Προκαθήμενος Εκκλησίας της Ελλάδος (1974-1998) From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ (κατά κόσμον Βησσαρίων Τίκας, 10 Φεβρουαρίου 1913 - 10 Απριλίου 1998) διετέλεσε προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος με τον τίτλο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος την περίοδο 1974-1998.
Μακαριώτατος Σεραφείμ | |
---|---|
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος | |
Από | 12 Ιανουαρίου 1974 |
Έως | 10 Απριλίου 1998 |
Προκάτοχος | Ιερώνυμος Α´ |
Διάδοχος | Χριστόδουλος |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 10 Φεβρουαρίου 1913 Αρτεσιανό Καρδίτσας, Ελλάδα |
Θάνατος | 10 Απριλίου 1998 (85 ετών) Αθήνα, Ελλάδα |
Εθνικότητα | Ελληνική |
Υπογραφή | |
Δόγμα | Χριστιανός Ορθόδοξος |
Πρώην τίτλος | Μητροπολίτης Άρτης (1949-1958) Μητροπολίτης Ιωαννίνων (1958-1974) |
Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ εξελέγη από την κανονική Ιεραρχία, η οποία απαρτιζόταν από τους ιεράρχες που ειχαν εκλεγεί από κανονικές Συνόδους, ενώ απεκλείσθησαν οι αντικανονικώς εκλεγέντες από τις ψευδοσυνόδους της δικτατορίας (αριστίνδην Συνόδους).
Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1913[1] στο χωριό Αρτεσιανό του Νομού Καρδίτσας. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του Αρτεσιανού (τέσσερις πρώτες τάξεις) και την πέμπτη και έκτη στο εξατάξιο Α΄ Δημοτικό Καρδίτσας. Στη συνέχεια φοίτησε στο Α΄ Ελληνικό Σχολείο Καρδίτσας και στο τετρατάξιο Γυμνάσιο Καρδίτσας, αλλά μέχρι την πρώτη τάξη.[2] Αφού ολοκλήρωσε τις βασικές σπουδές του αρχικά στην Ιερατική Σχολή Άρτης (4 έτη), και ολοκληρώνοντας στην Εκκλησιαστική Σχολή Κορίνθου (1 έτος), όπου εκεί είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον τότε Μητροπολίτη Κορινθίας και μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αθηνών και αντιβασιλέα Δαμασκηνό, το 1936 γράφτηκε, κατόπιν εξετάσεων, στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1940 με βαθμό «λίαν καλώς». Δευτεροετής φοιτητής της Θεολογικής Σχολής, εκάρη μοναχός στη Ιερά Μονή Πεντέλης το 1938. Την επομένη μέρα της κουράς του, χειροτονήθηκε διάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Κορινθίας Δαμασκηνό όπου τοποθετήθηκε εφημέριος στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος στο Νέο Ηράκλειο. Το 1939 τοποθετήθηκε στον Ι. Ναό Αγίου Λουκά Πατησίων.[3]
