πόλη και δήμος της Ιταλίας κοντά στη Ρώμη From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Βελλέτρι (ιταλικά: Velletri, λατινικά: Velitrae), γνωστό και εξελληνισμένα ως Βελλέτριο, είναι δήμος και πόλη της Ιταλίας στο Λάτιο, που υπάγεται διοικητικά στη Μητροπολιτική περιοχή της Ρώμης. Το κέντρο του Βελλέτρια βρίσκεται περίπου 40 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του κέντρου της Ρώμης, στους Αλβανούς λόφους. Γειτονικοί δήμοι είναι οι Ρόκκα ντι Πάπα, Λαριάνο, Τσιστέρνα ντι Λατίνα, Αρτένα, Απρίλια, Νέμι, Τζεντσάνο ντι Ρόμα και Λανούβιο.
Βελλέτρι | ||
---|---|---|
| ||
Χώρα | Ιταλία | |
Διοικητική υπαγωγή | μητροπολιτική περιοχή της Ρώμης | |
Προστάτης | Πάπας Κλήμης Α΄ | |
Έκταση | 118,23 km²[1] | |
Υψόμετρο | 332 μέτρα[2][3] | |
Πληθυσμός | 52.528 (1 Ιανουαρίου 2023)[4] | |
Ταχ. κωδ. | 00049 | |
Τηλ. κωδ. | 06 | |
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 (επίσημη ώρα) UTC+02:00 (θερινή ώρα) | |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | |
Σχετικά πολυμέσα | ||
Το Βελλέτρι ήταν αρχαία πόλη των Βόλσκων, στη γλώσσα των οποίων ονομαζόταν Velester. Σύμφωνα με τον θρύλο, ήρθε σε σύγκρουση με τους Ρωμαίους αρχικώς κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Άνκου Μαρκίου, του τέταρτου βασιλιά της Ρώμης. Ιστορικές συγκρούσεις σημειώθηκαν τον πέμπτο και τέταρτο αιώνα π.Χ., κατά την πρώιμη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Το Βελλέτρι ήταν μετέπειτα ο τόπος καταγωγής των Οκταβίων, του πατρικού γένους του πρώτου Ρωμαίου Αυτοκράτορα, του Οκταβιανού Αυγούστου. Κατά τον Μεσαίωνα ήταν μια από τις λίγες «ελεύθερες πόλεις» στο Λάτιο και την κεντρική Ιταλία. Στο Βελλέτρι διεξάχθηκαν δύο ιστορικές μάχες, το 1744 και το 1849. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου εξάλλου υπήρξε το επίκεντρο έντονων εχθροπραξιών μεταξύ των Γερμανών και των Συμμάχων το 1944 μετά την αγγλοαμερικανική απόβαση στο Άντσιο.
Σήμερα το Βελλέτρι φιλοξενεί αρκετά κολέγια και μια φυλακή. Αποτελεί το τέρμα του Σιδηροδρόμου Ρώμης-Βελλέτρι, που εγκαινιάσθηκε από τον Πάπα Πίο Θ΄ το 1863. Από το Βελλέτρι διέρχεται η σύγχρονη Αππία Οδός. Οι κάτοικοι ονομάζονται Βελιτέρνι.
Το έδαφος του Βελλέτρι εκτείνεται μεταξύ δύο διαφορετικών περιοχών. Το βόρειο μέρος βρίσκεται στους νότιους πρόποδες των Αλβανών Λόφων και σχηματίσθηκε γεωλογικώς πριν από περίπου 150.000 χρόνια, μετά την κατάρρευση της καλντέρας του προϊστορικού Ηφαιστείου Λατσιάλε. Το νότιο όριο σχηματίζεται γύρω από τους Ποντίνους Βάλτους, των οποίων η αποξήρανση ξεκίνησε την εποχή του Πάπα Πίου ΣΤ΄ και ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια του καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι.
