From Wikipedia, the free encyclopedia
Γενικά με τον όρο Πρώτη Γαλλοκρατία χαρακτηρίζεται το χρονικό διάστημα 1797-1799 όπου τα Επτάνησα πέρασαν υπό γαλλικό έλεγχο αποτελώντας στη συνέχεια γαλλικούς νομούς (départements). Η γαλλική κυριαρχία διήρκεσε μόλις 20 μήνες, μέχρις ότου οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν υπό την πίεση επιθέσεων των συνασπισμένων Ρώσων και Οθωμανών που σχημάτισαν ακολούθως, το 1800, την Επτάνησο Πολιτεία. Οι Γάλλοι επανήλθαν στα Επτάνησα κατά τη Δεύτερη Γαλλοκρατία, το 1807, η οποία διήρκεσε ως το 1814 στην Κέρκυρα, αν και τα υπόλοιπα νησιά είχαν καταληφθεί από τους Βρετανούς το 1809-10.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται. |
Είναι γεγονός πως την ίδια εποχή που διαδραματιζόταν η Γαλλική Επανάσταση, η Βενετία ήδη είχε αρχίσει να παρακμάζει. Κύριος λόγος αυτής της παρακμής της άλλοτε παντοδυναμίας της ήταν η ανακάλυψη των νέων θαλάσσιων οδών με συνέπεια τη μεταφορά του κύριου βάρους του θαλάσσιου εμπορίου εκτός της Μεσογείου, στον Ατλαντικό. Ταυτόχρονα οι άλλοτε κτήσεις της στην ανατολική κυρίως Μεσόγειο πέρναγαν η μία μετά την άλλη στη δικαιοδοσία του Σουλτάνου, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έτσι τα μόνα ουσιαστικά νησιά που της είχαν απομείνει στην περιοχή της Βαλκανικής ήταν τα Επτάνησα καθώς και οι παράλιες περιοχές "κοντινέντε" της Ηπείρου[1]. Αλλά και εδώ οι συνθήκες δεν ήταν και τόσο ευοίωνες. Η δυσφορία του λαού των νήσων αυτών κατά των Ενετών συνεχώς αυξανόταν, κυρίως από τη βαριά φορολογία που είχε επιβληθεί, προκειμένου να καλύπτονται τα δημόσια λειτουργικά έξοδα της Βενετίας, με συνέπεια τα οράματα της επανάστασης των Γάλλων να βρίσκουν θετικό έδαφος.
Έτσι όταν ξέσπασε ο Γαλλο-αυστριακός πόλεμος, το 1796, όπου η βόρεια Ιταλία μετατράπηκε σε πεδίο μαχών, και μπροστά στις νικηφόρες προελάσεις των στρατευμάτων του Ναπολέοντα, η Βενετία άρχισε να κλονίζεται. Μάλιστα μετά και τη συνομολόγηση της Συνθήκης ειρήνης Λεόμπεν μεταξύ των εμπολέμων, ο Δόγης Λουδοβίκος Μανίν αναγκάσθηκε να παραιτηθεί και το "Μέγα Συμβούλιο", που είχε συγκληθεί από τον ίδιο, με ψήφισμά του στις 12 Μαΐου του 1797 αποφάσισε την αυτο-κατάργηση της "Γαληνοτάτης Δημοκρατίας" και τη δημιουργία ενός προσωρινού "Δημαρχείου" υπό την προστασία των Γαλλικών στρατευμάτων, (μια συγκαλυμμένης μορφής υποταγή). Αυτό όμως δεν εμπόδισε τελικά τα γαλλικά στρατεύματα με το πρόσχημα της αναταραχής στην Ίστρια να εισέλθουν και να καταλάβουν τη Βενετία τέσσερις ημέρες μετά.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Ναπολέων συνέχισε την προέλασή του στις ενετικές κτήσεις στέλνοντας τον στρατηγό του Ζεντιγύ με 1500 Γάλλους και 600 Ενετούς να καταλάβει τα Επτάνησα. Μάλιστα το ενδιαφέρον του για την κατάληψη (και όχι την αυτοδιάθεση) διαφαίνεται χαρακτηριστικά από μία επιστολή του προς τον Ζεντιγύ:
