ομαδικό άθλημα που παίζεται με ρόπαλα και μπάλα From Wikipedia, the free encyclopedia
Το κρίκετ (αγγλικά: cricket) είναι ομαδικό άθλημα το οποίο διεξάγεται μεταξύ δύο ομάδων των έντεκα παικτών η κάθε μία, με ρόπαλα, μπάλα και φράχτες, σε υπαίθριο χορτάρινο αγωνιστικό χώρο ωοειδούς σχήματος, το κέντρο του οποίου φέρει ένα ορθογώνιο χώρο ο οποίος αποτελεί το επίκεντρο της δράσης.
Φάση από αναμέτρηση | |
Ύψιστη διοικητική αρχή | Διεθνές Συμβούλιο Κρίκετ |
---|---|
Πρώτο παιχνίδι | 18ος αιώνας |
Χαρακτηριστικά | |
Επαφή | Όχι |
Μέλη ομάδας | 11 παίκτες για κάθε ομάδα (αλλαγές επιτρέπονται σε ορισμένες περιπτώσεις) |
Μικτών φύλων | Ναι, διακριτές διοργανώσεις |
Εξοπλισμός | Μπάλα και ρόπαλο του κρίκετ, φράχτης, πασσαλάκια και ρολίνια |
Χώρος διεξαγωγής | Γήπεδο κρίκετ |
Παρουσία | |
Ολυμπιακό άθλημα | Όχι (μόνο το 1900) |
Η μια ομάδα ροπαλοφορεί και προσπαθεί να σκοράρει όσο το δυνατόν περισσότερους πόντους ή τρεξίματα. Η άλλη ομάδα κυλά την μπάλα και παρατάσσεται, προσπαθώντας να πάψει ('κάψει' ή αποβάλλει) τους ροπαλοφόρους και να περιορίσει έτσι το σύνολο τρεξιμάτων της ομάδας τους. Έπειτα οι ρόλοι αντιστρέφονται.
Στο επαγγελματικό κρίκετ η διάρκεια το παιχνιδιού κυμαίνεται από δύο περιόδους των είκοσι όβερ η κάθε μία και οι οποίες ολοκληρώνονται αυθημερόν, εώς τέσσερις περιόδους οι οποίες διαρκούν μέχρι πέντε ημέρες. Οι νόμοι του κρίκετ ορίζονται και επιβλέπονται από το δεκαμελές Διεθνές Συμβούλιο του Κρίκετ (International Cricket Council ή ICC) και από τον, κάτοχο των πνευματικών δικαιωμάτων, Σύλλογο Κρίκετ του Μάρλεμπoν (Marylebone Cricket Club ή MCC) του Λονδίνου.
Το κρίκετ σαν οργανωμένο άθλημα όπως το γνωρίζουμε σήμερα πρωτοεμφανίστηκε στη νότια Αγγλία τον 16ο αιώνα. Μέχρι τα τέλη του 18ου είχε καταστεί εξαιρετικά δημοφιλές σε όλη τη χώρα. Η επέκταση της Βρετανικής αυτοκρατορίας εισήγαγε το κρίκετ και σε άλλες περιοχές της υφηλίου με αποτέλεσμα τους πρώτους διεθνείς αγώνες στα μέσα του 19ου αιώνα. Το παιχνίδι είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στην Αυστραλία, την Ινδική υποήπειρο, τις Δυτικές Ινδίες, τη Δημοκρατία της Νότιας Αφρικής και βέβαια την Αγγλία.
