Το σκάνδαλο Siemens στην Ελλάδα είναι μια υπόθεση που αφορά σε ενδεχόμενο χρηματισμό Ελλήνων πολιτικών και στελεχών δημόσιων οργανισμών, όπως ο ΟΤΕ, από τη γερμανική εταιρεία Siemens, σχετιζόμενο με συμβάσεις προμήθειας υλικών, υπηρεσιών και συστημάτων στο Ελληνικό Δημόσιο. Η υπόθεση ερευνάται από το 2008, τόσο από την ελληνική Δικαιοσύνη, όσο και από μια εξεταστική επιτροπή του Ελληνικού Κοινοβουλίου, σε συνεργασία με τις γερμανικές δικαστικές αρχές του Μονάχου. Η δίκη για τα μαύρα ταμεία της Siemens ξεκίνησε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων τον Φεβρουάριο του 2017, 11 χρόνια μετά την έναρξη της έρευνας στην Ελλάδα, με συνολικά 64 κατηγορούμενους, Έλληνες και Γερμανούς, μεταξύ των οποίων πρώην στελέχη της Siemens Ελλάδας, πρώην στελέχη της μητρικής εταιρίας αλλά και στελέχη του ΟΤΕ που φέρονται ως αποδέκτες μαύρου χρήματος. [1]
Το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε όταν έγινε γνωστό στη Γερμανία ότι η Siemens δαπάνησε 1,3 δις ευρώ σε αμφιλεγόμενες πληρωμές (δωροδοκίες) για να εξασφαλίζει συμβόλαια σε διάφορες χώρες μεταξύ των ετών 1999 και 2006[2]. Στελέχη της Siemens έχουν ισχυριστεί ότι συνολικά το ποσό των 130 εκατομμυρίων μάρκων είχε δοθεί σε Έλληνες.[3]. Καταθέτοντας στη δίκη για τα μαύρα ταμεία της Siemens, τον Μάρτιο του 2017, ο πρώην πρόεδρος του ΟΤΕ, Παναγής Βουρλούμης, είπε ότι σύμφωνα με το πρώην στέλεχος της Siemens, Ράινχαρτ Σίκατσεκ, είχαν δωροδοκηθεί 50 με 75 στελέχη του ΟΤΕ. [4]
Από την πλευρά της ελληνικής Δικαιοσύνης, με την υπόθεση έχουν ασχοληθεί:
ο 4ος ειδικός ανακριτής Νίκος Ζαγοριανός, με προανάκριση από το 2005 ως τον Σεπτέμβριο του 2008. Αργότερα, ο προϊστάμενος επιθεώρησης των δικαστηρίων Ιωάννης Παπανικολάου άσκησε ποινική δίωξη κατά του κου Ζαγοριανού για παράβαση καθήκοντος και κατάχρηση εξουσίας κατά τους χειρισμούς του στην υπόθεση. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης Χάρης Καστανίδης ζήτησε την προσωρινή αργία του κου Ζαγοριανού, κάτι που απερρίφθη από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου[5].
ο εισαγγελέας πρωτοδικών Παναγιώτης Αθανασίου, με προανάκριση από τα τέλη του 2006 μέχρι το καλοκαίρι του 2008, ενώ από τον Σεπτέμβριο του 2008 ανέλαβε την κύρια ανάκριση[6]
Τον Φεβρουάριο του 2010 συστάθηκε εξεταστική επιτροπή του ελληνικού Κοινοβουλίου, αποτελούμενη από 19 βουλευτές[7] από όλα τα κόμματα. Πρόεδρος της επιτροπής είναι ο βουλευτής ΠΑΣΟΚΣήφης Βαληράκης.
Οι εργασίες της επιτροπής παρατάθηκαν αρχικά ως τις 30 Ιουνίου 2010, καθώς "προκύπτουν ενδείξεις εμπλοκής πολιτικών προσώπων, αλλά και ευθύνες για τις δικαστικές αρχές"[8]. Μετά από άλλη μια παράταση, τελικά οι δραστηριότητες της Εξεταστικής Επιτροπής φαίνεται ότι θα λήξουν στα τέλη Σεπτεμβρίου 2010.[9]
Μάρτυρες
Στην επιτροπή έχουν καταθέσει μέχρι στιγμής:
στις 22 Φεβρουαρίου ο πρώην πρόεδρος του ΟΤΕ Δημήτρης Παπούλιας[10]
στις 18 Μαΐου ο βουλευτής ΠΑΣΟΚ Κώστας Γείτονας και ο πρώην γενικός διευθυντής ΝΔ Κώστας Σημαιοφορίδης[19]
στις 20 Μαΐου ο πρώην διευθυντής στρατηγικού σχεδιασμού, ανάπτυξης και ακίνητης περιουσίας του ΟΣΕ Ευστάθιος Τσέγκος, και ο πρώην γενικός διευθυντής του ΟΣΕ Παναγιώτης Κουμάντος[20]
στις 26 Μαΐου ο πρώης Υπουργός Τάσος Μαντέλης και ο κουμπάρος του, επιχειρηματίας Γιώργος Τσουγκράνης
στις 2 Ιουνίου ο επιχειρηματίας Μάριος Κάτσικας [21]
στις 3 Ιουνίου ο πρώην οικονομικός και γενικός διευθυντής της Siemens Ρούντολφ Φίσερ και (εκ νέου) η γραμματέας του Μιχάλη Χριστοφοράκου, Κατερίνα Τσακάλου[22]
στις 11 Ιουνίου ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου εταιρειών επικοινωνιών CIVITAS Γιώργος Φλέσσας[23].
