From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Μαξ Μπορν (γερμανικά: Max Born, Μπρεσλάου, 11 Δεκεμβρίου 1882 – Γκέτινγκεν, 5 Ιανουαρίου 1970) ήταν Γερμανός μαθηματικός και φυσικός εβραϊκής καταγωγής, που συνέβαλε στη θεμελίωση της κβαντομηχανικής. Το 1954 του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Φυσικής για την ερμηνεία που έδωσε στην κυματοσυνάρτηση του Έρβιν Σρέντιγκερ.
Ο Μπορν υπήρξε ένας εκ των 11 που υπέγραψαν το Μανιφέστο Ράσελ - Αϊνστάιν, το οποίο υπογράμμιζε τους κινδύνους της χρήσης πυρηνικών όπλων. Ήταν προσωπικός φίλος με τον Αϊνστάιν, με τον οποίο διαφωνούσαν για την ισχύ της κβαντομηχανικής. Σε ένα γράμμα του Αϊνστάιν προς τον Μπορν αναφέρεται η περίφημη φράση «Ο θεός δεν παίζει ζάρια».
Ο Μπορν ήταν παππούς της Βρετανοαυστραλής τραγουδίστριας Ολίβιας Νιούτον-Τζων.
Ο Μπορν γεννήθηκε στο Μπρεσλάου του Βασιλείου της Πρωσίας, το σημερινό Βρότσλαβ της Πολωνίας, από Γερμανοεβραίους γονείς[24]: Τον Γκούσταφ Γιάκομπ Μπορν (1851-1900), ανατόμο και εμβρυολόγο, καθηγητή της εμβρυολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπρεσλάου, και τη σύζυγό του Μαργκαρέτε («Γκρέτσεν»), το γένος Κάουφμαν, από μία οικογένεια βιομηχάνων. Η μητέρα του πέθανε όταν ο Μαξ ήταν 4 ετών, στις 29 Αυγούστου 1886. Ο Μαξ είχε μία αδελφή, την Κάτε, η οποία γεννήθηκε το 1884, και έναν ετεροθαλή αδελφό, τον Βόλφγκανγκ, από τον δεύτερο γάμο του πατέρα του, με την Μπέρθα Λίπσταϊν. Αργότερα ο Βόλφγκανγκ έγινε καθηγητής της ιστορίας της τέχνης στο City College της Νέας Υόρκης[25].
Ο Μπορν φοίτησε στο «Γυμνάσιο Βασιλέως Γουλιέλμου» (König-Wilhelm-Gymnasium) στο Μπρεσλάου και το 1901 εισήχθη στο Πανεπιστήμιο της ιδίας πόλεως. Το γερμανικό πανεπιστημιακό σύστημα επέτρεπε στους φοιτητές να κινούνται εύκολα από το ένα πανεπιστήμιο στο άλλο, κι έτσι πέρασε κάποια εξάμηνα στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης (1902) και στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης (1903). Οι συμφοιτητές του στο Μπρεσλάου Ότο Τέπλιτς και Ερνστ Χέλινγκερ πληροφόρησαν τον Μπορν για το Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν[26], και ο Μπορν πήγε εκεί τον Απρίλιο του 1904. Στο Γκέτινγκεν συνάντησε τρεις φημισμένους μαθηματικούς: τους Χίλμπερτ, Κλάιν και Χέρμαν Μινκόφσκι. Πολύ σύντομα, ο Μπορν συνδέθηκε στενά με τους δύο τελευταίους, επωφελούμενος όμως και από το διανοητικό μέγεθος του Χίλμπερτ. Ο Χίλμπερτ έγινε ο μέντοράς του όταν τον επέλεξε για να καταλάβει την άμισθη θέση του βοηθού. Ο Μινκόφσκι πάλι ήταν γνωστός της μητρυιάς του Μπορν, της Μπέρτας, από μαθήματα χορού στην Καινιξβέργη, οπότε ο Μπορν πήγαινε πότε-πότε στο σπίτι των Μινκόφσκι για γεύμα τις Κυριακές[27][28].
