From Wikipedia, the free encyclopedia
Με τον όρο Γαλλική εισβολή στη Ρωσία (γαλ. Campagne de Russie pendant l'année 1812), γνωστή στη Ρωσία ως Πατριωτικός Πόλεμος του 1812 (ρωσ. Отечественная война 1812 года[П 7]), εννοούμε τον πόλεμο μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και της Γαλλίας του Ναπολέοντα στις περιοχές της Ρωσίας το 1812.
Γαλλική εισβολή στη Ρωσία | |||
---|---|---|---|
Ναπολεόντειοι πόλεμοι | |||
Το 1812 - έργο του Ιλλαριόν Πριανίσνικοφ | |||
Χρονολογία | 24 Ιουνίου 1812 – 14 Δεκεμβρίου 1814 | ||
Τόπος | Ρωσική Αυτοκρατορία | ||
Έκβαση |
| ||
Αντιμαχόμενοι | |||
| |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
| |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απολογισμός | |||
|
Αιτία του πολέμου έγινε η άρνηση της Ρωσίας να υποστηρίξει τον ηπειρωτικό αποκλεισμό, τον οποίο ο Ναπολέοντας χρησιμοποίησε ως κύριο όπλο κατά του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η πολιτική του Ναπολέοντα σε μερικά κράτη της Ευρώπης.
Στο πρώτο μέρος του πολέμου (Ιούνιος-Σεπτέμβριος 1812), ο ρωσικός στρατός υποχωρούσε με μάχες από τα σύνορα της Ρωσίας στη Μόσχα - πριν την υποχώρηση στη Μόσχα σημειώθηκε η μάχη του Μποροντίνο.
Στο δεύτερο μέρος του πολέμου (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1812), ο στρατός του Ναπολέοντα προσπαθούσε να βρει μέρος να περάσει τον χειμώνα (μετά την καταστροφή της Μόσχας), αλλά αργότερα άρχισε να υποχωρεί προς τα σύνορα της Ρωσίας, αφού είχε δεχτεί αρκετές ήττες από τον ρωσικό στρατό και είχε αρκετές ταλαιπωρίες, όπως η πείνα και το κρύο.
Ο πόλεμος έληξε με τη σχεδόν ολική καταστροφή του στρατού του Ναπολέοντα, την απελευθέρωση των κατεχόμενων περιοχών της Ρωσίας και τη μεταφορά του πολέμου στο Μεγάλο Δουκάτο της Βαρσοβίας και στη Γερμανία το 1813 (Πόλεμος του Έκτου Συνασπισμού). Ο Ρώσος ιστορικός Νικολάι Τροίτσκι δηλώνει ότι κύριοι λόγοι της νίκης της Ρώσων αποτελούν η παλλαϊκή συμμετοχή στον πόλεμο, ο ηρωισμός του ρωσικού στρατού, η ακατάλληλη προετοιμασία του γαλλικού στρατού για πολέμους στα μεγάλα μέτωπα και στο κλίμα της Ρωσίας και το ηγετικό ταλέντο του Κουτούζοφ και άλλων Ρώσων στρατηγών.
Μετά την ήττα του ρωσικού στρατού στη μάχη του Φρίντλαντ, ο Ρώσος αυτοκράτορας Αλέξανδρος Α' υπέγραψε με τον Ναπολέοντα Α΄ τη συνθήκη του Τιλσίτ, σύμφωνα με την οποία, η Ρωσία υποχρεωνόταν να συμμετάσχει στον ηπειρωτικό αποκλεισμό του Ηνωμένου Βασιλείου, κάτι που δεν συνέφερε οικονομικά τη Ρωσία. Σύμφωνα με τους Ρώσους ευγενείς και τον στρατό, οι όροι της συνθήκης ήταν ταπεινωτικοί για τη χώρα.[1] Η ρωσική κυβέρνηση χρησιμοποίησε τη συνθήκη για να συλλέξει περισσότερες δυνάμεις στην επερχόμενη μάχη με τον Ναπολέοντα.[2]
Χάρη στη συνθήκη του Τιλσίτ και στο Συνέδριο της Ερφούρτης, η Ρωσία, το 1808, έλαβε από τη Σουηδία τη Φινλανδία, καθώς επίσης και άλλες περιοχές - ο Ναπολέοντας, απ' την άλλη, κατέλαβε πιο εύκολα όλη την Ευρώπη.[3] Ο γαλλικός στρατός, χάρη σε διάφορες προσαρτήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες έγιναν σε αυστριακά εδάφη, έφτασε κοντά στα σύνορα της Ρωσίας.[4]
Μετά το 1807, ο κύριος εχθρός της Γαλλίας έγινε το Ηνωμένο Βασίλειο. Το Ηνωμένο Βασίλειο κατέλαβε τις αποικίες της Γαλλίας στην Αμερική και στην Ινδία[5] και εμπόδιζε το γαλλικό εμπόριο. Έχοντας υπόψιν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο κυριαρχούσε στη θάλασσα, το μοναδικό όπλο του Ναπολέοντα στη μάχη κατά του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν ο ηπειρωτικός αποκλεισμός,[П 8] η αποτελεσματικότητα του οποίου εξαρτιόταν από τη θέληση των υπόλοιπων κρατών της Ευρώπης να τηρήσουν τις κυρώσεις. Ο Ναπολέοντας απαιτούσε από τον Αλέξανδρο Α' να βοηθήσει στον ηπειρωτικό αποκλεισμό, αλλά είδε ότι η Ρωσία δεν ήθελε να χαλάσει τις σχέσεις με τον κύριο εμπορικό συνέταιρο της.[6]
Το 1810, η ρωσική κυβέρνηση διεξήγαγε ελεύθερο εμπόριο με ουδέτερες χώρες, κάτι που της επέτρεπε να διεξάγει εμπόριο με το Ηνωμένο Βασίλειο μέσω μεσαζόντων, ενώ επίσης υιοθέτησε ένα προστατευτικό τιμολόγιο, το οποίο αύξησε τους δασμούς στα εισαγόμενα γαλλικά αγαθά[7]. Αυτό προκάλεσε την οργή της γαλλικής κυβέρνησης.[8]
Ο Ναπολέοντας, ο οποίος δεν ήταν κληρονομικός μονάρχης, ήθελε να επιβεβαιώσει τη νομιμότητα της βασιλείας του χάρη σε γάμο με ένα από τους μεγαλύτερους μοναρχικούς οίκους στην Ευρώπη. Το 1808, ο Ναπολέοντας ζήτησε από τον ρωσικό τσαρικό οίκο το χέρι της αδερφής του Αλέξανδρου Α', Αικατερίνης Πάβλοβνα. Ο ρωσικός τσαρικός οίκος αρνήθηκε λόγω του αρραβώνα της Αικατερίνης με τον πρίγκιπα Γκεόργκι Ολντενμπούρσκι. Το 1810, ο ρωσικός τσαρικός οίκος αρνήθηκε να παντρέψει τον Ναπολέοντα με την 14χρονη Άννα Πάβλοβνα.[9] Εκείνο το έτος, ο Ναπολέοντας παντρεύτηκε τη Μαρία Λουίζα την Αυστριακή, κόρη του αυτοκράτορα της Αυστρίας, Φραγκίσκου Β'. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ευγκένι Ταρλέ, ο γάμος αυτός άνοιξε το μέτωπο στον Ναπολέοντα, σε περίπτωση νέου πολέμου με τη Ρωσία.[10] Οι αρνήσεις για γάμο του Ναπολέοντα με συγγενή του Αλέξανδρου Α' και ο γάμος του Ναπολέοντα με την πριγκίπισσα της Αυστρίας έγιναν αιτίες για κρίση στις ρωσογαλλικές σχέσεις.[11]
Το 1811, ο Ναπολέοντας δήλωσε στον πρέσβη του στο Μεγάλο Δουκάτο της Βαρσοβίας, αββά Ντομινίκ Ντιουφούρ ντε Πραντ: «Σε πέντε χρόνια θα είμαι ο άρχοντας όλου το κόσμου. Μένει μόνο η Ρωσία - θα τη συντρίψω.»[12]
Εξαιτίας του ηπειρωτικού αποκλεισμού, στον οποίο η Ρωσία συμμετείχε εξαιτίας της συνθήκης του Τιλσίτ, η ρωσική οικονομία δέχθηκε δυνατό χτύπημα. Πριν την υπογραφή της συνθήκης του Τιλσίτ, η Ρωσία εξήγαγε ετησίως 2.2 εκατομμύρια τέταρτα των σιτηρών, ενώ μετά την υπογραφή της συνθήκης, η Ρωσία εξήγαγε ετησίως 600.000 τέταρτα. Η μείωση των εξαγωγών έφερε και τη μεγάλη μείωση των τιμών του ψωμιού - το 1804, η τιμή του ήταν 40 αργυρά καπίκια, ενώ το 1810 ήταν 22 καπίκια.[13] Παράλληλα αυξήθηκε η εξαγωγή του χρυσού με αντάλλαγμα τα αγαθά πολυτελείας που εισάγονταν από τη Γαλλία. Αυτό έφερε τη μείωση της τιμής του ρουβλιού και των ρωσικών χαρτονομισμάτων.[6] Η ρωσική κυβέρνηση αναγκάστηκε να λάβει μέτρα για την προστασία της οικονομίας της χώρας. Το 1810, όπως προαναφέρθηκε, η Ρωσία διεξήγαγε ελεύθερο εμπόριο με ουδέτερες χώρες και υιοθέτησε προστατευτικό τιμολόγιο, κάτι που αύξησε τους δασμούς στα προϊόντα πολυτελείας και στο κρασί, δηλαδή στα προϊόντα των γαλλικών εξαγωγών.[14]
Το 1807, στα εδάφη της Πολωνίας, τα οποία είχαν μοιραστεί μεταξύ Πρωσίας και Αυστρίας, ο Ναπολέοντας ίδρυσε το Μεγάλο Δουκάτο της Βαρσοβίας. Ο Ναπολέοντας υποστήριζε τις βλέψεις του Μεγάλου Δουκάτου της Βαρσοβίας για μια ανεξάρτητη Πολωνία μέχρι τα σύνορα που υπήρχαν πριν τους διαμελισμούς της χώρας - για να γίνει όμως αυτό, οι Πολωνοί έπρεπε να καταλάβουν περιοχές που άνηκαν στη Ρωσία. Το 1810, ο Ναπολέοντας κατέλαβε το δουκάτο του Όλντενμπουργκ, το οποίο κυβερνούσε ένας συγγενής του Αλέξανδρου Α'. Αυτό το γεγονός προκάλεσε τις ανησυχίες της Πετρούπολης.[15] Ο Αλέξανδρος Α΄ απαίτησε την παράδοση του Μεγάλου Δουκάτου της Βαρσοβίας ως αποζημίωση για την κατάσχεση των κτήσεων του δούκα του Όλντενμπουργκ ή τη διάλυση του δουκάτου της Βαρσοβίας.[16]
Ο Ναπολέοντας, όμως, συνέχισε τις κατακτήσεις περιοχών της Πρωσίας, παραβιάζοντας τους όρους της συνθήκης του Τιλσίτ. Ο Ρώσος τσάρος απαίτησε τον τερματισμό των εχθροπραξιών στην Πρωσία και τήρηση της συνθήκης του Τιλσίτ.[17]
Από τα τέλη του 1810, οι διπλωματικοί κύκλοι της Ευρώπης άρχισαν να μελετούν τα σενάρια για τον επερχόμενο πόλεμο μεταξύ της Γαλλικής και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.[18] Το φθινόπωρο του 1811, ο Ρώσος πρέσβης στο Παρίσι, κόμης Αλεξάντερ Κουράκιν, έστειλε αναφορά στην Πετρούπολη για τα σημάδια του αναπόφευκτου πολέμου.[19]
Στις 17 Δεκεμβρίου 1811, στο Παρίσι, ο Ναπολέων υπέγραψε με τον πρέσβη της Αυστριακής Αυτοκρατορίας, Καρλ Φίλιππ τσου Σβάρτσενμπεργκ, συμφωνία που επέτρεψε τη δημιουργία μιας γαλλοαυστριακής πολεμικής συμμαχίας. Η Αυστρία δέχτηκε να παραδώσει στον Ναπολέοντα ένα σώμα με 30.000 στρατιώτες για τον επερχόμενο πόλεμο με τη Ρωσία, ενώ ο Ναπολέοντας δέχθηκε να επιστρέψει τις ιλλυρικές επαρχίες, που απέσπασε από την Αυστρία χάρη στη συνθήκη της Βιέννης. Η Αυστρία θα λάμβανε τις επαρχίες αυτές μετά τη λήξη του γαλλορωσικού πολέμου, ενώ έπρεπε να παραδώσει τη Γαλικία στην Πολωνία.[20]
Στις 24 Φεβρουαρίου 1812, ο Ναπολέοντας υπέγραψε συμμαχική συμφωνία με την Πρωσία. Η Πρωσία δέχτηκε να παραδώσει στον γαλλικό στρατό ένα σώμα με 20.000 στρατιώτες και να τον εφοδιάζει με τις πιο αναγκαίες ύλες, ενώ ζήτησε ως αντάλλαγμα την παράδοση ενός μέρους από τις μελλοντικές κατεχόμενες ρωσικές περιοχές (Κούρλαντ, Λίβλαντ, Έστλαντ).[21]
Ο Ναπολέοντας, πριν από την έναρξη του πολέμου, άρχισε να μελετά την πολιτική, τη στρατιωτική και την οικονομική κατάσταση της Ρωσίας. Οι Γάλλοι άρχισαν να χρησιμοποιούν σε μεγάλο βαθμό την κατασκοπία. Από το 1810, οι Γάλλοι κατάσκοποι εργάζονταν στη Ρωσία υπό την ταυτότητα καλλιτεχνών, μοναχών, πωλητών και πρώην Ρώσων αξιωματούχων. Η κατασκοπία χρησιμοποιούσε Γάλλους και ξένους - καθηγητές, γιατρούς, δασκάλους και υπηρέτες. Η πολωνική κατασκοπία ήταν επίσης πολύ ενεργή και βρισκόταν υπό τις διαταγές του επιτελείου του Στανισλάβ Φίσερ, στρατηγού του Μεγάλου Δουκάτου της Βαρσοβίας. Μέχρι και η Πρωσία, η οποία επίσημα ήταν φιλική με τη Ρωσία, κατείχε στην πρεσβεία της στην Πετρούπολη ένα «εκατοντασέλιδο» χάρτη της Ρωσίας. Τα ονόματα των πόλεων μεταφράστηκαν στα γαλλικά και αυτός ο χάρτης χρησιμοποιήθηκε από το γαλλικό στρατηγείο κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι πρέσβεις της Γαλλίας στη Ρωσία, Αρμάν ντε Κολενκούρ (Armand de Caulaincourt) και Ζακ Αλεξάντρ Λο ντε Λοριστόν ήταν «θιασώτες της πρώτης γαλλικής κατασκοπίας».[22][23] Το γαλλικό επιτελείο ήξερε τον αριθμό των στρατιωτών που είχαν τα ρωσικά σώματα.
