From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ποσειδωνία η ωκεάνιος (Posidonia oceanica) είναι είδος θαλασσίου φανερογάμου (πρόκειται για ανώτερο φυτό και θαλάσσιο αγγειόσπερμο, αν και λαθασμένα συχνά το αποκαλούμε «φύκια») ενδημικό στη Μεσόγειο θάλασσα. Σχηματίζει μεγάλα υποθαλάσσια λιβάδια που αποτελούν σημαντικό μέρος του οικοσυστήματος. Ο καρπός της διασπείρεται ελεύθερα, επιπλέει και είναι γνωστός στην Ιταλία ως «η ελιά της θάλασσας» (l'oliva di mare[2]). Μπάλες ινώδους υλικού από το φύλλωμά της, γνωστές ως μπάλες του Ποσειδώνα[3], ξεβράζονται στις κοντινές ακτές.
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές ορθογραφικής και συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. Αίτιο: δυσνόητη γλώσσα, έλλειψη καλής σύνταξης, έλλειψη κατάλληλης μορφοποίησης Για περαιτέρω βοήθεια, δείτε τα λήμματα πώς να επεξεργαστείτε μια σελίδα και τον οδηγό μορφοποίησης λημμάτων. |
Ποσειδωνία η ωκεάνιος | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Posidonia oceanica (L.) Delile | ||||||||||||||
Πρόκειται για είδος με ιδιαίτερα εκτεταμένη εξάπλωση στη Μεσόγειο και στις ακτές της Ελλάδας.[4] Η επιφάνεια της Μεσογείου που καλύπτουν οι λειμώνες της ανέρχεται στα 37.000 τ.χλμ., δηλαδή ποσοστό περίπου 1-2% της συνολικής της επιφάνειας.[4] Ανήκει στις κοινωνίες μαλακού υποστρώματος με μέγιστο βάθος εξάπλωσης τα 50 μέτρα.[4] Το γένος Posidonia, σύμφωνα με κατάταξη σε πέντε χλωριδικά στοιχεία των taxa, ανήκει στα Κοσμοπολίτικα είδη, καθώς αναπτύσσεται σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη.[4]
Περισσότερα από 300 είδη φυτών και πάνω από 1.000 είδη θαλασσίων ζώων ζουν στα λιβάδια ποσειδωνίας, μεταξύ αυτών πολλά από τα ψάρια αλιευτικής σημασίας. Πρόκειται για οικοτόπους με θεμελιώδη ρόλο στη διατήρηση της υγείας και παραγωγικότητας των θαλάσσιων οικοσυστημάτων. Πρώτον, αποτελούν τόπους αναπαραγωγής και λειτουργούν σαν βρεφοκομεία για πολλά είδη. Η τοπική αλιεία πλήττεται όταν τα λιβάδια ποσειδωνίας εξαφανίζονται. Δεύτερον, αποτρέπουν τη διάβρωση των ακτών μέσω των ριζωμάτων και των φύλλων τους. Με την αποψίλωση των θαλάσσιων λιβαδιών πολλές παραλίες απειλούνται με συρρίκνωση ή και εξαφάνιση. Τρίτον, όπως και τα χερσαία φυτά, τα υποβρύχια δάση δεσμεύουν άνθρακα από την ατμόσφαιρα.[5]
Η Οδηγία πλαίσιο για τα νερά 2000/60/ΕΚ[6] ορίζει την οικολογική κατάσταση κάθε υδάτινου σώματος ώστε να αξιολογείται βάσει βιολογικών ποιοτικών στοιχείων, όπως το φυτοπλαγκτόν, τα μακρόφυτα (μακροφύκη, αγγειόσπερμα), βενθικά ασπόνδυλα και η ιχθυοπανίδα και βάσει υδρομορφολογικών και φυσικών-χημικών στοιχείων. Ως βιοτικοί δείκτες της ρύπανσης είναι είδη τα οποία είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα σε ένα ρύπο και δίνουν πληροφορίες για τη διαβάθμιση του ρύπου στο μέσο, με την απουσία του είδους στην κοινότητα, ακόμη και πριν τα αποτελέσματα της ρύπανσης γίνουν αντιληπτά σε μεγάλη κλίμακα. Τα βασικά κριτήρια που λαμβάνονται υπ' όψιν για την επιλογή ενός βιοτικού δείκτη είναι: η ευαισθησία που παρουσιάζει έναντι των καταπονήσεων, η ικανότητά του να παρέχει με αξιόπιστο τρόπο σύνθετες πληροφορίες, η ευκολία προσδιορισμού, η απλότητα στην δομή του, η αφθονία του, η εφαρμοστικότητά του σε εκτεταμένες γεωγραφικές περιοχές κ.