Το 1906 ο Μπορν κέρδισε ένα βραβείο για μια εργασία για την ελαστικότητα, ένα θέμα των εφαρμοσμένων μαθηματικών, και η σχετική έρευνα τελικώς οδήγησε σε διδακτορική διατριβή με επιβλέποντα τον Καρλ Ρούνγκε και εξεταστές τους Βόλντεμαρ Φόικτ και Καρλ Σβάρτσιλντ. Ο Μπορν ανέπτυξε τις εξισώσεις για τις συνθήκες σταθερότητας κι έφτιαξε μία συσκευή που μπορούσε να δοκιμάσει τις προβλέψεις του πειραματικά. Τον Ιούλιο του 1906 πέρασε την προφορική του εξέταση και πήρε το διδακτορικό του στα μαθηματικά με άριστα (magna cum laude)[29].
Μετά το πέρας των σπουδών του, ο Μπορν ήταν υποχρεωμένος να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Από τον στρατό της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, ωστόσο, απαλλάχθηκε γρήγορα, μετά από λίγο καιρό στο Βερολίνο, εξαιτίας μιας κρίσεως άσθματος, τον Ιανουάριο του 1907. Μετά ταξίδεψε στην Αγγλία, όπου έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και μελέτησε φυσική επί εξάμηνο στο Εργαστήριο Κάβεντις υπό τους Τζόζεφ Τζον Τόμσον, Τζωρτζ Σηρλ και Τζόζεφ Λάρμορ. Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία, ο Μπορν υπηρέτησε 6 εβδομάδες ακόμα στον στρατό και στη συνέχεια επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου εργάσθηκε για την υφηγεσία του στη φυσική υπό την επίβλεψη των Ότο Λούμερ και Ερνστ Πρίνγκσαϊμ. Τότε ένα μικρό ατύχημα με το πείραμα μέλανος σώματος του Μπορν, το σκίσιμο ενός σωλήνα νερού ψύξεως και ένα πλημμυρισμένο εργαστήριο, έκαναν τον Λούμερ να του πει πως δεν θα γινόταν ποτέ φυσικός[30].
Το 1905 ο Αϊνστάιν δημοσίευσε τη θεμελιώδη εργασία του για την ειδική θεωρία της σχετικότητας. Αυτό κίνησε το ενδιαφέρον του Μπορν, ο οποίος άρχισε να ερευνά το θέμα. Μαθαίνοντας τότε πως ο παλιός του καθηγητής, ο Μινκόφσκι, ερευνούσε σχετικά, του έγραψε τα αποτελέσματά του και ο Μινκόφσκι του ζήτησε να επιστρέψει στο Γκέτινγκεν και να εκπονήσει τη διατριβή του επί υφηγεσία εκεί, όπως και έγινε. Ο Τέπλιτς βοήθησε τον Μπορν να εξασκηθεί στην άλγεβρα των πινάκων, ώστε να εργασθεί με τους πίνακες του τετραδιάστατου χώρου Μινκόφσκι στο σχέδιο του τελευταίου να συμφιλιώσει τη σχετικότητα με την ηλεκτροδυναμική. Οι Μπορν και Μινκόφσκι συνεργάσθηκαν καλά και σημείωσαν πρόοδο, αλλά ο Μινκόφσκι πέθανε ξαφνικά από σκωληκοειδίτιδα στις 12 Ιανουαρίου 1909. Οι φοιτητές των μαθηματικών ανέθεσαν στον Μπορν να εκφωνήσει επικήδειο για λογαριασμό τους[31].
