Ακρωτήρι Θήρας
προστατευόμενος αρχαιολογικός χώρος From Wikipedia, the free encyclopedia
προστατευόμενος αρχαιολογικός χώρος From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Ακρωτήρι είναι χωριό της Σαντορίνης με πληθυσμό 355 κατοίκους, βάσει της Απογραφής του 2011. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού, σε απόσταση 15 χιλιομέτρων από τα Φηρά (πρωτεύουσα). Είναι έδρα ομώνυμης τοπικής κοινότητας του Δήμου Θήρας. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους (ενετική κατάκτηση), αποτελούσε ένα από τα καστέλια του νησιού. Σήμερα, στην κορυφή του υψώματος πάνω στο οποίο βρίσκεται κτισμένο το σύγχρονο χωριό, στέκει ακόμη ο Ενετικός πύργος (Γουλάς), το παλιό δηλαδή καστέλο. Έγινε παγκοσμίως γνωστό χάρη στον προϊστορικό οικισμό, που ανακαλύφθηκε στις ανασκαφές, τις οποίες διενήργησε συστηματικά στην περιοχή ο Σπύρος Μαρινάτος, το 1967. Γεωγραφικά, η περιοχή αποτελεί πραγματικό ακρωτήριο, με απόκρημνες ακτές, το οποίο προβάλλει επί 3 μίλια δυτικά του νότιου τμήματος της Σαντορίνης.
Ακρωτήρι Θήρας | |
---|---|
Διοίκηση | |
Χώρα | Ελλάδα |
Περιφέρεια | Νοτίου Αιγαίου |
Περιφερειακή Ενότητα | Θήρας |
Δημοτική Ενότητα | Θήρας |
Γεωγραφία | |
Γεωγραφικό διαμέρισμα | Νησιά Αιγαίου Πελάγους |
Νομός | Κυκλάδων |
Υψόμετρο | 120 |
Πληροφορίες | |
Ταχ. κώδικας | 84 700 |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η τοπική κοινότητα Ακρωτηρίου είναι χαρακτηρισμένη ως αγροτικός πεδινός οικισμός, με έκταση 6,849 χμ² (2011). Περιλαμβάνει και τους οικισμούς Άγιος Νικόλαος και Φάρος-Μέσα Χωριό.[1]
(σε παρένθεση ο πληθυσμός της τοπικής κοινότητας)
Μετά τις τελευταίες εκλογές Πρόεδρος έχει εκλεχτεί ο Γουλιέλμος Μπάικας
Στοιχεία για την κατοίκηση της Θήρας κατά την προϊστορική εποχή άρχισαν να έρχονται στο φως από το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, όταν λόγω της χρησιμοποίησης θηραϊκής γης για τη μόνωση των τοιχωμάτων της διώρυγας του Σουέζ από τον Γάλλο μηχανικό Φερντινάν ντε Λεσσέψ (Ferdinard de Lesseps) το 1866 αποκαλύφθηκαν προϊστορικές αρχαιότητες.[7] Οι πρώτες ανασκαφές στο Ακρωτήρι έγιναν από τον Γάλλο γεωλόγο και ηφαιστειολόγο Φερντινάν Φουκέ (Ferdinand André Fouqué). Μικρή ανασκαφική έρευνα επιχειρήθηκε το 1870 από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με τον γεωλόγο Ανρί Γκορσί (Henri Gorceix) και τον Ανρί Μαμέ (Henri Mamet) στη θέση Φαβατάς (η περιοχή όπου αποκαλύφθηκε το Συγκρότημα Δ των σημερινών ανασκαφών, ονομαζόταν «φαβατάς» γιατί το μέρος έβγαζε πολλή φάβα), νότια του σύγχρονου χωριού Ακρωτήρι. Στη θέση αυτή περνούσε χείμαρρος, ο οποίος έφτανε στο επίπεδο των αρχαιοτήτων και είχε ήδη αρχίσει να αποκαλύπτει κάποιες από αυτές. Οι συστηματικές, πάντως, ανασκαφές ξεκίνησαν το 1967 από τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, με τις υποδείξεις του ντόπιου (Μεσαγωνιάτη) Νίκου Πελέκη και στο ίδιο σημείο που έκαναν τις ανασκαφές τους οι Γάλλοι.[8] Ο Σπ. Μαρινάτος ξεκίνησε τις ανασκαφές στο Ακρωτήρι στην προσπάθεια του να επαληθεύσει μια παλιά δική του θεωρία, που είχε δημοσιεύσει ως Έφορος Αρχαιοτήτων Κρήτης το 1939 ότι η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας προκάλεσε την κατάρρευση του πολιτισμού της Μινωικής Κρήτης.[9] Η προετοιμασία έγινε το διάστημα 1962 με 1965. Μετά τον θάνατο του καθηγητή Μαρινάτου το 1974, η ανασκαφή συνεχίζεται κάτω από τη διεύθυνση του καθηγητή Χρήστου Ντούμα.
Από τα ευρήματα των ανασκαφών είναι πλέον γνωστό ότι η περιοχή του Ακρωτηρίου κατοικήθηκε για πρώτη φορά κατά την Ύστερη Νεολιθική περίοδο (γύρω στο 4500 π.Χ.) και κατά τον 18ο αιώνα π.Χ. είχε εξελιχθεί σε πόλη. Στις αρχές του 17ου αιώνα π.Χ. υπέστη μεγάλες καταστροφές από σειρά σεισμών, αλλά στη συνέχεια πολλά από τα κτίρια επισκευάστηκαν και άλλα έμειναν όπως ήταν, ενώ νέα κτίρια κτίστηκαν κοντά στα παλαιότερα και η πόλη επεκτάθηκε προς τα βόρεια. Η πόλη άκμαζε κατά την Υστεροκυκλαδική Ι περίοδο, μέχρι τον ενταφιασμό της από τη λεγόμενη «Μινωική έκρηξη». Η Υστεροκυκλαδική Ι Περίοδος είναι σύγχρονη με την Υστερομινωική ΙΑ Περίοδο στην Κρήτη, περίοδος κατά την οποία άκμαζαν τα νέα ανάκτορα (Νεοανακτορική Περίοδος) εκεί.
Η θέση ήταν ιδανική για ασφαλές αγκυροβόλιο, καθότι ήταν προστατευμένη από τους βόρειους ανέμους, ενώ ταυτόχρονα η μορφολογία του εδάφους ευνοούσε την ανάπτυξη γεωργικών δραστηριοτήτων. Πιθανολογείται ότι ήταν η πρωτεύουσα του νησιού, αλλά αυτό δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί. Η έκταση των ανασκαφών είναι κοντά στα 14 στρέμματα και έχει αποκαλυφθεί ένα μικρό ποσοστό της προϊστορικής πόλης.