α. (Salas et al. 2006[7]). Για την εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης των παράκτιων υδάτων, με τη χρήση του θαλασσίου αγγειοσπέρμου Posidonia oceanica ως Βιολογικού Ποιοτικού Στοιχείου (BQE), είδους που θεωρείται ότι δεν διαβιώνει σε υποβαθμισμένες περιοχές (Romero et al. 2007[8]), έχουν προταθεί ο δείκτης PosWare (PoSte) στα ύδατα της Ιταλίας (κόλπος Ischia) (Silvestre et al. 2011[9]), ο δείκτης POMI (Mascaro et al. 2012[10]) στα ύδατα της Ισπανίας, o Valencian CS (Fernàndez - Torquemada et al. 2008) στα ύδατα της Ισπανίας, ο δείκτης BiPo (Lopez y Royo 2010[11]) και ο δείκτης PREI (Gobert et al. 2009[12]) στα ύδατα της Γαλλίας. Για την βάσει αυτών των δεικτών εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης ορίζονται τα όρια που αναφέρονται στον παρακάτω πίνακα.
Πίνακας 1. Συμφωνημένα όρια στην κλίμακα EQR για το αγγειόσπερμο P. oceanica.
Οικολογική κατάσταση |
EQR
|
Εξαιρετική |
1 - 0,775 |
Καλή |
0,774 - 0,550 |
Μέτρια |
0,549 - 0,325 |
Ελλιπής |
0,324 - 0,100 |
Κακή |
< 0,100 |
Οι μεταβλητές των βιοτικών δεικτών προορίζονται για να παρέχουν ξεκάθαρες πληροφορίες για ορισμένα αντικείμενα ενδιαφέροντος, να αποδίδουν πληροφορίες για την ισχύουσα κατάσταση και για τις μακροχρόνιες καταγραφές να παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με πιθανές αλλαγές και τάσεις. Οι μεταβλητές που συνθέτουν τους δείκτες της P. oceanica περιγράφουν διάφορες πτυχές των φυτοκοινωνιών, όπως σε διαφορετικά επίπεδα (επίπεδα πληθυσμού και κοινότητας, ατόμου, ιστού κλπ.), για τους διάφορους τύπους της διαταραχής και με διαφορετικούς χρόνους απόκρισης (εβδομάδα, έτος, αιώνας). Σημαντικός αριθμός μεταβλητών έχει χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση της κατάστασης των λειμώνων της P. oceanica στη Μεσόγειο κάποιες κύριες μεταβλητές σε επίπεδο κοινωνίας είναι η πυκνότητα δεσμίδων (δεσμίδες m-2
), η κάλυψη φύλλων (%), η δομή "matte", η βιομάζα επίφυτων (mg cm−2) και το περιεχόμενο Ν στα επίφυτα. Σε επίπεδο ατόμου είναι η επιφάνεια φύλλων (cm2 δεσμίδα−1), η νέκρωση φύλλων (%), η λεπιδοχρονολόγηση,τα πλαγιότροπα ριζώματα (%) και σε επίπεδο φυσιολογίας είναι το περιεχόμενο σουκρόζης στα ριζώματα, το περιεχόμενο Ν και P στα ριζώματα (% DW), η Ισοτοπική αναλογία δ15Ν και δ34S (‰) και τα ίχνη βαρέων μετάλλων: Cu, Zn και Pb ιστό (mg g DW−1). Όλες αυτές οι μεταβλητές έχουν διάφορες αποκρίσεις κάτω από διαφορετικές πιέσεις. (Romero et al. 2007[8]).
