From Wikipedia, the free encyclopedia
Ευρωπαϊκό δίκαιο ή ενωσιακό δίκαιο (πριν το 2009 κοινοτικό δίκαιο)[1][2] ονομάζεται το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περιλαμβάνει ένα σύνολο νομικών κανόνων και αρχών που καθορίζουν τη λειτουργία και τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ευρωπαϊκό δίκαιο αποτελεί αυτόνομη πηγή δικαίου, η οποία επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα τη νομοθεσία των κρατών μελών και γίνεται μέρος της έννομης τάξης κάθε κράτους μέλους. Ως εκ τούτου, συνιστά ιδιαίτερη έννομη τάξη, χωριστή από τις εθνικές έννομες τάξεις των κρατών μελών, αλλά και από το διεθνές δίκαιο, και διέπεται από τις δικές του ιδιαίτερες αρχές.[3][4]
Το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν πρέπει να συγχέεται με το δίκαιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο ασχολείται με τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου των 46 κρατών μελών της Ευρώπης.[5]
Το ευρωπαϊκό δίκαιο διακρίνεται σε πρωτογενές δίκαιο (τις Συνθήκες και τις γενικές αρχές του δικαίου), παράγωγο δίκαιο (με βάση τις Συνθήκες) και συμπληρωματικό δίκαιο.[3][6]
Οι κανονισμοί είναι οι νομοθετικές πράξεις που έχουν άμεση ισχύ στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών, χωρίς να χρειάζεται να μεταφερθούν στο εθνικό δίκαιο, πλην όμως μπορεί να απαιτείται αντίστοιχη εναρμόνιση του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών προς αποφυγή συγκρούσεων.Το πρωτογενές δίκαιο δεν έχει αυτοδύναμη ισχύ σε αντίθεση με το παράγωγο που έχει.[6]
Οι οδηγίες είναι νομοθετικές πράξεις που απευθύνονται στα κράτη μέλη. Απαιτούν από τις χώρες της ΕΕ να πετύχουν ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, αλλά ο τρόπος εξαρτάται από τα κράτη μέλη. Οι χώρες οφείλουν να ενσωματώσουν (μεταφέρουν) τις οδηγίες στο εθνικό τους δίκαιο για πετύχουν το αποτέλεσμα αυτό. Η μεταφορά γίνεται εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην οδηγία, συνήθως εντός 2 ετών.[6] Το πώς θα τη μεταφέρουν (με νόμο, Προεδρικό Διάταγμα ή Βασιλικό Διάταγμα κλπ.) διέπεται από το εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών. Οφείλουν όμως κατά τη μεταφορά της να μην αλλοιώνουν το νόημά της και να διατηρήσουν την ουσία της ρύθμισης (effet utile).
Οι αποφάσεις είναι δεσμευτικές νομικές πράξεις που δε χρειάζεται να μεταφερθούν στο εθνικό δίκαιο. Ισχύουν για μία ή περισσότερες χώρες της ΕΕ, επιχειρήσεις ή ιδιώτες που λαμβάνουν τη σχετική κοινοποίηση με βάση την οποία τίθενται σε ισχύ.[6]
Οι συστάσεις είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιούν τα όργανα της ΕΕ για να προτείνουν μια γραμμή δράσης, χωρίς ωστόσο να υπάρχει νομική υποχρέωση και άρα δεσμευτική ισχύ.[6]
Οι γνώμες είναι ένα εργαλείο που επιτρέπει στα όργανα της ΕΕ να εκφράζουν την άποψή τους, χωρίς όμως αυτή να έχει νομική υποχρέωση και άρα δεσμευτική ισχύ.[6]
Υπάρχουν επίσης οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και οι εκτελεστικές πράξεις. Οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη συμπλήρωση ή την τροποποίηση νομοθετικών πράξεων της ΕΕ και είναι νομικά δεσμευτικές. Εφόσον το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δε διατυπώσουν αντιρρήσεις, τίθενται σε ισχύ. Οι εκτελεστικές πράξεις δίνουν τη δυνατότητα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καθορίζει τις προϋποθέσεις για την ομοιόμορφη εφαρμογή των νόμων της ΕΕ, και είναι νομικά δεσμευτικές.[6]
Πηγή δικαίου | Κανόνες δικαίου | Χαρακτήρας |
---|---|---|
Πρωτογενές δίκαιο |
|
Υποχρεωτικός |
Παράγωγο ή δευτερογενές δίκαιο |
|
Υποχρεωτικός |
|
Μη υποχρεωτικός | |
Συμπληρωματικό δίκαιο |
|
Υποχρεωτικός |
|
Μη υποχρεωτικός |
Το ευρωπαϊκό δίκαιο υπερισχύει του εθνικού (εσωτερικού) δικαίου των κρατών-μελών της Ε.Ε.[3]
Σημειώνεται ότι οι συνθήκες (πρωτογενές δίκαιο) αποτελούν συμφωνίες που στο σύνολό τους συνιστούν τον "καταστατικό χάρτη" της Ε.Ε., οι οποίες τελικά και υπερισχύουν των εσωτερικών νόμων (εθνικών δικαίων) των κρατών μελών. Συνεπώς τα κράτη μέλη δεν μπορούν μετά την ένταξή τους να επικαλεστούν αντισυνταγματικότητα συνθηκών, με σκοπό την απαλλαγή τους από τις ανειλημμένες υποχρεώσεις τους.