Ο Μπορν προσπάθησε να παρουσιάσει τα αποτελέσματα των ερευνών τους σε μία συνάντηση της Εταιρείας Μαθηματικών του Γκέτινγκεν λίγες εβδομάδες αργότερα, αλλά προτού προχωρήσει πολύ στην ομιλία του προκλήθηκε δημόσια από τους Κλάιν και Μαξ Άμπραχαμ, που απέρριπταν τη θεωρία της σχετικότητας, και υποχρεώθηκε να διακόψει τη διάλεξη. Ωστόσο, οι Χίλμπερτ και Ρούνγκε ενδιαφέρθηκαν για την εργασία και, μετά από συζητήσεις μαζί του, πείσθηκαν για τη λογική των αποτελεσμάτων του, πείθοντάς τον να την ξαναπαρουσιάσει. Αυτή τη φορά δεν τον διέκοψαν και ο Φοκτ προσφέρθηκε να στηρίξει τη διατριβή του για υφηγεσία[32]. Ο Μπορν δημοσίευσε την εργασία ως άρθρο στο «Η θεωρία των άκαμπτων σωμάτων στην κινηματική της Αρχής της Σχετικότητας»[33], που εισήγαγε την έννοια της ακαμψίας του Μπορν. Στις 23 Οκτωβρίου ο Μπορν παρουσίασε τη διατριβή του με θέμα το ατομικό πρότυπο του Τόμσον.[34].
Ο Μπορν εγκαταστάθηκε αρχικώς ως φροντιστής φοιτητών στο Γκέτινγκεν σε ένα σπίτι με ενοικιαζόμενα δωμάτια, στο οποίο διέμενε τότε και ο Τέοντορ φον Κάρμαν, βοηθός, τότε, στο Πανεπιστήμιο και μετέπειτα μείζων ερευνητής της Αεροδυναμικής. Συχνός επισκέπτης τους εκεί ήταν ο Πάουλ Πέτερ Έβαλντ, τότε υποψήφιος διδάκτορας με τον Άρνολντ Σόμμερφελντ, ο οποίος τον είχε «δανίσει» στον Χίλμπερτ στο Γκέτινγκεν ως ειδικό βοηθό για τη φυσική. Ο Ρίχαρντ Κούραντ αποκαλούσε τους παραπάνω νέους επιστήμονες «η εσωτερική ομάδα»[35].
Το 1912 ο Μπορν συνάντησε τη Χέντβιχ Έρενμπεργκ, κόρη ενός εβραϊκής καταγωγής Λουθηριανού καθηγητή της Νομικής του Πανεπιστημίου της Λειψίας και φίλη της κόρης του Καρλ Ρούνγκε. Στις 2 Αυγούστου 1913 ο Μπορν και η Χέντβιχ παντρεύτηκαν. Αυτό υπήρξε μία από τις αιτίες που τον έπεισαν να βαπτισθεί Λουθηρανός Χριστιανός, τον Μάρτιο του 1914, παρότι θεωρούσε «τις θρησκευτικές ομολογίες και Εκκλησίες ασήμαντα πράγματα»[36] . Μια άλλη αιτία ήταν μάλλον η επιθυμία του να ενσωματωθεί στη γερμανική κοινωνία[36]. Από τον γάμο τους, το ζεύγος απέκτησε τρία τέκνα: δύο κόρες, την Ιρένε (γεννήθηκε το 1914) και τη Μαργκαρέτε (ή «Γκρίτλι», γενν. το 1915), και έναν γιο, τον Γκούσταφ, μετέπειτα καθηγητή της φαρμακολογίας στο Κέιμπριτζ και στο Κινγκ'ς Κόλετζ, που γεννήθηκε το 1921.[37] Παππούς της συζύγου του από τη μητέρα της ήταν ο Ρούντολφ Γέριγκ.
