From Wikipedia, the free encyclopedia
Με την ονομασία Συμφωνία του Μονάχου, όπως καθιερώθηκε δημοσιογραφικά, αναφέρεται το Σύμφωνο που προέκυψε και υπογράφηκε στη Διεθνή Συνδιάσκεψη του Μονάχου που συνήλθε εσπευσμένα στις 29 Σεπτεμβρίου 1938 στο Μόναχο της Γερμανίας, εξ ου και η ονομασία της, προκειμένου να αποτραπεί επικείμενη πολεμική σύρραξη μεταξύ Γερμανίας και Τσεχοσλοβακίας.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Στη Συνδιάσκεψη αυτή παρέστησαν δύο Πρωθυπουργοί, οι του Ηνωμένου Βασιλείου, Άρθουρ Νέβιλ Τσάμπερλεν και της Γαλλίας, Εντουάρ Νταλαντιέ και δύο ηγέτες: της Ιταλίας, Μπενίτο Μουσολίνι και της Γερμανίας Αδόλφος Χίτλερ, συνοδευόμενοι από τους υπουργούς Εξωτερικών των χωρών τους και συνομολόγησαν και υπέγραψαν την επομένη, 30 Σεπτεμβρίου, το Σύμφωνο του Μονάχου δια του οποίου και συνομολογήθηκε η προσάρτηση της Σουδητίας (περιοχή Γερμανών Σουδητών της Τσεχοσλοβακίας) στο Γ΄ Ράιχ. Από τη διάσκεψη αυτή αποκλείστηκε η συμμετοχή εκπροσώπου της Τσεχοσλοβακίας.
Αν και οικοδεσπότης της συνδιάσκεψης στο Μόναχο ήταν ο Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος και πρότεινε το γραπτό σχέδιο του συμφώνου, όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, το κείμενο αυτό, που περιλαμβάνει οκτώ άρθρα, είχε προετοιμαστεί και περίπου συνταχθεί από το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών και συγκεκριμένα από τους Χέρμαν Γκέρινγκ, Κόνσταντιν φον Νόιρατ και Βαϊσζέκερ, πίσω από την πλάτη του Υπουργού Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ, τον οποίο οι τρεις άνδρες δεν εμπιστεύονταν για να συντάξει παρόμοιο έγγραφο.[1]
Την εποχή εκείνη ο Χίτλερ, βασιζόμενος στον ορμητικό επανεξοπλισμό της χώρας που είχαν επιτελέσει οι συνεργάτες του επιτελείς δεν βράδυνε να έχει βλέψεις και στις όμορες χώρες με γερμανικούς πληθυσμούς για την αναβίωση της άλλοτε κραταιάς Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι στις 20 Φεβρουαρίου του 1938 Ο Χίτλερ στον λόγο του που εκφωνεί στο Ράιχσταγκ τόνιζε μεταξύ άλλων ότι καθίσταται ανάγκη να προστατευθούν 10 εκατομμύρια Γερμανοί που βρίσκονταν στα σύνορα του Ράιχ, υπονοώντας τα σύνορα Αυστρίας και Τσεχοσλοβακίας (Σουδητία). Προχωρώντας με ταχύτατο ρυθμό τα σχέδιά του, στις 12 Μαρτίου ο γερμανικός στρατός εισέβαλε αμαχητί στην Αυστρία. Στη συνέχεια ο Χίτλερ στράφηκε προς την Τσεχοσλοβακία όπου υπήρχαν 3 εκατομμύρια Γερμανοί Σουδήτες. Έτσι τον Μάιο, έχοντας υποκινήσει Σουδητική κρίση στην Τσεχοσλοβακία καθιστά γνωστό στους στρατηγούς του τον σχεδιασμό κατάληψης της Τσεχοσλοβακίας και μάλιστα προσδιορίζοντας και τον μήνα.
Οι Τσεχοσλοβάκοι την εποχή εκείνη βασίζονταν κυρίως στους Γάλλους, με τους οποίους είχαν συνάψει συμμαχία. Η Σοβιετική Ένωση, που επίσης είχε συνάψει συμμαχία με την Τσεχοσλοβακία, επιδείκνυε μεν θέληση συνεργασίας με Αγγλία και Γαλλία, πλην όμως εμπόδια Ρουμανίας και Πολωνίας, (άρνηση ελεύθερης διέλευσης ρωσικών στρατευμάτων από τα εδάφη τους), απέτρεπαν μια παρόμοια ενέργεια. Τελικά, Αγγλία και Γαλλία αποφασίζουν να δράσουν υπερασπίζοντας την Τσεχοσλοβακία.