Η πρώτη σαφής αναφορά στο κρίκετ αποτελεί μέρος κατάθεσης η οποία δόθηκε σε δικαστήριο του Γκίλντφορντ το 1598 και η οποία αναφέρει ότι το creckett παιζόταν σε κοινές γαίες της περιοχής γύρω στα 1550. Πιστεύεται ότι ήταν αρχικά παιδικό παιχνίδι το οποίο αργότερα έγινε και υπόθεση ενήλικων. Η πρώτη αναφορά σε αγώνα μεταξύ κοινοτήτων τον τοποθετεί περίπου στα 1610, ενώ το 1624 καταγράφεται ο πρώτος θάνατος στα χρονικά του αθλήματος όταν, κατά τη διάρκεια αγώνα μεταξύ δύο κοινοτικών ομάδων στο Σάσσεξ, η μπάλα χτύπησε στο κεφάλι τον Τζάσπερ Βίνολ σκοτώνοντάς τον ακαριαία.[1] Πλήθος αναφορών αποδεικνύουν την ανάπτυξη του αθλήματος στη νότιο-ανατολική Αγγλία κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα. Μέχρι τα τέλη του ίδιου αιώνα το κρίκετ είχε γίνει οργανωμένη δραστηριότητα, με τους πρώτους επαγγελματίες να κάνουν την εμφάνισή τους στα χρόνια μετά την Παλινόρθωση της μοναρχίας το 1660. Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του κρίκετ έπαιξε ο τζόγος, με πλούσιους χορηγούς να οργανώνουν επιλεγμένες ενδεκάδες οι οποίες αγωνίζονταν για μεγάλα χρηματικά ποσά.
Το στιλ ρίψης άλλαξε γύρω στα 1760, όταν οι σφαιριστές έπαψαν να τσουλούν τη μπάλα προς το ροπαλοφόρο αλά μπόουλινγκ και άρχισαν να σημαδεύουν το έδαφος, 'καρφώνοντας' τη μπάλα, μπροστά από αυτόν. Τούτο με τη σειρά του εισήγαγε το ευθύ ρόπαλο στη θέση του καμπυλωτού μπαστουνιού σαν αυτό του χόκεϊ. Το 1787 ιδρύθηκε ο Συλλόγου Κρίκετ του Μάρλεμπoν (MCC) για να αναδειχθεί γρήγορα σε σημαντικότερο σύλλογο και θεματοφύλακα των νόμων του αθλήματος.
Ο 19ος αιώνας είδε την εξάπλωση του στιλ ρίψης με το χέρι εκτεταμένο στο ύψος του ώμου και έπειτα την αντικατάστασή του από τη ρίψη με το χέρι πάνω από τον ώμο. Και οι δύο εξελίξεις ήταν αμφιλεγόμενες. Τον ίδιο αιώνα πρωτοεμφανίστηκε το πρωτάθλημα κομητειών, το οποίο συνεχίζεται ως τις μέρες μας με τη μορφή η οποία θεσμοθετήθηκε το 1890. Παράλληλα, η εξάπλωση της Βρετανικής αυτοκρατορίας εισήγαγε το παιχνίδι και σε άλλα μέρη της υφηλίου. Το 1862, η πρώτη αγγλική ομάδα επισκέφτηκε την Αυστραλία και το 1868 καταφτάνει στην Αγγλία η πρώτη περιοδεύουσα στο εξωτερικό ομάδα της Αυστραλίας, η οποία αποτελούνταν από Αβοριγίνες βοσκούς.[2]
Η αντιπαλότητα μεταξύ της Αγγλίας και της Αυστραλίας προκάλεσε την ίδρυση της πλέον διάσημης διοργάνωσης του παιχνιδιού, τις Στάχτες (the Ashes). Οι εθνικές τους ομάδες συναντιόνται εναλλάξ στις δύο χώρες κάθε δύο χρόνια και παίζουν πέντε παιχνίδια για να αναδειχθεί η καλύτερη. Η διοργάνωση πήρε το όνομά της από μια σατιρική νεκρολογία η οποία δημοσιεύθηκε στους Αθλητικούς Τάιμς το 1882 μετά από έναν αγώνα στο Όβαλ του Λονδίνου, στον οποίο η Αυστραλία νίκησε την Αγγλία για πρώτη φορά σε αγγλικό έδαφος. Η νεκρολογία ανέφερε ότι το αγγλικό κρίκετ πέθανε, και ότι το σώμα του θα αποτεφρωθεί και οι στάχτες θα μεταφερθούν στην Αυστραλία.[3] Οι αγγλικές εφημερίδες αποκάλεσαν την επόμενη περιοδεία της Αγγλίας στην Αυστραλία (1882-1883) προσπάθεια να ανακτηθούν οι Στάχτες.
