επικεφαλής στρατιωτικού μισθοφορικού σώματος From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι Κοντοτιέροι (ιταλ. condottieri [ενικός condottiere ή condottiero]) ονομάζονται οι αρχηγοί μισθοφορικών εταιρειών, που μισθώνονταν κυρίως από τις ιταλικές πόλεις-κράτη, από τον ύστερο Μεσαίωνα ώς τα τέλη της Αναγέννησης.
Ένας κοντοτιέρος διοικούσε μια Ελεύθερη Εταιρεία, η οποία ουσιαστικά έκλεινε συμβόλαιο με τον άρχοντα της εκάστοτε δύναμης, που θα υπηρετούσε. Τέτοιες εταιρείες μισθώνονταν από τις ιταλικές πόλεις, τον Πάπα και μερικές φορές από ξένες δυνάμεις, όπως η Γαλλία. Οι πρώτοι κοντοτιέροι ήταν ξένοι, ενώ Ιταλοί εμφανίστηκαν κατά τον 15ο αιώνα. Δυνάμεις διοικούμενες από κοντοτιέρους υπήρχαν μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα, οπότε και τα ευρωπαϊκά κράτη οδηγήθηκαν στη δημιουργία εθνικών στρατών.
Ο όρος condottiere ή condottiero προέρχεται ετυμολογικά από τη λέξη condotta, δηλαδή το συμβόλαιο μεταξύ του κοντοτιέρου και της πόλης που θα υπηρετούσε.[1] Επομένως, condottiero σήμαινε κυριολεκτικά εργολάβος ή επιχειρηματίας.[2] Σήμερα, ωστόσο, στα ιταλικά η λέξη χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε στρατιωτικό ηγέτη, όχι μόνο μισθοφόρο. Επιπλέον, στα σύγχρονα αγγλικά ο όρος προσδιορίζει γενικά τον μισθοφόρο.
Από τον ύστερο Μεσαίωνα και έπειτα, σχεδόν όλοι οι ευρωπαϊκοί στρατοί απαρτίζονταν από ξένους μισθοφόρους.[1] Στην Ιταλία, κατά τα τέλη του 13ου και του 14ου αιώνα, οι περισσότεροι κοντοτιέροι κατάγονταν από περιοχές όπως τα Βαλκάνια, τη Γερμανία ή τη Γαλλία.[1] Η πρώτη ελεύθερη εταιρεία μισθοφόρων ήταν καταλανική,[3] αλλά η πρώτη καλά οργανωμένη εταιρεία ήταν αυτή του Γερμανού Βέρνερ φον Ούρσλινγκεν: η λεγόμενη Μεγάλη Εταιρεία αποτελούνταν κυρίως από Γερμανούς και Ούγγρους πολεμιστές,[3] ενώ χρηματοδοτούνταν από την Ιωάννα Α' της Νάπολης. Αργότερα, υπό την ηγεσία του Προβηγκιανού Φρα Μοριάλε, λεηλάτησε τις περιοχές της Ούμπριας και της Τοσκάνης. Κατά τη διάρκεια των διάφορων ανακωχών του Εκατονταετούς Πολέμου πολλοί Άγγλοι και Γάλλοι πολεμιστές αναζήτησαν την τύχη τους ως μισθοφόροι.[1] Σε μια από τις ανακωχές αυτές, λίγο μετά το 1360, ήρθε στην Ιταλία ο Άγγλος Τζων Χώκγουντ, ίσως ο σπουδαιότερος μη Ιταλός κοντοτιέρος. Αποκαλούμενος Τζιοβάνι Ακούτο, υπηρέτησε την Παποσύνη και διάφορα ιταλικά κράτη για τριάντα χρόνια.[3]
Τον 14ο αιώνα, οι Ιταλοί άρχισαν να σχηματίζουν τις δικές τους εταιρείες[3] και μέχρι τον επόμενο αιώνα, οι περισσότεροι κοντοτιέροι ήταν ιταλικής καταγωγής.[1] Η πρώτη ελεύθερη εταιρεία με Ιταλό αρχηγό ιδρύθηκε το 1339 από τον Λοντρίσιο Βισκόντι και ονομαζόταν Εταιρεία του Αγίου Γεωργίου. Το 1377 ο Αλμπέρικο ντα Μπαρμπαριάνο ίδρυσε μια εταιρεία με το ίδιο όνομα. Οι στρατιωτικοί της περιόδου αυτής προέρχονταν από διάφορα κοινωνικά στρώματα, αλλά η πλειονότητα ήταν ευγενείς.[1] Σύντομα άρχισαν να κατακτούν περιοχές για τον εαυτό τους και στη συνέχεια αποκτούσαν επίσημους τίλους. Από τον 14ο αιώνα, επίσης, άρχισε η δράση ναυτικών μισθοφόρων, των λεγόμενων assentisti. Υπέγραφαν συμβόλαια όπως οι κοντοτιέροι και μισθώνονταν κυρίως από τη Γένοβα και τον Πάπα.