Η δόμηση ήταν πυκνή και διέθετε πολυώροφα κτίρια με πλούσιες τοιχογραφίες, οργανωμένες αποθήκες, βιοτεχνικούς χώρους, άριστη πολεοδομική οργάνωση με δρόμους, πλατείες και αποχετευτικό σύστημα, το οποίο περνούσε κάτω από το λιθόστρωτο και συνδεόταν απευθείας με τα σπίτια.
Τα οικοδομικά υλικά ήταν πέτρες διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, κυρίως ηφαιστειακές, πηλός για συνδετικό κονίαμα, άψητες πλίνθοι (τούβλα) που ενισχύονταν με άχυρο, ξυλεία και ασβεστοκονίαμα. Το μεγάλο πλήθος από τοιχογραφίες, με τις οποίες ήταν διακοσμημένοι πολλοί από τους χώρους των κτιρίων, κατά κανόνα των άνω ορόφων, υποδηλώνουν μια εξελιγμένη και εκλεπτυσμένη αστική κοινωνία, η οποία ντυνόταν με πολυτέλεια, κομψότητα, και εντυπωσιακή πολυχρωμία.[10]
Το γεγονός ότι στον οικισμό δεν βρέθηκαν καθόλου ανθρώπινοι σκελετοί μαρτυρά ότι μια σειρά από προειδοποιητικούς σεισμούς εξανάγκασε τους κατοίκους να τον εγκαταλείψουν έγκαιρα. Πάντως πριν ταφεί ο οικισμός από την ελαφρόπετρα και την τέφρα της ηφαιστειακής έκρηξης, είχε χτυπηθεί από μεγάλο σεισμό, αλλά η κατοίκηση στην πόλη δεν σταμάτησε τότε. Άλλα πρόδρομα της ηφαιστειακής εκρήξεως φαινόμενα, όμως, ανάγκασαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την πόλη, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι οι εργασίες διάνοιξης των δρόμων δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ, ενώ ένας μεγάλος αριθμός από αγγεία βρέθηκαν πάνω σε σωρούς μπάζων, όπου, προφανώς, είχαν τοποθετηθεί αρχικά για να μεταφερθούν σε πιο ασφαλείς θέσεις.[11]. Επίσης, ενδείξεις της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης που επικρατούσε εκείνες τις ημέρες στην πόλη αλλά και την πεποίθηση των κατοίκων ότι κάποια μέρα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους, μαζεύουμε από τα πήλινα αγγεία, τα υφάσματα και τα διαφόρων υλικών σκεύη που βρέθηκαν σωρευμένα κάτω από πόρτες ή σε κόγχες των δωματίων. Ενδείξεις για το που κατέφυγαν οι κάτοικοι δεν έχουμε. Ο χρόνος, πάντως, μεταξύ του μεγάλου σεισμού και της ηφαιστειακής έκρηξης δεν πρέπει να υπερέβαινε τις λίγες δεκάδες μέρες, ενώ η χρονική διάρκεια από τις πρώτες εκρήξεις μέχρι τη δημιουργία της καλδέρας υπολογίζεται σε δύο με τρία εικοσιτετράωρα.[12]
Τα αλλεπάλληλα κύματα ελαφρόπετρας και τέφρας παρέσυραν τις στέγες και τα ανώτερα τμήματα των κτηρίων του οικισμού.[13] Μετά την ηφαιστειακή έκρηξη και την απόθεση των ηφαιστειακών υλικών που οδήγησε στον ενταφιασμό του οικισμού, ακολούθησε καταρρακτώδης βροχή, η οποία προκάλεσε τη διάβρωση της ελαφρόπετρας και της τέφρας και σε πολλές περιπτώσεις έφτασε μέχρι και το προεκρηξιακό έδαφος. Η βροχή αυτή μετέφερε ρευστή λάσπη στα ισόγεια των κτιρίων του οικισμού, κάτι που οδήγησε τόσο στη διατήρηση του περιεχομένου τους, όσο και (σε αρκετές περιπτώσεις) στη διατήρηση στη θέση τους των δαπέδων των υπερκείμενων ορόφων.[11]
Η αρχική χρονολόγηση της Μινωικής έκρηξης βασίστηκε σε συγκριτικές μελέτες της τεχνικής των πήλινων αγγείων και σε Αιγυπτιακές πηγές και είχε εκτιμηθεί ότι η έκρηξη του ηφαιστείου που κατέστρεψε την πόλη είχε συμβεί το 1500 π.Χ. Οι απόλυτες χρονολογήσεις, όμως, που έγιναν με βάση τον ραδιενεργό άνθρακα, τη δενδροχρονολόγηση και την παγοχρονολόγηση μετατόπισαν την ημερομηνία 100 με 150 χρόνια παλαιότερα, ενώ η πλέον πρόσφατη χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα ενός κλαδιού ελιάς που θάφτηκε από την τέφρα της έκρηξης τοποθετεί την ημερομηνία μεταξύ 1627 και 1600 π.Χ.[14] με πιο πιθανό το διάστημα μεταξύ 1613 με 1614 π.Χ.. Η νέα χρονολόγηση αποδεικνύει τη μη σύνδεση της έκρηξης με την καταστροφή του Μινωικού πολιτισμού.[15], που συνέβη πολύ αργότερα και είχε περισσότερο τον χαρακτήρα παρακμής. Η λεγόμενη «μινωική» έκρηξη της Θήρας θεωρήθηκε ότι ήταν δυνατότερη ακόμη και από εκείνη του ηφαιστείου Κρακατόα (Ινδονησία) το 1883 . Λόγω της μεγάλης δύναμης της έκρηξης που προκάλεσε μεγάλες γεωμορφολογικές αλλαγές στο νησί και την ανάδυση του ηφαιστειακού κώνου της Νέας Καμμένης (εκεί που βρίσκεται ο κρατήρας του ηφαιστείου σήμερα), αλλά και λόγω του σχήματος του νησιού (μοιάζει με ημισέληνο με τα δύο μικρά νησάκια (παλαιά και νέα Καμμένη) στο μέσον της βαθιάς λεκάνης (caldera), το νησί συνδέθηκε με τον μύθο της βυθισμένης Ατλαντίδας, όπως την περιέγραψε ο Πλάτων[16]. Φυσικά, καμία επιστημονική απόδειξη δεν υπάρχει έως τώρα ούτε για την ύπαρξη της Ατλαντίδας, αλλά κυρίως για την ταύτιση της με το νησί της Θήρας. Σε σχέση με την εποχή του χρόνου που έγινε η έκρηξη, πιθανολογείται ότι ήταν άνοιξη, καθώς έχουν ανακαλυφθεί στο στρώμα των υλικών της έκρηξης κόκκοι γύρης από ελιές και κωνοφόρα δέντρα.[17]