Έτσι στις 29 Ιουνίου του 1797 τα γαλλικά στρατεύματα του Ζεντιγύ αποβιβάζονται στον λιμένα της Κέρκυρας, δίνοντας έτσι τέλος στην από του έτους 1386 Ενετοκρατία των Επτανήσων. Στην αποβάθρα του λιμένα όπου είχε συγκεντρωθεί ένα έξαλλο από ενθουσιασμό πλήθος, ο γέρος πρωτοπαπάς (= Επίσκοπος)[2] Χαλκιόπουλος Μάντζαρος, ως εκπρόσωπος των Επτανησίων, υποδέχθηκε τον στρατηγό προσφέροντάς του ένα αντίτυπο της "Οδύσσειας" του Ομήρου λέγοντας:
Αμέσως μετά ο Ζεντιγί, ακολουθώντας τις εντολές του Βοναπάρτη, εξέδωσε προκήρυξη προς όλους τους Επτανήσιους με την οποία προσδιόριζε ότι σκόπευε να εγκαθιδρύσει καθεστώς παρόμοιο με της Γαλλίας πλην όμως ότι όλοι οι κάτοικοι θα πρέπει προηγουμένως να επιδείξουν υπακοή και τη διατήρηση της τάξης, υποσχόμενος μεταξύ άλλων ότι:
"θα καταστήσει τις νήσους ελευθερες και θα συντελέσει όπως αναφανούν αμέσως σ΄αυτές οι αρετές των Μιλτιάδων και των Θεμιστοκλέων, η δε Ελλάς θέλει ανέλθει εις την αρχαία αυτής περιωπή και δόξα"[3].
Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι και η προκήρυξη που εξέδωσε ο διοικητής της Σάντα Μάουρα (= Λευκάδας) Ρουαγιέ αμέσως μετά την εγκατάστασή του στη νήσο, η οποία βρέθηκε στο ιστορικό αρχείο της Λευκάδας, στην οποία τονίζονται μεταξύ άλλων, (σε μονοτονική απόδοση):
Ο υπέρμετρος εκείνος ενθουσιασμός και οι αντιδράσεις που ακολούθησαν εκ μέρους των Επτανησίων αμέσως μετά την άφιξη των γαλλικών στρατευμάτων με την έντονη επιθυμία την προσάρτησή τους στη Γαλλία, για την οποία είχε εργαστεί από μακρού και ο Ρήγας Φεραίος[4] εξηγείται όχι τόσο από τον θαυμασμό που μπορεί να έτρεφαν προς τα επιτεύγματα των Γάλλων όσο από τον φόβο μιας επικείμενης πλέον επέμβασης του Οθωμανικού στόλου, μετά την κατάλυση της Βενετίας, όπου τα Επτάνησα θα παρέμεναν χωρίς προστασία. Η δε επίδραση της άφιξης των Γάλλων κυριολεκτικά άλλαξε την καθημερινή ζωή των νησιωτών αυτών που έσπευδαν να μιμηθούν εκείνους, ακόμα και σε έκτροπα που είχαν σημειωθεί στο Παρίσι, κατά τη Γαλλική Επανάσταση.
Έτσι σε κάθε κεντρική πλατεία άρχισαν οι Επτανήσιοι να φυτεύουν το "δένδρο της ελευθερίας" (σημ. της νέας υποταγής!) που ήταν ένα πλατάνι, μαζί με το συμβολικό "δένδρο της Δημοκρατίας" ένα τρίχρωμο ιστό με τα χρώματα της γαλλικής σημαίας, στην κορυφή του οποίου φέρονταν ο χαρακτηριστικός σκούφος των Ιακωβίνων. Σε πολλές των περιπτώσεων αντί ξεχωριστού ιστού στολίζονταν ομοίως ένα από τα υψηλότερα κλαριά του πλατάνου. Παράλληλα οι κάτοικοι έτρεχαν στις οικίες και μάζευαν περούκες, στολές της ενετοκρατίας, οικόσημα, περγαμηνές με τίτλους ευγενείας κ.λπ. τα οποία συγκέντρωναν με εκδηλώσεις στις πλατείες για να τα παραδώσουν στην πυρά μαζί με το λεγόμενο "Λίμπρο ντ΄ Όρο" που περιείχε τα γενεαλογικά δένδρα των εντοπίων ευγενών οικογενειών. Επιπρόσθετα υιοθέτησαν το γαλλικό "Επαναστατικό Ημερολόγιο" στα επίσημα έγγραφα που άρχισαν να χρονολογούνται με ημερομηνία "1ο έτος της Ελευθερίας" καθιερώνοντας και ημέρα εθνικής εορτής την "4η Αυγούστου".