Η Ρωσία χρησιμοποιούσε και αυτή ενεργά τη διπλωματία και την κατασκοπία. Χάρη στις μυστικές συνομιλίες που είχε με τους Αυστριακούς την άνοιξη του 1812, οι τελευταίοι υποσχέθηκαν ότι δεν θα συνεργαστούν με τον Ναπολέοντα και ότι θα απομακρυνθούν πολύ από τα ρωσοαυστριακά σύνορα.[24]
Τον Ιανουάριο του 1812, ο Ναπολέοντας κατέλαβε τη Σουηδική Πομερανία,[25] κάτι που ανάγκασε τη Σουηδία να πάρει το μέρος της Ρωσίας. Τον Απρίλιο του ιδίου έτους, ο Σουηδός πρίγκιπας και διάδοχος του θρόνου, ο πρώην στρατάρχης του Ναπολέοντα Ζαν Μπατίστ Ζιλ Μπερναντότ, υπέγραψε συμμαχία με τη Ρωσία.
Στις 22 Μαΐου 1812, ο αρχηγός της Στρατιάς της Μολδαβίας, Μιχαήλ Ιλλαριόνοβιτς Κουτούζοφ, ολοκλήρωσε τον πενταετή πόλεμο με την Τουρκία για τη Μολδαβία και υπέγραψε ειρήνη με τους Τούρκους στο Βουκουρέστι. Στα νότια της Ρωσίας μεταφέρθηκε η Στρατιά του Δούναβη του ναυάρχου Πάβελ Βασίλιεβιτς Τσιτσαγκόφ, η οποία έλαβε διαταγή να προστατεύσει τα σύνορα από μια πιθανή επίθεση των Αυστριακών.
Χάρη στις επιτυχημένες ενέργειες της ρωσικής κατασκοπίας, η ηγεσία του ρωσικού στρατού ήξερε τα πάντα για τον γαλλικό στρατό. Κάθε 1η και 15η μέρα του μήνα, ο Υπουργός Πολέμου της Γαλλίας, Ανρί Ζακ Γκιγιόμ Κλαρκ, έδινε αναφορά στον Ναπολέοντα για την κατάσταση του γαλλικού στρατού, δηλαδή για όλες τις αλλαγές στη διοίκηση και στους αριθμούς των στρατιωτών στα σώματα. Χάρη σε πράκτορα στο κύριο επιτελείο, αυτές οι αναφορές βρέθηκαν στα χέρια του συνταγματάρχη Αλεξάντερ Ιβάνοβιτς Τσερνισιόφ (ο οποίος βρισκόταν στο Παρίσι) και της κυβέρνησης στην Πετρούπολη.[26]
Πηγή | Έτος | Ρωσικός στρατός | Γαλλικός στρατός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
1η γραμμή1) | 2η γραμμή2) | Σύνολο | 1η γραμμή3) | 2η γραμμή4) | Σύνολο | ||
Κλάουζεβιτς[27] | 1815 [28] | 180 | 220 | 4005) | 440 | 170 | 610 |
Μπογκντάνοβιτς[29] | 1859 | 280 | 200 | 480 | δεν αναφ. | δεν αναφ. | δεν αναφ.6) |
Τάρλε[30] | 1937 | 153 | ~250 | ~4005) | 420-440 | 150 | 570-590 |
Μπεσκρόβνι[31] | 1962 | δεν αναφ. | δεν αναφ. | 597 (480 τακτικοί) | δεν αναφ. | δεν | 638 |
Λέντς[32] | 2004 | 280 | 343 | 623 | 455 | 223 | 678 |
Λιβέν[33] | 2009 | 200 | περισσότεροι από 200 | περισσότεροι από 4005) | 450 | δεν αναφ. | δεν αναφ. |
1) Στα σώματα των συνοριοφυλάκων - 2) Άλλα σώματα του ρωσικού στρατού - 3) Στις στρατιές της εισβολής - 4) Άλλα σώματα του γαλλικού στρατού - 5) Οι συγγραφείς αναφέρουν ότι στον κατάλογο (όχι στην πραγματικότητα) υπήρχαν 600.000 στρατιώτες - 6) Ο συγγραφέας αναφέρει ότι η συνολική δύναμη που εισέβαλε στη Ρωσία το 1812 ήταν 608.000 στρατιώτες. |
Μέχρι το 1811, η Πρώτη Γαλλική Αυτοκρατορία με τις υποτελείς χώρες αριθμούσε πληθυσμό 61 εκατομμυρίων από τα 172 εκατομμύρια ανθρώπους που κατοικούσαν στην Ευρώπη.[34] Στο αρχικό στάδιο, ο Ναπολέοντας κατάφερε να συγκεντρώσει 400-450 χιλιάδες στρατιώτες για την εισβολή στη Ρωσία,[35][36][37] από τους οποίους οι μισοί ήταν Γάλλοι (Μεγάλη Στρατιά). Υπάρχουν μαρτυρίες (όπως του Γάλλου στρατηγού Πιέρ Μπερτεζέν) ότι η 1η γραμμή της Μεγάλης Στρατιάς είχε τους μισούς στρατιώτες απ' ό,τι αναφέρονταν στον κατάλογο, δηλαδή κάπου στους 235.000, ενώ οι διοικητές (κατά τη διάρκεια των αναφορών τους) έκρυβαν το ακριβές σύνολο των σωμάτων τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι τότε αναφορές της ρωσικής κατασκοπίας είχαν τους ίδιους αριθμούς.[38] Στην εκστρατεία συμμετείχαν και 16 άλλες εθνικότητες: οι περισσότεροι απ' αυτούς ήταν οι Γερμανοί και οι Πολωνοί.[П 9] Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η Γαλλία έλαβε 30.000 στρατιώτες από την Αυστρία και 20.000 στρατιώτες από την Πρωσία. Μετά την εισβολή, στον στρατό του Ναπολέοντα προστέθηκαν και 20.000 στρατιώτες από το πρώην Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας.
Ο Ναπολέοντας είχε μεγάλες εφεδρείες: από 130[37] μέχρι 220[39] χιλιάδες στρατιώτες στις φρουρές της Κεντρικής Ευρώπης (απ' αυτούς οι 70 χιλιάδες στα 9ο και 11ο εφεδρικά σώματα στην Πρωσία[39]) και 100 χιλιάδες στην Εθνική Φρουρά της Γαλλίας, η οποία δεν μπορούσε (λόγω νόμου) να πολεμήσει εκτός της Γαλλίας.
Εν όψει της στρατιωτικής σύγκρουσης, η γαλλική διοίκηση έχτισε μεγάλες αποθήκες τροφίμων και πολεμοφοδίων πυροβολικού σε διάφορες περιοχές, από τη Βαρσοβία μέχρι το Ντάντσιχ. Το μεγαλύτερο κέντρο πολεμοφοδίων βρισκόταν στο Ντάντσιχ, όπου βρίσκονταν (μέχρι τον Γενάρη του 1812) αποθέματα τροφίμων για 50 μέρες για 400 χιλιάδες ανθρώπους και για 50 χιλιάδες άλογα.[40]
Τα πλεονεκτήματα του γαλλικού στρατού ήταν ο καλός υλικός και τεχνικός εφοδιασμός, η μεγάλη εμπειρία και η πίστη σε ένα αήττητο στρατό. Το μοναδικό μειονέκτημα του γαλλικού στρατού ήταν το διάστικτο σύνολο των εθνικοτήτων του.[41]
Συνολική δύναμη
Ο πληθυσμός της Ρωσίας, τον 19ο αιώνα, ανέρχονταν στους 36 εκατομμύρια ανθρώπους. Το χτύπημα του γαλλικού στρατού θα το δέχονταν οι στρατιώτες που βρίσκονταν στα δυτικά σύνορα: η 1η στρατιά του Μιχαήλ Μπογκντάνοβιτς Μπαρκλάι-ντε-Τόλλι και η 2η στρατιά του Πιότρ Ιβάνοβιτς Μπαγκρατιόν, δηλαδή 153 χιλιάδες στρατιώτες με 758 όπλα.[42] Νότια του Βόλιν (νυν βορειοδυτική Ουκρανία) βρισκόταν η 3η στρατιά του Τορμάσοφ (περίπου 45 χιλιάδες άνδρες, 168 όπλα), η οποία παρατάχθηκε εκεί για προστασία από πιθανή αυστριακή επίθεση. Στο Βασίλειο της Μολδαβίας, ως ασπίδα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, βρισκόταν η Στρατιά του Δούναβη του ναυάρχου Τσιτσαγκόφ (55 χιλιάδες στρατιώτες, 202 όπλα). Στη Φινλανδία βρισκόταν το σώμα του Ρώσου στρατηγού Φαντέι Φιόντοροβιτς Στέινγκελ για προστασία από τη Σουηδία (19 χιλιάδες στρατιώτες, 102 όπλα). Στην περιοχή της Ρίγας βρισκόταν ένα σώμα του Ιβάν Νικολάεβιτς Έσσεν (περίπου 18 χιλιάδες στρατιώτες), ενώ 4 εφεδρικά σώματα βρίσκονταν πιο μακριά από τα σύνορα.[43][44]
Τα μη τακτικά σώματα των Κοζάκων είχαν (στον κατάλογο) 117 χιλιάδες άνδρες για ελαφρύ ιππικό,[45] αν και στον πόλεμο συμμετείχαν 20-25 χιλιάδες Κοζάκοι.[46][47]
Οπλισμός
Τα εργοστάσια οπλισμού παρήγαγαν ετησίως 1.200-1.300 πυροβόλα και πάνω από 150 χιλιάδες τόνους βομβών και σφαιρών (τα γαλλικά εργοστάσια παρήγαγαν 900-1000 πυροβόλα). Τα εργοστάσια της Τούλα, του Σεστρορέτσκι και του Ιζέφσκ παρήγαγαν από 120 μέχρι 150 χιλιάδες μουσκέτα ετησίως,[48] ενώ τα γαλλικά περίπου 100 χιλιάδες μουσκέτα ετησίως. Τα ρωσικά όπλα εκείνης της εποχής ήταν σχετικά καλής ποιότητας και δεν ήταν κατώτερα από τα γαλλικά. Το ρωσικό ελαφρύ πεζικό ήταν οπλισμένο με μουσκέτα (όπως τα κυνηγετικά μουσκέτα τύπου Stutzen), ενώ το γραμμικό με καραμπίνες. Το πυροβολικό κατείχε εξάλιβρα και δωδεκάλιβρα όπλα, καθώς επίσης και ολμοβόλα των 1/2 και 1/4 τόνων. Το πυροβολικό μάχης των Ρώσων είχε κυρίως βαρέα όπλα, ενώ ο γαλλικός στρατός είχε κυρίως τεσσεράλιβρα και οκτάλιβρα όπλα. Το πυροβολικό της Μεγάλης Στρατιάς του Ναπολέοντα είχε ένα μειονέκτημα, επειδή ήταν συγκεντρωμένο απ' όλη την Ευρώπη: ήταν διαφορετικών διαμετρημάτων.[49]
Λίγο πριν την αρχή του πολέμου, στις αποθήκες του ρωσικού στρατού υπήρχαν αρκετά αποθέματα: αρκετές χιλιάδες πυροβόλα, 175 χιλιάδες μουσκέτα, 296 χιλιάδες βόμβες για το πυροβολικό και 44 εκατομμύρια σφαίρες τουφεκιών.[50][7][51] Οι αποθήκες πυροβολικού, οι οποίες εφοδίαζαν τον ρωσικό στρατό, βρίσκονταν σε 3 γραμμές:[52][53]
Σύμφωνα με τεχνικο-στρατιωτικά δεδομένα, ο ρωσικός στρατός δεν ήταν κατώτερος από τον γαλλικό.[54] Τα μειονεκτήματα του ρωσικού στρατού ήταν «η βίαιη αρπαγή, κλοπή και υπεξαίρεση δημοσίων πόρων»,[55] ενώ πολλές καταχρήσεις ήταν «ημινόμιμες».[47]
Μεταρρυθμίσεις στη διαχείριση του στρατού
Τον Μάρτιο του 1811, στη Ρωσία ξεκίνησαν μεταρρυθμίσεις στη διαχείριση του στρατού υπό την καθοδήγηση του Μπαρκλάι-ντε-Τόλλι (τότε υπουργού πολέμου) - ιδρύθηκε η Επιτροπή σύνταξης στρατιωτικού κώδικα και κανόνων.[56] Η επιτροπή έλαβε υπόψιν την εμπειρία διάφορων χωρών - της Αυστρίας των ετών 1807-1809, της Πρωσίας των ετών 1807-1810, ενώ λήφθηκαν υπόψιν και οι κανονισμοί και οδηγίες του γαλλικού στρατού.
