From Wikipedia, the free encyclopedia
Εκφυλισμένη τέχνη (γερμανικά: Entartete Kunst) είναι ο όρος που χρησιμοποίησε το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας για να περιγράψει ουσιαστικά οποιαδήποτε μορφή μοντέρνας τέχνης. Η τέχνη αυτού του είδους απαγορεύτηκε, με τη δικαιολογία ότι η φύση της ήταν μη-γερμανική ή "εβραιο-μπολσεβίκικη", και οι δημιουργοί της, που χαρακτηρίστηκαν "εκφυλισμένοι καλλιτέχνες" υπέστησαν διώξεις και ποινές. Διώχτηκαν από τις θέσεις διδασκαλίας σε πανεπιστήμια και σχολές, τους απαγορεύτηκε να εκθέτουν και να πωλούν τα έργα τους, και σε ορισμένες περιπτώσεις τους απαγορεύτηκε συνολικά να παράγουν τέχνη.
Η "Έκθεση Εκφυλισμένης Τέχνης", που διοργανώθηκε από το ναζιστικό κόμμα στο Μόναχο το 1937, αποτελούνταν από μοντερνιστικά έργα τέχνης, τοποθετημένα στο χώρο με χαοτικό τρόπο και συνοδευόμενα από απαξιωτικά, προπαγανδιστικά συνθήματα. Έχοντας σαν σκοπό της να στρέψει την κοινή γνώμη κατά του μοντερνισμού, η έκθεση ταξίδεψε σε αρκετές ακόμα πόλεις της Γερμανίας και της Αυστρίας. Η τέχνη που επέτρεπαν οι Ναζί να υπάρχει ήταν η -καθορισμένη σε στενά όρια- παραδοσιακή στο ύφος, που εξύψωνε τα ιδανικά της φυλετικής καθαρότητας, του μιλιταρισμού και της υποταγής στην εξουσία. Όμοια, η μουσική έπρεπε να είναι τονική, χωρίς επιρροές από την τζαζ που οι Ναζί θεωρούσαν μουσική των μαύρων και των Εβραίων. Οι ταινίες και τα θεατρικά έργα λογοκρίνονταν με το ίδιο σκεπτικό.
Οι αρχές του εικοστού αιώνα ήταν περίοδος θεμελιακών αλλαγών στις τέχνες. Στις οπτικές τέχνες, καινοτομίες όπως ο κυβισμός, ο ντανταϊσμός και ο σουρεαλισμός -που βάθυναν το ρήγμα με την παραδοσιακή τέχνη που είχαν ανοίξει προηγουμένως ο συμβολισμός και ο φωβισμός- δεν έχαιραν καθολικής εκτίμησης. Η πλειοψηφία του κόσμου δεν ενδιαφερόταν για τη νέα τέχνη, που πολλοί αποστρέφονταν ως ελιτίστικη, ηθικά ύποπτη και συχνά ακατανόητη.[1]
Η Γερμανία ήταν εκείνη την εποχή ένα από τα βασικά κέντρα της αβάν γκαρντ: εκεί γεννήθηκε ο εξπρεσιονισμός στη ζωγραφική και τη γλυπτική, η ατονική μουσική του Άρνολντ Σένμπεργκ, καθώς και η επηρεασμένη από τη τζαζ μουσική των Πάουλ Χίντεμιθ και Κουρτ Βάιλ. Ταινίες όπως Το Εργαστήριο του Δρ. Καλιγκάρι του Ρόμπερτ Βίνε και Νοσφεράτου του Φρίντριχ Μουρνάου έφεραν τον εξπρεσιονισμό στον κινηματογράφο.
