Βρετανός φιλέλληνας, στρατιωτικός και πολιτικός της Ελλάδας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Σερ Ρίτσαρντ Τσωρτς (Sir Richard Church) ή Ρίτσαρντ Τσερτς ή Ριχάρδος Τσουρτς, ή Τζουρτζ, ή Τσωρτζ, ή Τζωρτζ, όπως τον ανέφεραν στην Ελλάδα, (Κορκ Ιρλανδίας, 1784 - Αθήνα, Μάρτιος 1873), ήταν φιλέλληνας, Βρετανός στρατιωτικός από την Ιρλανδία[9][σημ. 1] που υπηρέτησε στην υπηρεσία της Βρετανίας, του Βασιλείου των Δύο Σικελιών και της Ελλάδας και πολιτικός της Ελλάδας. Ήταν στον στρατό από πολύ νέος, από το 1801. Πολέμησε από το 1805 στους Ναπολεόντειους Πολέμους, στην Ισπανία, στην Αίγυπτο, στη Σικελία, στην Κορσική και στα Ιόνια νησιά, όπου συνέστησε για λογαριασμό των Βρετανών μια στρατιωτική μονάδα από Έλληνες μέχρι το 1813. Το 1817 μπήκε στην υπηρεσία του βασιλιά Φερδινάρδου Α΄ των Δύο Σικελιών. Το 1827 τον κάλεσαν οι Έλληνες για να αναλάβει την αρχιστρατηγία του στρατού ξηράς. Στη συνέχεια έλαβε τις θέσεις του αρχηγού της Δυτικής Ελλάδος, Σύμβουλου της Επικρατείας, πληρεξούσιου στην Α΄ Εθνοσυνέλευση των Αθηνών το 1843[11] και γερουσιαστή το 1844.[12] Πέθανε στην Αθήνα το 1873 και τάφηκε δημοσία δαπάνη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.[9]
Για την περίοδο που ο Τσωρτς ήταν στην Ιταλία, αναφερόταν ως Ρικάρντο Τσουρτς (Riccardo Church) (στα ιταλικά το «u» αποδίδεται ως «ου»), ενώ στην Ελλάδα αναφερόταν ως Ριχάρδος Τζουρτζ ή Τζουρτς,[12] Τζορτσ,[11] Ρικάρδος Τζόρτζ,[13] Τσούρτς,[14] Τσωρτζ,[15] Τσώρτσης (E.M. Church σελ. 324), Ριχάρδος Τζώρτζης,[16] Ρικάρδος Τζιούρτς[17] ή και Τζούρτζης.[18] Παρά το γεγονός ότι η προφορά του ονόματός του στα αγγλικά δεν είναι Τσ«ω»ρτς αλλά πιο κοντά στο Τσ«ε»ρτς (ο ήχος του «ε» είναι όπως στο σύμβολο «ɜ» στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο) στο παρόν κείμενο αναφέρεται συνήθως ως Τσωρτς, όπως αναγράφεται το όνομά του και σε άλλες μεταγενέστερες εγκυκλοπαίδειες.[19][20][21] Στην Ελλάδα σε πολλές πηγές της εποχής αποκαλείται Τσ«ου»ρτς, όπως ήταν η προφορά του ονόματός του στην Ιταλία όπου έζησε πολλά χρόνια πριν βρεθεί στην Ελλάδα.
