Φωνολογία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η φωνολογία αποτελεί επιστημονικό κλάδο της γλωσσολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φωνημάτων μίας συγκεκριμένης γλώσσας, δηλαδή με τους ήχους που έχουν διακριτική/διαφοροποιητική λειτουργία για το νόημα του γλωσσικού σήματος. Αυτός είναι ο λόγος που η φωνολογία έχει συνήθως ως αντικείμενο κάθε μια γλώσσα ξεχωριστά ή ακόμα και ένα στάδιο μιας συγκεκριμένης γλώσσας. Τα αρχαία ελληνικά, π.χ., έκαναν διάκριση μεταξύ μακρών και βραχέων φωνηέντων, ενώ η νεοελληνική όχι. Στα αρχαία ελληνικά υπήρχε διακριτή άρθρωση των διπλών συμφώνων μιας λέξης, ενώ στα νέα ελληνικά όχι.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ο όρος φωνολογία μπορεί να αναφέρεται επίσης στο φωνολογικό σύστημα (ηχητικό σύστημα) από μια δεδομένη γλώσσα. Αυτό είναι ένα από τ α θεμελιώδη συστήματα από τα οποία απαρτίζεται μια γλώσσα, όπως είναι και το συντακτικό της και το λεξιλόγιο.
Οφείλουμε να διακρίνουμε τη φωνολογία από τη φωνητική καθώς η δεύτερη αναφέρεται στη φυσική παραγωγή, ακουστική μεταφορά και πρόσληψη των ήχων του λόγου,[1][2] ενώ η φωνολογία περιγράφει τον τρόπο που οι ήχοι λειτουργούν εντός μιας δεδομένης γλώσσας ή μεταξύ γλωσσών για να κωδικοποιήσουν το νόημα.