Το τεστ κρίκετ, οι αγώνες δηλαδή μεταξύ εθνικών ομάδων, άρχισε να επεκτείνεται από το 1888-89 όταν Αγγλία αντιμετώπισε για πρώτη φορά τη Νότια Αφρική. Η επέκταση συνεχίστηκε τον 20ο αιώνα με την προσθήκη των ομάδων των Δυτικών Ινδιών, της Ινδίας και της Νέας Ζηλανδίας πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και του Πακιστάν, της Σρι Λάνκα και του Μπανγκλαντές μεταπολεμικά.
Την περίοδο του μεσοπολέμου αναδείχτηκε το άστρο του Αυστραλού Ντον Μπράντμαν, του μεγαλύτερου ροπαλοφόρου στην ιστορία του αθλήματος. Ο μέσος όρος των 99.94 τρεξιμάτων ανά αγώνα τον οποίο ο Μπράντμαν κατάφερε στους αγώνες τεστ κρίκετ κατά τη διάρκεια της καριέρας του αναφέρεται συχνά ως το μεγαλύτερο στατιστικά επίτευγμα από οποιονδήποτε αθλητή δημοφιλούς αθλήματος.[4].
Το 1963 σηματοδότησε την αρχή μιας νέα περίοδο για το κρίκετ με την εισαγωγή αγώνων στους οποίους η κάθε περίοδος αποτελούνταν από συγκεκριμένο αριθμό όβερ. Σε αντίθεση με το τεστ κρίκετ και το κρίκετ πρώτης τάξης τα οποία διεξάγονται σε πέντε και τέσσερις ημέρες αντίστοιχα χωρίς απαραίτητα να αναδεικνύεται νικήτρια ομάδα, οι αγώνες περιορισμένων όβερ τελειώνουν αυθημερόν κι εγγυώνται την ανάδειξη νικητή. Έτσι απαιτούν λιγότερη αφοσίωση από το μέσο θεατή και είναι κατά συνέπεια πιο δημοφιλή και περισσότερο κερδοφόρα. Ο πρώτος διεθνή αγώνας περιορισμένων όβερ έγινε το 1971 και τον ακολούθησε το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο Κρίκετ του είδους το 1975. Ο αριθμός των όβερ ποικίλε στην πρώτη πειραματική φάση από 65 έως 40. Στις μέρες μας έχει πλέον καθιερωθεί τέτοιοι αγώνες και τουρνουά να περιλαμβάνουν δύο περιόδους των 20 ή 50 όβερ η κάθε μία.
Ο αγώνας κρίκετ διεξάγεται σε αγωνιστικό χώρο καλυμμένο με χλοοτάπητα. Μολονότι οι νόμοι του κρίκετ δεν καθορίζουν ούτε το σχήμα ούτε το μέγεθος του αγωνιστικού χώρου, τούτος είναι συνήθως ωοειδής και έχει διάμετρο 137-150 μέτρων.
Ο αγώνας χωρίζεται σε μέρη που ονομάζονται περίοδοι. Κατά τη διάρκεια μιας περιόδου, η μία ομάδα παρατάσσεται και η άλλη ροπαλοφορεί. Οι δύο ομάδες αντιστρέφουν ρόλους μετά το τέλος της κάθε περιόδου. Ανά πάσα στιγμή του αγώνα στον αγωνιστικό χώρο βρίσκονται όλα τα έντεκα μέλη της παρατεταγμένης ομάδας και δύο ροπαλοφόροι της αντίπαλης ομάδας.
