Ολλανδός ζωγράφος From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Φρανς Χαλς ο πρεσβύτερος (Frans Hals, 1582 – 26 Αυγούστου 1666) ήταν Ολλανδός ζωγράφος της χρυσής ολλανδικής εποχής στη ζωγραφική. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για τις προσωπογραφίες του.
Ο Χαλς γεννήθηκε το 1582 ή 1583 στην Αμβέρσα, γιος του εμπόρου υφασμάτων Φρανσουά Φραντς Χαλς φαν Μέχελεν (Franchois Fransz Hals van Mechelen, περ. 1542 – 1610) και της δεύτερης συζύγου του Αντριέντιε φαν Χέερτενραϊκ (Adriaentje van Geertenryck).[19][20]
Όπως συνέβη με πολλές οικογένειες, ύστερα από την πτώση της Αμβέρσας (1584-1585) η οικογένεια Χαλς εγκατέλειψε την πόλη κι εγκαταστάθηκε στο Χάαρλεμ, όπου ο ζωγράφος έζησε το υπόλοιπο της ζωής του. Ο Χαλς εκπαιδεύτηκε από τον Κάρελ φαν Μάντερ, επίσης Φλαμανδό φυγάδα,[21] του οποίου, όμως, η μανιεριστική τεχνοτροπία είναι ελάχιστα ορατή στο έργο του Χαλς.
Το 1610 ο Χαλς γίνεται μέλος της Συντεχνίας του Αγίου Λουκά του Χάαρλεμ και άρχισε να κερδίζει χρήματα εργαζόμενος στην αποκατάσταση έργων τέχνης για λογαριασμό του δημοτικού συμβουλίου. Είχε ως αντικείμενο τη μεγάλη συλλογή έργων τέχνης, την οποία ο φαν Μάντερ είχε περιγράψει στο βιβλίο του Het Schilderboeck (το βιβλίο των ζωγράφων) του οποίου η πρώτη έκδοση έγινε στο Χάαρλεμ το 1604. Τα πλέον αξιοσημείωτα έργα της συλλογής ήταν οι δημιουργίες των Χέρτχεν τοτ Σιντ Γιανς, Γιαν φαν Σκόρελ και Γιαν Μόστερτ, τα οποία βρίσκονταν αναρτημένα στον ιερό ναό του Αγίου Ιωάννη (St. Janskerk) του Χάαρλεμ. Οι εργασίες αποκατάστασης γίνονταν δαπάναις της πόλης του Χάαρλεμ, καθώς όλα τα "καθολικά" έργα τέχνης είχαν κατασχεθεί ύστερα από τη συνθήκη για το Χάαρλεμ (Satisfactie van Haarlem, 1577), που είχε ακυρωθεί το 1578 και έδινε στους Καθολικούς ίδια δικαιώματα με τους Διαμαρτυρομένους. Ωστόσο, το σύνολο της συλλογής δεν ήταν τυπικά στην κατοχή του δημοτικού συμβουλίου ως το 1625, αφού τα μέλη του συμβουλίου αποφάσισαν ποια έργα ήταν κατάλληλα για το Δημαρχείο. Τα υπόλοιπα έργα θεωρήθηκαν "πολύ Ρωμαιοκαθολικά" και πωλήθηκαν στον Κορνέλις Κλάες φαν Βιέρινγκεν (Cornelis Claesz van Wieringen), μέλος της Συντεχνίας, υπό τον όρο ότι θα τα απομάκρυνε από την πόλη. Σε αυτό το πολιτιστικό πλαίσιο άρχισε ο Χαλς τη σταδιοδρομία του στη δημιουργία πορτρέτων, καθώς η αγορά πινάκων με θρησκευτικά θέματα ήταν πλέον ανύπαρκτη.
Το παλαιότερο γνωστό δείγμα της τέχνης του Χαλς είναι το πορτρέτο του καθολικού πάστορα Γιάκομπους Ζάφφιους (Jacobus Zaffius) του 1611. Η "υπέρβασή" του πραγματοποιήθηκε με το, σε πραγματικό μέγεθος, ομαδικό πορτρέτο "Το συμπόσιο των αξιωματικών του λόχου της φρουράς του Αγίου Γεωργίου" του 1616. Το πλέον διάσημο πορτρέτο του είναι αυτό του Καρτέσιου, το οποίο δημιούργησε το 1649.