Η έκταση του Βελλέτρι συλλέγει νερό από πολλά υδάτινα ρεύματα. Αυτά τα ρεύματα, τα περισσότερα από τα οποία είναι χείμαρροι ή ρυάκια, είναι γνωστά ως «φόσσι» (fossi), όπως το Φόσσο Μινέλλα, Η Σαντ' Εουροζία, η Φόσσα Παγκάνικα, το Φόσσο ντι Πόντε Βελότσε (γνωστό ως Φόσσα Φαρίνα στο κάτω μέρος του ρου του) και η Φόσσα Ανατόλια.
Το υψόμετρο της παλιάς πόλης είναι ουσιαστικά ομοιόμορφο, από αυτό της Πλατείας Γαριβάλδη (Piazza Giuseppe Garibaldi), 339 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, μέχρι αυτό της Πλατείας Τρίβιουμ (332 μέτρα) και αυτό της Πύλης Ναπολετάνα (329 μέτρα). Η περιοχή δυτικά της περιτειχισμένης πόλεως είναι λίγο υψηλότερη στο Σαν Λορέντσο, φτάνοντας το 372 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το υπόλοιπο έδαφος στα νότια και δυτικά είναι σχεδόν επίπεδο, εκτός από χαμηλούς λόφους, που δεν ξεπερνούν τα 300 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.[5]
Το κλίμα του Βελλέτρι είναι ήπιο, εξαιτίας της εγγύτητας της θάλασσας (Τυρρηνικό πέλαγος) και της προστασίας από ψυχρές αέριες μάζες που προσφέρουν οι Αλβανοί Λόφοι και το όρος Αρτεμίζιο στα βόρεια. Η πόλη δέχεται πολλές βροχοπτώσεις, με μέσο ετήσιο όρο 1.400 έως 1.500 χιλιοστόμετρα, κάτι που την καθιστά την πιο βροχερή πόλη σε ολόκληρο το Λάτιο, αλλά χιονίζει σπανίως.
Ο λατινικός όρος για τον βάλτο ήταν Velia (η ίδια ρίζα με τον ελληνικό όρο έλος). Σύνθετη από αυτή τη ρίζα είναι η λέξη Velestrom, που σημαίνει μέρος δίπλα σε βάλτο ή έλος, και αυτή σχετίζεται με το Velester, την ονομασία της πόλεως στη γλώσσα των Βόλσκων. Οι Ρωμαίοι το ονόμασαν από την ίδια ρίζα Velitrae, Βελίτρες, που εξελληνισμένα αποδιδόταν ως Ουελίτρα(ι) ή Βελίτρα.[6]
Κατά τον Μεσαίωνα καταγράφονται σε επίσημα έγγραφα τουλάχιστον 6 διαφορετικές παραλλαγές του ονόματος τού Βελλέτρι (Velletrum, Veletrum, Veletra, Velitrum, Bellitro, Villitria) μέχρι τον 11ο αιώνα, ενώ μέχρι και τον 18ο αιώνα σώζονταν οι παραλλαγές Blitri και Belitri.[6]
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του (642-617 π.Χ.), ο Άνκος Μάρκιος, ο τέταρτος βασιλιάς της Ρώμης, ήρθε σε σύγκρουση με τους Βόλσκους επειδή οι τελευταίοι λεηλάτησαν ρωμαϊκό έδαφος. Πολιόρκησε την πόλη τους που σήμερα είναι γνωστή ως Βελλέτρι. Οι πρεσβύτεροι της πόλεως παραδόθηκαν και υποσχέθηκαν «να αποκαταστήσουν τη ζημιά που είχαν κάνει», ενώ «συμφώνησαν να παραδώσουν τους ένοχους, ώστε να τιμωρηθούν». Ο Άνκος Μάρκος «συνήψε μια συνθήκη ειρήνης και φιλίας».[7]
Το 494 π.Χ. ξέσπασε πόλεμος μεταξύ της Ρώμης και των Βόλσκων. Ο Ρωμαίος ύπατος Αύλος Βιργίνιος Τρικόστος Καιλιομοντάνος στάλθηκε για να πολεμήσει τους Βόλσκους. Τους νίκησε και τους «κυνήγησε πέρα από εκεί, στις Βελίτρες, όπου ηττημένοι και νικητές ξεχύθηκαν στην πόλη σαν ένα σώμα. Περισσότερο αίμα χύθηκε εκεί, σε μια αδιάκριτη σφαγή όλων των κατηγοριών ανθρώπων, από ό,τι στην ίδια τη μάχη. Πολύ λίγοι έτυχαν καταφυγίου, έχοντας έρθει χωρίς όπλα και παραδοθέντες.» Οι Βόλσκοι «στερήθηκαν της Βελιτερνίας γης· έποικοι στάλθηκαν από τη [Ρώμη] στις Βελίτρες και ιδρύθηκε μια ρωμαϊκή αποικία». Το 492 π.Χ., ενώ οι Βόλσκοι πλήττονταν από μια επιδημία, «οι Ρωμαίοι αύξησαν τον αριθμό των εποίκων στις Βελίτρες και δημιούργησαν μια νέα αποικία στη Νόρμπα, στα βουνά, ως προπύργιο για την Ποντίνια χώρα» (περιοχή των Βόλσκων κοντά στις Βελίτρες). Σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη[8], «οι Ρωμαίοι αύξησαν τον αριθμό των εποίκων στην πόλη που ήταν γνωστή ως Βελίτρες» το 404 π.Χ..