Το 1942 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και αρχιμανδρίτης από τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό Παπανδρέου. Υπηρέτησε ως εφημέριος και ιεροκήρυκας στον Ιερό Ναό του Αγίου Λουκά Πατησίων, αναλαμβάνοντας παράλληλα τη μέριμνα συσσιτίων που είχε πρωτοδημιουργήσει ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος.[4] Στα εθνικά κηρύγματά του την εποχή εκείνη πολλές φορές καταφερόταν κατά των κατακτητών και των «κακών Ελλήνων» που συνεργάζονταν με τους κατακτητές.[5]
Τον επόμενο χρόνο συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση, εξερχόμενος στα βουνά, στις τάξεις του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (ΕΔΕΣ) υπό τον στρατηγό Ναπολέοντα Ζέρβα, εξ ου και η αργότερα προσωνυμία του ως αρχιεπίσκοπος αντάρτης. Συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 1943, αφού μυήθηκε στον ΕΔΕΣ από τους Ευθύμιο Μπάρδη-έμπορο και Ιωάννη Ματσούκα-δικηγόρο, που την εποχή εκείνη αποτελούσαν ηγετικά στελέχη της οργάνωσης στην Αθήνα, μέσω Πάτρας πέρασε στο Κρυονέρι Αιτωλοακαρνανίας και από εκεί μεταβαίνοντας στο Αγρίνιο κατέληξε στα Τζουμέρκα όπου και ήταν το στρατηγείο του Ζέρβα. Στο βουνό έκανε λειτουργίες και εμψύχωνε με ομιλίες τους μαχόμενους.[6] Σε μια συνέντευξή του που έδωσε ο ίδιος πολύ αργότερα ως αρχιεπίσκοπος, για την περίοδο εκείνη κατονομάζει άλλους μητροπολίτες της πλευράς του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) όπως τον Μητροπολίτη Ηλείας Αντώνιο, και τον Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης Ιωακείμ καθώς και τον καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Αγάθωνος Γερμανό, γνωστό ως «Καπετάν Ανυπόμονο», για τον εαυτό του υποστήριζε ότι μόνο αυτός αντιπροσώπευε την Εκκλησία της Ελλάδος στην Εθνική Αντίσταση.[7]
Τέλος μετά την απελευθέρωση για την όλη δράση του στην εθνική αντίσταση τιμήθηκε από τον Βασιλέα Γεώργιο Β΄ με χρυσό αριστείο ανδρείας, πολεμικό σταυρό Α΄ τάξεως, μετάλλιο εξαίρετων πράξεων, καθώς και με αναμνηστικό μετάλλιο της εθνικής αντίστασης.
Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1949, επί πρωθυπουργίας του Αλέξανδρου Διομήδη και αρχιερατείας του αρχιεπισκόπου Αθηνών Σπυρίδωνα εξελέγη μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Άρτης, όπου και ανέπτυξε αξιόλογη δραστηριότητα ποιμαντορικού και φιλανθρωπικού χαρακτήρα, όπως ίδρυση νέων ναών, αποκατάσταση ζημιών παλαιοτέρων, ίδρυση γηροκομείου, οικοτροφείου απόρων μαθητών, παιδικός σταθμός και μαθητικές κατασκηνώσεις στο Βουργαρέλι, κατηχητικά σχολεία, φιλόπτωχα ταμεία, εξασφάλιση ύδρευσης στο χωριό Πράμαντα και άλλες διακονίες. Ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσε στην ανακαίνιση του μητροπολιτικού μεγάρου.[8] Το έργο του αυτό εκτιμώμενο ανάλογα τον ανέδειξε στη συνέχεια άξιο για τη μετάθεσή του στην Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων.
