From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Εξέγερση του Χμελνίτσκι (πολωνικά: Powstanie Chmielnickiego; γνωστή στην Ουκρανία ως Khmelʹnychchyna ή ουκρανικά: повстання Богдана Хмельницького; λιθουανικά: Chmelnickio sukilimas ; ρωσικά: восстание Богдана Хмельницкого ), γνωστή επίσης ως Κοζάκο-Πολωνικός πόλεμος, [1] η Εξέγερση Χμιελνίσκι, η Σφαγή του Χμελνίτσκι [2] ή η Ανταρσία του Χμελνίτσκι [3] ήταν μια εξέγερση Κοζάκων που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1648 και 1657 στα ανατολικά εδάφη της Πολωνο - Λιθουανικής Κοινοπολιτείας, η οποία οδήγησε στη δημιουργία ενός Χετμανάτου/Αταμανάτου Κοζάκων στην Ουκρανία. Υπό την ηγεσία του Χετμάνου/Αταμάνου Μπογκντάν Χμελνίτσκι, οι Κοζάκοι της Ζαπορίζια, συμμάχοι με τους Τάταρους της Κριμαίας και την τοπική ουκρανική αγροτιά, πολέμησαν ενάντια στην πολωνική κυριαρχία και ενάντια στις δυνάμεις της Κοινοπολιτείας. Η εξέγερση συνοδεύτηκε από μαζικές φρικαλεότητες που διέπραξαν οι Κοζάκοι εναντίον του άμαχου πληθυσμού, ειδικά εναντίον των Ρωμαιοκαθολικών κληρικών και των Εβραίων. [4]
Η εξέγερση έχει συμβολικό νόημα στην ιστορία της σχέσης της Ουκρανίας με τη Πολωνία και τη Ρωσία. Τελείωσε την κυριαρχία των Πολωνών Καθολικών Ευγενών (Σζλάχτα) στον ορθόδοξο χριστιανικό πληθυσμό. Ταυτόχρονα οδήγησε στην ενσωμάτωση τελικά της ανατολικής Ουκρανίας στο Βασίλειο της Ρωσίας, η οποία ενσωμάτωση ξεκίνησε με τη Συμφωνία του Περεϊάσλαβ του 1654, κατά την οποία οι Κοζάκοι ορκίστηκαν αφοσίωση στον Τσάρο, διατηρώντας παράλληλα μια ευρεία αυτονομία. Το γεγονός πυροδότησε μια περίοδο πολιτικών αναταραχών και συγκρούσεων στο Αταμανάτο γνωστό ως η Ερήμωση (Руїна) . Η επιτυχία της αντιπολωνικής εξέγερσης, μαζί με τις εσωτερικές συγκρούσεις στη Πολωνία, καθώς και οι ταυτόχρονοι πόλεμοι της Πολωνίας με τη Ρωσία και τη Σουηδία ( Ρωσο-πολωνικός πόλεμος (1654–1667) και ο Δεύτερος Βόρειος Πόλεμος (1655–1660) αντίστοιχα), έδωσαν τέλος στη Πολωνική Χρυσή Εποχή και προκάλεσε τη διαρκή παρακμή της πολωνικής εξουσίας κατά την περίοδο που είναι γνωστή στην πολωνική ιστορία ως ο Κατακλυσμός (potop szwedzki) .