Το 385 π.Χ., κατά τη διάρκεια ενός άλλου πολέμου μεταξύ της Ρώμης και των Βόλσκων, οι Ρωμαίοι άποικοι από τους Κιρκέους και τις Βελίτρες παρείχαν ένα στρατιωτικό σώμα που πολεμούσε στο πλευρό των Βόλσκων. Οι Ρωμαίοι το ανεκάλυψαν γιατί υπήρχαν άνδρες από τις Βελίτρες μεταξύ των κρατουμένων που συνέλαβαν σε μια μάχη που κέρδισαν εναντίον των Βόλσκων. Τους έστειλαν στη Ρώμη και τους ανέκριναν. Αυτό «χωρίς αβεβαιότητες απεκάλυψε τη λιποταξία των αντίστοιχων συμπατριωτών τους». Οι άποικοι έστειλαν απεσταλμένους στη Ρώμη «για να αποκαθαρθούν από την κατηγορία της συμμετοχής τους στον πόλεμο των Βόλσκων και να ζητήσουν την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, ώστε να τους τιμωρήσουν σύμφωνα με τους δικούς τους νόμους». Το αίτημά τους απορρίφθηκε. Επιπλήχθηκαν και διατάχθηκαν να φύγουν από την πόλη. Το 382 π.Χ. δύο από τους στρατιωτικούς τριβούνους με υπατική εξουσία για εκείνο το έτος, ο Σπούριος και ο Λούκιος Παπίριος, προήλασαν στις Βελίτρες. Κέρδισαν μια μάχη κοντά στην πόλη, στην οποία «βοηθητικοί από την Πραίνεστο (τη σημερινή Παλεστρίνα) σχεδόν ξεπέρασαν σε αριθμό τους αποίκους». Ο εχθρός κατέφυγε στην πόλη και οι Ρωμαίοι τριβούνοι «απείχαν από την επίθεση κατ' αυτής· δεν ήταν σίγουροι για την επιτυχία τους, ούτε θεώρησαν σωστό να στοχεύσουν στην εξόντωση της αποικίας».[9]
Ωστόσο δύο μόλις έτη αργότερα, το 380 π.Χ., οι Ρωμαίοι εισέβαλαν στις Βελίτρες και στη συνέχεια προχώρησαν σε μάχη με άλλους εχθρούς. Το 370 π.Χ. οι άποικοι της πόλεως έκαναν αρκετές επιδρομές στη ρωμαϊκή επικράτεια και πολιόρκησαν επίσης το Τούσκουλο. Οι Ρωμαίοι τους εξεδίωξαν από το Τούσκουλο και πολιόρκησαν τις Βελίτρες. Η πολιορκία διήρκεσε μέχρι το 367 π.Χ., όταν ο Μάρκος Φούριος Κάμιλλος, αφού νίκησε μια δύναμη των Γαλατών που είχαν στρατοπεδεύσει κοντά στη Ρώμη, κατέλαβε την πόλη, η οποία παραδόθηκε χωρίς αγώνα.[10][11]
Το 340 π.Χ. οι πόλεις της Λατινικής Συμμαχίας, που ήταν σύμμαχος των Ρωμαίων, επανεστάτησαν σε αυτό που ονομάσθηκε «Λατινικός Πόλεμος» (340-338 π.Χ.). Συνοδεύθηκαν από τους Καμπανίους, τους Βόλσκους και τις ρωμαϊκές αποικίες Σίνια και Βελίτρες. Μετά από δύο χρόνια μάχης, η Ρώμη νίκησε τους αντάρτες. Οι Βελίτρες τιμωρήθηκαν σκληρά: Τα τείχη τους κατεδαφίστηκαν και οι γερουσιαστές τους εξορίσθηκαν πέρα από τον ποταμό Τίβερη (δηλαδή σε ξένη γη: ο Τίβερης ήταν τότε τα σύνορα μεταξύ του Λατίου και της Ετρουρίας). Εκδόθηκε απόφαση ότι, εάν ένας γερουσιαστής της πόλεως ξαναδιέσχιζε αυτό το ποτάμι, «το αντίτιμο θα έπρεπε να είναι χίλιες λίβρες ορειχάλκου και ότι αυτός που τον είχε συλλάβει θα μπορούσε να μην απελευθερώσει τον φυλακισμένο μέχρι να καταβληθεί το πρόστιμο». Η πόλη ξαναεποικίσθηκε με Ρωμαίους εποίκους που εγκαταστάθηκαν στη γη των γερουσιαστών.[12]
