Επιχείρηση Βιστούλας
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Επιχείρηση Βιστούλας (πολωνικά: Akcja Wisła, ουκρανικά: Опера́ція «Ві́сла») ήταν η κωδική ονομασία για την αναγκαστική επανεγκατάσταση του 1947 των Ουκρανών, Μποΐκων και Λέμκων από τις νοτιοανατολικές επαρχίες της μεταπολεμικής Πολωνίας, στις Ανακτημένες Περιοχές στα δυτικά της χώρας. Η δράση πραγματοποιήθηκε από τις σοβιετικές κομμουνιστικές αρχές της Πολωνίας με στόχο την αφαίρεση της υλικής υποστήριξης και βοήθειας στον Ουκρανικό Επαναστατικό Στρατό.[2][3] Ο Ουκρανικός Επαναστατικός Στρατός συνέχισε τις αντάρτικες δραστηριότητές του μέχρι το 1947 τόσο στο Βοεβοδάτο Κάτω Καρπαθίων όσο και στο Βοεβοδάτο Λούμπλιν, χωρίς καμία ελπίδα για οποιαδήποτε ειρηνική επίλυση. Η Επιχείρηση Βιστούλας ουσιαστικά τερμάτισε τις εχθροπραξίες.[4]
Μέλη του ΟΕΣ που έχουν συλληφθεί από στρατιώτες του Πολωνικού Λαϊκού Στρατού | |
Εντόπιο όνομα | Akcja Wisła |
---|---|
Ώρα | 28 Απριλίου – 31 Ιουλίου 1947 |
Τοποθεσία | Μπιεστσάντι και Κάτω Μπεσκίντι |
Τύπος | Εθνοκάθαρση |
Αιτία | Σφαγές Πολωνών από τον ΟΕΣ, Κομμουνιστική πολιτική εθνοτικής ομογενοποίησης[1][απέτυχε η επαλήθευση] |
Οργανώθηκε από | Πολωνικές και Σοβιετικές κυβερνήσεις, ΛΚΕΥ, ΥΔΑ |
Συμμετέχοντες | Πολωνικό Εργατικό Κόμμα, Πολωνικός Λαϊκός Στρατός και Σώμα Εσωτερικής Ασφάλειας |
Έκβαση | Εκτόπιση 141.000 αμάχων στις Ανακτημένες Περιοχές |
Σε μια περίοδο τριών μηνών που ξεκίνησε στις 28 Απριλίου 1947 και με τη σοβιετική έγκριση και βοήθεια,[4] περίπου 141.000 άμαχοι που κατοικούσαν γύρω από τα Μπιεστσάντι και τα Κάτω Μπεσκίντι επανεγκαταστάθηκαν με τη βία σε πρώην γερμανικά εδάφη, τα οποία παραχωρήθηκαν στην Πολωνία από τη Διάσκεψη της Γιάλτας στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[5] Η επιχείρηση πήρε το όνομά της από τον ποταμό Βιστούλα (Wisła στα πολωνικά). Ορισμένοι Πολωνοί και Ουκρανοί πολιτικοί καθώς και ιστορικοί καταδίκασαν την επιχείρηση μετά την πτώση του κομμουνισμού το 1989 στην Ανατολική Ευρώπη και την περιέγραψαν ως εθνοκάθαρση.[6][7] Άλλοι υποστήριξαν ότι δεν υπήρχαν άλλα μέσα για να σταματήσει η βία εκείνη την εποχή, αφού οι αντάρτες συνήθιζαν να ανασυντάσσονται έξω από τα πολωνικά σύνορα.[4]
Οι εκτοπισμένοι αγρότες έλαβαν οικονομική βοήθεια από την πολωνική κυβέρνηση και ανέλαβαν σπίτια και αγροκτήματα που άφησαν πίσω τους οι Γερμανοί, σε ορισμένες περιπτώσεις αντιμετωπίζοντας βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους ως αποτέλεσμα του αυξημένου μεγέθους των νεοαποκτηθέντων ακινήτων, της κατασκευής τους από τούβλα και την παροχή τρεχούμενου νερού. Κατά τα έτη 1956 έως 1958 έλαβαν ως επί το πλείστον μη επιστρεπτέα πιστώσεις συνολικού ύψους 170 εκατομμυρίων ζλότι που ήταν ένα σημαντικό χρηματικό ποσό στον πολωνικό εθνικό προϋπολογισμό.[8] Την ίδια ακριβώς εποχή η Σοβιετική Ένωση πραγματοποίησε μια παράλληλη επιχείρηση, με την ονομασία «Επιχείρηση Δύση», στην Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας. Αν και και οι δύο επιχειρήσεις συντονίστηκαν από τη Μόσχα, υπήρχε μια σοκαριστική διαφορά μεταξύ των αποτελεσμάτων τους.[4] Η Επιχείρηση Δύση διεξήχθη στη Δυτική Ουκρανία από το σοβιετικό ΛΚΕΥ και είχε στόχο τις οικογένειες των ύποπτων μελών του ΟΕΣ. Πάνω από 114.000 άτομα, κυρίως γυναίκες και παιδιά, εκτοπίστηκαν στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν και τη Σιβηρία και εξαναγκάστηκαν σε ακραία φτώχεια.[4] Από τους 19.000 άνδρες ενήλικες που απελάθηκαν από τους εκτοπισμένους του ΛΚΕΥ,[4] οι περισσότεροι στάλθηκαν σε ανθρακωρυχεία και λατομεία πέτρας στο βορρά. Κανένας από τους ανθρώπους που απελάθηκαν από το ΛΚΕΥ δεν έλαβε φάρμες ή άδεια σπίτια για να ζήσει.[4]