Ελληνίδα αγωνίστρια της επανάστασης του 1821 From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Μαντώ Μαυρογένους γεννήθηκε στην Τεργέστη το 1796 και πέθανε στην Πάρο το 1840, σε ηλικία 44 ετών. Ήταν Ελληνίδα πολεμίστρια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, με καταγωγή από τη Μύκονο. Για τη συνολική της προσφορά στον Αγώνα τιμήθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια με τον βαθμό της Αντιστρατήγου. Εξορίστηκε από τον πολιτικό Ιωάννη Κωλέττη και τελικά πέθανε πάμφτωχη στην Πάρο, καθώς είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία για τον αγώνα.
Μαντώ Μαυρογένους | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Μαντώ Μαυρογένη (Ελληνικά) |
Όνομα γεννήσεως | Μαγδαληνή-Αδαμαντία Μαυρογένη |
Γέννηση | 1796[1] Τεργέστη |
Θάνατος | Ιουλίου 1840 Πάρος |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ελληνικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός στρατιωτικός[2] |
Οικογένεια | |
Οικογένεια | Οικογένεια Μαυρογένη |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | στρατηγός |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Γεννήθηκε στην Τεργέστη το 1796 με το βαπτιστικό όνομα Μαγδαληνή-Αδαμαντία[3] και ήταν κόρη του εμπόρου και μέλους της Φιλικής Εταιρείας, Νικόλαου Μαυρογένη και της Ζαχαράτης Μπάτη.
Ο πατέρας της καταγόταν από την Πάρο και η μητέρα της από τη Μύκονο, αλλά έμεναν στην Τεργέστη ήδη δέκα χρόνια, επειδή ο πατέρας της Νικόλας ήταν σπαθάρης (υπασπιστής) του ηγεμόνα της Μολδαβίας και η μητέρα της, η Ζαχαράτη, ήταν δραστήρια γυναίκα που διηύθυνε εκεί τις εμπορικές υποθέσεις του άντρα της.
Ένας από τους προγόνους της, ο μεγάλος θείος του πατέρα της, Νικόλαος Μαυρογένης, ήταν Δραγουμάνος (Διερμηνέας) του Στόλου και Πρίγκηπας της Βλαχίας. Εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της, Νικόλαος ασχολήθηκε με το εμπόριο. Λίγο καιρό πριν την Επανάσταση μετακόμισε με τον θείο της τον παπα-Μαύρο στην Τήνο. Ήταν μια όμορφη γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής, και μεγάλωσε σε μια μορφωμένη οικογένεια, επηρεασμένη από την εποχή του Διαφωτισμού.
Με πλοία εξοπλισμένα με δικά της έξοδα, καταδίωξε 200 Αλγερινούς που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες, και αργότερα πολέμησε στην Κάρυστο, τη Φθιώτιδα και τη Λιβαδειά. Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Επίσης, εκτός από τα Γαλλικά, μιλούσε άπταιστα Ιταλικά, αλλά και Τουρκικά.
Εξόπλισε δύο επανδρωμένα και ιδιωτικά πλοία με δικά της έξοδα, με τα οποία καταδίωξε τους πειρατές που επιτέθηκαν στη Μύκονο και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων. Μετά την καταστροφή της Χίου, μία μοίρα Αλγερινών σκαφών, με συνολική δύναμη 200 ανδρών, επιχείρησε να αποβιβαστεί στη Μύκονο, αλλά υποχρεώθηκε ν' αποχωρήσει ύστερα από την αντίσταση που προέβαλαν οι νησιώτες, οργανωμένοι από τη Μαυρογένη. Στις 22 Οκτωβρίου 1822, πάλι υπό την ηγεσία της, οι Μυκονιάτες απώθησαν εκ νέου τους Τούρκους που είχαν αποβιβαστεί στη νήσο. Εξόπλισε και εφοδίασε 150 άνδρες για να εκστρατεύσει στην Πελοπόννησο και έστειλε δυνάμεις και οικονομική υποστήριξη στη Σάμο, όταν το νησί απειλήθηκε από τους Τούρκους. Αργότερα, η Μαυρογένη έστειλε ένα άλλο σώμα 50 ανδρών στην Πελοπόννησο, οι οποίοι συμμετείχαν στην Άλωση της Τριπολιτσάς από τους Έλληνες. Επίσης ξόδεψε χρήματα για την ανακούφιση των στρατιωτών και των οικογενειών τους, αλλά και για την προετοιμασία μιας εκστρατείας προς τη Βόρεια Ελλάδα με την υποστήριξη πολλών Φιλελλήνων.