Ο δείκτης PΡΕΙ (Posidonia oceanica Rapid Easy Index) βασίζεται σε 5 μετρήσιμους παράγοντες : α. Πυκνότητα ριζωμάτων, β. φυλλική επιφάνεια, γ. επιφυτική βιομάζα / βιομάζα φύλλων, δ. κατώτερο βάθος ανάπτυξης, ε. τύπος του κατώτερου ορίου (π.χ μεταβαλλόμενος, σταθερός). Στην εργασία του Gobert et al. (2009)[12] επιλέχθηκαν αυτοί οι πέντε παράμετροι επειδή παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη οικολογική κατάσταση του λιβαδιού (ατομικό και πληθυσμιακό επίπεδο) για ένα ευρύ φάσμα καταπονήσεων (μειωμένη διαπερατότητα, ευτροφισμός, ενταφιασμός, βόσκηση) που περιγράφονται τακτικά στη Μεσόγειο. Σύμφωνα με τον δείκτη PREI (Gobert et al, 2009[12]) η ποιότητα εκφράζεται με κλίμακα από 1=RC (συνθήκες αναφοράς) μέχρι 0=κακές συνθήκες, όπου η P. oceanica (ΒQE, biological quality element) επηρεάζεται πολύ ή έχει εξαφανιστεί.
ΕQR’ (Ecological Quality Ratio): ονομάζεται ως δείκτης αναφοράς και εκφράζεται: η αναλογία μεταξύ της κατάστασης στο μελετούμενο σταθμό και της κατάστασης σε συνθήκες αναφοράς
ΕQR’ = N πυκνότητα + Ν φυλλική επιφάνεια + Ν (Βιομάζα επιφύτων/φύλλων)+ Ν κατώτερο όριο) / 3.5
Όπου:
N πυκνότητα= τιμή που μετρήθηκε -0 / τιμή αναφοράς -0
N φυλλική επιφάνεια= τιμή που μετρήθηκε -0 / τιμή αναφοράς -0
N Ε/L= (1- E/L) x 0.5
N κατώτερο όριο= τιμή που μετρήθηκε -17 / τιμή αναφοράς -17.
Τα 17 μ θεωρούνται το κατώτερο όριο ανάπτυξης της P. οceanica.
Ο βιοτικός δείκτης BiPo της Posidonia oceanica προτάθηκε από τους Lopez y Royo et al (2009)[11] και εφαρμόστηκε σε 15 θέσεις στην περιοχή της Κορσικής, σε βάθος 15 μέτρων. Προτάθηκε δειγματοληψία με πλαίσιο 20x20 cm. Οσον αφορά το βάθος αναφοράς πρέπει να είναι το λιγότερο που υπόκεινται σε φυσικές μεταβολές και να είναι πιο ευαίσθητο στις περιβαλλοντικές διαταραχές. Επιπλέον, οι μετρήσιμοι παράμετροι που προτείνονται από τον δείκτη BiPo είναι: το κατώτατο όριο ανάπτυξης, ο τύπος στο κατώτερο όριο, ο αριθμός φύλλων, η επιφάνεια φύλλων, η πυκνότητα δεσμίδων, το ποσοστό πλαγιοτροπικού ριζώματος, η επιμήκυνση ριζώματος, η παραγωγή ριζώματος και η βιομάζα επίφυτων. Οι παράμετροι που θεωρείται ότι κυμαίνονται μεταξύ διαταραγμένων και μη περιοχών (SP και NSP αντίστοιχα) είναι: το βάθος και ο τύπος στο κατώτερο όριο, η πυκνότητα των δεσμίδων, η ανάπτυξη των πλαγιότροπων ριζωμάτων και η επιφάνεια των φύλλων στο ενδιάμεσο βάθος.
