From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Μάχη του Τουτρακάν (βουλγαρικά Битка при Тутракан ή Тутраканска епопея) ήταν η πρώτη επίθεση των Κεντρικών Δυνάμεων στα πλαίσια της ρουμανικής εκστρατείας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η μάχη διήρκησε για 5 μέρες και έληξε με την κατάληψη του οχυρού Τουτρακάν (ή Τουρτουκαία στα ρουμάνικα) και την παράδοση των Ρουμάνων υπερασπιστών του.
Μάχη του Τουτρακάν | |||
---|---|---|---|
Ρουμανική εκστρατεία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου | |||
Μνημείο των πεσόντων στη μάχη. | |||
Χρονολογία | 2-6 Σεπτεμβρίου 1916 | ||
Τόπος | Τουτρακάν (νυν Βουλγαρία) | ||
Έκβαση | Αποφασιστική νίκη των Βουλγάρων | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απολογισμός | |||
Μέχρι τον Αύγουστο του 1916, οι Κεντρικές Δυνάμεις βρίσκονταν σε δύσκολη κατάσταση - στα δυτικά, η γερμανική επίθεση στο Βερντέν προχωρούσε με αργούς ρυθμούς, στα ανατολικά, η επίθεση του Μπρουσίλοφ ακρωτηρίασε τον Στρατό της Αυστροουγγαρίας, στα νότια, ο Ιταλικός Στρατός πίεζε τον αυστροουγγρικό στρατό, ενώ ο Γάλλος Στρατηγός Μωρίς Σαράιγ προχώρησε σε επίθεση κατά του βουλγαρικού στρατού στο Μοναστήρι.
Η ρουμανική κυβέρνηση θεώρησε πως αυτή η στιγμή ήταν κατάλληλη για την εκπλήρωση των εθνικών διεκδικήσεων της Ρουμανίας και αποφάσισε να εισέλθει στον πόλεμο με το πλευρό της Αντάντ - γι' αυτό και κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστροουγγαρία στις 27 Αυγούστου 1916. Τρεις ρουμανικές στρατιές εισέβαλαν στην Τρανσυλβανία μέσω των Καρπαθίων Όρεων και απώθησαν εύκολα την 1η Αυστροουγγρική Στρατιά. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, οι Ρουμάνοι κατέλαβαν την Όρσοβα, το Πετροσάνι και το Μπράσοβ, ενώ έφθασαν στο Σιμπίου, απ' όπου σχεδίαζαν να φθάσουν στον ποταμό Μούρες που ήταν ο κύριος στόχος της επίθεσης.
Στις 27 Αυγούστου, η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρουμανία, κάτι που έκανε και η Βουλγαρία στις 1 Σεπτεμβρίου. Στις 2 Σεπτεμβρίου, η 3η Βουλγαρική Στρατιά προχώρησε στην πρώτη μεγάλη επίθεση της ρουμανικής εκστρατείας στη Νότια Δοβρουτσά.
Το Τουτρακάν ήταν αρχαίο ρωμαϊκό οχυρό. Κατά τη διάρκεια της βασιλίας του Αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ) έγινε ένα από μεγαλύτερα οχυρά στις λίμες του Δούναβη. Τον 7ο αιώνα, το οχυρό έγινε μέρος της Βουλγαρίας μέχρι την κατάληψη της Βουλγαρίας από τους Οθωμανούς στα τέλη του 14ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια των επιθέσεων των Οθωμανών στην Ευρώπη, ο Δούναβης έγινε η κύρια αμυντική γραμμή στα Βαλκάνια. Το μεγάλο πλάτος του ποταμού, ωστόσο, δεν βοήθησε τους Οθωμανούς να αμυνθούν κατά των επιθέσεων της Ρωσίας στα πλαίσια των ρωσοτουρκικών πολέμων. Για να αντιμετώπισει την ρωσική απειλή, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφτιαξε τετράπλευρο οχυρό στη γραμμή Ρούσε-Σιλίστρα-Βάρνα-Σούμεν. Το Τουτρακάν βρισκόταν στη βόρεια πλευρά του τετράπλευρου, σε ένα σημείο όπου ο Δούναβης ήταν στενός, απέναντι από τις εκβολές του πλωτού ποταμού Άρτζες. Το σημείο ήταν εξαιρετικό για διάβαση και οι Οθωμανοί αποφάσισαν να το οχυρώσουν με μεγάλη φρουρά.
Με την απελευθέρωση του Πριγκιπάτου της Βουλγαρίας μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878, το Τουτρακάν έγινε μέρος της Βουλγαρίας, αλλά οι Βούλγαροι διεκδικούσαν επίσης τη Μακεδονία και τη Θράκη και η άμυνα του Δούναβη είχε παραμεληθεί σε μεγάλο βαθμό. Μετά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, το Τουτρακάν και η Νότια Δοβρουτσά συμπεριλήφθηκε στην επικράτεια της Ρουμανίας το 1913.
Το Ρουμανικό Γενικό Επιτελείο αμέσως έλαβε μέτρα για την ενίσχυση της άμυνας της πόλης, με σκοπό η πόλη να γίνει προγεφύρωμα σε περίπτωση πολέμου με τη Βουλγαρία. Οι εργασίες για την ενίσχυση της άμυνας διήρκησαν για 2 χρόνια και έγιναν υπό την επίβλεψη Βέλγων μηχανικών.[7] Το έδαφος ήταν κατάλληλο για προγεφύρωμα, καθώς τα υψώματα που έβλεπαν την πόλη σχημάτιζαν οροπέδιο πλάτους 7-10 χιλιομέτρων, ύψους 113 μέτρων πάνω από τον Δούναβη και περιβάλλονταν από πολλές ευρείες ρεματιές.[8]
Η βασική άμυνα αποτελείτο από 3 γραμμές χαρακωμάτων γύρω από τις όχθες του ποταμού. Στην πρώτη γραμμή υπήρχαν μικρά φυλάκια ειδικά για επιτήρηση. Προς τα δυτικά, γύρω από το χωριό Στάρο Σέλο, οι εξωτερικές οχυρώσεις είχαν πιο εκτεταμένο χαρακτήρα.
Η κύρια αμυντική γραμμή κατασκευάστηκε στην άκρη του οροπεδίου με σκοπό να μείνει το εχθρικό πυροβολικό μακριά από κάθε πιθανή γέφυρα που μπορούσε να κατασκευαστεί στο Τουτρακάν. Η γραμμή είχε μήκος 30 χιλιόμετρα και είχε 15 οχυρά (κέντρα αντίστασης), τα οποία έφεραν τα ονόματα των τοπικών οικισμών, όπως «Τουτρακάν», «Στάρο Σέλο», «Νταϊντούρ», «Σαρσάνλαρ» κτλ. Κάθε απ' αυτά είχε 50 με 70 στρατιώτες, με στέγες που στηρίζονταν από σιδερένια κάγκελα ή ξύλινες σανίδες μαζί με δίμετρο στρώμα χώματος. Επίσης, τα οχυρά είχαν κατάλληλη προστασία από τα βλήμματα πυροβολικού.[8] Τα οχυρά είχαν απόσταση 1.2-2.2 χιλιόμετρα μεταξύ τους με ρηχές τάφρους και φωλιές πολυβόλων. Στα διαστήματα μεταξύ των οχυρών υπήρχαν θέσεις για τουφέκια και πολυβόλα στα άκρα των οχυρών. Τα κέντρα αντίστασης ήταν καλά προστατευμένα με αγκαθωτά σύρματα με βάθος 10-15 μέτρα, αλλά βρίσκονταν 50 μέτρα μακριά από τη γραμμή βολής και έτσι δεν θα μπορούσαν να υπερασπιστούν με χειροβομβίδες. Εκατό μέτρα από την κύρια γραμμή, οι Ρουμάνοι έφτιαξαν 3 σειρές από παγίδες και συρματοπλέγματα από το οχυρό 15 μέχρι το οχυρό 3.[9] Το μεγαλύτερο μέρος του πυροβολικού παρατάχθηκε στην κύρια αμυντική γραμμή, αν και αρκετά πυροβόλα, μαζί με χαρακώματα και πολυβόλα, τοποθετήθηκαν σε κοντινά νησιά στον Δούναβη με σκοπό να βοηθήσουν τον Ρουμανικό Στολίσκο του Δούναβη.[8]
Τέσσερα χιλιόμετρα από την κύρια αμυντική γραμμή και 3 χιλιόμετρα από το Τουτρακάν βρισκόταν μια δευτερεύουσα αμυντική γραμμή του οχυρού. Περιλάμβανε μια γραμμή από χαρακώματα με λίγα πολυβόλα ή εμπόδια και χωρίς πυροβολικό. Οι Ρουμάνοι έδωσαν έμφαση στην κύρια αμυντική γραμμή και αγνόησαν σοβαρά τη δευτερεύουσα γραμμή.
