Τόγκο
χώρα της Αφρικής From Wikipedia, the free encyclopedia
χώρα της Αφρικής From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Τόγκο (γαλλικά: Togo), με την επίσημη ονομασία Δημοκρατία του Τόγκο (République Togolaise), είναι χώρα της δυτικής Αφρικής, που συνορεύει με την Γκάνα στα δυτικά, με το Μπενίν ανατολικά και την Μπουρκίνα Φάσο βόρεια. Στον νότο βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας. Πρωτεύουσά του είναι η Λομέ, ενώ έχει συνολική επιφάνεια 56.785 τ.χλμ. και πληθυσμό 8.095.498 κατοίκων, σύμφωνα με την απογραφή του 2022.[1]
Δημοκρατία του Τόγκο
République Togolaise | |||
---|---|---|---|
| |||
και μεγαλύτερη πόλη | Λομέ 6°07′55″N 1°13′22″E | ||
Γαλλικά | |||
Ημιπροεδρικό σύστημα | |||
Φωρ Γκνασινγκμπέ Βικτουάρ Τομεγκά Ντογκμπέ | |||
Ανεξαρτησία Από τη Γαλλία Ισχύον Σύνταγμα | 27 Απριλίου 1960 27 Σεπτεμβρίου 1992 (με δημοψήφισμα) | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα Ακτογραμμή | 56.785 km2 (125η) 4,2 1.647 km 56 km | ||
Πληθυσμός • Απογραφή 2022 • Πυκνότητα | 8.095.498[1] (102η) 142,6 κατ./km2 (87η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2018) • Κατά κεφαλή | 12,433 δισ. $[2] (150η) 1.468 $[2] | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2018) • Κατά κεφαλή | 4,797 δισ. $[2] 621 $[2] | ||
ΔΑΑ (2021) | 0,539[3] (162η) – χαμηλός | ||
Νόμισμα | Φράγκο CFA Δυτικής Αφρικής (XOF) | ||
GMT (UTC +0) | |||
Internet TLD | .tg | ||
Οδηγούν στα | δεξιά | ||
Κωδικός κλήσης | +228 |
Νόμισμα του Τόγκο είναι το Φράγκο CFA Δυτικής Αφρικής ενώ στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε ως νόμισμα το γαλλικό φράγκο αλλά και το φράγκο του Τόγκο. Γλώσσα του Τόγκο είναι τα Γαλλικά.
Το τοπωνύμιο «Τόγκο», σύμφωνα με μια εκδοχή, προέρχεται από τη γλώσσα έουε, Που σημαίνει «η περιοχή στην άλλη πλευρά της λιμνοθάλασσας».[4] Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, το όνομα της χώρας προέρχεται από το υδρώνυμο.[5] Το 1905 η γερμανική αποικία στην περιοχή έγινε γνωστή ως Τογκολάνδη, ενώ κατά το 1960, η χώρα έγινε γνωστή ως «Τογκολέζικη δημοκρατία».
Ήταν γερμανικό προτεκτοράτο από τον Ιούλιο του 1884 υπό την ονομασία Τόγκολαντ. Από τον Αύγουστο του 1914 το Τόγκο περιήλθε υπό τις αγγλογαλλικές δυνάμεις μέχρι τις 20 Ιουλίου 1922 όποτε η βρετανική περιοχή αποδόθηκε στην Γκάνα.
Το 1958, ο Σιλβάνους Ολίμπιο, ένας Έουε από τον νότο, κέρδισε τις πρώτες γενικές εκλογές. Στις 27 Απριλίου 1960, με τη διακήρυξη ανεξαρτησίας από τη Γαλλία, έγινε ο πρώτος Πρόεδρος του Τόγκο. Ο Ολίμπιο δολοφονήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1963 σε εξέγερση από αξιωματικούς. Ακολούθησε μια ασταθής πολυκομματική κυβέρνηση υπό τον Πρόεδρο Γκρυνιτσκί. Από τις 13 Ιανουαρίου 1967 έως τις αρχές Φεβρουαρίου 2005, ο Πρόεδρος Γκανσινγκμπέ Εγισντεμά κυβέρνησε τη χώρα. Ανήκε στην εθνότητα των Καμπιγιέ από τον βορρά. Οι διώξεις και οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν οδηγήσει πολλούς να φύγουν από τη χώρα.
