Ουρουγουανός ποδοσφαιριστής From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Έκτορ Πέδρο Σκαρόνε Μπερέτα (ισπανικά: Héctor Pedro Scarone Beretta, 26 Νοεμβρίου 1898 – 4 Απριλίου 1967) ήταν Ουρουγουανός ποδοσφαιριστής, ο οποίος υπήρξε ένας από τους κορυφαίους παίκτες στον κόσμο κατά την εποχή του Μεσοπολέμου και το πρώτο ξεχωριστά μεγάλο ταλέντο στην ιστορία του αθλήματος.[1][2][3] Αγωνιζόμενος ως επιθετικός ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικός και ένας από τους σημαντικότερους ποδοσφαιριστές της πρώτης μεγάλης ομάδας του αθλήματος παγκόσμια, της Εθνικής Ουρουγουάης.[4][5][6]
Με τη Νασιονάλ το 1926 | |||||||||||||||||||||||||||||||||||
Προσωπικές πληροφορίες | |||||||||||||||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Πλήρες όνομα | Έκτορ Πέδρο Σκαρόνε Μπερέτα | ||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ημερ. γέννησης | 28 Νοεμβρίου 1898 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τόπος γέννησης | Μοντεβίδεο, Ουρουγουάη | ||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ημερ. θανάτου | 4 Απριλίου 1967 (68 ετών) | ||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τόπος θανάτου | Μοντεβίδεο, Ουρουγουάη | ||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ύψος | 1,73 μ. | ||||||||||||||||||||||||||||||||||
Θέση | Επιθετικός | ||||||||||||||||||||||||||||||||||
Επαγγελματική καριέρα* | |||||||||||||||||||||||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | ||||||||||||||||||||||||||||||||
1915–1916 | Νασιονάλ Β | ||||||||||||||||||||||||||||||||||
1916–1926 | Νασιονάλ | 115 | (108) | ||||||||||||||||||||||||||||||||
1926–1927 | Μπαρτσελόνα | 0 | (0) | ||||||||||||||||||||||||||||||||
1927–1931 | Νασιονάλ | 45 | (39) | ||||||||||||||||||||||||||||||||
1931–1932 | Ίντερ | 14 | (7) | ||||||||||||||||||||||||||||||||
1932–1934 | Παλέρμο | 54 | (13) | ||||||||||||||||||||||||||||||||
1934–1936 | Νασιονάλ | 31 | (16) | ||||||||||||||||||||||||||||||||
1939 | Νασιονάλ | 0 | (0) | ||||||||||||||||||||||||||||||||
Σύνολο | 261 | (183) | |||||||||||||||||||||||||||||||||
Εθνική ομάδα | |||||||||||||||||||||||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | ||||||||||||||||||||||||||||||||
1917–1930 | Ουρουγουάη | 52 | (31) | ||||||||||||||||||||||||||||||||
Προπονητική καριέρα | |||||||||||||||||||||||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | ||||||||||||||||||||||||||||||||||
1947–1948 | Μιγιονάριος | ||||||||||||||||||||||||||||||||||
1951–1952 | Ρεάλ Μαδρίτης | ||||||||||||||||||||||||||||||||||
1954 | Νασιονάλ | ||||||||||||||||||||||||||||||||||
1960 | Ντεπορτίβο Κίτο | ||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τίτλοι
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Έγινε παγκόσμια γνωστός ως «Ο Μάγος» για τα εξαιρετικά τεχνικά του στοιχεία, που τον οδήγησαν να χαρακτηριστεί από Ευρωπαίους και Νοτιοαμερικανικούς δημοσιογράφους ως «ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο» στο πρώτο ήμισυ του περασμένου αιώνα.[7] Θαυμάστηκε για τον τρόπο παιχνιδιού του ήδη πριν κλείσει τα 20 χρόνια του, στην πρώτη κατάκτηση του Κόπα Αμέρικα το 1917. Με την εθνική ομάδα της χώρας του υπήρξε δύο φορές χρυσός Ολυμπιονίκης και μία φορά παγκόσμιος πρωταθλητής, ενώ αναδείχθηκε και τέσσερις φορές πρωταθλητής Νότιας Αμερικής έχοντας καθοριστικό ρόλο στην κατάκτηση όλων των αντίστοιχων διοργανώσεων.[8] Οι τίτλοι αυτοί τον καθιστούν ως τον πιο επιτυχημένο ποδοσφαιριστή στην ιστορία σε επίπεδο εθνικών ομάδων.
Σε συλλογικό επίπεδο πέρασε τα 10 πρώτα και καλύτερα χρόνια της σταδιοδρομίας του με τη Νασιονάλ, ενώ το βραχύβιο πέρασμά του στην Ιταλία δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη επιτυχία. Έκλεισε την καριέρα του και πάλι στη Νασιονάλ έχοντας κατακτήσει συνολικά 22 τίτλους σε εθνικό και διεθνές επίπεδο με το σύλλογο. Ακολούθησε βραχύβια και αποσπασματική καριέρα προπονητή μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση. Στις εκλογές της IFFHS για την ανάδειξη των καλύτερων παικτών του 20ού αιώνα κατέλαβε την 40ή θέση.[9]