Το κύριο μέρος της δράσης συμβαίνει στην πίστα του κρίκετ, μία ορθογώνια λωρίδα μήκους 20,12 μ. και πλάτους 3,05 μ. στο κέντρο του πεδίου. Οι δύο ροπαλοφόροι στέκονται αντικριστά στα άκρα της πίστας, ο καθένας πίσω από μία γραμμή η οποία ονομάζεται πτυχή. Οι έντεκα παίκτες της παρατεταγμένης ομάδας στέκονται εκτός της πίστας, σκορπισμένοι σε διάφορα, αλλά συγκεκριμένα κι όχι τυχαία, σημεία του υπόλοιπου αγωνιστικού χώρου.
Πίσω από κάθε ροπαλοφόρο βρίσκεται ένας φράχτης ο οποίος λειτουργεί ως στόχος. Ο σφαιριστής της παραταγμένης ομάδας επιχειρεί από το ένα άκρο της πίστας να χτυπήσει με την μπάλα το φράχτη που βρίσκεται πίσω από το ροπαλοφόρο στο άλλο άκρο. Την ίδια στιγμή ο ροπαλοφόρος προσπαθεί να αποτρέψει την μπάλα από το να βρει τον στόχο χτυπώντας τη με το ρόπαλο. Αν ο σφαιριστής βρει το φράχτη ή αν ένας συμπαίκτης του καταφέρει να πιάσει τη μπάλα που χτυπήθηκε από το ροπαλοφόρο πριν αυτή ακουμπήσει το έδαφος, τότε ο ροπαλοφόρος παύεται για την υπόλοιπη περίοδο και αντικαθίσταται με συμπαίκτη του.
Αν όμως ο ροπαλοφόρος πετύχει να χτυπήσει τη μπάλα και η μπάλα δεν πιαστεί πριν φτάσει στο έδαφος, οι δύο ροπαλοφόροι μπορούν να προσπαθήσουν να κερδίσουν πόντους (τρεξίματα) για την ομάδα τους, τρέχοντας κατά μήκος της πίστας με σκοπό να προστατευτούν ο ένας πίσω από την πτυχή που καταλάμβανε ο άλλος. Κάθε μια τέτοια επιτυχημένη διέλευση και από τους δύο ροπαλοφόρους αξίζει ένα τρέξιμο. Οι ροπαλοφόροι μπορούν να επιχειρήσουν πολλαπλές διελεύσεις ή να επιλέξουν να μην τρέξουν καθόλου. Στην προσπάθειά του να πετύχει τρεξίματα, ο ροπαλοφόρος κινδυνεύει να καεί. Τούτο συμβαίνει όταν οποιοδήποτε μέλος της παραταγμένης ομάδας ανακτά την μπάλα και χτυπά με αυτήν το φράχτη πριν καταφέρει ο ροπαλοφόρος να φτάσει πίσω από την αντίστοιχη πτυχή.
Όταν οι ροπαλοφόροι έχουν ολοκληρώσει το τρέξιμό τους, η μπάλα επιστρέφεται στο σφαιριστή, ο οποίος ξεκινά και πάλι. Ο σφαιριστής συνεχίζει να ρίχνει, κυλά, την μπάλα πάντοτε προς τον ίδιο φράχτη ανεξάρτητα από τις αλλαγές θέσεων των ροπαλοφόρων.
Όταν ο σφαιριστής κυλίσει την μπάλα έξι φορές, συμπληρώνεται ένα όβερ και ένα άλλο μέλος της παραταγμένης ομάδας αναλαμβάνει καθήκοντα σφαιριστή. Ο νέος σφαιριστής κυλά τη μπάλα προς τον άλλο φράχτη. Όλα τα μέλη της παραταγμένης ομάδας μπορούν να κυλίσουν τη μπάλα όσες φορές επιθυμούν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου, αλλά ποτέ σε διαδοχικά όβερ.
Η περίοδος ολοκληρώνεται όταν 10 από τα 11 μέλη της ροπαλοφορούσας ομάδας αποβάλλονται ή σε παιχνίδια περιορισμένου αριθμού όβερ, όταν ο καθορισμένος αριθμός των όβερ έχει συμπληρωθεί.