Στις αρχές του 15ου αιώνα αναδείχτηκαν ο Μούτσιο Σφόρτσα και ο Μπράτσιο ντα Μοντόνε, "μαθητές" του Αλμπέρικο ντα Μπαρμπαριάνο.[4] Οι δύο αυτοί κοντοτιέροι, εχθροί μεταξύ τους, τελειοποίησαν την οργάνωση των ελεύθερων εταιρειών. Ο γιος του Μούτσιο, Φραντσέσκο, έγινε Δούκας του Μιλάνο το 1450 και θεωρείται ένας από τους πιο επιτυχημένους κοντοτιέρους όλων των εποχών.[3] Πολλοί κοντοτιέροι πλέον, ήταν άρχοντες μικρών ανεξάρτητων κρατιδιών. Μη διαθέτοντας πολλά οικονομικά μέσα, έθεταν τους πολεμιστές τους στη διάθεση μεγαλύτερων δυνάμεων, αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη.[1] Παραδείγματα τέτοιων κοντοτιέρων ήταν ο Σιγισμόνδος Παντόλφο Μαλατέστα του Ρίμινι και ο Φεντερίκο ντα Μοντεφέλτρο του Ούρμπινο.
Από τον 15ο αιώνα κι ύστερα, οι περισσότεροι κοντοτιέροι ήταν ακτήμονες ευγενείς, οι οποίοι είχαν επιλέξει το επάγγελμα του στρατιωτικού. Ο Τζιοβάνι ντάλε Μπάντε Νέρε, ο τελευταίος μεγάλος κοντοτιέρος, ανήκει στην κατηγορία αυτή. Κατά τα τέλη του ίδιου αιώνα, τα μεγάλα ιταλικά κράτη είχαν απορροφήσει τα μικρότερα κρατίδια, ενώ η ιταλική χερσόνησος έγινε θέατρο πανευρωπαϊκών συγκρούσεων. Οι κοντοτιέροι αδυνατούσαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και σταδιακά έχασαν την παλαιότερη αίγλη τους.[3] Οι κοντοτιέροι συνέχισαν να χρησιμοποιούν πεπαλαιωμένο εξοπλισμό, την ίδια στιγμή που οι άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις στρέφονταν σε νέα όπλα, όπως το αρκεβούζιο.
Το 1494 ο Κάρολος ο Ευγενικός εισέβαλε στην Ιταλία, υποστηριζόμενος από τον κοντοτιέρο Τζιαν Τζάκομο Τριβούλτσιο. Με τον τρόπο αυτό, εγκαινιάστηκε μια εποχή κατά την οποία οι κοντοτιέροι υπηρετούσαν ξένους ηγεμόνες. Για παράδειγμα, ο Αμπρότζιο Σπίνολα υπηρέτησε τον Κάρολο Ε', ενώ ο Ραϊμόντο Μοντεκκούκολι, στην υπηρεσία των Αψβούργων, απέκρουσε μια οθωμανική εισβολή, το 1664. Λαμπρός κοντοτιέρος της εποχής αυτής θεωρείται ο Καίσαρας Βοργίας, γιος του Αλέξανδρου Στ΄. Διαθέτοντας στρατιωτική και πολιτική ευφυΐα κατάφερε να γίνει κύριος της κεντρικής Ιταλίας, στις αρχές του 16ου αιώνα.[5]
Κοντοτιέροι συνέχισαν να μισθώνονται μέχρι και τον 17ο αιώνα. Ωστόσο, τόσο η στρατηγική που ακολουθούσαν, όσο και ο εξοπλισμός που διέθεταν, οδήγησαν στην καταστροφή τους. Γενικά, μισθοφόροι συνέχισαν να χρησιμοποιούνται από τους Ευρωπαίους μονάρχες μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά αυτοί δεν είχαν τα χαρακτηριστικά των Ιταλών κοντοτιέρων.
