Η δεύτερη θητεία της Μάργκαρετ Θάτσερ ως πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου, που διήρκεσε από το 1983 έως το 1987, ήταν μια περίοδος εξαιρετικής σημασίας για τη βρετανική πολιτική, οικονομία και κοινωνία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, σημειώθηκαν πολλά σημαντικά γεγονότα και πολιτικές εξελίξεις που επηρέασαν το Ηνωμένο Βασίλειο.
Γρήγορες Πληροφορίες Ημερομηνία σχηματισμού, Ημερομηνία διάλυσης ...
Κυβέρνηση Μάργκαρετ Θάτσερ (1983-1987) Δεύτερη θητεία κυβέρνηση_αριθμός της Ηνωμένο Βασίλειο |
Μάργκαρετ Θάτσερ |
|
Ημερομηνία σχηματισμού | 11 Ιουνίου 1983 |
---|
Ημερομηνία διάλυσης | 10 Ιουνίου 1987 |
---|
Πρόσωπα και δομές |
---|
Αρχηγός Κράτους | Ελισάβετ Β΄ |
---|
Πρόεδρος Κυβέρνησης | Μάργκαρετ Θάτσερ |
---|
Head of government's history | Μάργκαρετ Θάτσερ |
---|
Αντιπρόεδρος Κυβέρνησης | Τζον Μέιτζορ |
---|
Αριθμός Υπουργών | 397 |
---|
Πρώην Υπουργοί (Θάνατος/παραίτηση/αποπομπή) | 9 |
---|
Συνολικός αριθμός Μελών | 406 |
---|
Συμμετέχοντα κόμματα | Συντηρητικό Κόμμα |
---|
Κατάσταση στο νομοθετικό σώμα | Κάτω Βουλή του Ηνωμένου Βασιλείου |
---|
Αξιωματική Αντιπολίτευση | Εργατικό Κόμμα |
---|
Αρχηγός Αξιωματικής Αντιπολίτευσης | Νηλ Κίντον |
---|
Ιστορία |
---|
Εκλογές | 1983 |
---|
Απερχόμενες εκλογές | 1987 |
---|
Θητεία νομοθετικού σώματος | Κάτω Βουλή του Ηνωμένου Βασιλείου |
---|
Προηγούμενη | Κυβέρνηση Μάργκαρετ Θάτσερ (1979-1983) |
---|
Διάδοχη | Κυβέρνηση Τζον Μέιτζορ (1987-1990) |
---|
Κλείσιμο
Εκλογές 1983: Τον Ιούνιο του 1983, διεξήχθησαν βρετανικές γενικές εκλογές. Η Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία είχε γίνει πρωθυπουργός το 1979, ηγούμενη του Συντηρητικού Κόμματος, κατάφερε να κερδίσει την εκλογική αναμέτρηση και να παραμείνει στη θέση της με μια σαφή πλειοψηφία. Αυτή η νίκη επισφράγισε τη δεύτερη θητεία της ως πρωθυπουργού.
Οικονομική Πολιτική: Κατά τη δεύτερη θητεία της, η Μάργκαρετ Θάτσερ συνέχισε την εφαρμογή του Θατσερικού οικονομικού μοντέλου, το οποίο χαρακτηρίστηκε από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και τον ελεύθερο αγοραίο καπιταλισμό. [1]Οι κύριες πολιτικές περιλάμβαναν:
Ιδιωτικοποιήσεις
- Πολιτική ιδιωτικοποιήσεων
- British Telecom (BT): Μια από τις πρώτες και πιο σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις της θητείας της Θάτσερ ήταν η ιδιωτικοποίηση της British Telecom το 1984. Η BT ήταν η εθνική τηλεπικοινωνιακή εταιρεία του Ηνωμένου Βασιλείου και η ιδιωτικοποίηση της επιτράπηκε με στόχο την προώθηση του ανταγωνισμού στον τομέα των τηλεπικοινωνιών.
- Σιδηροδρομικές Εταιρείες: Το 1984, η κυβέρνηση Θάτσερ προχώρησε στη διαίρεση του βρετανικού σιδηροδρομικού συστήματος σε δημόσιες εταιρείες, με τον στόχο να αυξηθεί ο ανταγωνισμός και η αποδοτικότητα στον τομέα των μεταφορών.
- Ορυχεία Άνθρακα: Η Θάτσερ προχώρησε στην ιδιωτικοποίηση του βρετανικού ορυκτού πλούτου, και συγκεκριμένα των ορυχείων άνθρακα, με σκοπό τη μείωση των δημόσιων δαπανών στον τομέα της εξόρυξης.