Σύμφωνα με τον νέο κώδικα, η εξουσία του στρατού βρισκόταν στα χέρια του αρχιστράτηγου, ο οποίος αναλάμβανε την εξουσία στο Γενικό Επιτελείο. Το Γενικό Επιτελείο του Ρωσικού Στρατού ήταν χωρισμένο σε τέσσερα τμήματα: αρχηγείο του γενικού επιτελείου, μηχανικό, πυροβολικό και οικονομικό. Ο διοικητής του αρχηγείου ήταν κατώτερος μόνο από τον αρχιστράτηγο. Ο διοικητής του αρχηγείου ήταν ο δεύτερος πιο σημαντικός άνθρωπος στον στρατό, καθώς αυτός μετέφερε όλες τις διαταγές του αρχιστράτηγου και αναλάμβανε την ηγεσία του στρατού σε περίπτωση ασθένειας ή θανάτου του αρχιστράτηγου. Το αρχηγείο του γενικού επιτελείου ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη: στο επιμελητήριο και στο σώμα που αναλάμβανε τον έλεγχο των κανονισμών. Ο στρατηγός-επιμελητής αναλάμβανε το λειτουργικό μέρος του στρατού, ενώ το άλλο σώμα έλεγχε (υπό την καθοδήγηση άλλου στρατηγού) την κατάσταση στο μέτωπο, την υγιεινή, τα αστυνομικά και τα δικαστικά σώματα του στρατού.[57]
Το υπουργείο Πολέμου της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, τον Φεβρουάριο του 1812, συγκέντρωσε όλους τους στρατιώτες που βρίσκονταν στα δυτικά σύνορα και δημιούργησε την 1η και 2η Δυτική Στρατιά. Τον Μάρτιο, σ' όλες τις στρατιές στάλθηκαν χειρόγραφα του στρατιωτικού κώδικα και ξεκίνησε η δημιουργία των αρχηγείων τους.[58]
Σύμμαχοι
Το Ηνωμένο Βασίλειο βοηθούσε υλικά και οικονομικά τη Ρωσία. Ο βρετανικός στρατός βρισκόταν σε σύγκρουση με τους Γάλλους στην Ισπανία. Αν και ο δυνατός στόλος του Ηνωμένου Βασιλείου δεν μπορούσε να επηρεάσει τις επιχειρήσεις ξηράς στην Ευρώπη, ήταν μια από τις κύριες αιτίες που οδήγησαν τη Σουηδία στο πλευρό της Ρωσίας. Η Ισπανία βοήθησε έμμεσα τη Ρωσία, καθώς αντιστέκονταν σε 200[59]-300[60] χιλιάδες Γάλλους στρατιώτες. Στις 8 Ιουλίου 1812, στα Βελίκι Λούκι, ο εκπρόσωπος της ρωσικής κυβέρνησης, Ροντιόν Αλεξάντροβιτς Κόσελεφ, υπέγραψε συμμαχική συμφωνία με τον εκπρόσωπο της ισπανικής κυβέρνησης, Φρανσίσκο Σέα Μπερμούντες.[61]
Πλευρά | Πεζικό, χιλ. |
Ιππικό, χιλ. |
Σύνολο1), χιλ. |
Πυροβολικό |
Κοζάκοι, χιλ. |
Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|---|---|
Ρωσικός στρατός | 4052)[62] | 752)[63] | 480 | 40 χιλιάδες στρατιώτες 1550-1620 κανόνια[64][65] |
117[45] |
120[66]-1363)[67] χιλιάδες στην 1η στρατιά του Μπαρκλάι-ντε-Τόλλι στη Λεττονία, |
Γαλλικός στρατός[55] | 4922)[68] | 962)[69] | 588 | 21-35 χιλιάδες στρατιώτες, 1370 κανόνια[70][71] | — | 450-470 χιλιάδες εισέβαλαν στη Ρωσία,[72] απ' αυτούς οι 50 χιλιάδες ήταν από την Αυστρία και την Πρωσία.[П 10] Μετά την αρχή του πολέμου, με τη μορφή των ενισχύσεων, στη Ρωσία έφθασαν ακόμα 140[73]-160 χιλιάδες στρατιώτες.[П 11] |
1) Στο σύνολο τους, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι στρατιώτες που υπηρετούσαν στο πυροβολικό, οι μηχανικοί και οι μη τακτικοί στρατιώτες - 2) Συνολική δύναμη σύμφωνα με τον κατάλογο, συμπεριλαμβάνει και τη φρουρά - 3) Οι αριθμοί περιλαμβάνουν και ασθενείς στρατιώτες |
Ναπολέοντας
Οι στόχοι του Ναπολεόντα, σ' αυτή την εκστρατεία, ήταν:
Ο Ναπολέοντας υπολόγιζε ότι ο Αλέξανδρος Α΄ θα επιτεθεί πρώτος στο Μεγάλο Δουκάτο της Βαρσοβίας, γι' αυτό και σκόπευε να τελειώσει γρήγορα τον πόλεμο με τη διάλυση του ρωσικού στρατού σε μια μάχη, κάπου στα σύνορα Πολωνίας-Λεττονίας,[77] όπου ο πληθυσμός μισούσε τους Ρώσους.[78] Το σχέδιο του Ναπολέοντα ήταν απλό - η ήττα του ρωσικού στρατού σε μια ή δύο μάχες θα ανάγκαζε τον Αλέξανδρο Α' να δεχτεί τους όρους του.[П 12]
Πριν την αρχή της εισβολής, ο Ναπολέοντας δήλωσε στον Μέττερνιχ: «Η νίκη θα' ναι η μοίρα του πιο υπομονετικού. Θα ξεκινήσω με το πέρασμα από τον ποταμό Νέμαν. Θα τελειώσω την εκστρατεία στο Σμολένσκ και στο Μινσκ. Εκεί θα σταματήσω».[80] Σε αντίθεση με τα άλλα κράτη της Ευρώπης, ο Ναπολέοντας δεν είχε σκοπό να αλλάξει το πολιτικό σύστημα της Ρωσίας (για παράδειγμα, δεν σκόπευε να απελευθερώσει τους αγρότες από τη δουλοπαροικία).[81][82]
Αφού μελέτησε τα μυστικά γράμματα των αρχών του 1812, ο ιστορικός Ολέγκ Σόκολοφ αναφέρει ότι ο Ναπολέοντας σκόπευε να τελειώσει γρήγορα τον πόλεμο, αφού θα νικούσε τον ρωσικό στρατό σε μια μεγάλη μάχη στα σύνορα.[77] Η υποχώρηση του ρωσικού στρατού στα βάθη της Ρωσίας χάλασε τα σχέδια του Ναπολέοντα. Ο Ναπολέοντας έμεινε 18 μέρες στο Βίλνο, χωρίς να ξέρει τι πρέπει να κάνει: τέτοιες αμφιβολίες δεν είχε ποτέ πριν ο Γάλλος αυτοκράτορας.[77]
Στα απομνημονεύματα που γράφτηκαν χρόνια και δεκαετίες μετά τον πόλεμο, οι συγγραφείς ανάφεραν τα σχέδια του Ναπολέοντα για την κατάληψη της Μόσχας. Σύμφωνα με τα γραφόμενα τους, ο Ναπολέοντας είπε στον Γάλλο πρέσβη στη Βαρσοβία, Ντομινίκ Ντυφούρ ντε Πράντ: «Θα πάω στη Μόσχα και θα τα τελειώσω όλα σε μία ή δύο μάχες. Ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος θα μου ζητά γονατιστός ειρήνη. Θα κάψω την Τούλα και θα ακινητοποίησω τη Ρωσία».[83] Οι συγγραφείς αναφέρουν ακόμα μια δήλωση του Ναπολέοντα: «Αν πάρω το Κίεβο, θα πάρω τη Ρωσία από τα πόδια - αν πάρω την Πετρούπολη, θα πάρω τη Ρωσία από το κεφάλι - αν κατακτήσω τη Μόσχα, θα τη χτυπήσω στην καρδιά».[84]
Ρωσική διοίκηση
Η ρωσική διοίκηση, πολύ πριν την αρχή του πολέμου, προέβλεψε την πιθανότητα μακριάς και οργανωμένης υποχώρησης με σκοπό να αποφύγει το ρίσκο μεγάλων απώλειων σε μια αποφασιστική μάχη. Τον Μάη του 1811, ο Αλέξανδρος Α' εξέφρασε στον πρέσβη της Γαλλίας στη Ρωσία, Μαρκήσιο Αρμάν ντε Κολαινκούρ, την άποψη του για τον επερχόμενο πόλεμο:
«Αν ο Ναπολέοντας ξεκινήσει πόλεμο εναντίον μου, τότε μπορεί και είναι πιθανό, ότι θα μας διαλύσει, αν δώσουμε μάχη, αλλά αυτό δεν θα του φέρει ειρήνη. Εμείς έχουμε άπειρο χώρο και θα έχουμε ένα καλά οργανωμένο στρατό. Αν ο κλήρος του όπλου θα' ναι εναντίον μου, τότε θα προτιμήσω να υποχωρήσω στην Καμτσάτκα, παρά να παραδώσω τις επαρχίες μου και να υπογράψω στην πρωτεύουσα μου συμφωνίες, οι οποίες θα φέρουν μόνο ένα διάλειμμα. Ο Γάλλος είναι γενναίος, αλλά οι πολλές απώλειες και το κακό κλίμα θα τον κουράσουν και θα τον αποθαρρύνουν. Μαζί μας θα πολεμούν το κλίμα και ο χειμώνας μας και με τη βοήθεια του Θεού που είναι παντού θα καταστρέψουμε τον Γαλλικό στρατό»[79].
Από τα προτεινόμενα στον Αλέξανδρο Α' αμυντικά σχέδια, η ρωσική διοίκηση επέλεξε το σχέδιο του στρατηγού Πφούλ.[П 13] Σύμφωνα με το σχέδιο του Πφούλ, οι Ρώσοι έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους Γάλλους με τρεις στρατιές - η μια θα αντιμετώπιζε τον γαλλικό στρατό στο μέτωπο, ενώ η δεύτερη θα επιτίθονταν από τα πλάγια και από το όπισθεν. Αν ο γαλλικός στρατός αποφάσιζε να επιτεθεί στην 1η στρατιά, η τελευταία έπρεπε να υποχωρήσει και να αμύνεται στο οχυρωμένο στρατόπεδο της Ντρίσσα, ενώ η 2η στρατιά θα χτυπούσε στα πλάγια και στο όπισθεν τους Γάλλους, κατά τη διάρκεια της επίθεσης τους. Η ενεργή αμυντική δράση των δύο στρατιών στις γραμμές επικοινωνίας των Γάλλων θα ανάγκαζε τους τελευταίους σε υποχώρηση, καθώς σύμφωνα με τον Πφούλ, ο αντίπαλος δεν θα μπορούσε να μείνει πολύ καιρό σε μια έρημη περιοχή. Η 3η στρατιά, σύμφωνα μ' αυτό το σχέδιο, θα κάλυπτε τις πτέρυγες της 2ης στρατιάς και τον δρόμο στο Κίεβο.[85] Κατά τη διάρκεια του πολέμου, όμως, η ρωσική διοίκηση αποφάσισε να ακυρώσει το σχέδιο, καθώς το έκρινε αδύνατο στους όρους του σύγχρονου πολέμου ελιγμών.
Υπήρξαν και άλλες προτάσεις όσον αφορά τη στρατηγική. Για παράδειγμα, ο διοικητής της 2ης δυτικής στρατιάς, στρατηγός Μπαγκρατιόν, πρότεινε ένα επιθετικό σχέδιο κατά του Ναπολέοντα, σύμφωνα με το οποίο, οι Ρώσοι έπρεπε να κινηθούν, την άνοιξη του 1812, στον ποταμό Βίσλα για να καταλάβουν τη Βαρσοβία.[86] Ο Αλέξανδρος Α΄ απέρριψε αυτό το σχέδιο, καθώς εκείνη την περίοδο, ο Ναπολέοντας συγκέντρωσε 220 χιλιάδες στρατιώτες στα ρωσικά σύνορα.[87]
Στις 9 Μαΐου 1812, ο Ναπολέοντας πήγε από το ανάκτορο του Σαιν Κλου στη Δρέσδη, όπου συναντήθηκε με τους συμμάχους του μονάρχες της Ευρώπης.[88] Από τη Δρέσδη, ο Ναπολέοντας κινήθηκε στον ποταμό Νιέμεν, ο οποίος χώριζε την Πρωσία από τη Ρωσία. Στις 22 Ιουνίου, ο Ναπολέοντας απευθύνθηκε στους στρατιώτες του και τους είπε ότι η Ρωσία δεν τήρησε τους όρους της συνθήκης του Τιλσίτ, και έδωσε στον πόλεμο κατά της Ρωσίας το όνομα «Δεύτερος Πολωνικός πόλεμος».[75]
Το βράδυ της 23ης Ιουνίου (11 Ιουνίου με το παλιό ημερολόγιο), ένα σώμα Κοζάκων παρατήρησε μια ύποπτη κίνηση στον ποταμό Νιέμεν. Όταν νύχτωσε για τα καλά, Γάλλοι μηχανικοί πέρασαν τον ποταμό από την πρωσική πλευρά στη ρωσική με βάρκες και σημειώθηκε η πρώτη σύγκρουση. Αυτό συνέβη 3 μίλια πάνω από τον ποταμό, από την πλευρά του Κόβνο, στη Λετονία. Μετά τα μεσάνυχτα, ξεκίνησε η μεταφορά των Γάλλων στρατιωτών πάνω από τον Νιέμεν.[89][90]
Στις 6 το πρωί της 24ης Ιουνίου (12 Ιουνίου) 1812, η εμπροσθοφυλακή των Γάλλων μπήκε στη ρωσική πόλη Κόβνο. Η μεταφορά 220 χιλιάδων στρατιωτών στο Κόβνο διήρκεσε 4 μέρες. Τον ποταμό πέρασαν το 1ο, το 2ο και το 3ο σώμα πεζικού, η Αυτοκρατορική Φρουρά και το ιππικό. Το απόγευμα της ιδίας μέρας, ο Αλέξανδρος Α΄ βρισκόταν σε ένα χορό που έδινε ο Λεόντι Λεόντιεβιτς Μπέννιγκσεν, στο Βίλνο, όπου και έλαβε την αναφορά για την εισβολή του Ναπολέοντα.[91]
Την 29η και 30η Ιουνίου (17-18 Ιουνίου) 1812, κοντά στην πόλη Πριενάι (νότια του Κόβνο), μια άλλη ομάδα πέρασε τον Νιέμεν (67 χιλιάδες στρατιώτες του 4ου και του 6ου σώματος πεζικού και ακόμα μια ομάδα ιππικού) υπό τις διαταγές του αντιβασιλιά της Ιταλίας, Ευγένιου ντε Μπωαρναί. Σχεδόν παράλληλα, ακόμα πιο νότια, κοντά στο Γκρόντνο, τον ποταμό πέρασαν ακόμα 4 σώματα (78-79 χιλιάδες στρατιώτες του 5ου, του 7ου και του 8ου σώματος πεζικού και το 4ο σώμα του ιππικού) υπό τις διαταγές του βασιλιά της Βεστφαλίας, Ιερώνυμου Βοναπάρτη.[92][93]
Στη βόρεια κατεύθυνση, κοντά στο Τιλσίτ, τον ποταμό Νιέμεν πέρασε το 10ο σώμα του στρατάρχη Μακντόναλντ. Στη νότια κατεύθυνση, από την πλευρά της Βαρσοβίας, μέσω του ποταμού Μπουγκ, κινήθηκε ένα ξεχωριστό αυστριακό σώμα υπό τις διαταγές του Σβάρτσενμπεργκ (30-34 χιλιάδες στρατιώτες).[94]
Στις 28 Ιουνίου (16 Ιουνίου), οι Γάλλοι κατέλαβαν το Βίλνο. Ο Ναπολέοντας, ο οποίος τακτοποιούσε τα πολιτικά θέματα στην κατεχόμενη Λιθουανία, έφυγε από την πόλη για να συναντήσει τον στρατό του μόλις στις 16 Ιουλίου (4 Ιουλίου).[95][96]
Η μεταφορά του γαλλικού στρατού μέσω του ποταμού Νιέμεν | |||||||||
|
Ο Ναπολέοντας σχεδίαζε να στείλει το 10ο σώμα του Μακντόναλντ (32 χιλιάδες άνδρες) στην κατεύθυνση της Αγίας Πετρούπολης. Το σώμα έπρεπε να καταλάβει τη Ρίγα και μετά να κινηθεί προς τα βόρεια, αφού πρώτα ενωθεί με το 2ο σώμα του στρατάρχη Σαρλ Νικολά Ουντινό (28 χιλιάδες). Πυρήνας του σώματος του Μακντόναλντ ήταν το πρωσικό σώμα (20 χιλιάδες) του στρατηγού Γιούλιους Γκράβερτ (την ηγεσία του σώματος έλαβε αργότερα ο στρατηγός Γιορκ).[97]
Ο στρατάρχης Μακντόναλντ έφθασε προ πυλών των οχυρώσεων της Ρίγας, αλλά, λόγω έλλειψης πολιορκητικού πυροβολικού, αναγκάστηκε να μείνει στα μακρά περίχωρα της πόλης. Ο πολεμικός κυβερνήτης της Ρίγας, στρατηγός Ιβάν Νικολάεβιτς Έσσεν, έκαψε τα περίχωρα και κλείστηκε στην πόλη με μια δυνατή φρουρά (18 χιλιάδες στρατιώτες).[98] Στην προσπάθεια του να βοηθήσει τον Ουντινό, ο Μακντόναλντ κατέλαβε το έρημο Ντίναμπουργκ στον ποταμό του δυτικού Ντβιν και έπαψε τις ενεργές κινήσεις, καθώς περίμενε το πολιορκητικό πυροβολικό από την Ανατολική Πρωσία.[99][100] Οι Πρώσοι του σώματος του Μακντόναλντ δεν συμμετείχαν ενεργά στις μάχες αυτού του πολέμου, ο οποίος ήταν ξένος γι' αυτούς.[101][102]
Ο στρατάρχης Ουντινό, αφού κατέλαβε το Πόλοτσκ, αποφάσισε να αποφύγει από τον βορρά το σώμα του στρατηγού Βίτγκενσταϊν (25 χιλιάδες), το οποίο στάλθηκε από τον αρχιστράτηγο της 1ης στρατιάς του Μπαρκλάι-ντε-Τόλλι μετά την υποχώρηση από το Πόλοτσκ για τη φρούρηση του δρόμου προς την Πετρούπολη.[103] Επειδή φοβόταν την ένωση του Ουντινό και του Μακντόναλντ, ο Βίτγκενσταϊν, στις 30 Ιουλίου (18 Ιουλίου), επιτέθηκε στο σώμα του Ουντινό - που ήταν κουρασμένο από τον δρόμο - στα Κλιάστιτσι και τον ανάγκασε να υποχωρήσει στο Πόλοτσκ[104] - ο Ρώσος στρατηγός προσπάθησε να ανακαταλάβει την πόλη στις 17-18 Αυγούστου (5-6 Αυγούστου),[105] αλλά το σώμα του στρατηγού Σαιν-Συρ που στάλθηκε από τον Ναπολέοντα ως ενίσχυση στο σώμα του Ουντινό[106] κατάφερε να απωθήσει την επίθεση και να επαναφέρει την ισορροπία.[107]
Οι στρατάρχες Μακντόναλντ και Ουντινό κόλλησαν σε επιθέσεις χαμηλότερης έντασης και παρέμειναν στην περιοχή.[108][109]
Σώματα της 1ης Δυτικής Στρατιάς παρατάχθηκαν από τη Βαλτική μέχρι τη Λίντα (πόλη στη δυτική Λευκορωσία), ενώ το αρχηγείο βρισκόταν στο Βίλνο. Ο αρχιστράτηγος της 1ης Στρατιάς ήταν ο στρατηγός του ιππικού Μπαρκλάι-ντε-Τόλλι, διοικητής του αρχηγείου ήταν ο υποστράτηγος Αλεξέι Πετρόβιτς Γιερμόλοφ, ενώ στρατηγός-επιμελητής ήταν ο συνταγματάρχης των σωμάτων επιμελητείας Καρλ Φιόντοροβιτς Τολ.[57]
Εξαιτίας της ταχείας επέκτασης του Ναπολέοντα, υπήρχε ο κίνδυνος της διάλυσης των ρωσικών σωμάτων κατά μέρη. Το σώμα του Νικολάι Μιχάιλοβιτς Ντοχτούροφ περικυκλώθηκε, αλλά κατάφερε να ξεφύγει και να φθάσει στο Σβεντσιάνι. Οι Γάλλοι απέκοψαν το ιππικό του Ιβάν Σεμιόνοβιτς Ντόροχοφ, το οποίο είχε σκοπό να ενωθεί με τη στρατιά του Μπαγκρατιόν.[110] Αφού η 1η Στρατιά ενώθηκε, ο Μπαρκλάι-ντε-Τόλλι άρχισε να υποχωρεί μεθοδικά στο Βίλνο και μετά στον ποταμό Ντρίσσα.
