From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Νικόλαος Β΄ της Ρωσίας (ρωσικά: Никола́й II, 18 Μαΐου 1868 – 17 Ιουλίου 1918) από τον Οίκο του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Γκόττορπ-Ρομανώφ υπήρξε ο προτελευταίος αυτοκράτορας της Ρωσίας, Βασιλιάς της Πολωνίας και Μεγάλος Δούκας της Φινλανδίας. Κυβέρνησε από το 1894 μέχρι την αναγκαστική παραίτησή του από τον θρόνο το 1917 μετά τη Φεβρουαριανή Επανάσταση. Μετά τη δεύτερη επανάσταση τον Οκτώβριο το καθεστώς έγινε σκληρότερο μαζί του και εν τέλει δολοφονήθηκε από τους Μπολσεβίκους μαζί με τη γυναίκα του, τα 5 παιδιά του και το προσωπικό της οικογένειας, στο Γεκατερίνμπουργκ της Σιβηρίας στις 17 Ιουλίου 1918. Το πλήρες όνομα του Νικολάου ήταν "Νικολάι Αλεξάντροβιτς Ρομάνοφ" (Никола́й Алекса́ндрович Рома́нов) και ο επίσημος τίτλος του ήταν "Νικόλαος Β΄, Αυτοκράτορας και Μονοκράτορας πασών των Ρωσιών". Κάποιες φορές αναφέρεται ως ο Νικόλαος ο Μάρτυρας εξαιτίας της δολοφονίας του ή και ως ο Αιματοβαμμένος Νικόλαος εξαιτίας των τραγικών γεγονότων που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της ενθρόνισής του και της ακόλουθης εναντίωσης της κυβέρνησής του. Αγιοκατατάχθηκε από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία με το όνομα "Άγιος Νικόλαος ο το Πάθος Φέρων"[1].
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Νικόλαος Β΄ | |
---|---|
Περίοδος | 1 Νοεμβρίου 1894 - 15 Μαρτίου 1917 |
Στέψη | 26 Μαΐου 1896 Καθεδρικός Ναός της Κοιμήσεως, Κρεμλίνο |
Προκάτοχος | Αλέξανδρος Γ΄ |
Διάδοχος | Μιχαήλ B΄ |
Γέννηση | 18 Μαΐου 1868 Παλάτι του Αλεξάνδρου, Τσάρσκογιε Σελό, Ρωσία |
Θάνατος | 17 Ιουλίου 1918 Γεκατερίνμπουργκ, ΡΣΟΣΔ |
Τόπος ταφής | Καθεδρικός Ναός Πέτρου και Παύλου, Αγία Πετρούπολη, Ρωσία |
Σύζυγος | Αλεξάνδρα Φιόντοροβνα (Αλίκη της Έσσης) |
Επίγονοι | Όλγα Τατιάνα Μαρία Αναστασία Αλέξιος |
Οίκος | Οίκος των Ρομανώφ |
Πατέρας | Αλέξανδρος Γ΄ της Ρωσίας |
Μητέρα | Μαρία Φεοντόροβνα (Δάγμαρ της Δανίας) |
Θρησκεία | Ορθόδοξος Χριστιανισμός |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Μεγάλος Δούκας Νικόλαος Αλεξάνδροβιτς γεννήθηκε στο Ανάκτορο του Αλεξάνδρου στο Τσάρσκογιε Σελό, στα περίχωρα της Αγίας Πετρούπολης, και ήταν το πρώτο παιδί και μεγαλύτερος γιος του Αλεξάνδρου Γ΄ της Ρωσίας και της Δάγμαρ της Δανίας (Μαρίας Φιόντοροβνας). Οι γονείς του πατέρα του ήταν ο Αλέξανδρος Β΄ της Ρωσίας και η Μαρία της Έσσης-Ντάρμστατ (Μαρία Αλεξανδρόβνα). Οι γονείς της μητέρας του ήταν ο Χριστιανός Θ΄ της Δανίας και η Λουίζα της Έσσης-Κάσσελ. Ο Νικόλαος Β΄ ήταν ευαίσθητο παιδί και αισθανόταν πολύ καταπτοημένος από τη δύναμη του πατέρα του, παρόλο που ταυτόχρονα τον λάτρευε. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Νικόλαος Β΄ συχνά αναφερόταν σε εκείνον στα γράμματά του και στα ημερολόγια του με νοσταλγία. Πολύ κοντινή σχέση είχε με τη μητέρα του, Μαρία Φιόντοροβνα, όπως προκύπτει μετά τη δημοσιοποίηση των γραμμάτων που αντάλλασσαν μεταξύ τους.
Ήταν πρώτος ξάδελφος του Γεωργίου Ε΄ του Ηνωμένου Βασιλείου, του Χάακον Ζ΄ της Νορβηγίας, του Χριστιανού Ι΄ της Δανίας και του Γεωργίου Α΄ της Ελλάδας. Ήταν επίσης ξάδελφος του Γουλιέλμου Β΄ της Γερμανίας: είχαν συγγένεια δεύτερου (από το Φρειδερίκο Γουλιέλμο Γ΄ της Πρωσίας) και τρίτου βαθμού (από τον Παύλο της Ρωσίας).
Ο Νικόλαος ερωτεύτηκε την Αλίκη της Έσσης-Ντάρμστατ (μετέπειτα Αλεξάνδρα Φιόντοροβνα), κόρη του Λουδοβίκου Δ΄ της Έσσης & παρά τω Ρήνω και της Αλίκης του Ηνωμένου Βασιλείου, δεύτερης μεγαλύτερης κόρης της Βασίλισσας Βικτωρίας και του Αλβέρτου της Σαξονίας-Κοβούργου & Γκότα. Οι γονείς του Νικόλαου δεν ενέκριναν αυτή τη σχέση, καθώς ήλπιζαν ότι ο Νικόλαος θα νυμφευόταν την Ελένη της Ορλεάνης, κόρη του Φίλιππου, Κόμη του Παρισιού. Έτσι θα σφράγιζαν τη νέα συμμαχία της Ρωσίας με τη Γαλλία. Ο Νικόλαος και η Αλίκη είχαν συγγένεια δεύτερου (από Λουδοβίκο Β΄ της Έσσης) και τρίτου βαθμού (από το Φρειδερίκο Γουλιέλμο Β΄ της Πρωσίας).