Μετά τον θάνατο του Εγιαντεμά στις 5 Φεβρουαρίου 2005, ο στρατός της χώρας διόρισε πρόεδρο τον γιο του, Φωρέ Γκνασινγκμπέ, ο οποίος μέχρι τότε ήταν υπουργός τηλεπικοινωνιών. Η Αφρικανική Ένωση έκανε λόγο για αντισυνταγματικό στρατιωτικό πραξικόπημα. Η Οικονομική Κοινότητα της Δυτικής Αφρικής ανέστειλε την ένταξη του Τόγκο στον οργανισμό στις 19 Φεβρουαρίου ως απάντηση στην αντισυνταγματική κατάληψη της εξουσίας. Εκτός από άλλες κυρώσεις, η Οικονομική Κοινότητα επέβαλε και εμπάργκο όπλων.
Στις 25 Φεβρουαρίου, ο Φωρέ Γκνασινγκμπέ παραιτήθηκε λόγω της πίεσης της διεθνούς κοινότητας και της αντιπολίτευσης. Η οικονομική κοινότητα της Δυτικής Αφρικής ανακάλεσε τις κυρώσεις. Ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου, Αμπάς Μπονφό, έγινε πρόεδρος του Τόγκο σε προσωρινή βάση. Ο νέος αρχηγός κράτους πρέπει να εκλεγεί εντός 2 μηνών σύμφωνα με το σύνταγμα, κάτι που συνέβη στις 24 Απριλίου.
Ωστόσο, η αντιπολίτευση (με επικεφαλής τον 74χρονο Εμανυέλ Μπομπ-Ακιτανί) προειδοποίησε για οργανωμένη νοθεία πριν από την ημέρα των εκλογών και ως εκ τούτου κήρυξε άκυρες τις εκλογές στις 23 Απριλίου. Υπήρχαν αναφορές για παρατυπίες κατά την έκδοση των ψηφοδελτίων. Οι διεθνείς εκλογικοί παρατηρητές ανέφεραν επίσης τεράστιες παρατυπίες. Κάλπες καταστράφηκαν, στους εκλογικούς παρατηρητές δεν επετράπη η επιθεώρηση των εκλογών και σημειώθηκαν πολλές άλλες παρατυπίες.
Στις 26 Απριλίου, ο Φωρέ ανακηρύχθηκε νικητής των εκλογών με 60,22% των ψήφων. Ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης Μπομπ-Ακιτάνί δήλωσε επίσης νικητής των εκλογών και δεν αναγνώρισε το εκλογικό αποτέλεσμα. Ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Γκιλκρίστ Ολίμπιο, ο οποίος δεν του επετράπη να θέσει υποψηφιότητα, προέβαλε και αυτός καταγγελίες για εκλογική απάτη. Κατά τη διάρκεια των εκλογών, εκλάπησαν αρκετές κάλπες με ψηφοδέλτια και διώχθηκαν οι ψηφοφόροι της αντιπολίτευσης. Τις επόμενες ημέρες μετά τις εκλογές, υπήρξαν οδομαχίες με έως και 500 νεκρούς και πολυάριθμους τραυματίες, σύμφωνα με στοιχεία που αναφέρθηκαν στο παγκόσμιο κοινό. Ανεπιβεβαίωτες αναφορές αναφέρουν ότι στο νότιο Τόγκο έγιναν σφαγές στην ύπαιθρο πριν από τις εκλογές. Περίπου 35.000 άνθρωποι από το νότιο Τόγκο διέφυγαν τις επόμενες εβδομάδες, κυρίως στις γειτονικές χώρες Μπενίν και Γκάνα.