Ο Χαλς νυμφεύτηκε την πρώτη του σύζυγο Άννεκε Χαρμενσντόχτερ γύρω στα 1610. Ο Χαλς ήταν καθολικός εκ γενετής, κι έτσι ο γάμος τους καταγράφεται στο Δημαρχείο και όχι στην εκκλησία.[22] Δυστυχώς η ακριβής ημερομηνία είναι άγνωστη, καθώς τα παλαιότερα αρχεία καταγραφής γάμων της πόλης του Χάαρλεμ, προ του 1688, δεν έχουν διασωθεί.[22] Η Άννεκε είχε γεννηθεί στις 2 Ιανουαρίου 1590 και ήταν θυγατέρα του λευκαντή Χάρμεν Ντίρικς (Harmen Dircksz) και της Πήτερτιε Κλάεσντρ Γκάιμπλαντ (Pietertje Claesdr Ghijblant) και ο παππούς της από την πλευρά της μητέρας της, παραγωγός ασπρορούχων, Κλάες Γκάιμπλαντ που διέμενε στο κτίριο της οδού Spaarne 42 (σήμερα διατηρητέο) κληροδότησε στο ζευγάρι τον τάφο στην εκκλησία του Αγίου Μπάβο, όπου σήμερα είναι θαμμένοι και οι δύο, αν και ο Φρανς ακολούθησε τη σύζυγό του 40 χρόνια αργότερα.[22] Η Άννεκε απεβίωσε το 1615, λίγο μετά τη γέννηση του τρίτου τους παιδιού. Από τα τρία αυτά παιδιά, ο Χάρμεν επιβίωσε μετά την παιδική ηλικία, ενώ ένα πέθανε πριν τον δεύτερο γάμο του Χαλς.[22]
Όπως έχει καταδείξει ο βιογράφος Σέιμουρ Σλάιβ (Seymour Slive), οι παλαιότερες ιστορίες σχετικά με την κακομεταχείριση της συζύγου του από τον Χαλς δεν αφορούσαν τον ίδιο, αλλά άλλον κάτοικο του Xάαρλεμ με το ίδιο όνομα. Πράγματι, όταν αναφέρθηκαν αυτές οι κατηγορίες, ο ζωγράφος δεν είχε πλέον σύζυγο, καθώς η Άννεκε είχε αποβιώσει τον Μάιο του 1615.[23] Ομοίως, οι ιστορικές αναφορές σχετικά με τη ροπή του Χαλς στο ποτό είναι βασισμένες σε υπό τύπον ανεκδότου αναφορές των πρώιμων βιογράφων του, κατά κύριο λόγο του Άρνολντ Χαουμπράκεν, χωρίς άμεση μαρτυρία από ανάλογη τεκμηρίωση. Αφού έχασε την πρώτη του σύζυγο, ο Χαλς προσέλαβε τη νεαρή θυγατέρα ενός ιχθυοπώλη για να φροντίζει τα παιδιά του και, το 1617, νυμφεύτηκε την Λάισμπετ Ράινιερς (Lysbeth Reyniers). Ο γάμος έγινε στο Σπάαρνταμ, ένα μικρό χωριό στα περίχωρα του Χάαρλεμ, καθώς αυτή ήταν ήδη οκτώ μηνών έγκυος. Ο Χαλς ήταν αφοσιωμένος πατέρας και απέκτησαν, με τη δεύτερη σύζυγό του, συνολικά οκτώ παιδιά.[24]
Οι σύγχρονοί του καλλιτέχνες, όπως ο Ρέμπραντ μετακόμιζαν ανάλογα με τις ιδιοτροπίες των πατρόνων τους, αλλά ο Χαλς παρέμεινε στο Χάαρλεμ και επέμενε ότι οι πελάτες του όφειλαν να έρχονται σε αυτόν. Σύμφωνα με τα αρχεία του Χάαρλεμ, ο πίνακας με το ομαδικό πορτρέτο του λόχου της πολιτοφυλακής (schutterstuk), που ξεκίνησε ο Χαλς στο Άμστερνταμ, ολοκληρώθηκε από τον Πίτερ Κόντε (Pieter Codde) καθώς ο Χαλς αρνήθηκε να ζωγραφίσει στο Άμστερνταμ επιμένοντας τα απεικονιζόμενα μέλη να μετακινηθούν στο Χάαρλεμ για να ποζάρουν για το πορτρέτο τους. Για το λόγο αυτό μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα ότι όλοι οι απεικονιζόμενοι είτε ήταν κάτοικοι του Χάαρλεμ είτε το επισκέφθηκαν όταν έγινε το πορτρέτο τους.
Τα έργα του Χαλς είχαν μεγάλη ζήτηση καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, αλλά έζησε τόσο που, σταδιακά, απομακρύνθηκε από τις εξελίξεις του ύφους και αντιμετώπισε οικονομικές δυσχέρειες. Εκτός από την καλλιτεχνική του δραστηριότητα, συνέχισε, σε όλη του τη ζωή, να εργάζεται ως συντηρητής έργων τέχνης, έμπορος ειδών τέχνης και ειδικός επί της φορολόγησης καλλιτεχνικών αντικειμένων για το δημοτικό συμβούλιο. Οι πιστωτές του συχνά τον δίωξαν δικαστικά και αναγκάστηκε να πωλήσει τα υπάρχοντά του προκειμένου να ρυθμίσει τα χρέη του με έναν αρτοπώλη το 1652. Η απογραφή της κατασχεθείσης περιουσίας του αναφέρει τρία στρώματα και προσκέφαλα, μια ντουλάπα, ένα τραπέζι και πέντε πίνακες (δικοί του, των γιων του, του φαν Μάντερ και του Μάαρτεν φαν Χέιμσκερκ).[25] Καθώς έμεινε άπορος, του χορηγήθηκε ετήσια πρόσοδος 200 φιορινίων από το δημοτικό συμβούλιο το 1664.