Η Οδηγία Πλαίσιο για τα ύδατα απαιτεί την καθιέρωση συστημάτων αξιολόγησης, που βασίζονται σε ανθρωπογενείς πιέσεις και στις επιπτώσεις αυτών στα οικοσυστήματα και σε συναφή συστατικά στοιχεία τους. Οι κύριοι τύποι ανθρωπογενών πιέσεων που λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της οικολογικής κατάστασης είναι: οι χρήσεις γης, η βιομηχανική δραστηριότητα, οι αποθέσεις λυμάτων σε ποτάμια, η δραστηριότητα λιμανιών και ο παράκτιος σχεδιασμός (Lopez y Royo et al 2009)[11].
Η οικολογική κατάσταση πρέπει να ποσοτικοποιηθεί κατά το βαθμό αλλοίωσης ή απόκλισης των παρατηρούμενων τιμών από τις συνθήκες αναφοράς και να εκφραστεί ως αριθμητική τιμή, η οποία ονομάζεται οικολογική σχέση ποιότητας (EQR) και περιλαμβάνει τιμές μεταξύ 1 (σε συνθήκες αναφοράς) και 0 (στη χειρότερη κατάσταση).
Η εξίσωση για τον υπολογισμό του EQR είναι:
EQR=(((X-LB)/ HB-LB))0,225) +LB
όπου
Χ= η μετρήσιμη τιμή
LB= η χειρότερη τιμή που ανταποκρίνεται το Χ
HB= η ψηλότερη τιμή που ανταποκρίνεται η τιμή Χ
Η μεταβλητή του τύπου του κατώτερου βαθυμετρικού ορίου εκτιμήθηκε ως εξής:
1) Υψηλή: όταν πρόκειται για λειμώνα με προοδευτικό τύπο και με διαβρωτικά όρια (>70% κάλυψη ή >70% κάλυψη πλαγιότροπων ριζωμάτων), όπου το EQR=0,89.
2) Καλή: όταν ο τύπος λειμώνα ήταν απότομος στο κατώτερο βαθυμετρικό όριο του με κάλυψη φύλλων <70% και κάλυψη πλαγιότροπων ριζωμάτων <70% το, EQR=0,66
3) Μέτρια: όταν ο τύπος ήταν σποραδικός στο κατώτερο βαθυμετρικό όριο του λειμώνα σχημάτιζε ματ. Το EQR αντιστοιχούσε σε τιμή 0,44.
4) Κακή: όταν ο τύπος του λειμώνα ήταν οπισθοχώρησης στο κατώτερο βαθυμετρικό όριο του, με κάλυψη φύλλων <15% και κάλυψη πλαγιότροπων ριζωμάτων αμελητέα, το EQR αντιστοιχούσε σε 0,44
Το τελικό EQR υπολογίστηκε από τη σχέση:
EQR= (EQR κατ. Βάθος + EQR τύπος +EQR πυκνότητα + EQR μήκος ή επιφάνεια φύλων)/4
Μια σύντομη σύγκριση μεταξύ των βιοτικών δεικτών BiPo και PREi του θαλάσσιου φανερόγαμου Posidonia oceanica δείχνει ότι για την επιλογή του κατάλληλου δείκτη λαμβάνονται υπόψη διαφορετικές μεταβλητές. Πέρα από τα κοινά χαρακτηριστικά, όπως το κατώτερο όριο ανάπτυξης ή η πυκνότητα δεσμίδων, ο δείκτης PREI απαιτεί επιπλέον τον υπολογισμό αναλογίας βιομάζας επίφυτων / βιομάζα φύλλων (Gobert et al 2009[12]). Επίσης και οι δύο δείκτες έχουν σχετική ευκολία χρήσης και χαμηλό κόστος, ωστόσο ο βιοτικός δείκτης BiPo εμφανίζει δυσκολία στις εργαστηριακές μετρήσεις.