Τα κτίρια είχαν δύο ή τρεις ορόφους και πολλά δωμάτια. Τα πλουσιότερα ήταν κατασκευασμένα από πελεκητές πέτρες (κυβόλιθοι από ηφαιστειακά πετρώματα με ιδιαίτερα αδρή επιφάνεια που ο Μαρινάτος ονόμασε ξεστές πέτρες και αντίστοιχα ονόμασε τα μεγάλα, πανταχόθεν ελεύθερα κτίρια των οποίων οι εξωτερικοί τοίχοι είχαν κατασκευασθεί από τους κυβόλιθους αυτούς, «Ξεστές»). Τα υπόλοιπα κτίρια ήταν κατασκευασμένα από ακανόνιστες πέτρες στους εξωτερικούς τους τοίχους και τούβλα λάσπης ενισχυμένα με άχυρα, ξύλα και γύψο στους ελαφρύτερους εσωτερικούς τοίχους των ορόφων. Η θεμελίωση κατά κανόνα ήταν ρηχή και πολλές φορές υπήρχε τεχνητή επίχωση. Σε δύο περιπτώσεις, κάτω από την Ξεστή 3 και κάτω από τα θεμέλια του μεσοκυκλαδικού κτιρίου, πάνω στα ερείπια του οποίου χτίστηκε η Δυτική οικία, βρέθηκε στρώση από χαλαρά θραύσματα πορώδους λάβας διατομής 4 με 6 εκατοστών (αδράλια), η οποία έπαιζε τον ρόλο σεισμικής μόνωσης.[18] Τα δάπεδα των ισογείων δωματίων κατασκευάζονταν από πατημένο χώμα ή σχιστολιθικές πλάκες και σε μια περίπτωση από σπασμένα όστρεα πορφύρας και μαύρα βότσαλα, ενώ εκείνα των ορόφων κατασκευάζονταν από ξύλα και καλάμια, πάνω στα οποία υπήρχε πατημένο χώμα, στο οποίο συχνά τοποθετούσαν σχιστολιθικές πλάκες ή βότσαλα. Με ξύλα και καλάμια κατασκευαζόταν και η στέγη, πάνω στην οποία τοποθετούσαν, επίσης, πατημένο χώμα, το οποίο δρούσε ως μονωτικό και εξασφάλιζε δροσιά το καλοκαίρι και ζέστη το χειμώνα.
Τα δωμάτια του ισογείου χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες, εργαστήρια ή μύλοι, ενώ οι πάνω όροφοι ήταν οι χώροι διαμονής των κατοίκων. Στα πιο πλούσια σπίτια, συχνά, οι τοίχοι των πάνω ορόφων ήταν διακοσμημένοι με τοιχογραφίες. Οι δρόμοι της πόλης ήταν λιθόστρωτοι. Η αποχέτευση των κτιρίων γινόταν με πήλινους σωλήνες που βρίσκονταν μέσα στους τοίχους των κτιρίων και κατέληγαν σε χτιστούς υπονόμους κάτω από τους λιθόστρωτους δρόμους.
Το μεγάλο πλήθος από τοιχογραφίες που βρέθηκε κατά τη διάρκεια των ανασκαφών είναι πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την καθημερινή ζωή στο Ακρωτήρι, τη θρησκεία και τη φύση του νησιού. Έχουν φιλοτεχνηθεί κατά βάση με την τεχνική της νωπογραφίας (buon fresco), δηλαδή η απόδοση του έργου γινόταν πάνω στο νωπό ακόμη ασβεστοκονίαμα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα χρώματά τους να παραμένουν ανεξίτηλα. Συχνά, όμως, το κονίαμα στέγνωνε πριν την ολοκλήρωση της εργασίας του καλλιτέχνη, ο οποίος συνέχιζε την εργασία του πάνω σε στεγνό πλέον τοίχο. Σε αυτά τα σημεία, η προστασία της τοιχογραφίας γίνεται σήμερα με χημικά μέσα.[19] Λεπτομέρειες προσθέτονταν αργότερα.
Υπήρχαν δύο τύποι χρωμάτων: τα ορυκτά, όπως ήταν το σκούρο κόκκινο, το οποίο ήταν υλικό με μεγάλη περιεκτικότητα σε σίδηρο και τα τεχνητά, όπως το γαλάζιο το οποίο ήταν πυρίτιο με οξείδια χαλκού και ασβεστίου. Μεγάλη έκπληξη προκαλεί στους επιστήμονες το γεγονός ότι με τη φασματοσκοπική μέθοδο ανακαλύφθηκε ότι το ιώδες χρώμα σε λεπτομέρειες της τοιχογραφικής σύνθεσης με τις κροκοσυλλέκτριες προέρχεται από την κατεργασία του οστρέου της πορφύρας, γεγονός που αποδεικνύει ότι το επίπεδο τεχνογνωσίας και πολιτισμού του νησιού ήταν ιδιαίτερα υψηλό.[20] Τα θέματα των τοιχογραφιών ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπα και τα περισσότερα εμπνέονταν από τον φυτικό και ζωικό κόσμο, ενώ δεν έλειπαν και οι αφηγηματικές σκηνές με ανθρώπους, μυθολογικά όντα και θεότητες.
Σημαντικές ήταν και οι λεγόμενες μικρογραφικές τοιχογραφίες, οι οποίες ήταν μεγάλου μήκους ζωγραφικές παραστάσεις (ζωφόροι) με μορφές μικρού μεγέθους, οι οποίες ήταν τοποθετημένες ψηλά στον τοίχο [21]
Σχεδόν σε όλα τα ανασκαμμένα κτίρια διαπιστώθηκε η ύπαρξη τοιχογραφιών παλαιότερων από εκείνες που κοσμούσαν τους τοίχους τους όταν έγινε η καταστροφική ηφαιστειακή έκρηξη. Αυτό δείχνει ότι οι τοιχογραφίες ήταν ένας καθιερωμένος τρόπος διακόσμησης των εσωτερικών χώρων, πιθανότατα από τις αρχές του 17ου αιώνα π.Χ.
