κινηματογραφική ταινία From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο ελαφοκυνηγός (αγγλικά: The Deer Hunter) είναι πολεμικη ταινία, του 1978, σχετικά με τρεις Ρωσοαμερικανους πολεμιστές που πήραν μέρος στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Η ταινία σκηνοθετήθηκε από τον Μάικλ Τσιμίνο, ο οποίος συνέγραψε το σενάριο με άλλους τρεις. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Κρίστοφερ Γουόκεν, Τζον Σάβατζ και Μέριλ Στριπ. Η ταινία διαδραματίζεται στο Κλαίρτον,σε μια μικρή πόλη στην Πενσυλβάνιας και στη Σαϊγκόν, στο Βιετνάμ, κατά τη διάρκεια του Πολέμου στο Βιετνάμ. Είναι παραγωγή της Universal Pictures σε συνεργασία με την EMI Studios.
Ο Ελαφοκυνηγός | |
---|---|
Κινηματογραφική αφίσα | |
Σκηνοθεσία | Μάικλ Τσιμίνο |
Παραγωγή | Μπάρι Σπάικινγκς, Μάικλ Ντίλεϊ, Μάικλ Τσιμίνο, Τζον Πέβεραλ |
Σενάριο | Ντέρικ Γουόσπερν, (σενάριο) Μάικλ Τσιμίνο Ντέρικ Γουόσπερν Λουίς Γκαρφίνκελ Κουίν Ρεντέκερ (ιστορία) |
Πρωταγωνιστές | Ρόμπερτ Ντε Νίρο Κρίστοφερ Γουόκεν Τζον Σάβατζ Τζον Καζάλ Μέριλ Στριπ Τζόρτζ Ντούντζα |
Φωτογραφία | Βίλμος Ζίγκμοντ |
Μοντάζ | Πίτερ Ζίνερ |
Εταιρεία παραγωγής | EMI Films και Universal Studios |
Διανομή | Columbia Pictures και Netflix |
Πρώτη προβολή | 8 Δεκεμβρίου 1978 (ΗΠΑ) |
Διάρκεια | 183 λεπτά |
Προέλευση | ΗΠΑ |
Γλώσσα | Αγγλικά Ρώσικα Γαλλικά |
Προϋπολογισμός | $15 εκατομμύρια[1] |
Ακαθάριστα έσοδα | $50 εκατομμύρια[2] |
δεδομένα ( ) |
Η ταινία πρωτοκυκλοφόρησε στους κινηματογράφους των ΗΠΑ, στις 5 Δεκεμβρίου του 1978 στο Λος Άντζελες και κέρδισε 5 Βραβεία Όσκαρ, ανάμεσα τους βραβείο Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Όσκαρ Σκηνοθεσίας (για τον Τσιμίνο).Το 2007 κατατάχθηκε πεντηκοστή τρίτη στη λίστα του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου με τις 100 καλύτερες αμερικανικές ταινίες όλων των εποχών. Το 1996 η ταινία χαρακτηρίστηκε από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική» και επιλέχθηκε να ενταχθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών.[3]
Τρεις φίλοι από την Πενσυλβάνια, ο Μάικ, ο Νικ και ο Στιβ εργάζονται σε έναν εργοστάσιο χάλυβα, κυνηγούν ελάφια και διασκεδάζουν σε ένα μπαρ. Ταυτόχρονα ετοιμάζονται να φύγουν για τη στρατιωτική θητεία τους στο Βιετνάμ. Ο Στιβ είναι αρραβωνιασμένος με την Άντζελα, η οποία είναι κρυφά έγκυος από άλλο άνδρα. Ο Μάικ και ο Νικ αγαπούν και οι δύο τη Λίντα (κοπέλα του Νικ) η οποία μετακομίζει στο σπίτι του Νικ για να ξεφύγει από τον βίαιο και αλκοολικό πατέρα της. Κατά τη διάρκεια του γάμου του Στίβεν και της Άντζελα, ο Νικ ζητά το χέρι της Λίντα και εκείνη δέχεται. Καθώς οι νεόνυμφοι απομακρύνονται, ο Nικ ζητά από τον Mάικ να του ορκιστεί πως δεν θα τον εγκαταλείψει στο Βιετνάμ ό,τι και αν τους συμβεί. Ο Μάικ και ο Νικ κάνουν το τελευταίο κυνήγι ελαφιών. Ο Μάικ συνηθίζει να πυροβολεί και να σκοτώνει το ελάφι με μόνο ένα πυροβολισμό ("One Shot") καθώς με περισσότερους το θεωρεί άνανδρο.