Ο βιοτικός δείκτης POMI (Posidonia oceanica Multivariate Index, Πολυπαραγοντικός Δείκτης της Posidonia oceanica) σχεδιάστηκε από τους Romero et al. (2007)[13] σύμφωνα με την Οδηγία-Πλαίσιο για τα ύδατα και εφαρμόστηκε αρχικά για την οικολογική αξιολόγηση των Καταλανικών παράκτιων υδάτων (ΒΔ Μεσόγειος). Είναι πολυπαραγοντικός δείκτης με μετρικές σε διαφορετικά επίπεδα οργάνωσης (σε επίπεδο φυσιολογίας, ατόμου, πληθυσμού, κ.α.). Επιλέχθηκαν συνολικά 14 μετρικές:
Η ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης των υδάτων βασίζεται στο λόγο Οικολογικής Ποιότητας (Ecological Quality Ratio, EQR), σύμφωνα με την Οδηγία 2000/60/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο υπολογισμός του EQR με γνώμονα το δείκτη POMI περιλαμβάνει την «βέλτιστη» περιοχή και όχι τις συνθήκες αναφοράς που είθισται να χρησιμοποιούνται κατά τον υπολογισμό του EQR άλλων βιοτικών δεικτών[13]:
όπου:
EQR’x: ο λόγος της οικολογικής ποιότητας του σταθμού x.
CIx: το προκύπτον μέγεθος της εκάστοτε εξεταζόμενης μεταβλητής για τον σταθμό x.
CIoptimal: ο προκαθορισμένος αριθμός της εκάστοτε εξεταζόμενης μεταβλητής για την «βέλτιστη» περιοχή.
CIworst: ο προκαθορισμένος αριθμός της εκάστοτε εξεταζόμενης μεταβλητής για την «χειρότερη» περιοχή.
Η «βέλτιστη» περιοχή περιλαμβάνει τις «καλύτερες» θεωρητικά τιμές που μπορούν να λάβουν οι 14 υπό εξέταση μεταβλητές, ενώ η «χειρότερη» περιοχή τις «χειρότερες» παρατηρούμενες τιμές. Δεδομένου ότι το P. oceanica είναι πολύ ευαίσθητο σε ανθρωπογενείς διαταραχές και στο παρελθόν έχουν αναφερθεί περιπτώσεις εξαφάνισης λιβαδιών του είδους, η εξίσωση του EQR, όταν ο οργανισμός είναι παρών, υπολογίζεται ως εξής[13]:
Συνεπώς, τα όρια για τις διαφορετικές οικολογικές καταστάσεις διαμορφώνονται όπως φαίνεται παραπάνω στον Πίνακα 1. Ο βιοτικός δείκτης POMI θεωρείται μια αξιόπιστη μέθοδος εκτίμησης της οικολογικής κατάστασης των παράκτιων υδάτων, καθώς: α) ο μερικός πλεονασμός των μεταβλητών που εξετάζονται αποτρέπει, σε κάποιο βαθμό, ανεπιθύμητες ανακατατάξεις στην κλίμακα της οικολογικής κατάστασης που μπορεί να προκληθούν λόγω φυσικών διετών διακυμάνσεων ή πιθανών πειραματικών σφαλμάτων και β) οι εξεταζόμενες μεταβλητές σχετίζονται με διαφορετικά επίπεδα βιολογικής οργάνωσης, γεγονός που συμβάλλει στην παράκαμψη του προβλήματος που προκύπτει εξαιτίας του πολύ αργού ρυθμού ανάκαμψης των λειμώνων του P. oceanica. Στην περίπτωση που η κατάσταση ενός οικοσυστήματος επιδεινωθεί τόσο, ώστε η P. oceanica να μην μπορεί πλέον να επιβιώσει, η ποιότητα των υδάτων θα χαρακτηριστεί ως κακή μέχρι τον εκ νέου αποικισμό από το φανερόγαμο, ακόμα κι αν στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα έχουν πραγματοποιηθεί αποτελεσματικές ενέργειες αποκατάστασης. Επιπλέον, σε ορισμένες περιοχές δεν υπάρχουν λειμώνες P. oceanica λόγω φυσικών αιτιών, όπως είναι η αστάθεια του ιζήματος, με αποτέλεσμα τη δυσκολία χρήσης του δείκτη POMI. Συγκριτικά με άλλους βιοτικούς δείκτες της P. oceanica, η ομοιότητα μεταξύ των ταξινομικών συστημάτων του δείκτη POMI και του δείκτη BiPo είναι πολύ μεγάλη, σύμφωνα με την έρευνα των Lopez y Royo et al. (2011)[14] και μάλιστα οι δύο δείκτες παρουσιάζουν μεγάλη συσχέτιση με τις ανθρωπογενείς πιέσεις.