Κατά τη διάρκεια του ογδοηκονταετούς πολέμου το ολλανδικό έθνος αγωνίστηκε για την ανεξαρτησία του και ο Χαλς ήταν μέλος της τοπικής schutterij, δηλ. της τοπικής πολιτοφυλακής. Στον πίνακά του "Οι αξιωματικοί του λόχου της πολιτοφυλακής του Αγίου Γεωργίου" (De Magere Compagnie) του 1639 τοποθετεί και τον εαυτό του, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο πλαίσιο του πίνακα, κατασκευής του 19ου αιώνα (αυτό δεν έχει γίνει δυνατό να επιβεβαιωθεί). Δεν ήταν διαδεδομένη συνήθεια στα κανονικά μέλη να γίνεται το πορτρέτο τους, καθώς αυτό το προνόμιο το κατείχαν οι αξιωματικοί. Ο Χαλς ζωγράφισε τον λόχο τρεις φορές. Ήταν, επίσης, μέλος του τοπικού επιμελητηρίου ρητορικής και το 1644 έγινε επικεφαλής της Συντεχνίας του Αγίου Λουκά.
Ο Φρανς Χαλς απεβίωσε στο Χάαρλεμ το 166 και τάφηκε στον ναό του Αγίου Μπάβο (Sint-Bavokerk) της πόλης. Λάμβανε δημοτική σύνταξη, γεγονός ιδιαίτερα ασυνήθιστο για την εποχή αλλά δείγμα της υψηλής υπόληψης που έχαιρε στην πόλη. Μετά τον θάνατό του η χήρα του ζήτησε βοήθεια και εισήχθη στο τοπικό πτωχοκομείο, όπου αργότερα απεβίωσε.
Ο Χαλς είναι περισσότερο γνωστός για τα πορτρέτα του, κυρίως οικονομικά εύρωστων πολιτών, όπως οι Πίτερ φαν ντεν Μπρούκε και Ίσαακ Μάσσα, τους οποίους ζωγράφισε τρεις φορές. Ζωγράφισε, επίσης, μεγάλα ομαδικά πορτρέτα της τοπικής πολιτοφυλακής αλλά και των εφόρων των τοπικών νοσοκομείων. Ήταν ένας από τους ζωγράφους της χρυσής ολλανδικής εποχής, που επιδιδόταν στον ρεαλισμό αλλά με μια ριζικά ελεύθερη προσέγγιση. Οι εικόνες του ανακλούν την ποικιλία της διαστρωμάτωσης της κοινωνίας: Απεικονίζει συμπόσια και συναντήσεις αξιωματικών, μελών συντεχνιών, μέλη δημοτικού συμβουλίου από δημάρχους ως υπαλλήλους, πλανόδιοι μουσικοί και τραγουδιστές, καλοαναθρεμμένοι κύριοι, άξεστες γυναίκες και πρόσωπα της ταβέρνας. Στο ομαδικό πορτρέτο που προαναφέρθηκε, ο Χαλς προσεγγίζει κάθε χαρακτήρα με διαφορετικό τρόπο. Τα πρόσωπα δεν είναι εξιδανικευμένα και σαφώς ευδιάκριτα, ενώ οι προσωπικότητες τους αποκαλύπτονται μέσω μιας ποικιλίας από στάσεις και εκφράσεις του προσώπου.
Ο Χαλς ήταν λάτρης του φωτός της ημέρας και των ασημένιων αναλαμπών, ενώ ο Ρέμπραντ χρησιμοποιούσε εφέ χρυσών αναλαμπών βασισμένων σε τεχνητές αντιθέσεις χαμηλού φωτισμού και αμέτρητης κατήφειας. Ο Χαλς συνελάμβανε μια στιγμή της ζωής των μορφών του με σπάνια διαίσθηση. Αυτό που η φύση τού εμφάνιζε εκείνη τη στιγμή, αυτό ακριβώς αναπαρήγαγε τέλεια, με λεπτή κλίμακα χρωμάτων και με μαεστρία πάνω σε κάθε μορφή έκφρασης. Έγινε τόσο επιτήδειος στην απόδοση του ακριβούς τόνου, του φωτός και της σκιάς, ώστε να πετυχαίνει την αποτύπωση του μοντέλου του με λίγες και υγρές πινελιές. Έγινε δημοφιλής ζωγράφος πορτρέτων και ζωγράφιζε τους πλούσιους του Χάαρλεμ σε ειδικές περιστάσεις. Κέρδισε πολλές αναθέσεις για γαμήλια πορτρέτα (ο σύζυγος κατά παράδοση τοποθετείται στ' αριστερά, η σύζυγος στα δεξιά). Τα δύο πορτρέτα των νεόνυμφων Olycan (ο σύζυγος ήταν γνωστός ζυθοποιός στο Χάαρλεμ) βρίσκονται πλάι-πλάι στο Mauritshuis, αλλά πολλά άλλα γαμήλια ζεύγη πορτρέτων έχουν διαχωριστεί και σπάνια εμφανίζονται μαζί.