Στην εβραϊκή ιστορία, η εξέγερση είναι γνωστή για την ταυτόχρονη οργή εναντίον των Εβραίων οι οποίοι, υπό την ιδιότητά τους ως ενοικιαστών γαιών (Орендар), θεωρούνταν από τους αγρότες ως οι άμεσοι καταπιεστές τους. [4] [5] Ωστόσο, ο Shmuel Ettinger υποστηρίζει ότι οι καταγραφές της σφαγής τόσο στην Ουκρανία όσο και στην Πολωνία υπογραμμίζουν τη σημασία του εβραϊκού ρόλου ως γαιοκτημόνων, ενώ υποβαθμίζουν το θρησκευτικό κίνητρο για τη βία των Κοζάκων. [6]
Το 1569, η Ένωση του Λούμπλιν χορηγούσε τα βοεβοδάτα της Volhynia, Podolia, Bracław και Κιέβου στα νότια της Λιθουανοελεγχόμενης Ρουθηνίας - στο Στέμμα της Πολωνίας στα πλαίσια της συμφωνίας που διαμορφώνει τη νέα πολωνική-λιθουανική Κοινοπολιτεία. Το Βασίλειο της Πολωνίας ήλεγχε ήδη πολλά ρουθηνιανά εδάφη, τα οποία σχημάτιζαν τα βοεβοδάτα του Λβιβ και του Μπελζ. Αν και η τοπική αριστοκρατία έλαβε πλήρη δικαιώματα στη πολωνική επικράτεια (Rzeczpospolita), η αφομοίωση του πολωνικού πολιτισμού την απομάκρυνε από τις κατώτερες τάξεις. Αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό όσον αφορά τις ισχυρές και παραδοσιακά μεγάλης επιρροής πριγκιπικές οικογένειες ρουθηνικής καταγωγής, μεταξύ των οποίων οι Wiśniowieccy, Czartoryscy, Ostrogscy, Sanguszkowie, Zbarascy, Koreccy και Zasławscy, που απέκτησαν ακόμη περισσότερη δύναμη και μπόρεσαν να συγκεντρώσουν ακόμα περισσότερα εδάφη, δημιουργώντας τεράστια λατιφούντια. Αυτοί οι ευγενείς, μαζί με τις ενέργειες της Πολωνικής ανώτερης τάξης, καταπίεζαν τους Ρουθένιους της κατώτερης τάξης, με την εισαγωγή των ιεραποστολικών πρακτικών Αντιμεταρρύθμισης και τη χρήση Εβραίων ενοικιαστών γης για τη διαχείριση των κτημάτων τους.
Υπήρξε επίσης, η πίεση του επεκτατισμού της Παπικής Εκκλησίας, που κορυφώθηκε με την Ένωση του Μπρεστ το 1596, ως προσπάθεια ευθυγράμμισης με τον Επίσκοπο της Ρώμης της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας στη σημερινή Ουκρανία, Πολωνία και Λευκορωσία, για τη διατήρηση τάχατις της αυτονομίας τους από τη Ρωσική Εκκλησία. Η εξέγερση του Χμελνίτσκι έλαβε χώρα υπ' αυτές λίγο ή πολύ τις συνθήκες.
Ο Μπογκντάν Χμελνίτσκι προέρχονταν από ευγενή οικογένεια και παρακολούθησε το σχολείο των Ιησουιτών, πιθανώς στο Λβιβ . Σε ηλικία 22 ετών, ακολούθησε επαγγελματικά τον πατέρα του που ήταν στην υπηρεσία της Κοινοπολιτείας, πολεμώντας ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατόπιν της ανάμιξης της Κοινοπολιτείας στις υποθέσεις της οθωμανοκρατούμενης Μολδαβίας. Αφού κρατήθηκε αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη, επέστρεψε στη ζωή ως Κοζάκος εγγεγραμμένος στη στρατιωτική υπηρεσία της Κοινοπολιτείας, και εγκαταστάθηκε στη μικρή αγροτική εγκατάσταση του Subotiv στην επαρχία του Τσερκάσι, μαζί με τη γυναίκα του και τα πολλά παιδιά του. Συμμετείχε σε εκστρατείες του στεφθέντος από τον Πολωνό Βασιλέα Αταμάνου, Stanisław Koniecpolski, ηγήθηκε αντιπροσωπειών στον Βασιλιά Βλαδίσλαο Δ' της Πολωνίας στη Βαρσοβία και γενικά ήταν σεβαστός στις τάξεις των Κοζάκων. Η πορεία της ζωής του άλλαξε, ωστόσο, όταν ο Aleksander Koniecpolski, κληρονόμος της μεγάλης ιδιοκτησίας του Αταμάνου Koniecpolski, προσπάθησε να ιδιοποιηθεί γαίες του Χμελνίτσκι. Το 1647, ο επικεφαλής της τοπικής βασιλικής διοίκησης στο Chyhyryn, Daniel Czapliński, άρχισε να παρενοχλεί ανοιχτά τον Χμελνίτσκι εξ ονόματος του νεότερου Koniecpolski, σε μια προσπάθεια να τον εκδιώξει από τη γη του. Έγιναν και δύο επιδρομές στο Subotiv, που επέφεραν σημαντικές ζημιές στην περιουσία, και ο γιος του, Yurii, ξυλοκοπήθηκε άσχημα, με αποτέλεσμα να μεταφέρει ο Χμελνίτσκι την οικογένειά του στο σπίτι ενός συγγενή του, στο Chyhyryn. Ταξίδεψε δύο φορές στη Βαρσοβία για να ζητήσει βοήθεια από τον Βασιλιά αλλά αυτός ήταν είτε απρόθυμος είτε ανίσχυρος να αντιμετωπίσει τη θέληση ενός φεουδάρχη. [7]
Αφού δεν έλαβε υποστήριξη από τους πολωνούς αξιωματούχους, ο Χμελνίτσκι στράφηκε στους Κοζάκους φίλους και υφισταμένους του. Η υπόθεση ενός Κοζάκου που αντιμετωπίστηκε άδικα από τους Πολωνούς, βρήκε πολλή υποστήριξη όχι μόνο στο σύνταγμά του αλλά και σε ολόκληρη την επικράτεια τη διοικούμενη από Κοζάκους (σιτς, січ, sich). Όλη τη χρονική περίοδο μέχρι το φθινόπωρο του 1647, ο Χμελνίτσκι ταξίδευε από το ένα σύνταγμα στο άλλο και διαβουλεύονταν με διαφορετικούς ηγέτες Κοζάκους ηγέτες σε όλη την Ουκρανία. Η δραστηριότητά του αυτή αύξησε τις υποψίες των πολωνικών αρχών που είχαν ήδη συνηθίσει στις εξεγέρσεις του Κοζάκων, και συνελήφθη αμέσως. Ο στρατιωτικός ηγέτης (polkovnyk) Mykhailo Krychevsky βοήθησε τον Χμελνίτσκι στη διαφυγή του, και με μια ομάδα υποστηρικτών κατευθύνθηκε προς την ημιαυτόνομη περοχή των Κοζάκων (σιτς, січ, sich) στη Ζαπορίζια .