Στις 11 Μαρτίου του 1958, επί υπηρεσιακής πρωθυπουργίας του Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και αρχιερατείας του αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου Β΄, μετατέθηκε στη μητρόπολη Ιωαννίνων, όπου και ανέπτυξε ευρύτερη εκκλησιαστική δράση, εθνική, κοινωνική και φιλανθρωπική. Κατά την εκεί πολυσχιδή δράση του μερίμνησε μεταξύ άλλων και για την επαναλειτουργία της Ζωσιμαίας Σχολής μετά τον βομβαρδισμό που είχε υποστεί κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο[9] και της Ζωσιμαίας Βιβλιοθήκης, την επανακυκλοφορία των «Ηπειρωτικών Χρονικών», ενώ σπουδαία υπήρξε η συμβολή του το 1964 στην ίδρυση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, που αναγνωρίσθηκε ως αυτοτελές ίδρυμα το 1970, καθώς και της δημιουργίας της εκεί Πανεπιστημιούπολης. Τον Μάιο του 1969 επί Χούντας, ανέλαβε την αρχηγία του «Βορειοηπειρωτικού Αγώνος» στον οποίον και αφιερώθηκε με ιδιαίτερο ζήλο προωθώντας το τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.[10]
Στις 25 Νοεμβρίου του 1973, όπου εκδηλώθηκε νέο πραξικόπημα που κατέλυσε την τότε δικτατορική κυβέρνηση του Σπύρου Μαρκεζίνη, κατόπιν προσκλήσεως του Δημητρίου Ιωαννίδη, ο Σεραφείμ προσήλθε από τα Ιωάννινα στην Αθήνα και όρκισε Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη και στη συνέχεια την κυβέρνηση Αδαμαντίου Ανδρουτσόπουλου 1973. Η ιεροπραξία αυτή της ορκωμοσίας πραγματοποιήθηκε[11] χωρίς την άδεια του Αρχιεπισκόπου και συνιστά[11] το κανονικό αδίκημα της εισπηδήσεως, το οποίο και τιμωρείται από τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας. Στα πλαίσια αυτά ο τότε Αρχιεπίσκοπος με έγγραφό του προς τη Σύνοδο κατήγγειλε[11] την κανονική παράβαση και ζήτησε την επιβολή των σχετικών ποινών. Καθώς όμως και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος είχε εκλεγεί αντικανονικά, κατά σαφή παράβαση της κείμενης νομοθεσίας που ορίζεται από το Κανονικό Δίκαιο, θεωρήθηκε πλέον ως ανεπιθύμητος. Στις 15 Δεκεμβρίου 1973 ο Ιερώνυμος Κοτσώνης υπέβαλε την παραίτησή του και τοποτηρητής του αρχιεπισκοπικού θρόνου ανέλαβε ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Γεώργιος Πάτσης, που ήταν ο αρχαιότερος εκ των ιεραρχών.[12]
Στις 12 Ιανουαρίου 1974 συνήλθε η κανονική Ιερά Σύνοδος, αποτελούμενη δηλαδή από τα μέλη της Ιεραρχίας που είχαν εκλεγεί προ της Δικτατορίας, ενώ απεκλείσθησαν αντικανονικά οι εκλεγέντες επίσκοποι που εξελέγησαν από τις συνόδους της δικτατορίας (αριστίνδην Συνόδους). Δια της κανονικής πλέον Συνόδου, εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος σε διαδοχή του αντικανονικά εκλεγμένου προ επταετίας Ιερώνυμου Κοτσώνη.[12][13]