Ο Σκαρόνε γεννήθηκε το 1898 στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης από γονείς Ιταλούς μετανάστες από την επαρχία της Γένοβας. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε αδέρφια και ο πιο κακομαθημένος. Έχασε τη μητέρα του όταν ήταν πολύ μικρός. Οι πρώτες εμπειρίες ποδοσφαίρου ήταν στις αλάνες, όπως και τα άλλα παιδιά της ηλικίας του, προσπαθώντας να περάσει τη μπάλα μέσα από τρύπες σε φράχτες. Ξεκίνησε την καριέρα του στην ομάδα της τρίτης κατηγορίας Σπόρτσμαν στην ηλικία των 14 ετών.[10][11][12] Ο πατέρας του ήταν οπαδός της Πενιαρόλ και ο μεγαλύτερος αδερφός του Κάρλος, επιτυχημένος διεθνής επιθετικός της Πενιαρόλ και από το 1913 της Νασιονάλ. Η οικογένεια ήταν σχετικά χαμηλού εισοδήματος και ο Έκτορ για αποκτήσει ανεξαρτησία ξεκίνησε να δουλεύει ως ταχυδρόμος, επάγγελμα που συνέχισε και μετά την ενασχόληση το ποδόσφαιρο, καθώς το άθλημα ήταν ακόμα ερασιτεχνικό στη χώρα.[2][13][14] Στα 15 του χρόνια ο Έκτορ επιχείρησε να ενταχθεί στη Νασιονάλ, αλλά τον απέρριψαν επειδή ήταν πολύ αδύναμος για την ηλικία του και η απαιτούμενη εμφάνιση σωματικής υγείας ήταν απαραίτητη εκείνη την εποχή. Ο έφηβος Σκαρόνε δεν απελπίστηκε και την επόμενη χρονιά επανεμφανίστηκε στους ανθρώπους του συλλόγου ζητώντας μια δεύτερη ευκαιρία. Στο διάστημα που μεσολάβησε είχε δουλέψει αρκετά τα σωματικά του προσόντα με αποτέλεσμα να κερδίσει μία θέση στη δεύτερη ομάδα του συλλόγου που υποστήριζε.[15][16] Οι ασκήσεις ευστοχίας του άρεσαν από μικρή ηλικία. Μια φορά προκλήθηκε να χτυπήσει λάμπα κολώνας ηλεκτρικού ρεύματος, αποδέχθηκε την πρόταση και εύστοχησε με τη μπάλα από απόσταση.[17]
Το 1915 εντάχθηκε στη δεύτερη ομάδα του συλλόγου και χρειάστηκαν μόνο πέντε παιχνίδια για προαχθεί στην πρώτη την επόμενη χρονιά.[18][19] Στις 9 Απριλίου 1916 έκανε το ντεμπούτο του σε φιλικό με τη Ρίβερ Πλέιτ σημειώνοντας και τα δύο γκολ στο τελικό 2–0, ενώ στις 23 Απριλίου της ίδιας χρονιάς έκανε το επίσημο ντεμπούτο του στο πρωτάθλημα και σημείωσε το γκολ της Νασιονάλ στην ισοπαλία με 1–1 με την Ουνιβερσάλ. Σε ηλικία 17 ετών ο πρώτος τίτλος πρωταθλήματος συνόδευσε την αρχή της καριέρας του, με το γκολ της νίκης απέναντι στην Dublin FC να είναι αυτό που καθόρισε την τελική έκβαση στο πρωτάθλημα.[20][21] Μέσα σε μια εβδομάδα το Δεκέμβριο του 1916, ήρθαν και οι δύο πρώτοι διεθνείς τίτλοι: στις 3 Δεκεμβρίου 1916, διεξήχθη η πρώτη διοργάνωση του Κυπέλλου Ρίο ντε λα Πλάτα (Copa Dr. Ricardo C. Aldao), το σημαντικότερο τουρνουά συλλόγων στην ήπειρο κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, που έφερε αντιμέτωπους τους πρωταθλητές της Ουρουγουάης και της Αργεντινής. Η Νασιονάλ νίκησε την Ράσινγκ με 2–1, ενώ μία εβδομάδα αργότερα, ο Σκαρόνε συνέβαλε με ένα γκολ στη νίκη με 6–1 (η μεγαλύτερη στην ιστορία της τουρνουά) επί της Ροζάριο Σεντράλ για το Κύπελλο Τιμής (Copa de Honor Cusenier).[22][23] Ήδη, την πρώτη χρονιά της καριέρας του κατέκτησε τέσσερις επίσημους συλλογικούς τίτλους.[24] Η πορεία της ομάδας κατευθύνθηκε ανοδικά και ο δεύτερος συνεχόμενος τίτλος πρωταθλήματος ήρθε την επόμενη χρονιά με την ομάδα να ολοκληρώνει αήττητη τη σεζόν για δεύτερη συνεχόμενη φορά και συντελεστή τερμάτων 47–3 [25] Ο Σκαρόνε ήταν πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με 13 γκολ σε 15 αγώνες και την ίδια χρονιά η Νασιονάλ έκανε το νταμπλ με το Κύπελλο να κατακτάται χωρίς αγώνες αλλά λόγω των τριών συνεχόμενων τίτλων πρωταθλήματος σύμφωνα με την τότε θεσμοθέτηση.[26] Η επόμενη χρονιά έφερε ένα ακόμα τίτλο πρωταθλήματος, ενώ στις 25 Απριλίου 1920 ήρθε μια ιστορική νίκη επί της Τσάρλι ΦΚ με 11–0 με τέσσερα γκολ του Σκαρόνε, που ήταν και πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με 20 γκολ. Παραμένει η μεγαλύτερη νίκη στην ιστορία της Νασιονάλ στο πρωτάθλημα.[27] Το πρώτο προσωνύμιο (Rasquetita) που αναφέρονταν στην ισχυρή του προσωπικότητα εμφανίστηκε ήδη από την αρχή της καριέρας του.[7]
Ο Σκαρόνε καθιερώθηκε γρήγορα ως ο σημαντικότερος ποδοσφαιριστής του αθλήματος στη χώρα του και συχνά θεωρούνταν ως ο κορυφαίος του κόσμου στην εποχή της ακμής του, τη δεκαετία του 1920.[1][16][28] Το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του ήταν στον ίδιο σύλλογο, όπου έκανε το ντεμπούτο του στο πρωτάθλημα. Στην πρώτη περίοδο παραμονής του αυτός και ο σύλλογος κατέκτησαν το πρωτάθλημα επτά φορές (1916, 1917, 1919, 1920, 1922, 1923 και 1924), το Copa de Honor το 1916 και το 1917 (Κύπελλο Ουρουγουάης) και το Copa Río de La Plata το 1919 και 1920.[29] Η πρώτη περίοδος στη Νασιονάλ διήρκεσε 10 χρόνια και ήταν και τα πιο παραγωγικά της σταδιοδρομίας του έχοντας σημειώσει 108 γκολ σε 115 αγώνες πρωταθλήματος.[20][30] Ο ίδιος επισκίασε γρήγορα με το ταλέντο του το μεγαλύτερο αδερφό του και αναδείχθηκε τέσσερις φορές πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος.[31][32]