Το στρώμα τέφρας και ελαφρόπετρας που κάλυψε τον οικισμό μετά την ηφαιστειακή έκρηξη δημιούργησε στο Ακρωτήρι το ιδανικό περιβάλλον έλλειψης οξυγόνου που απαιτείται για τη διατήρηση φθαρτών υλικών. Έτσι το Ακρωτήρι είναι ένας από τους ελάχιστους χώρους στην Ελλάδα που διασώζει μαρτυρίες για προϊστορικές τέχνες όπως η επιπλοποιία, η ξυλογλυπτική, η καλαθοπλεκτική και η κατασκευή μουσικών οργάνων, τέχνες ουσιαστικά άγνωστες, κατά τα άλλα, στη σύγχρονη έρευνα του προϊστορικού Αιγαίου ή γνωστές μόνο έμμεσα από απεικονίσεις στην τέχνη και αναφορές στα μυκηναϊκά αρχεία της Γραμμικής Β γραφής. Στη διατήρηση αντικειμένων από φθαρτά υλικά στο Ακρωτήρι συνέβαλε σε ορισμένες περιπτώσεις και η μερική απανθράκωσή τους. Στις περιπτώσεις που τα υλικά είχαν αποσυντεθεί τελικά, έμειναν συχνά στη θέση τους, μέσα στο ηφαιστειακό υλικό, κοιλότητες ή αποτυπώματα αντίστοιχου σχήματος. Γεμίζοντας τέτοιες κοιλότητες με γύψο κατά τη διάρκεια της ανασκαφής ανακτώνται πιστά εκμαγεία των αντικειμένων που αποσυντέθηκαν.
Σημαντικότερες μαρτυρίες για την κατασκευή φθαρτών τεχνουργημάτων στο Ακρωτήρι είναι τα εκμαγεία κρεβατιών από το Συγκρότημα Δ και το Άνδηρο των Κλινών[22], το εκμαγείο ενός τραπεζιού με γλυπτά πόδια από το Συγκρότημα Δ[23], ζεύγος ξύλινων κρουστών κροτάλων από την Ξεστή 4 με ανάγλυφη παράσταση πουλιών και κρόκων[24] και μεγάλος αριθμός αποτυπωμάτων και απανθρακωμένων τεμαχίων πλεκτών καλαθιών από το Συγκρότημα Δ, τον Μυλώνα του Τομέα Α, τη Δυτική Οικία και άλλα σημεία του οικισμού[25].
Λόγω της αποσύνθεσης των οργανικών υλικών, κυρίως του ξύλου, που είχαν χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή των κτιρίων, η απομάκρυνση των ηφαιστειακών αποθέσεων έθετε τα κτίρια σε κίνδυνο κατάρρευσης. Έχρηζαν επομένως στήριξης τα προϊστορικά κτίρια. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών του Σπ. Μαρινάτου επιλέχθηκε η μέθοδος της έγχυσης οπλισμένου σκυροδέματος στα κενά που είχαν δημιουργηθεί στους τοίχους των αποκαλυμμένων κτιρίων. Σε πολλές περιπτώσεις ξύλινων πλαισίων θυρών και παραθύρων, το σκυρόδεμα βάφτηκε σε χρώμα καφέ, παρόμοιο με του ξύλου, ενώ ζωγραφίστηκαν σε αυτό ρόζοι, ώστε να δίνεται στον επισκέπτη όσο το δυνατόν πλησιέστερη εικόνα σε αυτήν που είχε το κτίριο πριν από την ηφαιστειακή έκρηξη. Σε λιγότερες περιπτώσεις κατασκευάστηκαν εξωτερικές αντηρίδες στήριξης των τοίχων από οπλισμένο σκυρόδεμα.
Από την κύρια (νότια) είσοδο του στεγασμένου αρχαιολογικού χώρου, το πρώτο κτιριακό συγκρότημα στη δυτική πλευρά είναι η Ξεστή 3 (παλιότερα λεγόταν και Ξεστή Ε). Η Ξεστή 3 ήταν ένα μεγάλο διώροφο κτίριο, με 14 δωμάτια σε κάθε όροφο, κάποια από τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με πολύθυρα. Στο συγκρότημα αυτό βρέθηκε ένας πολύ μεγάλος αριθμός από τοιχογραφίες, με πιο σημαντική την τοιχογραφική σύνθεση με τις Κροκοσυλλέκτριες (Πρώτος όροφος, Δωμάτιο 3Α, Ανατολικός τοίχος). Στον βόρειο τοίχο του ίδιου δωματίου υπήρχε η τοιχογραφία της Πότνιας θηρών, η οποία αποτελεί κοινή θεματική ενότητα με τις Κροκοσυλλέκτριες.
Σε ένα από τα δωμάτια του ισογείου υπάρχει Δεξαμενή καθαρμών (άδυτο), ένας χώρος με βυθισμένο μικρό τμήμα του δαπέδου του και κλίμακα που οδηγεί σε αυτό, που θεωρείται ιερός. Αυτό, σε συνδυασμό με τη θεματολογία των τοιχογραφιών, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στην Ξεστή 3 πραγματοποιούνταν διάφορες τελετές[26] και είναι το μόνο μέχρι τώρα κτίριο του οικισμού, στο οποίο είναι αρκετά πιθανή η λατρευτική/θρησκευτική χρήση.[27] Στο βόρειο τοίχο του δωματίου με τη δεξαμενή καθαρμών βρισκόταν η τοιχογραφία των Λατρευτριών.
Στον Προθάλαμο 5 βρέθηκε η τοιχογραφία του Κυνηγού. Στο δωμάτιο 3Β του ισογείου βρέθηκε η τοιχογραφία με τα Γυμνά αγόρια.
Στο δωμάτιο 9 του πρώτου ορόφου υπήρχε η τοιχογραφία των Λυγαριών, ενώ στο δωμάτιο 3Β του ορόφου βρέθηκαν οι Γυναίκες με τις Ανθοδέσμες.
Στον δεύτερο όροφο του κτιρίου, ο οποίος σήμερα δεν σώζεται, υπήρχε η τοιχογραφία των Πολύχρωμων Σπειρών, μια τοιχογραφία πολύ μεγάλων διαστάσεων. Ομάδα μελετητών από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ασχολήθηκαν με τις μεγάλες αυτές σπείρες και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι καλλιτέχνες της Θήρας γνώριζαν τη λεγόμενη Σπείρα του Αρχιμήδη, πάνω από χίλια χρόνια πριν από αυτόν.[28][29] Στο δωμάτιο 9, επίσης του δευτέρου ορόφου, υπήρχε η τοιχογραφία με τους Ρόδακες.
