Ελληνικό πολιτικό και οικονομικό σκάνδαλο From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Σκάνδαλο Κοσκωτά ήταν μεγάλο πολιτικό και οικονομικό σκάνδαλο το οποίο κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική σκηνή κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1990. Παράλληλα σηματοδότησε, κυρίως, τον αγώνα για τον έλεγχο των Μ.Μ.Ε. και των τραπεζών. Κεντρικό πρόσωπο του σκανδάλου υπήρξε ο τραπεζίτης Γιώργος Κοσκωτάς, πλην όμως ενεπλάκησαν σ΄ αυτό και κορυφαία κυβερνητικά στελέχη της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται. |
Σκάνδαλο Κοσκωτά | |
---|---|
Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος, 7 Νοεμβρίου 1988 | |
Ημερομηνία | 1987 - 1991 |
Τοποθεσία | Αθήνα, Ελλάδα |
Τύπος | πολιτικό και οικονομικό σκάνδαλο |
Έκβαση | Παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο |
Κατηγορούμενοι | |
Κατηγορίες |
|
Καταδίκες |
|
Παραπέμφθηκαν σε δίκη ο Ανδρέας Παπανδρέου, πρώην Πρωθυπουργός, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης, τέως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, ο Μένιος Κουτσόγιωργας, πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης, ο Δημήτρης Τσοβόλας, πρώην Υπουργός Οικονομικών και ο Γιώργος Πέτσος, πρώην Υφυπουργός Βιομηχανίας, Έρευνας και Τεχνολογίας. Από αυτούς, ο Ανδρέας Παπανδρέου κρίθηκε αθώος σε όλες τις κατηγορίες, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης δεν δικάστηκε γιατί είχε ήδη εκλεγεί Ευρωβουλευτής και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αρνήθηκε να άρει την ασυλία του, ενώ ο Μένιος Κουτσόγιωργας πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια της δίκης. Ο Δημήτρης Τσοβόλας και ο Γιώργος Πέτσος κρίθηκαν ένοχοι για παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Οι ποινές τους ήταν 2,5 χρόνια (εξαγοράσιμη) για τον πρώτο και 10 μήνες με αναστολή για τον δεύτερο, με αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων και των δύο, για τρία και δύο χρόνια αντίστοιχα.
Η δίκη ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1991 και ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1992. Νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 1990, ο Μένιος Κουτσόγιωργας είχε κριθεί προφυλακιστέος και για τρεις μήνες είχε οδηγηθεί στις φυλακές Κορυδαλλού (αφέθηκε ελεύθερος τον Ιανουάριο του 1991 με εγγύηση 70 εκατομμυρίων δραχμών),[1] σε αντίθεση με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους που παρέμειναν ελεύθεροι καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου αρνήθηκε να εμφανιστεί στη δίκη και δεν πήγε ούτε μία φορά στο δικαστήριο. Επίσης αρνήθηκε να ορίσει συνηγόρους υπεράσπισής του. Παρότι οι δικαστές είχαν δικαίωμα να διατάξουν την βίαιη προσαγωγή του στο δικαστήριο, τελικά δεν το έπραξαν. Αντίθετα, οι Μένιος Κουτσόγιωργας, Δημήτρης Τσοβόλας και Γιώργος Πέτσος έδωσαν κανονικά το παρόν στη δίκη, με τον Τσοβόλα να έρχεται συχνά σε έντονη αντιπαράθεση με τους δικαστές.