Στις 10 Ιουνίου 2005, ο πρόεδρος Γκνασινγκμπέ, ο οποίος δεν είχε ακόμη αναγνωριστεί από την ΕΕ λόγω της αμφιλεγόμενης διαδικασίας για την εκλογή του, διόρισε πρωθυπουργό τον Εντέμ Κοτζό, ηγέτη του αντιπολιτευόμενου κόμματος, Πατριωτικό Παναφρικανικό Κόμμα. Ο Κοτζό ήταν πρωθυπουργός υπό τον πατέρα του Γκνάσινμπε από το 1994 έως το 1996 και από το 1978 έως το 1984 ήταν γενικός γραμματέας του τότε Οργανισμού για την Αφρικανική Ενότητα, τώρα Αφρικανική Ένωση. Πριν από τις εκλογές, ο Κοτζό είχε προτείνει τη σύσταση Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης με βάση το μοντέλο της Νοτίου Αφρικής.
Στις βουλευτικές εκλογές του 2007 για πρώτη φορά έλαβαν μέρος όλα τα κόμματα (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Αντιπολίτευσης) και δεν σημειώθηκαν σοβαρά επεισόδια. Το κυβερνών κόμμα Συναγερμός για τον Λαό του Τόγκο (RPT) κέρδισε τις περισσότερες έδρες στις εκλογές, εξασφαλίζοντας 50 έδρες επί συνόλου 81 στο Κοινοβούλιο, έναντι 21 για την Αντιπολίτευση. Το κόμμα CAR κέρδισε 4 έδρες.[6]
Τον Ιούνιο του 2022 η χώρα έγινε μέλος της Κοινοπολιτείας των Εθνών.
Το Τόγκο έχει έκταση ίση με 56.785 τ.χλμ. και είναι μία από τις μικρότερες χώρες της Αφρικής. Βρέχεται από τον όρμο του Μπενίν στα βόρεια. Συνορεύει με την Γκάνα στα δυτικά, με το Μπενίν στα ανατολικά και με την Μπουρκίνα Φάσο στον βορρά. Το Τόγκο βρίσκεται κυρίως μεταξύ έκτου και ενδέκατου βόρειου παράλληλου, αλλά και μεταξύ του μεσημβρινού του Γκρίνουιτς και του 2ου ανατολικού μεσημβρινού.
Η ακτή του Τόγκο στον κόλπο της Γουινέας έχει μήκος 56 χιλιομέτρων και αποτελείται από λιμνοθάλασσες με αμμώδεις παραλίες. Στα βόρεια, η γη χαρακτηρίζεται από μια ήπια κυλιόμενη σαβάνα σε αντίθεση με το κέντρο της χώρας, το οποίο χαρακτηρίζεται από λόφους. Το νότιο Τόγκο χαρακτηρίζονται από σαβάνες και δασώδη οροπέδιο, τα οποία ενώνονται με την παράκτια πεδιάδα του Τόγκο, γνωστή για τις εκτεταμένες λιμνοθάλασσες και έλη.
Το ψηλότερο όρος της χώρας είναι το όρος Αγκού σε υψόμετρο 986 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ο μακρύτερος ποταμός του Τόγκο είναι ο Μονό, με μήκος 400 χιλιομέτρων, και κατεύθυνση από βορρά προς νότο.
Το κλίμα είναι γενικά τροπικό.[7] Η μέση θερμοκρασία στις ακτές φτάνει τους 23 °C, ενώ στο βόρειο άκρο της χώρας η μέση θερμοκρασία είναι επτά βαθμούς υψηλότερη. Στα νότια, υπάρχουν δύο εποχές των βροχών (η πρώτη μεταξύ Απριλίου και Ιουλίου και η δεύτερη μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου), παρόλο που η μέση βροχόπτωση δεν είναι πολύ υψηλή.