Ο Λίβιος κατέγραψε ότι το 332 π.Χ. νέοι Ρωμαίοι πολίτες πολιτογραφήθηκαν κατά την απογραφή του έτους αυτού και εγγράφηκαν σε δύο νέες Ρωμαϊκές φυλές (τοπικές διοικητικές περιοχές όπου ήταν εγγεγραμμένοι Ρωμαίοι πολίτες) Αυτές οι δύο νέες φυλές ήταν η Μαικία και η Σκαπτία. Σύμφωνα με τους Cornell και Oakley, οι Βελίτρες και το Λανούβιο ενσωματώθηκαν στη Scaptia και τη Μαικία αντιστοίχως, με τους κατοίκους τους να αποκτούν έτσι τη ρωμαϊκή υπηκοότητα.
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, αρκετοί πατρίκιοι έκτισαν βίλες στις Βελίτρες. Επιγραφές καταγράφουν ότι η πόλη είχε μια βασιλική, ένα αμφιθέατρο και ένα θέατρο.[13] Ο Λίβιος σημειώνει ότι η πόλη είχε ναούς των θεών Απόλλωνα και Σάνγκους.[14] Οι Βελίτρες ήταν επίσης αξιοσημείωτο κέντρο παραγωγής κρασιού, όπως αναφέρει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος. Ο Σουητώνιος έγραψε: «Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι η οικογένεια (γένος) των Οκταβίων ήταν παλιά διακεκριμένη οικογένεια στις Βελίτρες. Γιατί όχι μόνο μία οδός στο πιο πολυσύχναστο μέρος της πόλης ονομαζόταν πολύ παλιά Οκταβιανή, αλλά έδειχναν και έναν βωμός εκεί, αφιερωμένος από κάποιον Οκτάβιο. Αυτός ο άντρας ήταν ηγέτης σε κάποιον πόλεμο με μια γειτονική πόλη.» Αυτή ήταν η γενιά του πρώτου αυτοκράτορα της Ρώμης, του Οκταβιανού Αυγούστου. Ο Αύγουστος γεννήθηκε στην «Κεφαλή Βοός», ένα μικρό κτήμα στον Παλατίνο Λόφο στη Ρώμη, αλλά πέρασε τα παιδικά του χρόνια στις Βελίτρες. Ο Σουητώνιος γράφει: «ένα μικρό δωμάτιο σαν ντουλάπα επιδεικνύεται μέχρι σήμερα ως το βρεφικό του Αυτοκράτορα στο εξοχικό του παππού του κοντά στις Βελίτρες, και επικρατεί η άποψη στη γειτονιά ότι πραγματικά γεννήθηκε εκεί.»[15]
Η πόλη άρχισε να παρακμάζει αφότου λεηλατήθηκε από τον Αλάριχο το 410 μ.Χ.. Κατέστη ωστόσο έδρα επισκοπής και, τον επόμενο αιώνα, έγινε αυτοκρατορική πόλη μετά τη βυζαντινή ανάκτηση της Ιταλίας. Η πρώτη μνεία για το Βελλέτρι στον Μεσαίωνα χρονολογείται στο 465 και προέρχεται από τον Αδεόοδατο, τον επίσκοπο της πόλεως. Τον 5ο και τον 6ο αιώνα, η επισκοπή του Βελλέτρι γινόταν όλο και πιο σημαντική. Το 592 ο Πάπας Γρηγόριος Α΄ ενσωμάτωσε την Επισκοπή του Tres Tabernae σε εκείνη του Βελλέτρι.