Άμεσο επακόλουθο του σκανδάλου Κοσκωτά ήταν η παραπομπή σε δίκη στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, από τη νέα (μετά το 1993) κυβερνητική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και των υπουργών της κυβέρνησής του Ιωάννη Παλαιοκρασσά και Ανδρέα Ανδριανόπουλου για την ιδιωτικοποίηση της τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παραπέμφθηκε με τις κατηγορίες της ηθικής αυτουργίας σε απιστία, της παθητικής δωροδοκίας κατ'εξακολούθηση και της παράβασης καθήκοντος και οι υπουργοί με τις κατηγορίες της απιστίας και της παράβασης καθήκοντος, ενώ ο Κων. Μητσοτάκης επίσης παραπέμφθηκε για τηλεφωνικές υποκλοπές πολιτικών προσώπων.[2] Την Πρωτοχρονιά του 1995, ο Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωσε την αναστολή των διώξεων, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 16 Ιανουαρίου.[3]
Η αφετηρία του σκανδάλου ήταν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του Γιώργου Κοσκωτά. Ο Κοσκωτάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953, με καταγωγή από τον Ασπρόπυργο Αττικής. Το 1970 μετανάστευσε στην Αμερική και επέστρεψε στην Ελλάδα στα τέλη της ίδιας δεκαετίας. Το 1979, επί κυβερνήσεως Καραμανλή, ανέλαβε Διευθυντής του Συναλλάγματος στην Τράπεζα Κρήτης, παρ'ότι ήταν μόλις 25 ετών. Έγινε γνωστός στο πανελλήνιο στις αρχές της δεκαετίας του '80. Το νεαρό της ηλικίας του, η γιγάντια περιουσία του και η χαρακτηριστική του εμφάνιση τον έκαναν γνωστό ακόμη και στους τουρίστες που επισκέπτονταν τη χώρα. Ο Κοσκωτάς αγόρασε το 1982 τον δημοσιογραφικό και εκδοτικό οργανισμό «Γραμμή Α.Ε.» από τον Παύλο Μπακογιάννη, και το 1984 αγόρασε το 56% του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Κρήτης (αργότερα έφτασε να κατέχει το 82%), έναντι του ποσού του 1 δισεκατομμυρίου δραχμών. Μαζί με άλλες επιχειρήσεις τις οποίες είχε ενσωματώσει στις κύριες, γινόταν εργοδότης σε περίπου 4.000 εργαζόμενους. Το 1986 είχε επιχειρήσει και την αγορά της Τράπεζας Κεντρικής Ελλάδας, όμως λόγω αντιδράσεων από τον Τύπο, η κυβέρνηση δεν επέτρεψε τελικά την πώλησή της. Το 1987 προχώρησε στην αγορά από τον εφοπλιστή Σταύρο Νταϊφά της ΠΑΕ Ολυμπιακός.
Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν άργησε να ενισχύσει τις σχέσεις της με τον ραγδαία ανερχόμενο επιχειρηματία. Οι καταθέσεις στην Τράπεζα Κρήτης αυξήθηκαν κατακόρυφα με χρήματα των ΔΕΚΟ (συνολικού ύψους 13 δισεκατομμυρίων το 1988), ενώ πολλοί ανώτατοι αξιωματούχοι του ελληνικού δημοσίου ήταν και επίσημοι συνεργάτες του. Στο μεταξύ οι ευνοϊκές ρυθμίσεις που εξασφάλιζε για τους πελάτες του, διόγκωσαν τις καταθέσεις στην Τράπεζα Κρήτης στα 76,5 δισεκατομμύρια δραχμές.
Από την εκδοτική πλευρά της «Γραμμής Α.Ε.», ο Κοσκωτάς είχε στήσει έναν τυποεκδοτικό κολοσσό, ο οποίος εξέδιδε μία καθημερινή εφημερίδα («24 Ώρες») και 6 περιοδικά, ενώ εξαγόρασε άλλες τρεις αντι-κυβερνητικές εφημερίδες, την «Βραδυνή», την «Εβδόμη» και την ιστορική «Καθημερινή» από την Ελένη Βλάχου το 1986, την οποία έστρεψε πολιτικά προς το ΠΑΣΟΚ. Ταυτόχρονα εκδήλωσε ενδιαφέρον και για την αγορά της «Ελευθεροτυπίας». Η επέκταση αυτή στο χώρο του Τύπου, υπήρξε και το κομβικό σημείο της ανεξέλεγκτης πορείας του. Η κυβέρνηση έβλεπε στο πρόσωπό του έναν πανίσχυρο εκδότη που θα της παρείχε στήριξη, με αντάλλαγμα την πολιτική κάλυψη των δραστηριοτήτων του.
Οι εκδότες των υπόλοιπων μεγάλων ελληνικών εφημερίδων νιώθωντας τεράστια απειλή από τον Γιώργο Κοσκωτά, ξεσηκώθηκαν εναντίον του και άρχισαν να καταγγέλουν ότι τα χρήματα που αφειδώς ξόδευε ήταν προϊόν ύποπτων συναλλαγών. Τον Οκτώβριο του 1987 άρχισαν να έρχονται στο φως αποκαλύψεις για το παρελθόν του Κοσκωτά (πλαστογραφίες, φορολογικά αδικήματα, παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος κλπ.) Στις καταγγελίες, η κυβέρνηση αρνούνταν να κινήσει διαδικασίες για φορολογικό έλεγχο.
