βομβαρδίζω
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
βομβαρδίζω • (vomvardízo) (past βομβάρδισα, passive βομβαρδίζομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | βομβαρδίζω | βομβαρδίσω | βομβαρδίζομαι | βομβαρδιστώ |
2 sg | βομβαρδίζεις | βομβαρδίσεις | βομβαρδίζεσαι | βομβαρδιστείς |
3 sg | βομβαρδίζει | βομβαρδίσει | βομβαρδίζεται | βομβαρδιστεί |
1 pl | βομβαρδίζουμε, [‑ομε] | βομβαρδίσουμε, [‑ομε] | βομβαρδιζόμαστε | βομβαρδιστούμε |
2 pl | βομβαρδίζετε | βομβαρδίσετε | βομβαρδίζεστε, βομβαρδιζόσαστε | βομβαρδιστείτε |
3 pl | βομβαρδίζουν(ε) | βομβαρδίσουν(ε) | βομβαρδίζονται | βομβαρδιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | βομβάρδιζα | βομβάρδισα | βομβαρδιζόμουν(α) | βομβαρδίστηκα |
2 sg | βομβάρδιζες | βομβάρδισες | βομβαρδιζόσουν(α) | βομβαρδίστηκες |
3 sg | βομβάρδιζε | βομβάρδισε | βομβαρδιζόταν(ε) | βομβαρδίστηκε |
1 pl | βομβαρδίζαμε | βομβαρδίσαμε | βομβαρδιζόμασταν, (‑όμαστε) | βομβαρδιστήκαμε |
2 pl | βομβαρδίζατε | βομβαρδίσατε | βομβαρδιζόσασταν, (‑όσαστε) | βομβαρδιστήκατε |
3 pl | βομβάρδιζαν, βομβαρδίζαν(ε) | βομβάρδισαν, βομβαρδίσαν(ε) | βομβαρδίζονταν, (βομβαρδιζόντουσαν) | βομβαρδίστηκαν, βομβαρδιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα βομβαρδίζω ➤ | θα βομβαρδίσω ➤ | θα βομβαρδίζομαι ➤ | θα βομβαρδιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα βομβαρδίζεις, … | θα βομβαρδίσεις, … | θα βομβαρδίζεσαι, … | θα βομβαρδιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … βομβαρδίσει έχω, έχεις, … βομβαρδισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … βομβαρδιστεί είμαι, είσαι, … βομβαρδισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … βομβαρδίσει είχα, είχες, … βομβαρδισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … βομβαρδιστεί ήμουν, ήσουν, … βομβαρδισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … βομβαρδίσει θα έχω, θα έχεις, … βομβαρδισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … βομβαρδιστεί θα είμαι, θα είσαι, … βομβαρδισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | βομβάρδιζε | βομβάρδισε | — | βομβαρδίσου |
2 pl | βομβαρδίζετε | βομβαρδίστε | βομβαρδίζεστε | βομβαρδιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | βομβαρδίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας βομβαρδίσει ➤ | βομβαρδισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | βομβαρδίσει | βομβαρδιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.