Το 1924 ο ερχομός του ήδη διεθνή ταλαντούχου κεντρικού επιθετικού Πέδρο Πετρόνε δημιούργησε ένα δίδυμο που με συχνές και γρήγορες εναλλαγές της μπάλας διασπούσε τις αντίπαλες άμυνες με πρωτόγνωρο τρόπο. Η μορφή επίθεσής τους τους έδωσε την προσωνυμία «Τοίχος».[33][34] Το 1925 και το 1926 δεν υπήρχαν πρωταθλήματα στην Ουρουγουάη λόγω διαφορών σχετικά με την οργάνωση του ποδοσφαίρου. Η Νασιονάλ, πιθανά η καλύτερη ομάδα του κόσμου εκείνη τη δεκαετία,[35] εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για μια εκτεταμένη ευρωπαϊκή περιοδεία μετά και μάλιστα και την κατάκτηση του Ολυμπιακού τίτλου από την εθνική ομάδα της χώρας την προηγούμενο χρονιά. Μεταξύ Μαρτίου και Αυγούστου 1925, ο Σκαρόνε ταξίδεψε σε εννέα διαφορετικές χώρες με το σύλλογό του. Σε 38 αγώνες - συμπεριλαμβανομένης της νικήτριας του ισπανικού κυπέλλου Μπαρτσελόνα, των Ιταλών πρωταθλητών της Τζένοα, της Σπόρτιγκ Λισαβόνας, των ομάδων της Βιέννης, αλλά και πολυάριθμοι λιγότερο σημαντικοί αντίπαλοι - νίκησε 26 φορές και έχασε μόνο πέντε παιχνίδια με διαφορά τερμάτων 130–30.[36][37] Ο Σκαρόνε ήταν ο πρώτος σκόρερ της ομάδας με 26 γκολ και θεωρήθηκε ως ο καλύτερος και πιο θεαματικός παίκτης στην περιοδεία, η ατομική του τεχνική και η ικανότητά του να προσαρμόζει τις αρετές του στο παιχνίδι της ομάδας τον έκαναν το κύριο σημείο αναφοράς. Ήταν η πιο επιτυχημένη περιοδεία συλλόγου της Νότιας Αμερικής στην Ευρώπη, ίσως ιστορικά ανεπανάληπτη καταξιώνοντας το σύλλογο αλλά και τη χώρα στη φίλαθλη συνείδηση. Υπολογίζεται ότι συνολικά 800.000 άτομα παρακολούθησαν τους αγώνες της Νασιονάλ, η μεγαλύτερη περιοδεία σε χρόνο και αριθμό αγώνων από μια ομάδα ποδοσφαίρου στην ιστορία.[38][39] Στη Βιέννη η αντιπροσωπεία έγινε δεκτή ακόμη και από τον Ομοσπονδιακό Πρόεδρο Μάικλ Χάινις. Εν μέρει, την ίδια χρονιά και στις ίδιες σχεδόν χώρες ήταν η βραζιλιάνικη Ατλέτικο Παουλιστάνο, με πρωταγωνιστή τον Αρτούρ Φριντενράιχ καθώς και η αργεντίνικη Μπόκα Τζούνιορς.[40] Στα έξι παιχνίδια της Βαρκελώνης ο Σκαρόνε εντυπωσίασε, ενώ στο σημαντικότερο παιχνίδι με τη Μπαρτσελόνα, στις 12 Απριλίου, σημείωσε το δεύτερο γκολ στο ισόπαλο 2–2, γεγονός που οδήγησε αργότερα στη μεταγραφή του στον καταλανικό σύλλογο.[36][41]
Το 1926 και για χρονικό διάστημα επτά μηνών (Φεβρουάριος έως Σεπτέμβριος) αγωνίστηκε σε 20 φιλικά της ομάδας, σημειώνοντας 21 τέρματα. Δεν συμμετείχε σε επίσημους αγώνες ως ξένος παρά το γεγονός ότι είχε το δικαίωμα να αγωνιστεί στο πρωτάθλημα ως ερασιτέχνης. Λάτρης του ποδοσφαίρου, ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο.[32][42] Υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των φιλάθλων αλλά συνολικά, ο χρόνος του με τους Καταλανούς όμως δεν ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητικός για τον Σκαρόνε και υπάρχουν αναφορές ότι συνάντησε και αντιπάθεια από ορισμένους συμπαίκτες του επειδή δεν ήθελαν να επισκιάζονται. Όμως, ο κυριότερος λόγος ήταν το γεγονός ότι το συμβόλαιο που του προτάθηκε θα τον καθιστούσε επαγγελματία στερώντας του το δικαίωμα συμμετοχής στους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες.[29][43] Η Μπαρτσελόνα του πρόσφερε πλουσιοπάροχο πενταετές συμφωνητικό με τις υψηλότερες αμοιβές στην ομάδα.[31][41] «Σκεφτόμουν την πατρίδα μου, να έρθουν σύντομα οι Ολυμπιακοί Αγώνες και να φορέσω τη γαλάζια φανέλα. Σκέφτηκα τη Νασιονάλ, τον σύλλογο της καρδιάς μου, και αποφάσισα να μην υπογράψω», δήλωσε αργότερα.[33][41]
Ο Σκαρόνε στη συνέχεια επέστρεψε στην ομάδα του Μοντεβιδέο. Μετά την επανάληψη του πρωταθλήματος το 1927, ο σύλλογος τερμάτισε τέταρτος. Την ίδια χρονιά, έκανε ένα άλλο ταξίδι στο εξωτερικό με την ομάδα στη Βόρεια Αμερική, το Μεξικό, την Κούβα και τις Αντίλες δίνοντας 22 αγώνες. Και εδώ ο Σκαρόνε ήταν ο κορυφαίος σκόρερ των επονομαζόμενων «Μπόλσος». Το ταξίδι της Μπαρτσελόνα στη Νότια Αμερική το 1928 οδήγησε σε φιλική συνάντηση ανάμεσα στις δύο μέχρι τότε ομάδες του με νικητές τους γηπεδούχους με 3–0 με το τρίτο γκολ να είναι του Σκαρόνε.[38][44] Η δεύτερη περίοδος στη Νασιονάλ δεν χαρακτηρίστηκε από την κατάκτηση τίτλων παρά μόνο από την ανάδειξη του ως πρώτου σκόρερ του πρωταθλήματος για τελευταία φορά το 1929.[21]