Μια από τις σημαντικότερες πτυχές του σκανδάλου Κοσκωτά ήταν η εμπλοκή του αντιπροέδρου της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ Μένιου Κουτσόγιωργα, ο οποίος απεβίωσε κατά τη διάρκεια της δικής. Ο Κουτσόγιωργας συνδεόταν με τον στενό συνεργάτη του Κοσκωτά Ιωάννη Ματζουράνη ο οποίος προερχόταν από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στην οποία είχε διατελέσει Γενικός Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου. Το φθινόπωρο του 1988 ανοίχτηκε μέσω του Ματζουράνη ένας τραπεζικός λογαριασμός στο όνομα του Κουτσόγιωργα στην Ελβετία. Στη συνέχεια, λίγες εβδομάδες πριν τοποθετηθεί επίτροπος στην Τράπεζα Κρήτης, ο Ματζουράνης μετέφερε 1,200,000 δολάρια στον λογαριασμό του Μένιου Κουτσόγιωργα.[4] Ο Ματζουράνης υποστήριξε ότι η κατάθεση έγινε εν γνώσει του Κουτσόγιωργα ενώ ο Κουτσόγιωργας υποστήριξε ότι παγιδεύτηκε από τους Κοσκωτά/Ματζουράνη και ότι δεν είχε γνώση για το συγκεκριμένο έμβασμα. Ο Κουτσόγιωργας λίγες εβδομάδες μετά, έδωσε εντολή να επιστραφεί όλο το ποσό πίσω στον λογαριασμό του Ματζουράνη από τον οποίο εμβάστηκε και έκλεισε τον λογαριασμό.[5] Η υπόθεση αυτή γνωστοποιήθηκε έξι μήνες μετά από συνέντευξη του Κοσκωτά στο περιοδικό Time όταν ήταν πλέον φυλακισμένος στις ΗΠΑ. Ο Ματζουράνης όταν κλήθηκε από την δικαιοσύνη κατέθεσε ότι τα χρήματα ήταν αντικείμενο δωροδοκίας σε σχέση με το νόμο 1806/88 (Κουτσονόμος) που είχε ψηφιστεί στις αρχές Αυγούστου 1988 και θα παρείχε κάποια προνόμια στο Κοσκωτά σε σχέση με τον έλεγχο της Τράπεζα Κρήτης. Η κατάθεση του Ματζουράνη επέφερε ευνοϊκή νομική μεταχείριση για τον ίδιο και καίριο πολιτικό πλήγμα για τον Κουτσόγιωργα.[6] Ο στενός σύμβουλος του μετέπειτα πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, στρατηγός Νικόλαος Γρυλλάκης γράφοντας για αυτά τα γεγονότα στο βιβλίο του, αναφέρει ότι ο Ματζουράνης συμφώνησε να καταθέσει και να δώσει στοιχεία εναντίον του Κουτσόγιωργα μετά από συνεννόηση μαζί του και με στελέχη της ΝΔ που του παρείχαν υποσχέσεις για ευνοϊκή νομική μεταχείριση και αμοιβή 20 εκατομμύρια δραχμές.[7] Ο Κουτσόγιωργας κατά τη διάρκεια της δίκης υποστήριξε ότι ο νόμος 1806/88 (Κουτσονόμος) δεν επηρέαζε τις ελεγκτικές δυνατότητες της Τράπεζας της Ελλάδος. Στα πλαίσια της δίκης αναδείχτηκε ότι κύρια ευθύνη για το σκάνδαλο της Τράπεζας Κρήτης είχε η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας που δεν έκανε τους απαραίτητους ελέγχους την κρίσιμη περίοδο 1985-1988.[8] Σημαντικό ρόλο εκείνη την περίοδο όσο αφορά την διαμόρφωση του πολιτικού κλίματος έπαιξαν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για τα οποία έγινε κριτική στο κατά πόσο τηρούσαν τις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας στην κάλυψη των γεγονότων καθώς πολλές φορές έδωσαν την εντύπωση ότι επιτελούσαν ρόλο δημοσιογράφου, εισαγγελέα και δικαστή μαζί.[9]