Οι Κοζάκοι βρίσκονταν ήδη στα πρόθυρα της νέας εξέγερσης, καθώς τα σχέδια για τον νέο πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία που προωθήθηκαν από τον Πολωνό βασιλιά Βλαδίσλαο Δ', ακυρώθηκαν από τη Κάτω Πολωνική Βουλή (Sejm). Οι Κοζάκοι ετοιμάζονταν να ξαναρχίσουν τις παραδοσιακές και επικερδείς επιθέσεις τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (το πρώτο τέταρτο του 17ου αιώνα έκαναν επιδρομές στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας σε ετήσια σχεδόν βάση), καθώς δυσαρεστούνταν πολύ να αποτρέπονται από τις πειρατικές δραστηριότητές τους λόγω των ειρηνευτικών συνθηκών μεταξύ των Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η εξέγερση των Κοζάκων θα μπορούσε να είχε ξεθωριάσει με τον ίδιο τρόπο όπως και οι μεγάλες εξεγέρσεις του 1637–1638, αν δεν υπήρχαν οι στρατηγικές του Χμελνίτσκι. Έχοντας λάβει μέρος στην εξέγερση του 1637, είχε συνειδητοποιήσει ότι οι Κοζάκοι, ενώ είχαν ένα εξαιρετικό πεζικό, δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το πολωνικό ιππικό, το οποίο ήταν πιθανώς το καλύτερο στην Ευρώπη εκείνη την εποχή. Ωστόσο, ο συνδυασμός του πεζικού των Κοζάκων με το ιππικό των Τατάτων της Κριμαίας, θα μπορούσε να παράσχει μια ισορροπημένη στρατιωτική δύναμη και να δώσει στους Κοζάκους την ευκαιρία να νικήσουν τον πολωνικό στρατό.
Ο Χμελνίτσκι κατάφερε να ξεπεράσει περισσότερο από έναν αιώνα αμοιβαίας εχθρότητας μεταξύ Κοζάκων και Τατάρων. Προσωποποίησε επίσης την ιδέα των Κοζάκων ως «προστάτες των χριστιανών», συμφωνώντας να πληρώσει στον Χαν της Κριμαίας με σκλάβους. Αρχικά αυτοί ήταν πολωνοί κρατούμενοι, αλλά αργότερα ολόκληρες εκτάσεις γης στην Ουκρανία διατέθηκαν στους Τατάρους για να συλλάβουν οποιονδήποτε (συμπεριλαμβανομένων των Εβραίων που είχαν μετακινηθεί μαζικά στα παλατινάτα της Ουκρανίας μετά το 1569) και για να τους οδηγήσουν προς πώληση στις αγορές σκλάβων της Κάφφα .