Μέχρι το τέλος του 1913 ο Μπορν είχε δημοσιεύσει 27 ερευνητικές εργασίες, μεταξύ των οποίων σημαντική έρευνα πάνω στη θεωρία της σχετικότητας και στη δυναμική των κρυσταλλικών πλεγμάτων[38]. Το 1914 δέχθηκε μία επιστολή από τον Μαξ Πλανκ, που του εξηγούσε ότι μία νέα έδρα έκτακτου καθηγητή στη θεωρητική φυσική είχε δημιουργηθεί στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Η έδρα είχε προσφερθεί στον Μαξ φον Λάουε, αλλά εκείνος είχε απορρίψει την προσφορά. Ο Μπορν δέχθηκε[39]. Αλλα ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ήδη ξεσπάσει και λίγο μετά την άφιξή του στο Βερολίνο το 1915 ο Μπορν κατατάχθηκε, αρχικώς σε μία μονάδα σηματωρών και μετά στην Artillerie-Prüfungs-Kommission, την επιτροπή ερευνών πυροβολικού του γερμανικού στρατού, στο Βερολίνο, υπό τον Γερμανοεβραίο ατομικό φυσικό Ρούντολφ Λάντενμπουργκ (1882-1952). Στο Βερολίνο ο Μπορν συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Αϊνστάιν, που θα διαρκούσε ισοβίως. Ο Αϊνστάιν έγινε τακτικός επισκέπτης στο σπίτι των Μπορν[40]. Λίγες ημέρες μετά τη λήξη του πολέμου, ο Μπορν απολύθηκε από τον στρατό και τον ίδιο μήνα μία τυχαία συνάντηση με τον Φριτς Χάμπερ οδήγησε σε μία συζήτηση του τρόπου με τον οποίο σχηματίζεται μία ετεροπολική ένωση από ιόντα όταν ένα μέταλλο αντιδρά με ένα αλογόνο, κάτι που σήμερα ονομάζεται κύκλος Μπορν-Χάμπερ[41].
Πριν ακόμα φθάσει ο Μπορν στο Βερολίνο, ο φον Λάουε είχε αλλάξει γνώμη και επικοινώνησε μαζί του ώστε να ανταλλάξουν θέσεις. Ο Μπορν δέχθηκε και πάλι, και έτσι, τον Απρίλιο του 1919 έγινε τακτικός πλέον καθηγητής και διευθυντής του Ινστιτούτου Θεωρητικής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης[42]. Αλλά και εκεί δέχθηκε κρούση από το παλιό του πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, που ζητούσε τον διάδοχο του Πέτερ Ντεμπάι στη θέση του διευθυντή του Ινστιτούτου Φυσικής[43]. Ο Μπορν ζήτησε τη γνώμη του Αϊνστάιν, ο οποίος τον συμβούλεψε: «Η θεωρητική φυσική θα ευδοκιμήσει εκεί που θα συμβεί να είσαι εσύ: δεν υπάρχει άλλος Μπορν στη Γερμανία σήμερα.»[44] Ο Μπορν πέτυχε διαπραγματευόμενος την ίδρυση μιας έδρας εκεί για τον παλαιό του φίλο Τζέιμς Φρανκ.
Για τα 12 χρόνια που πέρασε στο Γκέτινγκεν με τον Φρανκ, ο Μπορν είχε έναν συνεργάτη με τον οποίο μοιραζόταν τις ίδιες απόψεις σε βασικά επιστημονικά θέματα — μεγάλο πλεονέκτημα για τη διδασκαλία και την έρευνα σε έναν αναπτυσσόμενο κλάδο όπως η κβαντομηχανική. Την ίδια στενή συνεργασία είχε ο Μπορ με τον φυσικό Άρνολντ Σόμμερφελντ στο Μόναχο. Οι Μπορν και Σόμμερφελντ όχι απλώς είχαν την ίδια προσέγγιση ως προς τη χρήση της πειραματικής φυσικής για την επαλήθευση των θεωριών τους, αλλά όταν ο δεύτερος πήγε για διαλέξεις στις ΗΠΑ το 1922, έστειλε τον φοιτητή του Βέρνερ Χάιζενμπεργκ ως βοηθό στον Μπορν. Ο Χάιζενμπεργκ επέστρεψε στο Γκέτινγκεν το 1923 και ολοκλήρωσε εκεί τη διατριβή του επί υφηγεσία υπό τον Μπορν το 1924, εργαζόμενος μετά εκεί για λίγο ως ιδιωτικός δάσκαλος[45][46].
