Δημοκρατία της Άπω Ανατολής
From Wikipedia, the free encyclopedia
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Δημοκρατία της Άπω Ανατολής (ρωσικά: Дальневосто́чная Респу́блика, ДВР ), γνωστή και ως δημοκρατία του Τσιτά ανεπίσημα, ήταν ένα ονομαστικά ανεξάρτητο κράτος που υπήρξε από τον Απρίλιο του 1920 μέχρι τον Νοέμβριο του 1922 στο ανατολικότερο τμήμα της ρωσικής Άπω Ανατολής. Αν και θεωρητικά ανεξάρτητο ήταν σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενο από τις αρχές της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας (ΡΣΟΣΔ), η οποία έβλεπε τη Δημοκρατία ως ουδέτερο κράτος μεταξύ της ΡΣΟΣΔ και των κατεχόμενων από την Ιαπωνία εδαφών κατά τη διάρκεια του ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου του 1917-1922. Ο πρώτος πρόεδρος ήταν ο Αλεξάντρ Κρασνοστσιόκοφ.
Δημοκρατία Άπω Ανατολής | |||
---|---|---|---|
6 Απριλίου 1920–15 Νοεμβρίου 1922 | |||
| |||
Πρωτεύουσα | Ουλάν Ουντέ και Τσιτά | ||
Ίδρυση | 6 Απριλίου 1920 | ||
Γλώσσες | Ρωσικά | ||
Πολίτευμα | κοινοβουλευτική δημοκρατία και Διευθυντικό σύστημα | ||
Έκταση | 1.400.000 km² | ||
Πληθυσμός | 1.771.800[1] | ||
Γεωγραφικές συντεταγμένες | |||
Σχετικά πολυμέσα | |||
δεδομένα ( ) |
Η Δημοκρατία της Άπω Ανατολής κατείχε τις επικράτειες που αντιστοιχούν σήμερα στο κράι Υπερβαϊκάλης, την περιφέρεια Αμούρ, την Εβραϊκή Αυτόνομη Περιφέρεια, τοΚράι Χαμπάροφσκ και το Κράι Πριμόρσκι της Ρωσίας (τις πρώην περιφέρειες Υπερβαϊκάλης και Αμούρ του κράι Πριμόρσκι). Η πρωτεύουσά της δημοκρατίας ήταν το Βερχνεουντίνσκ (σημερινό Ουλάν-Ουντέ) αλλά τον Οκτώβριο του 1920 η πρωτεύουσα μετακινήθηκε στη Τσιτά.
Ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε το Βλαδιβοστόκ στις 25 Οκτωβρίου 1922. Τρεις εβδομάδες αργότερα, στις 15 Νοεμβρίου 1922, η Δημοκρατία της Άπω Ανατολής συγχωνεύτηκε με τη ΡΣΟΣΔ.
Η Δημοκρατία της Άπω Ανατολής ιδρύθηκε στον απόηχο του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου οι τοπικές αρχές ήλεγχαν γενικά τις πόλεις της Άπω Ανατολής, συνεργαζόμενοι σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, με τη Λευκή Σιβηρική κυβέρνηση του Αλεξάντερ Κόλτσακ και τις ιαπωνικές δυνάμεις (οι οποίες εισέβαλαν αργότερα). Με την εκκένωση των περιφερειών Υπερβαϊκάλης και Αμούρ την άνοιξη του 1920 από τους Ιάπωνες δημιουργήθηκε μια έλλειψη πολιτικού καθεστώτος στη περιοχή.
Μια νέα κεντρική αρχή με έδρα τη Τσιτά ιδρύθηκε για να κυβερνήσει τα εναπομείναντα τμήματα της Δημοκρατίας της Άπω Ανατολής στα απόνερα των Ιαπώνων.[2] Η Δημοκρατία της Άπω Ανατολής κυβερνούσε μόνο την περιοχή του Βέρχνε-Ουντίνσκ και τα περίχωρά του όταν ιδρύθηκε, αλλά το καλοκαίρι του 1920 η σοβιετική κυβέρνηση του Αμούρ συμφώνησε να ενταχθεί.
Η Δημοκρατία της Άπω Ανατολής σχηματίστηκε δύο μήνες μετά τον θάνατο του Κολτσάκ με τη σιωπηρή υποστήριξη της κυβέρνησης της Σοβιετικής Ρωσίας, καθώς έβλεπε το νέο κράτος ως προσωρινό ουδέτερο κράτος μεταξύ της ΡΣΟΣΔ και των κατεχόμενων από την Ιαπωνία εδαφών.[3] Πολλά μέλη του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος διαφωνούσαν με την απόφαση να επιτραπεί μια νέα κυβέρνηση στην περιοχή, πιστεύοντας ότι περίπου 4.000 μέλη του κόμματος ήταν αρκετά για να στηθεί μια κυβέρνηση στην περιοχή.[4] Ωστόσο, ο Βλαντιμίρ Λένιν και άλλοι ηγέτες του κόμματος στη Μόσχα θεώρησαν ότι οι περίπου 70.000 Ιάπωνες και 12.000 Αμερικανοί στρατιώτες μπορεί να θεωρήσουν τέτοια κίνηση ως προβοκάτσια, ωθώντας τους Ιάπωνες και τους Αμερικάνους σε νέα επίθεση στην οποία η Σοβιετική δημοκρατία δύσκολα θα μπορούσε να αντέξει.