Ο Τσωρτς έφυγε από το σπίτι του σε ηλικία 16 ετών, παρόλο που η μετέπειτα αλληλογραφία του δείχνει ότι δεν υπήρξε ρήξη των σχέσεών του με την οικογένειά του. Στις 3 Ιουλίου 1800 κατατάχθηκε και έγινε σημαιοφόρος στο 13ο Σύνταγμα Πεζικού του Σόμερσετ (13th Regiment of Foot, 1st Somersetshire).[22] Βρέθηκε στη μάχη του Φερρόλ στη Βόρειο Ισπανία το 1800 και στην εκστρατεία στην Αίγυπτο υπό τον Σερ Ραλφ Αμπερκρόμπυ (Sir Ralph Abercromby) όπου πήρε μέρος στη μάχη του Αμπουκίρ (ενάντια στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη) και στην κατάληψη της Αλεξάνδρειας από τους Γάλλους το 1801 (Γαλλική εκστρατεία στην Αίγυπτο και τη Συρία 1798-1801). Μετά την αποχώρηση των Γάλλων γύρισε στην Αγγλία. To 1802 έγινε υπολοχαγός (Lieutenant) στο 37 Σύνταγμα Πεζικού (37th Foot).[22] Έφυγε ξανά από την Αγγλία με τον στρατό το 1805.[9]
Με την έναρξη των Ναπολεόντειων Πολέμων, το 1805 η μονάδα του στάλθηκε για να υπερασπίσει τη Σικελία, ενώ στις 7 Ιανουαρίου του 1806 έγινε λοχαγός (Captain) στους Βασιλικούς Κυνηγούς της Κορσικής (Royal Corsican Rangers). Εκεί για πρώτη φορά ήταν υπεύθυνος για ξένα στρατεύματα στρατολογημένα από τον τοπικό πληθυσμό. Τον Οκτώβριο του 1808 έγινε Βοηθός Γενικός Φροντιστής (Assistant Quartermaster General) στη Σικελία. Το 1809 ο Τσωρτς έγινε Γενικός Φροντιστής (Quartermaster General) στην αποστολή που κατέλαβε τα Ιόνια νησιά υπό τον Σερ Τζων Όσβαλντ (Sir John Oswald).[23] Στις 9 Σεπτεμβρίου 1809 ανέλαβε τη θέση του ταγματάρχη (Major) στο Ελληνικό Ελαφρύ Πεζικό (Greek Light Infantry 1808-1811)[24] και στις 19 Νοεμβρίου 1812 έγινε αντισυνταγματάρχης (Lieutenant-Colonel) στο Πρώτο Ελληνικό Σύνταγμα Ελαφρού Πεζικού του Δούκα της Υόρκης (The Duke of York's Greek Light Infantry Regiment 1811-24 Φεβρουαρίου 1816).[22][25][26] Έχοντας ήδη την εμπειρία διοίκησης ξένων στρατευμάτων, διοίκησε τα στρατεύματα που είχαν στρατολογηθεί από Έλληνες, έφτιαξε μάλιστα και ένα δεύτερο σύνταγμα με 454 Έλληνες (Δεύτερο Ελληνικό Σύνταγμα Ελαφρού Πεζικού του Δούκα της Υόρκης (2nd Regiment Greek Light Infranty 1813-1814) που στρατολόγησε ο ίδιος το 1813 για την κατάληψη των Παξών.[27] Ανάμεσα στους στρατιώτες και τους αξιωματικούς των μονάδων αυτών που διοικούσε ήταν φυγάδες αρματολοί από την ηπειρωτική Ελλάδα, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης,[19] με τον οποίο κράτησε στη συνέχεια φιλική σχέση και αλληλογραφία. Αφού τελείωσαν οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι, και μετά από παράπονα της οθωμανικής διοίκησης, διαλύθηκαν τα ελληνικά στρατεύματα που είχε φτιάξει, έχοντας όμως αποκτήσει εμπειρία τακτικού στρατού, εμπειρία που αξιοποίησε και ο Κολοκοτρώνης αλλά και άλλοι που έλαβαν μέρος στην Ελληνική επανάσταση.