Στη σεζόν 1931–32, ο Σκαρόνε έπαιξε για την AS Ambrosiana, τώρα Ίντερ. Έκανε το ντεμπούτο του στο Μιλάνο το Σεπτέμβριο του 1931 με ήττα 1–3 από την Κασάλε, ο ίδιος όμως σημείωσε το πρώτο του γκολ για το σύλλογο. Μέχρι το τέλος της χρονιάς είχε σημειώσει 7 γκολ σε 14 αγώνες. Το πιο αξιοσημείωτο γκολ ήταν το μοναδικό στη νίκη επί της Τζένοα, όταν ο Σκαρόνε έτρεξε το μεγαλύτερο μέρος του γηπέδου, αποφεύγοντας όλους τους αμυντικούς της πριν βρει τα δίχτυα.[2] Ο κορυφαίος Ιταλός συμπαίκτης του Τζουζέπε Μεάτσα είχε πει: «Ήρθε στην Ίντερ στα 33 του και ήταν ακόμα ο καλύτερος στον κόσμο. Έκανε πράγματα που οι υπόλοιποι μπορούσαμε να φανταστούμε. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς πρέπει να ήταν δέκα χρόνια νωρίτερα, όταν ήταν στα καλύτερά του σωματικά και τεχνικά».[31] Η συνύπαρξη των δύο παικτών δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα με την ομάδα να κατατάσσεται μόλις έκτη στο πρωτάθλημα.[45] Τα χρόνια από το 1932 έως το 1934 αγωνίστηκε επιτυχημένα στην Παλέρμο της Σικελίας βοηθώντας την ομάδα να γλιτώσει τον υποβιβασμό και τις δύο φορές. Στις αρχές της σεζόν 1934–35, αγωνίστηκε ξανά για την Ambrosiana, όμως οι εμφανίσεις του δεν ήταν ικανοποιητικές ταλαιπωρούμενος και από τραυματισμούς και ήδη 36 χρονών.[46]
Επέστρεψε στη Νασιονάλ στις αρχές του 1934 και κατέκτησε ένα ακόμα τίτλο πρωταθλήματος την ίδια χρονιά, τον όγδοο και τελευταίο. Σε εκείνη τη σεζόν αγωνίστηκε ως δεξιός ακραίος επιθετικός με την ομάδα να βασίζεται κυρίως στην αμυντική της ισχύ έχοντας αποκτήσει τον αρχηγό της εθνικής ομάδας Χοσέ Ναζάτσι.[47] Με το σύλλογο αγωνίστηκε συνολικά 394 παιχνίδια και σημείωσε 293 γκολ. Με τη Νασιονάλ κατέκτησε συνολικά 18 επίσημους τίτλους σε εθνικό επίπεδο και τέσσερις σε διεθνές.[21][24] Από αυτά τα 188 είναι σε 249 επίσημους αγώνες.[48] Είναι ο παίκτης με την μεγαλύτερη ενεργό παρουσία της ομάδας. Είναι επίσης ο τρίτος πιο επιτυχημένος σκόρερ στην Ουρουγουάη με 163 γκολ στο πρωτάθλημα πρώτης κατηγορίας.[49] Επανήλθε το 1939 με τη Νασιονάλ συμμετέχοντας μόνο σε φιλικούς αγώνες.[24]
Ο Σκαρόνε έκανε το ντεμπούτο του στην εθνική ομάδα στις 2 Σεπτεμβρίου 1917 στο Μοντεβίδεο με αντίπαλο την Αργεντινή για το Κύπελλο Νιούτον (αποτέλεσμα 1–0 για τη γηπεδούχο).[50] Ήταν ένα από τα σημαντικότερα στελέχη και ο πιο χαρισματικός παίκτης σε μια από τις καλύτερες και πιο επιτυχημένες ομάδες όλων των εποχών, της εθνικής Ουρουγουάης της δεκαετίας του 1920. Με συμπαίκτες όπως τους Χοσέ Ναζάτσι, Χοσέ Λεάντρο Αντράντε, Άνχελ Ρομάνο και Πέδρο Πετρόνε κατέκτησαν όλους τους μεγάλους διεθνείς τίτλους και την αναγνώριση των φιλάθλων σε Λατινική Αμερική και Ευρώπη.[51][52][53] Κατέκτησε τέσσερις φορές το Πρωτάθλημα Νοτίου Αμερικής (τότε ονομασία του τωρινού Κόπα Αμέρικα): το 1917, το 1923, το 1924 και το 1926, δύο φορές το Χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες: το 1924 και το 1928, που αναγνωρίστηκαν από τη FIFA ως διοργανώσεις ισάξιες με το Παγκόσμιο Κύπελλο καθώς και την πρώτη διοργάνωσή του.[51][54]
Στην ηλικία των 19 ετών, σημείωσε με κεφαλιά το μοναδικό γκολ του αγώνα που έδωσε στην Ουρουγουάη τον τίτλο στο Κόπα Αμέρικα του 1917, στον τελικό εναντίον της Αργεντινής, ο οποίος ήταν ο τέταρτος διεθνής αγώνας του, ενώ είχε σκοράρει και στον ημιτελικό με αντίπαλο τη Βραζιλία στην εύκολη επικράτηση με 4–0. Η διοργάνωση έγινε στην Ουρουγουάη με τη χώρα να συγκεντρώνει για πρώτη φορά πλήθος άνω των 40.000 θεατών σε ποδοσφαιρικό αγώνα.[50][55] Έκτοτε παρέμεινε βασικό στέλεχος της ομάδας για 13 χρόνια.[10] 20 χρόνια αργότερα οι δύο ομάδες του τελικού συναντηθηκαν ξανά και το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο με το Σκαρόνε να είναι και πάλι ο σκόρερ.[56] Επιλέχθηκε ως ο καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης του 1917,[57] ενώ στην επόμενη διοργάνωση του 1919, Ουρουγουάη και η γηπεδούχος Βραζιλία χρειάστηκαν επαναληπτικό αγώνα για να αναδειχθεί ο τροπαιούχος. Σε ένα αξεπέραστο ιστορικά παιχνίδι που κρίθηκε μετά από δύο τριαντάλεπτες παρατάσεις, οι Βραζιλιάνοι με ένα γκολ του Φριντενράιχ πήραν τη νίκη.[58] Δεν συμμετείχε στη διοργάνωση του 1920 για προσωπικούς λόγους.[59]
Ο δεύτερος τίτλος ήρθε το 1923 με μια ανανεωμένη εθνική να νικά και τα τρία παιχνίδια της και το Σκαρόνε να σημειώνει το πρώτο γκολ της ομάδας στη διοργάνωση με αντίπαλο την Παραγουάη (αποτέλεσμα 2–0).[60] Σε εκείνη τη διοργάνωση η εθνική ομάδα στελεχώθηκε με τους βασικούς συνεργάτες του Σκαρόνε στην μετέπειτα παγκόσμια καριέρα του.[61] Ένας ακόμη τίτλος ήρθε το 1924 στη διοργάνωση της Ουρουγουάης λίγο μετά την ολυμπιακή νίκη με τον Σκαρόνε να τραυματίζεται στο πρώτο αγώνα με την Χιλή και να αποχωρεί. Συμμετείχε στο δεύτερο αγώνα αλλά δεν κατάφερε να παίξει στον τελευταίο με την Αργεντινή.[62] Με την κατάκτηση του Πρωταθλήματος άνοιξε μια σειρά 17 συνεχόμενων νικών. Στις τρεις νίκες που σημειώθηκαν στη διοργάνωση, προστέθηκαν αρχικά οι εννέα νίκες στην Ισπανία απέναντι σε συλλόγους. Η Ουρουγουάη έγινε η πρώτη χώρα της Λατινικής Αμερικής που έπαιξε ποδόσφαιρο στην Ευρώπη.