Ακριβώς στα νότια της Ξεστής 3 έχει αποκαλυφθεί μικρό μέρος κτιρίου, το οποίο σώζει κτιστό θρανίο στον προθάλαμο του, οπότε το κτίριο ονομάστηκε Οικία Θρανίων. Μεταξύ της Οικίας Θρανίων και του δυτικού άκρου της Ξεστής 3, στις 12 Δεκεμβρίου του 1999, κατά τη διάρκεια των εργασιών ανασκαφής για τη στήριξη των πεσσών θεμελίωσης του νέου στεγάστρου, ανακαλύφθηκε μέσα σε πήλινη λάρνακα (μικρό κιβώτιο), το μοναδικό χρυσό ειδώλιο (αγαλματίδιο) αιγάγρου, από τα ελάχιστα πολύτιμα αντικείμενα που έχουν βρεθεί στο χώρο των ανασκαφών, το οποίο σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Προϊστορικής Θήρας, στα Φηρά. Το ειδώλιο ήταν μέσα σε ξύλινη θήκη, της οποίας μόνο το αποτύπωμα είχε διατηρηθεί, ενώ η πήλινη λάρνακα ήταν δίπλα σε σωρό μεγάλου αριθμού από ζεύγη κεράτων, κατά βάση αιγοπροβάτων.
Ο ακάλυπτος χώρος ανατολικά της Ξεστής 3 έχει ονομαστεί «Πλατεία Ξεστής 3».
Από την Πλατεία Ξεστής 3 ξεκινάει το μεγαλύτερο κομμάτι δρόμου που έχει ως τώρα ανασκαφεί, η Οδός Τελχίνων, ο οποίος φαίνεται ότι οδηγούσε στο λιμάνι της πόλης.
Στο ξεκίνημα της οδού Τελχίνων, στη δυτική της πλευρά, βρίσκεται το Κτίριο Γ, του οποίου μόνο μερικά δευτερεύοντα δωμάτια έχουν ανασκαφεί. Το κτίριο αυτό είχε τουλάχιστον δύο ορόφους. Στα δωμάτια Γ1 και Γ2 είχαν εγκατασταθεί οι λιθοξόοι, οι οποίοι επιδιόρθωναν τον τομέα αυτό από τις ζημιές που είχε υποστεί κατά τον σεισμό που έγινε πριν τη μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου.
Στην άλλη πλευρά (ανατολική) της οδού Τελχίνων, σχεδόν απέναντι από το Κτίριο Γ, βρίσκεται το Κτίριο Β, το οποίο, επίσης, είχε τουλάχιστον δύο ορόφους. Είναι πολύ πιθανόν να είναι στην πραγματικότητα δύο ξεχωριστά κτίρια προσκολλημένα το ένα στο άλλο. Έχει υποστεί πολλές ζημιές από τον χείμαρρο που περνούσε από την ανατολική του πλευρά. Στο εσωτερικό του βρέθηκε ένας αριθμός από σημαντικές τοιχογραφίες, από τις οποίες οι πιο χαρακτηριστικές είναι οι Πυγμάχοι (Δωμάτιο Β1, Νότιος Τοίχος), οι Αντιλόπες (Δωμάτιο Β1, Δυτικός Τοίχος) και οι Κυανοπίθηκοι (Δωμάτιο Β6, Βόρειος και Δυτικός Τοίχος). Στο δωμάτιο Β6 βρέθηκαν και τα σπαράγματα της τοιχογραφίας με τα Τετράποδα (μοσχαράκια).
Η οδός Τελχίνων οδηγεί στα βόρεια σε μία πλατεία, η οποία έχει ονομαστεί Πλατεία Μυλώνος.
Στη βορειοανατολική πλευρά της Πλατείας Μυλώνος βρίσκεται το Συγκρότημα Δ, το οποίο αποτελείται από τέσσερα κτίρια, που χωρίζονται από μεσοτοιχίες. Η αρχική ονομασία του Συγκροτήματος Δ ήταν Ξεστή 1, επειδή οι τοίχοι της προσόψεως έχουν κατασκευασθεί από ηφαιστειακούς (ξεστούς) κυβόλιθους.
Στον νότιο, στον δυτικό και στον βόρειο τοίχο του Δωματίου Δ2, ενός μικρού ημιυπόγειου δωματίου, βρέθηκε η περίφημη τοιχογραφία της Άνοιξης. Ο τέταρτος τοίχος του δωματίου είχε πόρτα και διπλό παράθυρο. Πιθανότατα ο χώρος αυτός ήταν χώρος ιερός, κάτι στο οποίο συνηγορεί και το γεγονός ότι έξω από αυτό, προς στην ανατολή, βρέθηκαν σκεύη ιεράς σημασίας.[30] Στο Δωμάτιο Δ2 βρέθηκε και εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός από πήλινα αγγεία, στις γωνίες και κατά μήκος των τοίχων του. Μπροστά από το νότιο τοίχο του δωματίου βρισκόταν ένα κρεβάτι (σήμερα υπάρχει το εκμαγείο του), κάτω από το οποίο είχαν επίσης τοποθετηθεί αγγεία, πιθανότατα για να προστατευθούν από τους σεισμούς.[31]
Στο Δωμάτιο Δ15 βρέθηκε μυλόλιθος για την παραγωγή αλευριού, ενώ το δωμάτιο Δ16 ήταν πιθανότατα εργαστήριο κεραμικής καθώς βρέθηκε εκεί μεγάλος αριθμός κεραμικών.
Στο Δωμάτιο Δ18Α βρέθηκαν σπαράγματα από δύο ή ίσως τρεις επιγραφές Γραμμικής γραφής Α, οι οποίες αναφέρουν ποσότητες υλικών που πιθανότατα σχετίζονταν με εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων του οικισμού, ενώ στο Δ18Β βρέθηκε μεγάλος αριθμός πήλινων σφραγισμάτων από πηλό πιθανότατα κρητικής προέλευσης.
Αμέσως βορειοδυτικά της Πλατείας Μυλώνος βρίσκεται ένας ακάλυπτος χώρος στον οποίο ανακαλύφθηκαν τα αρνητικά τριών μικρών κρεβατιών, από τα οποία προέκυψαν τα γύψινα εκμαγεία τους.
Στα βόρεια της πλατείας Μυλώνος και δυτικά του Συγκροτήματος Δ βρίσκεται η Οικία της Άγκυρας. Ονομάστηκε έτσι επειδή σε αυτή βρέθηκε μελανός λίθος με οπή, βάρους 65 κιλών, που προφανώς είχε τη χρήση άγκυρας. Ο τύπος αυτός θεωρείται ότι είναι της Μεσοκυκλαδικής περιόδου.