Για ευκολία στη διοίκηση, η περιοχή χωρίστηκε σε τρεις τομείς: Τομέας Α (δυτικά), Τομέας Β (νότια) και Τομέας Γ (ανατολικά), οι οποίοι έφεραν τα ονόματα των τοπικών χωριών - Στάρο Σέλο, Νταϊντούρ και Αντίμοβο αντίστοιχα. Κάθε τομέας είχε τον δικό του διοικητή.[7]
Η άμυνα του Δούναβη και της Δοβρουτσάς ανατέθηκε στην 3η Ρουμανική Στρατιά υπό τις διαταγές του Στρατηγού Μιχαήλ Ασλάν, το επιτελείο του οποίου βρισκόταν στο Βουκουρέστι. Το οχυρό του Τουτρακάν βρισκόταν υπό τη διοίκηση του διοικητή της 17ης μεραρχίας πεζικού, Στρατηγού Κονσταντίν Τεοντορέσκου, ο οποίος είχε τις εξής δυνάμεις στη διάθεση του πριν από την έναρξη της μάχης:
17η μεραρχία πεζικού (Τεοντορέσκου)
Οι Ρουμάνοι είχαν στη διάθεση τους για τη μάχη 19 τάγματα με 20.000 άνδρες και 66 πολυβόλα. Μονάχα 3 από τα 19 τάγμα άνηκαν στον τακτικό στρατό, ενώ τα άλλα 16 σχηματίστηκαν από εφέδρους. Η ρουμανική δύναμη ενισχύθηκε από τον Ρουμανικό Στολίσκο του Δούναβη.
Ο Στρατηγός Τεοντορέσκου είχε στη διάθεση του (μέχρι το τέλος Αυγούστου) περισσότερα από 157 πυροβόλα με διαμέτρημα από 7.5 μέχρι 21 εκατοστά - ωστόσο, τα περισσότερα πυροβόλα ήταν παλαιά και δεν μπορούσαν να βάλλουν γρήγορα.[4] Το πυροβολικό στην τάφρο περιλάμβανε πολλά πυροβόλα με μικρό διαμέτρημα, ενώ το κινητό πυροβολικό (το οποίο μετέφεραν άλογα) είχε 23 πυροβόλα, από τα οποία μονάχα τα 8 μπορούσαν να βάλλουν γρήγορα.[10] Στον Δυτικό Τομέα, τα σώματα ενισχύθηκαν με πυροβόλα από τον Ρουμανικό Στολίσκο του Δούναβη. Σχεδόν ολόκληρο το πυροβολικό τοποθετήθηκε στην κύρια αμυντική γραμμή, αλλά τα πυροβόλα είχαν τοποθετηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε ήταν δύσκολο να βάλλουν μαζικά σε ένα σημείο.[11] Τα πυροβόλα διανεμήθηκαν σε ίσες ποσότητες σε όλους τους τομείς, χωρίς να υπάρχουν αποθέματα. Σοβαρό πρόβλημα για το ρουμανικό πυροβολικό ήταν ότι τα πυροβόλα τοποθετούνταν σε ειδικές πλατφόρμες, τις οποίες δεν μπορούσαν να μετακινήσουν.[9]
Η φρουρά του Τουτρακάν συνδέονταν με την Ολτενίτα με βυθισμένα τηλεφωνικά καλώδια και με το επιτελείο της 3ης Ρουμανικής Στρατιάς στο Βουκουρέστι με ασύρματο τηλεγράφο - ωστόσο, η φρουρά παρέμεινε σχετικά απομονωμένη από τις πιο κοντινές ρουμανικές δυνάμεις στη Δοβρουτσά. Η 9η μεραρχία βρισκόταν 60 χιλιόμετρα ανατολικά στην Σιλίστρα, ενώ η 19η μεραρχία πεζικού και η 5η ταξιαρχία ιππικού βρίσκονταν 100 χιλιόμετρα προς τα νοτιοανατολικά, γύρω από το Ντόμπριτς.[7] Η 16η μεραρχία πεζικού, η 20η μεραρχία πεζικού, η 18η μεραρχία πεζικού και 1η μεραρχία ιππικού των Ρουμάνων βρίσκονταν στο αριστερό άκρο του Δούναβη και μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ενισχύσεις για τη φρουρά αν ήταν χρήσιμο.
Σε γενικές γραμμές, παρά τα προβλήματα της άμυνας, η ρουμανική διοίκηση ήσαν σίγουρη για τη δύναμη του οχυρού και για την ικανότητα του να αντεπεξέλθει σε μεγάλες εχθρικές επιθέσεις. Γι' αυτό και αναφερόταν ως «το δεύτερο Βερντέν» ή «το Βερντέν της Ανατολής».[8] Αυτή η σύγκριση δεν ήταν αδικαιολόγητη. Τα περισσότερα οχυρά της Ευρώπης είχαν τον ίδιο φρουρίων με τα 15 φρούρια γύρω από το Τουτρακάν - για παράδειγμα, η Λιέγη είχε 12, το Πρζεμίσλ είχε 15 και το Βερντέν είχε 23 φρούρια.[8]
Για να προστατεύσουν τα σύνορα τους στον Δούναβη, οι Βούλγαροι χρησιμοποίησαν την 3η Βουλγαρική Στρατιά από τις αρχές Σεπτεμβρίου του 1915, δίνοντας διαταγή στον Στέφαν Τόσεβ (διοικητή της στρατιάς) να εφοδιάσει και να προετοιμάσει μέσα τα στρατεύματα του μέσα σε ένα χρόνο. Όταν έμαθαν για τα ρουμανικά σχέδια στα μέσα του 1916, οι Βούλγαροι έθεσαν ως προτεραιότητα την ενίσχυση της 3ης Βουλγαρικής Στρατιάς.
Μέχρι το τέλος του Αυγούστου, η 3η Βουλγαρική Στρατιά συμπεριλήφθηκε στην Ομάδα Στρατιών Μάκενσεν, υπό τις διαταγές του Αρχιστράτηγου Άουγκουστ φον Μάκενσεν, ο οποίος μετέφερε το επιτελείο του από το Μακεδονικό Μέτωπο με σκοπό να συντονίσει τη δράση των δυνάμεων του για την επίθεση κατά της Ρουμανίας.[7] Μέχρι τις 1 Σεπτεμβρίου, η 3η Βουλγαρική Στρατιά είχε στη διάθεση της 62 τάγματα πεζικού, 55 πυροβολαρχίες και 23 ίλες ιππικού στα σύνορα της Δοβρουτσάς.[12] Για την επίθεση κατά του Τουτρακάν, ο Στρατηγός Τόσεβ σχεδίαζε να χρησιμοποιήσει το αριστερό άκρο της 3ης Βουλγαρικής Στρατιάς, το οποίο είχε τις εξής δυνάμεις:
4η Μεραρχία Πεζικού Πρέσλαβ (Κισελόφ)
1/1η ταξιαρχία πεζικού (Νεντιάλκοβ)
Γερμανοβουλγαρικό Απόσπασμα (φον Χάμμερσταϊν - από τις 4 Σεπτεμβρίου)
Αυτές οι δυνάμεις είχαν στη διάθεση τους 31 τάγματα πεζικού και εφέδρων, 29 πυροβολαρχίες και 7 ίλες ιππικού με 55.000 άνδρες, 132 πυροβόλα και 53 πολυβόλα.[13][14] Αυτές οι δυνάμεις είχαν αριθμητικό πλεονέκτημα σε άνδρες και όπλα, αλλά οι περισσότερες βουλγαρικές μονάδες, εκτός από την 1η ταξιαρχία και την 1η Μεραρχία Πεζικού της Σόφιας, δεν είχαν εμπειρία σε μάχες, καθώς δεν έλαβαν μέρος στη σερβική εκστρατεία. Ωστόσο, χάρη στις αλλάγες που υπέστη ο βουλγαρικός στρατός, οι βουλγαρικές μονάδες ενισχύθηκαν με περισσότερα πολυβόλα και πυροβόλα, ενώ είχαν καλύτερες συγκοινωνίες και λογιστική υποστήριξη.[7]
Το βουλγαρικό και το γερμανικό πυροβολικό είχε αρκετά σύγχρονα οβιδοβόλα και πυροβόλα με διαμέτρημα από 7.5 μέχρι 15 εκατοστρόμετρα. Σε αντίθεση με τους Ρουμάνους, ωστόσο, οι Βούλγαροι και οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να ενισχυθούν από στολίσκο στον Δούναβη, καθώς ο Αυστροουγγρικός Στολίσκος του Δούναβη είχε υποχωρήσει στο κανάλι της Περσίνα χάρη στη δράση των ρουμανικών δυνάμεων.[7] Για ενίσχυση του πυροβολικού, οι Βούλγαροι και οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν αεροσκάφη.
