Καναδάς
χώρα της Βόρειας Αμερικής From Wikipedia, the free encyclopedia
χώρα της Βόρειας Αμερικής From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Καναδάς (αγγλικά: Canada, προφέρεται: [ˈkænədə], γαλλικά: Canada, προφέρεται: [kanada]) είναι χώρα της Βόρειας Αμερικής, η δεύτερη μεγαλύτερη σε έκταση χώρα του πλανήτη. Έχει έκταση 9.984.670 τ.χλμ. και πληθυσμό 41.288.599 κατοίκους,[2] σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για τον Ιούλιο του 2024. Πρωτεύουσα της χώρας, είναι η Οττάβα και μεγαλύτερη πόλη, καθώς και το οικονομικό κέντρο του Καναδά, είναι το Τορόντο.
Καναδάς
Canada | |||
---|---|---|---|
| |||
Οττάβα 45°24′N 75°40′W | |||
Μεγαλύτερη πόλη | Τορόντο | ||
Αγγλικά, Γαλλικά | |||
Ομοσπονδιακή Συνταγματική Μοναρχία | |||
Κάρολος Γ΄ Μαίρη Σάιμον Τζάστιν Τρυντώ | |||
Ανεξαρτησία Ενοποίηση Αποικιών Αναγνώριση Ισχύον Σύνταγμα | Από το Ηνωμένο Βασίλειο 1 Ιουλίου 1867 11 Δεκεμβρίου 1931 17 Απριλίου 1982 | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα Ακτογραμμή | 9.984.670 km2 (2η) 8,92% 8.893 km 202.080[1] km | ||
Πληθυσμός • Εκτίμηση 7-2024 • Απογραφή 2021 • Πυκνότητα | 41.288.599[2] (37η) 36.991.981[3] 4,1 κατ./km2 (230η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2022) • Κατά κεφαλή | $2,237 τρις. (15η) $57.812 [4] (24η) | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2022) • Κατά κεφαλή | $2,221 τρις. [4] (8η) $57.406 [4] (14η) | ||
ΔΑΑ (2021) | 0,936[5] (15η) – πολύ υψηλός | ||
Νόμισμα | Καναδικό δολάριο ($) (CAD) | ||
• Θερινή ώρα | (UTC -3,5 έως -8) (UTC -2,5 ως -7) | ||
ISO 3166-1 | CA | ||
Internet TLD | .ca | ||
Οδηγούν στα | δεξιά | ||
Κωδικός κλήσης | +1 |
Βρέχεται ανατολικά από τον Ατλαντικό ωκεανό και δυτικά από τον Ειρηνικό ωκεανό. Νοτίως συνορεύει με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Βορειοδυτικά συνορεύει με την Αλάσκα των Ηνωμένων Πολιτειών και εκτείνεται στον Αρκτικό ωκεανό μέχρι τον Βόρειο Πόλο.
Ως πρώην Βρετανική αποικία είναι μέλος της Κοινοπολιτείας των Εθνών και αποτελεί ένα από τα 15 Κοινοπολιτειακά Βασίλεια. Αρχηγός Κράτους είναι ο Βασιλιάς Κάρολος Γ΄ του Ηνωμένου Βασιλείου ο οποίος εκπροσωπείται από έναν Γενικό Κυβερνήτη. Ο Καναδάς είναι μία εκ των πλουσιότερων χωρών του κόσμου διαθέτει υπερσύγχρονη οικονομία τριτογενούς τομέα, κατέχει αποδεδειγμένα τα τρίτα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου στον πλανήτη καθώς και μια από τις μεγαλύτερες ποσότητες πρώτων υλών. Το ισχυρό κοινωνικό κράτος σε συνδυασμό με το φιλικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις προσφέρουν στους πολίτες ένα εξαιρετικά υψηλό βιοτικό επίπεδο. Το 2023 ο Καναδάς κατέλαβε την 4ή θέση μεταξύ 191 χωρών στον ΔΑΑ καθώς και την 6η θέση στον Δείκτη Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος.Είναι μέλος των G7 και πρόκειται στο μέλλον να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια τάξη.
Οι τρεις κυριότερες μητροπολιτικές πόλεις του Καναδά, είναι, στα ανατολικά, το Τορόντο και το Μόντρεαλ, και στα δυτικά, το Βανκούβερ και το Κάλγκαρι.
Πρωτεύουσα του Καναδά είναι η Οττάβα. Εκεί έχουν την έδρα τους η Βουλή του Καναδά, το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, τα Υπουργεία καθώς και σχεδόν όλες οι καναδικές κυβερνητικές υπηρεσίες.
Ο Καναδάς είναι ουσιαστικά δημιούργημα Άγγλων και Γάλλων αποίκων που δεν θέλησαν να ακολουθήσουν την Αμερικανική Επανάσταση κατά του βρετανικού στέμματος. Εν αντιθέσει με τις ΗΠΑ, η ιστορία του Καναδά χαρακτηρίζεται από διαπραγματεύσεις, συνθήκες και συμβιβασμούς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και βίαια επεισόδια στην καναδική ιστορία.