Στη δυτική πλευρά του Συγκροτήματος Δ βρίσκεται η Πλατεία Τριγώνου ή Τριγωνική Πλατεία, η οποία ονομάζεται έτσι λόγω του σχήματος της
Στα δυτικά της Πλατείας Τριγώνου βρίσκεται η Δυτική Οικία. Η οικία αυτή είχε περίμετρο 49,65 μέτρα. Η ταράτσα της ήταν καλυμμένη με πατημένο χώμα το οποίο εξασφάλιζε τη μόνωση της. Στο ισόγειο της υπήρχαν αποθήκες τροφίμων, εργαστήρια, μαγειρείο και χώρος μυλωνά. Στον πρώτο όροφο υπήρχε δωμάτιο με αργαλειούς (Δωμάτιο 3), μια αποθήκη σκευών και τροφίμων, ένα αποχωρητήριο (Δωμάτιο 4Α) και δύο δωμάτια με τοιχογραφίες (Δωμάτια 4 και 5). Στο ένα από τα δύο, στο Δωμάτιο 5, βρέθηκαν οι δύο τοιχογραφίες των Ψαράδων (Δυτικός τοίχος), η τοιχογραφία της νεαρής ιέρειας (Νοτιοανατολική είσοδος / ανατολικός παραστάτης), η τοιχογραφία με το ποτάμι (Ανατολικός τοίχος) και η διάσημη μικρογραφική ζωφόρος του στόλου που βρίσκεται και στους τέσσερις τοίχους του.
Το Δωμάτιο 4 ήταν διακοσμημένο με τα Ικρία, την τοιχογραφία των οκτώ θαλαμίσκων πλοίων. Το δωμάτιο αυτό με λεπτή μεσοτοιχία χωριζόταν σε δύο δωμάτια. Το δωμάτιο 4Α ήταν λουτρό.
Στη Δυτική Οικία θεωρείται ότι έμενε ο αρχηγός του στόλου. Μια μικρή σκάλα που βρέθηκε στο κτίριο υποδηλώνει ότι μπορεί να υπήρχε και τρίτος όροφος ή κάποια σοφίτα.
Βόρεια του Συγκροτήματος Δ υπάρχει περιοχή, η οποία είχε διαμορφωθεί σε πλατεία κατά την Υστεροκυκλαδική Ι περίοδο και σήμερα έχει ονομαστεί Πλατεία Κενοταφίου. Εκεί έχει βρεθεί τραπεζοειδής κατασκευή που θυμίζει πρωτοκυκλαδικό τάφο και στο εσωτερικό της οποίας βρέθηκαν 17 μαρμάρινα πρωτοκυκλαδικά εδώλια και θραύσματα μαρμάρινων κρατηρίσκων χωρίς, όμως, παρουσία ανθρώπινων οστών. Το εύρημα αυτό ερμηνεύεται ως ανακομιδή ενός κυκλαδικού νεκροταφείου, για τις ανάγκες επέκτασης της πόλης.[32] Στην ίδια περιοχή, στα βορειοανατολικά του Συγκροτήματος Δ, σε μεγαλύτερο βάθος από αυτό που βρισκόταν το κενοτάφιο, βρέθηκε τμήμα δαπέδου με έντονα ίχνη φωτιάς και μεγάλο αριθμό από οστά ζώων και κεράτων και κεραμικής, το οποίο έχει ονομαστεί Πυρά της Θυσίας και ανάγεται στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ περίοδο.[33]
Στα βορειοδυτικά του χώρου των ανασκαφών βρίσκεται η Οικία των Γυναικών, η οποία οφείλει το όνομα της στις τοιχογραφίες των γυναικών που κάλυπταν τον νότιο τοίχο (γυναικεία φιγούρα) και τον βόρειο τοίχο (γυμνόστηθη γυναικεία φιγούρα) του ανατολικού τμήματος του Δωματίου 1. Στο δυτικό τμήμα του ίδιου δωματίου βρέθηκε η τοιχογραφία με τους Πάπυρους. Η οικία αποτελεί μεγάλο διώροφο οικοδόμημα στο κέντρο του οποίου υπήρχε φωταγωγός.
Στο βόρειο άκρο των ανασκαφών βρίσκεται το κτηριακό συγκρότημα του Τομέα Α ή Αποθήκη των Πίθων, στα τρία μεγαλύτερα δωμάτια του οποίου βρέθηκε μεγάλος αριθμός από πίθους που περιείχαν όσπρια, αλεύρι και κριθάρι. Στον Μυλώνα, που βρίσκεται δίπλα, βρέθηκε εγκατάσταση μύλου και καλάθι που περιείχε ψάρια και αχινούς. Στην ευρύτερη περιοχή του Τομέα Α βρέθηκαν τα σπαράγματα του Αφρικανού, των Σεβιζόντων πιθήκων και του Γαλάζιου πτηνού, τα οποία ο Σπύρος Μαρινάτος είχε θεωρήσει αρχικά ότι ανήκουν στην ίδια τοιχογραφία.[34]
Στα ανατολικά του Συγκροτήματος Δ βρίσκεται η Ξεστή 2. Η βόρεια πρόσοψη του κτιρίου διατηρείται μέχρι και το τρίτο πάτωμα.
Το μεγαλύτερο από τα κτίρια που έχουν ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα είναι η Ξεστή 4, το οποίο είναι τριώροφο οικοδόμημα του οποίου όλες οι όψεις είναι επενδυμένες με λαξευτούς ορθογώνιους όγκους τόφου (στρώμα πορώδους πετρώματος, κυρίως ηφαιστειογενούς). Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά του χώρου των ανασκαφών και αποτελούσε πιθανότατα δημόσιο κτίριο. Δεν έχει ανασκαφεί πλήρως.
Στο Δωμάτιο 2 της Ξεστής 4, κατά τη διάρκεια ανασκαφών για την υποστύλωση του νέου στεγάστρου, βρέθηκε θραύσμα ζωφόρου με παράσταση οδοντόφρακτων κρανών (μυκηναϊκός τύπος) σε φυσικό μέγεθος με λεπτομερή απεικόνιση και με όλα τα στοιχεία ενός κράνους: λοφίο, παραγναθίδα, προμετωπίδα και επάορτο. Η ανακάλυψη αυτή δημιουργεί προβληματισμούς για τη σχέση του προϊστορικού οικισμού με την ηπειρωτική Ελλάδα[35]
Στο κλιμακοστάσιο του κτιρίου έχει βρεθεί η τοιχογραφία των Δωροφόρων, η οποία είναι η μεγαλύτερη τοιχογραφική σύνθεση που έχει ανακαλυφθεί μέχρι τώρα στον οικισμό.
Ο δρόμος που περνάει στα νότια της Ξεστής 4 έχει ονομαστεί Οδός Κουρητών (Κρητών).
Στα βόρεια της Ξεστής 4 βρίσκεται το Κτίριο ΙΑ ή Κτίριο των Καλών Αγγείων.