Αρχικά, ο στρατηγός Τόσεβ έλαβε τον άμεσο έλεγχο του αριστερού άκρου της στρατιάς του, αλλά κατά τη διάρκεια της μάχης έγινε φανερό ότι χρειαζόταν να αναλάβει τη διοίκηση ολόκληρης της στρατιάς και ο στρατηγός Κισελόφ (διοικητής της 4ης Μεραρχίας Πρέσλαβ) ανέλαβε τη διοίκηση ολόκληρων των δυνάμεων που είχαν χρησιμοποιηθεί κατά του οχυρού Τουτρακάν. Ενώ διατηρούσε τον έλεγχο της μεραρχίας του, ο Τόσεβ δεν έλαβε επιπλέον προσωπικό, κάτι που προκαλούσε προβλήματα στον συντονισμό των δυνάμεων. Ο Κισελόφ και ο αρχηγός του επιτελείου του, Νόικοφ, θεωρήθηκαν εξαιρετικοί αξιωματικοί από τους Γερμανούς και εκπροσωπούσαν την ηγεσία της 3ης Βουλγαρικής Στρατιάς.[7]
Η βουλγαρική κυβέρνηση έδωσε έμφαση στην επίθεση στη Ρουμανία και κήρυξε τον πόλεμο στη Ρουμανία στις 1 Σεπτεμβρίου, 5 μέρες μετά από τη Γερμανία - κίνηση που προκάλεσε αρχικά μεγάλη ανησυχία στη γερμανική διοίκηση.
Στις 28 Αυγούστου, ο Αρχιστράτηγος Μάκενσεν εξέδωσε την πρώτη διαταγή στην 3η Βουλγαρική Στρατιά, σύμφωνα με την οποία η 3η Βουλγαρική Στρατιά διατάχθηκε να ετοιμαστεί για αποφασιστική προώθηση με σκοπό την κατάληψη των σημείων διέλευσης του Δούναβη στη Νότια Δοβρουτσά. Για να πετύχει αυτό, η 1η μεραρχία και η 4η μεραρχία έπρεπε καταλάβουν ταυτόχρονα το Τουτρακάν και τη Σιλίστρα.[15] Αν και ο Στρατηγός Τόσεβ ξεκίνησε να μοιράζει τις δυνάμεις του όπως το διέταξε ο Γερμανός Αρχιστράτηγος, στην πραγματικότητα ήταν άκρως αντίθετος στο να μοιράσει στα δύο τις δυνάμεις του και να επιτεθεί τα δύο οχυρά. Στις 31 Αυγούστου, ο Τόσεβ και ο Μάκενσεν συναντήθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Γκόρνα Οριάχοβιτσα για να ανταλλάξουν απόψεις σχετικά με την επιχείρηση. Ο Τόσεβ γνώριζε καλύτερα την κατάσταση των ρουμανικών δυνάμεων και των οχυρώσεων στη Δοβρουτσά και προσπάθησε να πείσει τον Μάκενσεν να δώσει προτεραιότητα στην κατάληψη του Τουτρακάν (αφήνοντας σε δεύτερο πλάνο την κατάληψη της Σιλίστρα) και να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις για να πετύχει την κατάληψη του Τουτρακάν. Την ίδια μέρα, ο Τόσεβ παρουσιάσε ένα λεπτομερές σχέδιο της επίθεσης, σύμφωνα με το οποίο, η 3η Βουλγαρική Στρατιά θα προωθηθεί στις 2 Σεπτεμβρίου με το αριστερό άκρο κατά του προγεφυρώματος ενώ η 3/1 ταξιαρχία πεζικού θα μετακινηθεί στην κατεύθυνση της Σιλίστρα για να καλύψει το άκρο της στρατιάς. Το δεξί άκρο της στρατιάς, το οποίο συμπεριλάμβανε την 1η μεραρχία ιππικού και τη φρουρά της Βάρνα, αναλάμβανε να προωθηθεί κατά του Ντόμπριτς και του Βάλχικ με την 1η μεραρχία ιππικού να συνδέεται με το αριστερό άκρο. Την επόμενη μέρα, ο Μάκενσεν αποδέχτηκε το σχέδιο του Τόσεβ με μικρές αλλαγές, όπως η χρήση της 2/1 ταξιαρχίας πεζικού ως εφεδρεία του δεξιού άκρου των δυνάμεων που θα επιτεθούν στο Τουτρακάν. Όταν έλαβε την έγκριση του Αρχιστράτηγου, το επιτελείο της 3ης Βουλγαρικής Στρατιάς μεταφέρθηκε στο Ραζγκράντ, όπου συντόνισε τις τελικές προετοιμασίες για την επίθεση.[15]
Στις 1 Σεπτεμβρίου, ο φον Μάκενσεν έλαβε τηλεγράφημα από τον νέο Αρχηγό του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, ο οποίος τον πληροφόρησε πως οι γερμανικές και οι αυστροουγγρικές δυνάμεις θα συγκεντρωθούν στην Τρανσυλβανία στο δεύτερο μέσο του Σεπτεμβρίου, ενώ οι δυνάμεις που βρίσκονταν ήδη στην περιοχή θα μπορούσαν μονάχα να υπερασπίζονταν τις θέσεις τους απέναντι στους Ρουμάνους. Ο φον Χίντενμπουργκ και ο Βούλγαρος Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Νικόλα Ζέκοφ διέταξαν την 3η Βουλγαρική Στρατιά να προωθηθεί στη Δοβρουτσά με σκοπό να καταστρέψει όσο το δυνατόν περισσότερες ρωσικές και ρουμανικές δυνάμεις, τονίζοντας τη σημασία μιας γρήγορης νίκης στη ρουμανική εκστρατεία.[15]
Το ρουμανικό σχέδιο, γνωστό ως Υπόθεσις Ζ, απαιτούσε από τις περισσότερες δυνάμεις του ρουμανικού στρατού να εισβάλλουν στην Τρανσυλβανία, ενώ η 3η Ρουμανική Στρατιά με 150.000 άνδρες ανέλαβε την άμυνα κατά μήκος του Δούναβη και στα σύνορα της Δοβρουτσάς για 10 μέρες. Μετά απ' αυτές τις 10 μέρες, οι νότιες δυνάμεις θα προχωρούσαν σε επίθεση από τη Δοβρουτσά στη Βουλγαρία μαζί με το Ρωσικό Σώμα Στρατού του Αντρέι Ζαϊοντσκόφσκι και θα καταλάμβαναν θέσεις στη γραμμή Ρούσε-Σούμεν-Βάρνα, ώστε να μειώσουν την πίεση γύρω από τις βόρειες δυνάμεις.[14]
Οι Ρώσοι διέσχισαν τον Δούναβη και συγκεντρώθηκαν γύρω από το Κοντάμπιν. Στις 31 Αυγούστου, ο Στρατηγός Ασλάν υπέταξε την 19η Ρουμανική Μεραρχία Πεζικού (που βρισκόταν στο Ντόμπριτς) και σχημάτισε την Ανατολική Ομάδα Επιχειρήσεων υπό τις διαταγές του Στρατηγού Ζαϊοντσκόφσκι. Οι Ρουμάνοι αποφάσισαν να υπερασπιστούν το Τουτρακάν και τη Σιλίστρα μαζί με ολόκληρη τη Δοβρουτσά με σκοπό να εξασφαλίσουν τις κατάλληλες συνθήκες για μια μελλοντική εισβολή στη Βουλγαρία. Ο Στρατηγός Ασλάν κατάλαβε πως οι δυνάμεις του ήταν διασκορπισμένες και ζήτησε από τους Ρώσους να μεταφερθούν πιο κοντά στα οχυρά, αλλά ο Στρατηγός Ζαϊοντσκόφσκι σκόπευε να κρατήσει τις δυνάμεις του στη Δοβρουτσά και μονάχα αν το επέτρεπαν οι συνθήκες να τις μεταφέρει στο Τουτρακάν και στη Σιλίστρα. Οι Σύμμαχοι έχασαν χρόνο στην προσπάθεια τους να λύσουν το πρόβλημα και οι ρωσικές δυνάμεις ξεκίνησαν στις 3 Σεπτεμβρίου την πορεία προς τα νότια.[16]
Νωρίς το πρωϊ της 2ης Σεπτεμβρίου, η 3η Βουλγαρική Στρατιά διέσχισε τα σύνορα με τη Ρουμανία σε όλο το μήκος τους και το αριστερό άκρο της στρατιάς έφθασε κοντά στο οχυρό. Το γερμανοβουλγαρικό απόσπασμα του Συνταγματάρχη Κάουφμαν προωθήθηκε στον Τομέα Α (δυτικά) του οχυρού, απώθησε τις αδύναμες ρουμανικές μονάδες και κατέλαβε θέσεις στα ανατολικά του χωριού Τούρκ Σμιλ, όπου αναχαιτίστηκε από το δυνατό πυροβολικό του Ρουμανικού Στολίσκου του Δούναβη και από το ρουμανικό πυροβολικό που τοποθετήθηκε στα νησιά του ποταμού. Η 4η Μεραρχία Πρέσλαβ επιτέθηκε στον Τομέα Β (νότια) και απώθησε γρήγορα τους Ρουμάνους, αλλά οι τελευταίοι υποχώρησαν γρήγορα με αποτέλεσμα να μην αιχμαλωτιστεί ούτε ένας στρατιώτης.[7] Η μεραρχία προωθήθηκε περίπου 15-23 χιλιόμετρα και 2.7 χιλιόμετρα στην κύρια αμυντική γραμμή, ενώ μείωσαν το μέτωπο της γραμμής από 20 σε 10 χιλιόμετρα.[17] Εν τω μεταξύ, στον Τομέα Γ (ανατολικά), η 1/1 Βουλγαρική Ταξιαρχία Πεζικού δεν αντιμετώπισε αντίσταση, καθώς η ρουμανική διοίκηση μετέφερε τις δυνάμεις των Ρουμάνων πίσω από τη κύρια αμυντική γραμμή πριν τη βουλγαρική επίθεση.[7]