Στις 26 Ιουνίου, ο στρατός βγήκε από το Βίλνο και στις 10 Ιουλίου έφθασε στο οχυρωμένο στρατόπεδο της Ντρίσσα, όπου, σύμφωνα με το σχέδιο του Πφουλ, ο ρωσικός στρατός έπρεπε να αντιμετωπίσει τον γαλλικό και να τον αναγκάσει σε υποχώρηση. Ωστόσο, οι στρατηγοί κατάφεραν να πείσουν τον τσάρο Αλέξανδρο Α' ότι το σχέδιο ήταν παράλογο, και στις 17 Ιουλίου ο ρωσικός στρατός υποχώρησε, μέσω του Πόλοτσκ, στο Βίτεμπσκ,[111] αφήνοντας για την προστασία της Πετρούπολης το 1ο Σώμα του Βίτγκενσταϊν.[112]
Στο Πόλοτσκ έγινε φανερή η ζημία που υπέστη ο στρατός εξαιτίας της παραμονής του Αλέξανδρου Α΄, γι' αυτό και στις αρχές Ιουλίου οι σύμβουλοι του αυτοκράτορα (Αλεξάντερ Σεμιόνοβιτς Σισκόφ, Αλεξέι Αντρέεβιτς Αράκτσεεφ και Αλεξάντερ Ντμίτριβιτς Μπαλάσοφ) τον έπεισαν να φύγει από την πόλη με τη δικαιολογία ότι έπρεπε να επιστρέψει στην πρωτεύουσα για τη συγκέντρωση νέων δυνάμεων.[57][113]
Η 2η Δυτική Στρατιά (περίπου 45 χιλιάδες) βρισκόταν στο Γκρόντνο (δυτική Λευκορωσία) πριν την εισβολή, σε απόσταση περίπου 150 χιλιομέτρων από την 1η Στρατιά. Αρχιστράτηγος της 2ης Δυτικής Στρατιάς ήταν ο Πιότρ Ιβάνοβιτς Μπαγκρατιόν, διοικητής του αρχηγείου ήταν ο υποστράτηγος Εμμανουήλ Φράντσεβιτς Σεν-Πρι (ήταν στρατηγός-υπασπιστής του Αλέξανδρου Α'), ενώ στρατηγός-επιμελητής ήταν ο υποστράτηγος Μιχαήλ Στεπάνοβιτς Βιστίτσκι.[57]
Ο Μπαγκρατιόν προσπάθησε να ενωθεί με το κύριο μέρος της 1ης Στρατιάς, αλλά όταν έφθασε στη Λίντα (100 χιλιόμετρα από το Βίλνο), κατάλαβε ότι οι Γάλλοι δεν θα τον άφηναν να το κάνει. Η 2η Στρατιά υποχώρησε στον νότο. Οι Κοζάκοι του αταμάνου Ματβέι Ιβάνοβιτς Πλάτοφ, οι οποίοι κάλυπταν την υποχώρηση της 2ης Στρατιάς, κατάφεραν να σταματήσουν τους Γάλλους στο Γκρόντνο και στο Μιρ. Για να αποκόψει τη 2η Στρατιά από τις κύριες δυνάμεις και να την καταστρέψει, ο Ναπολέοντας έστειλε τον στρατάρχη Λουί Νικολά Νταβού με 50 χιλιάδες στρατιώτες. Ο Νταβού κινήθηκε από το Βίλνο στο Μινσκ, το οποίο κατέλαβε στις 8 Ιουλίου. Από τα δυτικά, στη στρατιά του Μπαγκρατιόν επιτέθηκαν 4 σώματα στρατού του Ιερώνυμου Βοναπάρτη. Ο Μπαγκρατιόν, με ταχείες κινήσεις και επιτυχημένες μάχες, κατάφερε να απομακρυνθεί από τον στρατό του Ιερώνυμου Βοναπάρτη και να φθάσει στο Μπομπρούισκ, μέσω του Νοβογκρούντοκ, του Νέσβιζ, του Σλουτσκ και του Μινσκ.[114]
Στις 19 Ιουλίου, η 2η Στρατιά βρισκόταν στο Μπομπρούισκ, στον ποταμό Μπερεζίνα (στα ρωσικά Μπερεζινά), ενώ στις 21 Ιουλίου, το σώμα του Νταβού βρισκόταν στο Μογκιλιόφ. Ο Μπαγκρατιόν, ο οποίος έφθασε στον ποταμό Δνείπερο, σ' απόσταση 60 χιλιομέτρων νοτίως του Μογκιλιόφ, έστειλε το σώμα του Νικολάι Νικολάεβιτς Ραέφσκι για να απομακρύνει τον Νταβού από το Μογκιλιόφ και να ανοίξει τον δρόμο στο Βίτεμπσκ, όπου έπρεπε να ενωθούν οι ρωσικές στρατιές. Μετά τη μάχη της Σαλτάνοφκα, ο Ραέφσκι κατάφερε να σταματήσει την επέκταση του Νταβού ανατολικά του Σμολένσκ, αλλά ο δρόμος για το Βίτεμπσκ παρέμεινε κλειστός. Ο Μπαγκρατιόν πέρασε ανενόχλητα τον ποταμό Δνείπερο, από το χωριό Νόβοε Μπίχοβο, στις 24-25 Ιουλίου, με αποτέλεσμα να φθάσει στο Σμολένσκ. Ο Νταβού δεν είχε δυνάμεις να αντιμετωπίσει τη 2η Στρατιά, ενώ οι δυνάμεις του Ιερώνυμου Βοναπάρτη (ο οποίος έχασε την εξουσία εκείνη την περίοδο) ήταν πολύ μακριά, επειδή στάλθηκαν σε άλλη κατεύθυνση από τον Ναπολέοντα.[115]
Στις 23 Ιουλίου, η 1η Στρατιά έφτασε στο Βίτεμπσκ, όπου ο Μπαρκλάι-ντε-Τόλλι ήθελε να περιμένει τη 2η Στρατιά. Για να σταματήσει την επέκταση του γαλλικού στρατού, ο Μπαρκλάι-ντε-Τόλλι έστειλε το 4ο σώμα του Αλεξάντερ Ιβάνοβιτς Όστερμαν-Τολστόι - στις 25-26 Ιουλίου, ο Όστερμαν-Τολστόι συγκρούστηκε με τους Γάλλους στη μάχη του Όστροβνο (η μάχη έληξε με τακτική νίκη των Γάλλων). Στις 27 Ιουλίου, ο Μπαρκλάι-ντε-Τόλλι υποχώρησε από το Βίτεμπσκ στο Σμολένσκ, καθώς έμαθε ότι ο Ναπολέοντας πλησίαζε με τις κύριες δυνάμεις του και ότι ο Μπαγκρατιόν δεν μπορούσε να φθάσει στο Βίτεμπσκ.[116]
Στις 3 Αυγούστου, η 1η και η 2η στρατιά των Ρώσων ενώθηκαν στο Σμολένσκ, γεγονός που αποτέλεσε την πρώτη στρατηγική επιτυχία του ρωσικού στρατού. Ο πόλεμος διακόπηκε για λίγο, καθώς οι δύο πλευρές αποφάσισαν να δώσουν την ευκαιρία στους στρατιώτες να ξεκουραστούν, μετά από τόσο ασταμάτητο περπάτημα.[117]
Όταν έφθασε στο Βίτεμπσκ, ο Ναπολέοντας αποφάσισε να ξεκουράσει τον στρατό του, ο οποίος διέσχισε χωρίς διάλειμμα 400 χιλιόμετρα. Στις 13 Αυγούστου, μετά από πολλές αμφιβολίες,[П 14] ο Ναπολέοντας κινήθηκε στο Σμολένσκ.[118][119]
Το 7ο σαξωνικό σώμα (17.000-22.000 άνδρες), υπό τις διαταγές του Ζαν Λου Εμπενεζέρ Ρενιέ, έπρεπε να καλύπτει τη δεξιά πτέρυγα των κύριων δυνάμεων του Ναπολέοντα από την 3η Στρατιά του στρατηγού Αλεξάντερ Πετρόβιτς Τορμάσοφ (46.000 στρατιώτες και 164 πυροβόλα). Ο Ρενιέ παρέταξε το σώμα του στη γραμμή Μπρεστ-Κόμπριν-Πινσκ (170 χιλιόμετρα). Στις 27 Ιουλίου, ο Τορμάσοφ περικύκλωσε το Κόμπριν και διέλυσε τη σαξωνική φρουρά του Κλένγκελ (περίπου 5.000 στρατιώτες). Επίσης, ο Τορμάσοφ εκκαθάρισε το Μπρεστ και το Πινσκ από τις γαλλικές φρουρές.[120]
Ο Ναπολέοντας, αφού κατάλαβε ότι ο Ρενιέ δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον Τορμάσοφ, αποφάσισε να αφήσει το αυστριακό σώμα του Σβάρτσενμπεργκ (30.000 στρατιώτες) στον νότο για να αντιμετωπίσει τον Τορμάσοφ. Ο Ρενιέ, αφού συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και ενώθηκε με τους Αυστριακούς, επιτέθηκε στον Τορμάσοφ (12 Αυγούστου) στο Γκορόντετσνο και τον ανάγκασε να υποχωρήσει στο Λουτσκ (πόλη στη σημερινή βορειοδυτική Ουκρανία). Στις μάχες συμμετέχουν ενεργά μονάχα οι Σάξωνες, ενώ οι Αυστριακοί περιορίζονται σε ελιγμούς και βομβαρδισμούς με το πυροβολικό.[121][122][123]
Μέχρι το τέλος του Σεπτεμβρίου, στη νότια κατεύθυνση διεξήχθησαν διάφορες μικρές μάχες στο δάσος του Λουτσκ.[124]
Εκτός από τον στρατηγό Τορμάσοφ, στη νότια κατεύθυνση βρισκόταν και το 2ο ρωσικό εφεδρικό σώμα του στρατηγού Φιόντορ Φιόντοροβιτς Έρτελ, το οποίο συγκροτήθηκε στο Μοζίρ και βοηθούσε την πολιορκημένη φρουρά του Μπομπρούισκ. Για την πολιορκία του Μπομπρούισκ, καθώς και για την απομάκρυνση του Έρτελ από τις γραμμές επικοινωνίας, ο Ναπολέοντας έστειλε την πολωνική μεραρχία του στρατηγού Γιαν Ντομπρόφσκι (8.000 στρατιώτες) από το 5ο Πολωνικό Σώμα.[125]
Μετά την ένωση των ρωσικών στρατιών, οι στρατηγοί απαίτησαν από τον αρχιστράτηγο Μπαρκλάι-ντε-Τόλλι να δώσει μια αποφασιστική μάχη. Επειδή είδε ότι τα γαλλικά σώματα βρίσκονταν μακριά το ένα από το άλλο, ο Μπαρκλάι-ντε-Τόλλι αποφάσισε να τα καταστρέψει κατά μέρη, γι' αυτό και στις 8 Αυγούστου επιτέθηκε στην πόλη Ρούντνα, όπου βρισκόταν το ιππικό του στρατάρχη Ζοακίμ Μυρά.[126]
Ο Ναπολέοντας, ωστόσο, βλέποντας την αργή κίνηση του ρωσικού στρατού, συγκέντρωσε τα σώματα του και προσπάθησε να αποφύγει την αριστερή πτέρυγα του ρωσικού στρατού από τον νότο για να επιτεθεί στα μετόπισθεν του Μπαρκλάι-ντε-Τόλλι - γι' αυτό και πέρασε τον Δνείπερο, δυτικά του Σμολένσκ. Στον δρόμο του γαλλικού στρατού βρέθηκε η 27η μεραρχία του στρατηγού Ντμίτρι Πετρόβιτς Νεβερόφσκι, η οποία κάλυπτε την αριστερή πτέρυγα του ρωσικού στρατού στο Κράσνι. Η επίμονη αντίσταση του Νεβερόφσκι έδωσε χρόνο στο σώμα του στρατηγού Ραέφσκι να φθάσει στο Σμολένσκ.[127]
Στις 16 Αυγούστου, ο Ναπολέοντας έφθασε στο Σμολένσκ με 180.000 στρατιώτες. Ο Μπαγκρατιόν ανέθεσε στον Ραέφσκι (15.000 στρατιώτες), στο 7ο Σώμα του οποίου βρίσκονταν και τα υπολείμματα της μεραρχίας του Νεβερόφσκι, την άμυνα του Σμολένσκ. Ο Μπαρκλάι-ντε-Τόλλι δεν ήταν σύμφωνος, ωστόσο, ο ρωσικός στρατός δεν είχε κοινή ηγεσία. Στις 6 το πρωί της 16ης Αυγούστου, ο Ναπολέοντας ξεκίνησε την πολιορκία της πόλης. Η μάχη του Σμολένσκ συνεχίστηκε μέχρι το πρωί της 18ης Αυγούστου, όταν ο Μπαρκλάι-ντε-Τόλλι διέταξε υποχώρηση από την καμένη πόλη για να αποφύγει μια μεγάλη μάχη, στην οποία δεν είχε πολλές ευκαιρίες για νίκη.[128] Ο Μπαρκλάι-ντε-Τόλλι είχε στη διάθεση του 76.000 στρατιώτες, ενώ ακόμα 34.000 (η στρατιά του Μπαγκρατιόν) κάλυπταν τον δρόμο της υποχώρησης του ρωσικού στρατού στο Ντορογκομπούζ, καθώς ο Ναπολέοντας μπορούσε να αποκόψει τον δρόμο με ένα ελιγμό παράκαμψης (παρόμοιο μ' αυτόν που δεν πέτυχε στη μάχη του Σμολένσκ).