Στις 1 Απριλίου 1920, οι Αμερικανικές δυνάμεις υπό τον Στρατηγό Ουίλιαμ Σ. Γκρέιβς αποχώρησαν από τη Σιβηρία, αφήνοντας τους Ιάπωνες ως τη μόνη κατοχική δύναμη στην περιοχή με την οποία θα έπρεπε να πολεμήσουν οι Μπολσεβίκοι.[5] Αυτή η λεπτομέρεια δεν άλλαξε τη βασική εξίσωση για την κυβέρνηση των Μπολσεβίκων στη Μόσχα, ωστόσο, η οποία συνέχισε να βλέπει την ίδρυση μιας Δημοκρατίας της Άπω Ανατολής ως ένα είδος Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ στην ανατολή, παρέχοντας στο καθεστώς ένα απαραίτητο χώρο για να αναπνεύσει ενώ ενισχυόταν οικονομικά και στρατιωτικά.[6]
Στις 6 Απριλίου 1920, μια βιαστικά συγκεκλημένη Συντακτική Συνέλευση συγκεντρώθηκε στο Βερχνεουντίνσκ και διακήρυξε τη δημιουργία της Δημοκρατίας της Άπω Ανατολής. Δόθηκαν υποσχέσεις ότι το νέο σύνταγμα της δημοκρατίας θα εγγυηθεί ελεύθερες εκλογές σύμφωνα με τις αρχές της καθολικής, άμεσης και ίσης ψήφου και ότι οι ξένες επενδύσεις στη χώρα θα πρέπει να ενθαρρυνθούν.[4]
Η Δημοκρατία της Άπω Ανατολής, την οποία κυβερνούσαν μετριοπαθείς σοσιαλιστές, αναγνωρίστηκε απρόθυμα από τις διάφορες πόλεις της περιφέρειας προς το τέλος του 1920.[3] Στους επόμενους 18 μήνες υπήρξε περιοδικά βία, ωμότητες και αντίποινα.
Η Ιαπωνία συμφώνησε να αναγνωρίσει το νέο ουδέτερο κράτος σε εκεχειρία με τον Κόκκινο Στρατό στις 15 Ιουλίου 1920, με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του αταμάνου Γκριγκόρι Σεμιόνοφ και της Ανατολικής Οκράινας που διοικούσε.[4] Τον Οκτώβριο ο Σεμιόνοφ είχε απελαθεί από τη βάση του στη Τσίτα. Αφού ο Σεμένοφ βγήκε εκτός μάχης η έδρα της Δημοκρατίας της Άπω Ανατολής μετακινήθηκε σε εκείνη την πόλη.[3]
Στις 11 Νοεμβρίου 1920 η προσωρινή εθνική συνέλευση για την Άπω Ανατολή συγκλήθηκε στο Βλαδιβοστόκ. Η συγκέντρωση αναγνώριση την κυβέρνηση της Τσιτά και όρισε την 9η Ιανουαρίου 1921 ως η ημερομηνία των εκλογών για τη νέα Συνέλευση της Δημοκρατίας της Άπω Ανατολής.[4] Ένα νέο σύνταγμα που έμοιαζε με το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών συντάχθηκε και εγκρίθηκε στις 27 Απριλίου 1921.
Ωστόσο, οι δεξιές δυνάμεις απέρριψαν την ιδέα του νεοσύστατου δημοκρατικού πολιτεύματος. Στις 26 Μαΐου 1921 έλαβε χώρα ένα λευκό πραξικόπημα στο Βλαδιβοστόκ, το οποίο υποστηρίχθηκε από τις Ιαπωνικές δυνάμεις κατοχής.[3] Μια περίμετρος ασφαλείας (cordon sanitaire) Ιαπωνικών στρατευμάτων προστάτευε τις εξεγερμένες δυνάμεις, οι οποίες προσπαθούσαν να ιδρύσουν τη προσωρινή κυβέρνηση του Πριαμούρ, το νέο καθεστώς. Λίγο μετά το πραξικόπημα, ο Αταμάν Σεμιόνοφ έφτασε στο Βλαδιβοστόκ και επιχείρησε να ανακηρύξει τον εαυτό του διοικητή του καθεστώτος—μια προσπάθεια που απέτυχε, όταν οι Ιάπωνες σταμάτησαν να τον υποστηρίζουν.[7]
Η νέα Προσωρινή Κυβέρνηση του Πριαμούρ προσπάθησε—χωρίς επιτυχία—να συσπειρώσει τις διάφορες αντιμπολσεβικικές δυνάμεις στο πλευρό της.[8] Οι ηγέτες της, δύο επιχειρηματίες από το Βλαδιβοστόκ, οι αδερφοί Σ.Δ. και Ν.Δ. Μερκούλοφ βρέθηκαν σε απομόνωση, όταν ο Ιαπωνικός στρατός ανακοίνωσε στις 24 Ιουνίου 1922 ότι θα ανακαλέσουν τα στρατεύματά τους από τη Σιβηρία μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου. Ένα ζέμσκι σαμπόρ που συγκλήθηκε τον Ιούλιο τους απέπεμψε και ονόμασε έναν πρώην αξιωματικό της Λεγεώνας της Τσεχοσλοβακίας, τον Μ.Κ. Ντίτριχς, ως δικτάτορα.