Κατά τον πλέον ευθύ τρόπο, ο ροπαλοφόρος σκοράρει ένα τρέξιμο χτυπώντας την μπάλα και τρέχοντας στην άλλη άκρη της πίστας. Την ίδια στιγμή, ο συνέταιρός του διασχίζει την πίστα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στο τέλος του ενός τρεξίματος, ο κάθε ροπαλοφόρος καταλαμβάνει το αντίθετο άκρο της πίστας από αυτό απ΄ όπου ξεκίνησε. Εάν ο ροπαλοφόρος τρέξει στην άλλη άκρη της πίστας κι επιστρέψει στο άκρο από όπου ξεκίνησε στην άκρη, τότε καταφέρνει δύο τρεξίματα και ούτω καθεξής. Έτσι, εάν κάλυπτε το μήκος της πίστας δέκα φορές, θα πετύχαινε δέκα τρεξίματα. Αυτό όμως δεν συμβαίνει γιατί εάν η μπάλα περάσει το όριο που ορίζει τον αγωνιστικό χώρο, τότε ο ροπαλοφόρος κερδίζει τέσσερις πόντους αυτόματα, δηλαδή δεν χρειάζεται να τρέξει για τους πόντους ή εάν έχει αρχίσει να τρέχει, σαν περάσει η μπάλα το όριο, σταματά. Εάν δε η μπάλα περάσει το όριο χωρίς να βρει το έδαφος, τότε ο ροπαλοφόρος κερδίζει έξι τρεξίματα.
Κατά καιρούς ο παρατασσόμενος πετά την μπάλα στον συμπαίκτη του που στέκεται δίπλα στο φράκτη, ώστε αυτός να τον γκρεμίσει αλλά ο συμπαίκτης δεν καταφέρνει να πιάσει την μπάλα. Σε αυτή την περίπτωση, και μολονότι μπορεί να έχουν ήδη σταματήσει, οι ροπαλοφόροι επιτρέπεται να συνεχίσουν να τρέχουν. Τέτοιου είδους τρεξίματα ονομάζονται όβερθρόουζ (ρίψη (μιας μπάλας) μακρύτερα ή πιο δυνατά από ό,τι προβλεπόταν).
Τρεξίματα επιτυγχάνονται επίσης δίχως ο ροπαλοφόρος να χτυπήσει τη μπάλα. Τούτα λέγονται έξτρα και δεν χρεώνονται στο ενεργητικό του ροπαλοφόρου αλλά προστίθενται στο σκορ της ομάδας. Τα έξτρα είναι τεσσάρων ειδών:
Το γουάιντ και η άκυρη μπαλιά δεν αποτελούν μέρος των έξι μπαλιών που συνιστούν το όβερ.
Π.χ. μετά από μία ώρα παιχνιδιού, το σκορ θα δείχνει ως εξής:
Γκόρτσος: εντός 23 Μαντάς: εντός 22 Έξτρα: (λ.μπ. 3, α.μπ 3) 6 ΣΥΝΟΛΟ: 51 για κανένα φράχτη
Τούτο μεταφράζεται ως εξής: ο Γκόρτσος έχει επιτύχει 23 τρεξίματα, ο Μαντάς 22, υπάρχουν 6 έξτρα (3 λεγκ μπάι και 3 άκυρες μπαλιές) και η ομάδα τους έχει πετύχει 51 τρεξίματα χωρίς καμιά απώλεια.
Υπάρχουν έξι συνηθισμένοι τρόποι με τους οποίους ο ροπαλοφόρος μπορεί να 'καεί'. Λίγο ως πολύ με τη συχνότητα εμφάνισής τους, τούτοι είναι:
Επιπλέον ο ροπαλοφόρος αποβάλλεται και στις παρακάτω σπάνιες περιπτώσεις:
Όσο ο ροπαλοφόρος αποφεύγει τα παραπάνω δεν είναι έξω (δεν έχει 'καεί' και είναι σε θέση να προσπαθεί να σκοράρει τρεξίματα.