Στις 25 Ιανουαρίου 1648, ο Χμελνίτσκι έφερε ένα απόσπασμα 400- 500 Κοζάκων στην ημιαυτόνομη Ζαπορίζια και σκότωσε γρήγορα τους φρουρούς που είχε θέσει η Κοινοπολιτεία για να προστατεύουν την είσοδο. Μόλις εισήλθε στο Σιτς, οι ρητορικές και διπλωματικές του δεξιότητες "χτύπησαν εκεί που πονάει" τους καταπιεσμένους Ρουθηνούς. Καθώς οι άντρες του απέρριψαν μια προσπάθεια των δυνάμεων της Κοινοπολιτείας να ξανακαταλάβουν το Σιτς, οι στρατιώτες που εντάχθηκαν στο σκοπό του έγιναν περισσότεροι. Η Ράντα των Κοζάκων, δηλαδή το Κοινοβούλιό τους, τον εξέλεξε Αταμάνο μέχρι το τέλος του μήνα. Ο Χμελνίτσκιι αφιέρωσε τους περισσότερους πόρους του στη πρόσληψη περισσότερων μαχητών. Έστειλε απεσταλμένους στην Κριμαία, ζητώντας από τους Τατάρους να ενωθούν σε μια πιθανή επίθεση εναντίον του κοινού εχθρού τους, της Κοινοπολιτείας.
Μέχρι τον Απρίλιο του 1648, η λέξη της εξέγερσης είχε εξαπλωθεί σε όλη την Κοινοπολιτεία. Είτε επειδή υποτίμησαν το μέγεθος της εξέγερσης, [8] είτε επειδή ήθελαν να δράσουν γρήγορα για να αποτρέψουν τη διάδοσή της, οι αταμάνοι στην υπηρεσία της Κοινοπολιτείας, Mikołaj Potocki και Marcin Kalinowski, έστειλαν 3.000 στρατιώτες υπό τη διοίκηση του υιού Potocki, Stefan, κατά του Χμελνίτσκι χωρίς να περιμένουν τη συγκέντρωση επιπλέον δυνάμεων από τον Πρίγκιπα Ιερεμία Βισνιοβιέτσκι. Ο Χμελνίτσκι συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και συναντήθηκε με τον εχθρό του στη Μάχη του Zhovti Vody, όπου πολλοί Κοζάκοι εγγεγραμμένοι στο Πολωνικό στρατό αυτομόλησαν στις δυνάμεις του Χμελνίτσκι. Τη νίκη ακολούθησε γρήγορα η υποχώρηση των στρατευμάτων της Κοινοπολιτείας στη Μάχη του Korsun, όπου τόσο ο πρεσβύτερος Potocki όσο και ο Kalinowski συνελλήφθησαν και φυλακίστηκαν από τους Τατάρους.
Εκτός από την απώλεια σημαντικών δυνάμεων και στρατιωτικής ηγεσίας, το πολωνικό κράτος έχασε επίσης τον Βασιλιά Βλαδίσλαο Δ', ο οποίος πέθανε το 1648, αφήνοντας το Στέμμα της Πολωνίας χωρίς διάδοχο και σε αταξία σε μια εποχή εξέγερσης. Οι ενοικιαστές μεγάλων ιδιοκτησιών (szlachta) κυνηγιώνταν από τους αγρότες, με τα παλάτια και τα κτήματά τους να τυλίγονται φλόγες. Και καθόλο αυτό το διάστημα, ο στρατός του Χμελνίτσκι βάδιζε προς τα δυτικά.
Ο Χμελνίτσκι σταμάτησε τις δυνάμεις του στη Bila Tserkva και επίδωσε έναν κατάλογο αιτημάτων στο Πολωνικό Στέμμα, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης του αριθμού των Κοζάκων που μπορούν να εγγραφούν στο πολωνικό στρατό, της επιστροφής εκκλησιών που κατάσχεσαν από τους Ορθόδοξους πιστούς και της καταβολής των μισθών στους Κοζάκους στρατιώτες που ήταν στην υπηρεσία του Στέμματος και που παρακρατούνταν για πέντε χρόνια. [9]
Τα νέα περί των συνεχιζόμενων εξεγέρσεων των αγροτών έβαλαν σε σκέψη έναν ευγενή σαν τον Χμελνίτσκι, ο οποίος αφού συζήτησε με τους συμβούλους του τις πληροφορίες που συγκεντρώνονταν από όλη τη χώρα, συνειδητοποίησε γρήγορα με την υπόλοιπη ηγεσία των Κοζάκων ότι υπάρχει η δυνατότητα ανακήρυξης αυτονομίας. Παρόλο που ήταν η προσωπική δυσαρέσκεια του Χμελνίτσκι για τη φεουδαρχία της Κοινοπολιτείας που επηρέασε τη μετατροπή του σε επαναστάτη, φιλοδοξία του ειλικρινής ήταν να γίνει ο κυβερνήτης ενός Ρουθηνικού έθνους μετατρέποντας την εξέγερση από μια απλή επανάσταση σε ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Ο Χμελνίτσκι συνένωσε τις δυνάμεις του με τους εξεγερμένους αγρότες Μάχη του Pyliavtsi, επιφέροντας άλλο ένα τρομερό πλήγμα στις εξασθενημένες και εξαντλημένες πολωνικές δυνάμεις.
Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ο Χμελνίτσκι πείστηκε τάχατις να μην πολιορκήσει τη Λβιβ, με αντάλλαγμα 200.000 χρυσά νομίσματα, αλλά ο ιστορικός Mykhailo Hrushevsky τεκμηρίωσε ότι ο Χμελνίτσκι όντως πολιόρκησε την πόλη, για περίπου δύο εβδομάδες. Τα λύτρα, ωστόσο, τα είχε λάβει και προχώρησε μετά σε πολιορκία του Ζάμοστς, όταν τελικά πληροφορήθηκε την εκλογή του νέου Πολωνού Βασιλιά, Ιωάννη Β' Καζιμίρ, τον οποίο ο Χμελν'ιτσκι ευνοούσε. Σύμφωνα με τον Hrushevsky, ο νέος βασιλιά του έστειλε μια επιστολή στην οποία ενημέρωνε τον αρχηγό του Κοζάκων για την εκλογή του και του διαβεβαίωνε ότι θα παραχωρήσει στους Κοζάκους και σε όλη την Ορθόδοξη πίστη διάφορα προνόμια. Ζήτησε από τον Χμελνίτσκι να σταματήσει την εκστρατεία του και να περιμένει τη βασιλική αντιπροσωπεία. Ο Χμελνίτσκι απάντησε ότι θα συμμορφωθεί με το αίτημα του μονάρχη του, και μετά γύρισε πίσω. Έκανε μια θριαμβευτική είσοδο στο Κίεβο την ημέρα των Χριστουγέννων το 1648, και χαιρετίστηκε ως «ο Μωυσής, σωτήρας, λυτρωτής, και απελευθερωτής του λαού από την πολωνική αιχμαλωσία ... ο λαμπρός κυβερνήτης των Ρως».
Τον Φεβρουάριο του 1649, κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων στο Περεϊάσλαβ με την υπό τον Γερουσιαστή Adam Kysil πολωνική αντιπροσωπεία, ο Χμελνίτσκι δήλωσε ότι ήταν «ο μόνος αυτοκράτορας των Ρως» και ότι είχε «αρκετή δύναμη στην Ουκρανία, Podolia και Volhynia ... στη γη του και πριγκηπάτο που εκτείνεται μέχρι το Λβιβ, Chełm και Halych » . [10] Έγινε σαφές στους Πολωνούς απεσταλμένους ότι ο Χμελνίτσκι δεν είχε τοποθετηθεί πλέον ως ηγέτης των Κοζάκων της Ζαπορίζια αλλά ως ηγέτης ανεξάρτητου κράτους και εξέθεσε τα δικαιώματά του για την κληρονομιά των Ρως».
Ένας πανηγυρικός στο Βίλνιους προς τιμή του Χμελνίτσκι (1650–1651) έθεσε τη κατασταση ως εξής: «Ενώ στην Πολωνία, είναι Βασιλιάς ο Jan II Casimir Vasa, στους Τως είναι ο Αταμάνος Μπογκτάν Χμελνίτσκι». [11]
Μετά τις Μάχες του Zbarazh και του Zboriv, ο Χμελνίτσκι κέρδισε πολλά προνόμια για τους Κοζάκους βάσει της Συνθήκης του Zboriv . Όταν ωστόσο ξανάρχισαν οι εχθροπραξίες, οι δυνάμεις του υπέστησαν μαζική ήττα το 1651 στη Μάχη του Berestechko, τη μεγαλύτερη χερσαία μάχη του 17ου αιώνα, και εγκαταλείφθηκαν από τους πρώην συμμάχους τους, τους Τάταρους της Κριμαίας. Αναγκάστηκαν να αποδεχθούν τη Συνθήκη της Bila Tserkva στην ομώνυμη πόλη. Ένα χρόνο αργότερα, οι Κοζάκοι πήραν την εκδίκησή τους στη Μάχη του Batih, όπου, το 1652, ο Χμελνίτσκι διέταξε τους Κοζάκους να σκοτώσουν όλους τους Πολωνούς κρατούμενους, φθάνοντας στο σημείο να πληρώσει τους Tατάρους για την εξαγορά των κρατουμένων τους, ένα γεγονός γνωστό ως Σφαγή του Batih . [12] [13]
Οι τεράστιες απώλειες που υπέστησαν οι Κοζάκοι στο Berestechko κατέστησαν αδύνατη την υλοποίηση της ιδέα της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου κράτους. Ο Χμελνίτσκι έπρεπε να αποφασίσει αν θα παραμείνει υπό την πολωνική-λιθουανική επιρροή ή α θα συμμαχήσει με τους Μοσχοβίτες.