Το 981 το Βελλέτρι περιήλθε υπό την κυριαρχία των Κομήτων του Τουσκούλου, συμπεριλαμβανομένου του φρουρίου του Λαριάνο κοντά στην πόλη. Το 1084 ο Ροβέρτος Γυισκάρδος, προελαύνοντας εναντίον της Ρώμης, πέρασε από το Βελλέτρι, όπου συνάντησε αντίσταση από κατοίκους, οι οποίοι ανταμείφθηκαν από τον Πάπα το 1101 με επέκταση των ορίων της πόλεως.
Τον 13ο αιώνα το Βελλέτρι είχε μια μορφή δημοκρατίας. Το διοικούσε ένα Μεγάλο Συμβούλιο, αποτελούμενο από υπάτους, οι οποίοι στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν από ένα εννεαμελές συμβούλιο (novemviri, δηλαδή «εννέα άνδρες»), έναν δήμαρχο με εποπτικά καθήκοντα, «αστυνόμους» που ήταν στρατιωτικοί ηγέτες και έναν podestà που είχε δικαστικά καθήκοντα.[16] Ο Πάπας Αλέξανδρος Δ΄ (1254-1261) ήταν πρώην επίσκοπος του Βελλέτρι και διέταξε τη μεταφορά των λειψάνων των μαρτύρων του Βελλέτρι Ποντιανού και Ελευθερίου, ώστε να φυλαχθούν στην κρύπτη κάτω από τον καθεδρικό ναό. Το 1342 ο Νικόλαος των Καετάνι πολιόρκησε το Βελλέτρι. Ωστόσο, η πόλη αντιστάθηκε μέχρι την άφιξη ενισχύσεων από τη Ρώμη. Ως αντάλλαγμα για αυτή τη βοήθεια, το Βελλέτρι έπρεπε να δεχθεί τον διορισμό δήμαρχου από τη Ρώμη. Αυτό το είδος υποτέλειας διήρκεσε μέχρι το 1374, όταν, μετά από συμφωνία, ο Podestà εκλεγόταν κάθε 6 μήνες. Το 1353 εγκαινιάσθηκε ο Πύργος Τρίβιουμ, που έγινε ένα σύμβολο της πόλεως του Βελλέτρι.