Όλες οι αποβολές, πέρα από το γκρέμισμα του φράχτη (ή μπόουλντ) που είναι ευδιάκριτο, απαιτούν την έκκληση κάποιου μέλους της παραταγμένης ομάδας, συνήθως του κυλιστή, προς τον διαιτητή με την έκφραση πως σου φάνηκε; Με άλλα λόγια, οι αποβολές δε δίνονται από τους διαιτητές αυτόβουλα. Το εκκεντρικό του πράγματος έχει να κάνει με το μύθο του κρίκετ ως αποκλειστικά άθλημα τζέντλεμαν και ως τέτοιο ως επιτομή του ευ αγωνίζεσθαι. Ο 'κύριος' ροπαλοφόρος θα εγκαταλείψει μόνος του τη θέση του όταν ξέρει πως είναι έξω και ο 'κύριος' κυλιστής δεν θα φωνάξει 'πως σου φάνηκε!' χωρίς λόγο. Τούτο υποτίθεται ότι δούλευε και αντίστροφα, με μονάχα λαϊκούς παρίες να παραβαίνουν τον κώδικα.
Μια ομάδα κερδίζει όταν:
Π.χ.
Άνω Παναγιά 195 για 3 κήρυξε Κάτω Παναγιά 170 όλοι κάηκαν
Η Άνω Παναγιά κερδίζει με 25 τρεξίματα.
Ή Κάτω Παναγιά 175 για 8 κήρυξε Άνω Παναγιά 176 για 7
Η Άνω Παναγιά κερδίζει γιατί τη στιγμή που πέρασε την Κάτω Παναγιά στα τρεξίματα είχε τρεις αποβολές στο χέρι έναντι των δύο της Κάτω Παναγιάς, η οποία αποδείχτηκε να έχει πέραν του δέοντος αυτοπεποίθηση και βιάστηκε να κηρύξει το τέλος της περιόδου της. Το παιχνίδι σταματά σε αυτό το σημείο, μιας και δε χρειάζεται να συνεχιστεί.
Αγγλία - Νότια Αφρική, Όβαλ του Λονδίνου, 15-19 Ιουλίου 2012
1η Αγγλική Περίοδος: 385 όλοι έξω 1η Νοτιοαφρικανική Περίοδος: 637 για 2 κήρυξε 2η Αγγλική Περίοδος: 240 όλοι έξω (2η Νοτιοαφρικανική Περίοδος: Δε χρειάστηκε)
Η Νότια Αφρική έβγαλε την Αγγλία έξω δύο φορές με σύνολο 625 τρεξιμάτων, 12 λιγότερα από τα τρεξίματα που η ίδια κατάφερε σε μία μόνον περίοδο. Έτσι η Νότια Αφρική νίκησε με σκορ μίας περιόδου και 12 τρεξιμάτων. Εξευτελιστικότατη ήττα για τον οποιοδήποτε και ακόμη περισσότερο για την Αγγλία στη συγκεκριμένη περίπτωση μιας κι έπαιζε για να διατηρήσει την πρωτιά της στην παγκόσμια κατάταξη.
Εκτός από τη νίκη και την ήττα, τα παρακάτω αποτελέσματα είναι επίσης πιθανά:
Οι λόγοι για τους οποίους ένας αγώνας κρίκετ διακόπτεται μέχρι να σταματήσει η βροχή είναι οι εξής:
Ένας ακόμη κίνδυνος συνυφασμένος με το κρίκετ είναι το κακό φως. Σε συνθήκες σκοτεινές λόγω συννεφιάς, οι διαιτητές προσφέρουν το φως στους ροπαλοφόρους, δηλαδή τους ρωτούν εάν θέλουν να συνεχίσουν, μιας και κάτω από τέτοιες συνθήκες η σωματική τους ακεραιότητα απειλείται από γρήγορες μπαλιές.