Την ίδια περίοδο υπήρξε και μια άλλη υπόθεση που αφορούσε κίνηση χρημάτων προς τον αρχηγό της ΝΔ. Κ. Μητσοτάκη. Ο αρχηγός της ΝΔ. Κ. Μητσοτάκης είχε εισπράξει εκατομμύρια δολάρια από τον εφοπλιστή Αριστείδη Αλαφούζο την περίοδο 1988-1991. Αυτή η υπόθεση όμως είχε πολύ διαφορετική εξέλιξη σε ό,τι αφορά την δικαστική της αντιμετώπιση και την αντιμετώπιση της από τα ΜΜΕ γενικότερα σε σχέση με την περίπτωση Κουτσόγιωργα και του σκανδάλου Κοσκωτά. Αυτή η διαφορά αντιμετώπισης αποδόθηκε στον ανταγωνισμό πολιτικών και εκδοτικών συμφερόντων και ήταν ένας από τους λόγους που οι δικαστικές διώξεις κατά μελών των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ κρίθηκαν από μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης ως πολιτικές.[10][11]
Υπό το βάρος των συνεχών αποκαλύψεων, τον Ιούλιο του 1988 ο εισαγγελέας εφετών Δημήτρης Τσεβάς διέταξε έλεγχο στην Τράπεζα Κρήτης. Κι ενώ διατάχθηκε τοποθέτηση προσωρινού επιτρόπου και άρση τραπεζικού απορρήτου προκειμένου να διεξαχθεί η έρευνα, ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και Υπουργός Δικαιοσύνης Μένιος Κουτσόγιωργας έφερε τροπολογία στη Βουλή, η οποία άφηνε προνομιακά περιθώρια στον υπό εξέταση επιχειρηματία Γιώργο Κοσκωτά.[εκκρεμεί παραπομπή] Επρόκειτο για τον αποκαλούμενο «Κουτσονόμο» (Νόμος 1806/1988), για τον οποίο όπως τεκμηριωμένα αποκαλύφθηκε αργότερα, το αντάλλαγμα ήταν η κατάθεση 2 εκατομμυρίων δολαρίων στο όνομα του Μένιου Κουτσόγιωργα σε ελβετική τράπεζα.[εκκρεμεί παραπομπή] Το γεγονός αυτό σήμανε το πολιτικό τέλος του πανίσχυρου υπουργού του ΠΑΣΟΚ. Οι αντιδράσεις σε βάρος του ήταν τόσο έντονες από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, που ούτε του επετράπη από το κόμμα του να κατέλθει ως υποψήφιος στις επερχόμενες εκλογές του 1989, ενώ πλήθαιναν οι φωνές που απαιτούσαν και τη διαγραφή του από το ΠΑΣΟΚ.
Τα ευρήματα του επιτρόπου Σπύρου Παπαδάτου ήταν κόλαφος για τον Κοσκωτά. Αποκαλύφθηκε ότι ο Κοσκωτάς (που πλέον αποκτά το προσωνύμιο «Μεγαλοαπατεώνας») είχε κάνει συνολική υπεξαίρεση από την Τράπεζα Κρήτης του ποσού των 33,5 δισεκατομμυρίων δραχμών. Η υπεξαίρεση των καταθέσεων είχε ξεκινήσει από την εποχή ακόμα που ήταν υπάλληλος στην Τράπεζα. Με τα χρήματα αυτά αγόρασε όλες τις επιχειρήσεις του αλλά και δωροδοκούσε δημόσια πρόσωπα.
