From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Μη Βίαιη Επικοινωνία είναι μια διαδικασία επικοινωνίας που αναπτύχθηκε από τον Marshall Rosenberg. Ο Rosenberg ξεκίνησε να τη διαμορφώνει στη δεκαετία του '60 και στη συνέχεια η διαδικασία πέρασε από σημαντικά εξελικτικά στάδια, ενώ συνεχίζει να εξελίσσεται μέχρι σήμερα. Η Μη Βίαιη Επικοινωνία εστιάζει προς τρεις κατευθύνσεις:
Αυτό το λήμμα χρειάζεται μορφοποίηση ώστε να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές μορφοποίησης της Βικιπαίδειας. |
Η διεθνής ονομασία είναι Nonviolent Communication και το αντίστοιχο ακρωνύμιο NVC, ενώ αποκαλείται επίσης Compassionate Communication.
Η Μη Βίαιη Επικοινωνία βασίζεται στην ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ικανοί να ζουν βιώνοντας την ανθρωπιά και ότι ο λόγος που κάποιες φορές καταφεύγουν στη βία ή σε συμπεριφορές που βλάπτουν τους άλλους είναι ότι δεν γνωρίζουν άλλες, πιο αποτελεσματικές στρατηγικές για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Μάλιστα, υπάρχει ένας συγκεκριμένος τρόπος σκέψης και ομιλίας τον οποίο μαθαίνουμε στην κουλτούρα μας, που μας οδηγεί στη βία (τόσο την ψυχολογική όσο και τη σωματική).
Η Μη Βίαιη Επικοινωνία θεωρεί ότι όλες οι ανθρώπινες συμπεριφορές προέρχονται από την προσπάθεια των ανθρώπων να καλύψουν τις ανάγκες τους[1]. Οι ανάγκες αυτές είναι κοινές για όλους τους ανθρώπους και ποτέ δεν συγκρούονται μεταξύ τους. Οι συγκρούσεις προέρχονται από την ασυμβατότητα ανάμεσα στις διάφορες στρατηγικές που επιλέγουν οι άνθρωποι για να καλύψουν αυτές τις ανάγκες. Η Μη Βίαιη Επικοινωνία υποστηρίζει ότι, αν οι άνθρωποι προσδιορίσουν τις ανάγκες τους, τις ανάγκες των άλλων και τα αισθήματα που σχετίζονται με αυτές τις ανάγκες, τότε είναι δυνατό να επέλθει αρμονία[2].
Η Μη Βίαιη Επικοινωνία διδάσκεται ως μία διαδικασία επικοινωνίας που έχει σχεδιαστεί για να συμβάλει στην ενσυναισθητική επαφή μεταξύ των ανθρώπων, αλλά παράλληλα θεωρείται από πολλούς ότι αποτελεί πνευματική πρακτική, σύνολο αξιών, τεχνική διαπαιδαγώγησης, εκπαιδευτική μέθοδος και κοσμοθεωρία.
Η Μη Βίαιη Επικοινωνία έχει εφαρμοστεί σε ποικίλους χώρους και κοινωνικά πεδία, όπως για παράδειγμα σε οργανισμούς και επιχειρήσεις[3][4], στην εκπαίδευση[5][6][7][8], στην ανατροφή των παιδιών[9][10][11], στη διαμεσολάβηση[12], στην ψυχοθεραπεία[13], στη θεραπευτική[14], στην αντιμετώπιση διατροφικών διαταραχών[15], σε φυλακές[16][17][18], ως βάση για ένα παιδικό βιβλίο[19], καθώς και σε άλλες περιπτώσεις.
Ο Rosenberg έχει εφαρμόσει τη Μη Βίαιη Επικοινωνία στο πλαίσιο πολλών ειρηνευτικών προγραμμάτων σε πολεμικές ζώνες όπως στη Ρουάντα, το Μπουρούντι, τη Νιγηρία, τη Μαλαισία, την Ινδονησία, τη Σρι Λάνκα, την Κολομβία, τη Σερβία, την Κροατία, την Ιρλανδία και τη Μέση Ανατολή, περιλαμβανομένων των κατεχόμενων παλαιστινιακών εδαφών[20].