Η νέα αυτή τάξη πραγμάτων γιορτάζονταν σ΄ όλα τα Επτάνησα με συνεχείς διοργανώσεις κοινών συμποσίων στα οποία οι Επτανήσιοι τραγουδούσαν τη "Μασσαλιώτιδα" και το επαναστατικό γαλλικό τραγούδι, την "Καρμανιόλα", με ελληνικούς στίχους[5]. Πολλοί και σπουδαίοι τότε επτανήσιοι ποιητές αφιέρωναν σειρές ποιημάτων στους Γάλλους κατακτητές, στον Ναπολέοντα, τον στρατηγό Ζεντιγύ και στην "ένδοξη Γαλλία", μεταξύ των οποίων ήταν ο Θωμάς Δανελάκης, ο Μαρτέλαος καθώς επίσης (αργότερα όμως) και οι Ανδρέας Κάλβος και Διονύσιος Σολωμός.
Δείγμα τέτοιων ποιημάτων είναι οι ακόλουθοι στίχοι του Μαρτελάου από τον "Ύμνο προς τη Γαλλία" (στίχοι 1 και 3) για τον Βοναπάρτη (στίχος 28) και τον στρατηγό Γεντίλλη όπως τον αναφέρει (στίχος 33):
Οι Γάλλοι προσπάθησαν αρχικά να οργανώσουν τη διοίκηση των Επτανήσων κατά τα δικά τους επαναστατικά προτυπα.
Σε όλα τα νησιά δημιουργήθηκαν προσωρινά "Δημαρχεία" που το καθένα συγκροτούνταν από 24 εκλεγμένους των επιφανέστερων πολιτών που αντιπροσώπευαν όλες τις τάξεις και τα θρησκεύματα (18 ορθόδοξοι, 4 καθολικοί και 2 Εβραίοι). Έτσι συγκροτήθηκε μία προσωρινή κυβέρνηση με 8 τμήματα, τα λεγόμενα: Κοινής Σωτηρίας, Δημόσιας Υγείας, Οικονομικών, Τεχνών και Εμπορίου, Προσόδων, Αστυνομίας, Εκπαίδευσης και τέλος Στρατιωτικών. Σημαντικότερο αυτών ήταν το πρώτο που είχε επιφορτισθεί τη λήψη μέτρων και δίωξη δημαγωγών και υποκινητών στάσεων κατά του νέου καθεστώτος.
Καθένα απ΄ αυτά τα τμήματα ασκούσε εκτελεστική εξουσία, μελετούσε νομοσχέδια και ζητούσε την κύρωσή τους από τη λαϊκή αντιπροσωπεία που αποτελούσε το κυρίαρχο όργανο. Όλοι οι υπάλληλοι διορίζονταν από το Δημαρχείο ενώ όλα τα εκκλησιαστικά θέματα συνέχισαν να τα διαχειρίζονται οι τοπικοί αρχηγοί των δύο κλήρων (Ορθόδοξου και Λατινικού). Οι συνεδριάσεις των Δημαρχείων ήταν δημόσιες στις οποίες επιτρέπονταν η παρουσία μέχρι 40 πολιτών που μπορούσε καθένας εξ αυτών να λάβει τον λόγο πάντα κατόπιν αδείας του Προέδρου.
Στις 7 Νοεμβρίου του 1797, με απόφαση του Βοναπάρτη, τα Επτάνησα διαιρέθηκαν σε τρεις νομούς, λαμβάνοντας την επίσημη ονομασία «Départements français de Grèce» («Γαλλικοί νομοί της Ελλάδας»), οι οποίοι και ήταν:
Καθένας απ΄ αυτούς τους νομούς ήταν αυτοτελής, διαιρείτο σε δήμους και μπορούσε να εκπροσωπείται στη Γαλλική βουλή από έναν εκπρόσωπο. Επίσης στο καθένα νομό έδρευε μία Κεντρική Διοίκηση με 12 τμήματα. Και οι τρεις αυτοί νομοί βρίσκονταν υπό έναν γενικό επίτροπο που είχε έδρα στην Κέρκυρα, ο οποίος και διόριζε τους υπαλλήλους και δικαστές μετά από σύμφωνη γνώμη - πρόταση των Κεντρικών Διοικήσεων. Ο γενικός επίτροπος ορίζονταν από τον Βοναπάρτη. Στη διάρκεια της Γαλλοκρατίας των Επτανήσων διετέλεσαν τρεις γενικοί επίτροποι.