Πριν γίνει Τσάρος, ο Νικόλαος πραγματοποίησε έναν αξιοζήλευτο αριθμό ταξιδιών. Κατά τη διάρκεια ενός αξιομνημόνευτου ταξιδιού στην Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας, μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του με σπαθί, τον άφησε με μια ουλή στο μέτωπο. Η άμεση αντίδραση του ξαδέλφου του, Γεωργίου της Ελλάδος, ο οποίος απέκρουσε το δεύτερο χτύπημα με το μπαστούνι του, του έσωσε τη ζωή. Το κίνητρο του παρολίγον δολοφόνου ήταν ότι ο Νικόλαος είχε επισκεφτεί έναν πολύ άγιο ναό, στον οποίο ποτέ πριν δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε μη πιστούς. Αυτό το συμβάν είχε μια απρόβλεπτη επίδραση στην ιστορία της Ρωσίας. Ο Νικόλαος Β΄ μίσησε την Ιαπωνία και το 1905 υποστήριξε πόλεμο εναντίον της, ο οποίος κατέληξε στην καταστροφική ναυμαχία της Τσουσίμα.
Χαρακτηρισμένος ως υπερβολικά υποχωρητικός από τον σκληρό και απαιτητικό πατέρα του, ο Νικόλαος ελάχιστα προετοιμάστηκε για τον ρόλο του ως αυτοκράτορας. Ως παιδί ήταν ευγενικό και αξιαγάπητο, αλλά έδειχνε ελάχιστο ενδιαφέρον στα μαθήματά του. Ακόμα και όταν ο Τσάρος αποφάσισε να τον μυήσει στις υποθέσεις του Κράτους, βάζοντάς τον να παρακολουθήσει συνεδρίαση του Συμβουλίου του Κράτους, ο Νικόλαος μετά από είκοσι λεπτά προτίμησε να φύγει και να συναντήσει τους φίλους του. Όταν ο Αλέξανδρος Γ΄ απεβίωσε το 1894 σε ηλικία 49 ετών από νεφρική ανεπάρκεια, ο Νικόλαος αισθανόταν τόσο απροετοίμαστος για τα καθήκοντά του, που ρώτησε τον ξάδελφό του κλαίγοντας: "Τι θα απογίνω εγώ και ολόκληρη η Ρωσία;". Αποφάσισε να διατηρήσει τη συντηρητική πολιτική του πατέρα του. Και ενώ ο Αλέξανδρος Γ΄ είχε συγκεντρωθεί στον σχηματισμό μιας γενικής πολιτικής, ο Νικόλαος Β΄ ασχολήθηκε πολύ περισσότερο με διοικητικές λεπτομέρειες.
Σε ένα ταξίδι του στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Νικόλαος Β΄ παρακολούθησε μια συνεδρίαση του Κοινοβουλίου και έδειξε εντυπωσιασμένος από τους μηχανισμούς της δημοκρατίας. Ωστόσο γύρισε την πλάτη του σε οποιαδήποτε ιδέα παραχώρησης δύναμης στους εκλεγμένους αντιπροσώπους στη Ρωσία. Λίγο μετά αφότου ανέβηκε στον θρόνο, δέχτηκε στα Χειμερινά Ανάκτορα μια επιτροπή από χωρικούς και εργάτες από διάφορες τοπικές οργανώσεις (ζιέμστβο) με αίτημα κάποιες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Παρόλο που η επιτροπή, πριν συναντήσει τον Τσάρο, είχε ήδη απευθυνθεί προς αυτόν σε ήπιους και νομιμόφρονες τόνους, ο Νικόλαος τους υποδέχτηκε θυμωμένος και αγνοώντας έναν σύμβουλο της αυτοκρατορικής οικογένειας, τους είπε "...μου έγινε γνωστό ότι στη διάρκεια των τελευταίων μηνών ακούστηκαν σε κάποιες συγκεντρώσεις των ζιέμστβο οι φωνές εκείνων που έλκονται από ένα χωρίς νόημα όνειρο, πως οι ζιέμστβο θα κληθούν να συμμετάσχουν στη διακυβέρνηση της χώρας. Θέλω όλοι να μάθουν ότι θα δώσω όλη μου τη δύναμη για να διατηρήσω, για το καλό όλου του έθνους, τις αρχές της απόλυτης μοναρχίας, όσο σταθερά και ισχυρά έκανε και ο πρόσφατα απολεσθείς πατέρας μου."
Τα λόγια αυτά άφησαν εμβρόντητους και τρόμαξαν όλους όσοι άκουγαν. Από τότε ξεκίνησε η πτώση της δημοτικότητας του νέου Τσάρου και άρχισαν να απομακρύνονται οι ελπίδες για μια ειρηνική αλλαγή στη Ρωσία.