Η Μη Βίαιη Επικοινωνία προέκυψε από τη συνεργασία του Rosenberg με ακτιβιστές πολιτικών δικαιωμάτων στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '60. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου μεσολάβησε ανάμεσα σε εξεγερμένους σπουδαστές και τις διοικήσεις των κολεγίων τους και εργάστηκε για την επίτευξη ειρήνης σε δημόσια σχολεία που βρίσκονταν σε γκετοποιημένες περιοχές. Η επιθυμία του Rosenberg να μεταδώσει ειρηνευτικές δεξιότητες και σε άλλους ανθρώπους οδήγησε στη δημιουργία εκπαιδευτικών προγραμμάτων πάνω στη διαδικασία.[21]
Σύμφωνα με τη Marion Little, τα θεμέλια της Μη Βίαιη Επικοινωνίας αναπτύχθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του '60 όταν ο Rosenberg ασχολούνταν με την ενσωμάτωση των διαφόρων φυλετικών ομάδων σε σχολεία και οργανισμούς των νοτίων ΗΠΑ. Η πρώτη μορφή του μοντέλου (που περιελάμβανε τις Παρατηρήσεις, τα Αισθήματα και τα Προσανατολισμένα προς την πράξη «Θέλω») περιγράφεται σε ένα εγχειρίδιο που έγραψε ο Rosenberg το 1972. Εώς το 1992 το μοντέλο είχε εξελιχθεί στη σημερινή του μορφή (παρατηρήσεις, αισθήματα, ανάγκες και αιτήματα). Ο διάλογος ανάμεσα στον Rosenberg και στους συνεργάτες και εκπαιδευτές της Μη Βίαιης Επικοινωνίας εξακολουθεί να προκαλεί αλλαγές στο μοντέλο, το οποίο στο τέλος της δεκαετίας του 2000 εστίασε περισσότερο στην ενσυναίσθηση προς τον εαυτό ως κλειδί για την αποτελεσματικότητά του. Άλλη μια αλλαγή στο μοντέλο που συνέβη μετά το 2000 είναι η αναφορά σε αυτό ως «διαδικασία». Έκτοτε, εστιάζει λιγότερο στα ίδια τα «βήματα» και περισσότερο στις προθέσεις που έχει κάποιος που την εφαρμόζει όταν μιλάει («Ποια είναι η πρόθεσή μας; Να καταφέρουμε τους άλλους να κάνουν αυτό που θέλουμε ή να δημιουργήσουμε ουσιώδεις σχέσεις και αμοιβαία ικανοποίηση;») και όταν ακούει («Ποια είναι η πρόθεσή μας; Να προετοιμαστούμε για να απαντήσουμε σε αυτό που ακούμε ή να δώσουμε την προσοχή μας στο άλλο άτομο με ανοιχτή καρδιά και σεβασμό;»), καθώς επίσης και στην ποιότητα της επαφής μας με τους άλλους[22].
Η συνεργασία του Rosenberg με τον Carl Rogers στην έρευνα για τα στοιχεία μιας θετικής διαπροσωπικής σχέσης ήταν, σύμφωνα με την Little, καθοριστική για την ανάπτυξη της Μη Βίαιης Επικοινωνίας. Ο Rogers έδινε έμφαση: 1) στη βιωματική μάθηση, 2) στην ειλικρίνεια σχετικά με τη συναισθηματική μας κατάσταση, 3) στην ευχαρίστηση του να ακούς κάποιον άλλο με ουσιαστικό γι' αυτόν τρόπο, 4) στη «δημιουργική, ενεργητική, ευαίσθητη, ακριβή, ενσυναισθητική ακρόαση» που είναι μια εμπειρία που μας ενθαρρύνει και εμπλουτίζει τη ζωή μας, 5) στη «συνέπεια ανάμεσα στην εσωτερική μας εμπειρία, τη συνειδητότητά μας, και την επικοινωνία μας», και ως αποτέλεσμα 6) στην ζωογόνο εμπειρία του να εισπράττουμε αγάπη και εκτίμηση χωρίς όρους και να προσφέρουμε κι εμείς τα αντίστοιχα[22].