Το 1408 ο Λαδίσλαος Α΄ της Νεαπόλεως κατέλαβε το Βελλέτρι κατά την προσπάθειά του να κατακτήσει τα Παπικά Κράτη. Το 1434, κατά τη διάρκεια του αγώνα ενάντια στις οικογένειες Κολόννα και Σαβέλλι, ο Πάπας Ευγένιος Δ΄ κατέλυσε το κάστρο του Λαριάνο με τη βοήθεια 800 στρατιωτών από το Βελλέτρι. Η γη της Καστελλάνα παραχωρήθηκε έτσι στο Βελλέτρι και παρέμεινε συγχωνευμένη με αυτό μέχρι το 1967. Στις 21 Απριλίου 1482, κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Φερράρας (γνωστού και ως «Πολέμου του Αλατιού») μεταξύ του Πάπα Σίξτου Δ΄ και του Φερδινάνδου Β΄ της Αραγωνίας, 500 στρατιώτες από το Βελλέτρι, 250 εκ των οποίων θεωρούνταν μεταξύ των καλύτερων Ιταλών τοξοτών, πολέμησαν μαζί με τον παπικό στρατό του Ροβέρτου Μαλατέστα στη Μάχη του Καμπομόρτο. Ο Πάπας κέρδισε και οι κάτοικοι του Βελλέτρι ανταμείφθηκαν και πάλι για την πίστη τους στην Αγία Έδρα.[17]
Το 1512, το Βελλέτρι ήταν ακόμα ανεξάρτητη πόλη-κράτος. Η διοίκηση της πόλης γινόταν από την Priora, η οποία είχε αντικαταστήσει το novemviri. Τον Νοέμβριο του 1526 ένα σώμα από το Βελλέτρι που έστειλε ο Πάπας Κλήμης Ζ΄ συνέβαλε στην αναγέννηση του κάστρου του Μαρίνο, ενός φέουδου της Οικογένειας Κολόννα, που τότε ήταν εχθροί του Πάπα και σύμμαχοι της Ισπανίας. Κατόπιν αυτού, ο Ασκάνιος Κολόννα, ο άρχοντας του Μαρίνο, λεηλάτησε τη Ρώμη στις 7 Μαΐου 1527. Ο Πάπας φυλακίσθηκε στο Καστέλο του Sant'Angelo και το Βελλέτρι αναγκάσθηκε να πληρώσει υπέρογκες αποζημιώσεις, ενώ μισθοφόροι των Κολόννα πήραν κλήρους γης στο Βελλέτρι. Το 1589 ο Πάπας Σίξτος Ε΄ διέλυσε την πολιτική κυβέρνηση και ο Πάπας Γρηγόριος ΙΔ΄ το 1591 διέταξε την επανένωση των δύο εξουσιών (παπικής και πολιτικής), επισφραγίζοντας έτσι το οριστικό τέλος του ελεύθερου δήμου.
Στον Πόλεμο της Αυστριακής Διαδοχής (1740-1748), τα στρατεύματα των Βουρβώνων της Ισπανίας-Νάπολης νίκησαν στη Μάχη του Βελλέτρι, πολεμώντας εναντίον των Αψβούργων της Αυστρίας στην πόλη και τα περίχωρά της.
Μετά τη Γαλλική Επανάσταση, το Βελλέτρι επαναστάτησε και ανακηρύχθηκε Δημοκρατία. Αργότερα όμως άλλαξε πλευρά και 900 από τους πολίτες του αντιστάθηκαν στο Καστέλ Γκαντόλφο στην πολιορκία του Ζοακίμ Μυρά. Η Δημοκρατία αυτή του Βελλέτρι διάρκεσε[17] μέχρι το 1814. Ο Γκαριμπάλντι κέρδισε μια μάχη ενάντια σε δύναμη των Βουρβώνων της Νάπολης στο Βελλέτρι, αλλά η νίκη ήταν βραχύβια καθώς η Ρωμαϊκή Δημοκρατία (1849) καταλύθηκε λίγο αργότερα.
Μια τηλεγραφική γραμμή έφτασε στο Βελλέτρι το 1856. Το 1866 ο Πάπας Πίος Θ΄ εγκαινίασε τη σιδηροδρομική γραμμή Ρώμης-Βελλέτρι, την τρίτη των Παπικών κρατών και μία από τις πρώτες σε ολόκληρη την Ιταλία. Αυτό βοήθησε στην ανάπτυξη της πόλεως. Επιπλέον, το 1913 η γραμμή του τραμ «Tramvie dei Castelli Romani» έφθασε στο Βελλέτρι συνδέοντάς το απευθείας με τη Ρώμη και την υπόλοιπη περιοχή Καστέλλι Ρομάνι μέχρι το 1953. Το 1927 το φασιστικό καθεστώς θέσπισε στην πόλη το «Εθνικό Φεστιβάλ Σταφυλιών και Κρασιού», το οποίο γιορτάζεται ακόμα κάθε Οκτώβριο.