- Πετρέλαιο και Φυσικό Αέριο: Το 1982, η BP (British Petroleum) ιδιωτικοποιήθηκε εν μέρει, με τον κρατικό έλεγχο της εταιρείας να μειώνεται. Επίσης, η κυβέρνηση ανοίγματος του αγοραστικού χώρου του φυσικού αερίου, οδήγησε στην ιδιωτικοποίηση της βρετανικής εταιρείας British Gas το 1986.
- Ενέργεια: Επιπλέον, διάφορες εταιρείες παραγωγής ενέργειας και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας υποβλήθηκαν σε διαδικασίες ιδιωτικοποίησης.
- Αεροπορικές Εταιρείες: Η κυβέρνηση επέτρεψε την ανάπτυξη ιδιωτικών αεροπορικών εταιρειών, προκειμένου να δημιουργηθεί ανταγωνισμός στον τομέα των αερομεταφορών.
- Ατομική Στέγη: Η Θάτσερ προώθησε προγράμματα ιδιωτικοποίησης και απορρύθμισης του τομέα της ατομικής στέγης, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα σε περισσότερους πολίτες να αποκτήσουν τα δικά τους σπίτια.
- Ασφαλιστικές Εταιρείες: Επίσης, η Θάτσερ ανοιξε την αγορά των ασφαλιστικών εταιρειών στον ανταγωνισμό, διευκολύνοντας τη δημιουργία ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών.
- Εκπαίδευση: Στον τομέα της εκπαίδευσης, προωθήθηκαν μεταρρυθμίσεις που ενθάρρυναν τη δημιουργία ιδιωτικών σχολείων και πανεπιστημίων, με στόχο να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός στον τομέα της εκπαίδευσης.
- Αεροδρόμια: Σημαντικά αεροδρόμια όπως το Heathrow αναδιαρθρώθηκαν και ιδιωτικοποιήθηκαν, επιτρέποντας τη δημιουργία ιδιωτικών επιχειρήσεων διαχείρισης αεροδρομίων.
- Ενδυμασία: Οι εταιρείες παραγωγής ενδυμασίας, όπως η British Leyland, υποβλήθηκαν σε μεγάλες αναδιαρθρώσεις και ιδιωτικοποιήθηκαν.
- Δημόσια Συγκοινωνία: Τμήματα του δημόσιου συστήματος συγκοινωνιών, όπως λεωφορεία και τραμ, αναδιαρθρώθηκαν και ιδιωτικοποιήθηκαν.
- Υγειονομική Περίθαλψη: Περιοχές του δημόσιου συστήματος υγειονομικής περίθαλψης υποβλήθηκαν σε αναδιάρθρωση και ανοικτές στον ανταγωνισμό, με τη δημιουργία ιδιωτικών κλινικών και νοσοκομείων.
- Εθνικά Πάρκα και Δασικές Περιοχές: Σε ορισμένες περιπτώσεις, εθνικά πάρκα και δασικές περιοχές αναδιαρθρώθηκαν για να επιτρέψουν την ανάπτυξη τουριστικών εγκαταστάσεων ή αλληλένδετων επιχειρήσεων.[2]
- Μια από τις κύριες συνιστώσες της οικονομικής πολιτικής της Θάτσερ κατά τη δεύτερη θητεία της ήταν η φορολογική μεταρρύθμιση. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η κυβέρνησή της επέκρινε την υψηλή φορολογία και εισήγαγε μια σειρά αλλαγών που επηρέασαν διάφορες φορολογικές κατηγορίες, περιλαμβανομένων των εισοδημάτων και των κερδών. Η κυβέρνηση της Θάτσερ επέβαλε σημαντικές μειώσεις στον επιβαλλόμενο φόρο εισοδήματος για τους ανώτερους εισοδηματούχους. Αυτό οδήγησε σε μια εντυπωσιακή μείωση του φορολογικού βάρους που επιβάλλεται σε αυτήν την ομάδα πολιτών. Πράγματι, τα κέρδη και τα εισοδήματα των υψηλότερων εισοδηματιών είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των φορολογικών εισφορών που κατέβαλαν. Αν και αυτή η φορολογική πολιτική οδήγησε σε αυξημένα κέρδη για την ανώτερη τάξη, δημιούργησε επίσης αυξημένες ανισότητες στα εισοδήματα. Οι κοινωνικές ανισότητες άρχισαν να επιδεινώνονται, καθώς οι υψηλότερα αμειβόμενοι πολίτες είδαν τη φορολογική τους επιβάρυνση να μειώνεται, ενώ οι λιγότερο αμειβόμενοι πολίτες παρέμειναν υπό την επίδραση υψηλών φορολογικών συντελεστών. Αυτή η ανισότητα έγινε αντικείμενο διαμαρτυριών από πολλούς πολιτικούς αντιπάλους και κοινωνικά κινήματα.