Σύμφωνα με τον ιστορικό θεολόγο Χαράλαμπο (Χάρη) Ανδρεόπουλο, "η ανάδειξη του από Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκα) στη θέση του Αρχιεπισκόπου, ήταν όπως συνέβη και στην περίπτωση του προκατόχου του Ιερωνύμου (Κοτσώνη), αποτέλεσμα μιας συγκυρίας την οποία, σ’ αυτήν τη δεύτερη φάση της δικτατορίας ήλεγχε ο ταξίαρχος Δημ. Ιωαννίδης. Αυτός ήταν που «κατήργησε» de facto τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο όταν τον αγνόησε στην ορκωμοσία της Κυβερνήσεως Αδ. Ανδρουτσοπούλου που προέκυψε μετά το νοεμβριανό αντιπραξικόπημα (25.11.1973) και την οποία Κυβέρνηση αφανώς κατηύθυνε, εξού και το παρωνύμιον «αόρατος δικτάτωρ» που του απεδόθη˙ αυτός ήταν που άνοιξε τον δρόμο για την ανάρρηση του από Ιωαννίνων Σεραφείμ στην Αρχιεπισκοπή". Οπως επισημαίνει ο Χ. Ανδρεόπουλος "δεν επρόκειτο, όμως, απλώς για μια αλλαγή προσώπων (Ιερώνυμος – Σεραφείμ), αλλά για μεταβολή την οποία προκάλεσε το καθεστώς για να αποκτήσει ερείσματα και, συνεπώς, στηρίγματα από την ανερχομένη και ελέγχουσα ήδη τα εκκλησιαστικά πράγματα μερίδα των παλαιών ιεραρχών. Η Ιερά Σύνοδος (η «μικρά» [Δ.Ι.Σ.] και η «μεγάλη» [Ι.Σ.Ι.]) είχε περάσει ήδη στα χέρια της «παλαιάς φρουράς», της «αντιοργανωσιακής», της «φιλοπατριαρχικής». Η «ιερωνυμική» πτέρυγα της Ιεραρχίας με έντονα προβλήματα συνοχής στο εσωτερικό της, μετά την ήττα της στη συνέλευση της Ιεραρχίας τον Μάιο του 1973, ευρίσκετο ήδη στην αντιπολίτευση αντιμετωπίζοντας επιπρόσθετο πρόβλημα παραταξιακής «ηγεσίας», καθώς με την παραίτηση του Ιερωνύμου στα μέσα Δεκεμβρίου του ’73 «απορφανίζεται» και εισέρχεται σε φάση αμυντικής περισυλλογής". Ο Χ. Ανδρεόπουλος υποστηρίζει ότι "η επιλογή της νέας –«ιωαννιδικής»– ηγεσίας της δικτατορίας να συμπράξει με τον ισχυρό πόλο που εκπροσωπούσε η «σεραφειμική» παράταξη δεν είχε ιδεολογικό έρεισμα˙ αποτελούσε «μονόδρομο» που τον υπαγόρευε η πολιτική σκοπιμότητα των στιγμών. Όσον αφορά τον Σεραφείμ η επιλογή του «κυοφορήθηκε» εντός της μερίδας της «παλαιάς» Ιεραρχίας. Το γεγονός ότι είχε γνωριμία με τον Ιωαννίδη, από την εποχή που ήταν συμπολεμιστές την εποχή της γερμανικής κατοχής στον «Ε.Δ.Ε.Σ.» του Ναπ. Ζέρβα, δεν ήταν αυτό που δρομολόγησε τις εξελίξεις˙ ασφαλώς, όμως, τις επιτάχυνε"[14].
Αλλά και από εκκλησιαστικής άποψης ήταν ιδιαίτερα φίλα προσκείμενος προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, η σχέση του οποίου με την Εκκλησία της Ελλάδος επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου δεν ήταν και η καλύτερη. Ο δε υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων της κυβέρνησης Ανδρουτσόπουλου, καθηγητής θεολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Παναγιώτης Χρήστου, συνεπικουρούμενος και από άλλους καθηγητές, συνέβαλε ιδιαίτερα στην εκλογή του Σεραφείμ και εκφώνησε λόγο με την εκλογή νέου αρχιεπισκόπου για αναγκαιότητα της επανόδου της Εκκλησίας στη νομοκανονικότητά της, προχωρώντας και υπογράφοντας την Συντακτική Πράξη 3/9 Ιανουαρίου 1974 θεωρώντας νομοκανονικούς επισκόπους της Ιεράς Συνόδου μόνο τους προ της 21ης Απριλίου αναδειχθέντες μητροπολίτες, δημιουργώντας έτσι ταυτόχρονα και ζήτημα καθαίρεσης για τους νεότερους.