Στο Βιετνάμ, οι τρεις φίλοι, μαζί με άλλους στρατιώτες, συλλαμβάνονται από στρατιώτες Βιετκόνγκ και αναγκάζονται να συμμετάσχουν σε ένα βασανιστικό παιχνίδι ρωσικής ρουλέτας (μια σφαίρα τοποθετείται σε τυχαία θέση του κυλίνδρου του περίστροφου, οι παίκτες τοποθετούν το όπλο στο κεφάλι τους και πυροβολούν εναλλάξ μέχρι κάποιος να τύχει τη θέση που περιέχει τη σφαίρα και να πεθάνει), ενώ οι Βιετναμέζοι βάζουν στοιχήματα. Ο Στίβεν υποχωρεί από φόβο και εξάντληση και στη σειρά του πυροβολεί στον αέρα. Ως τιμωρία για παραβίαση των κανόνων, ο Στιβ ρίχνεται σε ένα κλουβί που βυθίζεται σε ένα ποτάμι γεμάτο αρουραίους και πτώματα. Ο Μάικ πείθει τον Νικ να επιχειρήσουν μια απόδραση εισάγοντας τρεις σφαίρες στον κύλινδρο του περίστροφου. Οι Βιετναμέζοι δέχονται την αύξηση του κινδύνου, ο Μάικ και ο Νικ στρέφουν τα όπλα προς τους Βιετναμέζους, τους σκοτώνουν και δραπετεύουν.
Ελευθερώνουν επίσης τον Στιβ και οι τρεις επιπλέουν κατά μήκος του ρεύματος του ποταμού σε έναν κορμό δέντρου. Όταν φτάσουν σε μια κρεμαστή γέφυρα, διασώζονται από ένα αμερικανικό ελικόπτερο, αλλά ο Στιβ καθότι είναι αδύναμος δεν μπορεί να κρατηθεί και πέφτει στο νερό. Ο Mάικ πηδά αμέσως για να τον σώσει, ενώ ο Νικ κρατείται από το πλήρωμα του αεροσκάφους. Τα πόδια του Στιβ σπάνε, και έτσι ο Μάικ τον κουβαλά μέχρι ένα κρησφύγετο τραυματισμένων στρατιωτών που αποχωρούν από τη Σαϊγκόν. Ο Νικ εντάσσεται σε στρατιωτικό νοσοκομείο για σωματικά και ψυχολογικά τραύματα και αφού αναρρώσει αφήνεται ελεύθερος στη Σαϊγκόν. Στην περιπλάνησή του στους δρόμους της Σαϊγκόν ακούει πυροβολισμούς που προέρχονται από ένα κρησφύγετο τυχερών παιχνιδιών γεγονός που του θυμίζει την προηγούμενη βασανιστική εμπειρία του από τη ρώσικη ρουλέτα. Ωστόσο, ένας Γάλλος επιχειρηματίας τον πείθει να μπει μέσα και να παίξει για αυτόν. Ο Mάικ είναι παρών στο κρησφύγετο και αναγνωρίζει τον Nικ, αλλά δεν καταφέρνει να τον πλησιάσει λόγω της πολυκοσμίας.