Οι Τάταροι της Κριμαϊκού Χανάτου, τότε σε υποτελή κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συμμετείχαν στην εξέγερση, θεωρώντας την ως πηγή αιχμαλώτων προς πώληση. Οι επιδρομές για σκλάβους αποτελούσαν μεγάλη πηγή αιχμαλώτων για τις αγορές σκλάβων στην Κριμαία [14] καθόλη τη διάρκεια της εξέγερσης. Οι Οθωμανοί Εβραίοι συγκέντρωναν κεφάλαια για τη πραγματοποίηση μια συντονισμένης προσπάθειας καταβολής λύτρων με σκοπό την απόκτηση της ελευθερίας του λαού τους.
Μέσα σε λίγους σχεδόν μήνες, όλοι οι πολωνοί ευγενείς, αξιωματούχοι και ιερείς είχαν εξαφανιστεί ή απομακρυνθεί από τα εδάφη της σημερινής Ουκρανίας. Οι απώλειες πληθυσμού της Κοινοπολιτείας στην εξέγερση υπερέβησαν το ένα εκατομμύριο. Επιπλέον, οι Εβραίοι υπέστησαν σημαντικές απώλειες επειδή ήταν οι πολυαριθμότεροι και προσβασιμότεροι εκπρόσωποι του καθεστώτος ενοικίασης μεγαλοκτημάτων (szlachta).
Η εξέγερση ξεκίνησε μια περίοδο στην πολωνική ιστορία γνωστή ως Κατακλυσμός (potop szwedzki, η οποία περιελάμβανε τη σουηδική εισβολή στην Κοινοπολιτεία κατά τη διάρκεια του Β ' Βορείου Πολέμου του 1655-1660). Ήταν περίοδος η οποία απελευθέρωσε τους Ουκρανούς από την πολωνική κυριαρχία, αλλά προσωρινά μόνο διότι θα υποβάλλονταν σε σύντομο χρονικό διάστημα στη ρωσική κυριαρχία . Αποδυναμωμένοι από πολέμους, το 1654 ο Χμελνίτσκι έπεισε τους Κοζάκους να συμμαχήσουν με τον Ρώσο τσάρο στη Συνθήκη του Περεϊάσλαβ, η οποία οδήγησε στον Ρώσο-Πολωνικό Πόλεμο (1654-1667). Όταν η Πολωνο-Λιθουανία και η Ρωσία υπέγραψαν την Εκεχειρία της Βίλνας και συμφώνησαν για μια αντι-σουηδική συμμαχία το 1657, οι Κοζάκοι του Χμελνίτσκι υποστήριξαν αντίθετα την εισβολή της Κοινοπολιτείας από τους συμμάχους των Σουηδών στη Τρανσυλβανία. [15] Παρόλο που η Κοινοπολιτεία προσπάθησε να ξανακερδίσει την επιρροή της στους Κοζάκους (σημειώστε τη Συνθήκη του Hadiach το 1658), οι νέοι Κοζάκοι υπήκοοι θα κυριαρχούνταν ακόμη περισσότερο από τη Ρωσία. Με την Κοινοπολιτεία να γίνεται όλο και πιο αδύναμη, οι Κοζάκοι ενσωματώθηκαν όλο και περισσότερο στη Ρωσική Αυτοκρατορία, με την αυτονομία και τα προνόμια τους να διαβρώνονται. Τα απομεινάρια αυτών των προνομίων καταργήθηκαν σταδιακά μετά τον Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο (1700-1721) κατά τον οποίο ο αταμάνος Ivan Mazepa συμμάχησε με τη Σουηδία. Μέχρι τον τελικό διαμελισμό της Πολωνίας που έθεσε τέλος στην ύπαρξη της Κοινοπολιτείας το 1795, πολλοί Κοζάκοι είχαν ήδη εγκαταλείψει την Ουκρανία για να αποικίσουν το Kuban και, στη διαδικασία, εκρωσίστηκαν .