Η μόνη καταγραφή του έργου του κατά την πρώτη δεκαετία της ανεξάρτητης δραστηριότητάς του είναι ένα χαρακτικό του Γιαν φαν ντε Φέλντε, αντιγραμμένο από το χαμένο πορτρέτο του The Minister Johannes Bogardus. Τα πρώτα έργα του Χαλς δείχνουν ότι ήταν προσεκτικός σχεδιαστής, ικανός για πολύ καλό φινίρισμα αλλά, παράλληλα, και εμπνευσμένος, όπως δείχνουν πίνακές του όπως "δύο αγόρια που τραγουδούν με λαούτο και βιβλίο μουσικής" και το "συμπόσιο των αξιωματικών της πολιτοφυλακής του Αγίου Γεωργίου" (1616). Την ανθρώπινη σάρκα την αποτύπωνε με παχιές στρώσεις χρώματος και στιλβωμένη, λιγότερο σαφή απ' όσο σταδιακά πέτυχε. Αργότερα έγινε περισσότερο αποτελεσματικός, επέδειξε μεγαλύτερη ελευθερία στο χέρι του και μεγαλύτερο έλεγχο στην τελική εντύπωση.
Κατά την περίοδο αυτή ζωγράφισε το ολόσωμο πορτρέτο της Καταρίνα Μποτ φαν ντερ Έεμ (Μουσείο του Λούβρου) και επίσης ολόσωμο πορτρέτο του Βίλλεμ φαν Χαϊτχάουσεν (Willem van Heythuysen), ο οποίος ποζάρει στηριζόμενος σε ένα σπαθί. Και οι δύο αυτοί πίνακες είναι παρόμοιοι με τα τρία ομαδικά πορτρέτα με το ίδιο θέμα, που ζωγράφισε ο Χαλς σε τρεις χρονολογίες: Συμπόσιο των αξιωματικών της πολιτοφυλακής του Αγίου Γεωργίου" (1627) "Οι αξιωματικοί του λόχου της πολιτοφυλακής του Αγίου Αδριανού" (1633) και "Οι αξιωματικοί του λόχου της πολιτοφυλακής του Αγίου Γεωργίου" το 1639, με την τελευταία χρονολογία να υποδηλώνει ότι ο ζωγράφος είχε μελετήσει κάποια από τα αριστουργήματα του Ρέμπραντ και παρόμοια επιρροή είναι εμφανής στο ομαδικό πορτρέτο του 1641 σε μια αναπαράσταση των εφόρων του νοσοκομείου της Αγίας Ελισάβετ (St. Elisabeth Gasthuis) στο Χάαρλεμ καθώς και στο πορτρέτο της Μαρία Φόοχτ του Άμστερνταμ.
Από το 1620 ως το 1640 ζωγράφισε πολλά διπλά πορτρέτα παντρεμένων ζευγαριών σε ξεχωριστά πάνελ, με τον σύζυγο στο αριστερό πάνελ και τη σύζυγό του στα δεξιά του. Μόνο μία φορά ζωγράφισε ζευγάρι στο ίδιο πάνελ: "Το γαμήλιο πορτρέτο του Ίσαακ Μάσσα και της συζύγου του Μπέατριξ φαν ντερ Λάεν" (περ. 1622, σήμερα στο Ρέικσμουζεουμ του Άμστερνταμ.
Το ύφος του άλλαζε κατά τη διάρκεια της ζωής του. Οι πίνακες με τα ζωηρά χρώματα σταδιακά αντικαταστάθηκαν από πίνακες στους οποίους κυριαρχούσε ένα μόνον χρώμα: Το μαύρο. Αυτό πιθανόν να οφειλόταν περισσότερο στα αυστηρά ενδύματα των προτεσταντών μοντέλων του, παρά σε προσωπική του προτίμηση. Ένας απλός τρόπος να παρατηρήσει κανείς αυτή την αλλαγή είναι να δει όλα τα πορτρέτα που έφτιαξε κατά χρονολογική σειρά, με την αγαπημένη του στάση του απεικονιζόμενου να ακουμπά στη ράχη μιας καρέκλας.