Ο Χίτλερ από την πλευρά του συνέχιζε ακάθεκτος τους χαρακτηριστικούς εμπρηστικούς λόγους του, απαιτώντας την επανένωση της χώρας των Σουδητών με τη Γερμανία, με συνέπεια ο πόλεμος να καθίσταται αναπόφευκτος. Εμπρός όμως σ΄ αυτή την κατάσταση τόσο η Αγγλία όσο και η Γαλλία δεν αισθάνονταν κατάλληλα προετοιμασμένες για στρατιωτική σύγκρουση, οπότε και άρχισαν να ακολουθούν την "πολιτική κατευνασμού", (για την οποία πολλά έχουν λεχθεί), προκειμένου ν' αποφύγουν πολεμική σύρραξη, παρότι άρχισαν να προχωρούν σε επιστρατεύσεις. Και ενώ η Τσεχοσλοβακική κυβέρνηση προχωρεί σε κάποιες ενέργειες υπέρ των Σουδητών, Αγγλία και Γαλλία, περί τα μέσα Σεπτεμβρίου, μετά από επίσκεψη του Άγγλου πρωθυπουργού στον Χίτλερ υποβάλλουν σχέδιο προς την Τσεχοσλοβακία για παραχώρηση εδαφών που οι Σουδήτες αριθμούν περισσότερο από το 50% του εγκατεστημένου σε αυτά πληθυσμού. Την πρόταση αυτή, αν και αρχικά την αρνήθηκε η Τσεχοσλοβακία, στη συνέχεια, κάτω από πίεση των συμμάχων της την αποδέχθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου.
Κατόπιν αυτού την επομένη 22 Σεπτεμβρίου ο Τσάμπερλεν επισκέπτεται για δεύτερη φορά τον Χίτλερ μεταβαίνοντας αεροπορικώς στο Βερολίνο, όπου με κατάπληξη διαπίστωσε πως ο συνομιλητής του είχε αυξήσει τις απαιτήσεις του, ζητώντας την προσάρτηση της Σουδητίας και την εκκένωση από αυτή όλων των άλλων μη Σουδητών. Τότε ο Τσάμπερλεν συμφώνησε να μεταφέρει την απαίτηση υποβάλλοντας νέα πρόταση στους Τσεχοσλοβάκους. Φυσικό όμως ήταν οι τελευταίες αυτές απαιτήσεις του Χίτλερ ν' απορριφθούν τελικά και από την Αγγλία και από τη Γαλλία.
Ακολούθως Γαλλία και Τσεχοσλοβακία προχωρούν σε επιστρατεύσεις ενώ ο Τσάμπερλεν σε ραδιοφωνικό μήνυμά του στις 27 Σεπτεμβρίου σε μια ύστατη προσπάθεια αποφυγής του πολέμου προτείνει να συγκληθεί άμεσα Διεθνής Διάσκεψη, τετραμερής, προκειμένου να επιλυθεί η διαφορά. Ο Χίτλερ δηλώνει την επομένη ότι δέχεται την εισήγηση και αναβάλλει την εισβολή στη Τσεχοσλοβακία, για μόνο όμως 24 ώρες.
Κάτω από την "τελεσιγραφική" αυτή χρονική προθεσμία, πρωτοφανή στη Διεθνή Διπλωματία, την επόμενη ημέρα 29 Σεπτεμβρίου, τις μεσημβρινές ώρες ξεκίνησε εσπευσμένα η ("Σύνοδος Κορυφής" κατά σύγχρονη αντίληψη) "Διεθνής Συνδιάσκεψη του Μονάχου". Πρώτος έφθασε ο Μουσολίνι, συνοδευόμενος από τον γαμπρό του και Υπουργό εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο, τους οποίους και υποδέχθηκε στο αεροδρόμιο ο Χίτλερ. Ακολούθως έφθασαν και οι πρωθυπουργοί της Γαλλίας και Αγγλίας Ε. Νταλαντιέ και Ν. Τσάμπερλεν, αντίστοιχα. Χώρος διάσκεψης είχε επιλεγεί η μεγάλη αίθουσα του μεγάρου Φύρερμπαου. Οι εργασίες ξεκίνησαν ερήμην της Τσεχοσλοβακικής κυβέρνησης, χωρίς να κληθεί εκπρόσωπος έστω και ως παρατηρητής, τις απογευματινές ώρες και συνεχίστηκαν μέχρι και δύο ώρες μετά το μεσονύκτιο (30 Σεπτεμβρίου) οπότε και ολοκληρώθηκε το εξ οκτώ άρθρων σύμφωνο, το οποίο υπεγράφη με άμεση ισχύ, προβλέποντας όμως για την εφαρμογή του σύσταση Διεθνούς Επιτροπής και είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στη Σουδητία από την επομένη της υπογραφής, δηλαδή 1η Οκτωβρίου.