[63] Στο Πρωτάθλημα του 1926 στη Χιλή σημείωσε πέντε γκολ στον αγώνα με τη Βολιβία στις 26 Οκτωβρίου (αποτέλεσμα 6–0), ρεκόρ που παραμένει ακατάρριπτο για τη «σελέστε» και για τη διοργάνωση. Με έξι γκολ ήταν δεύτερος σκόρερ της διοργάνωσης κατακτώντας και τον τρίτο τίτλο του. Η Ουρουγουάη ήταν σαρωτική με τέσσερις νίκες σε ισάριθμους αγώνες και τέρματα 17–2.[64][65] Ήταν και πάλι δεύτερος σκόρερ του Πρωταθλήματος Νότιας Αμερικής το 1927 με τρία γκολ, όπου η Ουρουγουάη δεν κατάφερε να κατακτήσει το τρόπαιο χάνοντας στον κρίσιμο αγώνα από την Αργεντινή με 3–2 παρά τα δύο δικά του τέρματα.[66][67] Ήταν η πέμπτη διοργάνωση του πρωταθλήματος που σημείωσε γκολ, επίδοση ρεκόρ που ξεπεράστηκε τρεις δεκαετίες αργότερα.[68] Έκλεισε την καριέρα του ως πρώτος σκόρερ με 13 τέρματα στην μέχρι τότε ιστορία της διοργάνωσης.[65][69]
Στην πρώτη πραγματικά μεγάλη παγκόσμια ποδοσφαιρική διοργάνωση, η Ουρουγουάη έφτασε στην Ευρώπη ως άγνωστη μέχρι τότε. Πριν το τουρνουά η ομάδα είχε δώσει εννέα φιλικούς αγώνες στην Ισπανία έχοντας ισάριθμες νίκες, με τον πρώτο εναντίον της Θέλτα Βίγκο στις 10 Απριλίου στο Βίγκο να σηματοδοτεί ένα ορόσημο στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου: εκείνη την ημέρα ήταν η πρώτη φορά που μια ομάδα ή σύλλογος της Νότιας Αμερικής έπαιξε στην Ευρώπη.[70][71] Ο τύπος της Ισπανίας χαρακτήρισε την ομάδα ως φαβορί για τον Ολυμπιακό τίτλο, όμως η υπόλοιπη Ευρώπη δεν είχε άποψη για τους πρωταθλητές της Νότιας Αμερικής και το ενδιαφέρον ήταν έντονο. Στον εναρκτήριο αγώνα της διοργάνωσης του Παρισιού στις 24 Μαΐου, η άγνοια των Ευρωπαίων όχι μόνο για την ομάδα αλλά και για τη χώρα αποτυπώθηκε στην ανάκρουση του εθνικού ύμνου της Βραζιλίας και την ανάρτηση της σημαίας της αντί της Ουρουγουάης. Ο Σκαρόνε σημείωσε ένα γκολ στην ευρεία νίκη επί της Γιουγκοσλαβίας με 7–0, με τους Γιουγκοσλάβους να έχουν στείλει δύο κατασκόπους στην προπόνηση των Ουρουγουανών για τους παρακολουθήσει. Οι Ουρουγουανοί σύντομα το αντιλήφθηκαν και φρόντισαν να δώσουν εσφαλμένη εικόνα με αποτυχημένες προσπάθειες αφέλειας.[72][73] Ο Σκαρόνε σημείωσε τα δύο πρώτα γκολ δίνοντας το προβάδισμα δύο φορές με 2–1 στον προημιτελικό με τη Γαλλία στην τελική νίκη με 5–1. Στη Γαλλία γινόταν λόγος για ένα «παιχνίδι που δεν έχει ξαναδεί και ξεπεραστεί από κανέναν». Πολλά χρόνια αργότερα σε συνέντευξη στην εφημερίδα Acción θυμάται: «Έχω βιώσει πολλά συναισθήματα στη μακρά αθλητική μου ζωή, αλλά αυτό, αυτό που ακολούθησε αμέσως το γκολ που προκάλεσε απογοήτευση στους Γάλλους, που απογοήτευσε τους οικοδεσπότες μας, που προκάλεσε, έστω και μια στιγμή απογοήτευσης, στο ίδιο το Παρίσι, που μας αγάπησε τόσο πολύ, έμεινε μαζί μου για πάντα».[71] Η ιταλική εφημερίδα La Gazzetta dello Sport χαρακτήρισε το παιχνίδι της Ουρουγουάης ως «στυλιστική τελειότητα».[74]
Ο μόνος δύσκολος αγώνας ήταν στον ημιτελικό, όπου η Ολλανδία μπήκε στο ημίχρονο με προβάδισμα ενός γκολ, η μόνη φορά στη διοργάνωση που η Ουρουγουάη βρέθηκε να χάνει στη διοργάνωση. Οι Ολλανδοί είχαν στηθεί αμυντικά, καθώς οι ευρείες νίκες της Ουρουγουάης στους τρεις προηγούμενους αγώνες της έδιναν το ισχυρό προβάδισμα στις προβλέψεις. Όμως, ο Πέντρο Σέα σκόραρε με μισή ώρα να απομένει, και ο Σκαρόνε με ένα πέναλτι που αμφισβητήθηκε ως χέρι του σκόρερ σημείωσε το τελικό 2–1. Η Ολλανδία διαμαρτυρήθηκε για την απόφαση του πέναλτι, και στη συνέχεια η Ουρουγουάη διαμαρτυρήθηκε για την επιλογή της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής ενός Ολλανδού διαιτητή για τον τελικό. Για να κατευνάσει τους Νοτιοαμερικανούς, η Επιτροπή επέλεξε ένα Γάλλο. Στον τελικό της 9ης Ιουνίου, η επικράτηση ήταν εύκολη επί της Ελβετίας με 3–0.[75][76] Η ομαδικότητα που επέδειξε η Ουρουγουάη αντανακλάται στην επίσημη έκθεση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής: «Το ποδόσφαιρο είναι ομαδικό άθλημα και αυτό το απέδειξαν μόνο οι Ουρουγουανοί».[51] Η ομάδα αναγνωρίστηκε ως μία από τις σημαντικότερες αθλητικές παρουσίες στην Ολυμπιάδα και τα εγκώμια του ευρωπαϊκού τύπου ήταν πολλαπλά στην αρθρογραφία της εποχής.[77][78] Ο Ανρί ντε Μοντερλάν που ήταν θεατής των αγώνων περιέγραψε την δράση της ομάδας γράφοντας: «Έχουμε πραγματικό ποδόσφαιρο εδώ. Σε σύγκριση με αυτό που ξέραμε πριν, αυτό που παίζαμε, δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα παιχνίδι στην αυλή».