Οι Ναζί ένιωθαν αηδία για την τέχνη της περιόδου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Αυτή η αντιμετώπιση πήγαζε εν μέρει από τη συντηρητική αισθητική τους, αλλά και από την πρόθεσή τους να χρησιμοποιήσουν την τέχνη σαν μέσο προπαγάνδας.[2] Για τους δυο αυτούς λόγους, ένας πίνακας όπως οι Ανάπηροι Πολέμου του 1920 του Ότο Ντιξ αποτελούσε κόκκινο πανί για τους Ναζί, καθώς απεικόνιζε τις καρικατούρες τεσσάρων ακρωτηριασμένων και παραμορφωμένων βετεράνων του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, θεάματος συνηθισμένου στους δρόμους του μεταπολεμικού Βερολίνου. Στην "Έκθεση Εκφυλισμένης Τέχνης", ο πίνακας αναρτήθηκε δίπλα σε μια επιγραφή που κατηγορούσε τον Ντιξ - που πολέμησε ως εθελοντής στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο - για "προσβολή των Γερμανών ηρώων του Μεγάλου Πολέμου".[3] Ο πίνακας αργότερα κάηκε, μαζί και με άλλα έργα τέχνης.
Η τέχνη που θεωρούνταν ιδανική κατά τους Ναζί -σύμφωνα και με τα προσωπικά γούστα του Αδόλφου Χίτλερ- ήταν η αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή τέχνη, καθώς αυτές θεωρούνταν "μη μολυσμένες" από εβραϊκές επιρροές, και ενσαρκώσεις ενός φυλετικού ιδεώδους. Η σύγχρονη τέχνη θεωρούνταν πράξη αισθητικής βίας των Εβραίων κατά του γερμανικού πνεύματος.[4] Η υποτιθέμενη "εβραϊκότητα" της τέχνης που ήταν ακατανόητη, μη ρεαλιστική ή απεικόνιζε "διεφθαρμένα" θέματα, εξηγούνταν μέσω της θεωρίας του εκφυλισμού, σύμφωνα με την οποία η τέχνη αυτή ήταν αποτέλεσμα κατώτερης φυλετικής ταυτότητας. Διαδίδοντας τα περί εκφυλισμένης τέχνης οι Ναζί συνδύασαν τον αντισημιτισμό τους με την επιθυμία τους να ελέγξουν την τέχνη, και έτσι εξασφάλισαν τη λαϊκή υποστήριξη και για τους δυο αυτούς σκοπούς.[5]
Ο όρος εκφυλισμός (στα γερμανικά: Entartung) αναφορικά με τον πολιτισμό έγινε γνωστός στη Γερμανία στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο κριτικός και συγγραφέας Μαξ Νορντάου επινόησε τη θεωρία αυτή και την παρουσίασε στο ομώνυμο βιβλίο του το 1892.[6] Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη βιολογία, για να δηλώσει την κατάσταση όπου ένας οργανισμός ή ένα είδος χάνει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του αλλάζοντας προς το χειρότερο. Ο Νορντάου στηρίχτηκε στα γραπτά του εγκληματολόγου Τσέζαρε Λαμπρόζο του οποίου το βιβλίο Ο Εγκληματικός Άνθρωπος, που εκδόθηκε το 1876, προσπαθούσε να αποδείξει ότι υπήρχαν "γεννημένοι δολοφόνοι", των οποίων τα αταβιστικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά μπορούσαν να εντοπιστούν μετρώντας σωματικά χαρακτηριστικά που ξέφευγαν από το "φυσιολογικό". Ο Νόρνταου οικοδόμησε από αυτή τη βάση μια κριτική της μοντέρνας τέχνης, που την παρουσίαζε σαν έργο ανθρώπων τόσο διεφθαρμένων από τη σύγχρονη ζωή που είχαν χάσει τον αυτοέλεγχο τον απαραίτητο για την παραγωγή κατανοητών έργων. Επιτέθηκε στον αισθητικισμό της βρετανικής λογοτεχνίας και περιέγραψε τον μυστικισμό του συμβολισμού στη γαλλική λογοτεχνία ως προϊόν ψυχοπαθολογίας. Εξηγώντας τη μη-γραμμικότητα του ιμπρεσσιονισμού ως σύμπτωμα ασθένειας του οπτικού φλοιού, αποκήρυξε το σύγχρονο "εκφυλισμό", εξυμνώντας ταυτόχρονα την παραδοσιακή γερμανική κουλτούρα. Παρά το γεγονός ότι ο Νορντάου ήταν Εβραίος -όπως και ο Λαμπρόζο- και σημαντική μορφή του Σιωνιστικού κινήματος, η θεωρία του πολιτισμικού εκφυλισμού αγκαλιάστηκε από τους εθνικοσοσιαλιστές στα χρόνια της Βαϊμάρης, σαν βασικό σύνθημα της αντισημιτικής και ρατσιστικής απαίτησής τους για φυλετική καθαρότητα στις τέχνες.