Στα χρόνια αυτά υπηρέτησε στη Μάλτα, στη Νάπολη, τη Σικελία, στην Καλαβρία. Ήταν παρών στην μάχη της Μάιντα, στην άμυνα του Κάπρι όπου τραυματίστηκε στο κεφάλι, στην κατάληψη της Ίσκιας (Ischia), στην αποστολή στα Επτάνησα, στην κατάληψη της Ζακύνθου και της Κεφαλονιάς. Στη μάχη της Αγίας Μαύρας τραυματίστηκε σοβαρά στο αριστερό του χέρι το οποίο χτυπήθηκε από σφαίρα.[22]
Μετά τη θητεία του στα Επτάνησα, ο Τσωρτς πήγε σε αποστολή της βρετανικής κυβέρνησης στους συμμαχικούς στρατούς Αυστρίας και Πρωσσίας και στη συνέχεια υπηρέτησε ως Βρετανικός Στρατιωτικός Σύνδεσμος (British Military Resident) στον Αυστριακό Στρατό με βάση την Ιταλία το 1814 και 1815[9][28]. Πήρε μέρος στο Συνέδριο της Βιέννης, όπου υποστήριξε την παραμονή των Επτανήσων υπό βρετανική κυριαρχία, αλλά και της Πάργας και άλλων πρώην βενετικών πόλεων, που ήταν τότε υπό την κατοχή του Αλή Πασά.[29]
Μετά από προσφορά της κυβέρνησης του Βασιλείου των Δύο Σικελιών, επέστρεψε στην Ιταλία το 1817, όπου με την άδεια της βρετανικής διοίκησης ανέλαβε τη θέση υποστράτηγου (Major General) στον στρατό, καθώς και τη θέση του επιθεωρητή των στρατευμάτων των ξένων, στην υπηρεσία του του βασιλιά Φερδινάρδου Α΄ των Δύο Σικελιών. Υπηρέτησε στην Απουλία με έδρα το Λέτσε όπου κατάφερε να σταματήσει τη δράση των τοπικών ληστάρχων οι οποίοι δρούσαν μέχρι τότε ανεξέλεγκτοι. Η επιτυχημένη θητεία του του έφερε αναγνώριση και τους τίτλους του ιππότη (Commander) του τάγματος του Αγίου Φερδινάρδου της Νάπολης και τον Μεγαλόσταυρο του Ευγενεστάτου Στρατιωτικού Τάγματος του Αγίου Γεωργίου των Δύο Σικελιών.[9]
Το τέλος της καριέρας του στην Ιταλία υπαγορεύθηκε από τις πολιτικές αναταραχές: Μετά από την επιτυχημένη θητεία του στην Απουλία, του δόθηκε η διοίκηση του 9ου Τάγματος στη Σικελία με έδρα το Παλέρμο. Ο Τσωρτς πήγε στο Παλέρμο στις αρχές Ιουλίου του 1820, χωρίς να του επιτραπεί να πάρει μαζί του το στράτευμα των ξένων, παρά την επιθυμία του (δεδομένου ότι τους εμπιστευόταν ότι θα είναι πιστοί σε αυτόν), αλλά όταν άρχισε η επανάσταση, οι καρμπονάροι επαναστάτες θέλησαν να τον συλλάβουν. Κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη και γύρισε στη Νάπολη στις 23 Ιουλίου, όπου συνελήφθη από τους επαναστάτες, οι οποίοι είχαν πάρει και εκεί την εξουσία. Φυλακίστηκε εκεί για ένα χρονικό διάστημα και όταν απελευθερώθηκε, μετά από δίκη στην οποία βρέθηκε αθώος, επέστρεψε στην Αγγλία το 1821[30]. Εκεί έμεινε μέχρι το 1826, παντρεύτηκε τον Αύγουστο και μετά από λίγους μήνες, στις αρχές του 1827, ξεκίνησε για την Ελλάδα.