Αργότερα οι πινελιές του έγιναν πιο χαλαρές, η ιδιαίτερη σημασία στη λεπτομέρεια έγινε μικρότερης σημασίας απ' ό,τι η συνολική εντύπωση. Τα προηγούμενα έργα του απέπνεαν χαρά και ζωντάνια, ενώ τα τελευταία του έδιναν έμφαση στο παράστημα και την αξιοσύνη των απεικονιζομένων. Αυτή η λιτότητα είναι εμφανής αν συγκρίνει κανείς τα έργα Έφοροι του νοσοκομείου της Αγίας Ελισάβετ του Χάαρλεμ του 1641, και, δυο δεκαετίες αργότερα, τα έργα "Έφοροι του Πτωχοκομείου γερόντων" και "Γυναίκες έφοροι του Πτωχοκομείου γερόντων" του 1664, που είναι αριστουργήματα χρωμάτων, που, αν και μοιάζουν μονοχρωμίες, είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από μονοχρωμίες. Η περιορισμένη χρωματική του παλέτα είναι εμφανής στην απεικόνιση της ανθρώπινης σάρκας, που με τα χρόνια πλησιάζει προς το γκρίζο, μέχρι που στο τέλος οι σκιές χρωματίζονται σχεδόν σε απόλυτο μαύρο, όπως στον πίνακα Tymane Oosdorp.
Αυτή του η ροπή συμπίπτει με την περίοδο που ο Χαλς ήταν λιγότερο δημοφιλής στους πλούσιους αστούς και μερικοί ιστορικοί έχουν προτείνει ότι η προτίμησή του στο μαύρο και λευκό χρώμα ήταν αποτέλεσμα της χαμηλής τιμής αυτών των χρωμάτων, αν συγκριθούν με τα πολύ ακριβότερα βυσσινί και καρμινέρυθρο. Και οι δύο προτάσεις είναι πιθανόν εξίσου αληθείς, καθώς ο Χαλς, όπως προαναφέρθηκε, δεν ταξίδευε για να συναντήσει τα προς απεικόνιση πρόσωπα, αντίθετα με τους συγχρόνους του, αλλά προτιμούσε να έρχονται αυτοί. Αυτό ήταν καλό για τη δουλειά του, γιατί ήταν πολύ πιο γρήγορος και αποτελεσματικός στο δικό του εργαστήριο, αλλά δεν ήταν καλό από την άποψη επιχειρηματικότητας, ιδιαίτερα όταν το Χάαρλεμ αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα.
Ως δημιουργός πορτρέτων, ο Χαλς δεν είχε την ψυχολογική ενόραση ενός Ρέμπραντ ή ενός Ντιέγκο Βελάσκεθ, αν και, σε ορισμένα έργα, όπως "Ο Ναύαρχος ντε Ρόιτερ", "Ο Γιάκομπ Ολάικαν" και "Ο Άλμπερτ φαν ντερ Μέιρ" αποκαλύπτει μια ερευνητική ανάλυση του χαρακτήρα αυτού που ζωγράφιζε, κάτι που δεν είχε πολλά κοινά με τη "στιγμιαία" έκφραση που έχουν τα αποκαλούμενα "πορτρέτα χαρακτήρων" του. Σε αυτά, σε γενικές γραμμές, "στήνει" στον καμβά τη φευγαλέα στιγμή των διαφόρων σταδίων της ευθυμίας, από το λεπτό ειρωνικό χαμόγελο που σχηματίζεται γύρω από τα χείλη του, περίεργα ονομασθέντος, "Γελώντος Ιππότη" ως το "βλακώδες" χαμόγελο του Malle Babbe (=τρελού Babbe). Σε αυτή την ομάδα πορτρέτων ανήκουν οι πίνακες "Ο παίκτης του λαούτου", "Η γυφτοπούλα" και ο "χαμογελαστός ψαράς", ενώ τα "γαμήλια πορτρέτα του Ίσαακ Μάσσα και της δεύτερης συζύγου του Μπέατριξ φαν ντερ Λάαν" ανήκουν στο μάλλον μπερδεμένο σύμπλεγμα της οικογένειας Beresteyn (σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου) εμφανίζουν μια παρόμοια τάση. Λιγότερο διεσπαρμένα απ' ό,τι στην "ομάδα Beresteyn" και, από κάθε άποψη, μιας από τις αριστουργηματικές δημιουργίες του Χαλς, είναι η δημιουργία του Ο ζωγράφος με την οικογένειά του, δημιουργία σχεδόν άγνωστη μέχρι που παρουσιάστηκε στη χειμερινή έκθεση της Βασιλικής Ακαδημίας στο Πικαντίλλυ το 1906.