Σήμερα ο Καναδάς είναι μία ανεπτυγμένη ομοσπονδιακή χώρα που αποτελείται από 10 επαρχίες και 3 «εδάφη» (επικράτειες ή περιφέρειες) υπό ομοσπονδιακό έλεγχο. Επισήμως, κεφαλή (αρχηγός κράτους) του Καναδά είναι ο εκάστοτε μονάρχης Ηνωμένου Βασιλείου, τον οποίο αντιπροσωπεύει ο Γενικός Κυβερνήτης του Καναδά. Ουσιαστικά, την εξουσία στον Καναδά την έχει ο Πρωθυπουργός της χώρας και το Καναδικό Κοινοβούλιο (αγγλικά: Parliament of Canada, γαλλικά: Parlement du Canada), η οποία αποτελείται από δύο σώματα: την Βουλή των Κοινοτήτων (αγγλικά: The House of Commons, γαλλικά: La Chambre des communes) και τη Γερουσία (αγγλικά: The Senate, γαλλικά: Le Sénat). Τα 308 μέλη της Βουλής εκλέγονται με απευθείας ψηφοφορία ανά τέσσερα με πέντε χρόνια, και ο κάθε βουλευτής αντιπροσωπεύει μία περιφέρεια και μόνο (μονοεδρικό σύστημα). Τα 105 μέλη της Γερουσίας είναι ισόβια και διορίζονται από τον Γενικό Κυβερνήτη του Καναδά, κατόπιν υποδείξεως του πρωθυπουργού. Η Βουλή των Κοινοτήτων, έχει νομοθετική εξουσία και η Γερουσία ελέγχει και επικυρώνει τους νόμους. Ο Γενικός Κυβερνήτης του Καναδά διορίζεται από τον Καναδό πρωθυπουργό για θητεία τεσσάρων ετών.
Τα αγγλικά και τα γαλλικά είναι οι δύο επισήμως αναγνωρισμένες γλώσσες της χώρας. Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα της επαρχίας του Κεμπέκ, ενώ τα αγγλικά είναι η επίσημη γλώσσα σχεδόν όλου του υπόλοιπου Καναδά. Η επαρχία του Νιου Μπράνσγουικ είναι επισήμως δίγλωσση (αγγλικά και γαλλικά). Στα Βορειοδυτικά Εδάφη και στο Νούναβουτ επίσημες γλώσσες είναι τα αγγλικά και ορισμένες αυτόχθονες γλώσσες, όπως τα ινούκτικουτ που μιλούν οι αυτόχθονες Ινουίτ. Οι μετανάστες αποτελούν σημαντικό τμήμα της καναδικής κοινωνίας ενδεικτικό του μεγέθους τους είναι ότι σχεδόν το 4% των Καναδών μιλά τα κινεζικά ως μητρική γλώσσα (περίπου 1.400.000 άτομα) και ένα 22% μιλά μια μητρική γλώσσα πέρα από τα αγγλικά ή τα γαλλικά. Υπάρχουν πάνω από 106.000 Καναδοί με μητρική γλώσσα τα ελληνικά (απογραφή 2016).
Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 82,2 χρόνια (80,4 χρόνια οι άνδρες και 84,1 οι γυναίκες).[6]
Η ονομασία της χώρας προέρχεται, κατά πάσα πιθανότητα, από τη λέξη των αυτοχθόνων Ινδιάνων Χιούρον-Ιροκουά «kanata», που σημαίνει «χωριό» ή «καταυλισμός». Το 1535, ο Γάλλος εξερευνητής Ζακ Καρτιέ εξέλαβε λανθασμένα τη λέξη «kanata» ως τοπωνύμιο της περιοχής γύρω από τη σημερινή Πόλη του Κεμπέκ και στους πρώτους χάρτες του σημείωσε με την ονομασία «Rivière du Canada» τον ποταμό Άγιο Λαυρέντιο.
Κατά μία άλλη εκδοχή, λιγότερο πιθανή, η ονομασία Καναδάς προέρχεται από τα ισπανικά, μιας και οι Ισπανοί χαρτογράφοι σημείωναν την περιοχή που δεν είχαν εξερευνήσει βορείως του Κόλπου του Μεξικού με τις λέξεις «acà nada» («εδώ τίποτα»).
Πριν από την έλευση των ευρωπαίων αποίκων, ο Καναδάς κατοικούνταν από αυτόχθονες φυλές (Ινδιάνους και Ινουίτ) και, προφανώς, την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν σύνορα στη Βόρεια Αμερική. Αρχαιολογικές έρευνες στον Καναδά έχουν φέρει στο φως ανθρώπινα δημιουργήματα ηλικίας μεγαλύτερης των 10.000 χρόνων. Σήμερα πιστεύεται ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Αμερικής — συνεπώς και του Καναδά — προέρχονται από την Ασία και ότι πέρασαν στην Αμερική από τον Βερίγγειο πορθμό που χωρίζει την Αλάσκα από τη Σιβηρία. Εξαιτίας της έλλειψης γραφής, η ιστορία των πρώτων κατοίκων του Καναδά πριν από την έλευση των Ευρωπαίων ανήκει μάλλον στην προϊστορία και τους προφορικούς θρύλους.