Μετά από πρόσκληση των Ελλήνων, τον Φεβρουάριο του 1827 αποβιβάστηκε στην Ερμιόνη, όπου βρισκόταν ο πλοίαρχος Χάμιλτον[σημ. 2] μαζί με τον οποίο συντέλεσε σημαντικά στη συνεννόηση των κομμάτων και την αποκατάσταση της σχέσης μεταξύ των οπλαρχηγών.[33] Έτσι, τον Μάρτιο, δύο μήνες αργότερα, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, τον έχρισε Αρχιστράτηγο των κατά Ξηράν Δυνάμεων (generalissimo, όπως ο ίδιος αναφέρει στο φυλλάδιο που εξέδωσε[34]) μετά από πρόταση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (27-31 Μαρτίου 1827), ενώ έχρισε τον Λόρδο Κόχραν Πρώτον Στόλαρχον Όλων των Ναυτικών Δυνάμεων.[13] Πρώτη τους αποστολή ήταν η ενίσχυση του Καραϊσκάκη που μαχόταν στο Φάληρο και το Κερατσίνι για να λύσουν την πολιορκία της Ακρόπολης, κάτι που δεν κατάφεραν, με σημαντικές απώλειες για τους Έλληνες. Μετά το χαμό του Καραϊσκάκη και τη διάλυση του στρατού, ο Τσωρτς έδειξε ευτολμία και μέγιστη σύνεση, έσωσε τους άνδρες που ήταν σκορπισμένοι στα παράλια, φρόντισε για την επιβίβασή τους σε πλοία και στη συγκέντρωσή τους στο Φάληρο και στον Πειραιά και στη συνέχεια στη Σαλαμίνα όπου συγκεντρώθηκε μετά από λίγο το μεγαλύτερο μέρος των στρατευμάτων.[10]
Στη συνέχεια η Αντικυβερνητική Επιτροπή του ανέθεσε το φρούριο του Ναυπλίου. Μετά από μερικούς μήνες πήγε στο φρούριο της Κορίνθου και από εκεί στο Διακοπτό της Βοστίτσας και μετά στην Ανατολική Ελλάδα, όπου έμεινε μέχρι που ήλθε ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας.[10]
Μετά την άφιξη του Καποδίστρια στάλθηκε στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, όπου το 1829, επικεφαλής των στρατευμάτων της Δυτικής Ελλάδος και με τη βοήθεια στολίσκου στον οποίο συμμετείχε ο Άστιγξ (Hastings) με την «Καρτερία» και άλλα πέντε πολεμικά[35] με σκοπό τον αποκλεισμό του Αμβρακικού Κόλπου, κατάφερε να κυριεύσει τη Βόνιτσα, το Αιτωλικό και το Μεσολόγγι, μια από τις τελευταίες πράξεις του πολέμου της απελευθέρωσης που όρισαν τα σύνορα της Ελλάδας εκτός της Πελοποννήσου, στη Στερεά Ελλάδα.
Μετά τον Ιούλιο του 1829, ο Τσωρτς παραιτήθηκε από τη θέση του, δείχνοντας τη δυσαρέσκειά του στην επιλογή του Καποδίστρια να διορίσει τον αδελφό του Αυγουστίνο πληρεξούσιο τοποτηρητή στη Δυτική Ελλάδα, αλλά και για την παραμέληση των στρατιωτών του από την Κυβέρνηση Καποδίστρια. Με την έλευση του Όθωνα, η Κυβέρνηση Σπυρίδωνα Τρικούπη πρόσφερε στον Τσωρτς του τη θέση του πρέσβη στη Ρωσία, κάτι που δεν αποδέχθηκε ο Ρώσος αυτοκράτορας (E.M. Church, σελ. 322). Στη συνέχεια διορίστηκε Σύμβουλος της Επικράτειας και το 1836, κατά τη διάρκεια της Κυβέρνησης Άρμανσπεργκ, διορίστηκε γενικός επιθεωρητής του Στρατού.
Στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 ο Τσωρτς επιλέχθηκε ανάμεσα από τους Συμβούλους της Επικράτειας που ήταν επαναστάτες να έχει διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ αυτών και του Όθωνα και συνυπέγραψε την επόμενη ημέρα την προκήρυξη του Συμβουλίου της Επικράτειας που ευχαριστούσε τον λαό και τη φρουρά των Αθηνών για τη συμπεριφορά τους και ανακήρυσσε την 3η Σεπτεμβρίου ως εθνική εορτή. Ήταν ο τέταρτος υπογράφων μετά τον Μαυρομιχάλη, τον Κουντουριώτη και τον Νοταρά (E.M. Church, σελ 322). Ένα μήνα μετά εκλέχθηκε πληρεξούσιος Ζυγού Αιτωλίας στην Γ’ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση, αντιπροσωπεύοντας μια περιοχή από τα μέρη της Δυτικής Ελλάδας που απελευθέρωσε το 1828-1829 και επιλέχθηκε στη Γερουσία. Ως μέλος της Εθνοσυνέλευσης τάχθηκε με την πλευρά των ετεροχθόνων. Θρυλική έχει μείνει η αγόρευσή του για το ζήτημα αυτό, διότι περιείχε μόνο μια λέξη: «Γκαϊντούρια!», αγανακτισμένος από τη στάση των αυτοχθονιστών βουλευτών που τον θεωρούσαν ετερόχθονα παρά το ότι ο ίδιος είχε λάβει την ελληνική υπηκοότητα[36].
