From Wikipedia, the free encyclopedia
Το μίσο (ιαπωνικά: みそ ή 味噌) είναι παραδοσιακό ιαπωνικό καρύκευμα το οποίο παράγεται από ζυμωμένους καρπούς σόγιας, μαζί με αλάτι και κότζι (ο μύκητας Aspergillus oryzae) και μερικές φορές με ρύζι, σιτάρι, φύκια και άλλα συστατικά. Το αποτέλεσμα είναι μία παχιά πάστα η οποία χρησιμοποιείται σε σάλτσες και αλείμματα, λαχανικά και κρέατα. Επίσης συνδυάζεται με τη σούπα ντάσι, δημιουργώντας τη σούπα μίσο (μισοσίρου, 味噌汁), ένα χαρακτηριστικό πιάτο της ιαπωνικής κουζίνας. Το μίσο χρησιμοποιείται ευρέως στην Ιαπωνία, τόσο σε παραδοσιακά όσο και σύγχρονα πιάτα, και έχει τραβήξει παγκοσμίως την προσοχή.[1]
Το μίσο είναι πλούσιο σε πρωτεΐνες και ιχνοστοιχεία και είχε σημαντικό διατροφικό ρόλο στην φεουδαρχική Ιαπωνία. Πωλείται σε σφραγισμένα δοχεία τα οποία συντηρούνται στο ψυγείο μετά το άνοιγμα. Το μίσο περιέχει ωφέλιμα βακτήρια, όπως το Tetragenococcus halophilus, τα οποία μπορεί να πεθάναν κατά το μαγείρεμα. Γι' αυτό το λόγο προτείνεται να προστίθεται στο τέλος, ακριβώς πριν αφαιρεθεί το σκεύος από τη φωτιά, ενώ μπορεί να καταναλωθεί και χωρίς να έχει μαγειρευτεί.[2]
Συνήθως το μίσο είναι αλμυρό, αλλά η γεύση του και το άρωμά του εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως τα υλικά και η διαδικασία ζύμωσης. Ανάλογα με την ποικιλία, μπορεί να περιγραφεί ως αλμυρό, γλυκό, γεώδες, φρουτώδες και ουμάμι.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.