Τις τελευταίες ημέρες του Μαΐου του 1944, το Βελλέτρι ήταν στο επίκεντρο των συγκρούσεων που ακολούθησαν την αγγλοαμερικανική απόβαση στο Άντσιο (22 Ιανουαρίου 1944) κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ενώ η γραμμή «Γκούσταφ» στο Μόντε Κασσίνο και η γραμμή «Χίτλερ» στο Pontecorvo έπεφταν στα χέρια των Συμμάχων, οι Γερμανοί δημιούργησαν μια τρίτη οχυρωμένη γραμμή, τη γραμμή «Καίσαρ», μεταξύ Τορβαϊανίκα, Λανούβιο, Βελλέτρι, Αρτένα και Βαλμοντόνε. Οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές της 1ης Μεραρχίας τοποθετήθηκαν στο Βελλέτρι. Ο στρατηγός των ΗΠΑ Μαρκ Γουέιν Κλαρκ διέταξε την επίθεση της 25ης Μαΐου κατά της γραμμής «Καίσαρ», που αντιμετώπισε έντονη αντίσταση. Η 36η Αμερικανική Μεραρχία Πεζικού, που διοικούσε ο στρατηγός Φρεντ Γουόκερ, εντόπισε ένα ελάττωμα στη γερμανική άμυνα στο όρος Αρτεμίζιο, ανάμεσα στο Βελλέτρι και το Βαλμοντόνε. Μεταξύ 30 και 31 Μαΐου 1944, το 142ο και το 143ο Σύνταγμα διεισέδυσαν στη γερμανική άμυνα στο Αρτεμίζιο, και την 1η Ιουνίου το Βελλέτρι έπεσε, ακολουθούμενο την επόμενη μέρα από το Βαλμοντόνε και στις 3 Ιουνίου από το Λανούβιο. Το Βελλέτρι και τα σημαντικότερα μνημεία του καταστράφηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά. Ο Πύργος Τρίβιουμ και το Παλάτσο Τζιννέττι δεν ξανακτίσθηκαν ποτέ. Παρά την εντολή εκκενώσεως των γερμανικών στρατιωτικών αρχών, υπήρξαν θύματα μεταξύ των αμάχων.[18]
Η ανοικοδόμηση του Βελλέτρι συνεχίσθηκε παρά την αποκέντρωση του 1967, που χορήγησε ανεξάρτητο δημοτικό καθεστώς στο Λαριάνο. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δημιούργησε το 1981 την «Προαστιακή Επισκοπή Βελλέτρι-Σένι» (από το 1060 έως το 1914 η Επισκοπή του Βελλέτρι ήταν ενωμένη με την Επισκοπή της Όστιας, και από το 1914 έως το 1981 ήταν ανεξάρτητη και πάλι). Χτίστηκαν νέα σχολεία και πολιτιστικά κέντρα, καθώς και νέα φυλακή. Το 2000 εγκαινιάσθηκε η νέα Δημοτική Βιβλιοθήκη «Αουγκούστο Τερσένγκι» και την ίδια περίοδο άνοιξαν ή ξανάνοιξαν νέα θέατρα («Θέατρο της Γης», Θέατρο «Ούγκο Τονιάτσι»).
Το 2001 ο Μάριο Πέπε παρουσίασε ένα νομοσχέδιο για τη δημιουργία μιας νέας επαρχίας, της «Καστέλλι Ρομάνι», με πρωτεύουσα το Βελλέτρι. Αυτή η επαρχία θα είχε 32 δήμους και το Βελλέτρι είχε επιλεγεί ως πρωτεύουσα εξαιτίας της κεντρικής θέσεώς του, επιβεβαιώνοντας «τον ρόλο και τη στρατηγική σημασία του».[19] Τελικώς η νέα επαρχία δεν δημιουργήθηκε, αλλά η ονομασία παραμένει ως άτυπη ομάδα δήμων και «Προστατευόμενη ονομασία προέλευσης» για τα κρασιά της περιοχής. Στις 23 Σεπτεμβρίου 2007 ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄, που ως επίσκοπος-καρδινάλιος είχε τον τίτλο του Επισκόπου Βελλέτρι-Σένι, επισκέφθηκε το Βελλέτρι και τέλεσε υπαίθρια Θεία Λειτουργία στην πλατεία Σαν Κλεμέντε.
Το Βελλέτρι είναι «αδελφοποιημένο» με τις ακόλουθες πόλεις και δήμους:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.