Οι πηγές διαφέρουν ως προς το πότε τελείωσε η εξέγερση. Οι ρωσικές και ορισμένες πολωνικές πηγές αναφέρουν ως ημερομηνία λήξης της εξέγερσης, το 1654, επισημαίνοντας ότι τέλος στο πόλεμο έθεσε η Συνθήκη του Περεϊάσλαβ Ουκρανικές πηγές αναφέρουν την ημερομηνία του θανάτου του Χμελνίτσκι το 1657. [16] [17] και λίγες πολωνικές πηγές αναφέρουν την ημερομηνία 1655 και τη Μάχη της Jezierna ή Jeziorna (Νοέμβριος 1655). Υπάρχει κάποια αλληλεπικάλυψη μεταξύ της τελευταίας φάσης της εξέγερσης και της έναρξης του ρωσο-πολωνικού πολέμου (1654-1667), καθώς οι Κοζάκοι και οι ρωσικές δυνάμεις έγιναν συμμάχοι.
Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των θανάτων της εξέγερσης του Khmelnytsky ποικίλλουν, όπως και πολλοί άλλοι τέτοιοι αριθμοί από τις εποχές που αποτελούν αντικείμενο ανάλυσης από την ιστορική δημογραφία . Καθώς αυξάνει η διαθεσιμότητα και βελτιώνεται η μεθοδολογία καλύτερων πηγών, τέτοιες εκτιμήσεις υπόκεινται σε συνεχή αναθεώρηση. Οι απώλειες πληθυσμού ολόκληρου του πληθυσμού της Κοινοπολιτείας κατά τα έτη 1648–1667 (περίοδος που περιλαμβάνει την εξέγερση, αλλά και τον πολωνικό-ρωσικό πόλεμο και τη σουηδική εισβολή ) εκτιμώνται σε 4 εκατομμύρια (περίπου μείωση από 11–12 εκατομμύρια σε 7– 8 εκατομμύρια).
Πριν από την εξέγερση του Χμελνίτσκι, οι φεουδάρχες είχαν πουλήσει και εκμισθώσει ορισμένα προνόμια σε ενοικιαστές γαιών, πολλοί από τους οποίους ήταν Εβραίοι, οι οποίοι κέρδιζαν χρήματα από τις φοροεισπράξεις που έκαναν για λογαριασμό φεουδαρχών, λαμβάνοντας ένα ποσοστό των εσόδων. Χωρίς να επιβλέπουν άμεσα τα κτήματα τους, οι φεουδάρχες άφησαν στους μισθωτές και τους φοροεισπράκτορες να γίνουν αντικείμενα μίσους από τους καταπιεσμένους και τους μακροχρόνια υποφέροντες αγρότες. Ο Χμελνίτσκι έλεγε στο λαό του ότι οι Πολωνοί τους είχαν πουλήσει ως σκλάβους "στα χέρια των καταραμένων Εβραίων". Με αυτό ως πολεμική ιαχή τους, Κοζάκοι και αγροτιά σφαγίασαν πολλούς εβραίους και πολωνο-λιθουανούς αστούς κατά τη διάρκεια των ετών 1648-1649. Η σύγχρονη του 17ου αιώνα έκδοση Χρονικό Αυτόπτη Μάρτυρα (Yeven Mezulah) του Nathan ben Moses στο Ανόβερο αναφέρει:
Όπου έβρισκαν ενοικιαστές, βασιλικούς αξιωματούχους ή Εβραίους, [οι Κοζάκοι] τους σκότωναν όλους, χωρίς να σώζουν ούτε γυναίκες ούτε παιδιά. Λεηλάτησαν τα κτήματα των Εβραίων και των ευγενών, έκαψαν εκκλησίες και σκότωσαν τους ιερείς τους, μην αφήνοντας τίποτα όρθιο. Ήταν σπάνιο εκείνες τις μέρες να βρεθεί άτομο που δεν είχε βρέξει τα χέρια του στο αίμα. . . [18]
Οι περισσότερες εβραϊκές κοινότητες στο επαναστατημένο Χετμανάτο, καταστράφηκαν από την εξέγερση και τις επακόλουθες σφαγές, αν και περιστασιακά χάριζαν τη ζωή σε κάποιο εβραϊκό πληθυσμό, ιδίως μετά την κατάληψη της πόλης του Μπρόντι (ο πληθυσμός της οποίας ήταν 70% Εβραϊκός). Σύμφωνα με την ανώνυμη ιστορικο-πολιτική διατριβή στο μεταίχμιου 18ου-19ου αιώνα, που είναι γνωστή ως Ιστορία των Ρως της Μικρής Ρωσίας (Исторія Русовъ, или Малой Россіи), η λογική του Χμελνίτσκι για το χάρισμα της ζωής ήταν σε μεγάλο βαθμό εμπορική. Οι Εβραίοι του Μπρόντι, που ήταν ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο, κρίθηκαν χρήσιμοι "για κύκλους εργασιών και κέρδη" και ως εκ τούτου υποχρεώθηκαν να καταβάλουν μόνο "μέτριες αποζημιώσεις" για τη ζωή τους σε είδος. [19]