Παράλληλα με τις φιλειρηνικές μεθοδεύσεις του, ο Νικόλαος Β΄ συναίνεσε στη χάραξη επεκτατικής εξωτερικής πολιτικής ως προς την Άπω Ανατολή (ρωσική συμμετοχή στη διανομή της Κίνας), πολιτική που έφερε τη χώρα του αντιμέτωπη με την ανερχόμενη δύναμη της Ιαπωνίας. Κατάληξη του πολύχρονου ανταγωνισμού στην περιοχή υπήρξε ο Ρωσοϊαπωνικός Πόλεμος του (1904- 5), που τελείωσε με θεαματική νίκη των Ιαπώνων και προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις στο εσωτερικό της Ρωσίας. Η εθνική ταπείνωση, συνδυασμένη με τη γενικότερη δυσαρέσκεια των φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων και την οικονομική εξουθένωση των λαϊκών στρωμάτων, μετουσιώθηκε σε επαναστατικό κίνημα, που κλόνισε σοβαρά τις βάσεις του τσαρικού καθεστώτος. Η πολυαίμακτη καταστολή του κινήματος εκείνου, στην οργάνωση του οποίου είχαν συμβάλει σημαντικά οι Μπολσεβίκοι του Λένιν, απλώς ανέλαβε την ήδη προδιαγεγραμμένη πορεία προς την ανατροπή της πολιτειακής και κοινωνικής τάξης στη Ρωσία. [2]
Κάτω από την πίεση που δημιούργησε μια προσπάθεια για Επανάσταση στις 5 Αυγούστου 1905, ο Τσάρος Νικόλαος Β΄ εξέδωσε ένα μανιφέστο για τη σύγκληση της Κρατικής Δούμας, η οποία αρχικά ήταν συμβουλευτικό όργανο. Η προσπάθεια αυτή για επανάσταση ήταν μια απόδειξη πως οι φιλελεύθεροι συνταγματικοί θεσμοί είχαν γίνει, σε κάποιο βαθμό, αποδεκτοί[3]. Με αυτό τον τρόπο στις 30 Οκτωβρίου του 1905 εκδόθηκε το «Μανιφέστο του Οκτωβρίου». Στο μανιφέστο του Οκτωβρίου που ακολουθούσε, ο Τσάρος δεσμεύτηκε να δώσει βασικές πολιτικές ελευθερίες, αναγνωρίζοντας επίσης και μερικές θεμελιώδεις ατομικές ελευθερίες αλλά και ένα φιλελεύθερο εκλογικό σύστημα με ευρεία συμμετοχή στην εκλογή της Κρατικής Δούμας [4]. Έτσι προέκυψε η νέα Βουλή, η Δούμα του 1906. Συνολικά, η Δούμα ανασυγκροτήθηκε τρεις φορές εξαιτίας των διαφορετικών απόψεων μεταξύ υπουργών και τσάρου. Έγινε επομένως κατανοητό πως ο τσάρος ήταν αποφασισμένος να διατηρήσει τη μοναρχία του, και δεν σκόπευε να προβεί σε ριζοσπαστικές ή φιλελεύθερες πολιτικές. Άρα, η εξουσία της Δούμας περιορίστηκε με πολλούς τρόπους και κατέληξε να είναι ένα ελεγχόμενο σώμα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι σχέσεις του Τσάρου με τη Δούμα να μην είναι πολύ καλές. Η Πρώτη Δούμα σχεδόν αμέσως συγκρούστηκε μαζί του. Παρόλο που ο Νικόλαος Β΄ αρχικά είχε καλές σχέσεις με τον σχετικά φιλελεύθερο πρωθυπουργό Σεργκέι Βίττε, η αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα δεν τον εμπιστευόταν (διότι ξεκίνησε μια έρευνα για τον Γκριγκόρυ Ρασπούτιν), και καθώς η πολιτική κατάσταση ξέφευγε, ο Νικόλαος Β΄ διέλυσε τη Δούμα. Ο Βίττε, ανίκανος να χειριστεί τα -κατά πώς φαινόταν- ανυπέρβλητα εμπόδια της μεταρρύθμισης της Ρωσίας και της μοναρχίας, έγραψε στον Νικόλαο Β΄ στις 14 Απριλίου 1906, όταν παραιτήθηκε από τη θέση του. Ωστόσο διάφοροι σύμβουλοί του είπαν, ότι δέχτηκε πιέσεις από τον Αυτοκράτορα για να παραιτηθεί. Ο Νικόλαος δε φάνηκε αχάριστος στον Βίττε και τον έκανε Ιππότη του Τάγματος του Αγίου Αλέξανδρου Νιέφσκι, με διαμάντια. Γενικότερα όμως όσον αφορά την ανάμειξη του τσάρου Νικολάου Β’ στις δραστηριότητες της Δούμας, εκείνος θέσπισε συμβούλια εκλεκτόρων τα οποία ήταν υπεύθυνα να εκλεγουν τους αντιπροσώπους της Δούμας [5]. Το σώμα όμως απαρτίζονταν από οπαδούς του Τσάρου, άρα μπορεί να γίνει αντιληπτός ο βαθμός ελέγχου της Δούμας από τον τσάρο. Η τακτική αυτή φαίνεται να επηρέασε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα καθώς οι επαναστάτες περιθωριοποιήθηκαν ή και σε άλλες περιπτώσεις εξορίστηκαν και αυξήθηκε η παρουσία ομάδων συντηρητικών. Παρόλα αυτά το γεγονός πως υπήρχε σύνταγμα και βουλή αποτέλεσε ένα βήμα προοδευτικό για την απολυταρχική Ρωσία, αφήνοντας περιθώρια για ένα μετασχηματισμό της απολυταρχίας σε φιλελεύθερη κυβέρνηση.
Ένα ζήτημα που περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τις εσωτερικές υποθέσεις, ήταν αυτό της διαδοχής. Η Αλεξάνδρα γέννησε τέσσερις κόρες, την Όλγα (1895), την Τατιάνα (1897), τη Μαρία (1899) και την Αναστασία (1901), πριν γεννήσει τον υιό Αλέξιο στις 12 Αυγούστου 1904. Ο νεαρός κληρονόμος έπασχε από αιμορροφιλία, μια κληρονομική ασθένεια που προκαλεί αδυναμία πήξης του αίματος σε περιπτώσεις αιμορραγίας, η οποία εκείνη την εποχή ήταν ανίατη και συνήθως οδηγούσε σε πρόωρο θάνατο. Ως εγγονή της βασίλισσας Βικτωρίας, η Αλεξάνδρα έφερε τα ίδια γονίδια αιμορροφιλίας, που προκάλεσαν την πάθηση σε κάποιους από τους μεγάλους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης, όπως τον ισπανικό και τον πρωσικό. Έτσι η αιμορροφιλία ονομάστηκε «βασιλική ασθένεια» και η Αλεξάνδρα την κληροδότησε στον γιο της. Καθώς όλες οι κόρες της Αλεξάνδρας και του Νικολάου βρήκαν πρόωρο θάνατο στο Γεκατερίνμπουργκ το 1918, δεν είναι γνωστό κατά πόσον κάποια από αυτές ήταν φορέας της ασθένειας.
Εξαιτίας της εύθραυστης κατάστασης στην οποία βρισκόταν η μοναρχία εκείνον τον καιρό, ο Νικόλαος Β΄ και η Αλεξάνδρα επέλεξαν να μην πληροφορήσουν κανέναν εκτός της βασιλικής οικίας για την ασθένεια. Και πράγματι υπήρχαν πολλοί, ακόμη και μέσα στην οικία, που δεν γνώριζαν την ακριβή φύση της ασθένειας του μικρού Τσάρεβιτς. Γνώριζαν ωστόσο ότι υπέφερε από κάποια σοβαρή ασθένεια.
Αρχικά η Αλεξάνδρα απευθύνθηκε σε Ρώσους γιατρούς και φαρμακοποιούς για να θεραπεύσουν τον Αλέξιο: ωστόσο, οι θεραπείες σε γενικές γραμμές απέτυχαν και η Αλεξάνδρα άρχισε να στρέφεται σε μυστικιστές και όσιους. Ένας από αυτούς, ο Γκριγκόρυ Ρασπούτιν, φάνηκε να έχει κάποια επιτυχία.