Ο στρατάρχης Μισέλ Νέυ ακολούθησε τον ρωσικό στρατό. Στις 19 Αυγούστου, στην αιματηρή μάχη του βουνού Βαλούτινο, οι Ρώσοι κατάφεραν να σταματήσουν τον Νέυ, ο οποίος υπέστη σοβαρές απώλειες. Ο Ναπολέοντας έστειλε τον στρατηγό Ζαν Αντόν Ζυνό για να ανοίξει τον δρόμο στο όπισθεν του ρωσικού στρατού, αλλά ο τελευταίος απέτυχε και οι Ρώσοι ακολούθησαν τον δρόμο προς τη Μόσχα από το Ντορογκομπούζ.[129] Η μάχη του Σμολένσκ, η οποία κατέστρεψε μια μικρή πόλη, έφερε την αρχή μιας παλλαϊκής σύγκρουσης του ρωσικού λαού με τον εχθρό, κάτι που ένιωσαν και οι στρατάρχες του Ναπολέοντα. Οι πόλεις που συναντούσε μετά ο γαλλικός στρατός ήταν καμένες και ο πληθυσμός είχε εκκενώσει τις πόλεις. Ο Ναπολέοντας, μετά τη μάχη του Σμολένσκ, πρότεινε ειρήνη στον Αλέξανδρο Α', από τη θέση του δυνατού, αλλά δεν έλαβε απάντηση.[П 15][130]
Ο Αλέξανδρος Α΄, όταν άφησε τον στρατό, δεν ενδιαφέρθηκε να διορίσει ένα κοινό αρχιστράτηγο. Οι σχέσεις του Μπαγκρατιόν και του Μπαρκλάι-ντε-Τόλλι, μετά την υποχώρηση από το Σμολένσκ, χειροτέρευαν μέρα με τη μέρα. Η απουσία μιας κοινής διοίκησης μπορούσε να φέρει καταστροφικά αποτελέσματα. Για την επίλυση του θέματος δημιουργήθηκε μια Έκτακτη επιτροπή και στις 17 Αυγούστου, ο στρατηγός του πεζικού Μιχαήλ Ιλλαριόνοβιτς Κουτούζοφ ανέλαβε την ηγεσία ολόκληρου του ρωσικού στρατού.[131] Αυτό έγινε στο Τσαριόβο-Ζαίμισσε.[132] Εκείνη την ημέρα, οι Γάλλοι μπήκαν στη Βιάζμα. Ο Κουτούζοφ δημιούργησε το δικό του αρχηγείο, χρησιμοποιώντας τα αρχηγεία των Δυτικών στρατιών. Ο στρατηγός του ιππικού Μπέννιγκσεν έλαβε τη θέση του διοικητή του αρχηγείου του Κουτούζοφ, στρατηγός-επιμελητής όλων των στρατιών έγινε ο Βιστίτσκι, βοηθός του τελευταίου διορίστηκε ο Τολ, ενώ ο συνταγματάρχης Παϊσί Σεργκέιβιτς Καϊσάροφ έλαβε τη θέση του στρατηγού που έλεγχε την τήρηση του στρατιωτικού κώδικα.[57]
Ο Κουτούζοφ, ακολουθώντας τη στρατηγική του προκάτοχού του, δεν μπορούσε να αποφύγει μια αποφασιστική μάχη λόγω πολιτικών και ηθικών σκέψεων. Στις 3 Σεπτεμβρίου, ο ρωσικός στρατός έφθασε στο χωριό Μποροντίνο. Η μετέπειτα υποχώρηση του ρωσικού στρατού θα σήμαινε την παράδοση της Μόσχας. Ο Κουτούζοφ αποφάσισε να δώσει μάχη. Ο Κουτούζοφ ήθελε να κερδίσει χρόνο για να προετοιμάσει την άμυνα του στο Μποροντίνο, γι' αυτό και διέταξε τον στρατηγό Αντρέι Ιβάνοβιτς Γκορτσακόφ να σταματήσει τον αντίπαλο στο χωριό Σεβαρντίνο, όπου υπήρχε ένα πεντάγωνο οχυρό. Στις 5 Σεπτεμβρίου, στο οχυρό του Σεβαρντίνο, διεξήχθη μάχη που διήρκεσε όλη την ημέρα - μονάχα τα μεσάνυχτα, η μεραρχία του Ζακ Ντομινίκ Κομπάν κατάφερε να περάσει το οχυρό.[133]
Στις 7 Σεπτεμβρίου (26 Αυγούστου με το παλαιό ημερολόγιο), στο χωριό Μποροντίνο (125 χιλιόμετρα δυτικά της Μόσχας), διεξήχθη η μεγαλύτερη μάχη της γαλλικής εισβολής στη Ρωσία. Οι δύο στρατοί είχαν περίπου ίσο αριθμό στρατιωτών - οι Γάλλοι είχαν 130.000-135.000 στρατιώτες, ενώ οι Ρώσοι είχαν 110.000-130.000 στρατιώτες.[134][135] Ο ρωσικός στρατός είχε προβλήματα με τον οπλισμό του, καθώς δεν διέθετε όπλα για 31.000 πολιτοφύλακες από τη Μόσχα και το Σμολένσκ.[136] Η ρωσική ηγεσία έδωσε στους πολεμιστές δόρατα και ο Κουτούζοφ αποφάσισε ότι οι πολεμιστές θα βοηθούσαν στη μεταφορά των τραυματιών από το πεδίο της μάχης.
Στην πραγματικότητα, οι Γάλλοι πολιορκούσαν τις γραμμές των ρωσικών ενισχύσεων.[137] Οι δύο πλευρές χρησιμοποιούσαν συχνά το πυροβολικό και στην άμυνα και την επίθεση. Κατά τη διάρκεια της όγδοης κατά σειρά επίθεσης του Μπαγκρατιόν, η οποία διεξήχθη το μεσημέρι, ο Ναπολέοντας παρέταξε 45.000 στρατιώτες και 400 πυροβόλα απέναντι στους 18.000 στρατιώτες και στα 300 πυροβόλα που είχε ο Μπαγκρατιόν - οι στρατοί και τα πυροβόλα τους βρίσκονταν ανεπτυγμένοι σε μέτωπο 1,5 χιλιομέτρου,[138] κάτι που δίνει 470 πυροβόλα σε μέτωπο ενός χιλιομέτρου. Όπως αναφέρει ο Μ. Άνταμς, «στο Μποροντίνο ξεκίνησε η εποχή του πυροβολικού».[139]
Μετά τη 12ωρη μάχη, οι Γάλλοι έχασαν πολλούς στρατιώτες (30.000-34.000 νεκροί και τραυματίες), αλλά κατάφεραν να καταστρέψουν την αριστερή πτέρυγα και το κέντρο των Ρώσων. Παρ' ολ' αυτά, ο γαλλικός στρατός δεν κατάφερε να αναπτύξει την επίθεση. Ο ρωσικός στρατός επίσης υπέστη μεγάλες απώλειες (40.000-45.000 νεκροί και τραυματίες). Οι δύο πλευρές δεν είχαν σχεδόν καθόλου αιχμαλώτους.[140] Στις 8 Σεπτεμβρίου, ο Κουτούζοφ διέταξε υποχώρηση στο Μοζάισκ, με σκοπό να διατηρήσει τον στρατό του.
Στις 13 Σεπτεμβρίου, στο χωριό Φίλι, ο Κουτούζοφ ζήτησε τη συμβουλή των στρατηγών όσον αφορά τις μετέπειτα ενέργειες. Η πλειοψηφία των στρατηγών ζήτησε μια νέα μάχη, αλλά, ο Κουτούζοφ διέκοψε τη συνεδρίαση και διέταξε υποχώρηση μέσω της Μόσχας από το δρόμο του Ριαζάν.[141][142] Το απόγευμα της 14ης Σεπτεμβρίου, ο Ναπολέοντας εισήλθε στην έρημη Μόσχα.[143]
Στις 14 Σεπτεμβρίου, η Μόσχα παραδόθηκε στον Ναπολέοντα αμαχητί. Ο Γάλλος αυτοκράτορας διόρισε τον Αντόλφ Εντουάρ Ζοζέφ Μορτιέ στρατιωτικό διοικητή, τον Ντυρονέλ διοικητή του οχυρού και της πόλης, ενώ τη θέση του «οικονόμου της Μόσχας και της επαρχίας» (πολιτικoύ διοικητή) έλαβε ο Λεσσέψ. Ο Λεσσέψ «επέλεξε» και ο Ναπολέοντας διόρισε 22 άτομα από τον ρωσικό πληθυσμό στις θέσεις της πολιτικής διοίκησης, αν και στην πραγματικότητα δεν είχαν καμία πραγματική εξουσία.[144]
Τη νύχτα μεταξύ 14 και 15 Σεπτεμβρίου ξέσπασε μια μεγάλη πυρκαγιά στη Μόσχα,[145] η οποία (τη νύχτα από τις 15 στις 16 Σεπτεμβρίου) έγινε πιο δυνατή και ανάγκασε τον Ναπολέοντα να φύγει από το Κρεμλίνο.
Περίπου 400 απλοί πολίτες εκτελέστηκαν από το γαλλικό στρατοδικείο λόγω υποψίας για συμμετοχή στον εμπρησμό της πόλης.[146]
Υπάρχουν αρκετές εκδοχές για την πρόκληση της πυρκαγιάς:[147]
Οι εστίες της πυρκαγιάς ήταν αρκετές, γι' αυτό και όλες οι εκδοχές μπορούν να θεωρηθούν βάσιμες.
Η πυρκαγιά διήρκεσε μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου και κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της Μόσχας. Από τις 30.000 οικίες που υπήρχαν πριν στη Μόσχα, διασώθηκαν λιγότερες από 5.000.[149][150]
Η κατάληψη της Μόσχας θεωρήθηκε από τον Ναπολέοντα ως κατάκτηση μιας σημαντικής πολιτικής και όχι στρατιωτικής θέσης.[П 16] Στη Μόσχα, ο Ναπολέοντας άρχισε να ετοιμάζεται για μια εκστρατεία στην Πετρούπολη.[152] Η πιθανότητα μιας εκστρατείας στην Πετρούπολη προκάλεσε την ανησυχία της τσαρικής οικογένειας.[153] Ωστόσο, οι στρατάρχες του Ναπολέοντα δεν συμφωνούσαν, καθώς θεωρούσαν αδύνατο το σχέδιο αυτό - θεωρούσαν ότι ήταν αδιανόητο το να πάνε στον βορρά για να συναντήσουν τον χειμώνα, με μειωμένο στρατό και έχοντας απέναντι τον Κουτούζοφ.[149] Ο Ναπολέοντας αποφάσισε να μην επιμείνει.
Ο Ναπολέοντας προσπάθησε 3 φορές να πείσει τον Αλέξανδρο Α΄ να υπογράψει ειρήνη.
Η απουσία απάντησης στις προτάσεις ειρήνης από την πλευρά του Αλέξανδρου Α', καθώς επίσης και οι στρατηγικές σκέψεις που αναφέρονται παραπάνω, επέφεραν αλλαγή στον χαρακτήρα του πολέμου, ο οποίος έγινε αληθινά λαϊκός. Όταν κάηκε η Μόσχα, η σκληρότητα απέναντι στους κατακτητές έφθασε στο υψηλότερο επίπεδο.
Κύριες μορφές της αντίστασης του ρωσικού λαού ήταν η παθητική αντίσταση (αποχή από το εμπόριο με τον εχθρό, καταστροφή προϊόντων και τροφής, φυγή στο δάσος, εγκατάλειψη του ψωμιού στα χωράφια), ο ανταρτοπόλεμος και η μαζική συμμετοχή στην εθνική πολιτοφυλακή.
Σε μεγαλύτερο βαθμό, ο πόλεμος επηρεάστηκε από την άρνηση του Ρώσου αγρότη να εφοδιάζει τον αντίπαλο με τροφή. Το φθινόπωρο του 1812, ο διοικητής της αστυνομίας της περιφέρειας Μπερεζινά, Ντομπρόφσκι, έγραφε: «Με διατάζουν να παραδώσω τα πάντα, αλλά δεν έχω από πού να τα πάρω...Υπάρχει μεγάλη ποσότητα ψωμιού στα χωράφια, η οποία δεν συγκομίζεται από τους ανυπότακτους αγρότες». Η παθητική αντίσταση από την πλευρά του ρωσικού πληθυσμού προκάλεσε προβλήματα στον εφοδιασμό της Μεγάλης Στρατιάς, το σύστημα εφοδιασμού της οποίας επηρεαζόταν από την τοπική παραγωγή τροφίμων.[156]
Από τον Ιούνιο μέχρι τον Αύγουστο του 1812, ο στρατός του Ναπολέοντα, ο οποίος ακολουθούσε τον ρωσικό στρατό που υποχωρούσε, διέσχισε μια απόσταση περίπου 1.200 χιλιομέτρων, από τον ποταμό Νιέμεν μέχρι τη Μόσχα. Ως αποτέλεσμα, οι γραμμές επικοινωνίας "τεντώθηκαν" πάρα πολύ. Έχοντας υπόψιν αυτό το γεγονός, η ηγεσία του ρωσικού στρατού αποφάσισε να χρησιμοποιήσει σώματα ανταρτών, τα οποία θα πολεμούσαν στα μετόπισθεν και στις γραμμές επικοινωνίας του αντιπάλου με σκοπό να εμποδίσουν τον εφοδιασμό των Γάλλων και να καταστρέψουν μικρά σώματα του γαλλικού στρατού. Οι πιο γνωστοί διοικητές αυτών των σωμάτων ήταν ο Ντενίς Βασίλιεβιτς Νταβίντοφ, ο Αλεξάντερ Νικίτιτς Σεσλάβιν και ο Αλεξάντερ Σαμόιλοβιτς Φίγκνερ. Αυτά τα σώματα έχαιραν της στήριξης των αγροτών, οι οποίοι συμμετείχαν στον ανταρτοπόλεμο.