Ο κοντοτιέρος υπέγραφε με την ενδιαφερόμενη πόλη ένα συμβόλαιο (condotta), με το οποίο κανονιζόταν η περίοδος υπηρεσίας (ferma). Όταν αυτή τελείωνε, ακολουθούσε η περίοδος αναμονής (aspetta), κατά την οποία η πόλη αναθεωρούσε την ανανέωση του συμβολαίου. Αν δε αυτό δεν πραγματοποιούνταν, ο κοντοτιέρος και η εταιρεία του αποδεσμευόταν. Δεν επιτίθετο, ωστόσο, στον πρώην εργοδότη του, τουλάχιστον για δύο χρόνια,[εκκρεμεί παραπομπή] ένα έθιμο που ήταν σχεδόν πάντα σεβαστό.
Γενικά, οι αμοιβές των κοντοτιέρων ήταν πολύ υψηλές, παρότι υπήρχαν πολλές διαφορές. Παραδείγματος χάριν, ο Φεντερίκο ντα Μοντεφέλτρο, Δούκας του Ούρμπινο, με πελάτες τη Φλωρεντία, το Μιλάνο, τη Νάπολη και το Βατικανό, είχε εισόδημα 100.000 δουκάτα το χρόνο.[6]
Οι περισσότεροι μισθοφόροι υπό τους κοντοτιέρους πολεμούσαν με βαρύ εξοπλισμό. Πολεμούσαν ως ιππείς, σε αντιδιαστολή με τους διάσημους Ελβετούς μισθοφόρους, οι οποίοι πολεμούσαν πεζοί.[3] Αρχικά, τη μικρότερη μονάδα ενός μισθοφορικού στρατού κοντοτιέρου αποτελούσε το λεγόμενο barbuta, δηλαδή ένας ιππότης και ένας λοχίας.[7] Στα τέλη του 14ου αιώνα, επικράτησε ένα διαφορετικό σύστημα, στο οποίο μία bandiera αποτελούνταν από 25 πολεμιστές.[8]
Οι κοντοτιέροι ήταν περισσότερο διευθυντές επιχειρήσεων, παρά στρατιωτικοί αρχηγοί. Έτσι, δεν διακινδύνευαν στις μάχες τον πανάκριβο οπλισμό τους ούτε και τους υπαλλήλους τους, που με τόσα έξοδα είχαν εκπαιδεύσει. Απεύφεγαν τις μάχες εκ παρατάξεως και τις χειμερινές εκστρατείες,[9] ενώ συχνά λεηλατούσαν τους πληθυσμούς της υπαίθρου.[10] Οι εκστρατείες στις οποίες λάμβαναν μέρος, τερματίζονταν συνήθως με κάποιο επιδέξιο χειρισμό και όχι με άμεση σύγκρουση.[2] Η αιματοχυσία ήταν κάτι το ασυνήθιστο σε πολέμους μεταξύ κοντοτιέρων, οι οποίοι μάλιστα δε δίσταζαν να αλλάζουν πλευρές, σύμφωνα με οικονομικά κριτήρια.[3] Ο Μακιαβέλι, στο έργο του Ο Ηγεμών, αποδοκιμάζει τους κοντοτιέρους ως αναξιόπιστους, αφού κοιτάζουν το προσωπικό τους συμφέρον.[11] Στην πραγματικότητα, εφόσον οι μισθοί πληρώνονταν κανονικά, οι κοντοτιέροι ήταν πιστοί στον εργοδότη τους.[1] Οι ίδιοι οι πολεμιστές, μολοταύτα, ήταν γνωστοί για την αρπακτική και ανεξέλεγκτη συμπεριφορά τους.[3]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.