Ως μονάρχης (και πατέρας τεσσάρων κορών μέχρι τη γέννηση του Τσάρεβιτς το 1904) μέχρι το 1905, ο Νικόλαος Β΄ είχε την απόλυτη δύναμη να τροποποιήσει το νόμο του αυτοκράτορα Παύλου για τη διαδοχή στη Ρωσική Αυτοκρατορία, ώστε οι κόρες του να μπορούν να τον διαδεχτούν στον θρόνο. Του έλειπε ωστόσο η θέληση να το πράξει. Ο νόμος του τσάρου Παύλου είχε εισαχθεί μετά τον θάνατο της μητέρας του, Αικατερίνης Β΄, περισσότερο ως εκδίκηση προς αυτήν. Αυτοί οι νόμοι εμπόδιζαν μια γυναίκα να γίνει μονάρχης της Ρωσίας εκτός και αν όλοι οι άρρενες διάδοχοι εξέλειπαν. Δεδομένης της ευαίσθητης υγείας του Τσάρεβιτς και της απόλυτης δύναμης του Τσάρου, είναι περίεργο που ο νόμος δεν άλλαξε.
Ως επακόλουθο της δολοφονίας του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου της Αυστρίας στο Σαράγεβο στις 28 Ιουνίου 1914, από τον Γκαβρίλο Πρίντσιπ, μέλος του Σερβικού εθνικού μετώπου γνωστό ως Μαύρο Χέρι, ο Νικόλαος Β΄ ταλαντεύτηκε ως προς τη στάση που έπρεπε να κρατήσει η Ρωσία. Οι ανερχόμενες ιδέες του Πανσλαβισμού είχαν οδηγήσει τη Ρωσία να θεσπίσει συμφωνίες προστασίας της Σερβίας. Ο Νικόλαος δε θέλησε ούτε να παραδώσει τη Σερβία στο τελεσίγραφο της Αυστροουγγαρίας, ούτε να προκαλέσει μια γενικότερη σύρραξη. Σε μια σειρά από γράμματα που αντάλλαξε με τον Γερμανό αυτοκράτορα (την αποκαλούμενη και "αλληλογραφία του Ουίλλυ (Willy) και του Νίκυ (Nicky)") και οι δύο διακήρυξαν την επιθυμία τους για ειρήνη και ο ένας προσπαθούσε να κάνει τον άλλον να υποχωρήσει. Ο Νικόλαος Β΄ πήρε αυστηρά μέτρα προς αυτήν την κατεύθυνση, διατάζοντας την κινητοποίηση του ρωσικού στρατού μόνο προς τα αυστριακά σύνορα, με την ελπίδα να αποφύγει έτσι τον πόλεμο με τη Γερμανική Αυτοκρατορία. Ήταν μια παράτολμη απόφαση καθώς η Αυστρία ήταν επί χρόνια σύμμαχος της Γερμανίας. Έτσι πόλεμος με την Αυστρία σήμαινε και πόλεμο με τη Γερμανία. Φαίνεται λοιπόν πως ο Νικόλαος είχε τη δυνατότητα να αποτρέψει τον πόλεμο.
Οι Ρώσοι δεν είχαν κανένα πλάνο για μερική κινητοποίηση των ρωσικών στρατευμάτων, και στις 31 Ιουλίου 1914 ο Νικόλαος έκανε το μοιραίο βήμα δίνοντας την εντολή για γενική επιστράτευση. Παρόλο που οι σύμβουλοί του επέμεναν εναντίον της επιστράτευσης, εκείνος επέλεξε να τους αγνοήσει. Καθώς η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία είχαν συνάψει αμοιβαίες αμυντικές συμφωνίες, αυτό οδήγησε σχεδόν άμεσα σε μία γερμανική επιστράτευση και ταυτόχρονη κήρυξη πολέμου, του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πόλεμος αυτός ήταν ένας μεγάλος κίνδυνος για τη σταθερότητα της δυναστείας των Ρομανώφ.
Το ξέσπασμα του πολέμου την 1η Αυγούστου 1914, βρήκε τη Ρωσία καθ' όλα απροετοίμαστη. Παρόλα αυτά διατάχθηκε μια άμεση επίθεση εναντίον της γερμανικής επαρχίας της Ανατολικής Πρωσίας, όπου οι Γερμανοί εκεί παρατάχθηκαν πολύ αποτελεσματικά και νίκησαν ολοκληρωτικά τα δύο ρωσικά στρατεύματα που είχαν εισβάλλει. Η Μάχη του Τάνενμπεργκ, όπου ένα ολόκληρο ρωσικό στράτευμα εξολοθρεύθηκε, έριξε μια απειλητική σκιά πάνω στο μέλλον της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Οι αφοσιωμένοι αξιωματικοί που χάθηκαν, ήταν ακριβώς αυτοί που έπρεπε να μείνουν για να προστατέψουν τη δυναστεία.
Τα ρωσικά στρατεύματα αργότερα σημείωσαν νίκες τόσο εναντίον της Αυστροουγγαρίας όσο και εναντίον των δυνάμεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ποτέ όμως δεν κατάφεραν να κάμψουν τη δύναμη του γερμανικού στρατού.
Σταδιακά ένας πόλεμος φθοράς άρχισε στο αχανές ανατολικό μέτωπο, όπου οι Ρώσοι αντιμετώπισαν ενωμένες τις δυνάμεις της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας και υπέστησαν βαρύ πλήγμα. Ο Νικόλαος Β΄, αισθανόμενος ότι ήταν καθήκον του και ότι η προσωπική του παρουσία θα ενθάρρυνε τους στρατιώτες, αποφάσισε να οδηγήσει ο ίδιος τον στρατό. Και αυτή τη φορά τον είχαν συμβουλέψει να μην κινηθεί έτσι. Έχοντας πάψει τον ξάδελφό του, τον αξιοσέβαστο και έμπειρο Νικόλαο Νικολάγιεβιτς από τη θέση του αρχιστράτηγου μετά την απώλεια του ρωσικού βασιλείου της Πολωνίας το Σεπτέμβριο του 1915, ανέλαβε ο ίδιος τον ρόλο του αρχιστράτηγου. Αυτό αποδείχθηκε μοιραίο λάθος καθώς τώρα συνέδεαν άμεσα τις ήττες του στρατού με τον ίδιο. Επίσης ο ρόλος του ως αρχιστράτηγος τον υποχρέωνε να είναι μακριά από τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας και έτσι όταν ξέσπασε η επανάσταση στην Αγία Πετρούπολη ήταν αδύνατο να την εμποδίσει, καθώς δεν ήταν καν στην πρωτεύουσα για να ελέγξει τα γεγονότα.