Το 1925 οι Μπορν και Χάιζενμπεργκ διετύπωσαν μία νέα προσέγγιση της κβαντομηχανικής, με αλγεβρικούς πίνακες: Στις 9 Ιουλίου, ο Χάιζενμπεργκ παρέδωσε στον Μπρον για έλεγχο και δημοσίευση μία εργασία με τίτλο Über quantentheoretische Umdeutung kinematischer und mechanischer Beziehungen («Επί της κβαντικής επανερμηνείας των κινηματικών και μηχανικών σχέσεων»). Διαβάζοντάς τη ο Μπορν αναγνώρισε τον φορμαλισμό ως ικανό να μεταφερθεί στην και να επεκταθεί με τη συστηματική γλώσσα των πινάκων, την οποία είχε μάθει με τον Γιάκομπ Ροζάνες στο Μπρεσλάου[47].
Μέχρι τότε οι πίνακες χρησιμοποιούνταν σπανίως από τους φυσικούς. Ο Γκούσταφ Μίε τους είχε εφαρμόσει σε μία εργασία στην ηλεκτροδυναμική το 1912 και ο Μπορν στην εργασία του για τους κρυστάλλους το 1921. Αλλά η άλγεβρα με τον πολλαπλασιασμό πινάκων δεν είχαν εισαχθεί σε αυτές τις εργασίες, όπως απαιτήθηκε στην κβαντομηχανική[48]. Με τη βοήθεια του πρώην φοιτητή του Πασκουάλ Γιόρνταν, ο Μπορν άρχισε τη μεταφορά και την επέκταση των ιδεών του Χάιζενμπεργκ στη νέα γλώσσα, και υπέβαλαν την εργασία τους προς δημοσίευση. Μία συνέχεια υποβλήθηκε πριν το τέλος του έτους με τα ονόματα και των τριών. Περιείχε την εκπληκτική διατύπωση:
όπου τα p και q είναι οι πίνακες της θέσεως και της ορμής p ενός σωματίου, ενώ I είναι ο μοναδιαίος πίνακας. Πράγματι, ο πολλαπλασιασμός πινάκων δεν είναι αντιμεταθετική πράξη[47]. Αυτή η διατύπωση αποδίδεται εξ ολοκλήρου στον Μπορν, που επίσης απέδειξε ότι όλα τα στοιχεία που δεν είναι στη διαγώνιο είναι μηδέν. Ο Μπορν θεώρησε ότι η εργασία του με τον Γιόρνταν εμπεριείχε «τις σημαντικότερες αρχές της κβαντομηχανικής, μαζί και την επέκτασή της στην ηλεκτροδυναμική.»[47] Εξάλλου έθετε την προσέγγιση του Χάιζενμπεργκ πάνω σε μία αυστηρή μαθηματική βάση[49].