Τον ίδιο χρόνο, το 1844, ο Όθωνας αποφάσισε την απομάκρυνση του Τσωρτς από τη θέση του Γενικού Επιθεωρητή και διορίζει στη θέση του τον Θεόδωρο Γρίβα. Ο Τσωρτς παραιτήθηκε από τον στρατό και στην ουσία τελειώνει τη στρατιωτική του καριέρα σε ηλικία 60 ετών, παραμένοντας στη Γερουσία.
Όταν το 1854, δέκα χρόνια αργότερα, ο Όθωνας του πρόσφερε την τιμητική θέση του στρατηγού, ο Τσωρτς τη δέχθηκε με επιφύλαξη, χωρίς όμως να αναλάβει ενεργό στρατιωτικό ή πολιτικό ρόλο. Ήταν μέλος της Γερουσίας μέχρι την κατάργησή της το 1864.[17] Έμενε στην Αθήνα μέχρι τον θάνατό του το 1873. Χαρακτηριστικό της εκτίμησης που έχαιρε μέχρι το τέλος της ζωής του είναι οι επισκέψεις του Βασιλιά Γεωργίου Α΄ στον Τσωρτς, όταν ήταν άρρωστος, λίγες ημέρες πριν τον θάνατό του.[37]
Σύμφωνα με έγγραφο του ίδιου του Τσωρτς, είχε τους εξής τίτλους (μεταφρασμένους στα ελληνικά): «Ιππότης του Μεγάλου Σταυρού του Ευγενεστάτου Στρατιωτικού Τάγματος του Αγίου Γεωργίου των Δύο Σικελιών, Ιππότης του Τιμιωτάτου Τάγματος του Λουτρού της Αγγλίας, Διοικητής του Εξοχωτάτου Στρατιωτικού Τάγματος του Γκουέλφ του Ανόβερου και των παρασήμων του Αγίου Φερδινάρδου και της αγιότητας κτλ. κτλ.».[38]
Το 1815 έλαβε από τη Βρετανία τον τίτλο του Εταίρου του Τάγματος του Λουτρού (Companion, Order of the Bath) για τη θητεία του ως διοικητή του Ελληνικού Τάγματος Ελαφρού Πεζικού στα Επτάνησα.[39]
Για τις υπηρεσίες του προς στο Βασίλειο των Δύο Σικελιών, έλαβε τον Μεγαλόσταυρο του Βασιλικού και Στρατιωτικού Τάγματος του Αγίου Γεωργίου της Επανενώσεως (Gran croce di Reale e militare ordine di San Giorgio della Riunione). Μεταξύ 1821 και 1825 έλαβε από τη Βρετανία τον τίτλο του Ιππότη Διοικητή του Βασιλικού Τάγματος του Γουέλφων του Ανοβέρου (KCH, Knight Commander, Royal Guelphic Order ή αλλιώς Hanoverian Guelphic Order). Είχε επίσης λάβει τον Μεγαλόσταυρο του ελληνικού Τάγματος του Σωτήρος, όταν αυτό δημιουργήθηκε το 1833.[40]
Τον Φεβρουάριο του 1854 με βασιλικό διάταγμα του απονεμήθηκε τιμητικά ο βαθμός του στρατηγού, που δημιουργήθηκε ειδικά για την περίσταση (ο μεγαλύτερος βαθμός ως τότε ήταν ο βαθμός του αντιστρατήγου).[41]