- Ο βασικός στόχος ήταν η καταπολέμηση του υψηλού πληθωρισμού που είχε πλήξει τη βρετανική οικονομία. Για τον σκοπό αυτόν, η κυβέρνηση Θάτσερ υιοθέτησε μια σειρά στενών νομισματικών πολιτικών με στόχο τον έλεγχο του πληθωρισμού. Ο πληθωρισμός ήταν ένα κρίσιμο πρόβλημα για τη βρετανική οικονομία κατά την δεύτερη θητεία της Θάτσερ. Οι υψηλές πληθωριστικές τιμές είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, περιόριζαν την επενδυτική εμπιστοσύνη και δημιουργούσαν αβεβαιότητα στην οικονομία. Για να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα, η Θάτσερ και ο υπουργός Οικονομικών της, Nigel Lawson, προχώρησαν σε δραστικές ενέργειες. Οι στενές νομισματικές πολιτικές περιλάμβαναν την επιβολή αυστηρών πολιτικών σταθερότητας και περιορισμού του χρηματοδοτικού προϋπολογισμού. Η κυβέρνηση επέβαλε περιορισμούς στις δημόσιες δαπάνες και μείωσε το έλλειμμα του προϋπολογισμού με σκοπό να σταθεροποιήσει τη νομισματική πολιτική Η πολιτική αυτή, ωστόσο, είχε σημαντικό κοινωνικό κόστος. Οι περιορισμένες δαπάνες σε δημόσιους τομείς όπως την υγεία και την εκπαίδευση προκάλεσαν αντιδράσεις και ανησυχίες. Οι πολίτες, κυρίως εκείνοι με χαμηλά εισοδήματα, ένοιωθαν το βάρος αυτών των πολιτικών μέτρων. Παρά τις αντιδράσεις και τον κοινωνικό αντίκτυπο, η κυβέρνηση συνέχισε την πορεία της προς την αντιινφλασιονιστική πολιτική. Στόχος της ήταν η διατήρηση της σταθερότητας της οικονομίας και η μείωση του πληθωρισμού, ακόμα και με το κόστος της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
- Ελευθέρωση των Χρηματοπιστωτικών Αγορών: Επεκτάθηκε η ελευθερία των χρηματοπιστωτικών αγορών, προωθώντας την οικονομική ανάπτυξη αλλά δημιουργώντας πιέσεις για την επόμενη δεκαετία.
Σχέσεις με τα Συνδικάτα: Κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας της, η Μάργκαρετ Θάτσερ συνέχισε την αντιπαραγωγική προσέγγιση απέναντι στα συνδικάτα. Ενέκρινε νομοθεσία που περιόριζε τη δύναμη των συνδικάτων και τη δυνατότητά τους να προκαλούν απεργίες. Οι συγκρούσεις με τα συνδικάτα οδήγησαν σε αρκετές απεργίες και κοινωνικές αναταραχές, όπως η απεργία των ορυχάγων του 1984-1985, η οποία κράτησε πολλούς μήνες.
Κοινωνικές Ανησυχίες:
- Απεργία των Ορυχάγων (1984-1985): Η απεργία των ορυχάγων το 1984-1985 ήταν μια από τις πιο εμβληματικές αντιδράσεις στην κυβέρνηση Θάτσερ. Χιλιάδες ορυχάγοι απεργούσαν κατά των προτεινόμενων περικοπών στον τομέα των ορυκτών καυσίμων. Οι συγκρούσεις με την αστυνομία ήταν συχνές, και η απεργία διήρκεσε πολλούς μήνες.
- Εξέγερση του Λίβερπουλ (1981): Το 1981, η πόλη του Λίβερπουλ βίωσε μια μεγάλη εξέγερση λόγω της ανεργίας και των δυσμενών συνθηκών διαβίωσης. Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες συμμετείχαν σε διαδηλώσεις, που συχνά εξελίσσονταν σε βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία.
- Επεισόδια του Μπρόντμπουρι (1985): Το Μπρόντμπουρι, μια πόλη στη βορειοδυτική Αγγλία, βίωσε σοβαρά επεισόδια το 1985, όταν οι κάτοικοι αντιδρούσαν στην ανεργία και τις κοινωνικές δυσκολίες. Οι συγκρούσεις με το Riot Police ήταν βίαιες, και πολλοί έλαβαν μέρος σε διαδηλώσεις.
- Επεισόδια στο Λονδίνο και άλλες πόλεις: Το Λονδίνο και άλλες μεγάλες βρετανικές πόλεις βίωσαν επεισόδια και συγκρούσεις κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων κατά της πολιτικής της κυβέρνησης Θάτσερ. Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες συμμετείχαν σε αυτές τις διαμαρτυρίες.