Η P. oceanica περιέχει ως δομικά υλικά κυτταρίνη και ημικυτταρίνη, σε ποσοστό 61,8% και υψηλά ποσοστά λιγνίνης της τάξης του 29,8%, γεγονός που την καθιστά ένα άριστο θερμομονωτικό υλικό για εξωτερική και εσωτερική τοιχοποιία ή για την κατασκευή στεγών[15]. Έχει διαπιστωθεί πως η P. oceanica έχει υψηλότερη θερμομονωτική απόδοση συγκριτικά με αντίστοιχα δομικά υλικά που χρησιμοποιούνται ευρέως παγκοσμίως. Συγκεκριμένα, συγκρίνοντας την απόδοση αυτής με υλικά όπως τη θερμομονωτική κουβέρτα από γυάλινο μαλλί ή τον πετροβάμβακα, εντοπίστηκε πως η P. oceanica είναι αποδοτικότερη όσον αφορά την θερμική αγωγιμότητα και τη θερμοχωρητικότητα.[16]
Παράλληλα, είναι μη τοξικό βιολογικό υλικό, φιλικό προς το περιβάλλον, που καλύπτεται από θαλασσινό άλας, το οποίο δημιουργεί ένα στρώμα προστασίας από βακτηριακούς παράγοντες ή έντομα, που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν φθορές στην δομή αντίστοιχων τεχνητών μονωτικών υλικών στα οποία απαιτείται η προσθήκη χημικών συστατικών για προστασία. Ταυτόχρονα, εξαιτίας της προέλευσής του από το περιβάλλον, και αφού ολοκληρώσει την χρήση του ως μονωτικό υλικό, μπορεί να απορροφηθεί εκ νέου από το περιβάλλον χωρίς σημαντικές οικολογικές επιπτώσεις συγκριτικά με αντίστοιχα τεχνητά υλικά που χρησιμοποιούνται ευρέως. Επιπλέον, η δομή των ινών του επιτρέπει τη λειτουργία του σαν ρυθμιστή, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να απορροφά και να ελευθερώνει υδρατμούς χωρίς να δημιουργούνται επιπτώσεις και ρήγματα στη δομή του μονωτικού υλικού αλλά και της συνολικής κατασκευής[17].
Συχνά κατά την απόθεση νεκρού υλικού της P. oceanica μετά την ολοκλήρωση του βιολογικού της κύκλου, υπάρχουν αντιδράσεις από τους πολίτες για "ρύπανση των ακτών" και μείωση της προσβασιμότητας σε αυτές. Συγκεκριμένα, την περίοδο του φθινοπώρου, αυξάνεται η ποσότητα της απόθεσης νεκρού βιολογικού υλικού στις ακτές. Παράλληλα, αυτό το υλικό προσφέρει προστασία ενάντια στη παράκτια διάβρωση και τη μείωση παράκτιων ιζημάτων λόγω της κυματικής δράσης και των παράκτιων ρευμάτων.