Μετά τη συνομολόγηση του παραπάνω συμφώνου ο Βρετανός πρωθυπουργός Τσάμπερλεν, πριν αναχωρήσει από το Βερολίνο, είχε μία κατ' ιδίαν συνάντηση με τον Χίτλερ όπου και συνομολόγησαν και προσυπέγραψαν μία διμερή συμφωνία, Συμφωνία Τσάμπερλεν - Χίτλερ, δια της οποίας διακήρυτταν την αμοιβαία επιθυμία επίλυσης των όποιων διαφορών πάντα μέσω διαβουλεύσεων.
Τόσο ο Τσάμπερλεν όσο και ο Νταλαντιέ επέστρεψαν στις χώρες τους ως θριαμβευτές από τα πλήθη που τους επιφύλαξαν θερμές υποδοχές, διακηρύσσοντας μάλιστα ο πρώτος δημόσια την "έντιμη ειρήνη", ή "ειρήνη στην εποχή μας", απομακρύνοντας έτσι την όποια απειλή πολέμου.
Όταν όμως τον επόμενο χρόνο ο Χίτλερ κατέλαβε και προσάρτησε όλη τη Τσεχοσλοβακία η αξιοπιστία του Τσάμπερλεν είχε πλέον οριστικά χαθεί.
Αντίθετα ο Νταλαντιέ βλέποντας το πλήθος που τον επευφημούσε φθάνοντας στο Παρίσι φέρεται να δήλωσε: "Οι ανόητοι, αν ήξεραν τι επευφημούν!". Ο Χίτλερ επιστρέφοντας στο Βερολίνο, όπου πλήθη κόσμου τον ζητωκραύγαζαν στην αυτοκινητοπομπή του, έδειχνε περισσότερο αηδιασμένος για την ειρήνη. Στη Ρώμη πλήθος Ιταλών είχε κατακλύσει την Πιάτσα Βενέτσια ζητωκραυγάζοντας "Ντού-τσε!, Ντού-τσε!"
Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας όταν ο Άξονας Βερολίνου - Ρώμης είχε και γεωγραφικά ολοκληρωθεί η Τσεχοσλοβακία βρέθηκε κατά το ήμισυ στο στόμα του Γ΄ Ράιχ. Τα γεγονότα που ακολούθησαν τη Συμφωνία του Μονάχου υπήρξαν καταλυτικά, σύμφωνα με την αρίθμηση προσάρτησης εδαφών στον χάρτη παραπλεύρως :
1. Η Γερμανία καταλαμβάνει τη Σουδητία (Οκτώβριος 1938).
2. Η Πολωνία προσάρτησε το Ζαόλζιε, περιοχή με πολωνική πλειoνότητα που κατέλαβε ο Τσεχικός στρατός την περίοδο 1918-1920 (Οκτώβριος 1938).
3. Η Ουγγαρία βρίσκεται σε παραμεθόριες περιοχές (ΝΑ. της Σλοβακίας και Ν. Καρπαθιακής Ρουθηνίας) με τις ουγγρικές μειονότητες, σύμφωνα με τη πρώτη διαιτησία της Βιέννης (Νοέμβριος 1938).
4. Μάρτιος του 1939, η Ουγγαρία προσάρτησε την Καρπαθιακή Ρουθηνία (που είχε γίνει αυτόνομη από τον Οκτώβριο του 1938).
5. Τα υπόλοιπα εδάφη της Τσεχίας γίνονται το γερμανικό δορυφορικό προτεκτοράτο Βοημίας και Μοραβίας.
6. Το υπόλοιπο της Τσεχοσλοβακίας, ως Σλοβακία, έγινε γερμανικός δορυφόρος.