Μέχρι το απόγευμα της πρώτης μέρας, οι Ρουμάνοι μετέφεραν τις δυνάμεις τους από την πρώτη γραμμή στη δεύτερη αμυντική γραμμή. Από εκεί έβαλλαν συνεχώς από τα τουφέκια με περιστασιακά πυρά πυροβόλων, τη νύχτα από τη 2η προς την 3η Σεπτεμβρίου.[7][18] Η ρουμανική διοίκηση αντιδρούσε αργά στην κατάσταση που επικρατούσε στο πεδίο της μάχης, ενώ ο Στρατηγός Ασλάν παρέμεινε στο Βουκουρέστι. Ο Ασλάν διέταξε τον Ζαϊοντσκόφσκι να φθάσει με τις δυνάμεις του στα σύνορα με τη Βουλγαρία, αλλά η διαταγή εκτελέστηκε με μεγάλη καθυστέρηση. Οι Ρουμάνοι προσπάθησαν να στείλουν ενισχύσεις από εφεδρείες γύρω από την πρωτεύουσα, αλλά και αυτές καθυστέρησαν εξαιτίας της γενικής σύγχυσης της ρουμανικής κινητοποίησης.[7]
Στις 3 Σεπτεμβρίου, οι Βούλγαροι ξεκίνησαν να σταθεροποιούν τις θέσεις τους. Το γερμανοβουλγαρικό απόσπασμα έλαβε διαταγή να καταλάβει το ύψωμα 131, δυτικά του Στάρο Σέλο, απ' όπου θα μπορούσε να επιτεθεί στα ρουμανικά φρούρια στον Τομέα Α (δυτικά). Οι υπερασπιστές αμύνονταν καλά χάρη στις τάφρους και στα συρματοπλέγματα, ενώ οι επιτιθέμενοι είχαν να προωθηθούν μέσα σε ανοιχτό πεδίο με τα άκρα τους να δέχονται τα πυρά του ρουμανικού πυροβολικού από τις τάφρους.[19] Οι ρουμανικές θέσεις στα νότια, γύρω από χωριό Σένοβο, βρίσκονταν πίσω από μικρούς λόφους που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως κάλυψη για το πεζικό των επιτιθέμενων, γεγονός που ώθησε τον Συνταγματάρχη Κάουφμαν να μοιράσει το γερμανοβουλγαρικό απόσπασμα σε 3 φάλλαγες (υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Βλάχοβ, του Ταγματάρχη φον Χάμερσταϊν και του Συνταγματάρχη Ντράζκοβ) και να χρησιμοποιήσει μια φάλαγγα για να επιτεθεί στο Σένοβο, ενώ οι άλλες δύο θα την υποστήριζαν. Η φάλαγγα του Συνταγματάρχη Βλάχοβ προωθήθηκε 5 χιλιόμετρα και συνάντησε αρχικά μικρή αντίσταση - ωστόσο, το ρουμανικό πυροβολικό έβαλλε συνεχώς και αναχαίτισε τις βουλγαρικές δυνάμεις. Αρκετοί στρατιώτες κατάφεραν να φθάσουν μέχρι τα συρματοπλέγματα, αλλά απέτυχαν να τα καταλάβουν. Το μεσημέρι, οι δυνάμεις του Βλάχοβ έλαβαν διαταγή να αμυνθούν στο σημείο όπου είχαν φθάσει. Το αίτημα του Βλάχοβ για ενισχύσεις δεν έγινε αποδεκτό. Οι ρουμανικές αντεπιθέσεις ανάγκασαν τον Βλάχοβ να διατάξει τα σώματα του να οπισθοχωρήσουν κατά 300 μέτρα από τα συρματοπλέγματα και να ετοιμάσουν αμυντικές θέσεις.[20] Η επίθεση του φον Χάμερσταϊν, εξαιτίας των τακτικών πυρών του ρουμανικού πυροβολικού, έληξε με λίγη επιτυχία. Εν τω μεταξύ, ο Συνταγματάρχης Ντράζκοβ αναχαίτισε τις ρουμανικές επιθέσεις στα άκρα, αλλά η προώθηση του αναχαιτίστηκε από το ρουμανικό πυροβολικό περίπου 50 μέτρα από τα ρουμανικά συρματοπλέγματα. Οι επιτιθέμενοι έχασαν σ' αυτό τον τομέα περίπου 300 στρατιώτες.[21] Οι επιτιθέμενοι δεν πέτυχαν τους σκοπούς τους και αναγκάστηκαν να περιμένουν μέχρι την επόμενη μέρα, καθώς είχε πέσει η νύχτα και το πεδίο ήταν σκοτεινό.
Μετά από βροχερή νύχτα, η 4η Μεραρχία Πεζικού, στις 3 Σεπτεμβρίου, έφθασε κοντά στα συρματοπλέγματα στην κύρια αμυντική γραμμή στον Τομέα Β, απώθησε τις ρουμανικές περιπολίες, κατέλαβε το Νταϊντούρ και μετέφερε το βαρύ πυροβολικό του. Κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, η μεραρχία αναχαίτισε αρκετές ρουμανικές αντεπιθέσεις, έχοντας υποστεί ελαφριές απώλειες. Στον Τομέα Γ, η 1/1 ταξιαρχία πεζικού προσπάθησε να καταλάβει την κύρια αμυντική γραμμή χωρίς να συναντήσει αντίσταση.
Η ρουμανική θέση επιδεινώθηκε σταδιακά. Ο Στρατηγός Τεοντορέσκου αναγκάστηκε να στείλει τις τελευταίες εφεδρείες του ως ενισχύσεις στον Τομέα Α και στον Τομέα Γ - απόφαση που αποδείχθηκε μοιραία, καθώς οι Βούλγαροι έδωσαν προτεραιότητα στην επίθεση στον Τομέα Β. Παρά τις απαισιόδοξες αναφορές του Τεοντορέσκου, το Γενικό Επιτελείο των Ρουμάνων θεώρησε πως το οχυρό μπορούσε να αντέξει μέχρι να φθάσουν ρουμανικές και ρωσικές δυνάμεις από τα ανατολικά ή πως η φρουρά θα μπορούσε να σπάσει τον κλοιό και να υποχωρήσει στη Σιλίστρα.[7] Στις 3 Σεπτεμβρίου, οι πρώτες απόπειρες βοήθειας στο Τουτρακάν έγιναν από τους Ρουμάνους στρατιώτες στο δεξιό άκρο της 3ης Βουλγαρικής Στρατιάς, αλλά έληξαν με αποτυχία χάρη στη δράση της 1ης Βουλγαρικής Μεραρχίας Ιππικού στα χωριά Κότσμαρ και Κάρα Πέλιτ, όπου η 19η Ρουμανική Ταξιαρχία έχασε 1354 στρατιώτες (654 νεκροί και τραυματίες και άλλοι 700 αιχμάλωτοι).[22]
Περίπου στις 11:00 της 3ης Σεπτεμβρίου, ο στρατηγός Τόσεβ, ο οποίος είχε ανταλλάξει απόψεις με τον στρατηγό Κισελόφ, εξέδωσε τη Διαταγή υπ' αριθμόν 17 για την επίθεση της επόμενης μέρας στο Τουτρακάν. Η διαταγή ανέφερε πως ο διοικητής της 4ης μεραρχίας αναλάμβανε τη διοίκηση όλων των δυνάμεων που είχε για την επίθεση στο οχυρό και θα καθόριζε την ακριβή ώρα της επίθεσης του πεζικού, αφού πρώτα το πυροβολικό θα προκαλούσε σοβαρές ζημιές στις ρουμανικές θέσεις. Ο Ταγματάρχης φον Χάμμερσταϊν και η ομάδα του ανέλαβαν την επίθεση και την κατάληψη του φρουρίου 2 στον Τομέα Β (δυτικά), η κύρια επίθεση θα διεξαγόταν κατά των φρουρίων 5 και 6 στον Τομέα Β (νότια) και τέλος, η 1/1 ταξιαρχία ανέλαβε την κατάληψη του φρουρίου 8 στον Τομέα Γ (ανατολικά). Για να προστατεύσει το δεξί άκρο της παράταξης, ο Τόσεβ διέταξε δύο ταξιαρχίες εφέδρων της 1ης Μεραρχίας Πεζικού Σόφια να παρακολουθούν τις ρουμανικές ενέργειες στη Σιλίστρα.[23] Όταν ο Κισελόφ έλαβε τη διαταγή, χρησιμοποίησε τη θέση του για να κάνει αρκετές αλλαγές στο σχέδιο. Η επίθεση των φρουρίων 5 και 6 ανατέθηκε στην Ταξιαρχία του Κμέτοβ, ενώ η Ταξιαρχία του Ικονόμοβ ανέλαβε την επίθεση του φρουρίου 7. Ολόκληρο το βαρύ πυροβολικό τέθηκε υπό τις διαταγές του διοικητή του 2ου Συντάγματος Βαρέως Πυροβολικού, Συνταγματάρχη Ανγκέλοβ, με διαταγή να ξεκινήσει τον κανονιοβολισμό των ρουμανικών θέσεων στις 9:00. Το πεζικό θα έφθανε σε απόσταση 150 μέτρων από τις ρουμανικές θέσεις και θα περίμενε να σταματήσει ο κανονιοβολισμός. Ωστόσο, ο Ανγκέλοβ ζήτησε να αναβληθεί η επίθεση για να παραταχθεί καλύτερα το πυροβολικό. Επιπλέον, η επικοινωνία με την ομάδα του φον Χάμμερσταϊν ήσαν αδύνατη και οι γερμανικές εκτοξευτές νάρκων χρειάζονταν περισσότερο χρόνο για να πάρουν θέσεις. Αυτά έπεισαν τον στρατηγό Κισελόφ να αναβάλει την επίθεση.