[79] Ο Σκαρόνε σημείωσε πέντε γκολ στη διοργάνωση σε ισάριθμους αγώνες από τα 20 της ομάδας και ήταν τρίτος σκόρερ.[50] Σημαντικό μέρος της ζωντανής ιστορίας του ποδοσφαίρου είναι η αντίδραση των παικτών μετά τον τελικό. Σε ευγνωμοσύνη για την αναγνώριση των φιλάθλων που χειροκροτούσαν όρθιοι στις κερκίδες, ολόκληρη η ομάδα της Ουρουγουάης αποφάσισε να κάνει ένα γύρο στο γήπεδο και να επικροτήσει τους παρόντες. Έτσι γεννήθηκε ο ολυμπιακός γύρος που δίνουν οι πρωταθλητές μετά την επίτευξη των νικών τους.[72][80][81][82] Στη χώρα κηρύχθηκε εθνική εορτή. Ο θρίαμβος ξεπέρασε την αθλητική σημασία, μια «πολιτιστική επιτυχία και απόδειξη ότι ο Νέος Κόσμος θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τον Παλαιό», όπως γράφει ο Τζόναθαν Ουίλσον (Jonathan Wilson) στο βιβλίο του Angels with Dirty Faces.[76]
Η αντιπαλότητα με την Αργεντινή που δεν είχε συμμετάσχει στη διοργάνωση φούντωσε μετά από τον τίτλο αυτό με τους Αργεντινούς να θέλουν να αποδείξουν ότι αυτοί είναι η καλύτερη ομάδα στον κόσμο. Οι δύο Εθνικές Ομοσπονδίες συμφώνησαν σε διεξαγωγή δύο αγώνων μεταξύ των ομάδων, ένα σε κάθε πρωτεύουσα. Το πρώτο παιχνίδι έληξε με 1–1 στο Μοντεβίδεο και ο δεύτερος αγώνας στο Μπουένος Άιρες στιγματίστηκε από οπαδούς που πέταξαν πέτρες στον Αντράντε. Με το σκορ στο 2–1 υπέρ των γηπεδούχων, οι Ουρουγουανοί ανταπέδωσαν και η αστυνομία εισέβαλε στο γήπεδο. Ο Σκαρόνε κλώτσησε έναν αξιωματικό και συνελήφθη - η υπόλοιπη ομάδα εγκατέλειψε το παιχνίδι και οι Αργεντινοί ανακήρυξαν τους εαυτούς τους νικητές.[83] Ο αγώνας κατακυρώθηκε στην Ουρουγουάη και έτσι με πρωτοβουλία των Αργεντινών επαναλήφθηκε μια εβδομάδα αργότερα (2 Οκτωβρίου 1924) με νικήτρια την Αργεντινή με 2–1. Ένα από τα δύο γκολ των νικητών προήλθε από απευθείας εκτέλεση κόρνερ, όπως είχε σημειώσει ο Σκαρόνε στον τελικό της διοργάνωσης του Παρισιού και το οποίο δεν μέτρησε. Η FIFA άλλαξε τον κανονισμό προς τιμή του στις 14 Ιουνίου 1924 και το γκολ της Αργεντινής καταλογίστηκε κανονικά, μένοντας στην ιστορία ως το «Ολυμπιακό γκολ».[14][84][85][86]
Στην επόμενη διοργάνωση του Άμστερνταμ η Ουρουγουάη παρουσιάστηκε με την ίδια σύνθεση ομάδας όπως στο Παρίσι και ο Σκαρόνε σημείωσε το πρώτο και πολύ όμορφο γκολ στην αναμέτρηση με την γηπεδούχο Ολλανδία (αποτέλεσμα 2–0).[87] Δεν αγωνίστηκε λόγω τραυματισμού στον προημιτελικό με την Γερμανία, με την απουσία του να επηρεάζει αρνητικά την απόδοση της ομάδας. Στον ημιτελικό με την Ιταλία η Ουρουγουάη βρέθηκε να χάνει με 1–0, αλλά κατάφερε να ανατρέψει το σκορ σημειώνοντας τρία γκολ, ένα από τα οποία του Σκαρόνε.[88][89] Το ενδιαφέρον για τον τελικό ήταν τέτοιο που έφερε περισσότερες από 250.000 αιτήσεις για τα 40.000 διαθέσιμα εισιτήρια.[4] Η Ουρουγουάη και η Αργεντινής ήρθαν ισόπαλες με 1–1 μετά και από δύο τριαντάλεπτες παρατάσεις στον αγώνα της 10ης Ιουνίου. Τρεις ημέρες αργότερα, στον επαναληπτικό που απαιτούνταν καθώς η διαδικασία των πέναλτι δεν προβλέπονταν τότε με Ολλανδό διαιτητή, η Ουρουγουάη, χρησιμοποιώντας πέντε νέους παίκτες, επικράτησε χάρη στο νικητήριο γκολ που σημείωσε ο Σκαρόνε στο 73ο λεπτό (τελικό αποτέλεσμα 2–1) σε αντεπίθεση με ισχυρό σουτ από πάνω από 20 μέτρα, που χαρακτηρίστηκε από τον αθλητικό τύπο ως το πιο όμορφο γκολ της διοργάνωσης.[56][90] Στην κληρονομιά του αγώνα έμεινε και μια φράση στην καθημερινή γλώσσα του λαού των νικητών. Αυτή η φράση εμποτίστηκε στην κοινωνία της Ουρουγουάης και συνεχίζει να χρησιμοποιείται σήμερα όταν κάποιος μεταβιβάζει την τελική ευθύνη σε κάποιον άλλο: «Tuya, Héctor» («δικό σου, Έκτορα»), όπως φώναξε ο συμπαίκτης του, Ρενέ Μπόρχας πριν του περάσει την μπάλα.[28][87][91][92]
Ο Σκαρόνε ολοκλήρωσε τη διεθνή του σταδιοδρομία παραμένοντας η χαρισματική προσωπικότητα της Ουρουγουάης στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο, με την ομάδα να κατακτά αήττητη τον τίτλο επιβεβαιώνονας την παγκόσμια κυριαρχία της την προηγούμενη δεκαετία.[52][93] Ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία παίκτης της ομάδας και ένας από τους δύο μόνο παίκτες της Ουρουγουάης που είχαν γεννηθεί τον προηγούμενο αιώνα. Δεν συμμετείχε στον πρώτο αγώνα με αντίπαλο το Περού, πιθανά στα πλαίσια υποτίμησης των αντιπάλων, γεγονός που οδήγησε στη δύσκολη επικράτηση με 1–0. Ξεκίνησε στο δεύτερο αγώνα στη νίκη επί της Ρουμανίας με 4–0 σημειώνοντας το δεύτερο γκολ, που ήταν το μοναδικό του στη διοργάνωση.