στις 13 και τις 23 Ιουνίου ο πρώην διευθύνων σύμβουλος του ΟΣΕ Κώστας Γιαννακός[24]
στις 13 Ιουλίου οι πρώην πρόεδροι του Οργανισμού Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού, Σταμάτης Μαύρος και Μιχάλης Σιώψης, ο πρόεδρος της επιτροπής επιλογής αναδόχου Δημήτρης Λυμπερόπουλος, και ο πρώην γενικός γραμματέας υπουργείου Πολιτισμού Χρήστος Ζαχόπουλος[25]
στις 14 Ιουλίου ο πρώην υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών Χρίστος Βερελής[25]
στις 26 Οκτωβρίου ο Ράινχαρτ Σίκατσεκ, ο φαινόμενος βασικός διαχειριστής των "μαύρων ταμείων" της Siemens[34]
στις 27 Οκτωβρίου ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Siemens Ελλάδος, Μιχάλης Χριστοφοράκος[34]
Τα χρήματα φαίνεται να διοχετεύτηκαν από κρυφά ταμεία της Siemens και μέσω υπεράκτιων (offshore) εταιρειών[35] να έφταναν στους τελικούς αποδέκτες τους. Ο κύριος διαχειριστής των χρημάτων αυτών φαίνεται να είναι ο τότε διευθύνων σύμβουλος της Siemens Ελλάδος, Μιχάλης Χριστοφοράκος, καθώς και ο πρώην διευθυντής τηλεπικοινωνιών της Siemens Ελλάδος, Πρόδρομος Μαυρίδης.
Ο Χριστοφοράκος διέφυγε στη Γερμανία στις 15 Δεκεμβρίου 2007 και δικάστηκε από τη γερμανική Δικαιοσύνη, ενώ εντάλματα έκδοσής του στην Ελλάδα απορρίφθηκαν από τη γερμανική Δικαιοσύνη[2].
Μέχρι στιγμής τα παρακάτω πρόσωπα έχουν ομολογήσει τη λήψη χρημάτων από τα ταμεία της Siemens:
Ο Θεόδωρος Τσουκάτος παραδέχτηκε τον Ιούνιο του 2008 ότι το 1999 έλαβε ένα εκατομμύριο μάρκα. Υποστηρίζει πως τα χρήματα αυτά σταδιακά μπήκαν στα ταμεία του ΠΑΣΟΚ, κάτι που όμως ακόμη δεν έχει αποδειχτεί.[36]
Ο Τάσος Μαντέλης παραδέχτηκε τον Μάιο του 2010 ότι το 1998 και το 2000 έλαβε 200.000 και 250.000 μάρκα αντίστοιχα. Για το πρώτο ποσό κατονόμασε τη Siemens, ενώ για το δεύτερο δήλωσε ότι δεν γνωρίζει την προέλευσή τους. Από τις 27 Μαΐου 2010 έχει απαγορευτεί στον Τάσο Μαντέλη η έξοδος από τη χώρα[37]. Το αδίκημα της δωροδοκίας έχει παραγραφεί, όμως φαίνεται ότι ο Τάσος Μαντέλης θα δικαστεί για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα[38]. Τον Ιούλιο του 2017, ο Τάσος Μαντέλης κρίθηκε ομόφωνα ένοχος από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων για το αδίκημα του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος. [39].
Από τη δεκαετία του '90 ως σήμερα κάποιες από τις σημαντικότερες συμβάσεις μεταξύ Siemens Ελλάς και ελληνικού δημοσίου είναι οι παρακάτω:
η ψηφιοποίηση των τηλεφωνικών κέντρων του ΟΤΕ (μαζί με την Intracom) από το 1990 ως το 1997[40]
το σύστημα C4I για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004