Ο Mάικ τελικά επαναπατρίζεται όμως δυσκολεύεται να επανενταχθεί στους ρυθμούς της ζωής. Αποφεύγει να εμφανιστεί σε ένα πάρτι που διοργανώνουν οι φίλοι του για να τον τιμήσουν. Συναντά τη Λίντα το επόμενο πρωί και μαθαίνει ότι ο Νικ δεν επικοινώνησε μαζί της. Στη συνέχεια, ο Mάικ επισκέπτεται την Άντζελα η οποία είναι πλέον μητέρα ενός παιδιού, αλλά έχει πέσει σε κατάθλιψη μετά την επιστροφή του Στιβ, ο οποίος έμεινε ανάπηρος και νοσηλεύεται σε νοσοκομείο. Τις επόμενες μέρες γίνεται ξεκάθαρη η αλλοίωση που έφερε ο πόλεμος στον χαρακτήρα του Μάικ ο οποίος διστάζει και δεν πυροβολεί ένα ελάφι κατά τη διάρκεια του άλλοτε αγαπημένου του κυνηγιού. Επίσης, όταν ένας φίλος του, ο Σταν, απειλεί για αστείο έναν άλλο φίλο τους με ένα όπλο, ο Μάικ χτυπά βίαια το όπλο από το χέρι του Σταν, αφήνει μόνο μια σφαίρα στο περίστροφο, προβάλλει το όπλο στο μέτωπο του Σταν και τραβά τη σκανδάλη η οποία τυχαίνει να βρίσκεται σε άδεια θέση του περίστροφου θέλοντας να του δείξει τη σοβαρότητα της χειρονομίας του.
Ο Μάικ επισκέπτεται τον Στιβ στο νοσοκομείο βετεράνων. Και τα δύο πόδια του Στιβ έχουν ακρωτηριαστεί και έχει χάσει τον ένα βραχίονα. Ο Στιβ γνωρίζοντας την απιστία της Άντζελας και βλέποντας την σωματική του αναπηρία αρνείται να επιστρέψει στο σπίτι. Λέει στον Mάικ ότι λαμβάνει τακτικά μεγάλα χρηματικά ποσά από το Βιετνάμ. Ο Μάικ αντιλαμβάνεται ότι ο Νικ είναι ο αποστολέας των χρημάτων και εν τέλει πείθει τον Στίβεν να επιστρέψει στην Άντζελα. Ο Μάικ θυμάται τον όρκο που έδωσε στον αγαπημένο του φίλο Νικ και επιστρέφει στο Βιετνάμ αναζητώντας τον. Περιπλανώμενος στη Σαϊγκόν όπου επικρατεί το χάος ο Μάικ βρίσκει τον Γάλλο επιχειρηματία και τον πείθει να τον οδηγήσει στο κρησφύγετο τζόγου. Ο Μάικ βρίσκει τον Nικ, ο οποίος έχει γίνει επαγγελματίας στο μακάβριο παιχνίδι της ρώσικης ρουλέτας και δεν αναγνωρίζει τον Mάικ. Ο Μάικ προσπαθεί να επαναφέρει την μνήμη του φίλου του αλλά ο Νικ, που είναι πλέον εθισμένος στην ηρωίνη, δεν καταλαβαίνει τι του λέει. Στην προσπάθεια του να επικοινωνήσει με τον Νικ ο Μάικ λαμβάνει μέρος σε ένα παιχνίδι ρωσικής ρουλέτας, όπου ξυπνά τις αναμνήσεις των κυνηγετικών τους εξορμήσεων και της καθημερινότητας τους ενώ ταυτόχρονα οι δύο φίλοι έχουν οπλίσει από μία φορά στο κεφάλι τους. Ο Nικ τελικά θυμάται τη μέθοδο («Οne Shot» στο κυνήγι ελαφιού) του Mάικ και χαμογελάει πριν βάλει το όπλο (το οποίο τυχαίνει να βρίσκεται σε σφαίρα) στο κεφάλι του, τραβήξει τη σκανδάλη και αυτοκτονήσει. Ο Μάικ σπαράζει με λυγμούς για τον θάνατο του Νικ.
Πίσω στην Αμερική, οι φίλοι παρευρίσκονται στην κηδεία του Nικ, όπου η ατμόσφαιρα στο μπαρ όπου σύχναζαν είναι βαριά και σιωπηλή. Με συγκίνηση τραγουδούν το "God Bless America" για τον άδικο χαμό του φίλου τους.