Η πόλη των Αθηνών τίμησε τον Τσωρτς, δίνοντας το όνομά του στην οδό «Τζωρτζ», κάθετη στην πλατεία Κάνιγγος. Σημειώνεται η λανθασμένη ορθογραφία του ονόματος της οδού.[42]
Ήταν γιος του Μάθιου Τσωρτς (Matthew Church), εμπόρου από το Κορκ (Cork) της Ιρλανδίας και της Αν Ντίαρμαν (Anne Dearman) (2 Σεπτεμβρίου 1745-17 Νοεμβρίου 1812), δεύτερος γιος από τα έξι παιδιά της οικογένειας. Γεννήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 1784 .[9] Παντρεύτηκε την Μέρι-Αν (Marie-Anne), πρώτη κόρη του Σερ Ρόμπερτ Γουίλμοτ (Sir Robert Wilmot), δεύτερου βαρονέτου του Όσμαστον (Osmaston), Ντέρμπι (Derby), στις 17 Αυγούστου 1826, στο Γουόρθινγκ (Worthing) [43] [σημ. 3]. Ο Τσωρτς διατηρούσε τη σχέση με την οικογένειά του, έχοντας αλληλογραφία με τον μεγάλο του αδελφό Τζων Ντίαρμαν Τσωρτς (John Dearman Church), όπως προκύπτει από τις επιστολές που δημοσίευσαν οι ανιψιοί του Τσ. Μ. Τσωρτς (Rev. C. M. Church) και Ρίτσαρντ Γουίλιαμ Τσωρτς (Richard William Church), αλλά και επισκέψεις (ο ανιψιός του Ε. Μ. Τσωρτς περιγράφει ότι τον είδε πρώτη φορά το 1848, όταν τον επισκέφθηκε στην Ελλάδα) (E. M. Church, 1895, σελ 306).
Ο Τσωρτς ήταν μικρόσωμος, καλοφτιαγμένος, με ευχάριστους τρόπους, βελτιωμένους από τις σημαντικές κοινωνικές του εμπειρίες.[49] Στη νεκρολογία του περιγράφεται: «Πράος, αφελής, φιλομαθής, ομιλητικός, ευγενής στους τρόπους και ευαίσθητος την καρδίαν».[50] Είχε μπλε μάτια, μεγάλο μέτωπο και μουστάκι. Στα 65 του έδινε την εντύπωση Άγγλου ευγενούς ή διπλωμάτη και όχι ενός ανθρώπου χωρίς ακαδημαϊκή μόρφωση που είχε περάσει όλη τη ζωή του στον στρατό, μέρος της μάλιστα με άτακτο στρατό (E. M. Church, σελ. 316). Μιλούσε εκτός από αγγλικά, που ήταν η μητρική του γλώσσα, γαλλικά, ιταλικά και κάποια ελληνικά στα οποία ποτέ δεν είχε μεγάλη άνεση (E. M. Church, σελ. 330). Το έσκασε από το σπίτι του για να καταταγεί στον στρατό το 1800, σε ηλικία 16 ετών και η όποια εκπαίδευσή του ήταν αυτή που είχε λάβει μέχρι τότε. Η οικογένειά του ήταν μέλη της Θρησκευτικής Κοινωνίας των Φίλων, δηλαδή Κουάκεροι, έζησε λοιπόν τα πρώτα χρόνια της ζωής του σε ένα ιδιαίτερο θρησκευτικό περιβάλλον.