Με την έξοδο των Ιαπώνων από τη χώρα στο καλοκαίρι του 1922, οι Λευκοί Ρώσοι πανικοβλήθηκαν. Καθώς ο Κόκκινος Στρατός, ο οποίος είχε μεταμφιεστεί αραιά σε στρατό της Δημοκρατίας της Άπω Ανατολής, προήλαυνε, χιλιάδες Ρώσοι έφυγαν στο εξωτερικό για να διαφύγουν από το νέο καθεστώς.[3] Ο στρατός της Δημοκρατίας της Άπω Ανατολής ανακατέλαβε το Βλαδιβοστόκ στις 25 Οκτωβρίου 1922 τελειώνοντας τον εμφύλιο πόλεμο στη Ρωσία.
Με το τέλος του εμφυλίου πολέμου, η Σοβιετική Ρωσία απορρόφησε τη Δημοκρατία της Άπω Ανατολής, στις 15 Νοεμβρίου 1922.[4] Η κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Άπω Ανατολής αυτοδιαλύθηκε και μεταβίβασε όλες τις αρμοδιότητες και το έδαφος της στην κυβέρνηση των Μπολσεβίκων στη Μόσχα.[8]
Η Ιαπωνία συνέχισε να κατέχει το βόρειο μισό της Σαχαλίνης μέχρι το 1925, δήθεν, ως αποζημίωση για τη σφαγή των περίπου 700 πολιτών και στρατιωτών στο Ιαπωνικό φυλάκιο στο Νικολάγιεφσκ επί του Αμούρ τον Ιανουάριο του 1920.[5] Αυτό το "αντισταθμιστικό" κίνητρο για την εκμετάλλευση του εδάφους διαψεύδεται από το γεγονός ότι τα Ιαπωνικά αντίποινα για τις ενέργειες των ρώσων ανταρτών κόστισαν διπλάσιες και τριπλάσιες ζωές σε σχέση με τους αθώους ρώσους πολίτες.
Η Δημοκρατία της Άπω Ανατολής αποτελούνταν από τέσσερις επαρχίες της πρώην ρωσικής αυτοκρατορίας - την Υπερβαϊκάλη, την Αμούρ, την Παραθαλάσσια επαρχία και το βόρειο μισό της Σαχαλίνης.[2] Κυρίως όμως αποτελούσε το όριο Υπερβαϊκάλης και Εξωτερικής Μαντσουρίας. Τα σύνορα του βραχύβιου κράτους ξεκινούσαν από τη δυτική ακτή της Λίμνης Βαϊκάλης κατά μήκος του βόρειου συνόρου με τη Μογγολία και τη Μαντζουρία, ενώ βρεχόταν από τη Θάλασσα της Ιαπωνίας και την Οχοτσκική Θάλασσα.
Η συνολική έκταση της Δημοκρατίας της Άπω Ανατολής ήταν περίπου 1.900.000 τ.χλμ. και ήταν πολύ αραιοκατοικημένη, έχοντας μόλις περίπου 3.5 εκατομμύρια κατοίκους.[2] Από αυτούς μόλις περίπου 1.62 εκατομμύρια ήταν Ρώσοι και μόλις πάνω από 1 εκατομμύριο άτομα ήταν Ασιατικής καταγωγής, με καταγωγή από την Κίνα, την Ιαπωνία, τη Μογγολία και τη Κορέα.
Η Δημοκρατία της Άπω Ανατολής ήταν μια περιοχή με σημαντικό ορυκτό πλούτο. Τα εδάφη της παρήγαγαν περίπου το ένα τρίτο της ρωσικής παραγωγής χρυσού και εκεί βρισκόταν η μόνη πηγή εγχώριας εξόρυξης κασσίτερουτης Ρωσίας.[2] Στη Δημοκρατία της Άπω Ανατολής υπήρχαν επίσης κοιτάσματα ψευδάργυρου, σιδήρου και άνθρακα.
Η αλιευτική βιομηχανία της πρώην Ναυτικής Επαρχίας ήταν σημαντική, με το σύνολο των αλιευμάτων να υπερβαίνει αυτό της Ισλανδίας. Παρήγαγε μεγάλες ποσότητες ρέγγας, σολομού και οξύρρυγχου.[2] Η Δημοκρατία επίσης είχε μεγάλες δασικές εκτάσεις, συμπεριλαμβανομένης μιας έκτασης συγκομιδίσιμων πεύκων, ελάτων, κέδρων, λεύκων, και σημύδων που ξεπερνούσε τα 490.000 τ.χλμ.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.