Αργότερα δημιούργησε ένα στόλο έξι πλοίων και πεζικό αποτελούμενο από δεκαέξι λόχους, με 50 άντρες ο καθένας, και έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις στην Κάρυστο το 1822, και επίσης χρηματοδότησε την εκστρατεία της Χίου, όμως δεν κατάφερε να εμποδίσει τη σφαγή της Χίου. Μια άλλη ομάδα 50 ανδρών στάλθηκε για να ενισχύσει τον Νικηταρά στη μάχη των Δερβενακίων. Όταν ο οθωμανικός στόλος εμφανίστηκε στις Κυκλάδες, επέστρεψε στην Τήνο και πούλησε τα κοσμήματά της για τη χρηματοδότηση του εφοδιασμού και εξοπλισμού των 200 ανδρών που πολεμούσαν τον εχθρό, και περιέθαλψε 2.000 ανθρώπους που είχαν επιβιώσει από την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου. Οι άντρες της συμμετείχαν σε αρκετές άλλες μάχες, όπως αυτές του Πηλίου (ενισχύοντας τα σώματα των οπλαρχηγών Διαμαντή Νικολάου και Τάσου Καρατάσου κατά του Σελίμ Πασά της Αδριανούπολης, που ήταν επικεφαλής μίας στρατιάς 12.000 Οθωμανών), της Φθιώτιδας και της Λιβαδειάς.
Η Μαντώ απηύθυνε έκκληση στις γυναίκες του Παρισιού και του Διαφωτισμού στην Ευρώπη ώστε να πάρουν το μέρος των Ελλήνων. Μετακόμισε στο Ναύπλιο το 1823, για να βρίσκεται στον πυρήνα του αγώνα, αφήνοντας την οικογένειά της, ενώ περιφρονούνταν ακόμα και από τη μητέρα της λόγω των επιλογών της. Την εποχή εκείνη η Μαυρογένους γνώρισε τον Δημήτριο Υψηλάντη, με τον οποίον και αρραβωνιάστηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σύντομα, έγινε διάσημη σε όλη την Ευρώπη για την ομορφιά και τη γενναιότητά της. Αλλά το Μάιο του ίδιου χρόνου, το σπίτι της κάηκε τελείως και η περιουσία της εκλάπη. Μετά από αυτό πήγε στην Τρίπολη για να είναι μαζί με τον Υψηλάντη, ενόσω ο Παπαφλέσσας τής παρείχε τροφή.
«Οι Έλληνες, γεννημένοι να είναι ελεύθεροι, θα οφείλουν την ανεξαρτησία τους μόνο στον εαυτό τους. Επομένως, δεν ζητώ από την παρέμβασή σας να αναγκάσετε τους συμπατριώτες σας να μας βοηθήσουν. Αλλά μόνο για να αλλάξουν την ιδέα της αποστολής βοήθειας στους εχθρούς μας. Ο πόλεμος εξαπλώνει τον τρομερό θάνατο…» |
Η επιστολή της Μαντώς στις γυναίκες του Παρισιού |
Για τον Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσία. Όταν ο πόλεμος τελείωσε, για τη συνολική δραστηριότητά της ο Ιωάννης Καποδίστριας τής απένειμε — τιμή μοναδική σε γυναίκα — το αξίωμα της Αντιστράτηγου επί τιμή και της παραχώρησε μια κατοικία στο Ναύπλιο, όπου και μετακόμισε. Είχε στην κατοχή της ένα σπαθί-κειμήλιο με την επιγραφή «Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με, τους πολεμούντας με, βασίλευε των Βασιλευόντων». Το ξίφος αυτό λέγεται ότι προέρχεται από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και ότι η Μαυρογένους το έδωσε στον Καποδίστρια.