Τα ξεραμένα αυτά θαλάσσια αγγειόσπερμα (ανώτερα φυτά) πρέπει να μένουν στην ακτή. Η δε απομάκρυνσή τους με ειδικά μηχανήματα δεν είναι μόνο επιζήμια για τις ακτές, αλλά και παράνομη. Αυτό απαντά το "Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας" του ΕΛΚΕΘΕ σε ερώτημα του Συνηγόρου του Πολίτη, με αφορμή την καταγγελία πολιτών. Σύμφωνα με το ΕΛΚΕΘΕ, πρόσφατο ευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα ανέδειξε τη σημασία των εκβρασμένων στην άμμο θαλασσίων αγγειοσπέρμων, για την ισορροπία και την υγεία των παράκτιων οικοσυστημάτων, απορρίπτοντας κατηγορηματικά το ενδεχόμενο να είναι επικίνδυνα για την υγεία[18].
Η παρουσία εκβρασμένων φυτικών υπολειμμάτων του θαλασσίου φυτού Posidonia oceanica (κατά προτεραιότητα προστατευόμενο από την εθνική και κοινοτική νομοθεσία) δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση εστία ρύπανσης, μόλυνσης ή άλλο κίνδυνο, αναφέρει στην απάντησή του το Επιστημονικό Ινστιτούτο. Τουναντίον, πρόκειται για εξαιρετικά ωφέλιμο βιοτικό στοιχείο το οποίο συνεισφέρει ποικιλοτρόπως στην υγεία και στην ισορροπία των παράκτιων και θαλασσίων οικοσυστημάτων (προστασία ακτής από διάβρωση, σχηματισμός και λίπανση αμμοθινών και παράκτιας βλάστησης, δημιουργία μοναδικού βιοτόπου για σημαντική και σπάνια βιοποικιλότητα).
Οι πιο συνηθισμένες απειλές που αντιμετωπίζουν τα λιβάδια ποσειδωνίας είναι η αλιεία με συρόμενα εργαλεία (μηχανότρατες, γρι-γρι), τα αγκυροβόλια, οι παράκτιες υποδομές και δραστηριότητες, η ρύπανση από υδατοκαλλιέργειες, ο ευτροφισμός καθώς και η ανάπτυξη ανταγωνιστικών εισβολικών ειδών. Κάθε φορά που μία άγκυρα ρίχνεται σε λιβάδι ποσειδωνίας, η ζημιά χρειάζεται δεκαετίες για να αναπληρωθεί.[5]
Τα παρασυρόμενα δίχτυα βυθού, καθώς και η κατασκευή ξενοδοχείων, λιμανιών και άλλων υποδομών στις ακτές της Μεσογείου, αυξάνουν τη ποσότητα ιζήματος που μεταφέρεται στη θάλασσα, αυξάνοντας έτσι την θολότητα του νερού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται το φως που φτάνει στον πυθμένα της θάλασσας, ενώ το ίζημα καλύπτει τα φύλλα της. Τέλος, μεγάλη απειλή για την ποσειδωνία αποτελούν δύο εισβολικά είδη φυκών, η Caulerpa racemosa και η Caulerpa taxifolia, που έχουν εισβάλλει στην Μεσόγειο και παίρνουν τη θέση της, μειώνοντας έτσι τη χωρική εξάπλωση των λειμώνων ποσειδωνίας και άρα και των οργανισμών που διαβιούν μέσα σε αυτούς.
Οι λειμώνες του Posidonia oceanica εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το φως και την κατάσταση του ιζήματος, και επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες όπως, οι παράκτιες κατασκευές, τα αστικά και βιομηχανικά απόβλητα καθώς και από την εισβολή αλλόχθονων ειδών[19]. Η εισβολή αλλόχθονων ειδών μπορεί να προκαλέσει στην Posidonia oceanica οξειδωτικό στρες, καταστροφή κυττάρων και θάνατο[20]. Τα εισβολικά είδη συχνά παράγουν τοξίνες που αποτελούν απειλή των ενδημικών ειδών[19], ενώ επιπρόσθετα προκαλούν σκίαση και μείωση φωτός. Οι υποξικές και ανοξικές συνθήκες, λόγω της έλλειψης φωτός, μειώνουν τη φωτοσυνθετική δραστηριότητα και τη βιομάζα των φύλλων των θαλάσσιων αγγειόσπερμων, με αποτέλεσμα τα ριζώματα να μην οξυγονώνονται επαρκώς και να μειώνεται η βιωσιμότητα τους[21]. Τέλος, διαταράσσεται η βιοποικιλότητα και η δομή των οικοσυστημάτων[22].