Ο Μπορν εξεπλάγη όταν έμαθε πως ο Πολ Ντιράκ είχε σκεφθεί πάνω στις ίδιες γραμμές με τον φοιτητή του. Σύντομα ο Βόλφγκανγκ Πάουλι χρησιμοποίησε τη νέα προσέγγιση για να υπολογίσει τις ιδιοτιμές της ενέργειας του ατόμου του υδρογόνου, και βρήκε πως συμφωνούσαν με το γνωστό πρότυπο του Μπορ. Η άλλη σημαντική προσέγγιση αναπτύχθηκε από τον Έρβιν Σρέντινγκερ, που χρησιμοποίησε την κυματική, κάτι που προσέλκυσε πολλούς εκείνη την εποχή καθώς προσέφερε τη δυνατοτητα της επιστροφής στην αιτιοκρατική κλασική φυσική. Ωστόσο, ο Μπορν δεν προσυπέγραφε την αιτιοκρατική προσέγγιση, εφόσον δεν υποστηριζόταν από το πείραμα[47] και προχώρησε στη διατύπωση της σήμερα καθιερωμένης ερμηνείας της κυματοσυναρτήσεως ως συναρτήσεως πυκνότητας πιθανότητας στην Εξίσωση Σρέντινγκερ, την οποία και δημοσίευσε τον Ιούλιο του 1926.[50][49]
Σε μία επιστολή του στον Μπορν με ημερομηνία 4 Δεκεμβρίου 1926, ο Αϊνστάιν έγραψε το περίφημο σχόλιό του για την κβαντομηχανική:
«Η κβαντομηχανική είναι ασφαλώς επιβλητική. Αλλά μια φωνή μέσα μου μού λέει πως δεν είναι ακόμα η πραγματική θεωρία. Μάς πληροφορεί για πάρα πολλά, αλλά δεν μάς φέρνει στ' αλήθεια πλησιέστερα στο μυστικό του «Παλαιού των ημερών». Εγώ, εν πάση περιπτώσει, είμαι πεπεισμένος ότι Εκείνος δεν παίζει ζάρια.»[51]
Η παραπάνω πρόταση έγινε γνωστή και αναφέρεται συχνά ως «ο Θεός δεν παίζει ζάρια»[52].
Το 1928 πάντως ο Αϊνστάιν πρότεινε τους Χάιζενμπεργκ, Μπορν και Γιόρνταν για το Βραβείο Νόμπελ Φυσικής[53] [54], αλλά μόνο ο πρώτος κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ του 1932, ενώ οι Σρέντινγκερ και Ντιράκ μοιράστηκαν το Νόμπελ του 1933. Στις 25 Νοεμβρίου 1933 ο Μπορν έλαβε ένα γράμμα από τον Χάιζενμπεργκ, στο οποίο ανέφερε ότι είχε θέμα με τη συνείδησή του για το ότι αυτός μόνο είχε ανταμειφθεί με το Βραβείο «για δουλειά που είχε γίνει συνεργατικά στο Γκέτινγκεν — από εσένα, τον Γιόρνταν και μένα»[55]. Συνέχιζε λέγοντας πως η συνεισφορά των Μπορν και Γιόρνταν στην κβαντομηχανική δεν μπορεί να αναιρεθεί από «μία λάθος απόφαση εκ των έξω»[55]. Το 1954 επίσης, ο Χάιζενμπεργκ έγραψε ένα άρθρο που τιμούσε τον Πλανκ για τη διαίσθησή του το 1900, όπου πιστώνει στους Μπορν και Γιόρνταν την τελική μαθηματική διατύπωση της μηχανικής των πινάκων και υπογραμμίζει το πόσο σημαντικές ήταν οι συνεισφορές τους στην κβαντομηχανική, παρά το ότι δεν «αναγνωρίσθηκαν κατάλληλα δημοσίως»[56].
Μεταξύ όσων εκπόνησαν διδακτορική διατριβή υπό την επίβλεψη του Μπορν στο Γκέτινγκεν ήταν και οι Μαξ Ντελμπρύκ, Ζήγκφριντ Φλύγκε, Φρήντριχ Χουντ, Πασκουάλ Γιόρνταν, Μαρία Γκέπερτ-Μάγιερ (μαζί με την Μαρία Κιουρί οι μοναδικές γυναίκες κάτοχοι Νόμπελ Φυσικής), Λόταρ Βόλφγκανγκ Νόρντχαϊμ, Ρόμπερτ Οπενχάιμερ και Βίκτορ Βάισκοπφ[57][58]. Από τους παραπάνω, οι Ντελμπρύκ και Γκέπερτ-Μάγιερ τιμήθηκαν αργότερα με Βραβείο Νόμπελ.Βοηθοί του Μπορν στο Ινστιτούτο Φυσικής του Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν ήταν μεταξύ άλλων και οι Ενρίκο Φέρμι, Χάιζενμπεργκ, Γκέρχαρντ Χέρτσμπεργκ, Φρήντριχ Χουντ, Πασκουάλ Γιόρνταν, Βόλφγκανγκ Πάουλι, Λεόν Ροζενφέλντ, Έντουαρντ Τέλερ και Γιουτζίν Γουίγκνερ[59]. Ο Βάλτερ Χάιτλερ έγινε βοηθός του Μπορν το 1928 και ολοκλήρωσε τη διατριβή του για υφηγεσία υπό την επίβλεψή του το 1929.