Έχοντας επηρεαστεί από τους Erich Fromm, George Albee και George Miller, ο Rosenberg επέλεξε να εργαστεί εστιάζοντας στην κοινότητα και αποφεύγοντας την κλινική πρακτική της ψυχολογίας. Οι κύριες ιδέες που οδήγησαν τον Rosenberg να κάνει αυτή τη μεταβολή ήταν ότι: 1) η ατομική ψυχική υγεία εξαρτάται από την κοινωνική διάρθωση της κοινότητας (Fromm), 2) οι ψυχοθεραπευτές από μόνοι τους δεν είναι ικανοί να καλύψουν τις ψυχολογικές ανάγκες μιας κοινότητας (Albee), 3) η γνώση για την ανθρώπινη συμπεριφορά θα αυξηθεί αν η ψυχολογία προσφερθεί ελεύθερα στην κοινότητα (MIller).[22]
Η πρώιμη εργασία του Rosenberg με παιδιά που είχαν μαθησιακές δυσκολίες θεωρείται ότι αποτελεί δείγμα του ενδιαφέροντός του για την ψυχογλωσσολογία και τη δύναμη της γλώσσας, καθώς επίσης και της έμφασης που έδινε στη συνεργασία. Στην αρχή της ανάπτυξής του το μοντέλο της Μη Βίαιης Επικοινωνίας αναδόμησε τη σχέση δασκάλου-μαθητή για να δώσει στους μαθητές περισσότερη ευθύνη αλλά και μεγαλύτερη δυνατότητα λήψης αποφάσεων για την εκπαίδευσή τους. Το μοντέλο εξελίχθηκε με τα χρόνια ώστε να συμπεριλάβει σχέσεις εξουσίας σε ιδρύματα και οργανισμούς (όπως αστυνομίας-πολιτών, εργοδοτών-εργαζομένων), καθώς και άτυπες σχέσεις (άντρα-γυναίκας, πλουσίων-φτωχών, ενηλίκων-ανηλίκων, γονέων-παιδιών). Ο απώτερος σκοπός είναι η ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων που βασίζονται σε ένα μοντέλο αποκατάστασης, συνεργασίας και αμοιβαίου σεβασμού και όχι σε ένα μοντέλο ποινικοποίησης και κυριαρχίας που στηρίζεται στο φόβο[22].
Ο Rosenberg αναφέρει ότι ο Mahatma Gandhi αποτέλεσε έμπνευση για το μοντέλο της Μη Βίαιης Επικοινωνίας. Ο στόχος του Rosenberg ήταν να αναπτύξει μια πρακτική διαδικασία επικοινωνίας βασισμένη στη φιλοσοφία του Mahatma Gandhi περί «αβλάβειας» («ahimsa»), η οποία μεταφράζεται ως "η αγάπη που μας πλημμυρίζει όταν όλη η κακή πρόθεση, ο θυμός και το μίσος έχουν φύγει από την καρδιά μας".[22]
Η Μη Βίαιη Επικοινωνία υποστηρίζει ότι οι περισσότερες συγκρουσεις ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες προκύπτουν από την ελλειπή επικοινωνία σχετικά με τις ανθρώπινες ανάγκες εξαιτίας μια χειριστικής γλώσσας που αποσκοπεί στο να προκαλέσει φόβο, ενοχή, ντροπή κλπ. Όταν αυτοί οι «βίαιοι» τρόποι επικοινωνίας χρησιμοποιούνται μέσα σε μία διαμάχη, δεν βοηθούν τους εμπλεκόμενους να ξεκαθαρίσουν τις ανάγκες, τα αισθήματα, όσα αντιλαμβάνονται και όσα ζητούν, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται η σύγκρουση.