Ο ρωσικός λαός πέρασε από την παθητική στην ενεργή αντίσταση, καθώς ο γαλλικός στρατός συνέχιζε να προελαύνει στα βάθη της Ρωσίας. Επιπλέον, αυξήθηκε η βία από την πλευρά του γαλλικού στρατού (μετά τις πυρκαγιές στο Σμολένσκ και στη Μόσχα), ενώ επίσης μειώθηκε η πειθαρχία στον γαλλικό στρατό - αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μετατροπή των Γάλλων στρατιωτών σε ληστές και εμπρηστές. Οι Ρώσοι στρατιώτες που δραπέτευσαν από την αιχμαλωσία και εθελοντές από τον τοπικό πληθυσμό ανέλαβαν την ευθύνη για την οργάνωση των σωμάτων των ανταρτών. Ο πατριωτισμός, ως αίσθημα, ήταν άγνωστος στους αγρότες,[157] αλλά η βία και οι ληστείες από την πλευρά των Γάλλων προκάλεσαν τη λαϊκή συσπείρωση και τον ανταρτοπόλεμο. Ο Γιερμολάι Βασίλιεβιτς Τσετβερτάκοφ, ο Σεμιόν Ιβάνοβιτς Σούμπιν, ο Γκεράσιμ Ματβέγιεβιτς Κούριν, ο Γιεγκόρ Σεμιόνοβιτς Στούλοφ, η Βασιλίσα Κόζινα, ο Φιόντορ Ποτάποφ και άλλοι διοικητές από τον αγροτικό, αστικό και αριστοκρατικό πληθυσμό κατάφεραν να δημιουργήσαου σώματα ανταρτών, τα οποία ήταν ικανά για μάχη. Ο ανταρτοπόλεμος είχε ως αποτέλεσμα τη χρήση άμετρης βίας και από τις δύο πλευρές. Για παράδειγμα, ο γαλλικός στρατός έχασε περισσότερο από 25.000 στρατιώτες στη Μόσχα, εξαιτίας της ενεργής αντίστασης των ανταρτών.[158]
Οι αντάρτες αποτελούσαν τον πρώτο κύκλο περικύκλωσης γύρω από τη Μόσχα, την οποία κατέλαβαν οι Γάλλοι. Ο δεύτερος κύκλος αποτελούταν από πολιτοφύλακες.[159] Στις 6 Ιουλίου 1812, ο Αλέξανδρος Α΄ εξέδωσε μανιφέστο, το οποίο καλούσε τους αριστοκράτες να δημιουργήσουν πολιτοφυλακές, στις οποίες θα συμμετείχαν οι ίδιοι με τους δουλοπάροικούς τους και θα εξέλεγαν τον διοικητή τους. Την ίδια μέρα κυκλοφόρησε η προκήρυξη της «πρωτότοκης πρωτεύουσας της Μόσχας μας», η οποία καλούσε τους Μοσχοβίτες να οργανώσουν την πολιτοφυλακή τους. Στον πόλεμο συμμετείχαν πάνω από 400.000 πολιτοφύλακες,[160] οι οποίοι χωρίστηκαν σε 3 σώματα: το 1ο για την άμυνα της Μόσχας, το 2ο για την άμυνα της Πετρούπολης και το 3ο, το εφεδρικό σώμα. Οι πολεμιστές της πολιτοφυλακής οργανώθηκαν σε συντάγματα και ταξιαρχίες, που χωρίζονταν σε τάγματα των δεκάδων και των χιλιάδων ανδρών.
Μετά την παράδοση της Μόσχας, ο Κουτούζοφ απέφευγε μια αποφασιστική μάχη, καθώς ήθελε να συγκεντρώσει νέες δυνάμεις και να συνεχίσει την αργή εξουθένωση των Γάλλων. Παράλληλα, ο ρωσικός λαός συγκέντρωσε για τη διεξαγωγή του πολέμου 60.000.000 ρούβλια. Στις ρωσικές επαρχίες (Γιαροσλάβ, Βλαντίμιρ, Τούλα, Καλούγκα, Τβερ και άλλες) συγκεντρώθηκαν 205.000 πολιτοφύλακες, ενώ στη Μικρά Ρωσία (το μεγαλύτερο τμήμα της σημερινής Ουκρανίας) συγκεντρώθηκαν 75.000 πολιτοφύλακες. Για τον οπλισμό των πολιτοφυλάκων, η ρωσική κυβέρνηση κατάφερε να βρει 90.000 τυφέκια, από τα οποία τα 50.000 αγοράστηκαν από την Αγγλία.[7] Οι αντάρτες και οι πολιτοφύλακες περικύκλωσαν πιο πυκνά τη Μόσχα και εμφανίστηκε ο κίνδυνος να μετατραπεί η στρατηγική περικύκλωση του Ναπολέοντα σε τακτική.[161]
Στις 14 Σεπτεμβρίου (2 Σεπτεμβρίου), ενώ οι Γάλλοι εισέρχονταν στη Μόσχα (κατά τις 5 το απόγευμα), η οπισθοφυλακή του Μιχαήλ Αντρέγιεβιτς Μιλοράντοβιτς υποχωρούσε από τη Μόσχα. Το γαλλικό ιππικό του Σεμπαστιάνι σταμάτησε μετά από έκκληση του Μιλοράντοβιτς[П 17] Έτσι, ο Σεμπαστιάνι το άφησε μαζί με τους τελευταίους στρατιώτες των Ρώσων να περάσουν χωρίς μάχη. Στις 16 Σεπτεμβρίου, ο ρωσικός στρατός υποχώρησε στο πορθμείο του Μπορόφσκι και πέρασε στη δεξιά όχθη του ποταμού Μόσκοβα.[162] Οι κύριες δυνάμεις του ρωσικού στρατού παρατάχθηκαν στο Κουλάκοβο. Στις 17 Σεπτεμβρίου, ο Κουτούζοφ κινήθηκε κατά μήκος της δεξιάς όχθης του Πάχρα, διέσχισε τον δρόμο του Κασίρσκ, στις 18 Σεπτεμβρίου έφθασε στο Ποντόλσκ και στις 21 Σεπτεμβρίου έφθασε στο χωριό Κράσνοι Πάχρα, στον παλαιό δρόμο της Καλούγκα. Μέχρι τις 26 Σεπτεμβρίου, ο Ναπολέων Α΄ Βοναπάρτης δεν ήξερε που βρισκόταν ο ρωσικός στρατός. Οι Κοζάκοι, οι οποίοι κινήθηκαν κατά μήκος του δρόμου του Ριαζάν, ξεγέλασαν το σώμα του Μυρά και το παρέσυραν μέχρι το Μπρόννιτς. Οι Γάλλοι δεν ήξεραν που βρισκόταν ο ρωσικός στρατός μέχρι την εμφάνιση των Κοζάκων στον δρόμο του Μοζάισκ. Στις 22 Σεπτεμβρίου, ο Ναπολέοντας έστειλε το σώμα του Πονιάτοφσκ στο Ποντόλσκ.
Η περιοχή και ο ρωσικός στρατός καλύπτονταν από την οπισθοφυλακή του Μιλοράντοβιτς στο χωριό Ντέσνι, από το σώμα του Ραγέφσκι στο χωριό Λουκόβαν (μεταξύ των δρόμων της Καλούγκα και της Τούλας) και από το ιππικό του Βασίλτσικοφ στο Ποντόλσκ.[163]
Από το Κράσνοι Πάχρα, ο Κουτούζοφ μετέφερε τον στρατό στα νότια και στις 2 Οκτωβρίου έφθασε στο χωριό Ταλούτινο, κοντά στην Καλούγκα. Ο ρωσικός στρατός, ο οποίος βρισκόταν στον παλαιό δρόμο της Καλούγκα, κάλυπτε την Τούλα, την Καλούγκα, το Μπριάνσκ και τις νότιες επαρχίες που καλλιεργούσαν ψωμί - επίσης, ο ρωσικός στρατός απειλούσε τα μετόπισθεν του εχθρού μεταξύ της Μόσχας και του Σμολένσκ.[163]
Ο Άγγλος στρατηγός Ρ. Βίλσον, ο οποίος υπηρετούσε στο επιτελείο του ρωσικού στρατού, προσπάθησε να πείσει τη ρωσική ηγεσία ότι έφθασε η στιγμή για μια αποφασιστική μάχη. Ο Κουτούζοφ, χωρίς να επηρεάζεται από την πίεση, δήλωσε κατά τη διάρκεια της συζήτησής του με τον Λεόντι Λεόντιεβιτς Μπέννιγκσεν: «Ποτέ, αγαπητέ μου, δεν θα συμφωνήσουμε. Σκέφτεσαι μόνο το καλό της Αγγλίας, ενώ εγώ δεν θα τρελαθώ αν αυτό το νησί βυθιστεί».[164]
Στη Μόσχα, ο Ναπολέοντας ήταν παγιδευμένος και αναγκάστηκε να περάσει τον χειμώνα σε μια πόλη που καταστράφηκε από πυρκαγιά. Αυτό προκάλεσε πολλά προβλήματα: η παραγωγή τροφίμων χειροτέρευσε, οι γραμμές επικοινωνίας ήταν ευάλωτες και ο στρατός άρχισε να αποσυντίθεται. Ο Ναπολέοντας άρχισε την προετοιμασία για υποχώρηση στα χειμερινά διαμερίσματα (κάπου μεταξύ του Δνείπερου και της Δυτικής Ντβινά).
Στις 18 Οκτωβρίου, οι Ρώσοι επιτέθηκαν στα γαλλικά σώματα του στρατάρχη Μυρά, τα οποία ακολουθούσαν τον ρωσικό στρατό. Αφού έχασε 4.000 στρατιώτες και 38 κανόνια,[165] ο Μυρά διέταξε υποχώρηση. Η μάχη του Ταρούτινο αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα του πολέμου, καθώς σήμανε τη μετάβαση της υπεροχής στον ρωσικό στρατό.[166][167]
Οι κύριες δυνάμεις του Ναπολέοντα προχωρούσαν στα βάθη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, όπως μια σφήνα. Ενώ ο Ναπολέοντας εισερχόταν στη Μόσχα, η αριστερή πτέρυγα (βορράς) είχε να αντιμετωπίσει τα σώματα του στρατηγού Πιοτρ Χριστιάνοβιτς Βίτγκενσταϊν - τα σώματα αυτά αντιμετώπιζαν οι δυνάμεις των στραταρχών Ουντινό και Σαιν-Συρ. Η δεξιά πτέρυγα του Ναπολέοντα παρέμεινε στα σύνορα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στη Λευκορωσία. Η στρατιά του στρατηγού Τορμάσοφ ένωσε με την παρουσία της το αυστριακό σώμα του Σβάρτσενμπεργκ και το 7ο Σώμα του Ζαν Λου Εμπενεζέρ Ρενιέ. Οι γαλλικές φρουρές στο δρόμο του Σμολένσκ προστάτευαν τις γραμμές επικοινωνίας και τα μετόπισθεν του Ναπολέοντα.
Ναπολέοντας
Δεν διατηρήθηκαν έγγραφα με τα σχέδια του Ναπολέοντα για τη συνέχιση της εκστρατείας, αλλά μόνο μερικές φράσεις. Μια από τις διατηρημένες φράσεις είναι: «θα περάσω τον χειμώνα κάπου μεταξύ του Σμολένσκ, του Μογκιλιόφ, του Μινσκ και του Βίτεμπσκ.. η Μόσχα δεν αποτελεί πλέον στρατιωτική θέση. Πάω να βρω άλλη θέση, από την οποία μπορώ να ξεκινήσω νέα εκστρατεία, η οποία θα έχει κατεύθυνση προς την Πετρούπολη ή το Κίεβο».[168]
Κουτούζοφ
Ο Κουτούζοφ θεωρούσε ότι ο Ναπολέοντας θα υποχωρούσε στα νότια ή στον δρόμο του Σμολένσκ. Στις μαρτυρίες των αιχμαλώτων και των λιποτακτών του γαλλικού στρατού αναφερόταν η νοτιοδυτική κατεύθυνση. Ο Κουτούζοφ έθεσε υπό παρακολούθηση όλους τους πιθανούς δρόμους υποχώρησης του γαλλικού στρατού από τη Μόσχα. Παράλληλα, ο Κουτούζοφ ενίσχυσε την άμυνα τον βόρειων συνόρων των επαρχιών Βολίνσκ, Κιέβου, Τσερνιγκόφσκ και Καλούγκα.
Η υποχώρηση του στρατού του Ναπολέοντα από τη Μόσχα | |||||||||
|
Το Δεκέμβριο του 1812, ο Κουτούζοφ έστειλε στον Αλέξανδρο Α΄ αναφορά, στην οποία έδωσε μια στρατηγική περίληψη της εκστρατείας από την ημέρα της υποχώρησης του ρωσικού στρατού στο στρατόπεδο του Ταρούτινο μέχρι την απομάκρυνση των εχθρικών στρατευμάτων από τη Ρωσία. Όσον αφορά τη στρατηγική του Ναπολέοντα μετά την υποχώρηση από τη Μόσχα, ο Κουτούζοφ έγραφε ότι ο Γάλλος αυτοκράτορας σκόπευε να περάσει τον δρόμο του Μπορόφσκ για να φθάσει στην Καλούγκα - αν το κατάφερνε αυτό, θα ανάγκασε τους Ρώσους σε υποχώρηση στην Όκα και θα περνούσε τον χειμώνα στις πλουσιότερες επαρχίες της Ρωσίας.[169] Η διορατικότητα του Κουτούζοφ αποδείχτηκε χάρη στον ελιγμό του Ταρούτινο, με τον οποίο σταμάτησε την κίνηση των Γάλλων στο Σμολένσκ, μέσω της Καλούγκα.[170]
Στις 19 Οκτωβρίου, ο γαλλικός στρατός (110 χιλιάδες) με μεγάλη νηοπομπή έφυγε από τη Μόσχα μέσω του παλαιού δρόμου της Καλούγκα. Ο Ναπολέοντας σκόπευε να φθάσει στην πιο κοντινή και μεγαλύτερη βάση τροφίμων στο Σμολένσκ μέσω της Καλούγκα.
Ο Κουτούζοφ, ο οποίος παρέταξε τον ρωσικό στρατό στο χωριό Ταρούτινο στον παλαιό δρόμο της Καλούγκα, ήταν ένα σοβαρό εμπόδιο για τον Ναπολέοντα. Λόγω έλλειψης αλόγων, το πυροβολικό των Γάλλων μειώθηκε, ενώ τα μεγάλα σώματα ιππικού εξαφανίστηκαν. Μη θέλοντας να επιτεθεί με ένα αποδυναμωμένο στρατό σε μια οχυρωμένη θέση, ο Ναπολέοντας στράφηκε στην περιοχή του χωριού Τρόιτσκ στον νέο δρόμο της Καλούγκα, για να προσπεράσει το Ταρούτινο. Ωστόσο, ο Κουτούζοφ μετέφερε τον στρατό στο Μαλογιαροσλάβετς, με αποτέλεσμα να αποκόψει τον δρόμο υποχώρησης στον νέο δρόμο της Καλούγκα.[171]
Στις 24 Οκτωβρίου διεξήχθη η μάχη του Μαλογιαροσλάβετς. Η πόλη πέρασε οκτώ φορές από χέρια του ενός στρατού στα χέρια του άλλου.[172] Οι Γάλλοι, τελικά, κατάφεραν να καταλάβουν το Μαλογιαροσλάβετς, αλλά ο Κουτούζοφ κατέλαβε μια οχυρωμένη θέση στα περίχωρα της πόλης, στην οποία ο Ναπολέοντας δεν ρίσκαρε να επιτεθεί. Μέχρι τις 22 Οκτωβρίου, ο στρατός του Κουτούζοφ αριθμούσε 97 χιλιάδες τακτικούς στρατιώτες, 20 χιλιάδες Κοζάκους, 622 όπλα και περισσότερο από 10 χιλιάδες πολεμιστές της πολιτοφυλακής.[173] Απ' την άλλη, ο Ναπολέοντας είχε στη διάθεση του 70 χιλιάδες στρατιώτες, ενώ το ιππικό είχε εξαφανιστεί και το πυροβολικό ήταν σαφώς πιο αδύνατο από το ρωσικό. Η υπεροχή πέρασε στα χέρια των Ρώσων.
