Μουλάς
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο μουλάς (αραβικά: ملا, αζερικά: Molla, περσικά: ملا / Mollâ, τουρκικά: Molla, βεγγαλικά: মোল্লা) προέρχεται από την αραβική λέξη مَوْلَى mawlā, που σημαίνει "εφημέριος", "μάστερ" και "κηδεμόνας". Ωστόσο, χρησιμοποιείται διφορούμενα στο Κοράνι, και κάποιοι έχουν περιγράψει τη χρήση του ως θρησκευτικό τίτλο ως ακατάλληλη.[1] Ο όρος μερικές φορές εφαρμόζεται σε Μουσουλμάνους, ανθρώπους μορφωμένους στην ισλαμική θεολογία και τον ιερό νόμο. Σε μεγάλα τμήματα του Μουσουλμανικού κόσμου, ιδιαίτερα στο Ιράν, το Πακιστάν, το Αζερμπαϊτζάν, το Αφγανιστάν, την Ανατολική Αραβία, την Τουρκία και τα Βαλκάνια, τη Κεντρική Ασία, το Κέρας της Αφρικής και τη Νότια Ασία, είναι το πιο συνηθισμένο όνομα σε ντόπιους μουσουλμάνους κληρικούς ή ηγέτες τζαμιών.[2]
Ο τίτλος έχει επίσης χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες κοινότητες Σεφαραδιτών Εβραίων για αναφορά στην κοινοτική ηγεσία, ιδιαίτερα τη θρησκευτική ηγεσία.[3]
Ο όρος μουλάς είναι πρωτίστως κατανοητός στον Μουσουλμανικό κόσμο ως δείγμα σεβασμού για το μορφωμένο άνθρωπο σε θρησκευτικά θέματα.[4]