Κατόπιν αυτών αλλά και σχετικής άδειας και του «Προέδρου» Δημήτρη Ιωαννίδη, η εκλογή του Σεραφείμ, που προαλειφόταν, έγινε στις 12 Ιανουαρίου στην Μονή Πετράκη, όπου και το Συνοδικό Μέγαρο, από διευρυμένη «Αριστίνδην Σύνοδο» καλούμενη «Πρεσβυτέρα Ιεραρχία», συγκροτημένη από 32 μητροπολίτες στην οποία τελικά έλαβαν μέρος οι 30. Κατά την εκλογή ο Σεραφείμ έλαβε 20 ψήφους, έναντι των συνυποψηφίων του, του μητροπολίτη Σερβίων Διονυσίου, που έλαβε 7 και του Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, που έλαβε 1 ψήφο (ο Χ. Ανδρεόπουλος αναφέρει στη μελέτη του ότι ο Μεσσηνίας Χρυσόστομος [Θέμελης] αμέσως μετά τη διαλογή των ψηφοδελτίων ενώπιον της Συνόδου εδήλωσε πως δεν έθεσε υποψηφιότητα και ότι το ψηφοδέλτιο που έφερε το όνομά του δεν εγράφη από αυτόν. με τη σχετική δήλωσή του να έχει καταγραφεί στα Πρακτικά της Συνόδου στα οποία και παραπέμπει ο Χ. Ανδρεόπουλος[15]). Λίγη ώρα μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος της συντριπτικής πλειοψηφίας της εκλογής Σεραφείμ από τον τότε αρχιμανδρίτη Άνθιμο Ρούσσα, ο τότε Πατριάρχης Δημήτριος απέστειλε το ακόλουθο συγχαρητήριο τηλεγράφημα:
«Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἕλλάδος κύριον Σεραφείμ. Ἀθήνας.
Μετὰ βαθυτάτης χαρᾶς καὶ ὑπερηφανείας τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ Ἡμεῖς προσωπικῶς ἐδέχθημεν χαρμόσυνον ἄγγελμα ἀναδείξεως Ὑμετέρας λίαν ἀγαπητῆς καὶ περισπουδάστου Μακαριότητος εἰς Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος.
Ἡ ἐκλογὴ Ὑμῶν συγκινεῖ τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν διὰ τὸ ἄξιον τῆς προσωπικότητος τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος καὶ διὰ τὸ γεγονὸς ὅτι αὔτη ἀνέρχεται εἰς τὸν Ἀρχιεπισκοπικὸν θρόνον ἀπὸ ἱστορικῆς ἐπαρχίας τοῦ καθ' ἡμᾶς Οἰκουμενικοῦ Θρόνου.
Περιπτυσσόμενοι Ὑμᾶς ἐν φιλήματι Ἁγίῳ, εὐχόμεθα εὐλογημένην Ἀρχιεπισκοπικὴν διακονίαν ἐπ' ἀγαθῷ τῆς θυγατρὸς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῶν δεσμῶν αὐτῆς μετὰ τῆς μητρὸς Ἐκκλησίας καὶ τῆς καθόλου Ἁγίας Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Δημήτριος - Φανάριον, 12 Ἰανουαρίου 1974, ὧρα 15.40.»
Ως προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος, επισκέφθηκε τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αντιοχείας, Μόσχας, Σόφιας και Πατριαρχείο Βελιγραδίου.
Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ ήταν επίτιμος διδάκτορας σε πολλά ξένα πανεπιστήμια. Στις 29 Μαΐου 1997 του απονεμήθηκε για τα 60 χρόνια υπηρεσίας του και προσφοράς του στην Εκκλησία και τη χώρα ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος της Τιμής, ανώτατη διάκριση που δίδεται συνήθως σε αρχηγούς κρατών. Επίσης είχε τιμηθεί, από τον Βασιλέα Παύλο με Χρυσό Αριστείο Ανδρείας και Πολεμικό Σταυρό Α΄ τάξεως, καθώς και με Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων, Αναμνηστικό Μετάλλιο Αντιστάσεως 1941-1945 και με διάφορα άλλα διπλώματα και παράσημα ξένων χωρών και Πατριαρχείων.
Ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Σιβιτανιδείου Σχολής. Ο Σεραφείμ υπήρξε ο ιεράρχης με τη μεγαλύτερη θητεία, 24 χρόνια, στην ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Όρκισε έξι Προέδρους Δημοκρατίας και δεκατρείς πρωθυπουργούς.