Η πίστη σε ένα γερμανικό πνεύμα, που οριζόταν σαν μυστικιστικό, βουκολικό, ηθικό, φορτωμένο αρχαία σοφία, ευγενικό μπροστά στην τραγική μοίρα, υπήρχε πολύ πριν την εμφάνιση των Ναζί· τα έργα του Ρίχαρντ Βάγκνερ διατράνωναν τέτοιες ιδέες.[7] Πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο, τα γραπτά του διάσημου αρχιτέκτονα και ζωγράφου Πάουλ Σούλτζε-Νάουμπουργκ, που επικαλούνταν φυλετικές θεωρίες προκειμένου να καταδικάσει τη σύγχρονη τέχνη και αρχιτεκτονική, αποτέλεσαν ένα βασικό τμήμα της πίστης του Χίτλερ ότι η αρχαία Ελλάδα και ο Μεσαίωνας ήταν οι πραγματικές πηγές της Άρειας τέχνης.[8] Ο Νάουμπουργκ έγραψε αργότερα βιβλία όπως Η τέχνη των Γερμανών. Η φύση και τα έργα της (Die Kunst der Deutschen. Ihr Wesen und ihre Werke, 1934) και Τέχνη και Φυλή (Kunst und Rasse, 1928), στα οποία υποστήριζε ότι μόνο οι φυλετικά καθαροί καλλιτέχνες μπορούσαν να παράγουν μια υγιή τέχνη που θα ενσάρκωνε τα ιδεώδη της κλασικής ομορφιάς, ενώ οι καλλιτέχνες μεικτής φυλετικής καταγωγής παρήγαγαν χαοτικά έργα και τερατώδεις απεικονίσεις της ανθρώπινης μορφής. Συγκρίνοντας δείγματα μοντέρνας τέχνης με φωτογραφίες παραμορφωμένων και ασθενών ανθρώπων, προήγαγε τον παραλληλισμό του μοντερνισμού με ασθένεια.[9] Ο θεωρητικός του ναζιστικού κόμματος Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ ανέπτυξε περισσότερο αυτή τη θεωρία στο βιβλίο του Ο Μύθος του Εικοστού Αιώνα (Der Mythos des 20. Jahrhunderts, 1930), ένα από τα πιο διαδεδομένα ιδεολογικά κείμενα των ναζιστών.