Πούλησε στη συνέχεια την Τράπεζα Κρήτης στον όμιλο Αρφάνη - Χιόνη, την «Γραμμή Α.Ε.» στον Γιάννη Αλαφούζο και την ΠΑΕ Ολυμπιακός στον Αργύρη Σαλιαρέλη. Ο τελευταίος τον βοήθησε να διαφύγει από την Ελλάδα, αρχικά στη Βραζιλία και στη συνέχεια στις ΗΠΑ, όπου όμως συνελήφθη και κρατήθηκε στις φυλακές του Σάλεμ. Δύο χρόνια αργότερα, το 1991, εκδόθηκε στην Ελλάδα. Δικάστηκε σε κάθειρξη 25 ετών. Αποφυλακίστηκε στις 16 Μαρτίου 2001, έχοντας εκτίσει τα 3/5 της ποινής του.[12]
Μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 1989, η Νέα Δημοκρατία και ο Ενιαίος Συνασπισμός (στον οποίο μετείχε και η ανανεωτική Αριστερά και άλλες μικρότερες οργανώσεις της) συναποφάσισαν τον σχηματισμό βραχύβιας κυβέρνησης, με κύριο σκοπό την «κάθαρση» από τα πολιτικά σκάνδαλα (το σκάνδαλο Κοσκωτά ήταν μόνο ένα από τα σκάνδαλα για τα οποία κατηγορήθηκε το ΠΑΣΟΚ). Η απόφαση των δύο κομμάτων να κινήσουν διαδικασίες ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής χαρακτηρίστηκε από πολλούς (κυρίως προερχόμενους από τους κόλπους του ΠΑΣΟΚ) ως «βρώμικο '89». Αυτό επέφερε μεγάλη όξυνση στην πολιτική πραγματικότητα της εποχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ιδρυτής της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής φέρεται να δήλωσε ότι «οι πρωθυπουργοί δεν πηγαίνουν στη φυλακή, πηγαίνουν στο σπίτι τους». Το κύριο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης πάντως, επικεντρώθηκε στην τύχη των πολιτικών προσώπων που εμπλέχθηκαν στο σκάνδαλο και όχι στην τύχη του προσώπου που έφερε το όνομά του, του Γιώργου Κοσκωτά.
Το όλο νοσηρό κλίμα ως απόρροια του σκανδάλου, κορυφώθηκε δραματικά με την δολοφονία από την Οργάνωση 17 Νοέμβρη του Παύλου Μπακογιάννη,[13] βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας και γαμπρού του προέδρου της Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (26 Σεπτεμβρίου 1989) και την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του κατηγορούμενου βουλευτή και υπουργού του ΠΑΣΟΚ, Γιώργου Πέτσου (8 Μαΐου 1989). Στις προκηρύξεις της (με τίτλους «Άρχισε η κάθαρση» και «Να χτυπήσουμε τους κλέφτες και πουλημένους πολιτικούς» αντίστοιχα), η οργάνωση κατονόμαζε τα θύματά της ως συνενόχους του Σκανδάλου. Νωρίτερα (11 Νοεμβρίου 1988) με προκήρυξή της (με τίτλο «Κλεφτοκοτάδες, μεγαλοαπατεώνες και ταρτούφοι») κατηγόρησε ολόκληρο το πολιτικοικονομικό σύστημα της Ελλάδας ως υπεύθυνο της εκτροφής σκανδάλων τύπου Κοσκωτά.
Στις 18 Ιουλίου 1989 (μία εβδομάδα μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης Τζαννετάκη), η βουλή αποφάσισε τη σύσταση ειδικής προανακριτικής επιτροπής προκειμένου να διαπιστωθεί η ενοχή ή μη των Ανδρέα Παπανδρέου, Μένιου Κουτσόγιωργα, Δημήτρη Τσοβόλα, Γιώργου Πέτσου και Παναγιώτη Ρουμελιώτη. Με βάση το πόρισμα αυτής της επιτροπής, στις 27 Σεπτεμβρίου 1989 (μία μέρα μετά τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη) η βουλή αποφάσισε μετά από μυστική ψηφοφορία την παραπομπή και των 5 πολιτικών προσώπων στο Ειδικό Δικαστήριο.