Οι φυλές που συνάντησαν οι Ευρωπαίοι όταν άρχισαν την συστηματική εποίκηση του Καναδά κατά τον 16ο αι. χωρίζονται χονδρικά σε έξι κύριες ομάδες:
Πολλές από τις αυτόχθονες φυλές ασχολούνταν με τη γεωργία και το ψάρεμα, όπως οι Μίκμακ, οι Χιούρον και οι Ινουίτ. Άλλοι πάλι, όπως οι Σιου ήταν νομάδες και ζούσαν με το κυνήγι του βίσονα. Δεν έλειπαν, βεβαίως και οι συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων φυλών. Οι διαμάχες αυτές πολλές φορές είχαν εξαιρετικά βίαιο χαρακτήρα, αλλά σχεδόν ποτέ κατακτητικό.
Οι διάφορες ινδιάνικες φυλές προτιμούσαν τις ξαφνικές επιδρομές, π.χ. για να απαγάγουν γυναίκες από άλλες φυλές, παρά τις μάχες για την κατάκτηση ξένων εδαφών. Μετά την άφιξη των Ευρωπαίων, η βίαιη εκδίωξη των αυτοχθόνων από τα εδάφη τους για να τα πάρουν οι νέοι έποικοι είχε ως αποτέλεσμα να ενταθούν οι διαμάχες μεταξύ των αυτοχθόνων και οι συγκρούσεις τους να γίνονται πλέον με κατακτητικούς σκοπούς. Για παράδειγμα, οι Χιούρον συντάχθηκαν με τους Γάλλους εποίκους, ενώ οι φιλοπόλεμοι Ιροκουά (ή Μοχώκ) συντάχθηκαν με το μέρος των Άγγλων. Οι Μοχώκ τελικά κατέστρεψαν και διεσκόρπισαν όλες τις κοινότητες των Χιούρον περί το 1650.
Σήμερα, ο Καναδάς αναγνωρίζει ως αυτόχθονες περίπου 600 «Πρώτα Έθνη» ή Ινδιάνους, τους Ινουίτ (άλλοτε αποκαλούνταν «Εσκιμώοι») και τους Μετί (φυλή μιγάδων που προέκυψε από την επιμειξία Ινδιάνων και λευκών — κυρίως Γάλλων — αποίκων). Ο σημερινός πληθυσμός των αυτοχθόνων του Καναδά φτάνει το ένα εκατομμύριο περίπου. Οι αυτόχθονες ζητούν να δημιουργήσουν δική τους κυβέρνηση που θα έχει δικαιοδοσία στα θέματα που τους απασχολούν: διεκδίκηση εδαφών, κοινωνικά προβλήματα, κ.λπ.
Στις 12 Ιουνίου του 2008 ο Καναδάς ζήτησε επίσημα συγνώμη για την πολιτική του απέναντι στους Ινδιάνους της Αμερικής.[7]
Επίσης, στις 26 Ιουλίου 2021 η πρώτη αυτόχθων γενική κυβερνήτρια, η Μαίρη Σάιμον.
Οι πρώτοι Ευρωπαίοι που πάτησαν το πόδι τους σε καναδικό έδαφος ήταν θαλασσοπόροι Βίκινγκ, οι οποίοι έφτιαξαν καταυλισμούς περί το 1000 μ.Χ. στον Όρμο των Λιβαδιών (L'Anse aux Meadows) της Νέας Γης.
Οι πρώτες βρετανικές αξιώσεις σε καναδικά εδάφη χρονολογούνται από το 1497, όταν ο Ιταλός θαλασσοπόρος Τζιοβάννι Καμπότο, γνωστός και με το όνομα Τζων Κάμποτ, εξερεύνησε για λογαριασμό του βρετανικού στέμματος τις ακτές της «Νέας Γης», αν και δεν είναι εξακριβωμένο αν πρόκειται για τη σημερινή Νέα Γη, τη Νέα Σκωτία ή τις ακτές της Πολιτείας του Μέιν.
Αρχίζοντας από το καλοκαίρι του 1534, ο Γάλλος εξερευνητής Ζακ Καρτιέ πραγματοποίησε τρεις αποστολές για να εξερευνήσει τις εκβολές του Αγίου Λαυρεντίου. Το 1583, ο Χάμφρεϋ Γκίλμπερτ κήρυξε τη Νέα Γη «υπερπόντια αποικία» του βρετανικού στέμματος.