Στις 4 Σεπτεμβρίου, οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι ασχολήθηκαν με τις προετοιμασίες για την επίθεση. Οι μάχες συνεχίστηκαν στον Τομέα Α, όπου το απόσπασμα του Κάουφμαν είχε σκοπό να ολοκληρώσει την επίθεση στο ύψωμα 131 που ξεκίνησε την προηγούμενη μέρα και να εξασφαλίσει την αρχική θέση για την επίθεση στο φρούριο 2. Αυτός ο σκοπός εκπληρώθηκε νωρίς το πρωϊ και οι περισσότεροι από τους υπερασπιστές υποχώρησαν στην κύρια αμυντική γραμμή. Εκείνη τη μέρα, ο Αρχιστράτηγος Μάκενσεν ανακάλεσε τον φον Κάουφμαν στο Ρούσε - το γερμανοβουλγαρικό απόσπασμα τέθηκε υπό τις διαταγές του φον Χάμμερσταϊν.[24]
Ο Στρατηγός Τεοντορέσκου συνέχισε να στέλνει απαισιόδοξες αναφορές στην ανώτατη διοίκηση της Ρουμανίας ζητώντας ενισχύσεις. Αυτή τη φορά, οι αναφορές του Τεοντορέσκου δεν αγνοήθηκαν: η 10η μεραρχία και η 15η μεραρχία, οι οποίες ήταν η στρατηγική εφεδρεία του στρατού, διατάχθηκαν να πορευτούν στα νότια προς την Ολτενίτα - η 10η μεραρχία ανέλαβε τη φρουρά του ποταμού και η 15η μεραρχία ανέλαβε να περάσει τον ποταμό για να βοηθήσει τη φρουρά του Τουτρακάν. Σ' αυτές τις δυνάμεις συμπεριλήφθηκαν 17 τάγματα από το 34ο Ρουμανικό Σύνταγμα, το 74ο Ρουμανικό Σύνταγμα, το 75ο Ρουμανικό Σύνταγμα και το 80ο Ρουμανικό Σύνταγμα και 2 τάγματα από το 2ο Συνοριακό Σύνταγμα, μαζί με 6 πυροβολαρχίες.[14] Αυτές οι νέες δυνάμεις έδιναν στους Ρουμάνους αριθμητικό πλεονέκτημα έναντι των Βουλγάρων, αλλά καθυστέρησαν και έφταναν σταδιακά στο πεδίο της μάχης, με αποτέλεσμα να μειωθεί η αποτελεσματικότητα τους και η επιρροή τους στη μάχη.[14] Οι πρώτες ενισχύσεις πέρασαν τον Δούναβη αργά το απόγευμα και κατά τη διάρκεια της νύχτας της 4ης Σεπτεμβρίου. Όταν έφθασαν στη νότια ακτή, οι ενισχύσεις μοιράστηκαν και στάλθηκαν στους τομείς, χωρίς να είναι γνωστή η κατεύθυνση της κύριας βουλγαρικής επίθεσης και χωρίς να υπάρχουν αποθέματα και εφεδρείες.
Μέχρι τις 5 Σεπτεμβρίου, η φρουρά κατάφερε να ενισχύσει μερικές μονάδες στην κύρια αμυντική γραμμή χάρη στην άφιξη ενισχύσεων. Στον Τομέα Α, στα φρούρια 1 και 5 αμύνονταν 9.5 τάγματα κυρίως από το 36ο Ρουμανικό Σύνταγμα Πεζικού, μαζί με τάγματα από το 40ο Σύνταγμα Πεζικού, το 75ο Σύνταγμα Πεζικού και το 80ο Σύνταγμα Πεζικού, καθώς και με 4 μονάδες του 48ου Τάγματος Πολιτοφυλακής και του 72ου Τάγματος Πολιτοφυλακής. Ο Τομέας Β ενισχύθηκε με 4 τάγματα του 74ου Συντάγματος και 4 τάγματα του 75ου Συντάγματος (συνολικά 8 τάγματα), αλλά μετά την αρχή της επίθεσης. Ο Τομέας Γ ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια της επίθεσης από διάφορες μονάδες πεζικού, πολιτοφυλακής και συνοριοφυλάκων (συνολικά 14 τάγματα). Η αρχική εφεδρεία του οχυρού χρησιμοποιήθηκε για να ενισχυθούν οι γραμμές και μονάχα στις 5 Σεπτεμβρίου σχηματίστηκε μια μικρή εφεδρεία από τις νέες δυνάμεις που έφθασαν στην περιοχή. Η εφεδρεία είχε συμπεριλάβει 1 τάγμα πεζικού, 1 τάγμα συνοριοφυλάκων και μια μονάδα πεζικού.
Στον Τομέα Β, ο οποίος ήταν ο πιο κρίσιμος, οι Βούλγαροι κατάφεραν να εξασφαλίσουν σοβαρό αριθμητικό πλεονέκτημα κατά την αρχική φάση της επίθεσης:
Δυνάμεις στον Τομέα Β[25] | |||||||||||||||||||||
Άνδρες/Υλικό | Ποσότητα | Αναλογία | Πυκνότητα | ||||||||||||||||||
Βούλγαροι | Ρουμάνοι | Βούλγαροι | Ρουμάνοι | Βούλγαροι | Ρουμάνοι | ||||||||||||||||
Τάγματα | 9 | 4 | 2.25 | 1 | 3 | 1.3 | |||||||||||||||
Πυροβόλα | 80 | 57 | 1.4 | 1 | 8 | 5.7 | |||||||||||||||
Πολυβόλα | 12 | 17 | 1 | 1.4 | 4 | 5.7 | |||||||||||||||
Ίλες | 1 | - | - | - | 0.3 | - | |||||||||||||||
Στρατιώτες | 18.000 | 6.300 | 2.7 | 1 | 6.000 | 2.100 |
Στις 5:30, οι Βούλγαροι παρατηρητές έκαναν σήμα για να κατευθύνουν τον προγραμματισμένο κανονιοβολισμό. Μια ώρα αργότερα, ο Συνταγματάρχης Ανγκέλοβ έδωσε διαταγή για την αρχή του κανονιοβολισμού. Τα πυροβόλα έβαλλαν συνεχώς κατά των φρουρίων και των κενών μεταξύ τους και στις 7:40, οι Βούλγαροι παρατηρητές στο Νταϊντούρ ανέφεραν πως οι Ρουμάνοι στρατιώτες υποχώρησαν από τα φρούρια 5 και 6 μέσω των χαρακωμάτων επικοινωνίας. Οι ρουμανικές πυροβολαρχίες προσπάθησαν να ανταποδώσουν τα πυρά, αλλά οι ενέργειες τους δεν ήταν συντονισμένες - τα σποραδικά πυρά τους δεν είχαν στόχο το βαρύ πυροβολικό των επιτιθέμενων και τα πυρά τους έπαυσαν μόλις οι Βούλγαροι άνοιξαν πυρ εναντίον τους. Η δύναμη του βουλγαρικού κανονιοβολισμού έκανε τον Στρατηγό Τεοντορέσκου να θεωρήσει πως οι Βούλγαροι είχαν κανόνια διαμετρήματος 30.5 εκατοστόμετρων, κάτι που δεν ίσχυε. Μέχρι τις 8:00, 3 φρούρια στον Τομέα Β είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές ή είχαν καταστραφεί και ο Τεοντορέσκου αναγκάστηκε να στείλει το 1/5 Τμήμα Οβιδοβόλων στην περιοχή. Το τμήμα έλαβε θέσεις στο φρούριο 8 χωρίς να γίνει αντιληπτό από τους Βούλγαρους.