Στην προσπάθειά του να επιβλέψει την πορεία του πολέμου, άφησε ουσιαστικά τη διαχείριση των εσωτερικών ζητημάτων στην αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα, η οποία ως Γερμανίδα δεν ήταν καθόλου αρεστή στο λαό. Η Δούμα ζητούσε διαρκώς πολιτικές μεταρρυθμίσεις και αυτή η ανήσυχη κατάσταση συνεχίστηκε σε όλη τα διάρκεια του πολέμου. Αποκομμένος από την κοινή γνώμη ο Νικόλαος αρνούνταν να δει πόσο κουρασμένος ήταν ο λαός από τη δυναστεία του και πόσο μισούσε τη γυναίκα του. Είχε προειδοποιηθεί επανειλημμένα για την καταστροφική επίδραση του Ρασπούτιν, αλλά δεν τον απομάκρυνε. Ο Νικόλαος Β΄ αρνούνταν να επιβάλλει λογοκρισία στον τύπο, όπου καθημερινά σχεδόν υπήρχαν κατηγορίες και φήμες εναντίον της Αλεξάνδρας και του Ρασπούτιν. Η Αλεξάνδρα είχε ακόμα κατηγορηθεί για προδοσία στους Γερμανούς εξαιτίας των γερμανικών ριζών της. Τελικά ο θυμός προς τον Νικόλαο Β΄, που δεν αποφάσιζε να απομακρύνει τον Ρασπούτιν και η ζημιά που ο τελευταίος προκαλούσε στη μοναρχία και στις πολεμικές ενέργειες της Ρωσίας, οδήγησαν στη δολοφονία του μοναχού στις 16 Δεκέμβρη 1916. Υπεύθυνη ήταν μια ομάδα από αριστοκράτες με αρχηγό τον Πρίγκιπα Φέλιξ Γιουσούποφ και τον Μεγάλο Δούκα Δημήτριο Πάβλοβιτς, ξάδελφο του Τσάρου.
Οι δυσκολίες στη διαβίωση όλο και αυξανόταν, καθώς η κυβέρνηση δεν μπορούσε να παρέχει τον απαραίτητο εφοδιασμό και αυτό οδηγούσε σε μαζικές αναταραχές και εξεγέρσεις. Με τον Νικόλαο Β΄ να βρίσκεται μακριά στο μέτωπο και την Αλεξάνδρα να κυβερνά ουσιαστικά μαζί με τον Ρασπούτιν, η εξουσία φαινόταν έτοιμη να καταρρεύσει και η Αγία Πετρούπολη αφέθηκε στα χέρια των απεργών και των στασιαστών στρατιωτών. Παρά τις προσπάθειες του Βρετανού πρέσβη Τζορτζ Μπιουκάναν να προειδοποιήσει τον Τσάρο, ότι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις ήταν επιβεβλημένες, προκειμένου να αποσοβηθεί η επανάσταση, ο Νικόλαος συνέχιζε να βρίσκεται 400 μίλια μακριά στο Μογκιλιόφ, αφήνοντας την πρωτεύουσα εκτεθειμένη σε δολοπλοκίες και εξεγέρσεις.
Τον Φεβρουάριο του 1917 στην Πετρούπολη (η πρωτεύουσα είχε πλέον μετονομαστεί), ο συνδυασμός του εξαιρετικά βαρύ χειμώνα και της έλλειψης φαγητού, οδήγησε τον κόσμο στο να σπάει βιτρίνες καταστημάτων για να προμηθευτεί τα απαραίτητα αγαθά, όπως το ψωμί. Η αστυνομία άρχισε να πυροβολεί από τις στέγες όσους υποκινούσαν εξεγέρσεις. Στις δυνάμεις στην πρωτεύουσα δεν είχε δοθεί κανένα κίνητρο και έτσι δεν είχαν κανένα καλό λόγο να είναι πιστοί στο καθεστώς. Έτσι, γεμάτοι από θυμό και επαναστατική διάθεση, πήραν το μέρος του λαού. Η τάξη διαλύθηκε και μέλη της Δούμας, προκειμένου να αποκαταστήσουν την τάξη, σχημάτισαν μία «Προσωρινή Κυβέρνηση», κίνηση που αποδείχτηκε αδύναμη να αντιστρέψει το επαναστατικό κλίμα. Στο τέλος της Φεβρουαριανής Επανάστασης του 1917, στις 2 Μαρτίου (Ιουλιανό Ημερολόγιο)/ 15 Μαρτίου (Γρηγοριανό Ημερολόγιο), ο Νικόλαος Β΄ εκδιώχθηκε από τον θρόνο. Αρχικά τη θέση του πήρε ο γιος του, αλλά επειδή σύμφωνα με τους γιατρούς ο μικρός δε θα κατάφερνε να ζήσει για πολύ μακριά από τους γονείς του, που θα βρίσκονταν στην εξορία, ο Νικόλαος Β΄ ανακάλεσε την απόφασή του. Στο μανιφέστο που εξέδωσε ονομάτιζε τον αδελφό του, Μιχαήλ Αλεξάνδροβιτς, ως τον επόμενο αυτοκράτορα «πασών των Ρωσιών» και προέβη στην ακόλουθη δήλωση, η οποία συγκαλύφτηκε από την Προσωρινή Κυβέρνηση:
«…σε ημέρες μεγάλου αγώνα ενάντια στις δυνάμεις του εχθρού, οι οποίες για σχεδόν τρία χρόνια προσπαθούσαν να σκλαβώσουν τη γη των πατέρων μας, ο Κύριος ο Θεός μας έβαλε τη Ρωσία σε άλλη μία δύσκολη δοκιμασία. Οι εσωτερικές αναταραχές προβλέπεται να έχουν καταστροφικές συνέπειες στην εξέλιξη του πολέμου. Όμως η μοίρα της Ρωσίας, η τιμή του ηρωικού μας στρατού, η κοινωνική ευημερία και ολόκληρο το μέλλον της αγαπημένης γης των πατέρων μας, επιβάλλουν τη νικητήρια κατάληξη του πολέμου με οποιοδήποτε κόστος. Ο άσπλαχνος εχθρός κάνει τώρα τις τελευταίες του προσπάθειες και ήδη έχει αρχίσει να