Οι εκπαιδεύτριες Inbal και Miki Kashtan αναφέρουν ότι οι θεωρητικές υποθέσεις στις οποίες στηρίζεται η Μη Βίαιη Επικοινωνία είναι οι εξής[1]:
Οι αδελφές Kashtan υποστηρίζουν επιπλέον ότι η εφαρμογή της Μη Βίαιης Επικοινωνίας προϋποθέτει και τις ακόλουθες προθέσεις[1]:
Η Μη Βίαιη Επικοινωνία θεωρεί ότι οι εξής τρόποι επικοινωνίας έχουν την τάση να αποξενώνουν τους ανθρώπους από το να βιώνουν την ανθρωπιά ([23] ch.2):
Η Μη Βίαιη Επικοινωνία προσκαλεί όσους θέλουν να την εφαρμόσουν να εστιάσουν στα εξής τέσσερα στοιχεία:
Υπάρχουν τρεις κύριες κατευθύνσεις στην εφαρμογή της Μη Βίαιης Επικοινωνίας:
Δεν έχουν γίνει «μακροχρόνιες αναλυτικές έρευνες» [2] αναφορικά με τη Μη Βίαιη Επικοινωνία, ενώ λίγες έρευνες έχουν αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών προγραμμάτων της[22]. Μέχρι σήμερα οι συζητήσεις στο ακαδημαϊκό περιβάλλον είναι ελάχιστες. Οι περισσότερες ενδείξεις σχετικά με την αποτελεσματικότητα της Μη Βίαιης Επικοινωνίας βασίζονται σε ανέκδοτες πηγές ή σε θεωρητικά μοντέλα.
Μέχρι το 2013 έξι διατριβές μεταπτυχιακού και διδακτορικού επιπέδου έχουν εξετάσει το μοντέλο σε δείγματα μεγέθους 108 ατόμων ή μικρότερα, βρίσκοντας σε γενικές γραμμές το μοντέλο αποτελεσματικό.[22][26][27][28]
Ο Allan Rohlfs, που γνώρισε τον Rosenberg το 1972 και ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Κέντρου Μη Βίαιης Επικοινωνίας (CNVC), εξηγεί την έλλειψη εκτεταμένης ακαδημαϊκής έρευνας ως εξής:
Σχεδόν όλα τα προγράμματα επίλυσης συγκρούσεων έχουν θεμελιωθεί σε κάποιο ακαδημαϊκό περιβάλλον και αξιολογούνται μέσω της εργασίας που κάνουν οι φοιτητές του εκάστοτε ιδρύματος. Η Μη Βίαιη Επικοινωνία έχει μια ιδιαίτερη προέλευση. Ο Marshall Rosenberg (διδάκτωρ Κλινικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν) έχει εργαστεί αποκλειστικά ως ιδιώτης και δεν κατείχε ποτέ ακαδημαϊκή θέση. Η Μη Βίαιη Επικοινωνία, το δημιούργημά του, προέκυψε εξολοκλήρου από τη βάση, δηλαδή από τους ανθρώπους που την υποστηρίζουν, και μέχρι πρόσφατα δεν είχε καμία επιδότηση, αλλά χρηματοδοτούνταν αποκλειστικά από εκπαιδευτικά σεμινάρια ανοιχτά στο κοινό, που γίνονταν σε όλο τον κόσμο. (...) Τα εμπειρικά στοιχεία έχουν σταδιακά αρχίσει να εμφανίζονται, καθώς ανεξάρτητοι ερευνητές βρίσκουν δικές τους πηγές χρηματοδότησης για να διεξαγάγουν και να δημοσιεύσουν εμπειρικές μελέτες, αξιολογημένες από ομότιμους.[29]