Την ίδια περίπου ώρα, ο συνταγματάρχης Ανγκέλοβ ενημέρωσε τον στρατηγό Κισελόφ και τον αντισυνταγματάρχη Νόικοφ πως - κατά την προσωπική του άποψη - το πυροβολικό πέτυχε τους στόχους του και πως ήταν καλή ώρα για την προώθηση του πεζικού. Ο Κισελόφ δεν είχε πειστεί εντελώς, αλλά καθώς ήταν σχεδιασμένο πως ο κανονιοβολισμός θα συνεχιζόταν και με την προώθηση του πεζικού στην κύρια αμυντική γραμμή των Ρουμάνων, διέταξε την 3/4 ταξιαρχία πεζικού, την 1/4 ταξιαρχία πεζικού και την 1/1 ταξιαρχία πεζικού να προχωρήσουν σε επίθεση, με τους αξιωματικούς να οδηγούν αυτοπροσώπως τους στρατιώτες στην επίθεση. Αργότερα, αυτή η διαταγή έφθασε από τον φον Χάμμερσταϊν και τον διοικητή του 47ου Συντάγματος Πεζικού.
Σύμφωνα με το σχέδιο, η ταξιαρχία του Συνταγμάταρχη Κμέτοβ θα προχωρούσε σε επίθεση κατά των φρουρίων 5 και 6, όπου αμύνονταν οι δυνάμεις του 79ου Ρουμανικού Συντάγματος Πεζικού. Το 19ο Σύνταγμα Σούμεν, το οποίο χωρίστηκε σε δύο ομάδες και ενώθηκε με τις δυνάμεις του 48ου Συντάγματος, ετοιμάστηκε να κατεβεί την πλαγιά και να επιτεθεί στα ρουμανικά φρούρια μπροστά στο χωριό Νταϊντούρ. Όταν το βουλγαρικό πεζικό ξεκίνησε την επίθεση, συνάντησε δυνατά πυρά από τουφέκια και πολυβόλα των υπερασπιστών. Το βουλγαρικό βαρύ πυροβολικό και πυροβολικό πεδίου έβαλλε κατά των ρουμανικών πυροβολαρχίων πίσω από την αμυντική γραμμή, ωστόσο βοήθησε ελάχιστα το πεζικό. Χάρη στη βοήθεια των πυρών των πολυβόλων, η ταξιαρχία προσπάθησε να φθάσει στα πρώτα εμπόδια στο μέτωπο της κύριας αμυντικής γραμμής μέχρι τις 10:30 και το πεζικό επιτέθηκε στα συρματοπλέγματα μέσω των οδών που έφτιαξαν οι σκαπανείς υπό τα πυρά των Ρουμάνων. Μισή ώρα αργότερα, το 1/19 τάγμα και μέρος του 3/4 τάγματος που αποτελούσαν τη δεξιά ομάδα της ταξιαρχίας κατέλαβαν το φρούριο 6 και τις τάφρους στα ανατολικά του.[26] Η αριστερή ομάδα αναχαιτίστηκε προσωρινά από τα πυρά των Ρουμάνων, αλλά μέχρι τις 12:30 απώθησε τους Ρούμανους από τις τάφρους και πέτυχε τον έλεγχο της κύριας αμυντικής γραμμής στο σημείο του τομέα που επιτέθηκαν. Μετά την πτώση των φρουρίων 5 και 6, οι Βούλγαροι καταδίωξαν τους υπερασπιστές μέχρι τις 16:00 και προωθήθηκαν κατά 2 χιλιόμετρα προς τα βόρεια της κύριας αμυντικής γραμμής. Η ταξιαρχία του Κμέτοβ αιχμαλώτισε 250 στρατιώτες, 4 βαριές πυροβολαρχίες, 6 πυροβόλα πυργίσκων διαμετρήματος 53 χιλιοστόμετρων και πολλά τουφέκια. Το πυροβολικό της ταξιαρχίας χρησιμοποίησε 2.606 οβίδες. Οι απώλειες των δύο πλευρών ήσαν βαριές, με το 19ο Σύνταγμα Σούμεν να χάνει 1.652 άνδρες.[27]
Στα ανατολικά της 3/4 ταξιαρχίας βρισκόταν η ταξιαρχία του Ικονόμοβ, η οποία ανέλαβε την κατάληψη του φρουρίου 7. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, το 7ο Σύνταγμα Πεζικού Πρέσλαβ και το 31ο Σύνταγμα Πεζικού Βάρνα βρέθηκαν 600 μέτρα από τα πρώτα εμπόδια της γραμμής. Ξεκίνησαν την επίθεση κατά τις 8:00 της 5ης Σεπτεμβρίου, αλλά, παρά τα πυρά του πυροβολικού τους, συνάντησαν σθεναρή αντίσταση. Στις 9:30, οι μετωπικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να σταματήσουν και να καλύψουν περίπου 200 μέτρα από τα εμπόδια. Το 1/15 τμήμα του πυροβολικού έλαβε διαταγή να προχωρήσει μπροστά για να βοηθήσει άμεσα το πεζικό. Το τμήμα έλαβε νέες θέσεις στη γέφυρα ανατολικά του Νταϊντούρ και αμέσως άνοιξε πυρ στις τάφρους γύρω από τα φρούρια 6 και 7. Στις 10:30, το 31ο Σύνταγμα πέρασε τα εμπόδια και, υπό βαριά πυρά, ξεκίνησε να ανεβαίνει την πλαγιά που οδηγούσε στο φρούριο 7. Οι Βούλγαροι προσπάθησαν να εισέλθουν στο φρούριο και στις γύρω τάφρους, όπου ενεπλάκησαν σε μάχες σώμα με σώμα σε στενό σημείο και δέχονταν τα πυρά του πυροβολικού τους. Μέχρι τις 11:20, οι Ρουμάνοι είχαν υποχωρήσει εντελώς, αλλά το 31ο Σύνταγμα δεν ήταν σε θέση να τους καταδιώξει επειδή οι μονάδες του είχαν αποδιοργανωθεί και ο διοικητής του είχε τραυματιστεί - το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι στρατιώτες του 31ου Συντάγματος ήταν να βάλλουν κατά των υπερασπιστών από τις τάφρους.
Το 7ο Σύνταγμα Πρέσλαβ, εν τω μεταξύ, αντιμετώπισε πιο δυνατά ρουμανικά πυρά και κατάφερε να προωθηθεί γύρω στις 12:00, αλλά δεν είχε προωθηθεί στο φρούριο 8 όπως νόμιζε ο διοικητής του συντάγματος, Συνταγματάρχης Ντόμπρεβ, αλλά σε ένα από υπόκεντρα της άμυνας που βρίσκονταν στα κενά μεταξύ των φρουρίων. Πολλοί από τους υπερασπιστές υποχώρησαν από τη γραμμή και αυτοί που είχαν μείνει αιχμαλωτίστηκαν. Οι Βούλγαροι συνέχισαν την καταδίωξη μέχρι τις 18:35, όταν ο Συνταγμάταρχης Ντόμπρεβ διέταξε τις δυνάμεις να σταματήσουν. Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν είχε επιτεθεί κατά του φρουρίου 8, ο Ντόμπρεβ διέταξε το πεζικό να αποκόψει τις οδούς υποχώρησης από το φρούριο, αλλά οι Ρουμάνοι προσπάθησαν να το αποτρέψουν με τα πυρά του πυροβολικού.
Μέχρι το απόγευμα της 5ης Σεπτεμβρίου, τα φρούρια στην κύρια αμυντική γραμμή στον Τομέα είχαν καταληφθεί από τους επιτιθέμενους.[14] Το 79ο Ρουμανικό Σύνταγμα που υπερασπιζόταν την περιοχή καταστράφηκε μερικώς. Μετά την επίθεση έμειναν μονάχα 400 άνδρες,[7] ενώ 46 αξιωματικοί και 3.000 στρατιώτες σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν.[14] Τα ρουμανικά τάγματα που είχαν φθάσει ως ενισχύσεις στην περιοχή δεν μπορούσαν να αποτρέψουν τη βουλγαρική προώθηση και μαζί με τα απομεινάρια του 79ου Συντάγματος προσπάθησαν να ετοιμάσουν τη δευτερεύουσα αμυντική γραμμή. Το πυκνό δάσος πίσω από την κύρια αμυντική γραμμή βοηθούσε τους Ρουμάνους και προκαλούσε δυσκολίες στη βουλγαρική προώθηση.