πλησιάζει η ώρα που θα συντριβεί από τον λαμπρό στρατό μας και τις συμμαχικές δυνάμεις. Σε αυτές τις τόσο κρίσιμες για τη Ρωσία ώρες, σκεφτήκαμε ότι είναι συνειδησιακό μας χρέος, να επιτύχουμε μια συνένωση όλων των εθνικών δυνάμεων με σκοπό τη γρήγορη νίκη. Σε συμφωνία με την Αυτοκρατορική Δούμα σκεφτήκαμε καλά να αρνηθούμε τον θρόνο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Καθώς δεν επιθυμούμε να αποχωριστούμε τον αγαπητό μας γιο, μεταβιβάζουμε την εξουσία στον αδελφό μας, τον Μεγάλο Δούκα Μιχαήλ Αλεξάνδροβιτς και του δίνουμε την ευχή μας να ανέβει στον θρόνο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η οδηγία μας προς αυτόν είναι να διεξάγει τις υποθέσεις του Κράτους σε πλήρη αρμονία με τους αντιπροσώπους του λαού μέσω των νομοθετικών σωμάτων και σύμφωνα με εκείνες τις αρχές που θα οριστούν από τον λαό και πάνω στις οποίες ο αδερφός μας θα πάρει όρκο απαράβατο. Στο όνομα της αγαπημένης πατρίδας, καλούμε τους πιστούς γιους της γης των πατέρων μας, να εκπληρώσουν το ιερό χρέος προς τη γη των προγόνων, να υπακούν τον Τσάρο σε αυτή τη δύσκολη στιγμή της εθνικής δοκιμασίας και να τον βοηθούν, σε συνεργασία με τους αντιπροσώπους του λαού, να οδηγήσει τη Ρωσική Αυτοκρατορία στο δρόμο της νίκης, της κοινωνικής ευημερίας και της δόξας. Είθε ο Θεός να βοηθήσει τη Ρωσία!»[εκκρεμεί παραπομπή]
Ο Μέγας Δούκας Μιχαήλ αρνήθηκε τον θρόνο, μέχρις ότου θα επιτρεπόταν στον λαό να ψηφίσει μέσω ενός θεσμικού οργάνου μεταξύ της συνέχισης της μοναρχίας ή τη δημιουργία δημοκρατίας. Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, ο Μιχαήλ ποτέ δεν εκδιώχθηκε από την εξουσία, απλά καθυστερούσε να την αναλάβει. Η εκδίωξη του Νικόλαου Β΄ και η ακόλουθη επανάσταση των Μπολσεβίκων έδωσε τέρμα στην κυριαρχία της δυναστείας των Γκόττορπ-Ρομανώφ που κυβερνούσε από το 1762. Έστρωσε επίσης τον δρόμο για τη δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης, η γέννηση της οποίας σημαδεύτηκε από έναν παγκόσμιο σκεπτικισμό από κάποιους και ενθουσιασμό από άλλους για την πρώτη εφαρμογή της κομμουνιστικής θεωρίας σε μια μεγάλη χώρα όπως η Ρωσία.
Στις αρχές Μαρτίου η Προσωρινή Κυβέρνηση έβαλε τον Νικόλαο Β΄ και την οικογένειά του σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Ανάκτορο του Αλεξάνδρου στο Τσάρσκογιε Σελό, 15 μίλια νότια από την Αγία Πετρούπολη. Τον Αύγουστο του 1917 η Κυβέρνηση Κερένσκυ μετέφερε τους Ρομανώφ στο Τομπόλσκ στα Ουράλια όρη, στο σπίτι του πρώην Κυβερνήτη, ισχυριζόμενη ότι έτσι θα προστατευόταν από το εντεινόμενο επαναστατικό κλίμα. Όταν οι Μπολσεβίκοι ανέβηκαν στην εξουσία τον Οκτώβριο, τα μέτρα κράτησής τους έγιναν αυστηρότερα και η σκέψη να δικαστεί ο Νικόλαος ακουγόταν όλο και πιο συχνά. Όσο η αντιεπαναστατική Λευκή κίνηση συγκέντρωνε δυνάμεις, οδηγώντας σε εμφύλιο πόλεμο μέχρι το καλοκαίρι, ο Νικόλαος Β΄, η Αλεξάνδρα και η κόρη τους Μαρία μεταφέρθηκαν τον Απρίλιο στο Γεκατερίνμπουργκ.
Ο Αλέξιος ήταν πολύ άρρωστος για να συνοδεύσει τους γονείς του και παρέμεινε με τις αδελφές του Όλγα, Τατιάνα και Αναστασία στο Τομπόλσκ μέχρι τον Μάιο του 1918. Η οικογένεια με λίγους ακόλουθους έμεινε φυλακισμένη στην Οικία Ιπάτιεφ στο Γεκατερίνμπουργκ, ένα στρατιωτικό μπολσεβικικό οχυρό[εκκρεμεί παραπομπή]. Εκεί, το βράδυ της 17ης Ιουλίου 1918, οι Μπολσεβίκοι ξύπνησαν τον Νικόλαο, την Αλεξάνδρα, τα παιδιά τους, τον γιατρό τους και τρεις υπηρέτες, τους πήγαν στο υπόγειο και τους σκότωσαν στις 2:33 π.μ. Παραμένει ακόμα ανεξιχνίαστο αν η εντολή δολοφονίας δόθηκε απευθείας από τον Λένιν στη Μόσχα (την εκδοχή αυτή την ισχυρίζονται πολλοί, όμως σχολαστική έρευνα δεν έφερε στο φως κάποιο αδιάσειστο επιχείρημα), ή αν έγινε έτσι ελλείψει άλλης εναλλακτικής, καθώς η Λευκή κίνηση πλησίαζε το Γεκατερίνμπουργκ ή αν δόθηκε με πρωτοβουλία των τοπικών Μπολσεβίκων. Επίσης ανεξιχνίαστο παραμένει το αν η εντολή (αν τελικά υπήρξε εντολή) αφορούσε μόνο τη δολοφονία του Νικόλαου ή και ολόκληρης της οικογένειας.