Ένα εισβολικό είδος που επηρεάζει σημαντικά τους λειμώνες του Posidonia oceanica είναι το Lophocladia lallemandii. Το ροδοφύκος Lophocladia lallemandii, εισβάλει στους λειμώνες της με ιδιαίτερο τρόπο. Αρχικά εγκαθίσταται στο ρίζωμα και πιο σπάνια στα μεγαλύτερα σε ηλικία φύλλα, στη συνέχεια μεγαλώνει ως επίφυτο και τέλος αυξάνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό καλύπτοντας το θαλάσσιο αγγειόσπερμο και δημιουργεί κοινότητες[20]. Αποτελεί ένα πολύ επιθετικό εισβολικό είδος, το οποίο εικάζεται πως διείσδυσε στη Μεσόγειο μέσω του καναλιού του Σουέζ[23]. Η εισβολή του Lophocladia lallemandii προκαλεί μείωση του μεγέθους και του βάρους του ριζώματος του Posidonia oceanica, νέκρωση των φύλλων και τελικά τον θάνατο των φυτών[20]. Μειώνει την διαθεσιμότητα του φωτός, επηρεάζει την κίνηση του νερού και αυξάνει την ποσότητα των θρεπτικών συστατικών και την κατανάλωση οξυγόνου[19]. Η εισβολή του Lophocladia lallemandii παρατηρείται εντονότερη το καλοκαίρι και το φθινόπωρο σε περιόδους αυξημένης θερμοκρασίας νερού, ενώ δεν υφίσταται κατά τον χειμώνα και την άνοιξη[19].
Σε φυσιολογικές συνθήκες τα ROS (Reactive oxygen species) έχουν πολλές λειτουργίες στα φυτά, όπως άμυνα κατά των παθογόνων, καθώς και ρύθμιση σηματοδοτικών μονοπατιών ως αντίδραση σε συνθήκες στρες, ενώ υπέρβαση τους προκαλεί μείωση της αύξησης και κυτταρικό θάνατο μέσω απόπτωσης[24]. Υπέρβαση των ROS ως απόκριση σε εξωτερικό ερέθισμα ενεργοποιεί έναν αντιοξειδωτικό μηχανισμό που περιλαμβάνει αντιοξειδωτικά ένζυμα όπως τα SOD, CAT, GPX, GRd και καροτενοειδή, προς αποφυγήν πιθανών οξειδωτικών επιπτώσεων στα κύτταρα και τα συστατικά τους[25]. Ωστόσο η υπέρμετρη αύξηση των ROS μπορεί να υπερκαλύψει τους αντιοξειδωτικούς μηχανισμούς και να προκληθεί οξειδωτικό στρες[26]. Κάτω από συνθήκες στρες, που δημιουργούνται από την εισβολή αλλόχθονων ειδών, στο θαλάσσιο αγγειόσπερμο Posidonia oceanica παρατηρούνται αυξημένες συγκεντρώσεις MDA (malondialdehyde, μαλονδιαλδεύδη) και πρωτεΪνικών καρβονυλικών παραγώγων [20][27]. Οι αντιοξειδωτικοί μηχανισμοί δεν είναι πλέον λειτουργικού καθώς τα αντιοξειδωτικά ένζυμα δεν ήταν αρκετά ισχυρά ώστε να αποτρέψουν την οξείδωση των πρωτεΪνών και την υπεροξείδωση των λιπιδίων της κυτταρικής μεμβράνης[20]. Επιπλέον παρατηρείται αύξηση του ενζύμου GSH στα φύλλα του, με σκοπό να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες των κυττάρων[20].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.