Το Τόγκο απαρτίζεται από τις οικοπεριφέρειες: τα δάση της Ανατολικής Γουινέας, το μωσαϊκό δάσος-σαβάνας του κόλπου της Γουινέας και τη σαβάνα του Δυτικού Σουδάν.[8] Οι ακτές του Τόγκο χαρακτηρίζονται από έλη και μαγκρόβια δάση. Η υψηλή άνοδος του πληθυσμού οδηγεί σε εκτεταμένη αποψίλωση των δασών, θέτοντας τη ζωή πολλών ειδών σε κίνδυνο. Το 2019 η χώρα είχε μέσο βαθμό 5,88 στα 10 στον Δείκτη Ακεραιότητας του Δασικού Τοπίου (92η παγκοσμίως σε σύνολο 172 χωρών).[9]
Υπάρχουν τουλάχιστον πέντε εθνικό πάρκα και καταφύγια: το καταφύγιο πανίδας Αμπντουλαγιέ, το εθνικό πάρκο Φαζάο Μαλφακάσα, το εθνικό πάρκο Φος ω Λιόν, το Κουταμακού[10] και το εθνικό πάρκο Κεράν. Ένας επισκέπτης στα εθνικά πάρκα της χώρας θα αντικρίσει πολλές καμηλοπαρδάλεις, βουβάλια του ακρωτηρίου, ύαινες και λιοντάρια. Λίγοι ελέφαντες ζουν στη χώρα. Στη χώρα ζουν πολλά πουλιά, όπως οι πελαργοί και οι γερανοί.
Αρχηγός Κράτους είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος εκλέγεται από τον λαό. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από την Εθνοσυνέλευση, της οποίας τα μέλη εκλέγονται επίσης από τον λαό κάθε πέντε χρόνια. Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω.[11]
Το Τόγκο είναι μια γεωργική χώρα με τροπικό κλίμα, εξαρτώμενο από τη βροχή. Σχεδόν τα δύο τρίτα του εργατικού δυναμικού εργάζονται στη γεωργία. Στο Τόγκο καλλιεργούνται γιαμ, μανιόκα, καλαμπόκι, κεχρί, φιστίκια και σόργο.
Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) του Τόγκο ανήλθε σε 3.734 εκατομμύρια ευρώ το 2015. Το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν ήταν 520 ευρώ την ίδια χρονιά, μια από τις χαμηλότερες επιδόσεις στον κόσμο.[12] Το 2015 το Τόγκο είχε πληθωρισμό ύψους 1,9% το 2015. Το Τόγκο γνώρισε σημαντική οικονομική άνθηση τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, η φτώχεια στη χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο. Περίπου το 40% του πληθυσμού του Τόγκο ζει με λιγότερα από 1,25 δολάρια ΗΠΑ και περίπου το 70% λιγότερα από 2 δολάρια ΗΠΑ την ημέρα. Το ποσοστό ανεργίας ήταν 6,9% το 2016, αλλά πολλές θέσεις εργασίας είναι άτυπες και η υποαπασχόληση είναι διαδεδομένη στη χώρα. Ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων εκτιμάται σε 2,6 εκατομμύρια το 2017, εκ των οποίων το 49,2% αυτών είναι γυναίκες.[13][14] Το 2015, το 11,5% του πληθυσμού ήταν αντιμέτωπο με τον υποσιτισμό, από 30,4% το 2000.[15]
Η χώρα διαθέτει αποθέματα φωσφάτου, τα οποία εκμεταλλεύεται η Société Nouvelle des Phosphates du Togo. Η εξόρυξη φωσφάτου συνεισέφερε ένα 8,4% στο εθνικό ΑΕΠ το 1985, ποσοστό που μειώθηκε σε 2,2% το 2001. Η χώρα εισάγει βιομηχανικά προϊόντα, μηχανήματα, οχήματα, τρόφιμα και καύσιμα. Τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα είναι το φωσφορικό ασβέστιο, το επεξεργασμένο βαμβάκι (27%), ο καφές (10%), το τσάι και το κακάο.