Όποιος ζωγραφίζει και βλέπει έναν ουρανό πράσινο και λιβάδια μπλε θα έπρεπε να στειρώνεται |
Χίτλερ, 1937[10] |
Την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία στις 31 Ιανουαρίου του 1933 ακολούθησαν σύντομα δράσεις που σκόπευαν να "καθαρίσουν" τον πολιτισμό από τον εκφυλισμό: οργανώθηκαν καύσεις βιβλίων, καλλιτέχνες και μουσικοί εκδιώχθηκαν από θέσεις διδασκαλίας και καλλιτεχνικοί υπεύθυνοι διάφορων ιδρυμάτων που έδειχναν προτίμηση στη μοντέρνα τέχνη αντικαταστάθηκαν από μέλη του Ναζιστικού κόμματος.[11] Τον Σεπτέμβριο του 1933 ιδρύθηκε το Reichskulturkammer (Πολιτιστικό Επιμελητήριο του Ράιχ), με επικεφαλής τον Γιόζεφ Γκαίμπελς, υπουργό Διαφώτισης και Προπαγάνδας του Χίτλερ. Στο Επιμελητήριο δημιουργήθηκαν επιμέρους τμήματα για τις διάφορες τέχνες (μουσική, κινηματογράφο, λογοτεχνία, αρχιτεκτονική και οπτικές τέχνες) στα οποία μέλη γίνονταν μόνο "φυλετικά αγνοί" καλλιτέχνες που υποστήριζαν το κόμμα ή που συμμορφώνονταν με τις επιταγές του. Ο Γκαίμπελς το ξεκαθάρισε: "Στο μέλλον μόνο εκείνοι που είναι μέλη ενός Επιμελητηρίου επιτρέπεται να είναι παραγωγικοί στην πολιτιστική ζωή μας. Η συμμετοχή επιτρέπεται μόνο σε εκείνους που πληρούν τις προϋποθέσεις αποδοχής. Έτσι όλα τα ανεπιθύμητα και καταστρεπτικά στοιχεία έχουν αποκλειστεί."[12] Έως το 1935 το Επιμελητήριο είχε 100.000 μέλη.[12]
Παρόλα αυτά υπήρξε, γύρω στα 1933-34, σύγχυση μέσα στο κόμμα σχετικά με το ζήτημα του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Ο Γκαίμπελς και μερικοί ακόμα πίστευαν ότι τα γεμάτα δύναμη έργα καλλιτεχνών όπως οι Έμιλ Νόλντε, Ερνστ Μπάρλαχ και Έριχ Χέκελ ενσάρκωναν το τευτονικό ιδεώδες· κατά τον Γκαίμπελς, "εμείς οι εθνικοσοσιαλιστές δεν είμαστε οπισθοδρομικοί. Είμαστε φορείς ενός νέου μοντερνισμού, όχι μόνο στην πολιτική και τα κοινωνικά ζητήματα, αλλά και στην τέχνη και τα διανοητικά ζητήματα."[13] Όμως, μια άλλη τάση υπό τον Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ απεχθανόταν τους εξπρεσιονιστές, κάτι που οδήγησε σε σφοδρή ιδεολογική διαμάχη έως το Σεπτέμβριο του 1934, όταν ο Χίτλερ διακήρυξε ότι στο Ράιχ δεν υπήρχε θέση για μοντερνιστικούς πειραματισμούς.[14]
Αν και η κυκλοφορία των βιβλίων του Φραντς Κάφκα είχε απαγορευτεί έως το 1939, έργα συγγραφέων ύποπτης για τους Ναζί ιδεολογίας όπως οι Έρμαν Έσσε και Χανς Φαλάντα διαβάζονταν πλατιά.[15] Η μαζική κουλτούρα ελεγχόταν λιγότερο αυστηρά από την υψηλή τέχνη, ίσως επειδή οι αρχές φοβούνταν τις συνέπειες μιας δραστικής επέμβασης στη λαϊκή διασκέδαση.[16] Έτσι, μέχρι να ξεσπάσει ο πόλεμος, στις γερμανικές αίθουσες προβάλλονταν ταινίες του Χόλλυγουντ. Αν και η εκτέλεση ατονικής μουσικής απαγορεύτηκε, το αντίστοιχο μέτρο για τη τζαζ εφαρμόστηκε με λιγότερη αυστηρότητα. Γνωστές βρετανικές και αμερικάνικες τζαζ ορχήστρες συνέχισαν να παίζουν σε μεγάλες πόλεις της Γερμανίας μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου· κατόπιν, οι γερμανικές ορχήστρες συνέχισαν παίζοντας επίσημα σουίνγκ αντί για την απαγορευμένη τζαζ.[17]