- Επεισόδια σε βιομηχανικές περιοχές: Πολλές βιομηχανικές περιοχές, όπως το Σέφιλντ και το Μάντσεστερ, βίωσαν σοβαρές κοινωνικές ανησυχίες και συγκρούσεις κατά τη διάρκεια των θερινών ανταγωνισμών με την αστυνομία.
- Κοινωνική Δυσαρέσκεια: Η κοινωνική δυσαρέσκεια επεκτάθηκε και σε άλλες πτυχές της κοινωνίας, με αυξημένη ανεργία και μείωση των κοινωνικών προνομίων, πράγμα που οδήγησε σε διάφορες μορφές αντίδρασης.
Εξωτερική Πολιτική: Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, η Μάργκαρετ Θάτσερ διατήρησε στενές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν. Η Βρετανία συνέβαλε ενεργά στην πολιτική αντιπυραυλικής άμυνας SDI (Πρωτοβουλία Αμυντικού Ασπού), προκαλώντας ανησυχίες για τον πυρηνικό αφοπλισμό και την πυρηνική ασφάλεια.
Κρίσεις: Κατά τη διάρκεια της θητείας της, η Μάργκαρετ Θάτσερ αντιμετώπισε διάφορες κρίσεις. Μια από τις σημαντικότερες ήταν η κρίση στα Φώκλαντς το 1982, όταν η Βρετανία αντιμετώπισε την αργεντίνικη εισβολή στα νησιά. Η Θάτσερ αποφάσισε να στείλει ένα στόλο και στρατιωτικές δυνάμεις για να απελευθερώσει τα νησιά, μια ενέργεια που ενίσχυσε την δημοτικότητά της στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας της Μάργκαρετ Θάτσερ, οι σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση γνώρισαν αντιφάσεις και αντιπαραθέσεις. Αν και υπήρχαν κάποιες προσπάθειες για διπλωματική συνεργασία, οι αντιπαραθέσεις και οι διαφωνίες δεν αποφεύχθηκαν.
Ένα από τα κυριότερα θέματα που προκάλεσαν αντιπαραθέσεις ήταν:
Κρίση Σεργκέι Σελεζνιόφ (1986-1987): Κατά την περίοδο αυτή, ο Σεργκέι Σελεζνιόφ βρισκόταν στη θέση του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΣΕ (Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης). Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι σχέσεις μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και του Δυτικού κόσμου ήταν εξαιρετικά τεταμένες λόγω των θεμάτων όπως ο πυρηνικός αφοπλισμός και οι αμερικανικές πυρηνικές βάσεις στην Ευρώπη. Οι διαφωνίες μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου είχαν ως αποτέλεσμα την αναστολή των συνομιλιών για τον πυρηνικό αφοπλισμό.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας της Θάτσερ, η Βρετανία συνέχισε να υποστηρίζει ενεργά την πολιτική αντιπυραυλικής άμυνας SDI (Πρωτοβουλία Αμυντικού Ασπού), η οποία ήταν εξαιρετικά αμφιλεγόμενη και προκαλούσε εντάσεις με τη Σοβιετική Ένωση.
Συνολικά, κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας της Μάργκαρετ Θάτσερ, οι σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση παρέμειναν περίπλοκες και επηρέασαν την εξωτερική πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου.
Κλείσιμο της Θητείας: Η δεύτερη θητεία της Μάργκαρετ Θάτσερ ως πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου κυριάρχησε μέχρι το 1987, όταν και κέρδισε τις γενικές εκλογές με σαφή πλειοψηφία. Αυτή η επιλογή από τους βρετανούς ψηφοφόρους ανέδειξε τη στρατηγική της Θάτσερ για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και την αντιμετώπιση των κοινωνικών προκλήσεων.
Κληρονομιά: Η θητεία της Μάργκαρετ Θάτσερ συνεχίζει να αποτελεί ένα θέμα συζήτησης και αξιολόγησης. Παρά την επιτυχία της στον τομέα της οικονομίας, οι πολιτικές της προκάλεσαν αυξημένες κοινωνικές ανισότητες και αντιδράσεις. Ο Θατσερισμός εξακολουθεί να επηρεάζει τη βρετανική πολιτική σκηνή για γενιές και αφήνει το όνομά της στην ιστορία της χώρας. Το κέρδος της στις εκλογές του 1987 αναδείκνυε τη στήριξη που είχε αποκτήσει από μέρος του βρετανικού λαού, ενισχύοντας την αξιοπιστία της πολιτικής της και το κύρος της στη διεθνή σκηνή.[3]