Η πρώτη απόπειρα εποικισμού του Καναδά έγινε το 1604 με πρωτοβουλία του Γάλλου θαλασσοπόρου Σαμουέλ ντε Σαμπλαίν (Samuel de Champlain) στη Νήσο του Τιμίου Σταυρού (Isle de Ste-Croix, σήμερα νήσος Ντοσέ), ένα μικρό νησί στην προέκταση των συνόρων μεταξύ Νιου Μπράνσγουικ και Πολιτείας του Μέιν. Όμως ο χειμώνας ήταν αναπάντεχα βαρύς, και σχεδόν οι μισοί από τους άπειρους νέους εποίκους πέθαναν από τις κακουχίες. Τον επόμενο χρόνο, οι εναπομείναντες πρώτοι έποικοι καθώς νέοι έποικοι από τη Γαλλία πήγαν να εγκατασταθούν στη σημερινή Νέα Σκωτία, όπου ίδρυσαν το λιμάνι Πορ Ρουαγιάλ (Port-Royal). Το 1608 οι Γάλλοι ίδρυσαν την Πόλη του Κεμπέκ και έτσι άρχισε να σχηματίζεται η αποικία της Νέας Γαλλίας, που αποτελούνταν από τον «Καναδά», δηλ. τις παρόχθιες περιοχές του ποταμού Αγίου Λαυρεντίου και την Ακαδία, δηλ. τη σημερινή Νέα Σκωτία (αργότερα στη Νέα Γαλλία προστέθηκαν οι παρόχθιες περιοχές του Μισσισσιππή και η Λουιζιάνα). Οι σημερινοί Ακαδιανοί ή Ακάδες είναι απόγονοι των πρώτων Γάλλων εποίκων.
Τον ίδιο καιρό που οι Γάλλοι άρχιζαν την εποίκιση στη Νέα Γαλλία, οι Βρετανοί άρχισαν να ιδρύουν αποικίες στα παράλια του Ατλαντικού νοτίως της Νέας Σκωτίας και τριγύρω από τον κόλπο του Χάντσον. Το 1668, ιδρύθηκε η βρετανική «Εταιρεία του Κόλπου Χάντσον» (Hudson's Bay Company), στην οποία παραχωρήθηκε το μονοπώλιο της εμπορίας γουναρικών από τις περιοχές γύρω από τον ομώνυμο κόλπο.
Η επέκταση των εποικισμών, αλλά και ο ανταγωνισμός των ευρωπαϊκών μητροπολιτικών κρατών, οδήγησε τελικά σε συγκρούσεις μεταξύ των βρετανών και των γάλλων εποίκων. Οι συγκρούσεις άρχισαν το 1689 και το 1713, με τη συνθήκη της Ουτρέχτης, η Γαλλία παραχώρησε τη Νέα Γη, τον Κόλπο του Χάντσον και τη μισή Ακαδία. Το 1755, οι Βρετανοί εκδίωξαν διά της βίας τους γαλλόφωνους (ακαδιανούς) εποίκους, επειδή οι τελευταίοι έποικοι αρνήθηκαν να ορκιστούν υποταγή στο βρετανικό στέμμα.
Το καλοκαίρι του 1759, οι Βρετανοί άρχισαν την πολιορκία της Πόλης του Κεμπέκ, ενώ η μητροπολιτική Γαλλία παρακολουθούσε μάλλον αδιάφορα τις εξελίξεις. Στις 13 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, ο γαλλικός στρατός ηττήθηκε από τους Βρετανούς στα Πεδία του Αβραάμ, ένα υψίπεδο λίγο έξω από την Πόλη του Κεμπέκ, και έτσι όλος ο γαλλικός Καναδάς έπεσε στα χέρια των Βρετανών.
Η υποταγή της Νέας Γαλλίας στη Βρετανία επισημοποιήθηκε το 1763 με τη συνθήκη των Παρισίων. Εντούτοις, το 1774, το Βρετανικό Κοινοβούλιο, με ειδική νομοθετική πράξη (The Quebec Act), αναγνώρισε ορισμένα θρησκευτικά και άλλα δικαιώματα στους καθολικούς γάλλους εποίκους (ενώ ταυτοχρόνως απαγόρευσε την εκλογή τοπικών κυβερνήσεων στις αποικίες της Βρετανίας στη Βόρεια Αμερική, πράξη που είχε ως αποτέλεσμα την κήρυξη της Αμερικανικής Επανάστασης λίγα καιρό αργότερα).
Στα χρόνια της Αμερικανικής Επανάστασης, αλλά και μέχρι μερικά χρόνια αργότερα, περίπου 50.000 φιλοβασιλικοί βρετανοί έποικοι πέρασαν από τις δεκατρείς επαναστατημένες αποικίες στα εδάφη του Καναδά. Για να τακτοποιήσει τους νέους εποίκους, η Βρετανία ίδρυσε το 1784 την αποικία (μετέπειτα επαρχία) του Νιου Μπράνσγουικ αποσπώντας εδάφη από τη Νέα Σκωτία, ενώ το 1791 διαίρεσε το Κεμπέκ σε Ανώτερο (σημερινό Οντάριο)και Κατώτερο Καναδά (σημερινό Κεμπέκ).