Ο Ελαφοκυνηγός έκανε την πρεμιέρα του στη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες για μια εβδομάδα στις 8 Δεκεμβρίου 1978.[4] Η στρατηγική κυκλοφορίας ήταν να προκριθεί η ταινία για τα βραβεία Όσκαρ και να κλείσει μετά από μια εβδομάδα για να αυξηθεί το ενδιαφέρον του κοινού.[5] Μετά τις υποψηφιότητες για τα Όσκαρ, η Universal Pictures διεύρυνε τη διανομή για να συμπεριλάβει μεγάλες πόλεις, προχωρώντας σε πλήρη κλίμακα στις 23 Φεβρουαρίου 1979, ακριβώς μετά τα Όσκαρ.[5] Αυτή η ταινία ήταν σημαντική για να βοηθήσει στην απελευθέρωση μοτίβων για τις λεγόμενες ταινίες κύρους που προβάλλονται μόνο στο τέλος της χρονιάς για να προκριθούν για την αναγνώριση των Όσκαρ.[6] Η ταινία τελικά απέφερε 48,9 εκατομμύρια δολάρια στο αμερικανικό box office.[7]
Μετά την κυκλοφορία του, ο Ελαφοκυνηγός έλαβε την αναγνώριση από τους κριτικούς, οι οποίοι το θεώρησαν το καλύτερο αμερικάνικο έπος μετά τον Νονό του Φράνσις Φορντ Κόπολα.[8] [9] [10] Η ταινία επαινέστηκε για την απεικόνιση ρεαλιστικών σκηνικών και περιβάλλοντος της εργατικής τάξης, την σκηνοθεσία του Τσιμίνο, οι παραστάσεις των Ντε Νίρο, Γουόλκεν, Στριπ, Σάβατζ, Ντούντζα και Κάζαλ, οι συμφωνικές εναλλαγές του τόνου και του ρυθμού στη μετακίνηση από την Αμερική στο Βιετνάμ, η ένταση κατά τη διάρκεια των σκηνών της ρωσικής ρουλέτας και τα θέματα της αμερικανικής απογοήτευσης. [11] Η ταινία έχει βαθμολογία αποδοχής 86% στο Rotten Tomatoes με βάση 127 κριτικές, με μέσο όρο βαθμολογίας 8,60/10. Η κριτική συναίνεση του ιστότοπου αναφέρει: «Το μεγαλείο της αμβλύνεται από τη διάρκεια και τη μονόπλευρη σκοπιά της, αλλά οι αδυναμίες της ταινίας υπερισχύουν από τη συμπαθητική σκηνοθεσία του Τσίμινο και μια σειρά από σπαραχτικές ερμηνείες από τους Ντε Νίρο, Γουόλκεν και Στριπ». Στο Metacritic, η ταινία έχει σταθμισμένο μέσο όρο βαθμολογίας 86 στα 100 με βάση κριτικές 18 κριτικών, υποδεικνύοντας «καθολική αναγνώριση». [12]
Ο Ρότζερ Ίμπερτ των Chicago Sun-Times έδωσε στην ταινία 4/4 αστέρια και την χαρακτήρισε «μια από τις πιο συναισθηματικά καταστροφικές ταινίες που έγιναν ποτέ». [13] Ο Τζιν Σίσκελ από το Chicago Tribune επαίνεσε την ταινία, λέγοντας: «Πρόκειται για μια μεγάλη ταινία, που πραγματεύεται μεγάλα ζητήματα, φτιαγμένη σε μεγάλη κλίμακα. Πολλά από αυτά, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων αποφάσεων για το κάστινγκ, υποδηλώνουν έμπνευση από τον Νονό .» [14] Ο Λέοναρντ Μάλτιν έδωσε επίσης στην ταινία τέσσερα αστέρια, χαρακτηρίζοντάς την «ευαίσθητο, επίπονο, υποβλητικό έργο». [15] Ο Βίνσεντ Κάνμπι των New York Times αποκάλεσε τον Ελαφοκυνηγό «μια μεγάλη, αμήχανη, τρελά φιλόδοξη ταινία που πλησιάζει στο να είναι δημοφιλές έπος όσο κάθε ταινία για αυτή τη χώρα από τον Νονό. Το όραμά του είναι αυτό ενός πρωτότυπου, σημαντικού νέου σκηνοθέτη.»