Πολλά από τα έργα του Χαλς έχουν εξαφανιστεί, αλλά δεν είναι γνωστό πόσα. Σύμφωνα με τον πλέον επίσημο σημερινό κατάλογο των έργων του, που συμπίλησε ο Σέιμουρ Σλάιβ κατά το διάστημα 1970 - 74 (Ο τελευταίος κατάλογος έργων έκθεσης των έργων του Χαλς δημιουργήθηκε από τον Σλάιβ το 1989), μπορούν να αποδοθούν σε αυτόν επιπλέον 222 πίνακες. Άλλη μια αυθεντία στο θέμα Χαλς, ο Κλάους Γκριμμ, πιστεύει ότι ο αριθμός αυτός μάλλον είναι μικρότερος (145 πίνακες), όπως γράφει στο έργο του Frans Hals. Das Gesamtwerk (1989).
Δεν είναι γνωστό αν ο Χαλς ζωγράφισε ποτέ τοπία, νεκρές φύσεις ή αφηγηματικούς πίνακες, αλλά κάτι τέτοιο μοιάζει απίθανο. Το ξεκίνημά του ως ζωγράφου στην κοινωνία του Χάαρλεμ έγινε με το μεγάλο ομαδικό πορτρέτο της "πολιτοφυλακής του Αγίου Γεωργίου" το 1616 και εμφανίζει όλα αυτά τα στοιχεία, αλλά αν αυτός ο πίνακας ήταν ο "κράχτης" του για να λάβει παραγγελίες στο μέλλον, φαίνεται ότι στη συνέχεια έλαβε παραγγελίες μόνο για πορτρέτα. Πολλοί καλλιτέχνες στην Ολλανδία του 17ου αιώνα έτειναν στην εξειδίκευση πάνω σε συγκεκριμένα θέματα, κι έτσι ο Χαλς φαίνεται ότι ήταν ο εξειδικευμένος δημιουργός πορτρέτων.
Ο Χαλς ήταν αυθεντία σε μια τεχνική που χρησιμοποιούσε κάτι που στο παρελθόν θεωρούνταν ελάττωμα στη ζωγραφική: Την ορατή πινελιά. Οι απαλές καμπύλες γραμμές του πινέλου του Χαλς είναι πάντα σαφείς στην επιφάνεια: "Ουσιαστικά απλά βρίσκεται εκεί, επίπεδη, ενώ ξεγελά ουσία και χώρο στο μάτι". [26]
Ζωηρή και συναρπαστική, η τεχνική αυτή μπορεί να μοιάζει ως "φαινομενικά βιαστική" -[26] το κοινό συχνά νομίζει ότι ο Χαλς "έριχνε" τα έργα του "με τη μία" (aus einem Guss) στον καμβά. Η εντύπωση αυτή είναι εσφαλμένη. Στην πραγματικότητα, η δήθεν πρόχειρη δουλειά είχε εν πολλοίς γίνει χωρίς σχεδιαστικό υπόβαθρο (όπως λέγεται στη ζωγραφική alla prima), αλλά τα περισσότερα έργα του ζωγραφίστηκαν σε διαδοχικές στρώσεις, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Κάποιες φορές έφτιαχνε ένα προσχέδιο με κιμωλία ή χρώμα σε γκρίζο ή ροζ υπόβαθρο και στη συνέχεια αυτό γεμιζόταν σε στάδια. Φαίνεται ότι ο Χαλς δημιουργούσε τα προσχέδιά του χαλαρά: Ήταν αριστοτεχνικός εξ αρχής. Αυτό ισχύει, φυσικά, ιδιαίτερα για τα έργα γενικής θεματολογίας και, αργότερα, για τα έργα της περιόδου ωριμότητας. Επέδειξε ιδιαίτερα μεγάλη τολμηρότητα, θάρρος και αριστοτεχνικότητα και είχε μεγάλη ικανότητα να αποσύρει τα χέρια του από τον καμβά ή το πάνελ κατά τη στιγμή της πιο αποκαλυπτικής έκθεσης. Δεν τα ζωγράφιζε "έως θανάτου", όπως πολλοί σύγχρονοί του, με μεγάλη ακρίβεια και επιμέλεια, είτε το ζητούσαν οι πελάτες του είτε όχι.
Τον 17ο αιώνα ο πρώτος του βιογράφος, Σχρεφέλιους (Schrevelius), έγραψε: "Ασυνήθιστος τρόπος ζωγραφικής, τελείως δικός του, ξεπερνά σχεδόν τους πάντες" αναλύοντας τις μεθόδους του Χαλς. Για το λόγο αυτό η σχηματική ζωγραφική δεν ήταν ιδέα του Χαλς (υπήρχε ήδη στην ιταλική ζωγραφική του 16ου αιώνα) και ο Χαλς πιθανότατα εμπνεύστηκε από τους συγχρόνους του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς και Άντονι φαν Ντάικ για τις μεθόδους του.