Το 1812, οι ΗΠΑ προσπάθησαν με πόλεμο να προσαρτήσουν στα εδάφη τους τις βρετανικές αποικίες του Καναδά. Ο πόλεμος έληξε χωρίς νικητές και ηττημένους με τη Συνθήκη της Γάνδης τον Δεκέμβριο του 1814. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι Αμερικανοί πυρπόλησαν το Γυορκ (σημερινό Τορόντο, Απρίλιος 1813) και οι Βρετανοί/Καναδοί πυρπόλησαν την Ουάσινγκτον (Αύγουστος 1814).
Η διαφθορά στους κόλπους της αποικιακής κυβέρνησης του Καναδά, είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσουν δύο επαναστάσεις το 1837: μία στο Τορόντο με αρχηγό τον Γουίλλιαμ Λάιον Μακένζι (William Lyon Mackenzie), και μία στον γαλλόφωνο Κατώτερο Καναδά με αρχηγό τον Λουί Ζοζέφ Παπινώ (Louis-Joseph Papineau), ηγέτη του Πατριωτικού Κόμματος (κατά μίμηση των αμερικανών «Πατριωτών» που οδήγησαν τις ΗΠΑ στην ανεξαρτησία). Το 1840, προκειμένου να αφομοιωθούν οι Γαλλοκαναδοί από τον αγγλόφωνο Καναδά, η Βρετανία συνένωσε τον Ανώτερο και Κατώτερο Καναδά σε μία επαρχία με την ονομασία Ηνωμένη Επαρχία του Καναδά. Το 1848, η Βρετανία ίδρυσε την αποικία της Βρετανικής Κολομβίας και τον επόμενο χρόνο ίδρυσε την αποικία της Νήσου Βανκούβερ.
Στα μέσα του 19ου αι., η Βρετανία θέλησε να απαλλαγεί από το κόστος της φύλαξης των αποικιών της στη Βόρεια Αμερική, χωρίς ωστόσο να χάσει τα κυριαρχικά δικαιώματα. Ο μόνος τρόπος για να γίνει κάτι τέτοιο ήταν να δημιουργηθεί μία αυτόνομη συνομοσπονδία των βρετανικών αποικιών υπό την κηδεμονία του Βρετανικού Στέμματος. Έτσι, την 1η Ιουλίου του 1867, η Ηνωμένη Επαρχία του Καναδά (Οντάριο και Κεμπέκ), η Νέα Σκωτία και το Νιου Μπράνσγουικ συνενώθηκαν σε μία συνομοσπονδία υπό την ονομασία «Κτήση του Καναδά» (Dominion of Canada) και πρώτο πρωθυπουργό τον Τζων Μακντόναλντ (John Macdonald, 1822–1892).
Στη συνομοσπονδία προστέθηκαν αργότερα οι υπόλοιπες επαρχίες και ομοσπονδιακά εδάφη που συνθέτουν τον σημερινό Καναδά. Το 1870, από εδάφη που κατείχε η Εταιρεία του Κόλπου Χάντσον δημιουργήθηκε η επαρχία της Μανιτόμπας, μετά την εξέγερση των μιγάδων Μετί εναντίον των λευκών εποίκων και της κεντρικής καναδικής κυβέρνησης. Το 1871, η Βρετανική Κολομβία προσχώρησε στην καναδική συνομοσπονδία, αφού προηγουμένως η καναδική κυβέρνηση ανέλαβε να πληρώσει τα χρέη της δυτικής αποικίας. Παρομοίως, με οικονομικά ανταλλάγματα, δύο χρόνια αργότερα προσχώρησε στον Καναδά και η Νήσος του Πρίγκηπα Εδουάρδου. Οι επαρχίες Αλμπέρτα και Σασκάτσουαν δημιουργήθηκαν το 1905 από περιοχές που έως τότε ανήκαν στα Βορειοδυτικά Εδάφη του Καναδά. Η τελευταία επαρχία που προσαρτήθηκε στον Καναδά ήταν η Νέα Γη, η οποία παρέμεινε βρετανική αποικία έως το 1949.