Στα Επτάνησα ιδρύθηκαν ένα Ειρηνοδικείο με τρεις ειρηνοδίκες για κάθε πόλη, τρεις για τα προάστια και τρεις για την ύπαιθρο καθώς και δύο Πρωτοδικεία, με τρεις δικαστές το καθένα, και ένα Εφετείο με 9 δικαστές και 1 αναπληρωματικό. Τους δικαστές αυτούς σε περίπτωση κωλύματος τους αντικαθιστούσαν οι Ειρηνοδίκες.
Επίσης δημιουργήθηκαν και ποινικά δικαστήρια 2 Πρωτοδικεία ένα για πταίσματα και ένα για σοβαρά πλημμελήματα και εγκλήματα και ένα ποινικό εφετείο παρόμοιο με Αναθεωρητικό Δικαστήριο. Οι δικαστές εκλέγονταν από τα Δημαρχεία τα οποία και διατηρούσαν μόνο αυτά το δικαίωμα της απονομής χάριτος.
Ενδιαφέρον επέδειξαν οι Γάλλοι και για τη βελτίωση της εκπαίδευσης στα Επτάνησα. Δημιούργησαν μια μεγάλη βιβλιοθήκη με περισσότερα από 4.000 συγγράμματα και συλλογές βιβλίων που προήλθαν κυρίως από μοναστήρια της Καθολικής Εκκλησίας που έσπευσε να βοηθήσει στο έργο. Τότε ιδρύθηκε και το πρώτο "Προκαταρκτικό Σχολείο" που διδάσκονταν αριθμητική, γλώσσα (ελληνική και γαλλική) και ομοίως γραφή, καθώς επίσης και στρατιωτικές γνώσεις σε πεζικές ασκήσεις και πυροβολική.
Την ίδια αυτή εποχή στήθηκε στην Κέρκυρα και το πρώτο τυπογραφείο στον ελλαδικό χώρο.
Παρά τις προσπάθειες των Γάλλων για εκσυγχρονισμό των δομών της δημόσιας διοίκησης των Επτανήσων, οι Έλληνες κάτοικοι αρνήθηκαν να συνεργαστούν.
Ο αρχικός ενθουσιασμός των κατοίκων μετατράπηκε ωστόσο πολύ γρήγορα σε έντονη δυσφορία εναντίον των Γάλλων. Κύρια αιτία αυτής της μεταστροφής ήταν η νέα οικονομική αφαίμαξη, πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των Ενετών, που υπέστησαν οι κάτοικοι από τους Γάλλους, όταν οι τελευταίοι αποφάσισαν να στηριχθούν οικονομικά από τους εγχώριους οικονομικούς πόρους. Οι νέοι δασμοί και οι φόροι που επιβλήθηκαν στο σιτάρι και σε εξαγώγιμα προϊόντα πολλές φορές εισπράττονταν με αντιλαϊκά μέτρα. Επίσης άρχισε να γενικεύεται το φαινόμενο οι Γάλλοι να συνάπτουν δάνεια με τους τοπικούς εμπόρους τα οποία και δεν επέστρεφαν ποτέ. Εκείνο όμως που ενόχλησε ιδιαίτερα τους κατοίκους ήταν η περιφρόνηση που έδειχναν οι Γάλλοι στους θεσμούς, τη θρησκεία και τις παραδόσεις τους.