Επί των ημερών του ιδρύθηκε ο Ραδιοφωνικός Σταθμός της Εκκλησίας της Ελλάδος, που εξέπεμψε για πρώτη φορά την Κυριακή της Ορθοδοξίας, τον Φεβρουάριο του 1989 και το πρώτο μήνυμα το απηύθυνε ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος.
Σημαντική στιγμή της αρχιεπισκοπικής θητείας του υπήρξε η 4η Νοεμβρίου 1992 οπότε και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ανακήρυξε ομόφωνα τον μάρτυρα Χρυσόστομο Σμύρνης (†1922) άγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, να τιμάται Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, μαζί με τους μάρτυρες ιεράρχες Προκόπιο Ικονίου (†1923), Αμβρόσιο Μοσχονησίων (†1922), Ευθύμιο Ζήλων (†1921), Γρηγόριο Κυδωνιών (†1922) και όλους τους χριστιανούς που μαρτύρησαν κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η κατάταξή τους στο αγιολόγιο ανακοινώθηκε με την Εγκύκλιο 2556 της 5ης Ιουλίου 1993 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η μνήμη του «Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης και των συν αυτώ Αγίων αρχιερέων Γρηγορίου Κυδωνιών, Αμβροσίου Μοσχονησίων, Προκοπίου Ικονίου, Ευθυμίου Ζήλων καθώς και των κληρικών και λαϊκών που σφαγιάσθηκαν κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή» εορτάζεται την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (Σεπτέμβριος).[16][17][18]
Επέλεξε να νοσηλεύεται σε δημόσιο νοσοκομείο. Τον Φεβρουάριο του 1998 νοσηλεύτηκε για τρεις ημέρες στο Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών και εξήλθε στις 12 του μήνα, οπότε και πολλοί πιστοί τον περίμεναν στην έξοδο του νοσοκομείου και τον χειροκρότησαν. Τότε ο Σεραφείμ τούς ευχαρίστησε, αλλά δήλωσε ότι δεν είναι πολιτικός για να τον χειροκροτούν[19]. Στα τέλη Φεβρουαρίου νοσηλεύτηκε και πάλι στο ίδιο Νοσοκομείο για 45 ημέρες[20]. Απεβίωσε στο Λαϊκό Νοσοκομείο στην Αθήνα τα ξημερώματα της 10ης Απριλίου 1998.[21]
Μετά από τριήμερο λαϊκό προσκύνημα στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών τελέστηκε η εξόδιος ακολουθία στις 13 Απριλίου. Ο συμπατριώτης του Χαρίλαος Φλωράκης, Γ.Γ. του ΚΚΕ, στον επικήδειο λόγο που εκφώνησε κατά την εξόδιο ακολουθία ανέφερε μεταξύ άλλων: «Η στάση σου απέναντι στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα στη χώρα μας, η εθνική σου υπερηφάνεια, οι χωρίς προκαταλήψεις σχέσεις σου απέναντι σ’ εκείνους που είχαν διαφορετική θρησκευτική, φιλοσοφική ή πολιτική θεώρηση, συνέβαλε στο χτύπημα της μισαλλοδοξίας και στο άνοιγμα του δρόμου της εθνικής συμφιλίωσης. Η ιστορία θα σ' το αναγνωρίσει αυτό.»[22]
Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ ενταφιάστηκε στο Α' Κοιμητήριο των Αθηνών, δίπλα στους προκατόχους του Αρχιεπισκόπους. Επάνω στο μνήμα του χαράχθηκε ο ψαλμός: «Τὸ ἔλεός Σου Κύριε καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου.» Σε συνέντευξή του είχε δηλώσει: «Ελληνικέ λαέ, είμαι αυτός που φαίνομαι, δεν έχω άλλο πρόσωπο, απεχθάνομαι το ψέμα, δεν φοβάμαι ούτε μη χάσω τον θρόνο μου, ούτε και τον θάνατο, με τον οποίο κοιμήθηκα δίπλα του πολλές φορές. […] Φοβάμαι μόνον τον Θεό.»[23][24]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.