Οι φράχτες τοποθετούνται στα άκρα της πίστας σε απόσταση 20 μέτρα ο ένας από τον άλλο. Αποτελούν το στόχο της σφαιρίστριας ή παραταγμένης ομάδας και τους υπερασπίζεται η ροπαλοφόρος ομάδα. Η πίστα είναι επίπεδη επιφάνεια με κοντοκομμένο χόρτο εδώ κι εκεί, η οποία τείνει να φθείρεται κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Η κατάσταση φθοράς της πίστας επηρεάζει σημαντικά στην έκβαση του αγώνα, τόσο στο πως είναι στο ξεκίνημα του αγώνα όσο και στο ρυθμό με τον οποίο αναμένεται να φθαρεί κατά τη διάρκειά του. Για αυτό το λόγο τα χαρακτηριστικά της επηρεάζουν τους τακτικούς σχηματισμούς κάθε ομάδας.
Π.χ. η σχετικά υγρή πίστα ή η πίστα με μακρύτερο χόρτο από το συνηθισμένο (πράσινη πίστα και στις δύο περιπτώσεις) τείνει να ευνοεί το σφαιριστή έναντι του ροπαλοφόρου, καθώς η μπάλα συμπεριφέρεται κατά λιγότερο προβλέψιμο τρόπο. Όσο το παιχνίδι εξελίσσεται και η θερμοκρασία αυξάνεται, η υγρασία μειώνεται και η πίστα αρχίζει να στεγνώνει. Το όποιο αβαντάζ του σφαιριστή σιγά-σιγά χάνεται. Έπεται ότι οι καλύτεροι ροπαλοφόροι προηγούνται των λιγότερο έμπειρων στη σειρά συμμετοχής.
Ο φράχτης αποτελείται από 3 πασσαλάκια, τοποθετημένα όρθια και σε ευθεία γραμμή ώστε να κουβαλούν επάνω τους δύο ρολίνια. Έχει ύψος 72 εκ. και πλάτος 23 εκ.
Γύρω από το φράχτη χαράσσονται 4πτυχές ώστε να ορίζουν την περιοχή ασφάλειας του ροπαλοφόρου και το χώρο προσέγγισης του σφαιριστή. Αυτές είναι η πτυχή εκτίναξης ή πτυχή ροπαλοφορίας, η πτυχή σφαίρισης και οι δύο πτυχές επιστροφής.
Η πτυχή σφαίρισης σε απόσταση 20 περίπου μ. η μία από την άλλη κουβαλούν τους φράχτες. Παράλληλα και μπρος από κάθε μία αυτή σε απόσταση 1,2 μ. βρίσκεται η αντίστοιχη πτυχή εκτίναξης. Τέλος οι πτυχές επιστροφής ακουμπούν κάθετα στις άλλες δύο ὠστε να σχηματίζουν ένα μικρό ορθογώνιο.
Κατά το δρασκελισμό με τον οποίο ο σφαιριστής ρίχνει τη μπάλα, το πίσω πόδι πρέπει να βρίσκεται ανάμεσα στις δύο πτυχές επιστροφής και το μπροστινό πόδι πίσω ή πάνω στην πτυχή εκτίναξης. Διαφορετικά η μπαλιά θεωρείται άκυρη. Για το ροπαλοφόρο, η γραμμή εκτίναξης ορίζει την περιοχή μπροστά από την οποία οι πιθανότητες να αποβληθεί αυξάνουν, μιας και η απόστασή του από το φράχτη τον κάνει πιο ευπρόσβλητο.
Το ρόπαλο είναι κατασκευασμένο από ξύλο, συνήθως λευκής ιτιάς, και έχει το σχήμα λεπίδας με προσκολλημένο επάνω της ένα κυλινδρικό χερούλι. Η λεπίδα δεν πρέπει να είναι περισσότερο από 10,8 εκ. στο πλάτος και 97 εκ. στο μήκος.
