ότι ήταν τού Κωνσταντίνου Α΄ (το σφάλμα αυτό μάλλον έσωσε το γλυπτό). Αυτό αργότερα μετακινήθηκε στην πλατεία τού Καπιτωλίου και στη θέση του στήθηκε ο οβελίσκος τού Λατερανού. Τον είχε παραγγείλει ο φαραώ Τούθμωσις Γ΄ και τον ολοκλήρωσε ο εγγονός του Τούθμωσις Δ΄. Έχει ύψος 32,2 μ. (συν 13,5 τη βάση του) και είναι ο υψηλότερος οβελίσκος της αρχαίας Αιγύπτου στον κόσμο, με βάρος 230 τόνους. Όταν η Αίγυπτος ενσωματώθηκε στην Αυτοκρατορία, αποσπάστηκαν από τον ναό τού Άμμωνα στο Καρνάκ οι δύο οβελίσκοι της πύλης και τους έφεραν στην Αλεξάνδρεια, με εντολή τού Κωνστάντιου Β΄. Ο ένας μεταφέρθηκε στη Νέα Ρώμη, στη σπίνα τού Ιπποδρόμου και ο άλλος στην Παλαιά Ρώμη, στον Μεγάλο Ιππόδρομο. Η επιγραφή του τελευταίου δοξάζει τον Κωνσταντίνο Α΄. Από εκεί μεταφέρθηκε στο Λατερανό.
Η πρόσοψη τού ανακτόρου είναι μεταφερμένη από την αίθουσα των Συνόδων τού μεσαιωνικού ανακτόρου και έχει 11 αψίδες. Τα ιδιαίτερα διαμερίσματα των παπών φτιάχτηκαν στο ανακαινισμένο ανάκτορο μεταξύ τού Τρίκλινου και των τειχών της πόλης.
Το 1306 ο πάπας μετέφερε την έδρα του στην Αβινιόν και αυτό ήταν η πτώση της δόξας τού ανακτόρου. Οι πυρκαγιές των ετών 1307 και 1361 έκαναν ανεπανόρθωτη ζημιά· τεράστια ποσά στάλθηκαν από την Αβινιόν για επανοικοδόμηση, όμως το κτήριο δεν απέκτησε την πρότερη αίγλη του. Το ανάκτορο ως τώρα είχε γοτθικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Όταν ο πάπας επέστρεψε στη Ρώμη, έμεινε στη βασιλική της Σάντα Μαρία ιν Τραστέβερε, μετά στη βασιλική της Σάντα Μαρία Ματζόρε και τέλος στο Βατικανό. Η βασιλική τού Αγ. Πέτρου, κτίσμα τού Κωνσταντίνου Α΄, ήταν ως τότε ένας από τους ναούς των προσκυνητών.
Ο Πάπας Σίξτος Ε΄, που ενδιαφερόταν περισσότερο στον εξορθολογισμένο πολεοδομικό σχεδιασμό παρά στη διατήρηση των αρχαιοτήτων της πόλης, κατεδάφισε ό,τι είχε μείνει από το ανάκτορο τού Λατερανού, εκτός από το παρεκκλήσιο τού Αγ. Λαυρεντίου το λεγόμενο Sancta Sanctorum, στο οποίο ανέρχεσαι από την Ιερά Κλίμακα. Οικοδόμησε το παρόν, πολύ μικρότερο κτήριο στη θέση του, σχεδιασμένο από τον ευνοούμενο αρχιτέκτονά του Ντομένικο Φοντάνα.