Το γεγονός ότι η Συμφωνία του Μονάχου κατόπιν των εξελίξεων που ακολούθησαν έγινε αντικείμενο γενικής κατακραυγής εξαιτίας της αναποτελεσματικότητας και της αποτυχίας της να ανακόψει εν προκειμένω τα επεκτατικά σχέδια δύο ολοκληρωτικών καθεστώτων δεν είναι και τόσο ιδιαίτερα σημαντικό, δεν ήταν ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία αποτυχημένη συμφωνία στην παγκόσμια ιστορία. Το σημαντικό και παράλληλα εκπληκτικό όμως της συμφωνίας αυτής είναι η διαμάχη που ξεκίνησε πριν τη σύγκληση της διάσκεψης εκείνης και που συνεχίζεται μέχρι σήμερα από τους ιστορικούς αναλυτές στην αναζήτηση του χαρακτήρα της συμφωνίας. Ήταν συνωμοσία; Ήταν συνθηκολόγηση, ή κάποια ευγενής πράξη; Ή, τέλος, όλα αυτά μαζί; Μια αμφιλεγόμενη διπλωματική ενέργεια ανέκαθεν αποδίδεται με διαφορετικές σημασίες από διάφορους ανθρώπους.
Επί των τελευταίων αναπτύχθηκαν διάφορες ιστορικές θέσεις που στη προσπάθειά τους να αναλύσουν τον χαρακτήρα της συμφωνίας ανέπτυξαν βάσιμα επιχειρήματα που τελικά κατέστησαν ακόμα πιο δυσχερή τον ασφαλή προσδιορισμό της, εκτός του ότι πέτυχαν την κατάρρευση κάποιων μύθων που είχαν δημιουργηθεί με προπαγανδιστικό προσανατολισμό, όπως δίδονται παρακάτω.
Θρίαμβος ! - Διάσκεψη συγκλήθηκε ! - Συμφωνία επιτεύχθηκε ! - Το Ζήτημα των Σουδητών επιλύθηκε ! και Πόλεμος δεν έγινε ! Επίσημα η Συμφωνία του Μονάχου παρουσιάστηκε ως νίκη της λογικής και της συνδιαλλαγής, «κατευνασμός» όπως λεγόταν τότε. Αλλά και ο Τσώρτσιλ, πολιτικός αντίπαλος του Τσάμπερλεν «συμφωνίες και όχι πόλεμο» υποστήριζε και μετέπειτα. Το πρόβλημα των Σουδητών που αναδύθηκε από τη δυσαρέσκειά τους, πράγματι ήταν υπαρκτό. Μπορεί ο Χίτλερ να ενθάρρυνε τη δυσαρέσκεια αυτή αλλά δεν ήταν αυτός που τη δημιούργησε. Όσοι δε στη Δύση φώναζαν «Στο πλευρό των Τσέχων» ποτέ δεν εξήγησαν τι θα έπρατταν με τους Σουδήτες. Έτσι ο διαμελισμός φαινόταν η προφανής λύση. Και οι ίδιοι, οι Τσέχοι παραδέχονταν πως στην Τσεχία (πρώην Βοημία) δεν υπήρχε χώρος και για τις δύο εθνότητες. Μετά τη λήξη του πολέμου ακολούθησε το αντίθετο, εκδιώχθηκαν οι Γερμανοί.
Ο Τσάμπερλεν βλέποντας πως ο Χίτλερ άρχισε να ανατρέπει σιγά – σιγά τον διακανονισμό του 1919 προσπαθώντας να αποκαταστήσει την ηρεμία στην Ευρώπη θεώρησε ότι αυτό μπορούσε να επιτευχθεί με ικανοποίηση των γερμανικών παραπόνων πρόθυμα, χωρίς πόλεμο (ή να τον προλάβει). Επί της γραμμής αυτής προσπάθησε να πείσει αφενός την Τσεχοσλοβακία να αποδεχθεί, ή να ενδώσει στις γερμανικές αξιώσεις και αφετέρου τη Γαλλία να μη υποστηρίξει τη σύμμαχο χώρα. Πέτυχε και τα δύο. Όχι όμως στα πλαίσια της "ηθικής" που εκείνος ως επιχείρημα έθετε, ή υποστήριζε πως ήθελε, ότι δηλαδή τα παράπονα των Γερμανών ήταν δίκαια και συνεπώς δίκαιη και η ικανοποίησή τους. Τα γεγονότα όπως εξελίχθηκαν ακριβώς πάνω στη τσεχική κρίση περισσότερο φόβο απέδειξαν παρά λογική. Την ίδια ημέρα της συνομολόγησης φωτογραφία της εποχής δείχνει να ανασκάπτεται το πάρκο Σαιντ Τζέιμς του Λονδίνου για τη δημιουργία αντιαεροπορικών χαρακωμάτων. Το αεροπλάνο τότε θεωρείτο η αιχμή του πυρός, ο δε κίνδυνος να μετατραπεί η Ευρώπη σε ερείπια μέγας. Και αυτόν προσπάθησε να αποφύγει ο Τσάμπερλεν, επιταχύνοντας παράλληλα τον αγγλικό πολεμικό εξοπλισμό. Οι Βρετανοί είχαν εμπιστοσύνη στο ναυτικό τους, σε μια αναμέτρηση με το Γ΄ Ράιχ πίστευαν στην τελική νίκη, αλλά με τεράστιο κόστος.