Οι Επτανήσιοι, προ αυτής της νέας κατάστασης, εκτός από τις ανεπίσημες αλλά γενικευμένες δημόσιες εκφράσεις δυσφορίας των άρχισαν να συγκροτούν πολιτικούς συλλόγους για τη διάδοση νέων ιδεών ενάντια στην όποια προοπτική παραμονής των Γάλλων στα Επτάνησα. Τέτοιοι σύλλογοι δημιουργήθηκαν σχεδόν σε όλα τα νησιά που έφεραν τις ονομασίες "Συνταγματική Λέσχη" ή "Πατριωτική Εταιρεία". Οι διαμαρτυρίες όμως αυτών των συλλόγων δεν εισακούσθηκαν ποτέ από τους Γάλλους. Άρχισαν όμως να γίνονται αντιληπτές από τους Ρώσους και τους Άγγλους. Σε σύντομο σχετικά διάστημα άρχισε ν΄ αναπτύσσεται στα Επτάνησα ένα επικίνδυνο αντιγαλλικό πνεύμα που ανάγκασε τον στρατηγό Ζεντιγύ ν΄ αρχίσει τις περιοδείες στα νησιά προσπαθώντας με κάποιους πειστικούς (κατά τον ίδιον ) λόγους να επαναφέρει τον αρχικό ενθουσιασμό δηλώνοντας:
Παρά ταύτα η παρουσία του στα νησιά επέφερε κάποια σχετική ηρεμία, πλην όμως κάποιες άλλες Μεγάλες Δυνάμεις μεταξύ των οποίων και η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισαν έντονες διπλωματικές συναντήσεις και δραστηριότητες. Στον ελλαδικό χώρο τότε κυρίαρχη μορφή ήταν ο Αλή Πασάς που ανεξάρτητα των όσων του καταλογίζουν υπήρξε ένας σπουδαίος διπλωμάτης εκείνης της εποχής, του οποίου το πασαλίκι συνόρευε με τις ηπειρωτικές γαλλικές πλέον κτήσεις.
Η Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο (Campo Formio) που συνήφθη στις 17 Οκτωβρίου 1797 αφενός και η μετέπειτα (1798) εκστρατεία του Ναπολέοντα κατά της Μίσιρ (Αιγύπτου) και της Σουρίγια (Συρίας) αφετέρου, εξανάγκασαν πλέον τον Σουλτάνο Σελίμ Γ΄ να στρέψει τη συμμαχία του με τη Ρωσία. Ερχόμενος σε συνεννόηση με τον τότε Τσάρο Παύλο Α΄ αποφασίσθηκε η σύμπραξη των στόλων τους εναντίον των Γάλλων στη Μεσόγειο. Συνέπεια αυτών των συνεννοήσεων και διαβουλεύσεων ήταν η δημιουργία ρωσοτουρκικού στόλου που περιελάμβανε δέκα ρωσικά πλοία γραμμής που συνοδεύονταν από άλλα μικρότερα ρωσικά πλοία και περίπου τριάντα τουρκικά πλοία γραμμής και περισσότερο μεταγωγικά στα οποία επέβαιναν 8.000 Οθωμανοί αποτελώντας εκστρατευτικό σώμα. Τη διοίκηση - αρχηγία του στόλου αυτού που απέπλευσε από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό το Ιόνιο τον Σεπτέμβριο του 1798, ανέλαβε ο Ρώσος ναύαρχος Θεόδωρος Ουσακώφ με υπαρχηγό τον Αβδούλ Καδήρμπεη ή Καντήρμπεη.
Παράλληλα η Υψηλή Πύλη συγκρότησε μεγάλο εκστρατευτικό σώμα προκειμένου από ξηράς να σπεύσει στο αίτημα του Αλή Πασά και να βοηθήσει στην κατάληψη των κάστρων που κατείχαν οι Γάλλοι επί της Ηπείρου, δηλαδή της Πρέβεζας, του Βουθρωτού, της Πάργας, και της Βόνιτσας κηρύσσοντας τον πόλεμο με τη Γαλλία.
Σημειώνεται ότι όλα τα παραπάνω γεγονότα συνέβησαν ένα μήνα μετά τον όλεθρο που υπέστη ο γαλλικός στόλος από τον αγγλικό του ναυάρχου Νέλσωνα στην περίφημη ναυμαχία του Αμπουκίρ, η κατ΄ άλλους ναυμαχία του Νείλου που συνέβη αρχές του Αυγούστου (1798). Το γεγονός αυτό είχε κάνει ακόμα και τον Αλή Πασά να στραφεί πλέον προς τη Ρωσία αλλά και την Υψηλή Πύλη για τους επιδιωκόμενους σκοπούς του.