[10] Ο Ντέιβιντ Ντένμπι της Νέας Υόρκης το χαρακτήρισε «ένα έπος» με «ιδιότητες που σχεδόν ποτέ δεν βλέπουμε πια – εύρος και δύναμη και εύρος εμπειρίας». [16] [17] Ο Τζακ Κρολ του περιοδικού Time υποστήριξε ότι έβαλε τον σκηνοθέτη Τσιμίνο «ακριβώς στο κέντρο της κινηματογραφικής κουλτούρας». [17] Ο Στίβεν Φάρμπερ ανεφέρε την ταινία στο περιοδικό New West ως «την μεγαλύτερη αντιπολεμική ταινία μετά την Μεγάλη Χίμαιρα».[17]
Ωστόσο, η ταινία δεν έμεινε χωρίς κριτική αντίδραση. Η Πωλίν Κάελ του The New Yorker έγραψε μια θετική κριτική με κάποιες επιφυλάξεις: «[Είναι] μια ταινία μικρού μυαλού με μεγαλείο μέσα της ... με μια συναρπαστική άποψη για την κοινή ζωή ... [αλλά] εξοργιστικό, γιατί, παρά τη φιλοδοξία και την κλίμακα του, δεν έχει περισσότερη ηθική ευφυΐα από τις ταινίες δράσης του Ίστγουντ ." [17] Ο Άντριου Σάρις έγραψε ότι η ταινία ήταν «πολύ ασαφής, κουραστικά ελλειπτική και μυστηριωδώς υστερική ... Είναι ίσως σημαντικό ότι οι ηθοποιοί παραμένουν πιο ενδιαφέροντες από τους χαρακτήρες που υποδύονται» [18] Ο Τζόναθαν Ρόζενμπαουμ απαξίωσε τον Ελαφοκυνηγό ως «κλαίγοντας με Όσκαρ για τους φαλλοκράτες φίλους» και «μια αποκρουστική αφήγηση του τι έκαναν οι κακοί Βιετναμέζοι στους φτωχούς, αθώους Αμερικανούς». [19] Ο Τζον Σάιμον της Νέας Υόρκης έγραψε: «Παρ' όλες τις αξιώσεις της για κάτι νεότερο και καλύτερο, αυτή η ταινία είναι μόνο μια προέκταση του παλιού ψέματος των πολεμικών ταινιών του Χόλυγουντ. Ο εχθρός είναι ακόμα κτηνώδης και ανόητος, και δεν ταιριάζει με την αγνότητα και τον ηρωισμό μας. μόνο που δεν σκουπίζουμε πια το πάτωμα μαζί του — μάλλον το σκουπίζουμε με τα σπλάχνα του» [20] Σε μια ανασκόπηση του Ελαφοκυνηγού για το περιοδικό του Σικάγου, ο Σταντς Τέρκελ έγραψε ότι «τρόμαξε με την ξεδιάντροπη ανεντιμότητα του» και ότι «από τη Γέννηση ενός έθνους δεν απεικονίζεται ένας μη Καυκάσιος λαός με τόσο βάρβαρο τρόπο». Η ανεντιμότητα του Τσιμίνο «ήταν να προβάλει έναν σαδιστικό ψυχισμό όχι μόνο στον «Τσάρλι» αλλά σε όλους τους Βιετναμέζους που απεικονίζονται». [21]
Η συγγραφέας Καρίνα Λόνγκγουορθ σημειώνει ότι η Στριπ «υποδύθηκε τη γυναικεία ενδυνάμωση παίζοντας μια γυναίκα για την οποία η ενδυνάμωση ήταν μια ξένη έννοια – μια κανονική κυρία από μια μέση αμερικανική μικρή πόλη, για την οποία η υποτέλεια ήταν το μόνο πράγμα που ήξερε». [22] Δηλώνει ότι ο Ελαφοκυνηγός "ανακαλεί μια εκδοχή της κυρίαρχης αρρενωπότητας στην οποία η ανδρική φιλία είναι μια ισχυρή δύναμη". Έχει ένα «αξιόπιστα ουμανιστικό μήνυμα» και ότι «η αργή μελέτη των ανδρών στον μακαριότατο ανίδεο μοχισμό της πατρίδας είναι κρίσιμη για αυτό». [23]