Υπάρχουν αναφορές ότι η Μη Βίαιη Επικοινωνία λειτούργησε αποτελεσματικά ως μέρος σειράς παρεμβάσεων που επέφεραν συνταρακτικές αλλαγές σε ψυχιατρικά τμήματα φυλακών στα οποία συχνά συναντώνται υψηλά ποσοστά βίας. Η Μη Βίαιη Επικοινωνία επιστρατεύτηκε, σε συνδυασμό με άλλες μεθόδους, σε μια προσπάθεια να μειωθεί η βία. Αναφέρεται ότι οι παρεμβάσεις μείωσαν τα ποσοστά βίας σε δείκτες-κλειδιά κατά 90% μέσα σε τρία χρόνια σε μια μονάδα μέσης ασφαλείας[30] και κατά 50% μέσα σε έναν χρόνο σε μια μονάδα υψίστης ασφαλείας.[31]
Πρόσφατη έρευνα φαίνεται να επιβεβαιώνει την ύπαρξη πανανθρώπινων αναγκών.[32] [33]
Σύμφωνα με την Theresa Latini, «Ο Rosenberg αντιλαμβάνεται τη Μη Βίαιη Επικοινωνία ως πνευματική πρακτική».[34] Ο Marshall Rosenberg έχει πραγματικά περιγράψει την επίδραση που είχε η πνευματική του ζωή στη δημιουργία και την πρακτική της Μη Βίαιης Επικοινωνίας:
Πιστεύω ότι είναι σημαντικό οι άνθρωποι να δουν ότι η πνευματικότητα αποτελεί το θεμέλιο της Μη Βίαιης Επικοινωνίας και να το έχουν αυτό στο μυαλό τους όταν μαθαίνουν τη μηχανική της διαδικασίας αυτής. Είναι πραγματικά μια πνευματική πρακτική, την οποία προσπαθώ να παρουσιάζω ως τρόπο ζωής. Παρόλο που δεν το αναφέρουμε αυτό, η πρακτική κερδίζει τους ανθρώπους. Ακόμη κι αν την εφαρμόζουν μηχανικά, αρχίζουν να βιώνουν πράγματα στις σχέσεις τους με τους άλλους που δεν μπορούσαν να βιώσουν πριν. Έτσι τελικά συντονίζονται με την πνευματικότητα της διαδικασίας. Αρχίζουν να βλέπουν ότι είναι περισσότερο από μια διαδικασία επικοινωνίας και συνειδητοποιούν ότι είναι αληθινά μια προσπάθεια να εκφράσουν μια συγκεκριμένη πνευματικότητα.[35]
Ο Rosenberg λέει επίσης ότι ανέπτυξε τη Μη Βίαιη Επικοινωνία ως ένα τρόπο για να «αποκτήσει κανείς συνείδηση» της «λατρεμένης θεϊκής ενέργειας», όπως την αποκαλεί.[35]
Κάποιοι χριστιανοί βρίσκουν ότι η Μη Βίαιη Επικοινωνία είναι συμβατή με την πίστη τους.[34][36][37][38][39]
Πολλοί άνθρωποι επίσης πιστεύουν ότι η Μη Βίαιη Επικοινωνία είναι ιδιαίτερα συμβατή με το Βουδισμό, τόσο στη θεωρία όσο και στην εκδήλωση των βουδιστικών ιδεωδών στην πράξη.[40][41][42]
Η Marion Little έχει μελετήσει άλλα μοντέλα που σχετίζονται με τη Μη Βίαιη Επικοινωνία. Το μοντέλο επίλυσης συγκρούσεων, διαπραγμάτευσης και διαμεσολάβησης (interest-based model) που ανέπτυξαν οι Fisher, Ury και Patton στο Harvard Negotiation Project τη δεκαετία του 1980 φαίνεται να έχει κάποιες εννοιολογικές ομοιότητες με τη Μη Βίαιη Επικοινωνία, αν και κανένα μοντέλο δεν κάνει αναφορά στο άλλο. Η Little θεωρεί το μοντέλο Gordon για Αποτελεσματικές Σχέσεις (Parent Effectiveness Training) ως πιθανό πρόδρομο της Μη Βίαιης Επικοινωνίας αλλά και του μοντέλου των Fisher, Ury και Patton. Όπως και ο Rosenberg, ο Gordon είχε εργαστεί με τον Carl Rogers, οπότε οι ομοιότητες των μοντέλων ενδέχεται να αντικατοπτρίζουν κοινές επιρροές.[22]