Το Τόγκο προσπαθεί να δώσει περαιτέρω οικονομικά κίνητρα μέσω της δημιουργίας μιας ζώνης ελεύθερων συναλλαγών.
Το Τόγκο είναι μέλος του Διεθνούς Οργανισμού Κακάο.
Το 2016 ο κρατικός προϋπολογισμός το 2016 περιλάμβανε δαπάνες ισοδύναμες με 1,377 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, οι οποίες αντισταθμίστηκαν από έσοδα ισοδύναμα με 1,140 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, δημιουργώντας δημοσιονομικό έλλειμμα ύψους 5,3% του ΑΕΠ.[16] Το εθνικό χρέος της χώρας ήταν ίσο με το 79,1% του ΑΕΠ το 2016.[17]
Η απογραφή του Νοεμβρίου 2010 ανέφερε ότι στο Τόγκο ζούσαν 6.191.155 άτομα, πληθυσμός υπερδιπλάσιος από τους 2.719.567 κατοίκους το 1981. Ο πληθυσμός της Λομέ, της πρωτεύουσας, αυξήθηκε από 375.499 κατοίκους το 1981 σε 837.437 το 2010. Προσθέτοντας τις αστικές περιοχές του κοντινού νομού Γκολφ, η αστική περιοχή της Λομέ περιείχε 1.477.660 κατοίκους το 2010.[18][19]
Πέρα από τη Λομέ, στις άλλες μεγάλες πόλεις περιλαμβάνονται οι παρακάτω πόλεις (ο πληθυσμός σε παρένθεση): Σοκοντέ (95.070), Καρά (94.878), Κπαλιμέ (75.084), Ατακπαμέ (69.261), Νταπαόνγκ (58.071) και Τσεβιέ (54.474). Με εκτιμώμενο πληθυσμό 7.889.093 κατοίκων το 2016, το Τόγκο είναι η 107η πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού (65%) ζει σε χωριά και ασχολείται με τη γεωργία ή την κτηνοτροφία. Ο πληθυσμός του Τόγκο παρουσιάζει ισχυρή αύξηση: από το 1961 (έτος μετά την ανεξαρτησία) έως το 2003 πενταπλασιάστηκε.[18][19]
Στο Τόγκο, συνυπάρχουν περίπου 40 διαφορετικές εθνότητες, εκ των οποίων πολυπληθέστεροι είναι οι Έουε που καταλαμβάνουν το 32% του πληθυσμού και ζουν στον νότο. Κατά μήκος της νότιας ακτογραμμής, αντιπροσωπεύουν το 21% του πληθυσμού. Στον βορρά ζουν οι Κοτοκολί και οι Καμπιγιέ, οι οποίοι αποτελούν το 22% του πληθυσμού της χώρας. Οι Ουατσί αποτελούν το 14% του πληθυσμού. Μερικές φορές οι Ουατσί και οι Έουε συγκαταλέγονται ως μια εθνότητα, αλλά οι Γάλλοι που μελέτησαν και τις δύο ομάδες θεώρησαν ότι διαφέρουν μεταξύ τους.[20] Στο Τόγκο ζουν επίσης και άλλες εθνότητες (Μίνα, Μοσσί, Μόμπα, Μπασάρ, Τσοκοσί). Στη χώρα ζουν και κάποια άτομα ευρωπαϊκής και ινδικής καταγωγής, των οποίων το ποσοστό δεν ξεπερνά το 1%.