Κατά τη διάρκεια του 29ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου το 1979, η σοβιετική αντιπροσωπεία εξέφρασε την αγανάκτησή της για την ταινία που, κατά τη γνώμη τους, προσέβαλε τον βιετναμέζικο λαό σε πολλές σκηνές. Άλλα κομμουνιστικά κράτη εξέφρασαν επίσης την αλληλεγγύη τους στον «ηρωικό λαό του Βιετνάμ». Διαμαρτυρήθηκαν για την προβολή της ταινίας και επέμειναν ότι παραβίαζε το καταστατικό του φεστιβάλ γιατί σε καμία περίπτωση δεν συνέβαλε στη «βελτίωση της αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ των λαών του κόσμου». Το φαινόμενο ντόμινο που ακολούθησε οδήγησε στην αποχώρηση Κουβανών, Ανατολικογερμανών, Ούγγρων, Βουλγάρων, Πολωνών και Τσεχοσλοβακών και δύο μέλη της κριτικής επιτροπής παραιτήθηκαν σε ένδειξη συμπαράστασης.
Ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης Μίλος Φόρμαν και ο υποψήφιος για Όσκαρ ηθοποιός Μίκι Ρουρκ θεωρούν τον Ελαφοκυνηγό ως μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.[25]
Η επόμενη ταινία του Τσιμίνο, Η Πύλη της Δύσεως (πρωτότυπος τίτλος: Heaven's Gate / Πύλη του Ουρανού), όταν κυκλοφόρησε στις αίθουσες τον Νοέμβριο του 1980, δεν είχε ούτε την αναμενόμενη επιτυχία, αλλά ούτε και τη στήριξη των κριτικών, οι οποίοι τη σχολίασαν άκρως αρνητικά (αν και στα νεότερα χρόνια έχει επαναξιολογηθεί πιο θετικά). Το αποτέλεσμα ήταν οι συνολικές εισπράξεις να φτάσουν τα μόλις 3,5 εκατομμύρια δολάρια, έναντι προϋπολογισμού 44 εκατομμυρίων δολαρίων, και η χρεωκοπία της εταιρείας United Artists. Η αποτυχία της Η Πύλη της Δύσεως οδήγησε αρκετούς κριτικούς να αναθεωρήσουν τις θέσεις τους για τον Ελαφοκυνηγό . Ο Κάνμπι ανέφερε στη διάσημη κριτική του για την Η Πύλη της Δύσεως, «[Η ταινία] αποτυγχάνει τόσο εντελώς που μπορεί να υποψιαστείτε ότι ο κύριος Τσιμίνο πούλησε την ψυχή του στον Διάβολο για να κερδίσει την επιτυχία του Ελαφοκυνηγού και ο Διάβολος μόλις ήρθε για να εισπράξει."[26] Ο Άντριου Σάρις έγραψε στην κριτική του για την Η Πύλη της Δύσεως, «Είμαι λίγο έκπληκτος που πολλοί από τους ίδιους κριτικούς που αποθέωσαν τον Τσιμίνο για τον Ελαφοκυνηγό τον έχουν τώρα ρίξει στους λύκους με τον ίδιο ενθουσιασμό». [27] ... Ως εκ τούτου, η βλακεία και η ασυνέπεια στην Η Πύλη της Δύσεως δεν προκάλεσε έκπληξη, καθώς η ίδια βλακεία και ασυνέπεια ήταν αρκετά εμφανείς στον Ελαφοκυνηγό.» [27] Στο βιβλίο του Final Cut: Dreams and Disaster in the Making of Heaven's Gate, ο Στίβεν Μπαχ έγραψε, «οι κριτικοί φαινόταν ότι ένιωθαν υποχρεωμένοι να καταγράψουν το αρχείο για τον Ελαφοκυνηγό, για να δείξουν ότι τα κριτικά τους διαπιστευτήρια ήταν απαράδεκτα, όπως το έθεσε ο Αντριου Σάρις." [27] Ο κριτικός κινηματογράφου Mark Kermode την περιέγραψε ως «μια πραγματικά τρομερή ταινία».[28]
Ωστόσο, πολλοί κριτικοί, συμπεριλαμβανομένων των Ντέιβιντ Τόμσον[11] και Σκοττ, [29] υποστηρίζουν ότι ο Ελαφοκυνηγός εξακολουθεί να είναι μια σπουδαία ταινία, η δύναμη της οποίας δεν έχει μειωθεί.