Η Suzanne Jones βλέπει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στην ενεργητική ακρόαση όπως αναπτύχθηκε από τον Gordon και στην ενσυναισθητική ακρόαση που προτείνει ο Rosenberg: Η ενεργητική ακρόαση περιλαμβάνει ένα συγκεκριμένο βήμα καθρεφτίσματος, ώστε ο ομιλητής να βεβαιωθεί ότι ο ακροατής τον ακούει. Η ενσυναισθητική ακρόαση από την άλλη αποτελεί μια συνεχή διαδικασία ακρόασης τόσο με την καρδιά όσο και με το νου, με τον ακροατή να προσπαθεί να είναι πλήρως παρών στην εμπειρία του άλλου, με σκοπό να κατανοήσει και να ενσυναισθανθεί τις ανάγκες του άλλου ανθρώπου και το νόημα αυτού που βιώνει.[43]
Ο Gert Danielsen και η Havva Kök υπογραμμίζουν την ομοιότητα ανάμεσα στις αρχές της Μη Βίαιης Επικοινωνίας και της Θεωρίας Ανθρωπίνων Αναγκών, ενός ακαδημαϊκού μοντέλου που βοηθάει στην κατανόηση της προέλευσης των συγκρούσεων και στο σχεδιασμό διαδικασιών επιλυσης αυτών μέσα από την ιδέα ότι «η βία προκύπτει όταν κάποια άτομα ή ομάδες δεν μπορούν να βρουν άλλο τρόπο να καλύψουν τις ανάγκες τους ή όταν χρειάζονται κατανόηση, σεβασμό και αναγνώριση των αναγκών τους»."[44][45][46]
Ο Chapman Flack διακρίνει ομοιότητες ανάμεσα στις ιδέες του Rosenberg και στην κριτική σκέψη (critical thinking), ειδικά στον τρόπο με τον οποίο τη διατύπωσε ο Bertrand Russell.[47]
Η Martha Lasley βλέπει ομοιότητες ανάμεσα στη Μη Βίαιη Επικοινωνία και στη Μέθοδο Εστιασμένης Συζήτησης (ΜΕΣ) που ανέπτυξε το Institute of Cultural Affairs, ιδιαίτερα ανάμεσα στα στάδια της Μη Βίαιης Επικοινωνίας (παρατήρηση, αισθήματα, ανάγκες, αίτημα) με τα στάδια της ΜΕΣ (αντικειμενικό, στοχαστικό, ερμηνευτικό, λήψης αποφάσεων).[48][49]
Δεν έχουν δημοσιευτεί πολλές αναλύσεις της Μη Βίαιης Επικοινωνίας. Μάλιστα, υπάρχουν ερευνητές που υποστηριζουν ότι δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία πέρα από τις ανέκδοτες αναφορές για την αποτελεσματικότητά της και επίσης ότι δεν υπάρχει στη βιβλιογραφία συζήτηση για τη θεωρητική βάση του μοντελου.[2][22]
Πολλοί ερευνητές έχουν αναφερθεί στις αδυναμίες της Μη Βίαιης Επικοινωνίας και εντόπισαν πολλά ζητήματα στην εφαρμογή της.[50][51][52] Αυτά αφορούν προβλήματα που μπορούν να προκύψουν τόσο από τη θεωρητική όσο και από την πρακτική διάστασή της, σύμφωνα με διάφορους ερευνητές και συμμετέχοντες σε μελέτες για τη Μη Βίαιη Επικοινωνία.