Στον Τομέα Γ, ο κανονιοβολισμός ξεκίνησε στις 6:55 και μέχρι τις 8:15, το βουλγαρικό πυροβολικό κατέστρεψε αρκετές οχυρώσεις των Ρουμάνων, αναγκάζοντας μέρος των υπερασπιστών να υποχωρήσουν προς τον Δούναβη.[14][28] Το 1ο Βουλγαρικό Σύνταγμα και το 6ο Βουλγαρικό Σύνταγμα είχαν προωθηθεί μέσα από ένα μεγάλο χωράφι χωρίς να γίνουν αντιληπτά και μέχρι τις 11:300 είχαν φθάσει στο οροπέδιο στα βόρεια του Αντίμοβο. Τότε, οι ρουμανικές δυνάμεις στα φρούρια 8 και 9 άνοιξαν πυρ και αναχαίτισαν προσωρινά τη βουλγαρική προώθηση. Ο Συνταγματάρχης Νεντιάλκοβ, ο οποίος βρισκόταν στις μονάδες υποστήριξης, έδωσε διαταγή στο πυροβολικό να προχωρήσει μπροστά και να βοηθήσει άμεσα το πεζικό. Το 1ο Σύνταγμα Σόφια και το γειτονικό 4/6 τάγμα επιτέθηκαν στα συρματοπλέγματα και τα πέρασαν χωρίς δυσκολία. Αυτό, σε συνδυασμό με το ρήγμα που πέτυχε η 4η Μεραρχία Πρέσλαβ στα δυτικά, ανάγκασε τους Ρουμάνους στρατιώτες να υποχωρήσουν από τις τάφρους και μέχρι τις 13:30, τα χαρακώματα γύρω από το φρούριο 8 είχαν καταληφθεί. Το φρούριο είχε καταληφθεί από τα μέρη του 1ου Συντάγματος και του 7ου Συντάγματος.[29] Μετά από αυτές τις επιτυχίες, η ταξιαρχία προχώρησε σε επίθεση κατά των φρουρίων 9, 10, 11 και 12 στον ανατολικό τομέα. Οι Βούλγαροι πέτυχαν τον σκοπό τους, καθώς είχαν συναντήσει μικρή αντίσταση. Μέχρι τις 21:30, οι Βούλγαροι έφθασαν στις οχθές του Δούναβη και ολοκλήρωσαν την απομόνωση του οχυρού.[7]
Η επίθεση στον Τομέα Α καθυστέρησε σημαντικά καθώς ο Χάμμερσταϊν έδωσε διαταγές στις 3 ομάδες του αποσπάσματος του για επίθεση στο φρούριο 2[30] - επίσης ζήτησε παρατεταμένο βομβαρδισμό του πυροβολικού για να κάνει πιο εύκολη την προώθηση του πεζικού. Στις 14:30, όταν τα πυροβόλα έβαλλαν κατά του φρουρίου, ο Χάμμερσταϊν έδωσε διαταγές στην πρώτη και στη δεύτερη ομάδα να επιτεθούν στο φρούριο. Παρά τα πυρά του ρουμανικού πυροβολικού, οι Βούλγαροι και οι Γερμανοί είχαν προωθηθεί με σχετική ευκολία καθώς οι Ρουμάνοι, παρά το αριθμητικό πλεονέκτημα τους, ξεκίνησαν να υποχωρούν με πανικό προς το Τουτρακάν. Κατά τις 13:00, ο Στρατηγός Τεοντορέσκου διέταξε τον διοικητή του τομέα να υποχωρήσει από τα φρούρια 2, 3, 4 και 5.[14] Μέχρι το τέλος της ημέρας, μονάχα το φρούριο 1 βρισκόταν στα χέρια των Ρουμάνων, καθώς είχε τη στήριξη του Ρουμανικού Στολίσκου και των πυροβολαρχίων στην αριστερή όχθη του ποταμού.
Μέχρι το απόγευμα της 5ης Σεπτεμβρίου, ολόκληρη η κύρια αμυντική γραμμή (εκτός από δύο φρούρια) είχε καταληφθεί, μαζί με το παλιό πυροβολικό των Ρουμάνων και μέρος του κινητού πυροβολικού. Οι ρουμανικές δυνάμεις ήταν τόσο αποδιοργανωμένες που η σχεδιασμένη αντεπίθεση των ενισχύσεων της 15ης μεραρχίας αναβλήθηκε για την επόμενη μέρα.[14] Οι βουλγαρικές μονάδες, κυρίως αυτές της 4ης μεραρχίας πεζικού, είχαν υποστεί βαριές απώλειες και χρειάζονταν αναδιοργάνωση και καλύτερη θέση για το πυροβολικό τους.
Ο στρατηγός Κισελόφ δέχτηκε επισκέψεις από τον στρατηγό Τόσεβ και τον Συνταγματάρχη Γκέρχαρντ Τάππεν, αρχηγό του επιτελείου του Μάκενσεν. Οι δύο άνδρες ήσαν ευχαριστημένοι με τα γεγονότα της ημέρας και προέτρεψαν τον Κισελόφ να συνεχίσει την επίθεση, παρά τις βαριές απώλειες που υπέστησαν οι βουλγαρικές μονάδες.[7][31]
Κατά τη νύχτα της 5ης Σεπτεμβρίου, οι ρουμανικές δυνάμεις παρατάχθηκαν όσο το δυνατόν καλύτερα στις αδύναμες θέσεις της δεύτερης αμυντικής γραμμής. Ο Στρατηγός Τεοντορέσκου διέταξε αναδιάταξη των δυνάμεων, ώστε 9 τάγματα να αμύνονται στον Τομέα Α, 12 τάγματα στον Τομέα Β, 2 τάγματα στον Τομέα Γ και 5 τάγματα στο Τμήμα Δ, μαζί με άλλα 7 εφεδρικά τάγματα. Αυτή η διαταγή, ωστόσο, έφθασε στα σώματα μονάχα το πρωϊ και οι μονάδες δεν ήσαν ικανές να την εκτελέσουν.
Στις 6 Σεπτεμβρίου, κατά τις 4:30, το βουλγαρικό πυροβολικό άνοιξε ξανά πυρ στους τομείς Α και Γ. Οι άνδρες της 4ης Βουλγαρικής Μεραρχίας διέσχισαν το δάσος που χώριζε την κύρια από τη δευτερεύουσα αμυντική γραμμή. Χάρη στη βοήθεια του πυροβολικού, το 7ο Σύνταγμα Πεζικού και του 31ο Σύνταγμα Πεζικού προωθήθηκαν γρήγορα. Μέχρι τις 12:30 είχαν περάσει τις τάφρους που εγκαταλείφθηκαν από τους υπερασπιστές νωρίτερα εκείνη την ημέρα. Περίπου στις 15:00, τα δύο συντάγματα της 1/4 ταξιαρχίας έφθασαν στον λόφο που έβλεπε προς το Τουτρακάν. Εν τω μεταξύ, η ταξιαρχία του Κμέτοβ επίσης προωθήθηκε, αν και όχι τόσο γρήγορα και με μεγαλύτερη αποδιοργάνωση. Μερικές δυνάμεις της ταξιαρχίας έφθασαν στο βόρειο τέλος του δάσους στις 13:00 και αμέσως επιτέθηκαν στα χαρακώματα των Ρουμάνων, αλλά χρειάστηκαν 2.5 ώρες για να τα καταλάβουν, ενώ οι περισσότεροι υπερασπιστές υποχώρησαν λόγω της επιτυχίας της 1/4 ταξιαρχίας και του κανονιοβολισμού. Μέχρι τις 17:30, η ταξιαρχία έφθασε στον λόφο με θέα την πόλη.
Η 1/1 ταξιαρχία πεζικού διατάχθηκε να συντονίσει τις ενέργειες με την 4η μεραρχία και να προωθηθεί κατά του δεξιού άκρου της αμυντικής γραμμής. Περίπου στις 6:50, ενώ περίμεναν να προχωρήσουν στην επίθεση, οι βουλγαρικές μονάδες δέχθηκαν επίσης από αρκετά ρουμανικά τάγματα που απειλούσαν να διαλύσουν το άκρο τους, αλλά αναχαιτίστηκαν από τις βουλγαρικές ενισχύσεις. Μετά, το 1ο Σύνταγμα και το 6ο Σύνταγμα προωθήθηκαν και μέχρι τις 11:30 είχαν φθάσει σε απόσταση 800 μέτρων από τη γραμμή. Οι Ρουμάνοι υπερασπιστές θεώρησαν πως έβλεπαν μια ρωσική φάλαγγα που είχε προωθηθεί από τα ανατολικά[7], ωστόσο, όταν κατάλαβαν πως η φάλαγγα ήταν βουλγαρική, ξεκίνησαν να υποχωρούν με πανικό.[14] Έτσι, η 1/1 ταξιαρχία έφθασε στα περίχωρα της πόλης στις 17:00.