Έως το 1937, η έννοια του εκφυλισμού είχε στεριώσει γερά μέσα στη Ναζιστική πολιτική. Στις 30 Ιουνίου εκείνης της χρονιάς, ο Γκαίμπελς έθεσε τον Άντολφ Τσίγκλερ, τον επικεφαλής του Επιμελητηρίου για τις Οπτικές Τέχνες, υπεύθυνο μιας εξαμελούς επιτροπής της οποίας αποστολή ήταν η κατάσχεση, από τα μουσεία και τις συλλογές τέχνης σε ολόκληρο το Ράιχ, οποιουδήποτε έργου τέχνης που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μοντέρνο, εκφυλισμένο, ή υπονομευτικό. Τα έργα αυτά κατόπιν θα παρουσιάζονταν στο κοινό σε μια έκθεση, σκοπός της οποίας θα ήταν να προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερη αποστροφή εναντίον του "διεστραμμένου εβραϊκού πνεύματος" που διαπερνούσε τη γερμανική κουλτούρα.[18] Κατασχέθηκαν πάνω από 5.000 έργα τέχνης, μεταξύ των οποίων 1.052 του Νόλντε, 759 του Χέκελ, 639 του Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ και 508 του Μαξ Μπέκμαν, καθώς και μικρότερος αριθμός έργων καλλιτεχνών όπως οι Αλεξάντερ Αρχιπένκο, Μαρκ Σαγκάλ, Τζέιμς Ένσορ, Ανρί Ματίς, Πάμπλο Πικάσο και Βίνσεντ βαν Γκογκ.[19]
Η "Έκθεση Εκφυλισμένης Τέχνης", που παρουσίαζε πάνω από 650 πίνακες, γλυπτά, χαρακτικά και βιβλία από τις συλλογές τριάντα δυο γερμανικών μουσείων, άνοιξε τις πύλες της στο Μόναχο στις 19 Ιουλίου 1937 και διήρκεσε μέχρι τις 30 Νοεμβρίου, πριν μεταφερθεί σε έντεκα ακόμη πόλεις της Γερμανίας και της Αυστρίας. Η έκθεση στήθηκε στο δεύτερο όροφο ενός κτιρίου που ανήκε στο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας. Οι επισκέπτες έφταναν στο χώρο της έκθεσης ανεβαίνοντας μια στενή σκάλα. Το πρώτο γλυπτό ήταν ένα υπερμεγέθες, θεατρικό πορτρέτο του Ιησού, τοποθετημένο επίτηδες στην είσοδο κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι επισκέπτες να προσβάλλονται καθώς "έπεφταν πάνω του" μπαίνοντας. Τα δωμάτια της έκθεσης διαρρυθμίζονταν με πρόχειρα χωρίσματα και χαοτικό τρόπο, ενώ ο χώρος ήταν κακοφωτισμένος. Οι πίνακες ήταν κρεμασμένοι σε πυκνή διάταξη, συχνά με σπάγγο και μερικές φορές χωρίς κορνίζα.
Τα πρώτα τρία δωμάτια ήταν θεματικά οργανωμένα. Το πρώτο δωμάτιο περιείχε έργα που θεωρούνταν προσβλητικά προς τη θρησκεία· το δεύτερο, έργα Εβραίων καλλιτεχνών· το τρίτο έργα που θεωρούνταν ότι προσέβαλλαν τις γυναίκες, τους στρατιώτες και τους αγρότες της Γερμανίας. Η υπόλοιπη έκθεση δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο θέμα.