Επίσης και οι πράξεις των οργάνων της Ε.Ε. που εκδίδονται προς εφαρμογή των διατάξεων των συνθηκών υπερισχύουν ομοίως των εθνικών (εσωτερικών) νόμων εκάστου κράτους μέλους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η υπεροχή δεν καταργεί τους εθνικούς νόμους που είναι αντίθετοι με αυτούς της Ένωσης, αλλά τους "εκτοπίζει" δηλαδή οι εθνικοί νόμοι αντίθετοι με τους ευρωπαϊκούς δεν εφαρμόζονται πλέον, αλλά δεν εξαφανίζονται.
Το ελληνικό Σύνταγμα ορίζει ότι διεθνείς συνθήκες, που έχει συνομολογήσει η Ελλάδα, υπερισχύουν των νόμων (άρθρο 28 του Ελληνικού Συντάγματος του 1975, όπως ισχύει και στην αναθεώρηση του Συντάγματος του 2008), αλλά όχι και αυτού τούτου του Συντάγματος, που όμως είναι υπόχρεο σε εναρμόνιση με κοινοτικό δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 3 της συνθήκης Ρώμης.
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει τονίσει κατ’ επανάληψιν ότι όλα τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται με το ευρωπαϊκό δίκαιο και ουδεμία διάταξη εσωτερικού δικαίου (νόμος ή Σύνταγμα) δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για μη συμμόρφωσή τους. Πάντως η σχέση του συνταγματικού προς το ευρωπαϊκό δίκαιο στο εσωτερικό κάθε κράτους μέλους ερίζεται εντόνως.[13]
Η αρχή της υπεροχής θεσπίστηκε από το Δικαστήριο μετά την απόφαση της 15ης Ιουλίου 1964, στην υπόθεση Flaminio Costa κατά Enel. Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου περιορίζει τα περιθώρια ελιγμών των κρατών μελών, εμποδίζοντας την επικράτηση ενός νόμου αντίθετου προς αυτόν των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης στην απόφαση αυτή ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούσαν να επικαλεστούν τον κανόνα της αμοιβαιότητας, που είναι γενικός στο διεθνές δίκαιο, έτσι ώστε να είναι αδύνατο να επικρατήσουν, έναντι ενός νομικού συστήματος που αποδέχονται αμοιβαία, με ένα μονομερές μέτρο. Στην πράξη, αυτό συνεπάγεται υποχρέωση τήρησης της έννομης τάξης της Ένωσης.[14]
Επιβολή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τους κανόνες και τις στρατηγικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μηχανισμοί επιβολής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπονται σε επίπεδο ενωσιακού δικαίου.[15] Και τούτο διότι η επιβολή συνιστά αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας λήψης αποφάσεων.
Η άμεση επιβολή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξασφαλίζεται καταρχήν από τα κράτη μέλη, τα οποία σύμφωνα με το άρθρο 4(3) ΣΕΕ, οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενσωματώνεται, εφαρμόζεται και επιβάλλεται αποτελεσματικά. Στο επίπεδο των κρατών μελών η επιβολή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται μέσω των δικαστηρίων και των δημόσιων αρχών.
Περαιτέρω, η επιβολή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξασφαλίζεται έμμεσα διά της δράσης της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά το άρθρο 17 ΣΕΕ, η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι υπεύθυνη για τον έλεγχο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου από τα κράτη μέλη (έμμεση επιβολή). Συγκεκριμένα, η Επιτροπή μπορεί προς τον σκοπό αυτό να χρησιμοποιήσει τις διαδικασίες λόγω παραβίασης του δικαίου της Ένωσης, όπως προβλέπονται στα άρθρα 258, 259 και 260 ΣΛΕΕ. Οι εν λόγω διαδικασίες συνιστούν ένα από τα ισχυρότερα εργαλεία για την επιβολή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι τελικά αρμόδιο να κρίνει εάν έχει λάβει χώρα παραβίαση και ποία πρέπει να είναι η κύρωση. Εκτός αυτού, η Επιτροπή μπορεί να υιοθετήσει ηπιότερα μέτρα ώστε να επικουρήσει τα κράτη μέλη στην επιβολή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επιπλέον, οι Ευρωπαϊκοί Οργανισμοί (‘EU Agencies’) δύνανται να συμβάλλουν στην άμεση επιβολή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, σχετικές αρμοδιότητες έχουν απονεμηθεί ρητά σε ελάχιστους Ευρωπαϊκούς Οργανισμούς.[16] Παράδειγμα αποτελεί η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (‘ESMA’),[17] η οποία είναι αρμόδια να εξουσιοδοτεί τη λειτουργία ιδιωτικών φορέων στην ευρωπαϊκή χρηματοοικονομική αγορά, και έπειτα να ελέγχει τη συμμόρφωσή τους με τους σχετικούς κανόνες.
Όπως αναφέρονται στον Τίτλο I του Πρώτου Μέρους της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ενοποιημένη έκδοση)[18]: | |||||||||||||||
|
|
|
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.