Σημαία | Επαρχία | Πρωτεύουσα | Εισδοχή στην Συνομοσπονδία |
Χρονική Ζώνη (UTC) |
---|---|---|---|---|
Βρετανική Κολομβία | Βικτωρία | 1871 | -8 έως -7 | |
Αλμπέρτα | Έντμοντον | 1905 | -7 | |
Σασκάτσουαν | Ρεγγίνα | 1905 | -7 | |
Μανιτόμπα | Γουίνιπεγκ | 1870 | -6 | |
Οντάριο | Τορόντο | 1867 | -6 έως -5 | |
Κεμπέκ | Πόλη του Κεμπέκ | 1867 | -5 έως -4 | |
Νιου Μπράνσγουικ | Φρέντρικτον | 1867 | -4 | |
Νέα Σκωτία | Χάλιφαξ | 1867 | -4 | |
Νήσος του Πρίγκηπα Εδουάρδου | Σάρλοτταουν | 1873 | -4 | |
Νέα Γη και Λαμπραντόρ | Άγιος Ιωάννης | 1949 | -4 έως -3,5 | |
Ομοσπονδιακά εδάφη | Πρωτεύουσα | Εισδοχή στη Συνομοσπονδία |
Χρονική Ζώνη (UTC) | |
Γιούκον | Γουάιτχορς | 1898 | -8 | |
Βορειοδυτικά Εδάφη | Γέλοουναϊφ | 1870 | -7 | |
Νούναβουτ | Ικαλούιτ | 1999 | -7, -6, -5, |
Από τις αρχές του 20ού αιώνα, ο Καναδάς άρχισε να αναπτύσσεται ταχύτατα. Νέοι μετανάστες από την Ουκρανία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ελλάδα και από όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες συνέβαλαν στην ανάπτυξη των καναδικών πεδιάδων, αλλά και στην ανάπτυξη των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Καναδοί πολέμησαν στο πλευρό της Αντάντ, αλλά υπό δική τους διοίκηση, και διακρίθηκαν για την ανδρεία τους στις μάχες της Υπρ (22 Απριλίου 1915) και του Βιμύ (19 Απριλίου 1917). Έτσι το 1919, ο Καναδάς έγινε ανεξάρτητο μέλος της Κοινωνίας των Εθνών. Το 1926 η Βρετανία αναγνώρισε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του Καναδά και ακολούθησε η επίσημη συνταγματική πράξη του 1931, γνωστή και ως Καταστατικό του Ουεστμίνστερ. Η αναγνώριση της καναδικής υπηκοότητας ως ανεξάρτητης της βρετανικής έγινε το 1947, αλλά το βρετανικό κοινοβούλιο διατήρησε για αρκετά χρόνια ακόμα το δικαίωμα να επικυρώνει αλλαγές στο καναδικό σύνταγμα. Το 1982, ο πρωθυπουργός του Καναδά, Πιέρ Έλιοτ Τρυντό έφερε το καναδικό σύνταγμα στον πλήρη έλεγχο του καναδικού κοινοβουλίου με τη νομοθετική πράξη που ονομάστηκε Πράξη Καναδά (Canada Act).
Τα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σημαδεύτηκαν από μία νέα ώθηση στην ανάπτυξη της καναδικής οικονομίας και κοινωνίας, αλλά και από τη συνεχιζόμενη αστάθεια ως προς τη θέση του Κεμπέκ στην καναδική συνομοσπονδία. Νέοι ευρωπαίοι μετανάστες κατά την περίοδο 1950–1980 και μετανάστες από την Ασία, την Αφρική, κ.ά. κατά τα πιο πρόσφατα χρόνια άλλαξαν σημαντικά τη γαλλοβρετανική εικόνα του Καναδά. Το 1947 έκανε την εμφάνισή του το δημόσιο σύστημα υγείας του Καναδά, το οποίο αποτέλεσε πρότυπο για τα συστήματα υγείας πολλών δυτικών χωρών. Από την κρίση στο Σουέζ το 1956 και έκτοτε, ο Καναδάς έχει συμμετάσχει σε πάρα πολλές ειρηνευτικές αποστολές του ΟΗΕ.
Η εθνική ταυτότητα του Καναδά άρχισε να παίρνει νομική μορφή από τη δεκαετία του 1950. Το 1957, το Καναδικό Κοινοβούλιο ψήφισε νόμο για την καναδική υπηκοότητα — μέχρι τότε οι πολίτες του Καναδά θεωρούνταν «βρετανοί υπήκοοι» («British subjets»/«Sujets britanniques»). Από το 1965, ο Καναδάς έχει για επίσημη σημαία ένα κόκκινο φύλλο από σφένδαμο με δύο κόκκινες λωρίδες εκατέρωθεν οι οποίες συμβολίζουν τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό.
Από το 1969 ο Καναδάς είναι επισήμως δίγλωσση χώρα, πράγμα που σημαίνει ότι όλες οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες λειτουργούν στα αγγλικά και στα γαλλικά. Ωστόσο, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι γαλλόφωνοι κάτοικοι του Κεμπέκ, μετά από τρεις αιώνες ως πολίτες β΄ κατηγορίας υπό την κηδεμονία της Καθολικής Εκκλησίας, αποφάσισαν να ζητήσουν με πιο δυναμικό τρόπο τα δικαιώματά τους. Η λεγόμενη «Ήσυχη Επανάσταση» κατά τη δεκαετία του 1960, άλλαξε κατά πολύ την οικονομική και κοινωνική κατάσταση στο Κεμπέκ. Τον ίδιο καιρό έκανε την εμφάνισή της η τρομοκρατική ομάδα «Μέτωπο για την Απελευθέρωση του Κεμπέκ» (Front pour la Libération du Québec ή FLQ). Τον Οκτώβριο του 1970, το FLQ δολοφόνησε τον επαρχιακό υπουργό Εργασίας, Πιέρ Λαπόρτ (Pierre Laporte), και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Πιέρ Έλιοτ Τρυντώ επενέβη δυναμικά κηρύσσοντας στρατιωτικό νόμο. Το 1976, στις επαρχιακές εκλογές στο Κεμπέκ, πρώτο κόμμα βγήκε το εθνικιστικό Κεμπεκιώτικο Κόμμα (Parti québecois) και το 1980 διεξήχθη δημοψήφισμα για την απόσχιση της επαρχίας από τον Καναδά. Παρόμοιο δημοψήφισμα έγινε και το 1995, αλλά και στα δύο το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό για τους υποστηρικτές της ανεξαρτητοποίησης του Κεμπέκ. Στις πρόωρες γενικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 14 Οκτωβρίου του 2008 το Συντηρητικό Κόμμα του Στήβεν Χάρπερ κέρδισε νίκη με 37% των ψήφων και 144 έδρες, επί συνόλου 308 στη Βουλή. Δεν κατάφερε όμως να εξασφαλίσει αυτοδυναμία.