Στις 26 Οκτωβρίου, ο Ναπολέοντας διέταξε υποχώρηση στη γραμμή Μπόροφσκ-Βερεγιά-Μοζάισκ στον βορρά. Στη μάχη του Μαλογιαροσλάβετς, ο ρωσικός στρατός κατάφερε να πραγματοποιήσει ένα στρατηγικό στόχο - χάλασε το σχέδιο του γαλλικού στρατού να περάσει στην Ουκρανία και τον ανάγκασε να υποχωρήσει μέσω του παλαιού δρόμου του Σμολένσκ (καταστράφηκε νωρίτερα από τους Γάλλους). Από το Μοζάισκ, ο γαλλικός στρατός ξεκίνησε την κίνηση προς το Σμολένσκ με τον δρόμο, τον οποίο διέσχισαν για να επιτεθούν στη Μόσχα.[174]
Από το Μαλογιαροσλάβετς μέχρι το χωριό Κράσνι (45 χιλιόμετρα δυτικά του Σμολένσκ), οι δυνάμεις του Μιλοράντοβιτς ακολουθούσαν τον γαλλικό στρατό. Απ' όλες τις πλευρές, ο γαλλικός στρατός δεχόταν επίθεση από τους Κοζάκους του στρατηγού Ματβέι Ιβάνοβιτς Πλιάτοφ και από τους αντάρτες. Αυτές οι επιθέσεις δυσκόλεψαν τον εφοδιασμό του γαλλικού στρατού. Οι κύριες δυνάμεις του αρχιστράτηγου Κουτούζοφ κινήθηκαν νοτίως, παράλληλα με τον Ναπολέοντα.
Στις 1 Νοεμβρίου, ο Ναπολέοντας πέρασε από τη Βιάζμα. Στις 3 Νοεμβρίου, ο ρωσικός στρατός επιτέθηκε στα σώματα των Γάλλων, τα οποία έμπαιναν στην πόλη.
Στις 8 Νοεμβρίου, ο Ναπολέοντας εισήλθε στο Σμολένσκ, όπου πέρασε 5 μέρες, καθώς περίμενε τον υπόλοιπο στρατό. Στο Σμολένσκ, ο Ναπολέοντας είχε στη διάθεση του 40-45 χιλιάδες στρατιώτες με 127 όπλα,[175][176] ενώ είχε ακόμα τόσους μη ικανούς για μάχη στρατιώτες και τραυματίες. Τα σώματα του γαλλικού στρατού, τα οποία κινήθηκαν από τη Μόσχα, χρειάστηκαν μια εβδομάδα για να μπουν στο Σμολένσκ, όπου ήλπιζαν να ξεκουραστούν και να φάνε. Στην πόλη δεν υπήρχαν πολλά τρόφιμα, ενώ αυτά που υπήρχαν κλάπηκαν από ανεξέλεγκτους στρατιώτες. Ο Ναπολέοντας διέταξε την εκτέλεση του οικονόμου του στρατού, Σιοφφά, ο οποίος αντιμετώπισε την αντίσταση των αγροτών και δεν κατάφερε να οργανώσει τη συλλογή τροφίμων. Ο δεύτερος οικονόμος, Βιλμπλάνζ, σώθηκε χάρη στη διήγηση για την άπιαστη Πρασκόβια και για τους ανυπότακτους αγρότες.[177]
Στις 9 Νοεμβρίου, οι ενωμένες δυνάμεις των σωμάτων ανταρτών του Ντενίς Βασίλιεβιτς Νταβίντοφ, του Αλεξάντερ Νικίτιτς Σεσλάβιν και του Αλεξάντερ Σαμόιλοβιτς Φίγκνερ, καθώς και το σώμα ιππικού του Βασίλι Βασίλιεβιτς Ορλόφ-Ντενίσοφ (3300 στρατιώτες και 4 όπλα) διέλυσαν το σώμα του στρατηγού Ζαν Πιερ Ωζερώ στη μάχη του Λιάχοβο - 60 αξιωματικοί και 1.5 χιλιάδες στρατιώτες παραδόθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν.[178]
Η στρατηγική θέση του Ναπολέοντα χειροτέρευσε: από τα νότια πλησίαζε η Στρατιά του Δούναβη του Τσιτσαγκόφ, από τα βόρεια πλησίαζε ο στρατηγός Βίτγκενσταϊν - ο τελευταίος κατέλαβε το Βίτεμπσκ, στερώντας από τους Γάλλους τα πολεμοφόδια που συγκέντρωσαν.[179]
Στις 14 Νοεμβρίου, ο Ναπολέοντας και η αυτοκρατορική φρουρά αποχώρησαν από το Σμολένσκ. Το σώμα του στρατάρχη Νέυ, το οποίο βρισκόταν στην οπισθοφυλακή, αποχώρησε από το Σμολένσκ στις 17 Νοεμβρίου. Η νηοπομπή των γαλλικών σωμάτων ήταν έντονα τεντωμένη. Τότε, ο Κουτούζοφ διέταξε το σώμα του Μιλοράντοβιτς να σταματήσει τα σώματα του Μπογκάρν, του Νταβού και του Νέυ στο Κράσνι. Οι συγκρούσεις στο Κράσνι ξεκίνησαν στις 15 Νοεμβρίου και έληξαν στις 18 Νοεμβρίου και είχαν ως αποτέλεσμα οι Γάλλοι να περάσουν - ωστόσο, οι Γάλλοι έχασαν πολλούς στρατιώτες και ένα μεγάλο μέρος του πυροβολικού.[180][181]
Η Στρατιά του Δούναβη του ναυάρχου Τσιτσαγκόφ (24 χιλιάδες) κατέλαβε το Μινσκ στις 16 Νοεμβρίου, στερώντας από τον Ναπολέοντα το μεγαλύτερο κέντρο στο όπισθεν του γαλλικού στρατού.[182] Εκτός απ' αυτό, στις 21 Νοεμβρίου, ο Τσιτσαγκόφ κατέλαβε το Μπορίσοφ, όπου ο Ναπολέοντας σκόπευε να φθάσει μέσω του ποταμού Μπερεζίνα. Το σώμα του στρατάρχη Ουντινό ανάγκασε τον Τσιτσαγκόφ να υποχωρήσει στη δυτική ακτή του Μπερεζίνα, αλλά ο Ρώσος ναύαρχος είχε δυνατό στρατό και προστάτευε τα πιθανά σημεία μεταφοράς του γαλλικού στρατού.
Στις 24 Νοεμβρίου, ο Ναπολέοντας πλησίασε το Μπερεζίνα, καθώς κατάφερε να ξεφύγει από τις στρατιές του Βίτγκενσταϊν και του Κουτούζοφ.[183]
Στις 25 Νοεμβρίου, χάρη σε ειδικευμένους ελιγμούς, ο Ναπολέοντας κατάφερε να εκτρέψει την προσοχή του Τσιτσαγκόφ στην πόλη Μπορίσοφ και στα νότια της πόλης.[184] Ο Τσιτσαγκόφ θεωρούσε ότι ο Ναπολέοντας σκόπευε να μεταφέρει τον στρατό του εκεί και μετά να κινηθεί προς το Μινσκ, για να ενωθεί αργότερα με τα αυστριακά σώματα. Την ίδια στιγμή, οι Γάλλοι έφτιαξαν 2 γέφυρες στα βόρεια του Μπορίσοφ - στις 26-27 Νοεμβρίου, ο Ναπολεόντας πέρασε τις δύο γέφυρες και βρέθηκε στη δυτική ακτή του ποταμού Μπερεζίνα.[185]
Όταν κατάλαβε το λάθος του, ο Τσιτσαγκόφ επιτέθηκε ανεπιτυχώς στον στρατό του Ναπολέοντα στις 28 Νοεμβρίου, στη δυτική (δεξιά) ακτή. Στην αριστερή ακτή, η γαλλική οπισθοφυλακή, η οποία προστάτευε τη μεταφορά των στρατιωτών, δέχτηκε επίθεση από το σώμα του στρατηγού Βίτγκενσταϊν.[186] Η κύρια στρατιά του αρχιστράτηγου Κουτούζοφ βρισκόταν αρκετά πίσω.[187]
Ο Ναπολέοντας διέταξε να καούν οι γέφυρες, στις 29 Νοεμβρίου, χωρίς να περιμένει το μεγάλο πλήθος των τραυματισμένων και παγωμένων Γάλλων στρατιωτών και πολιτών, οι οποίοι δεν είχαν κανένα όπλο στην κατοχή τους. Κύριο αποτέλεσμα της μάχης του Μπερεζίνα ήταν η αποφυγή της απόλυτης διάλυσης του γαλλικού στρατού από τον ρωσικό στρατό.[188] Στις αναμνήσεις των Γάλλων, η μάχη της Μπερεζινά αποτελεί ένα από τα διασημότερα γεγονότα μαζί με τη μάχη του Μποροντίνο.
Έχοντας χάσει 21 χιλιάδες άνδρες, ο Ναπολέοντας, με 9 χιλιάδες στρατιώτες, κινήθηκε στο Βίλνο[189] και ενώθηκε με τα γαλλικά σώματα, τα οποία πολεμούσαν σε άλλες κατευθύνσεις. Ο στρατός ήταν συνοδευόμενος από μεγάλο πλήθος ανθρώπων που δεν μπορούσαν να πολεμήσουν - οι περισσότεροι ήταν στρατιώτες από συμμαχικά κράτη που έχασαν τα όπλα τους. Στις 6 Δεκεμβρίου, ο Ναπολέοντας άφησε τη διοίκηση του στρατού στον Μυρά και στον Νέυ και επέστρεψε στο Παρίσι για να συγκεντρώσει νέες δυνάμεις.
Το δυνατό κρύο,[190] το οποίο εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του γαλλικού στρατού μέσω του Μπερεζίνα, κατέστρεψε ολοσχερώς τους ήδη αποδυναμωμένους από την πείνα Γάλλους. Οι Ρώσοι, οι οποίοι ήταν καλύτερα προετοιμασμένοι, συνέχισαν τις επιθέσεις. Ρωσικά σώματα, υπό τις διαταγές του αταμάνου Πλάτοφ, έφθασαν στο Βίλνο, μια μέρα μετά τους Γάλλους. Ο Νέυ και ο Μυρά, οι οποίοι έχασαν 20 χιλιάδες στρατιώτες,[191] δεν είχαν τη δύναμη να κρατήσουν το Βίλνο, γι' αυτό και υποχώρησαν στον ποταμό Νιέμεν.
Στις 14 Δεκεμβρίου, στο Κόβνο, 1.600 στρατιώτες πέρασαν τον Νιέμεν και εισήλθαν στο Μεγάλο Δουκάτο της Βαρσοβίας και μετά έφθασαν στο Βασίλειο της Πρωσίας.[189] Αργότερα, ενώθηκαν με τα σώματα των στρατιωτών από άλλες κατευθύνσεις. Η γαλλική εισβολή στη Ρωσία έληξε με τη σχεδόν ολική καταστροφή της Μεγάλης Στρατιάς.
Το τελευταίο μέρος της γαλλικής εισβολής περιγράφτηκε από τον ουδέτερο παρατηρητή Καρλ φον Κλάουζεβιτς:[193]
Σπάνια οι Ρώσοι βρίσκονταν μπροστά από τους Γάλλους, αν και είχαν αρκετές ευκαιρίες. Όταν, όμως, κατάφερναν να προσπεράσουν τον αντίπαλο, κάθε φορά τον άφηναν ελεύθερο. Σε όλες τις μάχες, οι Γάλλοι ήταν νικητές. Οι Ρώσοι τους έδωσαν την ευκαιρία να κάνουν το αδύνατο. Ωστόσο, αν βγάλουμε ένα συμπέρασμα, τότε, θα φανεί ότι ο γαλλικός στρατός σταμάτησε την ύπαρξη του, ενώ η εκστρατεία έληξε με απόλυτη επιτυχία των Ρώσων, αν και οι τελευταίοι δεν κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν τον Ναπολέοντα και τους βοηθούς του...
Μετά τη δεύτερη μάχη του Πόλοτσκ (18-20 Οκτωβρίου),[194] η οποία διεξήχθη 2 μήνες μετά την πρώτη μάχη, ο στρατάρχης Σαιν-Συρ υποχώρησε στα Τσάσνικι (νότια του Πόλοτσκ) και μ' αυτό τον τρόπο οδήγησε πιο κοντά τον στρατό του στρατηγού Βίτγκενσταϊν στο όπισθεν του Ναπολέοντα. Παράλληλα, ο Ναπολέοντας υποχωρούσε από τη Μόσχα. Από το Σμολένσκ, ως ενίσχυση, στάλθηκε το 9ο σώμα του Κλωντ-Βικτόρ Περρέν Βικτόρ (εφεδρικό σώμα του Ναπολέοντα από την Ευρώπη). Οι Γάλλοι, μετά την ένωση του Βικτόρ και του Σαιν-Συρ, είχαν 36 χιλιάδες στρατιώτες, ενώ ο Βίτγκενσταϊν είχε 30 χιλιάδες στρατιώτες. Στις 31 Οκτωβρίου διεξήχθη η μάχη των Τσάσνικι, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση των Γάλλων στα νότια.[195]
Το Βίτεμπσκ έμεινε ακάλυπτο και στις 7 Νοεμβρίου κατακτήθηκε, μετά από πολιορκία, από τον στρατηγό Βίτγκενσταϊν,[179] ο οποίος αιχμαλώτισε 300 στρατιώτες από τη γαλλική φρουρά και πήρε όλα τα εφόδια που ετοιμάζονταν για τον στρατό του Ναπολέοντα. Στις 14 Νοεμβρίου, ο στρατάρχης Βικτόρ, κοντά στο χωριό Σμολιάνι, προσπάθησε να αποκρούσει το σώμα του Βίτγκενσταϊν και να το αναγκάσει σε υποχώρηση στο Δυτική Ντβινά, ωστόσο, απέτυχε και οι δύο πλευρές κράτησαν τις θέσεις τους μέχρι την παρουσία του Ναπολέοντα στη Μπερεζινά.[196] Τότε, ο στρατάρχης Βικτόρ ενώθηκε με τον υπόλοιπο στρατό και υποχώρησε στο Μπερεζίνα ως οπισθοφυλακή του Ναπολέοντα, προσπαθώντας να αντέξει την πίεση του Βίτγκενσταϊν.
Στη Ρίγα διεξάγονταν πόλεμος θέσεως με ελάχιστες εξορμήσεις των Ρώσων κατά του σώματος του στρατάρχη Ετιέν Ζακ Ζοζέφ Αλεξάντρ Μακντόναλντ. Το φιννικό σώμα του στρατηγού Φαντέι Φιόντοροβιτς Στέινγκελ (12 χιλιάδες) έφθασε στις 20 Σεπτεμβρίου για να βοηθήσει τη φρουρά της Ρίγας, αλλά, μετά την επιτυχημένη εξόρμηση των Ρώσων κατά του πολιορκητικού πυροβολικού των Γάλλων (29 Σεπτεμβρίου), το σώμα του Στέινγκελ στάλθηκε ως ενίσχυση στο σώμα του Βίτγκενσταϊν στο Πόλοτσκ. Στις 15 Νοεμβρίου, ο Μακντόναλντ επιτέθηκε επιτυχώς στις ρωσικές θέσεις και παρολίγον να διαλύσει ένα μεγάλο ρωσικό σώμα.