Στους τοίχους, δίπλα στα έργα τέχνης, είχαν γραφεί συνθήματα όπως:
Δίπλα σε πολλούς πίνακες υπήρχαν ταμπέλες που ανέφεραν πόσα χρήματα ξόδεψε το μουσείο προκειμένου να αποκτήσει το έργο. Η έκθεση είχε σχεδιαστεί ώστε να προωθήσει την ιδέα ότι ο μοντερνισμός ήταν μια συνωμοσία ανθρώπων που μισούσαν τη γερμανική αξιοπρέπεια, και που συχνά αναφέρονταν σαν "εβραιομπολσεβίκοι", αν και μόλις έξι από τους εκατόν δώδεκα καλλιτέχνες τα έργα των οποίων περιέλαβε η έκθεση ήταν στην πραγματικότητα Εβραίοι.[21]
Λίγες βδομάδες μετά την έναρξη της έκθεσης, ο Γκαίμπελς διέταξε μια δεύτερη και πιο δραστική εκκαθάριση των συλλογών έργων τέχνης· από καταλόγους προκύπτει ότι τα έργα που κατασχέθηκαν συνολικά πριν και μετά την έκθεση φτάνουν τα 16.558.[22]
Παράλληλα με την "Έκθεση Εκφυλισμένης Τέχνης", άνοιξε τις πύλες της με πολλές φανφάρες και η "Μεγάλη Έκθεση Γερμανικής Τέχνης". Στην έκθεση, που φιλοξενούνταν στον πολυτελή "Οίκο Γερμανικής Τέχνης", εκτίθονταν τα έργα καλλιτεχνών εγκεκριμένων από το κράτος, όπως οι Άρνο Μπρέκερ και Άντολφ Βίσσελ. Στους τέσσερις μήνες λειτουργίας της, η "Έκθεση Εκφυλισμένης Τέχνης" προσέλκυσε πάνω από δυο εκατομμύρια επισκέπτες, περίπου τρισίμισι φορές όσους η διπλανή "Μεγάλη Έκθεση Γερμανικής Τέχνης".[23]
Κατ' εντολή του Χίτλερ ο ιστορικός τέχνης Ρολφ Χετς (Rolf Hetsch) κατέστρωσε δίτομο κατάλογο των έργων που είχαν υφαρπάξει οι Ναζί προκειμένου να πραγματοποιήσουν την Έκθεση αυτή. Στον κατάλογο περιλήφθηκαν περίπου 16.000 έργα τέχνης, κατ' αλφαβητική σειρά, ταξινομημένα με βάση τα ονόματα των μουσείων απ' όπου είχαν παρθεί. Ο κατάλογος περιλάμβανε, επίσης, τα ονόματα των καλλιτεχνών καθώς και την τύχη κάθε έργου μετά την έκθεση. Το Μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου στο Λονδίνο επιθυμεί να εκδώσει έναν απογραφικό κατάλογο των έργων που υφάρπαξαν οι Ναζί,[24] τουλάχιστον το τμήμα του πονήματος του Χετς που έχει διασωθεί.[25]
Πολλοί από τους καλλιτέχνες της γερμανικής πρωτοπορίας διάλεξαν το δρόμο της εξορίας. Ο Μαξ Μπέκμαν διέφυγε στο Άμστερνταμ τη μέρα έναρξης της "Έκθεσης Εκφυλισμένης Τέχνης".[26] Ο Μαξ Ερνστ μετανάστευσε στην Αμερική με τη βοήθεια της Πέγκι Γκούγκενχαϊμ. Ο Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ αυτοκτόνησε στην Ελβετία το 1938. Ο Πάουλ Κλέε μετακινήθηκε επίσης στην Ελβετία, μέχρι το θάνατό του το 1940. Η ελβετική ιθαγένεια δεν του δόθηκε, καθώς ήταν χαρακτηρισμένος ως "εκφυλισμένος καλλιτέχνης", παρά μόνο έξι μέρες μετά το θάνατό του.