[43][94][95] Τελευταίος διεθνής αγώνας του ήταν η νίκη στον τελικό επί της Αργεντινής με 4–2, σε ένα από τους πιο συγλονιστικούς αγώνες στην ιστορία των μονομάχων της Νότιας Αμερικής. Η Αργεντινή προηγήθηκε στο πρώτο ημίχρονο με 2–1, με την Ουρουγουάη να ανακάμπτει στο δεύτερο και με τρία γκολ να παίρνει τη νίκη σε μία ξέφρενα πανηγυρική ατμόσφαιρα στο Στάδιο Σεντενάριο.[96] Ο Σκαρόνε στον τελικό έδωσε δύο ασίστ για το πρώτο και τρίτο γκολ. Στο πρώτο γκολ που έδωσε το προβάδισμα στην ομάδα του, ενώ στο δωδέκατο λεπτό του δευτέρου ημιχρόνου, ένα κομμάτι ιδιοφυΐας του άλλαξε τη ροή του αγώνα: δέχθηκε πάσα στην περιοχή της Αργεντινής, περικυκλωμένος από αντιπάλους. Στη συνέχεια, σήκωσε την μπάλα, και κατευθύνοντάς την πάνω από το κεφάλι του, την πάσαρε στον Πέντρο Σέα, ο οποίος μπήκε στην περιοχή ελεύθερος από τα δεξιά και αφύλακτος ισοφάρισε. Οι μάταιες προσπάθειες των Αργεντινών δεν ήταν λίγες.[43][97][98] Ο Σκαρόνε συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ενδεκάδα της διοργάνωσης.[8][99] Τα 31 γκολ σε 52 αγώνες (αν συμπεριληφθουν και οι ανεπίσημοι αγώνες τότε είναι 52 τέρματα σε 70 εμφανίσεις) που σημείωσε για τη χώρα του, ήταν μέχρι το 2011 το εθνικό ρεκόρ.[50][100][101] Επίσης, ήταν ρεκόρ της ζώνης της CONMEBOL μέχρι το 1953. Με βάση τη διεθνή του σταδιοδρομία είναι ο πιο επιτυχημένος ποδοσφαιριστής σε εθνικό επίπεδο σε όλη την ιστορία του αθλήματος μαζί με το Χοσέ Ναζάτσι.[15] Στις τρεις παγκόσμιες διοργανώσεις συμμετείχε σε 11 αγώνες, ήταν νικητής σε όλους και σημείωσε 9 γκολ.[19]
Η Ουρουγουάη στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν μια χώρα που επικεντρώθηκε στην οικονομική και κοινωνική της ανάπτυξη καταφέρνοντας να προηγηθεί από τις άλλες χώρες της Νότιας Αμερικής και έλαβε μεγάλη μεταναστευτική ροή, ειδικά από τις χώρες της Μεσογείου. Η προηγμένη νομοθεσία της και οι δυνατότητες ευημερίας την έκαναν σύντομα να αποκτά επιρροή στη διεθνή σκηνή. Καθώς η κοινωνία ήταν δομημένη, το ποδόσφαιρο γνωρίσε άμεση λαϊκή επιτυχία και εδραιώθηκε ως μια νέα θρησκεία των μαζών. Κατασκευάστηκαν νέες εγκαταστάσεις στις οποίες έχει πρόσβαση ολόκληρος ο πληθυσμός, χωρίς ταξική διάκριση με αποτέλεσμα τη γρήγορη ανάπτυξη του αθλήματος. Το ποδόσφαιρο έγινε άθλημα δεξιοτήτων και ικανοτήτων και όχι παιχνίδι δύναμης. Η Ουρουγουάη, όπως και η Αργεντινή, υοθέτησε το ρητό του «κοντού και ποδιού» (κοντινές πάσες με τη μπάλα να είναι χαμηλά) ως έναν ιδιαίτερο τρόπο κατανόησης του ποδοσφαίρου. Και εδώ ξεχώρισε ο Σκαρόνε που αποτέλεσε την κυρίαρχη παρουσία στην επιθετική ανάπτυξη, τόσο της Νασιονάλ, όσο και της εθνικής ομάδας. Περιγράφεται ως ένας ευέλικτος, γρήγορος και επιδέξιος παίκτης, με κύρια πλεονεκτήματα τη ντρίμπλα και την αποτελεσματικότητα της τελικής προσπάθειας με την ευχέρεια και στα δύο πόδια. Η ικανότητά του να κατανοεί την κίνηση των συντρόφων του, καινοτόμων στο συνδυαστικό παιχνίδι, έθεσε σε κίνδυνο την κύρια αρετή του, τον ηγετικό του ρόλο στην ομάδα.[2][34][102] Η ιδιοφυΐα του βρισκόταν στην απρόβλεπτη κίνηση και στην ικανότητα να επιλύει καταστάσεις σε αποφασιστικές στιγμές των παιχνιδιών.[32] Έπαιζε περπατώντας αρχικά με τη μπάλα και φαινόταν να προχωρά πολύ αργά, μέχρι που ο αντίπαλος πλησίαζε αλλά δεν μπορούσαν ποτέ να του πάρουν την μπάλα. Αυτή είχε ήδη φύγει ως δια μαγείας προς τον συμπαίκτη που ήταν καλύτερα τοποθετημένος.[17] Η ικανότητά του να παρέχει ασίστ ήταν κορυφαία, έχοντας ως συνηθέστερο αποδέκτη τον Πετρόνε.[38] Από την πρώτη παρουσία του στην εθνική ομάδα το 1917 ο τρόπος παιχνιδιού της απομακρύνθηκε διακριτά από τον βρετανικό τρόπο ανάπτυξης περιλαμβάνοντας πάνω απ' όλα, την εκμάθηση καλύτερου ελέγχου της μπάλας και την κατοχή της ως κύριο τρόπο ανάπτυξης του παιχνιδιού.[103][104] Ήταν η σημαντικότερη παρουσία σε μία εθνική ομάδα, χωρίς την παρουσία του οποίου δεν έφτασε ποτέ ξανά σε μια τέτοια κορυφή.[18] Με την παρουσία της, αρχικά στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924 και με τις μετέπειτα επιτυχίες, η Ουρουγουάη με το τρόπο παιχνιδιού της άλλαξε το πρόσωπο του διεθνούς ποδοσφαίρου. Από πολλές απόψεις, το σύγχρονο ποδοσφαιρικό τοπίο εξακολουθεί να δείχνει τα σημάδια της, με την άνοδό της στην κορυφή να αποτελεί ελάχιστα συγκρίσιμο σημείο αναφοράς στην ιστορία για τον τρόπο που επιτεύχθηκε. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το ισπανικό και γαλλικό στυλ παιχνιδιού διαμορφώθηκε στο πρότυπο της ομάδας της Ουρουγουάης του 1924.[61][83]
