From Wikipedia, the free encyclopedia
Η αποστασία (προερχόμενη από τις λέξεις από και στάσις, δηλαδή κατα λέξη, απομάκρυνση) είναι όρος που περιγράφει την αποκήρυξη εκ μέρους ενός ατόμου της θρησκείας του, ειδικά όταν θεωρείται ότι υποκινείται από ποταπά κίνητρα.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Από τεχνικής άποψης, κατά τη χρήση του όρου στην Κοινωνιολογία χωρίς την υποτιμητική απόχρωση του όρου, ο όρος αναφέρεται στην αποκήρυξη και την άσκηση κριτικής ή εναντίωσης προς την θρησκεία στην οποία ανήκε προηγουμένως το άτομο.
Το άτομο που διαπράττει την αποστασία ονομάζεται αποστάτης, εκείνος ο οποίος αποστατεί. Στην παλιότερη Δυτική φιλολογία, ο όρος αναφερόταν τυπικά στους βαφτισμένους Χριστιανούς οι οποίοι εγκατέλειψαν την πίστη τους. Οι όροι αποστάτες και αποστασία δεν αποτελούν συνήθως αυτοπροσδιορισμό: ελάχιστα πρώην μέλη κάποιας θρησκείας αποκαλούν τους εαυτούς τους αποστάτες και γενικά θεωρούν τους όρους αυτούς υποτιμητικούς. Σύμφωνα με τους πρώην ομοϊδεάτες του αποστάτη κάποιοι λόγοι που τον οδηγούν στην αποκήρυξη της θρησκείας του είναι η απώλεια της πίστης του, η υποτιθέμενη αποτυχία της θρησκευτικής κατήχησης και/ή η πλύση εγκεφάλου· αντίθετα ο ίδιος ο αποστάτης προβάλλει ηθικά κίνητρα. Η πραγματικότητα συνήθως είναι συνθετότερη διότι πιθανώς ο αποστάτης δεν ήταν αρκετά σεβαστός από τους πρώην συνιδεολόγους του, ή διότι η εγκαταλελειμμένη από αυτόν κοσμοθεωρία δεν άρμοζε στην ώριμη πλέον προσωπικότητά του. Συχνά ο αποστάτης διαμαρτύρεται ότι η συμπεριφορά των πρώην ομοϊδεατών του, μεταβλήθηκε προς το χειρότερο. Κάποιοι αποστάτες εκφράζουν και συνθετότερες απόψεις, όπως ότι δεν αποσκίρτησαν ποτέ από δόγμα αλλά ότι αντιθέτως το κατανόησαν βαθύτερα.
Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, αποστατεί κανείς όταν προηγουμένως βρίσκεται υπό καθεστώς βίας, ενώ σε αντίθετη περίπτωση επαναστατεί.[1]
Πολλά θρησκευτικά κινήματα θεωρούν την αποστασία ως φαυλότητα (αμαρτία), ως διαφθορά της αρετής της αγνής πίστης με την έννοια ότι όταν απωλεσθεί η πίστη το επακόλουθο είναι η αποστασία. Εντούτοις, τα περισσότερα άτομα που μεταστρέφονται σε μια νέα θρησκεία μπορεί επίσης να θεωρηθούν αποστάτες από την άποψη της προηγούμενης πίστης τους.
Ποικίλες θρησκευτικές ομάδες τιμωρούν τους αποστάτες. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει τη διακοπή της επικοινωνίας με τους αποστάτες από τα μέλη της προηγούμενης θρησκευτικής ομάδας. Κάτι τέτοιο μπορεί να αποτελεί είτε επίσημη τακτική της θρησκευτικής ομάδας ή να αποτελεί αυθόρμητη αντίδραση, λόγω διαφόρων ψυχοκο Αντιστρόφως, κάποιοι αθεϊστές και αγνωστικιστές χρησιμοποιούν τον όρο "απομεταστροφή" για να περιγράψουν την απώλεια της πίστης ενός ατόμου ως μέλους κάποιας θρησκείας. Κάποιοι αυτοαποκαλούμενοι "Ελεύθερα Σκεπτόμενοι" και εκείνοι που αντιμετωπίζουν με λιγότερο θετική διάθεση την παραδοσιακή θρησκεία θεωρούν την "απομεταστροφή" ως κέρδος για την "εκλογίκευση" και την επιστημονική μέθοδο.