Άλλοι καλλιτέχνες έμειναν εξόριστοι μέσα στην ίδια τους τη χώρα. Ο Ότο Ντιξ αποσύρθηκε στην ύπαιθρο, όπου ζωγράφισε τοπία με ένα συντηρητικό στυλ που δεν θα προκαλούσε τις αρχές.[27] Το Επιμελητήριο Πολιτισμού απαγόρευσε σε καλλιτέχνες όπως ο Έντγκαρ Έντε και ο Έμιλ Νόλντε να αγοράζουν υλικά ζωγραφικής. Αυτοί που παρέμειναν στη Γερμανία αποκλείστηκαν από τις θέσεις διδασκαλίας σε πανεπιστήμια, και δέχονταν αιφνιδιαστικές εφόδους της Γκεστάπο προκειμένου να διαπιστωθεί ότι δεν παραβίαζαν την απαγόρευση να παράγουν έργα τέχνης που τους είχε επιβληθεί. Ο Νόλντε συνέχισε να ζωγραφίζει κρυφά, χρησιμοποιώντας όμως μόνο νερομπογιές, για να μην προδοθεί από τη διαπεραστική μυρωδιά του λαδιού. Αν και κανείς δημιουργός δεν εκτελέστηκε εξαιτίας του έργου του, οι καλλιτέχνες εβραϊκής καταγωγής που δεν έφυγαν εγκαίρως από τη Γερμανία στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.[28]
Μετά την έκθεση, οι πίνακες ξεδιαλέχτηκαν για πούλημα και βγήκαν στο σφυρί σε δημοπρασίες στην Ελβετία. Κάποια κομμάτια αποκτήθηκαν από μουσεία, και άλλα από ιδιώτες συλλέκτες. Οι Ναζί αξιωματούχοι πήραν αρκετά για τις προσωπικές τους συλλογές: ο Χέρμαν Γκέρινγκ, για παράδειγμα, πήρε δεκατέσσερα πολύτιμα κομμάτια, ανάμεσα στα οποία ένας Βαν Γκογκ κι ένας Σεζάν. Το Μάρτιο του 1939 η πυροσβεστική υπηρεσία του Βερολίνου έκαψε περίπου 4.000 έργα που είχαν μικρή αξία στη διεθνή αγορά. Ένας μεγάλος αριθμός έργων "εκφυλισμένης τέχνης", περίπου 500-600 έργα των Πάμπλο Πικάσο, Σαλβαντόρ Νταλί, Ερνστ, Κλέε, Λεζέ και Μιρό, κάηκαν στους κήπους της Galerie nationale du Jeu de Paume στο Παρίσι, στα μέσα του 1943.[29][30] Με την κατάρρευση της Γερμανίας το 1945, ορισμένα από τα έργα "εκφυλισμένης τέχνης" μεταφέρθηκαν στην ΕΣΣΔ, και εκτίθενται στο μουσείο Ερμιτάζ.
Για την επικείμενη πώληση επιλέχτηκαν από το Υπουργείο Προπαγάνδας τέσσερις έμποροι έργων τέχνης, οι Μπέρνχαρτ Μπέμερ (Bernhard Böhmer), Καρλ Μπούχολτς (Karl Buchholz), Φέρντιναντ Μέλερ (Ferdinand Möller) και Χίλντεμπραντ Γκούρλιτ (Hildebrand Gurlitt), πατέρας του Κορνέλιους Γκούρλιτ (Cornelius Gurlitt). Σύμφωνα με την Μάικε Χόφφμαν (Meike Hoffman), ιστορικό τέχνης στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου (Freie Universität Berlin), "... οι πωλήσεις αυτές απέφεραν ένα πολύ μικρό ποσό στο πολεμικό ταμείο του Ράιχ" και πρόσθεσε πως σύμφωνα με υπολογισμούς "το ποσό αυτό δεν αρκούσε ούτε για την αγορά ενός άρματος μάχης"[25] Η ίδια ιστορικός αναφέρει ότι πιστεύεται εν γένει ότι κάποια από τα έργα αυτά κάηκαν. Οι Ναζί ήταν κορυφαίοι γραφειοκράτες, αλλά δεν θα ήταν δυνατό να καλύψουν με άκρα μυστικότητα την προγραμματισμένη καύση περισσότερων από 5.000 έργων τέχνης. Επιπλέον, δεν υπάρχει κανένα ίχνος τεκμηρίωσης, σε κανένα μέσο, για παρόμοια καταστροφή.[25]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.