Συγκεκριμένα και επί συνόλου 295 παρόντων βουλευτών (απουσιάζαν από πλευράς Νέας Δημοκρατίας οι Γεώργιος Σουφλιάς, Απόστολος Ανδρεουλάκος και φυσικά ο δολοφονηθείς την προηγούμενη μέρα Παύλος Μπακογιάννης χωρίς να έχει ακόμα αναπληρωθεί η έδρα του, από πλευράς ΠΑΣΟΚ ο πρόεδρος Ανδρέας Παπανδρέου, καθώς και ο ανεξάρτητος Μουσουλμάνος Σαδίκ Αχμέτ), η ψηφοφορία ανέδειξε τα εξής αποτελέσματα:
Από τα αποτελέσματα της μυστικής ψηφοφορίας και με βάση την κατανομή της κοινοβουλευτικής δύναμης των κομμάτων, προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
Η δίκη για το Σκάνδαλο Κοσκωτά (η οποία αποκλήθηκε η Δίκη του Αιώνα) ξεκίνησε στις 11 Μαρτίου 1991, καθώς τη μέρα εκείνη συγκλήθηκε για πρώτη φορά το Ειδικό Δικαστήριο υπό την προεδρία του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειου Κόκκινου και άλλων 12 τακτικών δικαστών (Αρεοπαγιτών και προέδρων εφετών). Ως εισαγγελείς ορίστηκαν τρεις νομικοί βουλευτές (Νίκος Κατσαρός και Κώστας Κωνσταντινίδης από πλευράς Νέας Δημοκρατίας και Νίκος Κωνσταντόπουλος από πλευράς Συνασπισμού). Διεξήχθησαν 142 συνεδριάσεις και κατέθεσαν συνολικά 109 μάρτυρες. Επρόκειτο για την πρώτη και μοναδική ως τώρα δίκη στην Ελλάδα η οποία προβλήθηκε σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση και βρέθηκε για μεγάλο διάστημα στο επίκεντρο της πολιτικής επικαιρότητας.
Από τους 5 παραπεμφθέντες για τη δίκη, δεν δικάστηκε τελικά ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης ο οποίος είχε ήδη εκλεγεί Ευρωβουλευτής στις Ευρωεκλογές του 1989, με συνέπεια να τον καλύπτει η ευρωβουλευτική ασυλία, η οποία δεν άρθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ένα μήνα μετά την έναρξη της δίκης (11 Απριλίου 1991) η διαδικασία σημαδεύτηκε από το εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη ο Μένιος Κουτσόγιωργας τη στιγμή που είχε το λόγο εντός της αίθουσας, ο οποίος και εξέπνευσε στο νοσοκομείο μία εβδομάδα αργότερα. Δεδομένου ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ουδέποτε εμφανίστηκε στο δικαστήριο, η δίκη συνεχίστηκε με παρόντες μόνο τους δύο από τους πέντε αρχικά παραπεμφθέντες (Δημήτρη Τσοβόλα και Γιώργο Πέτσο). Μάλιστα μεταξύ του πρώτου και του Προέδρου του Ειδικού Δικαστηρίου, οι διενέξεις και αντεγκλήσεις υπήρξαν συχνές και έντονες.
Κατά τη διάρκεια της δίκης και ειδικά μετά τον θάνατο του Μένιου Κουτσόγιωργα, η κατάθεση του οποίου θα ήταν εξαιρετικά κρίσιμη για την έκβαση της διαδικασίας, τα στοιχεία αποδείχτηκαν σε γενικές γραμμές ανεπαρκή για να στηρίξουν το κατηγορητήριο. Αρκετοί από τους μάρτυρες κρίθηκαν αναξιόπιστοι, ενώ άλλοι περιορίστηκαν στις πολιτικές και όχι ποινικές ευθύνες των κατηγορουμένων.
Δέκα μήνες μετά την έναρξη της δίκης, τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Ιανουαρίου 1992, το Ειδικό Δικαστήριο ύστερα από διάσκεψη περίπου 15 ωρών εκδίδει την απόφασή του για το Σκάνδαλο Κοσκωτά. Η απόφαση για τους τρεις εναπομείναντες κατηγορούμενους:
Ο Δημήτρης Τσοβόλας εξαγόρασε την ποινή του (κατέθεσε μέσω του συνηγόρου του το ποσό του 1.524.450 δραχμών), ενώ παράλληλα λόγω της στέρησης των πολιτικών του δικαιωμάτων εξέπεσε του βουλευτικού του αξιώματος. Και οι 19 επιλαχόντες του ψηφοδελτίου αρνήθηκαν να τον αντικαταστήσουν (απόφαση του ΠΑΣΟΚ), με αποτέλεσμα να διεξαχθεί επαναληπτική ψηφοφορία στην εκλογική περιφέρεια της Β' Αθήνας (5 Απριλίου 1992) και την έδρα κατέκτησε ο Γεώργιος - Αλέξανδρος Μαγκάκης.