Μόλις ο Σίξτος Ε΄ ανήλθε στον θρόνο, ανέθεσε στον Ντομένικο την οικοδόμηση νέου ανακτόρου και μεταβολές στη βασιλική τού Αγ. Ιωάννη επίσης. Το στυλ τού Φοντάνα ήταν δυνατό, συγκρατημένο, επηρεασμένο από τον Τζάκομο Βίνιολα και αποκρυσταλλώθηκε στο παλάτσο Φαρνέζε, στην τακτοποιημένη, αρμονική, αν και ήπια, πρόσοψή του. Ο Ντομένικο ήταν καλός μηχανικός και είχε την ικανότητα να συντονίζει ένα πολύπλοκο αρχιτεκτονικό πρόγραμμα σε μία περιορισμένη περιοχή· ο Σίξτος Ε΄ τον προέτρεπε να προχωρά ταχύτατα και το αποτέλεσμα ήταν αξιοθαύμαστο. Το έργο ολοκληρώθηκε στις 29 Αυγούστου 1589. Αρχιτεκτονικά στοιχεία τού ανακτόρου τού Λατερανού χρησιμοποίησε ο Φοντάνα σε μετέπειτα έργα του, όπως σε τμήμα τού ανακτόρου τού πάπα στο Βατικανό και σε προσθήκες στο Παλάτσο ντελ Κουιρινάλε. Την ανατολική πρόσοψη ολοκλήρωσε ο Πάπας Κλήμης ΙΒ΄ Κορσίνι και ανήρτησε τον θυρεό του το 1735.
Από το προηγούμενο ανάκτορο επέζησαν: η Ιερή Κλίμακα και το παρεκκλήσιο Sancta Sanctorum, που βρίσκονται σε ένα κτήριο τού 1589, που έκτισε ο Ντομένικο ενδιάμεσα με τη βασιλική.
Το ανάκτορο παρέμεινε σε ένα προάστειο και ήταν περιτριγυρισμένο από κήπους και αμπελώνες, ως την επέκταση της Ρώμης στα τέλη τού 19ου αι. Ωστόσο τα καλοκαίρια η περιοχή, λόγω ελονοσίας, εθεωρείτο ανθυγιεινή. Ο Πάπας Ιννοκέντιος ΙΒ΄ εγκατέστησε, σε ένα τμήμα τού κτηρίου, ορφανοτροφείο, τού οποίου τα παιδιά εργαζόταν σε ένα εργοστάσιο μεταξωτών. Τον 19ο αιώνα, ο Πάπας Γρηγόριος ΙΣΤ΄ και ο Πάπας Πίος Θ΄ ίδρυσαν στο ανάκτορο ένα μουσείο "θρησκευτικής τέχνης και παγανιστικού πολιτισμού" για έργα που ξεχείλιζαν από τις Πινακοθήκες τού Βατικανού.
Το 1925 ο Πάπας Πίος ΙΑ΄ εγκατέστησε ένα "εθνογραφικό μουσείο" αφιερωμένο σε τεχνουργήματα, που έστελναν οι ιεραπόστολοι. Το 1929 η Συνθήκη τού Λατερανού υπογράφτηκε εκεί, ρυθμίζοντας τις σχέσεις της Αγ. Έδρας με το Ιταλικό κράτος. Όριζε πως το ανάκτορο και η βασιλική ήταν ιδιοκτησίες έξω από το έδαφος τού Βατικανού και θα απολάμβαναν προνόμια, όπως οι ξένες πρεσβείες στο Ιταλικό έδαφος. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το κτήριο έγινε καταφύγιο αντιφρονούντων και Εβραίων· επίσης στέγασε Ιταλούς στρατιώτες.
Ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ΄ έδωσε μερικές ποιμαντικές δικαιοδοσίες και εγκατέστησε εδώ την έδρα τού παπικού αντιπροσώπου (vicarius) για τις ανάγκες της επισκοπής της Ρώμης. Εδώ είναι το γραφείο και η διαμονή τού αντιπροσώπου του. Μετέφερε τις συλλογές τού ανακτόρου στο Βατικανό. Τώρα στο κτήριο βρίσκεται το "Ιστορικό Μουσείο τού Βατικανού", που εκθέτει την ιστορία τού Παπικού κράτους· εγκαταστάθηκε το 1987 και άνοιξε για το κοινό το 1991.
Το 1992 η έκρηξη μίας βόμβας κατέστρεψε την πρόσοψη· πιστεύεται ότι ήταν έργο της Μαφίας, προειδοποίηση για τον πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄, που συχνά καταφερόταν εναντίον της. Οι επισκευές ολοκληρώθηκαν το 1996.
Οι επισκέψεις των τουριστών στα διαμερίσματα τού πάπα γίνονται συνήθως το πρωί.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.