Το 1989, δημοσιεύθηκε η αναφορά του Γιάκοβ Γιουρόφσκυ, η οποία φαίνεται να φτάνει σε ένα συμπέρασμα ως προς το τι πράγματι συνέβη εκείνο το βράδυ. Η δολοφονία έλαβε χώρα όταν μονάδες της Λεγεώνας της Τσεχοσλοβακίας, υποχωρώντας από τα ρωσικά εδάφη, πλησίασαν το Γεκατερίνμπουργκ. Φοβούμενοι ότι η Λεγεώνα θα καταλάμβανε την πόλη και θα απελευθέρωνε τον Νικόλαο, οι φύλακες της Αυτοκρατορικής Οικογένειας στράφηκαν στη λύση της άμεσης εξόντωσής της, λέγοντας πως «δεν υπάρχει επιστροφή».[6] Το τηλεγράφημα που έδινε την εντολή εκ μέρους του Ανώτατου Σοβιέτ στη Μόσχα υπεγράφη από τον Γιάκοβ Σβερντλόφ, του οποίου το όνομα πήρε η πόλη. Ο Νικόλαος Β΄ ήταν ο πρώτος που πέθανε. Φονεύθηκε[7] με πολλαπλές σφαίρες στο κεφάλι και στο στήθος. Τελευταίες πέθαναν οι κόρες καθώς τα διαμάντια που φορούσαν μέσα στα ρούχα τους, εμπόδιζε τις σφαίρες να διαπεράσουν στο σώμα. Έτσι τις λόγχισαν με ξιφολόγχη.[8]
Τα σώματα του Νικολάου Β΄ και της οικογένειας, αφού πρώτα ποτίστηκαν σε οξύ και κάηκαν, για καιρό πιστευόταν ότι είχαν ταφεί κάτω από ένα ναρκοπέδιο σε μια τοποθεσία που λέγεται "τα Τέσσερα Αδέλφια". Αυτό πράγματι ίσχυε για τη νύχτα της εκτέλεσης. Το επόμενο πρωί ο Γιουρόφσκυ απομάκρυνε τα σώματα και αποφάσισε να τα κρύψει αλλού. Όταν το όχημα που κουβαλούσε τα πτώματα χάλασε, στον δρόμο για την επόμενη τοποθεσία, ο Γιουρόφσκυ άλλαξε τα πλάνα και έθαψε τα περισσότερα από τα πτώματα σε ένα μυστικό και σφραγισμένο σημείο στην οδό Κοπτυάκυ, έναν εγκαταλελειμμένο σήμερα καρόδρομο 12 μίλια βόρεια του Γεκατερίνμπουργκ.
Τα υπολείμματα της οικογένειας και των ακολούθων τους με εξαίρεση δύο παιδιών βρέθηκαν το 1991. Η ρωσική κυβέρνηση τους ξέθαψε και έκανε μια κρατική τελετή κηδείας. Η διαδικασία αναγνώρισης των υπολειμμάτων ήταν εξαντλητική. Δείγματα στάλθηκαν στη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες για εξέταση DNA. Οι εξετάσεις έδειξαν ότι πέντε από τους σκελετούς ήταν μέλη της οικογένειας και τέσσερις όχι. Τρεις από τους πέντε διαπιστώθηκε ότι ήταν παιδιά. Η μητέρα συνδεόταν με τη Βρετανική Βασιλική οικογένεια, άρα ήταν η Αλεξάνδρα. Ο Φίλιππος, Δούκας του Εδιμβούργου, εγγονός της μεγαλύτερης αδερφής της Αλεξάνδρας Βικτωρίας, Μαρκησίας του Μίλφορντ-Χάβεν, έδωσε δείγμα DNA το οποίο ταίριαξε με αυτό του σκελετού. Ο πατέρας διαπιστώθηκε ότι σχετίζεται με τον Μεγάλο Δούκα Γεώργιο Αλεξάνδροβιτς, μικρότερο αδελφό του Νικολάου Β΄. Οι Βρετανοί επιστήμονες ισχυρίστηκαν πως ήταν πάνω από 98,5% σίγουροι ότι τα απομεινάρια ανήκαν στον Αυτοκράτορα, την οικογένεια του και των ακολούθων τους. Το εναπομείναν σημάδι από τη δολοφονική επίθεση που είχε δεχτεί ο Νικόλαος Β΄ στην Ιαπωνία δεν ήταν αρκετά αξιόπιστο στοιχείο εξαιτίας μόλυνσης που είχε υποστεί.
Δύο σκελετοί δε βρέθηκαν. Του έφηβου γιου και κληρονόμου του θρόνου Αλέξιου και μίας εκ των κορών, της Μαρίας, της Αναστασίας ή της Τατιάνας (οι τρεις κύριοι ερευνητές των λειψάνων — Αλεξάντερ Αβντόνιν, Σεργκέι Αμπράμοφ, και Ουίλλιαμ Μέιπλς — δε συμφωνούν ως προς την ταυτότητα). Σε άρθρο της The Sunday Telegraph, στις 19 Απριλίου 1998, ο Αβντόνιν, που βρήκε τα κόκκαλα της υπόλοιπης οικογένειας, ισχυρίστηκε ότι τα σώματα που λείπουν βρίσκονται σε άλλη τοποθεσία κοντά στον κύριο τάφο. Είπε ακόμα ότι οι Μπολσεβίκοι πειραματίστηκαν με τα δύο σώματα (του Αλέξιου και της αδερφής του) μέχρι που τα κατέστρεψαν ολοσχερώς. Οι εκτελεστές δεν είχαν τον χρόνο να ασχοληθούν το ίδιο σχολαστικά με τα υπόλοιπα σώματα και έτσι αυτά διασώθηκαν. Ο Αβντόνιν πιστεύει πως, αφού τα λείψανα του Τσάρεβιτς και της Μεγάλης Δούκισσας είναι κατεστραμμένα, «πιθανόν μόνο μερικά κόκαλα, σκόνη και στάχτη θα έπρεπε να έχουν απομείνει».
Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, παρά τα στοιχεία των εξετάσεων DNA, αρνήθηκε να αναγνωρίσει τα λείψανα της Αυτοκρατορικής οικογένειας ως αυθεντικά. Οι λόγοι της άρνησης θεωρούνται πολιτικοί. Κατά τη διάρκεια της ταφής των οστών το 1998, τα λείψανα αναφερόταν από την Εκκλησία ως «Χριστιανοί θύματα της Επανάστασης» παρά ως βασιλική οικογένεια. Ένας λόγος γι' αυτήν τη διαφωνία ήταν η απουσία σημαδιού από το μέτωπο του Νικολάου.