Η αξιοπιστία της προσωπικής μαρτυρίας των αποστατών είναι ένα σημαντικό και αμφιλεγόμενο ζήτημα για τη μελέτη της αποστασίας όσον αφορά τις αιρέσεις και τα νέα θρησκευτικά κινήματα.
Η διαφορά μεταξύ της αποστασίας και της αίρεσης είναι ότι η αίρεση αφορά την απόρριψη ή την παραφθορά συγκεκριμένων δογμάτων από τον αιρετικό και όχι την πλήρη εγκατάλειψη της θρησκείας του όπως συμβαίνει με τον αποστάτη.
Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης όσον αφορά την αποκήρυξη των απόψεων κάποιου και σε άλλου τομείς εκτός της θρησκείας, και πιο συγκεκριμένα στην πολιτική.
Ο αμερικανός κοινωνιολόγος Ντέιβιντ Μπρόμλεϊ προσδιόρισε το ρόλο του αποστάτη όπως φαίνεται παρακάτω σε αντιδιαστολή με τους ρόλους του αυτομόλου ("defector") και του πληροφοριοδότη ("whistleblower")[2].
Λούις Κοσέρ βλέποντας από άλλη οπτική γωνία το ζήτημα και σε αρμονία με τον Γερμανό φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Μαξ Σέλερ, θεωρεί τον αποστάτη ως άτομο που όχι μόνο βίωσε μια δραματική αλλαγή των πεποιθήσεών του αλλά και "ως άτομο που, ακόμη και στη νέα κατάσταση πίστης του, δεν ζει πρωτίστως πνευματικά σύμφωνα με το περιεχόμενο της νέας πίστης του επιδιώκοντας ανάλογους στόχους, παρά μόνο μάχεται ενάντια στην παλιά πίστη του και υπερασπίζεται την αποκήρυξή της".
Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ θεωρεί την αποκήρυξη της θρησκείας εκ μέρους ενός ατόμου ως ανθρώπινο δικαίωμα το οποίο προφυλάσσεται από τη Διεθνή Σύμβαση για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα: «Η επιτροπή δηλώνει ότι η ελευθερία του ατόμου 'να έχει ή να υιοθετεί' μια θρησκεία ή ένα πιστεύω προϋποθέτει απαραίτητα την ελευθερία επιλογής θρησκείας ή πιστεύω, περιλαμβανομένου του δικαιώματος του ατόμου να αντικαθιστά την τρέχουσα θρησκεία ή τα πιστεύω του με άλλα ή να υιοθετήσει αθεϊστικές απόψεις ... Το Άρθρο 18.2 αποκλείει τον εξαναγκασμό που θα μπορούσε να βλάψει το δικαίωμα του ατόμου να έχει ή να υιοθετεί μια θρησκεία ή ένα πιστεύω, περιλαμβανομένης της χρήσης ή απειλής σωματικής βίας ή ποινικών κυρώσεων με σκοπό να εξαναγκαστούν πιστοί ή άπιστοι να προσκολληθούν στα δικά τους πιστεύω και συγκεντρώσεις, να αποκηρύξουν τη θρησκεία τους ή το πιστεύω τους ή να μεταστραφούν». [3]
Οι Χριστιανοί παραθέτουν συχνά την προφητεία από τη Β' Επιστολή προς Θεσσαλονικείς σχετικά με την επερχόμενη αποστασία:
«Mή τις ὑμᾶς ἐξαπατήσῃ κατὰ μηδένα τρόπον· ὅτι ἐὰν μὴ ἔλθῃ ἡ ἀποστασία πρῶτον καὶ ἀποκαλυφθῇ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας». (2 Θεσσαλονικείς 2:3)
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.