Ήδη από τον 17ο αιώνα ο κόσμος είχε εντυπωσιαστεί με τη ζωντάνια των πορτρέτων του Φρανς Χαλς. Για παράδειγμα, ο κάτοικος του Χάαρλεμ Τεόντορους Σχρεφέλιους (Theodorus Schrevelius) σημείωνε ότι τα έργα του Χαλς απέπνεαν "τόση δύναμη και ζωή" που ο ζωγράφος "έμοιαζε να προκαλεί τη Φύση με το πινέλο του". Μερικούς αιώνες αργότερα ο Βίνσεντ βαν Γκογκ έγραφε στον αδελφό του Τεό: "Τι απόλαυση να βλέπεις έναν Φρανς Χαλς, πόσο διαφορετικός είναι από τους πίνακες - τους τόσους πολλούς - όπου τα πάντα έχουν εξομαλυνθεί με τον ίδιο τρόπο". Ο Χαλς επέλεξε να μη δίνει λείο φινίρισμα στα έργα του, όπως έκαναν οι περισσότεροι σύγχρονοί του, αλλά μιμούνταν τη ζωντάνια του θέματός του χρησιμοποιώντας "πασαλείμματα", γραμμές, κηλίδες, μεγάλα "μπαλώματα" από χρώμα και σπάνια περιλαμβάνοντας λεπτομέρειες. Χρειάστηκε να φθάσουμε ως τον 19ο αιώνα μέχρι η τεχνική αυτή να αποκτήσει οπαδούς, ιδιαίτερα ανάμεσα στους ιμπρεσιονιστές. Πίνακες όπως οι "Γυναίκες έφοροι του πτωχοκομείου γερόντων" και αυτοί της πολιτοφυλακής καταδεικνύουν την τεχνική αυτή στο έπακρο.
Ο Χαλς επηρέασε τον αδελφό του Ντιρκ (γεννημένο στο Χάαρλεμ. 1591 - 1656), επίσης ζωγράφο.[27] Πέντε από τους γιους του έγιναν επίσης ζωγράφοι:
Αν και οι περισσότεροι από τους γιους του έγιναν επίσης ζωγράφοι πορτρέτων, κάποιοι επεκτάθηκαν στη ζωγραφική νεκρών φύσεων ή αρχιτεκτονικών σπουδών και τοπίων. Οι νεκρές φύσεις που στο παρελθόν είχαν αποδοθεί στον γιο του, Φρανς τον νεότερο, έχουν έκτοτε αποδοθεί σε άλλους ζωγράφους.[19][28] Ο Χαλς ζωγράφισε μια νεαρή γυναίκα να πλησιάζει σε καλάθι σε μια "νεκρή φύση" - απεικόνιση της αγοράς, που είχε συνθέσει ο Κλάες φαν Χέσσεν (Claes van Heussen). [29]
Άλλοι σύγχρονοι καλλιτέχνες που εμπνεύστηκαν από τον Φρανς Χαλς είναι:
Ο Χαλς διέθετε μεγάλο εργαστήριο στο Χάαρλεμ και πολλούς μαθητές, αν και οι βιογράφοι του 19ου αιώνα ρώτησαν μερικούς από τους μαθητές του, καθώς το ύφος των έργων ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό του Χαλς. Στο έργο του De Groote Schouburgh (1718–21), ο Άρνολντ Χαουμπράκεν αναφέρει τους Φίλιπς Βάουβερμαν (Philips Wouwerman), Άντριεν Μπράουβερ (Adriaen Brouwer), Πιέτερ Γκέρριτς φαν Ρουστράτεν (Pieter Gerritsz van Roestraten), Άντριεν φαν Οστάντε (Adriaen van Ostade) και Ντιρκ φαν Ντέλεν (Dirck van Delen) ως μαθητές του. Ο Βίνσεντ Λάουρεντς φαν νερ Φίννε (Vincent Laurensz van der Vinne) ήταν επίσης μαθητής του, σύμφωνα με το ημερολόγιό του με σημειώσεις που άφησε ο γιος του Λάουρεντς Βίνσεντς φαν ντερ Φίννε. Ο Ρουστράτεν δεν ήταν μόνο μαθητής του (στα αρχεία του Χάαρλεμ υπάρχει συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποστηρίζει το γεγονός) αλλά έγινε και γαμπρός του, όταν νυμφεύτηκε τη θυγατέρα του Χαλς, Αντριέντιε. Ο ζωγράφος πορτρέτων του Χάαρλεμ Γιοχάννες Κορνέλις Φέρσπρονκ, ένας από τους 10 περίπου ανταγωνιστές του στο Χάαρλεμ της εποχής, ήταν πιθανόν για κάποιο διάστημα μαθητής του.