Η συμφωνία αυτή θεωρούνταν από Γάλλους και Άγγλους αναγκαίο μέτρο για να αποφευχθεί ο πόλεμος σύμφωνα με την προπολεμική "Πολιτική Κατευνασμού" έναντι της Γερμανίας, ενώ παράλληλα εγγυώνταν τη διατήρηση του υπόλοιπου τσεχοσλοβακικού κράτους.
Για τους εκπρόσωπους της Τσεχοσλοβακίας (με επικεφαλής τον Έντουαρντ Μπένες), στους οποίους ούτε καν επετράπη να πάρουν μέρος στις διαπραγματεύσεις, η συμφωνία αυτή αποτελούσε προδοσία. Για αυτό το λόγο οι Τσέχοι ονομάζουν τη συμφωνία αυτή και Υπαγόρευση του Μονάχου. Η Συμφωνία του Μονάχου αποτελεί μέχρι σήμερα τραύμα στην εθνική συνείδηση των Τσέχων.
Για τον Χίτλερ η συμφωνία αυτή αποτέλεσε διπλωματική ήττα, επειδή ήθελε να χρησιμοποιήσει το θέμα της προσάρτησης της Σουδητίας ως αφορμή πολέμου. Δεν πίστευε ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις θα συμφωνούσαν στην προσάρτηση, όπως όμως τελικά έγινε. Έτσι, ήταν πλέον αναγκασμένος να αναζητήσει άλλη αφορμή πολέμου. Παρόλα αυτά, η Συμφωνία έδωσε στρατηγικό πλεονέκτημα στη Γερμανία για την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, καθώς η περιοχή της Σουδητίας, λόγω μορφολογίας αλλά και αμυντικών επιλογών των Τσέχων, αποτελούσε την κύρια άμυνα σε μια εισβολή από τα Βορειοδυτικά.
Οι Σοβιετικοί είδαν τη Συμφωνία του Μονάχου σαν απόδειξη ότι οι δυτικές δυνάμεις προτιμούσαν να συνεργαστούν ακόμη και με τους εθνικοσοσιαλιστές, προκειμένου να απομονώσουν την ΕΣΣΔ και να στρέψουν τις πολεμικές διαθέσεις του Γ΄ Ράιχ προς τα ανατολικά.[2] Έτσι, οι Σοβιετικοί άλλαξαν εξωτερική πολιτική και προσπάθησαν να προσεγγίσουν τους Γερμανούς.
Η ΕΣΣΔ τάχθηκε κατά της Συμφωνίας του Μονάχου και των συνεπειών της. Προσέφερε στρατιωτική βοήθεια στη Γαλλία, ώστε να μπορέσει να αντεπεξέλθει στο σύμφωνο συμπαράστασης που είχε προηγούμενα συνάψει με την Τσεχοσλοβακία. Η Γαλλία, όμως, απέρριψε τη σοβιετική πρόταση βοήθειας. Πολύ πρόσφατα (τέλος Σεπτεμβρίου 2008) ανοίχθηκαν τα απόρρητα έγγραφα της Συμφωνίας του Μονάχου, με τα οποία τεκμηριώνεται ότι Γαλλία και Βρετανία σκόπευαν να στρέψουν τον Χίτλερ προς Ανατολάς, ώστε να "δουν τα δύο ολοκληρωτικά καθεστώτα να θάβουν το ένα το άλλο".[3] Δεν υπολόγιζαν, όμως, πως πρώτα τα ίδια αυτά κράτη θα γίνονταν τα θύματα της Ναζιστικής επεκτατικότητας[4] [5]
Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1940 ο Πρωθυπουργός της Αγγλίας Τσώρτσιλ σε μήνυμά του προς τον Τσεχοσλοβακικό λαό δηλώνει την ακύρωση της συμφωνίας του Μονάχου, δηλώνοντας απερίφραστα τη μετά τον πόλεμο επαναπροσάρτηση της Σουδητίας στη Τσεχοσλοβακία. Στις 11 Νοεμβρίου δηλώνεται αυτή και επίσημα στην τότε εξόριστη τσεχοσλοβακική κυβέρνηση που είχε καταφύγει στο Λονδίνο.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.