Για την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας σε απιστία κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος, ο Ανδρέας Παπανδρέου αθωώθηκε με την οριακή πλειοψηφία των 7–6 ψήφων. Επιγραμματικά, το σκεπτικό της απόφασης του Ειδικού Δικαστηρίου για την συγκεκριμένη κατηγορία, συνοψίζεται στα ακόλουθα:
Υπέρ της αθώωσης του Ανδρέα Παπανδρέου ψήφισαν οι:[14]
(...) Το δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος αυτός προκάλεσε με οποιονδήποτε τρόπο την απόφαση των διοικητών των ΔΕΚΟ να τελέσουν τις εν λόγω πράξεις οι οποίες τους αποδίδονται, αλλά και ούτε συνήργησε με οποιονδήποτε τρόπο στις πράξεις αυτές. (...) Εξάλλου οι εκδότες που κατέθεσαν αόριστα ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου υπέχει και ποινικές ευθύνες, απάντησαν σε σχετικές ερωτήσεις που τους υποβλήθηκαν ότι δεν έχουν συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι ο παραπάνω κατηγορούμενος είχε δώσει εντολές σε διοικητές δημοσίων επιχειρήσεων να καταθέσουν τα διαθέσιμα κεφάλαια αυτών στην Τράπεζα Κρήτης. Πέραν όμως αυτών, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο πρώην πρωθυπουργός είχε γνώση των υπεξαιρέσεων που διέπραττε ο Γεώργιος Κοσκωτάς κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, από 19 Ιανουαρίου 1988 έως 19 Οκτωβρίου 1988, όταν υπεξαιρούσε τις καταθέσεις στην Τράπεζα Κρήτης (...)
Υπέρ της ενοχής του Ανδρέα Παπανδρέου ψήφισαν οι:[14]
(...) Ο πρώτος των κατηγορουμένων ως πρωθυπουργός της Ελλάδας και κατά το από 11 Ιουνίου 1987 έως 19 Οκτωβρίου 1988 κρίσιμο χρονικό διάστημα, είχε την αυτονόητη υποχρέωση και πρώτιστο καθήκον κατά τις διατάξεις του Συντάγματος και του νόμου να κατευθύνει τις ενέργειες της κυβέρνησης, να συντονίζει την κυβερνητική πολιτική σε όλους τους τομείς και να εποπτεύει για την εφαρμογή των νόμων προς το συμφέρον του κράτους και των πολιτών. Είχε ακόμη τη δυνατότητα ως πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ να πληροφορηθεί αμέσως το ποιόν και τη δράση του Γεωργίου Κοσκωτά. Γιατί δεν είναι νοητό ένας πρωθυπουργός της ευφυίας του πρώτου να μην θέλησε να πληροφορηθεί ποιος είναι ο Γεώργιος Κοσκωτάς, όταν ο Τύπος και όλοι οι Έλληνες διερωτώντο πώς ένας τόσο νέος είχε τη δυνατότητα να αγοράζει μία Τράπεζα και να δημιουργεί συνεχώς νέες επιχειρήσεις, αλλά και να στέλνεται με κυβερνητική εισήγηση στις ΗΠΑ προκειμένου να συναντηθεί με τον Πρόεδρο και άλλους αξιωματούχους των ΗΠΑ. (...)
Ο Γεώργιος Κοσκωτάς όμως παρ' όλα αυτά, απολάμβανε της πλήρους υποστήριξης και κάλυψης της πολιτικής εξουσίας. Είχε τη δυνατότητα να προσφωνεί και να προσφωνείται από τον πρωθυπουργό της χώρας του με δηλωτικές οικειότητας φράσεις, είχε τη δυνατότητα να βλέπει τον πρωθυπουργό κατ' ιδίαν στην οικία του σε μια εποχή που η ελληνική κοινωνία είχε αρχίσει να πείθεται για τη δράση του. Και ακόμα, να έχει την προστασία του, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι η πρωθυπουργική γραμματεύς παρενέβη υπέρ αυτού κατ' εντολή του Ανδρέα Παπανδρέου και υποχρέωσε τον υφυπουργό Γεώργιο Πέτσο να δεχτεί τον Κοσκωτά και να τον εξυπηρετήσει (...)
Μετά την έκδοση της απόφασης του Ειδικού Δικαστηρίου, έγιναν επιγραμματικά οι ακόλουθες δηλώσεις:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.