Τον Ιανουάριο του 1933 το Ναζιστικό Κόμμα ανέλαβε την εξουσία στη Γερμανία. Τον Μάιο ο Μπορν ήταν ένας από τους 6 Εβραίους καθηγητές του Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν που τέθηκαν σε αμειβόμενη διαθεσιμότητα. Ο Μπορν άρχισε να αναζητεί νέα θέση στις ΗΠΑ, γράφοντας στη Γκέπερτ-Μάγιερ και στον Ρούντι Λάντενμπουργκ. Και άλλες προσφορές ωστόσο άρχισαν σύντομα να καταφθάνουν και ο Μπορν δέχθηκε εκείνη του Κολεγίου του Αγίου Ιωάννου στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.[60] εκεί συνέγραψε ένα εκλαϊκευτικό βιβλίο, το The Restless Universe, και ένα πανεπιστημιακό σύγγραμμα, την Ατομική Φυσική, που σύντομα έγινε ένα από τα βασικά κείμενα πάνω στο θέμα, φθάνοντας τις επτά εκδόσεις. Σύντομα η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αγγλία και οι κόρες του αρραβωνιάστηκαν: Η Ιρένε με τον Ουαλό Μπρίνλεϋ (Μπρυν) Νιούτον-Τζων (με τον οποίο απέκτησαν την Ολίβια Νιούτον-Τζων) και η Μαργκαρέτε με τον θεωρητικό φυσικό Μωρίς Πράις (Maurice Pryce)[61].[62].
Η θέση του Μπορν στο Κέιμπριτζ ήταν προσωρινή, οπότε αποδέχθηκε μία προσφορά από τον Τσαντρασεκάρα Ράμαν να διδάξει στην Μπανγκαλόρ το 1935[63], θεωρώντας ότι θα έπαιρνε μόνιμη θέση εκεί, αλλά το Ινδικό Ινστιτούτο Επιστήμης δεν δημιούργησε μία επιπλέον θέση για αυτόν[64]. Τον Νοέμβριο του 1935 το ναζιστικό καθεστώς αφαίρεσε τη γερμανική υπηκοότητα από τα μέλη της οικογένειας Μπορν, καθιστώντας τους επισήμως απάτριδες. Ο Μπορν σκέφθηκε επίσης να δεχθεί μία προσφορά από τον Πιοτρ Καπίτσα στη Μόσχα, και μάλιστα άρχισε να παίρνει μαθήματα ρωσικής γλώσσας. Αλλά τότε ο Τσαρλς Γκάλτον Ντάργουιν (ο εγγονός του Καρόλου Δαρβίνου) τον ρώτησε αν θα εξέταζε την πιθανότητα να τον διαδεχθεί στην έδρα Φυσικής Φιλοσοφίας Tait στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και αμέσως ο Μπορν του εξέφρασε το έντονο ενδιαφέρον του[65], αναλαμβάνοντας τελικώς τη θέση τον Οκτώβριο του 1936.[61]
Στο Εδιμβούργο ο Μπορν προήγαγε τη διδασκαλία της μαθηματικής φυσικής. Είχε εκεί δύο Γερμανούς βοηθούς, τους E. Βάλτερ Κέλερμαν και Κλάους Φουχς, και μαζί τους συνέχισε να διερευνά τη μυστηριώδη συμπεριφορά των ηλεκτρονίων[66]. Ο Μπορν έγινε Εταίρος της Βασιλικής Εταιρείας του Εδιμβούργου το 1937 και της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου τον Μάρτιο του 1939. Το 1939 έβγαλε όσους περισσότερους συγγενείς και φίλους μπορούσε έξω από τη Γερμανία, μεταξύ των οποίων και την αδελφή του Κάτε, καθώς και τις κόρες του φίλου του Χάινριχ Ράους φον Τράουμπενμπεργκ. Η Χέντι λειτουργούσε ένα γραφείο που τοποθετούσε νέες Εβραίες σε θέσεις εργασίας. Ο Μπορν απέκτησε τη βρετανική υπηκοότητα στις 31 Αυγούστου 1939, μία ημέρα πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος[67].