Η δυσκολία της εφαρμογής της διαδικασίας καθώς επίσης και οι κίνδυνοι της κατάχρησής της αποτελούν συχνό αντικείμενο προβληματισμού. Για το μοντέλο των τεσσάρων βημάτων υπάρχουν οι εξής προβληματισμοί:
Επιπρόσθετα οι Bitschnau[51] και Flack[47] θεωρούν ότι παραδόξως υπάρχει περίπτωση η Μη Βίαιη Επικοινωνία να οδηγήσει σε περισσότερη βία. Η Bitschnau λέει ακόμη ότι η διαδικασία δεν επιτρέπει στον καθένα να εκφράσει τα συναισθήματά του και να καλύψει τις ανάγκες του στην πραγματική ζωή, διότι αυτό θα χρειαζόταν υπερβολικό χρόνο, υπομονή και πειθαρχία. Όσοι δε είναι εξοικειωμένοι με τη διαδικασία της Μη Βίαιης Επικοινωνίας μπορεί να αποκτήσουν προκατάληψη απέναντι σε αυτούς που δεν είναι και να επιλέξουν να συζητούν μόνο μεταξύ τους.
Η Oboth υποστηρίζει ότι κάποιοι άνθρωποι ίσως προσπαθήσουν να κρύψουν τα συναισθήματά τους μέσα στη διαδικασία της ενσυναίσθησης, σαμποτάροντας έτσι τη μη βία στην επικοινωνία.[52]
Πολλοί ερευνητές έχουν αναφερθεί στην τεράστια επένδυση χρόνου και ενέργειας που χρειάζεται για να μάθει κανείς να εφαρμόζει τη Μη Βίαιη Επικοινωνία.
Ο Chapman Flack, μιλώντας για ένα από τα εκπαιδευτικά βίντεο του Rosenberg, λέει οτι βρίσκει «μαγευτικό» τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται οι βασικές έννοιες, ενώ θεωρεί ότι οι ιστορίες που διηγείται «συγκινούν και εμπνέουν». Επίσης, αναφέρεται στην «ομορφιά της δουλειάς του» και στην «επιδεξιότητά του να σκέφτεται με τρόπο που τον οδηγεί να δείχνει αμέριστη προσοχή» όταν επικοινωνεί με το κοινό του. Παράλληλα, ο Flack αμφιβάλλει για άλλες πλευρές της παρουσίασης του Rosenberg, όπως ότι «δεν αναφέρεται επαρκώς στον παράγοντα της σκέψης» και ότι έχει βασιστεί στις απόψεις του Walter Wink πάνω στην προέλευση του τρόπου σκέψης μας. Σύμφωνα με τον Flack, κάποια από αυτά που λέει ο Rosenberg βρίσκονται σε σύγκρουση με τα πολύπλοκα δεδομένα που έχουμε σχετικά με την ανθρώπινη φύση, όπως αυτά μας δίνονται από την ιστορία, τη λογοτεχνία και την τέχνη.[47]
Ο Flack κανεί μια διαφοροποίηση ανάμεσα στην «υψηλή αντίληψη» της Μη Βίαιης Επικοινωνίας ως αρετής, η οποία με την κατάλληλη προσοχή και φροντίδα είναι πιθανό να επιτευχθεί, και στην «ταπεινή αντίληψη» αυτής, που είναι μια απομίμηση της πρώτης και γεννιέται από το εγώ και τη βιασύνη. Η υψηλή αντίληψη προσφέρει μια γλώσσα για να μελετήσει κανείς τις σκέψεις και τις πράξεις του, υποστηρίζει το άτομο να αντιλαμβάνεται καλύτερα τα πράγματα, να βγάζει τον καλό του εαυτό στην κοινότητα και να τιμά τα συναισθήματά