Μια μελέτη του 2003 από τον Ισραηλινό δημογράφο Shaul Stampfer του Εβραϊκού Πανεπιστημίου, αφιερωμένη αποκλειστικά στο ζήτημα των Εβραίων θυμάτων στην εξέγερση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι 18.000-20.000 Εβραίοι σκοτώθηκαν από συνολικό πληθυσμό 40.000. [20] Ο ειδικός επί Ουκρανικών θεμάτων καθηγητής του Πανεπιστημίου του Τορόντο, Paul Robert Magocsi παρατηρεί ότι οι Εβραίοι χρονογράφοι του 17ου αιώνα "παρέχουν όλοι διογκωμένα στοιχεία σχετικά με την απώλεια ζωής μεταξύ του Εβραϊκού πληθυσμού της Ουκρανίας. Ο Ουκρανο-Καναδός ιστορικός Orest Subtelny καταλήγει στο συμπέρασμα ότι:
Μεταξύ 1648 και 1656, δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι - δεδομένης της έλλειψης αξιόπιστων στοιχείων, είναι αδύνατο να καθοριστούν ακριβέστερα στοιχεία - σκοτώθηκαν από τους εξεγερμένους, και θεωρείται μέχρι σήμερα η εξέγερση του Χλεμίντσκι από τους Εβραίους ως ένα από τα πιο τραυματικά περιστατικά στην ιστορία τους. [21]
Στις δύο δεκαετίες μετά την εξέγερση, η Κοινοπολιτεία υπέστη δύο ακόμη μεγάλους πολέμους ( ο Κατακλυσμός και ο Ρωσο-πολωνικός πόλεμος (1654-67) και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα συνολικά εβραϊκά θύματα υπολογίζονται σε τουλάχιστον 100.000.
Ενώ οι Κοζάκοι και οι αγρότες (γνωστοί ως χωριάτες (pospolity) [22] ) ήταν σε πολλές περιπτώσεις οι δράστες των σφαγών των πολωνών ευγενών και των συνεργατών τους, υπέστησαν επίσης την τρομερή απώλεια ζωής που προκλήθηκε από αντίποινα της Πολωνίας, επιδρομές Τατάρων, λιμό, αρρώστιες και πολεμικών καταστροφών.
Στα αρχικά στάδια της εξέγερσης, στρατεύματα του ευγενή φεουδάρχη, Jarema Wisniowiecki, στην υποχώρηση τους προς τα δυτικά, προκάλεσαν τρομερά αντίποινα στον άμαχο πληθυσμό, αφήνοντας πίσω τους ένα μονοπάτι καμένων πόλεων και χωριών. Επιπλέον, οι Τατάροι σύμμαχοι του Χμελνίτσκι συνέχιζαν συχνά τις επιδρομές τους εναντίον του άμαχου πληθυσμού, παρά τις διαμαρτυρίες των Κοζάκων. Μετά την έναρξη της συμμαχίας των Κοζάκων με τον Βασίλειο της Ρωσίας, οι επιδρομές των Τατάρων έγιναν ανεξέλεγκτες. Σε συνδυασμό με την έναρξη του λιμού, οδήγησαν σε μεγάλη πληθυσμιακή μείωση ολόκληρων περιοχών της χώρας. Παράδειγμα για την έκταση της τραγωδίας δίνεται από μια έκθεση ενός πολωνού αξιωματικού της εποχής, που περιγράφει την καταστροφή:
Υπολογίζω ότι ο αριθμός των βρεφών μόνο που βρέθηκαν νεκρά στους δρόμους και στα κάστρα έφτασε τις 10.000. Τους διέταξα να ταφούν στα χωράφια και ένας τάφος και μόνον περιείχε πάνω από 270 πτώματα. . . Όλα τα βρέφη ήταν μικρότερα του ενός έτους αφού τα μεγαλύτερα είχαν οδηγηθεί στην αιχμαλωσία. Οι επιζώντες αγρότες περιπλανιώνταν σε ομάδες, θρηνώντας για τις ατυχίες τους. [23]
Η εξέγερση είχε σημαντική επίδραση στην Πολωνία και την Ουκρανία . Το ιστορικό μυθιστόρημα με τίτλο Με Φωτιά και Σπαθί (With Fire and Sword), είναι τοποθετημένο χρονολογικά στην Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Χμελνίτσκι τον 17ο αιώνα. Το έργο αυτό απετέλεσε και τη βάση της ομώνυμης δραματικής ταινίας του Χένρικ Σιενκιέβιτς.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.