Στον αρραβώνα της Μαυρογένη με τον Υψηλάντη αντιτάχθηκαν πολλοί από τους ισχυρούς πολιτικούς, οι οποίοι είδαν την ενοποίηση των δύο αυτών ισχυρών οικογενειών, οι οποίες διέθεταν φιλικές σχέσεις, ως απειλή. Ο επικεφαλής των αντιπάλων τους στην Ελλάδα ήταν ο πολιτικός Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος κατάφερε και διέλυσε τον αρραβώνα. Η Μαντώ, μετά τη διάλυση του αρραβώνα επέστρεψε στο Ναύπλιο όπου ζούσε βαθιά καταθλιπτικά, σε κατάσταση εξαθλίωσης, στερήσεων και φτώχειας, και δεν έλαβε κάποια σημαντική τιμητική σύνταξη (απλά, κατόπιν υπομνήματός της, εγκρίθηκε γι' αυτήν ένα μικρό βοήθημα που τότε δινόταν σε απομάχους της ζωής), ούτε της αποπληρώθηκε κάποιο ποσό από τα χρήματα που είχε δώσει για τη χρηματοδότηση των διάφορων μαχών. Μετά το θάνατο του Υψηλάντη, και με ενέργειες του Ιωάννη Κωλέττη, εξορίστηκε από το Ναύπλιο και οδηγήθηκε στη Μύκονο.[4] Ακολούθως, μετακόμισε στην Πάρο το 1840, όπου κατοικούσαν μερικοί από τους συγγενείς της. Πέθανε από τυφοειδή πυρετό στην Πάρο τον Ιούλιο του 1840, μόνη, λησμονημένη και πάμφτωχη, έχοντας ξοδέψει όλη της την περιουσία για τον αγώνα για την ελευθερία.
Η κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας της Μυκόνου φέρει το όνομά της και εκεί έχει ανεγερθεί η μαρμάρινη προτομή της. Το αεροδρόμιο Μυκόνου επίσης μετονομάστηκε «Μαντώ Μαυρογένους». Η κεντρική πλατεία της πόλης και λιμένα της Παροικιάς της Πάρου πήρε το όνομά της. Η Ελλάδα έχει τιμήσει την ηρωίδα με την ονομασία πολλών δρόμων σε ολόκληρη τη χώρα. Η ελληνική κυβέρνηση κυκλοφόρησε πολλά αναμνηστικά κέρματα προς τιμήν της.[5] Μια ταινία για τη ζωή της, με τίτλο Μαντώ Μαυρογένη, γυρίστηκε και προβλήθηκε το 1971, με την Τζένη Καρέζη να την ενσαρκώνει.
Η Μαυρογένη απεικονίστηκε στο κέρμα των 2 δραχμών (1988-2001).[6]
Τη Μαυρογένη γνώρισε από κοντά ο Γάλλος Μαξίμ Ρεμπώ το 1821, και την περιγράφει ως ευγενική προσωπικότητα με φλογερό πατριωτισμό. Συγκρίνοντάς τη με τη Μπουμπουλίνα αναφέρει:
«Από τη μια μεριά [Μπουμπουλίνα] το θάρρος, σπάνιο σε γυναίκες, που συνοδεύεται όμως από τη βουλιμία για το κέρδος… Κι από την άλλη [Μαντώ] η φιλοπατρία σε όλη της την καθαρότητα, χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας, η απόλυτη αυτοθυσία, η πιο συγκινητική απρονοησία για το προσωπικό μέλλον.»
«Μου έλεγε η Μαντώ: Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Όταν θα έχω χρησιμοποιήσει όλα όσα μπορώ να διαθέσω για την ιερή υπόθεση της ελευθερίας, θα τρέξω στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους ενθαρρύνω με την απόφασή μου να πεθάνω, αν χρειαστεί, για την ελευθερία.»
Παρόμοια εντύπωση για τη Μαντώ σχημάτισε και ο Άγγλος Έντουαρντ Μπλακιέρ, ο οποίος προσθέτει ότι του έκανε εντύπωση η φιλοδοξία της να δει όλες τις τάξεις ενωμένες.[7]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.