Από τα ευρήματα των ανασκαφών προκύπτει ότι η κοινωνία του Ακρωτηρίου δεν διοικούνταν από έναν μονάρχη, αλλά από μια ελίτ, η οποία δραστηριοποιούνταν σε δύο κυρίως τομείς, το θαλάσσιο εμπόριο και τη βιοτεχνία, αφού η γεωργία στη γύρω περιοχή δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες του μεγάλου πληθυσμού.[36] Τα πλοία των τοιχογραφιών φαίνονται ικανά για μακρινά ταξίδια, ενώ το λιμάνι του Ακρωτηρίου πρέπει να ήταν ένα από τα σημαντικότερα της εποχής του. Απόδειξη των εμπορικών σχέσεων των κατοίκων με άλλες περιοχές της Μεσογείου είναι η εύρεση στο Δωμάτιο Δ9 δοχείου από τη Χαναάν[37] και των σφραγισμάτων από την Κρήτη στο δωμάτιο Δ18Β.
Στα σπαράγματα των επιγραφών που βρέθηκαν στο Δωμάτιο Δ18Α αναφέρονται εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες υφασμάτων, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο οικισμός ήταν τόπος συγκέντρωσης και επεξεργασίας του μαλλιού που παραγόταν από τα γειτονικά νησιά, πιθανώς από την Ίο, τη Σίκινο, τη Φολέγανδρο και την Ανάφη.[11] Παράλληλα στο Ακρωτήρι έχουν βρεθεί ίνες μαλλιού, οι οποίες, με βάση εργαστηριακές αναλύσεις, είναι οι παλαιότερες διατηρημένες αποδείξεις χρήσης του μαλλιού στη Μεσόγειο, εκτός από την περίπτωση της Αιγύπτου, όπου επίσης υπάρχουν αντίστοιχα ευρήματα.[38]
Οι κάτοικοι του οικισμού είχαν αναπτύξει σε υψηλό βαθμό την πυροτεχνολογία και η χρήση της φωτιάς εντοπίζεται τόσο στα σπίτια, όσο και στις οικονομικές και θρησκευτικές δραστηριότητες. Από τις αρχές της τρίτης χιλιετίας π.χ. εντοπίζεται η ύπαρξη μόνιμων και φορητών εστιών μαγειρικής και κινητών ή σταθερών φούρνων, λείψανα στάχτης και κάρβουνα, ταψιά, ψηστιέρες και υποδοχές για σουβλάκια, μαγκάλια και επίπεδες πλάκες για το ψήσιμο πίτας.[39]
Ευρήματα αποδεικνύουν, επίσης, την καλλιέργεια σταφυλιών και την παραγωγή κρασιού.[40]
Η στέγαση της προϊστορικής πόλης του Ακρωτηρίου κρίθηκε αναγκαία από τον Σπύρο Μαρινάτο προκειμένου να προστατευθούν τα οικοδομήματα που έρχονταν στο φως. Η ιδέα αυτή είχε έντονα επικριθεί την εποχή εκείνη. Η προσωπικότητα όμως του Μαρινάτου επέβαλε τη λύση αυτή,[41] η οποία τέθηκε σε εφαρμογή από το 1968. Παραπλεύρως του στεγάστρου οικοδομήθηκαν εργαστήρια, αποθήκες και ξενώνες, απαραίτητα για την εξέλιξη της ανασκαφικής δραστηριότητας. Το παλαιό στέγαστρο, στα τριάντα περίπου χρόνια ζωής του, αποδείχθηκε σωτήριο για τα μνημεία, όμως ο μεταλλικός σκελετός του από DEXION, λόγω της γειτνίασης με τη θάλασσα και λόγω των οξειδίων που περιέχονται στα ηφαιστειακά υλικά των επιχώσεων, είχε έντονα διαβρωθεί, ενώ η επικάλυψη του στεγάστρου με φύλλα αμιαντοτσιμέντου ELLENIT ήταν ανθυγιεινή και αντίθετη με την υφιστάμενη κοινοτική νομοθεσία. Κρίθηκε, λοιπόν, απαραίτητη η αντικατάσταση του παλαιού στεγάστρου με νέο, το οποίο να καλύπτει τόσο τις λειτουργικές ανάγκες της ανασκαφής και ταυτόχρονα να μπορεί να αναδείξει τον αρχαιολογικό χώρο.[42]
Η προκαταρκτική μελέτη του έργου έγινε σε συνέχεια του βραβευθέντος Ερευνητικού Προγράμματος «ASPIRE» (Archaeological Sites Protection Implementing Renewable Energies) και εγκρίθηκε τον Φεβρουάριο του 1996.
Η κατασκευή του στεγάστρου ανατέθηκε έπειτα από διαγωνισμό, σε κοινοπραξία κατασκευαστικών εταιρειών και οι εργασίες ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 1999. Το βιοκλιματικό στέγαστρο κατασκευάζεται από χάλυβα, ώστε να είναι μεγάλης αντοχής, ενώ προβλέπεται η επικάλυψή του με θηραϊκή γη, ώστε να ενταχθεί πλήρως στο θηραϊκό τοπίο. Παράλληλα, με ήπια μέσα εξασφαλίζει τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών στο εσωτερικό για αερισμό και για επαρκή φυσικό φωτισμό, ενώ συλλέγει και τα όμβρια ύδατα σε ειδικές δεξαμενές, εξασφαλίζοντας μεγάλες ποσότητες νερού, απαραίτητες για τη λειτουργία του αρχαιολογικού χώρου και των εργαστηρίων.
Η κατασκευή του στεγάστρου οδήγησε σε ανασκαφές σε μεγάλο βάθος προκειμένου να στηριχθούν τα υποστυλώματά του και έβγαλε στην επιφάνεια σημαντικές αρχαιολογικές ανακαλύψεις για την ιστορία της πόλης, καθώς και πολλά ευρήματα, όπως το χρυσό ειδώλιο αιγάγρου και το ζεύγος πήλινων κρατευτών.
Δυστυχώς, στις 23 Σεπτεμβρίου του 2005, έγινε κατάρρευση ενός μικρού τμήματος του υπό ανέγερση στεγάστρου με αποτέλεσμα τον θάνατο ενός Ουαλλού τουρίστα, του Richard-George Bennion, ενώ ο χώρος έκλεισε για το κοινό. Σημαντικό μέρος του στεγάστρου που κατέρρευσε έπεσε σε ακάλυπτο χώρο, στην πλατεία του Τριγώνου. Το υποκείμενο Συγκρότημα Δ που κυρίως επλήγη άντεξε εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν είχε ανασκαφεί πλήρως και άρα το εσωτερικό του είναι παραγεμισμένο με το υλικό της έκρηξης που συγκράτησε τους τοίχους στη θέση τους, επειδή ένα τμήμα του είχε αναστηλωθεί με τσιμέντο από την εποχή της αποκάλυψής του από τον Σπυρίδωνα Μαρινάτο[43] και επειδή κράτησε αντίσταση το παλαιό στέγαστρο, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου δεν είχε ακόμη απομακρυνθεί από τη συγκεκριμένη θέση.