Η μπάλα είναι σφαιροειδής, φτιαγμένη από σκληρό δέρμα με ραφές στην περίμετρο κι έχει περιφέρεια 23 εκ. Η σκληρότητα της μπάλας, η οποία μπορεί να κυλιστεί με ταχύτητα άνω των 140 χλμ. την ώρα, απειλεί τη σωματική ακεραιότητα των ροπαλοφόρων. Για αυτό το λόγο αυτοί φορούν προστατευτική ενδυμασία που αποτελείται από κράνος, γάντια, περιωλένια, περικνημίδες κι ένα κουτί μέσα στο παντελόνι για την προστασία των γεννητικών οργάνων.
Ο αγώνας του κρίκετ χωρίζεται σε περιόδους και όβερ.
Η περίοδος είναι δυνατό να τελειώσει νωρίς, δηλαδή δίχως να έχουν δοκιμάσει την τύχη τους όλοι οι ροπαλοφόροι. Και τούτο για έναν από τους εξής λόγους: επειδή ο αρχηγός της ομάδας επέλεξε να κηρύξει την περίοδο 'τερματισμένη' μιας και πιστεύει ότι του φτάνουν τα υπάρχοντα τρεξίματα, ή επειδή η ομάδα έχει επιτύχει τον στόχο της κι έχει ήδη κερδίσει το παιχνίδι, ή επειδή το παιχνίδι έχει λήξει πρόωρα λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, ή επειδή ο χρόνος τελειώνει.
Το παιχνίδι επιβλέπουν δύο διαιτητές. Ο ένας βρίσκεται πίσω από το φράχτη στο άκρο από το οποίο κυλά τη μπάλα ο σφαιριστής. Ο άλλο βρίσκεται σε ευθεία γραμμή πλάγια από το ροπαλοφόρο που αμύνεται και σε απόσταση 15-20 μ. από αυτόν. Οι διαιτητές συσκέπτονται εάν υπάρχει αμφιβολία για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξάγεται ο αγώνας κι έχουν το δικαίωμα να τον αναβάλουν, καλώντας τους παίκτες εκτός παιδιάς όταν είναι απαραίτητο. Για παράδειγμα σε περιπτώσεις βροχής ή επιδείνωσης του φωτός.
Εκτός του γηπέδου και σε αγώνες οι οποίοι μεταδίδονται τηλεοπτικά, υπάρχει συχνά κι ένας τρίτος διαιτητής, ο οποίος έχει το δικαίωμα αποκλειστικής και τελικής απόφασης σε επίμαχες φάσεις με τη βοήθεια των αποδεικτικών στοιχείων του βίντεο. Η παρουσία τρίτου διαιτητή είναι υποχρεωτική σε αγώνες τεστ κρίκετ και σε διεθνείς μονοήμερους αγώνες οι οποίοι διεξάγονται μεταξύ δύο ομάδων-πλήρων μελών του Διεθνούς Συμβουλίου του Κρίκετ (ICC).
Εκτός παιδιάς, η πλήρης και λεπτομερής καταγραφή όλων των λεπτομερειών του αγώνα, όπως π.χ. τα τρεξίματα και οι αποβολές, γίνεται από δύο επίσημους σκόρερ, ένας από κάθε ομάδα. Οι σκόρερ κατευθύνονται από τα σήματα που κάνουν οι διαιτητές με τα χέρια τους. Για παράδειγμα, όταν ο διαιτητής σηκώνει το δείκτη του επισημαίνει ότι ο ροπαλοφόρος έχει αποβληθεί ή όταν υψώνει και τα δύο χέρια πάνω από το κεφάλι του, ότι ο ροπαλοφόρος έχει χτυπήσει την μπάλα για 6 τρεξίματα. Οι σκόρερ απαιτείται από τους νόμους του κρίκετ να καταγράψουν όλα τα τρεξίματα και τις αποβολές που σημειώθηκαν, και τα όβερ που έχουν παιχτεί. Στην πράξη όμως, καταγράφονται κι επιπλέον στατιστικά στοιχεία, όπως ο αριθμός τρεξιμάτων ανά όβερ, τα 'παρθένα' όβερ, δηλαδή τα όβερ εκείνα στα οποία δεν σημειώθηκε κανένα τρέξιμο, κ.ά.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.