Στον Τομέα Α, το απόσπασμα του Χάμμερσταϊν εισήλθε στο δάσος στις 10:00, όπου συνάντησε πολύ αδύναμες ρουμανικές μονάδες που τις απώθησε. Κατά το απόγευμα, το απόσπασμα κατέλαβε το φρούριο 1 και ξεκίνησε την προώθηση του μέχρι που ενώθηκε με την 4η μεραρχία.
Ο μόνος τρόπος διάσωσης για τη φρουρά ήταν μια βοήθεια από δυνάμεις που βρίσκονταν σε άλλες περιοχές της Ρουμανίας και στις 5 Σεπτεμβρίου, ο Στρατηγός Ασλάν διέταξε τον διοικητή της 9ης μεραρχίας, Στρατηγό Μπεσαραμπέσκου, να προωθηθεί αποφασιστικά από τη Σιλίστρα και να ανακουφίσει την πολιορκούμενη πόλη.[14] Ο διοικητής εκτέλεσε τη διαταγή αφήνοντας 4 τάγματα στη Σιλίστρα και κινήθηκε με 5 τάγματα, 4 πυροβολαρχίες και 2 ίλες για να απαλλάξει την πόλη από την πολιορκία. Στις 6 Σεπτεμβρίου, αυτές οι δυνάμεις ηττήθηκαν από την 3/1 Βουλγαρική Ταξιαρχία Πεζικού, η οποία έλαβε διαταγή να υπερασπιστεί το άκρο της στρατιάς, στο χωριό Σαρσάνλαρ, 18 χιλιόμετρα ανατολικά από το Τουτρακάν.[7][14] Αυτά τα γεγονότα καθόρισαν την τύχη της φρουράς.
Ο Στρατηγός Τεοντορέσκου διέταξε τους άνδρες του να υποχωρήσουν και να προσπαθήσουν να σπάσουν την περικύκλωση στην κατεύθυνση της Σιλίστρα. Στις 13:40, ο ίδιος πέρασε τον Δούναβη με βάρκα, αφήνοντας πίσω του πανικόβλητους στρατιώτες, μερικοί από τους οποίους προσπάθησαν να περάσουν τον Δούναβη όπως ο διοικητής τους, αλλά πνίγηκαν ή χτυπήθηκαν από τα πυρά του πυροβολικού.[7] Οι προσπάθειες των Ρουμάνων να υποχωρήσουν στη Σιλίστρα απέτυχαν λόγω της δράσης του βουλγαρικού πυροβολικού. Όταν οι Βούλγαροι εισήλθαν στην πόλη, οι υπερασπιστές παραδόθηκαν. Στις 15:30, ο Συνταγματάρχης Μαρασέσκου, ο οποίος ανέλαβε τη διοίκηση της φρουράς, μαζί με τους υπαξιωματικούς του έγραψαν σημείωμα στον στρατηγό Κισελόφ στα γερμανικά και το έστειλαν σ' όλους τους τομείς. Στο σημείωμα, οι Ρουμάνοι δήλωσαν πως ήταν έτοιμοι να παραδόσου άνευ όρων όλους τους άνδρες και τα υλικά.[32] Στις 16:30, ένας από τους φορείς εκεχειρίας έφθασε στο 1/31 Βουλγαρικό Τάγμα και στάλθηκε αμέσως στον συνταγματάρχη Ικονόμοβ, ο οποίος μετέφερε το μήνυμα στον στρατηγό Κισελόφ μέσω τηλεφώνου στις 17:30.[32] Ο Κισελόφ αποδέχτηκε την παράδοση με όρο τη μεταφορά του στρατιωτικού προσωπικού στο οροπέδιο στα νότια από τα χαρακώματα της πόλης πριν τις 18:30.[32]
Οι Ρουμάνοι είχαν συγκεντρώσει 39.000 άνδρες για την υπεράσπιση του Τουτρακάν και έχασαν 34.000 απ' αυτούς. Μονάχα 3.500-4.000 άνδρες κατάφεραν να περάσουν τον Δούναβη στον δρόμο προς τη Σιλίστρα.[14] Περίπου 6.000-7.000 άνδρες είχαν σκοτωθεί ή τραυματιστεί, ενώ 480 αξιωματικοί και 28.000 στρατιώτες παραδόθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν από τους Βούλγαρους.[33] Οι επιτιθέμενοι αιχμαλώτισαν ολόκληρο το πολεμικό υλικό του οχυρού, δηλ. 62 πολυβόλα και περίπου 150 πυροβόλα, καθώς και δύο βουλγαρικές πυροβολαρχίες που αιχμαλώτισαν οι Ρουμάνοι κατά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο. Η πιο δύσκολη μάχη δόθηκε στον Τομέα Β, όπου το 79ο Σύνταγμα έχασε το 76% των αρχικών δυνάμεων - από τους 4.659 άνδρες, οι 3.576 σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν.[34]
Οι βουλγαρικές απώλειες ήσαν επίσης βαριές. Από τις 2 μέχρι τις 6 Σεπτεμβρίου σκοτώθηκαν 1.517 στρατιώτες, 7.407 στρατιώτες τραυματίστηκαν και άλλοι 247 θεωρήθηκαν αγνοούμενοι.[33] Απ' αυτούς, μονάχα 93 στρατιώτες σκοτώθηκαν και άλλοι 479 τραυματίστηκαν την περίοδο 2-4 Σεπτεμβρίου.[33] Οι Βούλγαροι υπέστησαν τις πιο σοβαρές απώλειες (περίπου το 82% από τις συνολικές απώλειες) κατά την επίθεση της 5ης Σεπτεμβρίου - 1.249 στρατιώτες σκοτώθηκαν και άλλοι 6.069 τραυματίστηκαν.[35] Η πιο δύσκολη μάχη δόθηκε στον Τομέα Β, όπου η 7η Μεραρχία Πρέσλαβ έχασε το 50% των αξιωματικών και το 39.7% των στρατιωτών που σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Χαρακτηριστικά, το πεζικό υπέστη τις μεγαλύτερες απώλειες, καθώς το πυροβολικό έχασε μονάχα 9 άνδρες (2 νεκροί και 7 τραυματίες).[33] Όσον αφορά τους Γερμανούς στρατιώτες, 5 απ' αυτούς σκοτώθηκαν και άλλοι 29 τραυματίστηκαν.
Η γρήγορη πτώση του Τουτρακάν και η απώλεια 2 μεραρχίων πεζικού είχε κρίσιμες επιπτώσεις για τη ρουμανική εκστρατεία. Επίσης, η ήττα στο Τουτρακάν προκάλεσε σοβαρό πλήγμα στο ηθικό των Ρουμάνων. Στις 7 Σεπτεμβρίου, η ρουμανική επίθεση στην Τρανσυλβανία ανακλήθηκε από την ανώτατη διοίκηση της Ρουμανίας και στις 15 Σεπτεμβρίου, οι Ρουμάνοι αναχαιτίστηκαν από τους Βούλγαρους πριν προλάβουν να λάβουν αμυντικές θέσεις.[7] Σοβαρές αλλαγές έγιναν και στο σύστημα διοίκησης των δυνάμεων που παρατάχθηκαν απέναντι από την 3η Βουλγαρική Στρατιά. Ο Στρατηγός Ασλάν και το επιτελείο του απολύθηκαν. Ο Στρατηγός Αβερέσκου ανέλαβε τη διοίκηση της 3ης Ρουμανικής Στρατιάς και οι ρωσορουμανικές δυνάμεις στη Δοβρουτσά ανασχηματίστηκαν ως Στρατιά της Δοβρουτσάς υπό τις διαταγές του Στρατηγού Ζαϊοντσκόφσκι.
Η ταχύτητα με την οποία οι Βούλγαροι και οι Γερμανοί πέτυχαν τη νίκη εξέπληξε ακόμα και τις Κεντρικές Δυνάμεις - ο Αρχιστράτηγος Μάκενσεν, ο οποίος ήταν παρών σε σημαντικές μάχες, δεν σχεδίαζε να φθάσει στο πεδίο της μάχης για αρκετές μέρες μετά την πραγματική κατάληψη του οχυρού. Η νίκη αύξησε το ηθικό των Βουλγάρων και των συμμάχων τους στο Μακεδονικό Μέτωπο και στους πολιτικούς κύκλους στο Βερολίνο και στη Βιέννη. Ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β' πανηγύρισε τη νίκη με γιορτή προς τιμή των Βούλγαρων αντιπροσώπων στο επιτελείο της ανώτατης διοίκησης των Γερμανών.[7] Η αποτυχία της ρουμανικής επίθεσης στην Τρανσυλβανία έδωσε στον Στρατηγό Έριχ φον Φάλκενχαϊν αρκετό χρόνο για να συγκεντρώσει δυνάμεις και να προχωρήσει σε επίθεση στα τέλη Σεπτεμβρίου.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.