Το 1820 φέρεται να έγραψε στη Νάπολη το βιβλίο: «Relazione dei fatti accaduti al tenente generale Riccardo Church» και υπότιτλο: «Cavaliere Gran Crocce Del'Ordine Militare di San Giorgio della Reunione, Cavaliere di piu ordini, Comandante Generale et Ispettore delle truppe estere nel regno di Napoli e gia Comandante delle trupe Napolitane in Sicilia», το οποίο όμως αναφέρει ρητά ότι ο «αξιότιμος Στρατηγός Τσωρτς δεν αναγνωρίζει ως δική του την παρούσα δημοσίευση».[51]
Το 1826 δημοσίευσε τις αναμνήσεις του από την επανάσταση στο Παλέρμο με τίτλο: Lieutenant General Sir Richard Church's personal narrative of the revolution at Palermo, in the year 1820.[52]
To 1828 δημοσιεύτηκαν στο Annuaire historique universel του Charles-Louis Lesur οι τρεις αναφορές του Ρίτσαρντ Τσωρτς για τη μάχη της Ακρόπολης προς την Τρίτη Εθνοσυνέλευση, ένα σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο.[53][54]
Το 1830 έγραψε ένα κείμενο 22 σελίδων με τίτλο «Observations on an eligible line of frontier for Greece as an independent state by Lieut.-Gen. Sir Richard Church, late Generalissimo of Greece, with a Preface, by the Right Hon. R. Wilmot Horton M.P. 8vo pp.22, London, Ridgway. 1830» («Παρατηρήσεις σε μια εφικτή συνοριακή γραμμή για την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος από τον Lieut.-Gen. Σερ Ρίτσαρντ Τσωρτς, πρώην αρχιστράτηγο της Ελλάδος, με εισαγωγή από τον Αξιότιμο Ρ. Γουίλμοτ Χόρτον, Βουλευτή»)[34] που εκδόθηκε από τον γαμπρό του, τον αδελφό της γυναίκας του, βουλευτή Ρ. Γουίλμοτ Χόρτον.[55]
Λίγο πριν τον θάνατο του Τσωρτς, το γραφείο του σφραγίστηκε από την Αγγλική πρεσβεία για τη διατήρηση των χειρογράφων που βρίσκονταν σε αυτό.[56] Το αρχείο του (MS. Correspondence and Papers of Sir Richard Church, σε 29 τόμους)[σημ. 4] βρίσκεται (όπως αναφερόταν το 1911[29]) στο Βρετανικό Μουσείο (Add. MSS. 36543-36571) και περιέχει σημαντικά στοιχεία για την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης.
Έγγραφα από το αρχείο του βρίσκονται επίσης στα Γενικά Αρχεία του Κράτους.[57]
Το σπίτι του Τσωρτς στην Αθήνα, η Οικία Τσωρτς, διατηρείται μέχρι σήμερα στην Πλάκα, στην οδό Σχολείου 5. Αρχικά ήταν ιδιοκτησία του Άγγλου ιστορικού της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, Τζορτζ Φίνλεϊ από τον οποίο το αγόρασε. Στο σπίτι αυτό έζησε ο Τσωρτς μέχρι τον θάνατό του.
Ο Τσωρτς πέθανε, μετά από ασθένεια, την Πέμπτη 8 Μαρτίου (20 Μαρτίου σύμφωνα με το Γρηγοριανό ημερολόγιο σε ισχύ στη Βρετανία) και τάφηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη στις 15 Μαρτίου 1873[60][9][19][61][62][σημ. 6]. Η κηδεία έγινε με καθυστέρηση, εν αναμονή του ανιψιού του, που αναμενόταν από την Αγγλία. Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε στον προτεσταντικό ναό της οδού Φιλελλήνων παρουσία του βασιλιά και πλήθους επισήμων. Το μνημείο του τάφου, απέναντι από τον ιερό ναό του Αγίου Λαζάρου, φέρει αγγλική επιγραφή στο μπροστινό και την αντίστοιχη ελληνική στο πίσω μέρος: «Richard Church, General, who having given himself and all he had, to rescue a Christian race from oppression, and to make Greece a nation, lived for her service, and died among her people, rests here in peace and faith» «Ώδε κείται εν ειρήνη και πίστει ο Στρατηγός Ριχάρδος Τσωρτζ αφιερώσας εαυτόν και πάντα τα εαυτού υπέρ της από της δουλείας απελευθερώσεως φυλής χριστιανικής, συντελέσας ίνα η Ελλάς κατασταθή έθνος, ζήσας όπως υπηρετήση αυτήν και αποβιώσας μεταξύ του λαού αυτής». Επιτάφιο λόγο εκφώνησε στις 15 Μαρτίου 1873 (παλαιό ημερολόγιο) ο υπουργός Δικαιοσύνης Παναγιώτης Χαλκιόπουλος[50] και μετά στα αγγλικά ο νεαρός τότε Ιωάννης Γεννάδιος [14][63]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.