Το πολίτευμα της χώρας είναι η Ομοσπονδιακή Βασιλευόμενη Δημοκρατία στα πρότυπα του Συστήματος Γουεστμίνστερ.
Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω.
Στις πιο πρόσφατες ομοσπονδιακές εκλογές, που έγιναν το 2015, οι Φιλελεύθεροι κέρδισαν μεγάλη νίκη στις πρόσφατες εκλογές που έγιναν τον Οκτώβριο του 2015.[8] Έπειτα από σχεδόν 10 χρόνια παραμονής στην εξουσία των συντηρητικών, νέος πρωθυπουργός ορκίστηκε ο Τζάστιν Τριντό.
Στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές που έγιναν στις 2 Μαΐου 2011, οι Συντηρητικοί του πρωθυπουργού Στίβεν Χάρπερ πέτυχαν νίκη με αυτοδυναμία, εξασφαλίζοντας 166 έδρες έναντι 103 του Νέου Δημοκρατικού Κόμματος και 34 για τους Φιλελεύθερους.[9] Το Φιλελεύθερο Κόμμα υποβιβάστηκε στην 3η θέση για πρώτη φορά στην ιστορία του.[10]
Ο Καναδάς είναι η δεύτερη πιο μεγάλη χώρα του κόσμου, με συνολική έκταση 9,98 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή εκατονταπλάσια της έκτασης της Ελλάδας. Η ακτογραμμή των ανατολικών επαρχιών του Καναδά παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία: από αμμώδεις παραλίες με μεγάλη παλίρροια (Κόλπος του Φάντυ, Νιου Μπράνσγουικ) έως απόκρημνες απρόσιτες ακτές, όπου βρίσκουν καταφύγιο τα θαλασσοπούλια.
Ο Άγιος Λαυρέντιος αποτελεί την πλωτή δίοδο που ενώνει τις Μεγάλες Λίμνες της Βόρειας Αμερικής με τον Ατλαντικό ωκεανό. Οι εκβολές του Αγίου Λαυρεντίου ήταν παλαιότερα πολύ πλούσιες σε ψάρια, κυρίως μπακαλιάρο, όμως η απερίσκεπτη υπεραλίευση κατά τον 20ό αιώνα οδήγησε σε σημαντική ελάττωση των αλιευμάτων και σε απαγόρευση της αλιείας. Στην περιοχή συχνάζουν φάλαινες, και αυτό αποτελεί πόλο έλξης τουριστών.
Από γεωγραφικής άποψης, οι ανατολικές επαρχίες του Καναδά και το Κεμπέκ χαρακτηρίζονται από πεδιάδες τις οποίες κοσμούν πολλά ποτάμια και λίμνες, καθώς και τα χαμηλά Απαλάχια όρη. Στο Οντάριο, ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να δει τους εντυπωσιακούς καταρράκτες του Νιαγάρα απ’ όπου τα νερά της λίμνης Ήρι χύνονται στη λίμνη Οντάριο. Βορειοδυτικά της λίμνης Ήρι βρίσκεται η λίμνη Χιούρον, και δυτικά της λίμνης Χιούρον βρίσκεται η λίμνη Σουπίριορ (Ανωτέρα). Στην περιοχή του Σάντμπερυ, περίπου 300 χλμ. ΒΔ του Τορόντο έχουν βρεθεί μοναδικά κοιτάσματα νικελίου.
Δυτικά του Οντάριο, απλώνονται οι μεγάλες καναδικές πεδιάδες: Μανιτόμπα, Σασκάτσουαν και Αλμπέρτα, περιοχές που στα χρόνια των Ινδιάνων διέτρεχαν οι βίσονες και που στα νεότερα χρόνια έγιναν ο σιτοβολώνας της Υφηλίου. Σήμερα, η Αλμπέρτα γνωρίζει μια νέα οικονομική άνθηση χάρη στην εξαγωγή πετρελαίου από βιτουμενιούχους γαιάνθρακες στα βόρεια της επαρχίας. Στα δυτικά σύνορα της Αλμπέρτας αρχίζουν τα Βραχώδη όρη, φυσικό σύνορο ανάμεσα στην Αλμπέρτα και τη Βρετανική Κολομβία. Η επαρχία της Βρετανική Κολομβία χαρακτηρίζεται από τα υπέροχα βουνά της, τα δάση με τα αιωνόβια δέντρα και τις πολυδαίδαλες ακτές της. Στο Βανκούβερ, τη δυτική μεγαλούπολη του Καναδά που είναι χτισμένη στην είσοδο ενός φυσικού λιμανιού απέναντι από τη νήσο Βανκούβερ, σπανίως χιονίζει γιατί το κλίμα της επηρεάζεται από το ρεύμα Κουροσίβο του Ειρηνικού ωκεανού.