Ένας θρύλος αναφέρει ότι ο Σκαρόνε δεν έχασε ποτέ πέναλτι. Συνήθιζε να εξασκεί τα σουτ του στο τέρμα βάζοντας ένα καπέλο στο οριζόντιο δοκάρι και ρίχνοντάς το με τη μπάλα.[18][28] Ενόψει του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1930 ακολούθησε άλλη προετοιμασία για τα πέναλτι: κρέμασε πέντε μπάλες από το δοκάρι του τέρματος και με άλλες μπάλες σούταρε από διαφορετικές αποστάσεις και θέσεις. «Θα χτυπήσω τη δεύτερη μπάλα», ανακοίνωσε ο «Μεγάλος Έκτορας», όπως τον αποκαλούσαν μερικοί από τους θαυμαστές του, και η μπάλα, προωθούμενη από οποιοδήποτε από τα πόδια του, κατευθύνθηκε δυνατά και με ακρίβεια προς το τέρμα. «Τώρα στο πέμπτο, τώρα στη μεσαία μπάλα». Η διαδικασία αυτή κρατούσε για ώρες. Ήταν κάτι περισσότερο από προπόνηση: ήταν ένα θέαμα από μόνο του, κάτι ασυνήθιστο.[105] Μετά το μέσο της καριέρας του είχε και δημιουργικό ρόλο.[106][107] Αγωνιζόταν ως επιθετικός από την δεξιά πλευρά πίσω από τον κεντρικό επιθετικό (inside forward στο τότε σύστημα 2–3–5), θέση που στα νεότερα συστήματα (όπως το 4–3–3) θα αντιστοιχούσε σε επιθετικό μέσο. Παρά το σχετικά μέτριο μέγεθος του, δεν ήταν αδύναμος και στο ψηλό παιχνίδι έχοντας την ικανότητα να μένει αρκετή ώρα στον αέρα. Ίσως θα ήταν δίκαιο να ειπωθεί ότι το ίδιο το ποδόσφαιρο συμπυκνώθηκε για πρώτη φορά στον Σκαρόνε. Ο δημιουργικός και εξαιρετικά τεχνικός τρόπος παιχνιδιού του έδωσε το ψευδώνυμο El Mago («Ο μάγος») και «Γκαρδέλ του Ποδοσφαίρου», ο πιο τιμητικός χαρακτηρισμός της εποχής (ο Κάρλος Γκαρδέλ ήταν ο διασημότερος τραγουδιστής τάγκο στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα που ως καλλιτέχνης ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια του επαγγέλματός του).[12][108] Και για τις εγωκεντρικές εκρήξεις του τον αποκαλούσαν «Μπορέλι» (από τη Λίντα Μπορέλι, Ιταλίδα ντίβα του βωβού κινηματογράφου των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα που υποδυόταν συχνά ένα ιδιότροπο κορίτσι).[7][31] Με τις ιστορικές μαρτυρίες της εποχής του να έχουν σε μεγάλο βαθμό χαθεί, αναφορές ειδικών που τον είδαν να αγωνίζεται (και όχι μόνο αυτών) τον θεωρούν ως τον κορυφαίο Ουρουγουανό ποδοσφαιριστή όλων των εποχών αλλά και στους μεγαλύτερους στην ποδοσφαιρική ιστορία.[11][109][110] Μετά την ακμή του Σκαρόνε έγινε και πάλι λόγος για «καλύτερο παίκτη στον κόσμο» με την εμφάνιση του Πελέ, κάτι που δείχνει ότι σε τουλάχιστον 25 χρόνια κανείς δεν μπόρεσε να βρει σε ποδοσφαιριστή την ποιότητα που ο Ουρουγουανός διέθετε.[7] Δεν απέκτησε τη διαχρονική φήμη που είχαν μεταγενέστεροι κορυφαίοι στην ιστορία του αθλήματος.[8] Ο Ρικάρδο Θαμόρα τον χαρακτήρισε ως «το σύμβολο του ποδοσφαίρου».[20][29]
Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, έγινε προπονητής ποδοσφαίρου. Ήταν ο δεύτερος χρονικά προπονητής της Μιγιονάριος από την ίδρυσή της, από το 1947 έως το 1948, ενώ ο σύλλογος ήταν ακόμα ερασιτεχνική ομάδα. Διετέλεσε προπονητής της Νασιονάλ και της Ρεάλ Μαδρίτης τη δεκαετία του 1950. Στο σύλλογο της Μαδρίτης έμεινε ένα χρόνο με τη Ρεάλ να κατατάσσεται τρίτη στο πρωτάθλημα της σεζόν 1951–52, ενώ κατέκτησε το Μικρό Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων (Pequeña Copa del Mundo) το 1952.[111] Το 1954 ήταν προπονητής μαζί με τον Έκτορ Ρομέρο στη Νασιονάλ, και το 1960 ήταν προπονητής της Ντεπορτίβο Κίτο στον Ισημερινό.[112]
Μια μέρα είπε μια φράση που σημάδεψε την ιστορία και την αθανασία του: «Ήμασταν νέοι, παίζαμε ποδόσφαιρο, ήμασταν ανίκητοι».[30] Τον Απρίλιο του 1967 στο Μοντεβιδέο, πήγε στο Σεντενάριο συνοδευόμενος από το φίλο του Πέντρο Σέα, για να παρακολουθήσει τον αγώνα της Νασιονάλ με αντίπαλο την Κλουμπ Γουαρανί για το Κόπα Λιμπερταδόρες. Η Νασιονάλ νίκησε αλλά το ίδιο βράδυ ο Σκαρόνε απεβίωσε. Στα αποχαιρετιστήρια λόγια του μπροστά στο φέρετρο στο νεκροταφείο, ο Χοσέ Ναζάτσι είπε: «Ήμασταν νέοι, ήμασταν νικητές, ήμασταν ενωμένοι, πιστεύαμε ότι ήμασταν και άφθαρτοι».[109][113] Ο γάμος του αντιμετώπισε προβλήματα και έχοντας χάσει το μοναχογιό του νωρίς, δεν άφησε απογόνους. Το εθνικό στάδιο της Ουρουγουάης έχει μετονομάσει μία κερκίδα, αφιερωμένη στο «μάγο» της χώρας.[12][33] Το 2002 η εφημερίδα L'Équipe τον κατέταξε 20ό στην αξιολόγηση των καλύτερων ποδοσφαιριστών όλων των εποχών και πρώτο μεταξύ των προπολεμικών ποδοσφαιριστών.[15]
Εθνική ομάδα | Έτος | Συμμ. | Γκολ |
---|---|---|---|
Ουρουγουάη | 1917 | 4 | 2 |
1918 | 5 | 1 | |
1919 | 7 | 6 | |
1920 | 2 | 1 | |
1921 | 0 | 0 | |
1922 | 2 | 0 | |
1923 | 5 | 1 | |
1924 | 10 | 5 | |
1925 | 0 | 0 | |
1926 | 4 | 6 | |
1927 | 4 | 5 | |
1928 | 3 | 3 | |
1929 | 2 | 0 | |
1930 | 4 | 1 | |
Σύνολο | 52 | 31 |
Νασιονάλ
Μπαρτσελόνα
Ουρουγουάη
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.