Από άποψη ύφους, κοντινότερα απ' όλους με μια μικρή παραγωγή έργων της, ήταν η Γιούντιτ Λέιστερ, τα οποία έργα συχνά υπέγραφε. Είναι, επίσης, πιθανόν να διετέλεσε μαθήτριά του, όπως και ο σύζυγός της Γιαν Μιίνσε Μόλεναερ.
Δύο αιώνες μετά τον θάνατό του ο Χαλς είχε μερικούς "μετά θάνατον" "μαθητές": Οι Κλωντ Μονέ, Εντουάρ Μανέ, Σαρλ-Φρανσουά Ντωμπινύ, Μαξ Λίμπερμαν, Τζέιμς Άμποτ Μακνήλ Χουίσλερ, Γκυστάβ Κουρμπέ και, στην Ολλανδία, οι Γιάκομπους φαν Λόοϊ και Ίσαακ Ίσραελς είναι μερικοί από τους ιμπρεσιονιστές και ρεαλιστές ζωγράφους που εντρύφησαν στο έργο του Χαλς, δημιουργώντας αντίγραφα των πινάκων του και στηριζόμενοι στις τεχνικές και στο ύφος του.
Ο Γερμανός ζωγράφος Λόβις Κορίντ (Lovis Corinth) κατονομάζει τον Χαλς ως αυτόν που τον επηρέασε περισσότερο.[30] Πολλοί καλλιτέχνες επισκέφθηκαν το Μουσείο Φρανς Χαλς στο Χάαρλεμ (από το 1913 στεγάζεται στο Groot Heiligland (Χρόοτ Χάιλιχλαντ) ενώ πριν στεγαζόταν στο Δημαρχείο), όπου εκτίθενται μερικά από τα πλέον σημαντικά του έργα.
Η φήμη του Χαλς έφθινε μετά τον θάνατό του και επί δύο αιώνες η εκτίμηση γι' αυτόν ήταν τόσο χαμηλή που ορισμένα από τα έργα του, που σήμερα αποτελούν στοιχεία προς υπερηφάνεια από τις δημόσιες πινακοθήκες που τα διαθέτουν, είχαν φθάσει να πωλούνται σε δημοπρασίες για λίγες λίρες, ακόμη και για λίγα σελίνια. Το πορτρέτο του Γερμανού μεταρρυθμιστή Γιοχάννες Ακρόνιους (Johannes Acronius) πωλήθηκε για 5 σελίνια στη δημοπρασία του Ενσχέντε το 1786. Το πορτρέτο τουάνδρα με σπαθί στην πινακοθήκη Λίχτενσταϊν, αντίστοιχα, πωλήθηκε το 1800 για 4 λίρες και 5 σελίνια.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1860, όμως, το κύρος του άρχισε να αποκαθίσταται, κυρίως χάρη στις προσπάθειες του κριτικού τέχνης Τεοφίλ-Τορέ Μπύργκερ (Théophile Thoré-Bürger).[31] Αποκαθιστώντας το κύρος του Χαλς ως ζωγράφου, επέφερε και τρομακτική αύξηση στην τιμή των έργων του: Στην πώληση της Συλλογής του πτωχευμένου μεγιστάνα του χαλκού Πιέρ-Εζέν Σεκρετάν (Pierre-Eugène Secrétan) το 1889, το "πορτρέτο του Πήτερ φαν ντερ Μπρούκε" πωλήθηκε για 4.420 γαλλικά φράγκα, ενώ το 1908 η Εθνική Πινακοθήκη στο Λονδίνο κατέβαλε 25.000 λίρες για το μεγάλο οικογενειακό πορτρέτο της Συλλογής του Λόρδου Ταλμπό ντε Μαλαΐντ (Talbot de Malahide).
Το έργο του Χαλς παραμένει δημοφιλές σήμερα, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νεαρότερους ζωγράφους που μπορούν να πάρουν από αυτό πολλά πρακτικά μαθήματα τεχνικής από τις "εκκεντρικές" πινελιές του.[26] Τα έργα του Χαλς υπάρχουν σε πολλές πόλεις ανά τον κόσμο και σε συλλογές μουσείων. Από τα τέλη του 19ου αιώνα συλλέγονταν παντού, από την Αμβέρσα ως το Τορόντο και από το Λονδίνο ως τη Νέα Υόρκη. Πολλοί από τους πίνακές του πωλήθηκαν τότε σε Αμερικανούς συλλέκτες.
Η βασική συλλογή έργων του σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Φρανς Χαλς στο Χάαρλεμ.
Ένας διαμέτρου 100 χλμ. κρατήρας στον πλανήτη Ερμή ονομάστηκε "κρατήρας Χαλς" προς τιμή του.[32] Ο Χαλς αποτυπώθηκε, επίσης, στο χαρτονόμισμα των 10 γκίλντερς του 1968.[33]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.