Νέα μελέτη πραγματοποιήθηκε από την Αγγλική εταιρεία OVE-ARUP σύμφωνα με την οποία άλλαξε ο μεταλλικός φορέας της κατασκευής. Οι κατασκευαστικές εργασίες ξεκίνησαν το 2010 και ολοκληρώθηκαν στις 31 Ιουλίου του 2011. Τελικά ο χώρος άνοιξε για το κοινό στις 11 Απριλίου του 2012.
Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, το Ακρωτήρι αποτελούσε ένα από τα καστέλια του νησιού και ονομαζόταν La Ponta. Στο κέντρο του οικισμού υπήρχε ο Γουλάς του Ακρωτηρίου (Τουρκικά kule: "πύργος"), ο οποίος υπέστη μεγάλες ζημιές κατά τη σεισμική δραστηριότητα του 1956, αν και ήταν σε πολύ καλή κατάσταση μέχρι τότε. Το 1336 το Ακρωτήρι παραχωρήθηκε από τον Δούκα της Νάξου Νικόλαο Σανούδο στην οικογένεια Gozzadini, η οποία είχε καταγωγή από την Μπολόνια. Το γεγονός ότι η καταγωγή τους ήταν από αυτήν την ιταλική πόλη και όχι από τη Βενετία, η οποία ήταν σε πόλεμο με την Οθωμανική αυτοκρατορία, σε συνδυασμό με την ισχύ της άμυνας του κάστρου επέτρεψε στην οικογένεια των Γοζαδίνων να διατηρήσει στην κατοχή της το καστέλι για μεγάλη περίοδο ακόμη και κατά τη διάρκεια της κατοχής της υπόλοιπης Σαντορίνης από τους Τούρκους.[44] Τελικά πέρασε στα χέρια των Τούρκων μόλις το 1617.
Ο Μπάλος ή Πάλος είναι μικρός όρμος στα βορειοδυτικά του χωριού του Ακρωτηρίου. Σύμφωνα με την παράδοση, ονομάζεται έτσι γιατί "εκεί οι κοπέλες χόρευαν Μπάλο".[45] Τον 19ο αιώνα ήταν το λιμάνι με το οποίο διακινούνταν τα προϊόντα της περιοχής. Σήμερα η πρόσβαση γίνεται με δυσκολία, κυρίως λόγω της μη συντήρησης του διαμορφωμένου μονοπατιού. Πάνω στα βράχια, δίπλα στο λιμανάκι, υπάρχει το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου. Στη θέση αυτή υπάρχουν παλιά κτίρια που πιθανότατα χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες και υπόσκαφες κατοικίες. Κατά την περίοδο της κατασκευής της Διώρυγας του Σουέζ, από τα γύρω τοιχώματα της καλντέρας γινόταν εξόρυξη θηραϊκής γης. Εκεί είχε διενεργήσει ανασκαφές η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και είχε καταγραφεί η εύρεση προϊστορικού κτιρίου, η θέση του οποίου σήμερα δεν είναι γνωστή. Στην περιοχή του Μπάλου υπάρχει και το υπόσκαφο παρεκκλήσι των Εισοδίων της Θεοτόκου, που είναι γνωστό και ως Παναγιά του (Μ)Πάλου, στο οποίο η πρόσβαση είναι πολύ πιο εύκολη μέσω ενός τσιμεντοστρωμένου μονοπατιού. Παλιότερα, σε σπηλιές στα τοιχώματα της καλντέρας ζούσαν μοναχές. Κεντρική σπηλιά αποτελούσε υπόσκαφο ναό της Αγίας Τριάδας. Η παράδοση της περιοχής θέλει να υπάρχουν στις σπηλιές αυτές σήραγγες διαφυγής, οι οποίες προστάτευαν τις μοναχές σε περίπτωση επιδρομής.
Το Ακρωτήρι βρίσκεται ακριβώς στον άξονα του θαλάσσιου δρόμου Πειραιά - Αλεξάνδρεια και φέρει φάρο, ο οποίος είναι ένας από τους καλύτερους του ελληνικού δικτύου. Βρίσκεται σε απόσταση 18 χιλιομέτρων από τα Φηρά σε υψόμετρο 58 μέτρων και οι γεωγραφικές του συντεταγμένες είναι: Γεωγραφικό Πλάτος 36ο 21' 05" Βόρειο και Γεωγραφικό Μήκος 25ο 21' 05" Ανατολικό.
Ο φάρος κτίσθηκε το 1892, κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί, από τη Γαλλική εταιρεία La Société Collas et Michel. Αρχικά δούλευε με πετρέλαιο και η ακτινοβολία του ήταν 23 ναυτικά μίλια. Ανακαινίστηκε το 1925. Η λειτουργία του διακόπηκε κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και άρχισε να ξαναλειτουργεί το 1945. Κατά την περίοδο αυτή εξέπεμπε μία λάμψη κάθε 30 δευτερόλεπτα, η οποία ήταν ορατή μέχρι και 25 ναυτικά μίλια, ενώ λειτουργούσε με προσωπικό τεσσάρων αντρών. To 1983 ηλεκτροδοτήθηκε, ενώ το 1988 έγινε πλήρως αυτοματοποιημένος και έκτοτε συνεχίζει να αποδίδει τη μέγιστη φωτοβολία. Σήμερα έχει ακτινοβολία 24 ναυτικά μίλια.
Στα νότια του φάρου βρίσκεται καλό αγκυροβόλιο καταφυγής για βόρειους ανέμους, το οποίο οι ντόπιοι το αποκαλούν Λιμνιονάρι (Ακρωτηριανοί) ή Λιμανάρι (Εμπορειανοί).
Η πιο γνωστή παραλία στο Ακρωτήρι είναι η Κόκκινη παραλία. Βρίσκεται σχετικά κοντά στον χώρο των ανασκαφών, αλλά η πρόσβαση γίνεται μόνο με τα πόδια. Χρωστάει το όνομά της στα κόκκινα βράχια τα οποία χαρακτηρίζουν το τοπίο.
Τα Μέσα Πηγάδια είναι παραθαλάσσια τοποθεσία στη νότια πλευρά του Ακρωτηρίου. Η πρόσβαση γίνεται μέσω χωματόδρομου, η αρχή του οποίου βρίσκεται σε απόσταση 16 χιλιομέτρων από τα Φηρά.
Η Άσπρη Παραλία, πρόσβαση στην οποία υπάρχει μόνο από τη θάλασσα.
Η παραλία Αλμυρά βρίσκεται σε κοντινή απόσταση.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.