Ο Μπορν παρέμεινε στο Εδιμβούργο μέχρι που έφθασε σε ηλικία συνταξιοδοτήσεως το 1952, οπότε και αποσύρθηκε στο Μπατ Πυρμόντ της Δυτικής πλέον Γερμανίας, από το 1954.[68]. Τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς έμαθε ότι του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ. Οι συνάδελφοί του φυσικοί δεν είχαν πάψει ποτέ να υποβάλλουν την υποψηφιότητά του. Το αιτιολογικό για τη βράβευση ήταν η «θεμελιώδης έρευνα στην κβαντομηχανική, ιδίως στη στατιστική ερμηνεία της κυματοσυναρτήσεως»[69] — ένα πεδίο στο οποίο είχε εργασθεί μόνος του.[70] Στη διάλεξή του για το Νόμπελ αναφέρθηκε στις φιλοσοφικές συνέπειες του έργου του:
«Πιστεύω ότι ιδέες όπως η απόλυτη βεβαιότητα, η απόλυτη ακρίβεια, η «τελική αλήθεια», κλπ. αποτελούν κατασκευάσματα της φαντασίας, τα οποία δεν θα πρέπει να αναμιγνύονται σε κανένα πεδίο της επιστήμης. Από την άλλη πλευρά, κάθε πρόταση πιθανότητας είναι είτε ορθή, είτε λανθασμένη από την οπτική γωνία της θεωρίας πάνω στην οποία βασίζεται. Αυτή η χαλάρωση της νοήσεως (Lockerung des Denkens) μού φαίνεται ότι είναι η μεγαλύτερη ευλογία που μάς έχει προσφέρει η σύγχρονη επιστήμη. Γιατί η πίστη σε μία μοναδική αλήθεια και στην κατοχή της από κάποιον άνθρωπο αποτελεί τη ρίζα όλων των κακών στον κόσμο.»[71]
Μετά τη συνταξιοδότησή του, ο Μπορν συνέχισε το επιστημονικό του έργο και επιμελήθηκε νέες εκδόσεις των βιβλίων του. Απεβίωσε στο νοσοκομείο του Γκέτινγκεν το 1970, σε ηλικία 87 ετών, και τάφηκε στο εκεί νεκροταφείο, στο οποίο είναι θαμμένοι και οι Βάλτερ Νερνστ, Βίλχελμ Βέμπερ, Μαξ φον Λάουε, Ότο Χαν, Μαξ Πλανκ και Ντάβιντ Χίλμπερτ.[72] Η σύζυγός του Χέντι πέθανε το 1972.
Ο Μπορν συνέγραψε αρκετά ημι-εκλαϊκευμένα βιβλία και πανεπιστημιακά συγγράμματα-μονογραφίες. Τα έργα του για την ατομική φυσική και την οπτική θεωρούνται κλασικά στους τομείς τους και εκδίδονται ακόμα. Ακολουθεί ένας κατάλογος των σημαντικότερων έργων του Μπορν:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.