Τις παραπάνω ενέργειας ακολούθησε η συναφθείσα μάχη της Νικοπόλεως στις 12 Οκτωβρίου 1798, παρά την Πρέβεζα όπου 7.000 Τουρκαλβανοί υπό τον Αλή πασά επέπεσαν κατά της γαλλικής φρουράς που συγκροτούσαν μόλις 280 Γάλλοι συνεπικουρούμενοι από 200 Πρεβεζάνους και 60 Σουλιώτες με φυσική συνέπεια τον όλεθρο των δεύτερων. Τις επόμενες δύο ημέρες ακολούθησε ο λεγόμενος χαλασμός της Πρέβεζας.
Παράλληλα των παραπάνω στις 13 Οκτωβρίου ο ρωσοτουρκικός στόλος έχοντας καταπλεύσει στο Τσιρίγο προσβάλει τη Φορτέτζα, όπου χωρίς σχεδόν ουσιαστική αντίσταση καταλαμβάνεται και όλη η φρουρά των Γάλλων αιχμαλωτίζεται. Το απόγευμα της ίδια ημέρας ο ναύαρχος Ουσακώφ υψώνει στο κάστρο τις σημαίες της ρωσικής και οθωμανικής αυτοκρατορίας καταργώντας το "Δημαρχείο", επαναφέροντας το παλαιό ημερολόγιο και την άρχουσα τάξη, δίνοντας έτσι τέλος στη γαλλοκρατία της νήσου, η οποία σημειωτέον ήταν η μικρότερη σε διάρκεια όλων των Επτανήσων.
Δέκα ημέρες αργότερα, στις 23 Οκτωβρίου ακολούθησε η κατάληψη του Τζάντε και δύο ημέρες μετά (25 Οκτωβρίου) η κατάληψη της Ιθάκης, όπου και τα δύο νησιά πέρασαν στη ρωσοτουρκική κυριαρχία. Στη συνέχεια στις 9 Νοεμβρίου καταλήφθηκε η Κεφαλονιά και στις 27 Νοεμβρίου μετά από σθεναρή αντίσταση των Γάλλων, επί 15 ημέρες, υπό τον στρατηγό Μισλέ, καταλήφθηκε και η "Φορτέτζα Σάντα Μάουρα", όπως αποκαλούταν το κάστρο της Αγίας Μαύρας (Λευκάδας) την εποχή εκείνη.
Κυριολεκτικά μέσα σε ένα μήνα, ο ναύαρχος Ουσακώφ κατέλαβε όλα τα Επτάνησα, πλην της Κέρκυρας, με ιδιαίτερη σχετικά ευκολία. Κατά το πρώτο πενθήμερο της πολιορκίας του κάστρου της Λευκάδας, στις 16 Νοεμβρίου ο υποναύαρχος Ουσακώφ κάλεσε τους Επτανήσιους, Λευκαδίτες και Κερκυραίους να συνεγερθούν με τα όπλα κατά της γαλλοκρατίας γνωστοποιώντας σχετικά και πατριαρχική εγκύκλιο - πρόσκληση του πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Γρηγορίου Ε΄ για τον ίδιο σκοπό.
Η ολοκληρωτική κατάλυση της Γαλλοκρατίας των Επτανήσων επήλθε στις 3 Μαρτίου του 1799, μετά από μια παρατεταμένη τρίμηνη πολιορκία της πόλης της Κέρκυρας από τον συνασπισμένο ρωσοτουρκικό στόλο, ακριβώς την παραμονή της επικείμενης γενικής επίθεσης όπου και ζητήθηκε από τους Γάλλους ανακωχή και η παράδοσή τους. Συνέπεια αυτού ακολούθησε την επομένη η συνθήκη ανακωχής Αγίου Παύλου, εκ του ονόματος της ναυαρχίδας του Ουσακώφ επί της οποίας υπεγράφη η συνθήκη, καλούμενη επίσης και "καπιτουλατζιόν της Χώρας των Κορκυρών". Την επομένη, 5 Μαρτίου (1799), στα κάστρα - φρούρια της Κέρκυρας υψώθηκαν οι σημαίες των συνασπισμένων αυτοκρατοριών.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.