Στα βόρεια εδάφη του Καναδά το κλίμα είναι πολικό, με πολύ σύντομα καλοκαίρια και χαμηλή βλάστηση (τούνδρα). Στα τέλη του 19ου αιώνα, το Γιούκον έγινε γνωστό από τους χρυσοθήρες που έτρεχαν να κάνουν την τύχη τους στις όχθες του ομώνυμου ποταμού. Τα τελευταία χρόνια τα βόρεια εδάφη του Καναδά γνωρίζουν σημαντική οικονομική ανάπτυξη εξαιτίας της ανακάλυψης κοιτασμάτων διαμαντιών.
Η οικονομία του Καναδά βασίζονταν για πολλά χρόνια στις άφθονες πρώτες ύλες: γούνες, ξυλεία, αλιεύματα (π.χ. μπακαλιάρος), γεωργικά προϊόντα (σιτάρι, κ.ά.), και μεταλλεύματα.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο κεντρικός Καναδάς έγινε ο μεγαλύτερος σιτοβολώνας του δυτικού κόσμου, ενώ το Οντάριο και το Κεμπέκ άρχισαν να αναπτύσσεται βιομηχανικά. Εργοστάσια παραγωγής αυτοκινήτων, αεροσκαφών και μηχανημάτων δημιουργήθηκαν στην περιοχή από το Ουίνσδορ έως την Πόλη του Κεμπέκ για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του Καναδά και των συμμάχων του κατά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Πολλά από τα εργοστάσια αυτά εξακολουθούν να λειτουργούν μέχρι σήμερα, αλλά τα τελευταία χρόνια η μεταποιητική βιομηχανία του Καναδά έχει αρχίσει να φθίνει.
Σήμερα, η πλειονότητα των Καναδών απασχολείται στον τομέα των υπηρεσιών (υγεία, εκπαίδευση, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δημόσια διοίκηση, κλπ.). Ο βιομηχανικός τομέας στο Κεμπέκ και το Οντάριο παρουσιάζει κάμψη, εξαιτίας της μείωσης των πωλήσεων των αμερικανικών αυτοκινήτων, της μείωσης των πωλήσεων αεροσκαφών, αλλά και εξαιτίας της μεταφοράς πολλών βιομηχανιών (π.χ. βιομηχανίες ένδυσης) σε χώρες της Ασίας με φθηνό κόστος εργασίας. Η Αλμπέρτα και η Νέα Γη γνωρίζουν μία νέα οικονομική ανάκαμψη εξαιτίας του πετρελαίου που παράγουν. Ανάκαμψη γνωρίζει και η οικονομία του Βόρειου Καναδά, εξαιτίας της ανακάλυψης κοιτασμάτων διαμαντιών.
Ο Καναδάς είναι μία από τις χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από υδατοπτώσεις. Επιπλέον είναι πρωτοπόρος στην παραγωγή ουρανίου (στο Σασκάτσουαν λειτουργούν μεταλλεία ουρανίου) και στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικούς σταθμούς (τεχνολογία «Candu»).
Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.
Αρχίζοντας από την εποχή των Ινδιάνων και φθάνοντας ως τις ημέρες μας, ο Καναδάς αποτελεί ένα μωσαϊκό πολιτισμών. Προφανώς στην πολιτιστική εξέλιξη της χώρας, ιδιαίτερο ρόλο έπαιξαν οι Γάλλοι και Βρετανοί έποικοι.
Η πρώτη πολιτιστική άνθηση του Καναδά έγινε στις αρχές του 20ου αιώνα, ταυτόχρονα με τη μεγάλη οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Τότε δημοσιεύθηκαν τα γαλλικά ποιήματα του Εμίλ Νελλιγκάν (Émile Nelligan, 1879–1941) και τα αγγλικά ποιήματα του Τζων Μακρέι (John McCrae, 1872–1918). Στα νεότερα χρόνια, οι συγγραφείς και καλλιτέχνες του Καναδά — τόσο οι γαλλόφωνοι όσο και οι αγγλόφωνοι — προσπαθούν να διαμορφώσουν μία δική τους θέση στον παγκόσμιο πολιτισμό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2012, ο Καναδάς παραμένει σταθερά ένα από τα πιο ανεπτυγμένα και ειρηνικά έθνη του κόσμου, στο νούμερο πέντε της λίστας με τις πιο ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου για το 2012.
Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους Καναδούς συγγραφείς και καλλιτέχνες κατέχουν:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.