Στις 19 Δεκεμβρίου, το 10ο σώμα του στρατάρχη Μακντόναλντ υποχώρησε από τη Ρίγα στην Πρωσία,[197] όταν τα σώματα του Ναπολέοντα υποχώρησαν από τα σύνορα της Ρωσίας. Στις 26 Δεκεμβρίου, το σώμα του Μακντόναλντ αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τον στρατό του Βίτγκενσταϊν. Στις 30 Δεκεμβρίου, ο Ρώσος στρατηγός Ιβάν Ιβάνοβιτς Ντίμπιτς-Ζαμπαλκάνσκι υπέγραψε συμφωνία ειρήνης με τον διοικητή του πρωσικού σώματος, στρατηγό Γιόρκ, γνωστή ως συμφωνία του Τάουρογκεν. Αυτό σήμαινε ότι ο Μακντόναλντ έχασε τις κύριες δυνάμεις του, κάτι που τον ανάγκασε να υποχωρήσει μέσω της Ανατολικής Πρωσίας.[198]
Στις 18 Σεπτεμβρίου, η στρατιά του ναυάρχου Τσιτσαγκόφ (38 χιλιάδες) έφυγε από τον Δούναβη και έφθασε στο νότιο μέτωπο, κοντά στο Λούτσκ. Οι δυνάμεις του ναυάρχου Τσιτσαγκόφ και του στρατηγού Τορμάσοφ (περισσότερο από 60 χιλιάδες στρατιώτες) επιτέθηκαν στον Αυστριακό στρατηγό Σβάρτσενμπεργκ (40 χιλιάδες) και τον ανάγκασαν, στα μέσα του Οκτωβρίου, να υποχωρήσει στο Μεγάλο Δουκάτο της Βαρσοβίας. Ο Τσιτσαγκόφ, ο οποίος έλαβε τη κύρια διοίκηση, έδωσε στους στρατιώτες 2 εβδομάδες ξεκούραση. Στις 27 Οκτωβρίου, από το Μπρεστ-Λιτόφσκ κινήθηκε στο Μινσκ με 24 χιλιάδες στρατιώτες,[199] αφήνοντας τον στρατηγό Φάμπιαν Γκότλιμπ φον Όστεν-Ζάκεν με 27 χιλιάδες στρατιώτες να αντιμετωπίσει τους Αυστριακούς.[200]
Ο στρατηγός Σβάρτσενμπεργκ προσπάθησε να ακολουθήσει τον Τσιτσαγκόφ, αφού πρώτα απέφυγε τις θέσεις του Όστεν-Ζάκεν - το σώμα του στρατηγού Ρενιέ κάλυπτε τον Σβάρτσενμπεργκ από τις επιθέσεις του Ρώσου στρατηγού. Ωστόσο, ο Ρενιέ δεν κατάφερε να απωθήσει την επίθεση του Όστεν-Ζάκεν, γι' αυτό και ο Σβάρτσενμπεργκ αναγκάστηκε να τον βοηθήσει. Ο Ρενιέ και ο Σβάρτσενμπεργκ ανάγκασαν τον Όστεν-Ζάκεν να υποχωρήσει νοτίως του Μπρεστ-Λιτόφσκ, αλλά, ο Τσιτσαγκόφ επιτέθηκε στο όπισθεν του Ναπολέοντα και στις 16 Νοεμβρίου κατέλαβε το Μινσκ,[182] ενώ στις 21 Νοεμβρίου έφθασε στο Μπορίσοφ, όπου ο Ναπολέοντας σκόπευε να μεταφέρει τον στρατό του.
Στις 27 Νοεμβρίου, ο Σβάρτσενμπεργκ έλαβε διαταγή του Ναπολέοντα να υποχωρήσει στο Μινσκ, αλλά σταμάτησε στο Σλόνιμ και απ' εκεί (στις 14 Δεκεμβρίου) υποχώρησε στο Μεγάλο Δουκάτο της Βαρσοβίας μέσω του Μπέλοστοκ.[201]
Το κύριο αποτέλεσμα της γαλλικής εισβολής στη Ρωσία ήταν η σχεδόν ολική διάλυση της Μεγάλης Στρατιάς του Ναπολέοντα.
Σύμφωνα με υπολογισμούς του στρατιωτικού ιστορικού Καρλ φον Κλάουζεβιτς, ο στρατός εισβολής (μαζί με τις ενισχύσεις) είχε στη διάθεση του 610 χιλιάδες στρατιώτες, συμπεριλαμβανομένου των 50 χιλιάδων στρατιωτών από την Αυστρία και την Πρωσία.[202] Σύμφωνα με μαρτυρία του Πρώσου αξιωματικού Γκανς Γιάκοφ φον Άουερσβαλντ, κατά τη διάρκεια της υποχώρησης του γαλλικού στρατού, από την Ανατολική Πρωσία πέρασαν 255 στρατηγοί, 5.111 αξιωματικοί και 26.950 στρατιώτες κατώτερης βαθμίδας, «σε πολύ θλιβερή κατάσταση».[203] Σ' αυτούς τους 30 χιλιάδες πρέπει να προστεθούν περίπου 6 χιλιάδες στρατιώτες από τα σώματα του Ρενιέ και του Μακντόναλντ, οι οποίοι πολεμούσαν στη βόρεια και στη νότια κατεύθυνση. Πολλοί απ' αυτούς που επέστρεψαν στο Καίνιγκσμπεργκ, σύμφωνα με τον κόμη Φιλίππ Πωλ Σεγκιούρ, έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας ασθενειών.[197]
Οι επιζώντες αξιωματούχοι αποτέλεσαν τον πυρήνα του νέου στρατού του Ναπολέοντα, ο οποίος συγκεντρώθηκε το 1813.
Σύμφωνα με υπολογισμούς, ο Ναπολέοντας έχασε στη Ρωσία περίπου 580 χιλιάδες στρατιώτες. Αυτές οι απώλειες, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Τ. Λεντς, περιλαμβάνουν 200 χιλιάδες νεκρούς, 150-190 χιλιάδες αιχμαλώτους,[П 19] περίπου 130 χιλιάδες λιποτάκτες που επέστρεψαν στην πατρίδα τους (οι περισσότεροι ήταν από την Πρωσία, την Αυστρία, τη Σαξωνία και τη Βεστφαλία, αν και υπήρχαν και περιπτώσεις Γάλλων στρατιωτών), καθώς και 60 χιλιάδες φυγάδες που καλύφθηκαν από τους Ρώσους αγρότες, πολίτες και αριστοκράτες.[204][205].Από τους 47 χιλιάδες στρατιώτες της αυτοκρατορικής φρουράς που εισέβαλαν στη Ρωσία επέστρεψαν μονάχα μερικές εκατοντάδες.[206] Οι Γάλλοι έχασαν στη Ρωσία περισσότερο από 1200 πυροβόλα.
Ο Μοντέστ Ιβάνοβιτς Μπογκντάνοβιτς (μέσα του 19ου αιώνα) υπολόγισε την αναπλήρωση των ρωσικών στρατιών κατά τη διάρκεια του πολέμου, έχοντας ως κύρια πηγή το Στρατοεπιστημονικό Αρχείο του Γενικού Επιτελείου.[207] Οι συνολικές απώλειες, μέχρι τον Δεκέμβριο του 1812, ανέρχονταν στους 210 χιλιάδες στρατιώτες. Απ' αυτούς, σύμφωνα με τον Μπογκντάνοβιτς, 40 χιλιάδες στρατιώτες βρέθηκαν πάλι σε λειτουργία. Οι απώλειες των σωμάτων, τα οποία πολεμούσαν σε δευτερεύουσες κατευθύνσεις, καθώς και των πολιτοφυλακών ανέρχονταν στους 40 χιλιάδες ανθρώπους. Συνολικά, ο ρωσικός στρατός έχασε 210 χιλιάδες στρατιώτες και πολιτοφύλακες.
Τον Ιανουάριο του 1813 ξεκίνησε η δυτική εκστρατεία του ρωσικού στρατού - πολεμικές συγκρούσεις στα εδάφη της Γερμανίας και της Γαλλίας. Τον Οκτώβριο του 1813, ο Ναπολέοντας ηττήθηκε στη μάχη της Λειψίας, ενώ τον Απρίλιο του 1814 παραιτήθηκε από τον θρόνο της Γαλλίας.[208]
Οι πιο γνωστές αιτίες της ήττας του Ναπολέοντα στη ρωσική εκστρατεία είναι:[209]
Ο κύριος λόγος της ήττας του Ναπολέοντα ήταν η παλλαϊκή συμμετοχή στην άμυνα του έθνους. Όπως αναφέρει ο Ντομινίκ Λιβέν, ο λαϊκός πόλεμος δεν ήταν μόνο αυθόρμητος, αλλά και ιδεολογικά παρακινούμενος «από την ηγεσία» (πριν ακόμα από την αρχή του πολέμου).[210] Σύμφωνα με τον Ν. Α. Τρόιτσκι, η ένωση του ρωσικού στρατού με τον λαό αύξησε τη δύναμη των Ρώσων το 1812.[211]
Η άρνηση του ρωσικού στρατού για μια αποφασιστική μάχη στα σύνορα και η υποχώρηση στα βάθη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας έφεραν αλλαγές στα σχέδια του Ναπολέοντα και τον ανάγκασαν να προχωρήσει παρακάτω, κάτι που προκάλεσε προβλήματα στο σύστημα εφοδιασμού του.[156] Η επίμονη αντίσταση των Ρώσων στρατιωτών και η στρατηγική των Μπαρκλάι-ντε-Τόλλι και Κουτούζοφ δεν επέτρεψαν στον Ναπολέοντα να κερδίσει τον πόλεμο σε μια μάχη.
Μετά την απομάκρυνση από τον Νιέμεν, ο γαλλικός στρατός ήταν επηρεασμένος όλο και πιο πολύ από τη συγκέντρωση τροφίμων επί τόπου και όχι από το σύστημα εφοδιασμού, το οποίο είχε ετοιμάσει νωρίτερα. Υπό τις συνθήκες της όλο και πιο τεντωμένης γραμμής εφοδιασμού, αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η απειθαρχία των γαλλικών σωμάτων εφοδιασμού (τα οποία δεν είχαν πολύ καλούς στρατιώτες) και η αντίσταση του ρωσικού λαού (καταστροφή των τροφίμων, ανταρσία). Αυτά τα δύο μαζί προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα στον εφοδιασμό του γαλλικού στρατού, κάτι που προκάλεσε πείνα σε ένα μεγάλο μέρος του γαλλικού στρατού και τον έκανε ανίκανο για μάχη.[156][212]
Την περίοδο Νοέμβριος-Δεκέμβριος, αυτή η εικόνα χειροτέρευσε εξαιτίας της παγωνιάς, η οποία κατέστρεψε ολοσχερώς τον γαλλικό στρατό. Τη διάλυση του γαλλικού στρατού ολοκλήρωσε ο ρωσικός στρατός, ο οποίος, σύμφωνα με τον Κλάουζεβιτς, συνέχισε την υποχώρηση, ενώ στο τέλος έφερε τον αντίπαλο στα σύνορα:
«Στη Ρωσία μπορείς να παίζεις με τον αντίπαλο το παιχνίδι του ποντικιού και της γάτας, δηλαδή να συνεχίσεις την υποχώρηση και μετά, στο τέλος, να φέρεις τον αντίπαλο στα σύνορα. Αποφασιστικό ρόλο έπαιξε το τεράστιο μέγεθος της Ρωσίας, η οποία δεν επέτρεψε στον αντίπαλο να προχωρά εύκολα, να καλύπτει την απόσταση που πέρασε και να συνεχίσει τη στρατηγική σύγκρουση για την κατάληψη της»[213] |
Η ήττα του Ναπολέοντα στη Ρωσία επέτρεψε στη διεθνή συμμαχία, κύριο ρόλο στην οποία έπαιζε η Ρωσία, να καταστρέψει τη Γαλλική Αυτοκρατορία. Η νίκη κατά του Ναπολέοντα αύξησε το κύρος της Ρωσίας,[211] η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο συνέδριο της Βιέννης, ενώ επίσης έπαιξε σημαντικό ρόλο στα θέματα της Ευρώπης. Παρά την αύξηση της δύναμης στο εξωτερικό, η ρωσική κυβέρνηση δεν κατάφερε να αναπτυχθεί στο εσωτερικό της και να αλλάξει την κοινωνική και οικονομική δομή της ρωσικής κοινωνίας. Πολλοί αγρότες, πρώην στρατιώτες και πολιτοφύλακες, προήλασαν νικηφόρα σε όλη την Ευρώπη και είδαν ότι η δουλοπαροικία είχε καταργηθεί παντού. Οι αγρότες περίμεναν σημαντικές αλλαγές, οι οποίες δεν σημειώθηκαν. Η ρωσική δουλοπαροικία συνεχίστηκε και μετά το 1812, καθώς δεν υπήρχαν οι συνθήκες που θα επέτρεπαν την κατάργησή της.[214]
Η νίκη στον πόλεμο κατά της Γαλλίας δεν έφερε μόνο την ανάπτυξη του εθνικού πνεύματος, αλλά και τη θέληση για ελεύθερη άποψη, η οποία προκάλεσε την εξέγερση των Δεκεμβριστών το 1825. Ο Αλεξάντερ Αλεξάντροβιτς Μπεστούζεφ έγραφε στον Νικόλαο Α', από το οχυρό του Πετροπάβλοφσκ: «..ο Ναπολέοντας εισέβαλε στη Ρωσία και τότε ο ρωσικός λαός ένιωσε τη δύναμη του - τότε αναπτύχθηκε σε όλες τις καρδιές το αίσθημα της ανεξαρτησίας, αρχικά πολιτικής, αλλά αργότερα και λαϊκής. Αυτή είναι η αρχή της ελεύθερης άποψης στη Ρωσία»[215].
Οι Δεκεμβριστές δεν είναι οι μόνοι που συνδέονται με το 1812 - ήταν γνωστή και η φράση «χωρίς το δωδέκατο έτος δεν θα υπήρχε Πούσκιν».[216] Ολόκληρος ο ρωσικός πολιτισμός και η εθνική αυτοσυνειδησία επηρεάστηκαν πολύ από τη ναπολεόντεια εκστρατεία.[216] Σύμφωνα με τον Αλεξάντερ Ιβάνοβιτς Γκέρτσεν, από την οπτική γωνία της μαζικής συμμετοχής όλων των δομών της κοινωνίας, «η αληθινή ιστορία της Ρωσίας φαίνεται μόνο στο 1812, ότι έγινε νωρίτερα είναι απλά ένα υπόβαθρο».[217]
Στις 30 Αυγούστου 1814, ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Α' εξέδωσε το παρακάτω μανιφέστο: «Η 25η Δεκεμβρίου, ημέρα της Γέννησης του Χριστού, ας είναι από τώρα και ημέρα ευχαριστίας για τη σωτηρία της Εκκλησίας και της Ρωσικής Δύναμης από την επίθεση των Γάλλων και των δώδεκα γλωσσών».[218] Η γιορτή των Χριστουγέννων, μέχρι το 1917, εορταζόταν στη Ρωσία ως εθνική Ημέρα της Νίκης.
Η γαλλική εισβολή στη Ρωσία, γνωστή στη Ρωσία ως Πατριωτικός Πόλεμος του 1812, καταλαμβάνει σημαντικό μέρος στην ιστορική μνήμη του ρωσικού και άλλων λαών και αποτυπώθηκε σε επιστημονικές έρευνες, καθώς και σε έργα αρχιτεκτονικής και τέχνης. Μερικά παραδείγματα είναι:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.