Σύμφωνα με έκθεση της αμερικάνικης κυβέρνησης για τις θρησκευτικές ελευθερίες το 2012, το 2004 το Πανεπιστήμιο της Λομέ υπολόγισε ότι το 33% του πληθυσμού ήταν παραδοσιακοί ανιμιστές, το 28% ήταν Ρωμαιοκαθολικοί, το 20% Σουνίτες Μουσουλμάνοι, το 9% Προτεστάντες και άλλο 5% ανήκαν σε άλλα χριστιανικά δόγματα. Ένα 5% περιλαμβάνει άτομα που δεν συνδέονται με καμία θρησκευτική ομάδα. Η έκθεση σημειώνει ότι πολλοί χριστιανοί και μουσουλμάνοι συνεχίζουν να εκτελούν θρησκευτικές πρακτικές της τοπικής θρησκείας.[22]
Το CIA World Factbook εν τω μεταξύ αναφέρει ότι το 44% του πληθυσμού είναι χριστιανοί, το 14% είναι μουσουλμάνοι και το υπόλοιπο 36% πιστεύουν σε τοπικές θρησκείες.[23]
Ο χριστιανισμός άρχισε να διαδίδεται από τα μέσα του 15ου αιώνα, μετά την άφιξη Πορτογάλων καθολικών ιεραποστόλων. Οι Γερμανοί εισήγαγαν τον προτεσταντισμό στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα όταν εκατό ιεραπόστολοι της Ιεραποστολικής Εταιρείας της Βρέμης εστάλησαν στις παραλιακές περιοχές του Τόγκο και της Γκάνας. Οι Προτεστάντες του Τόγκο ήταν γνωστοί ως "Μπρέμα", από μια παραφθορά της λέξης "Βρέμη". Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Γερμανοί ιεραπόστολοι αναγκάστηκαν να φύγουν, γεγονός που οδήγησε στην πρώιμη αυτονομία της Ευαγγελικής Εκκλησίας των Έουε.[24]
Το Τόγκο είναι μια πολύγλωσση χώρα. Σύμφωνα με τον Εθνολόγο, 39 διαφορετικές γλώσσες ομιλούνται στη χώρα, πολλές εκ των οποίων έχουν λιγότερους από 100.000 ομιλητές.[25] Από τις 39 γλώσσες που ομιλούνται στη χώρα, η μόνη επίσημη γλώσσα είναι η γαλλική.[26] Δύο ιθαγενείς γλώσσες της χώρας ονομάστηκαν εθνικές γλώσσες το 1975: η Έουε και η Καμπιγιέ.[26] Ταυτόχρονα, εξαιρουμένης της γαλλικής, είναι οι δύο περισσότερο ομιλούμενες γλώσσες.
Τα γαλλικά χρησιμοποιούνται στο εκπαιδευτικό σύστημα, στο κοινοβούλιο, στα ΜΜΕ, τη διοίκηση και το εμπόριο. Η Έουε είναι η καθομιλουμένη γλώσσα στον νότο. Η γλώσσα Τεμ λειτουργεί σε περιορισμένο βαθμό ως εμπορική γλώσσα σε ορισμένες πόλεις στο βόρειο Τόγκο.[27] Επίσημα, τα Έουε και τα Καμπιγιέ είναι "εθνικές γλώσσες": για τα δεδομένα του Τόγκο οι εθνικές γλώσσες είναι οι γλώσσες που προωθούνται στην επίσημη εκπαίδευση και χρησιμοποιούνται στα μέσα ενημέρωσης.
Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 64,3 χρόνια (61,5 χρόνια οι άνδρες και 67,2 οι γυναίκες).[28]
Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.
Το Τόγκο διαθέτει εξαετή υποχρεωτική εκπαίδευση.[29] Το 1996, το ακαθάριστο ποσοστό εγγραφής μαθητών σε δημοτικά σχολεία ήταν 119,6%,ενώ το καθαρό ποσοστό εγγραφής μαθητών στα δημοτικά σχολεία ήταν 81,3%.[29] Το 2011, το καθαρό ποσοστό εγγραφής μαθητών σε δημοτικά σχολεία ήταν 94%, ένα από τα καλύτερα ποσοστά σε όλη τη δυτική Αφρική. Το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας υποφέρει από ελλείψεις σε δασκάλους, χειρότερη ποιότητα εκπαίδευσης στα αγροτικά σχολεία, όπως επίσης και από υψηλά ποσοστά επανάληψης της ίδιας τάξης και εγκατάλειψης του σχολείου πριν την αποφοίτηση τους.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.