του. Στην ταπεινή αντίληψη, κάποιος μπορεί να δει αυτή τη γλώσσα ως σύνολο κανόνων και να τη χρησιμοποιήσει για να «κερδίσει» στις διαφωνίες του, να βάλει ταμπέλες στους άλλους για να αποκομίσει πολιτικά οφέλη ή να επιμείνει οι άλλοι να εκφράζονται με αυτό τον τρόπο. Παρόλο που πιστεύει ότι κάποια από αυτά που λέει ο Rosenberg μπορούν να οδηγήσουν στην ταπεινή αντίληψη, αναγνωρίζει ότι ο ίδιος ο Rosenberg εισπράττει τη διαδικασία σύμφωνα με την υψηλή αντίληψη όταν την εξασκεί. Η δουλειά του Rosenberg στα εργαστήριά του «είναι αληθινή». Ωστοσό, «πάντα υπάρχει ο πειρασμός προς την ταπεινή αντίληψη» προειδοποιεί ο Flack. Ως αντίδοτο, συμβουλεύει ο Flack, «Να είστε συντηρητικοί σε αυτά που κάνετε και φιλελεύθεροι σε αυτά που δέχεστε από τους άλλους, ενώ παράλληλα προσέξτε να μην μεταμορφώσετε τη Μη Βίαιη Επικοινωνία σε υπόγεια βία που εκδηλώνεται υπό το όνομα της πρώτης».[47]
Η καθηγήτρια του Bowling Green State University Ellen Gorsevski, σε μία κριτική που κάνει στο βιβλίο του Rosenberg "Nonviolent Communication: A Language of Compassion" (1999) στα πλαίσια της γεωπολιτικής ρητορικής, λέει ότι «η δύναμη του ατόμου υπερεκτιμάται πάρα πολύ, ενώ το βασικότερο ζήτημα της συστημικής βίας αγνοείται σχεδόν πλήρως»[53]
Ο εκδοτικός οίκος PuddleDancer Press αναφέρει ότι η Μη Βίαιη Επικοινωνία έχει αναγνωρισθεί από πολλά δημόσια πρόσωπα.[54]
Ο Sven Hartenstein έχει δημιουργήσει μια σειρά από κομικ που σατυρίζουν τη Μη Βίαιη Επικοινωνία.[55]
Το Κέντρο της Μη Βίαιης Επικοινωνίας (Center for Nonviolent Communication, CNVC) ιδρύθηκε από τον Marshall Rosenberg και έχει κατοχυρώσει τους όρους NVC, Nonviolent Communication, Compassionate Communication, Giraffe Language, καθώς και άλλους όρους για λόγους διαφάνειας όπως και για εμπορικούς λόγους.[56] Το CNVC πιστοποιεί εκπαιδευτές που επιθυμούν να διδάξουν τη Μη Βίαιη Επικοινωνία με τρόπο που είναι ευθυγραμμισμένος με την αντίληψή του για τη διαδικασία.[57]
Το CNVC διοργανώνει κάποιες από τις εκπαιδεύσεις στη Μη Βίαιη Επικοινωνία,[58] αλλά οι περισσότερες προσφέρονται από εκπαιδευτές που λειτουργούν ανεξάρτητα ή προωθούνται από οργανισμούς Μη Βίαιης Επικοινωνίας που είναι φιλικοί προς το CNVC, αλλά δεν συνδέονται με αυτό επίσημα.[59] Κάποιες από αυτές τις εκπαιδεύσεις ανακοινώνονται από το ίδιο το CNVC.[60] Υπάρχουν πολλοί οργανισμοί Μη Βίαιης Επικοινωνίας σε όλο τον κόσμο, κάποιοι από τους οποίους εστιάζουν τη δράση τους σε τοπικό επίπεδο.[61][62]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.