Το 2007 ένας ερασιτέχνης ιστορικός ανακάλυψε οστά κοντά στο Γεκατερίνμπουργκ που ανήκαν σε ένα αγόρι και μια νεαρή γυναίκα.[9] Η έρευνα ξεκίνησε πάλι και το 2008 εξακριβώθηκε ότι τα οστά ανήκαν στον Αλέξιο και μια από τις αδελφές του.[10]
Το 2015 έπειτα από αίτημα της Ρωσικής Εκκλησίας έγινε εκταφή των οστών του Νικόλαου και της Αλεξάνδρας για περαιτέρω ανάλυση DNA που επιβεβαίωσε ότι επρόκειτο για το αυτοκρατορικό ζεύγος.[11][12][13]
Μια τελετή Χριστιανικής ταφής πραγματοποιήθηκε στις 17 Ιουλίου 1998, την ογδοηκοστή επέτειο της εκτέλεσής τους. Τα σώματά τους αναπαύτηκαν με τιμές κράτους στον Παρεκκλήσιο της Αγίας Αικατερίνης στο οχυρό των Αγίων Πέτρου και Παύλου στην Αγία Πετρούπολη, όπου αναπαυόταν όλοι οι Ρώσοι αυτοκράτορες από τον Μεγάλο Πέτρο και έπειτα. Ο Πρόεδρος Γέλτσιν και η σύζυγός του παρακολούθησαν την τελετή μαζί με τους συγγενείς των Ρομανώφ, συμπεριλαμβανομένου του Μιχαήλ του Κεντ. Η τελευταία Αυτοκρατορική Οικογένεια της Ρωσίας αγιοκατατάχθηκε όχι μόνο από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και από τον Πατριάρχη Αλέξιο Β΄ στη Μόσχα.
Το 1981 ο Νικόλαος Β΄ και οι πρώτου βαθμού συγγενείς του αγιοκατατάχθηκαν από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ως μάρτυρες στις 14 Αυγούστου 2000. Δεν έγιναν μάρτυρες, αφού ο θάνατος τους δεν σχετιζόταν άμεσα με τη χριστιανική πίστη. Αντ' αυτού ονομάστηκαν παθοφόροι (страстотерпцы - στραστοτιέρπτσι).
Αρχικά, έγινε γνωστή η εκτέλεση του Τσάρου ενώ ανακοινώθηκε ότι η οικογένειά του είχε μεταφερθεί για ασφάλεια[14]. Μέσα σε διάστημα 84 ημερών, 14 ακόμη Ρομανώφ και 13 μέλη της αυτοκρατορικής Αυλής δολοφονήθηκαν από τους Μπολσεβίκους, μεταξύ των οποίων και η Ελισάβετ Φιόντοροβνα, αδελφή της Αλεξάνδρας. Η αβέβαιη μοίρα της οικογένειας και η άγνωστη τοποθεσία των σορών οδήγησε σε φήμες για επιζώντες που διήρκεσαν πολλά χρόνια.
Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι ήταν μέλη της οικογένειας που επέζησαν. Μια γυναίκα, η Άννα Άντερσον έγινε παγκοσμίως γνωστή τη δεκαετία του 1920 χάρη στις φήμες που ήθελαν την ίδια να είναι η Μεγάλη Δούκισσα Αναστασία, η διατεινόμενη ως μόνη επιζήσασα της εκτέλεσης.[15] Στο Χόλλυγουντ γυρίστηκαν ταινίες βασισμένες σε αυτό. Η Άννα Άντερσον υποστήριζε αυτές τις φήμες, κερδίζοντας έτσι δημοσιότητα. Ισχυριζόταν ότι ήξερε πράγματα για τους Ρoμανόφ, που μόνο ένα τόσο στενό μέλος της οικογένειας μπορούσε να ξέρει. Ωστόσο, η εξέταση DNA της Άννα Άντερσον απέδειξε ότι τίποτα απ’ αυτά δεν ίσχυε. Στην πραγματικότητα ήταν μία Πολωνή εργάτρια εργοστασίου που είχε εξαφανιστεί με το όνομα "Φραντσίσκα Σάντσκοφσκα".
Ο πλήρης τίτλος του Νικολάου Β΄ ως Αυτοκράτορα, όπως περιγράφεται στο Άρθρο 59 του Συντάγματος του 1906, ήταν: "Με τη Χάρη του Θεού, Ημείς Νικόλαος, Αυτοκράτορας και Μονάρχης Πασών των Ρωσιών, της Μόσχας, του Κιέβου, του Βλαντίμιρ, Νόβγκοροντ; Τσάρος του Καζάν, Τσάρος του Αστραχάν, Τσάρος της Πολωνίας, Τσάρος της Σιβηρίας, Τσάρος της Ταυρικής Χερσονήσου, Λόρδος του Πσκοφ και Μεγάλος Πρίγκιπας του Σμολένσκ, Λιθουανίας, Βολυνίας, Ποδολίας και Φινλανδίας; Πρίγκιπας της Εσθονίας, Λιβονίας, Κουρλάνδης και Σεμιγαλλίας, Σαμογιτίας, Μπιάλιστοκ, Καρελίας, Τβερ, Γιούγκορ, Περμ, Βιάτκα, Βόγκαρ και αλλού; Κυρίαρχος και Μεγάλος Πρίγκιπας του Νίζνι Νόβγκοροντ, Τσέρνιγκοφ, Ριαζάν, Πόλοτσκ, Ροστόφ, Γιαροσλάβλ, Μπελοζέρο, Ουδόρια, Ομπντόρια, Κονδία, Βίτσεμπσκ, Μστισλάβ, και Ηγεμόνας Πάσης της Σεβεριανής χώρας; Κυρίαρχος και Λόρδος της Ιβηρίας, Καρταλινίας, της Καμπαρντιανή γης και της Αρμενίας: κληρονομικά Κυρίαρχος και Ηγεμόνας των Κιρκασσίων και Ορεινών Πριγκίπων και άλλων; Κυρίαρχος του Τουρκιστάν, Διάδοχος της Νορβηγίας, Δούκας του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν, Στόρμαρν, Ντίτμαρσεν και Ολδεμβούργου, και ούτω καθεξής, και ούτω καθεξής, και ούτω καθεξής."[16]
Νυμφεύτηκε το 1894 την Αλίκη (Αλεξάνδρα Φιόντοροβνα), κόρη του Λουδοβίκου Δ΄ της Έσσης & παρά τω Ρήνω, και είχε τέκνα:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.