Βραβεία | Κατηγορία | Υποψήφιος | Αποτέλεσμα |
---|---|---|---|
Όσκαρ | Καλύτερης Ταινίας | Μπάρι Σπίκινγκς, Μαΐκλ Ντιλεΐ, Μάικλ Τσιμίνο και Τζον Πεβεράλ | Νίκη |
Καλύτερης Σκηνοθεσίας | Μάικλ Τσιμίνο | Νίκη | |
Καλύτερου Β' Ανδρικού Ρόλου | Κρίστοφερ Γουόκεν | Νίκη | |
Καλύτερου μοντάζ | Πίτερ Ζίνερ | Νίκη | |
Καλύτερου ήχου | Ρίτσαρντ Πόρτμαν, Γουίλιαμ Μακονέι, Ααρόν Ρότσιν και Σι. Ντάριν Νάιτ | Νίκη | |
Καλύτερου Α΄ Ανδρικού Ρόλου | Ρόμπερτ Ντε Νίρο | Υποψηφιότητα | |
Καλύτερου Β' Γυναικείου Ρόλου | Μέριλ Στριπ | Υποψηφιότητα | |
Καλύτερης φωτογραφίας | Βίλμος Ζίγκμοντ | Υποψηφιότητα | |
Καλύτερου Σεναρίου Γραμμένο Κατευθείαν για την Οθόνη | Ντέρικ Γουόσπερν,(ιστορία/σενάριο), Μάικλ Τσιμίνο(ιστορία), Λουίς Γκαρφίνκ (ιστορία), Κουίν Ρεντέκερ (ιστορία) | Υποψηφιότητα | |
Χρυσές Σφαίρες | Καλύτερη Ταινία - Δράμα | Υποψηφιότητα | |
Καλύτερος Σκηνοθέτης Ταινίας | Μάικλ Τσιμίνο | Νίκη | |
Καλύτερο Σενάριο | Ντέρικ Γουόσπερν | Υποψηφιότητα | |
Καλύτερος Ηθοποιός Ταινίας σε Δραματική ταινία | Ρόμπερτ Ντε Νίρο | Υποψηφιότητα | |
Καλύτερος Ηθοποιός Ταινίας σε Β' Ανδρικό Ρόλο | Κρίστοφερ Γουόκεν | Υποψηφιότητα | |
Καλύτερη Ηθοποιός Ταινίας σε Γυναικείο Ρόλο | Μέριλ Στριπ | Υποψηφιότητα | |
Βραβεία BAFTA | Καλύτερης Ταινίας | Υποψηφιότητα | |
Καλύτερη Σκηνοθεσία | Μάικλ Τσιμίνο | Υποψηφιότητα | |
Καλύτερος Ηθοποιός | Ρόμπερτ Ντε Νίρο | Υποψηφιότητα | |
Καλύτερη Ηθοποιός | Μέριλ Στριπ | Υποψηφιότητα | |
Καλύτερος Β΄ Ανδρικός Ρόλος | Κρίστοφερ Γουόκεν | Υποψηφιότητα | |
Καλύτερη Φωτογραφία | Βίλμος Ζίγκμοντ | Νίκη | |
Καλύτερο Μοντάζ | Πίτερ Ζίνερ | Νίκη | |
Καλύτερο Σενάριο | Ντέρικ Γουόσπερν | Υποψηφιότητα | |
Καλύτερος Ήχος | Τζέιμς Κλίνγκερ και Ρίτσαρντ Πόρτμαν, Σι. Ντάριν Νάιτ | Υποψηφιότητα |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.